Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

Οδυσσέας Ελύτης: Κέρκυρα




ΚΕΡΚΥΡΑ

Ανοιξιάτικη νύχτα σε μακρινό εξοχικό νεκροταφείο. Το φωτεινό
εκείνο σύννεφο από πυγολαμπίδες που αλλάζει ανάλαφρα θέση από
τάφο σε τάφο.


Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ (1985)

Οδυσσέας Ελύτης: Τετάρτη, 29




                            ΤΕΤΑΡΤΗ, 29

Είναι κάτι νύχτες τώρα τελευταία, που ακούω πέδιλα στις πλάκες,
θροΐσματα υφασμάτων και λέξεις άγνωστες που μοιάζουν πικρές
και δυνατές σαν αγριόχορτα: «ύρφη» «σαραγάνδα» «τίντελο» «δε-
λεάνα»... Ώσπου πια «μου την έδωσε» χθες βράδυ και στάθηκα γυ-
μνός μπρος στον καθρέφτη.

Αλήθεια, δεν έμοιαζα καθόλου. Είχα μαλλιά ριχμένα προς τα εμ-
πρός και τα χαρακτηριστικά του προσώπου σκληρά. Στο μεσαίο
μου δάχτυλο φορούσα δαχτυλίδι βαρύ, με βούλα. Και στο βάθος του
δωματίου μου έστεκαν δύο άλλοι νέοι γενειοφόροι, σοβαροί.

Κατά τα άλλα το τοπίο θύμιζε Κέρκυρα.

Έτσι αργά βουλιάζαμε όλοι μας όπως η νεότης. Ενώ από το ραδιό-
φωνο ακουγόταν, ανάμεσα σε άλλα παλιά τραγούδια, στη διαπα-
σών, η «Ραμόνα».


ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ (1984)

Κώστας Τριπολίτης






Σάββατο 28 Απριλίου 2018

Κώστας Τριπολίτης: Βεελζεβούλ




Στίχοι:   Κώστας Τριπολίτης
Μουσική:   Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας
Δίσκος: Συγγνώμη για την άμυνα (1992)





Χτύπησε το κουδούνι μου χάραμα ο Βεελζεβούλ,
διάβολος, φτωχοδιάβολος κι απελπισμένος φουλ
«Κοίταξε τι μπορείς να κάνεις,
γιατί είμαι ρέστος και χαρμάνης
Μ’ έριξαν οι άνωθεν στη λάντζα
Ψάχνω για καμιά καλή καβάτζα
Δεν είναι να εμπιστεύεσαι πια τους πολιτισμένους,
κάνουν νομίμως έξωση και στους κολασμένους»

Άλα της, διαβολάκο,
τ’ αφεντικά της Κόλασης
σου σκάψανε το λάκκο

Έπεσε στο καθιστικό τάβλα ο Εξαποδώ,
άθλιος ο τρισάθλιος - ντρέπομαι και να δω
«Δεν έχω πια πρεστίζ και σέβας
κι ας ήμουν γκόμενος της Εύας
Δε με φοβούνται ούτε οι θρήσκοι
και με νομίζουν μπόμπα ουίσκι
Δεν είναι να εμπιστεύεσαι της αγοράς τα ήθη,
έτσι που ξεφτιλίσανε και το παραμύθι»

Άλα της, διαβολάκο,
τ’ αφεντικά της Κόλασης
σου σκάψανε το λάκκο

Έτρεμε στο μανδύα του ψόφιος ο Βεελζεβούλ,
δύστυχος, ο πανδύστυχος, αλλά κρατιόταν κουλ
«Ξέρεις κανένα να ’χει βίτσια;
Τα όργανα δίνω για σερβίτσια
Στους κολλητούς σου ρίξε σύρμα,
μπας και πουλήσουμε τη φίρμα
Κι αν ξέρεις κάνα ακόλαστο, τι προσφορά μας δίνει
να πάρει ένα διάολο από ελεημοσύνη;»

Άλα της, διαβολάκο,
τ’ αφεντικά της Κόλασης
σου σκάψανε το λάκκο

Κώστας Βάρναλης: Οι Μοιραίοι



   
Μες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλη η παρέα πίναμε εψές
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής,
ω, πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

(Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ' ουρανού·
ω της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε σβήνετε μακριά μας
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!)

Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ' άλλου κοντόημερη η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιός του Μάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
- Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
- Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα
δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα.

Έτσι, στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί·
σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

Κώστας Βάρναλης: Το πέρασμά σου



   
Στη ζήση αυτή που τη μισούμε,
στη γης αυτή που μας μισεί,
κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε,
πόνε πικρέ και πόνε αψύ,
που μας κρατάς και σε κρατούμε·

σ’ αυτήν τη μαύρη γης και ζήση,
που περπατούσαμε τυφλά
κι ανθός για μας δεν είχε ανθίσει
κι ούτε σε δέντρον αψηλά
κρυμμένο αηδόνι κελαηδήσει,

ήρθες Εσύ μιαν άγιαν ώρα,
όραμα θείο και ξαφνικό,
και γέμισε ήλιο, ανθόν, οπώρα,
κελαηδισμόν παθητικό
όλ’ η καρδιά μας, όλ’ η χώρα.

Αχ! τόσο λίγο να βαστάξει
τούτ’ η γιορτή κι η Πασκαλιά!…
Έφυγες κι έχουμε ρημάξει
ξανά και πάλι. Η Πασκαλιά
γιατ’ έτσι λίγο να βαστάξει!

Νίκος Καρούζος: Τα πολύτιμα βάσανα του Scardanelli




Κάπου πρέπει να βάλω το Amen –
όχι στο τέλος
ούτε στην αρχή
θα βάλω το Amen απάνω σ’ ένα φύλλωμα...
Ο Scardanelli κατάφυτος –
μα όχι τόση λυρικότητα
κάποια έκφραση πιο φυσική:
κατάξανθος αφέθηκε στους παγετώνες
είχε πολλά και σπάνια ουρανόσημα
κράξιμο νεαρού θανάτου τον άρτο και τον εύοσμον οίνο
τα βέλη της ωραιότητας βαθιά μέσα στο στήθος.
Μετέωρος νίκησε τους επισήμους τα επίχρυσα πρόσωπα
την ανούσια δοξολογία στη μητρόπολη
τα στιλβωμένα ύψη του Γκαίτε τη Βαϊμάρη στο σύνολό της
είν’ αυτός που αφέθηκε
κάπου μέσα στον άκρατο κίνδυνο
μόνος και δίπτερος που ’νιωθε πως η φιλάρεσκη τύρβη
δεν κατάχωσε της καρδιάς το δουκάτο
(σοβούσε μέσα του τυφλός αετός όταν έρημος δάγκωσε
τα ολόχρυσα μήλα των Εσπερίδων)
έριξε σαν ένα κουρελάκι την ασθένεια στην άβυσσο
σχεδόν ασκεπής, αλλά τι λέω; δίχως καν το κεφάλι του
το εξαϋλωμένο
πραγματικός Φρειδερίκος
εκείθε στον ορίζοντα της Θήβας ωρυόμενος
δίχως ιμάτιο διψαλέο για καταιγίδα
δίχως το κλειδοκύμβαλο του Τειρεσία
μα ολόσωμα σαβανωμένος απ’ τη Διοτίμα
στην τρισυπόστατην εκκλησία στο θαλερό θυσιαστήριο:
Πτωχεία Έρωτας και Πλούτος μ’ ένα στέμμα περίεργο
σαθρό φεγγάρι της ανάστατης παραμονής των Χριστουγέννων.
Ως πότε θα ’ναι, μα τον Ήφαιστο, μυστικός ο Ελικώνας
η μονάζουσα Λάμψη...
Στη μέση τ’ ουρανού: στο fatum
ο ήλιος θα περάσει τα μεσάνυχτα
στο βάθος τ’ ουρανού
με δεκανίκια.
Στη μέση του κεραυνού μεθώντας ο ειδωλοθραύστης
αγγίζει παταγώδη μυστήρια κι αστράφτει
λίγο πιο πάνω απ’ τις κνήμες της Αλήθειας
η όλως ορφική πορεία προς τον Άδη
που δεν έχει όμως τον Ορφέα της.
Ο ανάπηρος ήλιος αντηχώντας ολοένα στο πέλαγος
ανοιγοκλείνει τη βίβλο της πυράς της δυσανάγνωστη
λείψανα τα νερά τον καθρεφτίζουν
ελεύθερα και γαλανά νερά σαν Υπόθεση
στα νοερά κι αόρατα μάτια.
Σάρμα εική κεχυμένον ο κάλλιστος κόσμος.

Οδυσσέας Ελύτης: Έρως και Ψυχή




Άγρια μαύρη θάλασσα χτυπιέται πάνω μου
Η ζωή των άλλων. Οτιδήποτε μέσα στη νύχτα ισχυρίζεσαι
Ο Θεός το μεταβάλλει. Ελαφρά πάνε τα σπίτια
Μερικά φτάνουν κι ως την προκυμαία μ' αναμμένα φώτα
Η ψυχή πηγαίνει (λένε) των αποθαμένων

Α τι να 'σαι που σε λεν «ψυχή» αλλά που μήτε αέρας
Έσωσε ύλη να σου δώσει μήτε χνούδι ποτέ
Στο πέρασμα να σου αποσπάσει
Τι βάλσαμο ή τι δηλητήριο χύνεις έτσι που

Σε καιρούς παλιούς η ευγενική Διοτίμα
Νοερά τραγουδώντας έφτασε να μεταβάλει
Το νου του ανθρώπου και τον ρου στης Σουαβίας τα ύδατα*
Ώστε κείνοι που αγαπιούνται να 'ναι κι εδώ κι εκεί

Των δύο αστέρων και του ενός μονάχα πεπρωμένου

Ανύποπτη μοιάζει να είναι αν και δεν είναι
Η γη. Χορτάτη από διαμάντια και άνθρακες
Όμως ξέρει να ομιλεί κι από κει που η αλήθεια εκβάλλει
Με κρουστά υποχθόνια ή πηγές μεγάλης καθαρότητας
Έρχεται να στο επιβεβαιώσει. Ποιο; Τι;

Το μόνο που ισχυρίζεσαι κι ο θεός δεν μεταβάλλει

Κείνο το κάτι ανεξακρίβωτο που υπάρχει

Παρ' όλα αυτά μέσα στο Μάταιο και στο Τίποτα.


* Επειδή από τέκνο του Διός εκείνος
Μες στης Άρπυιας τις αρπάγες πάλευε
Κι ευλαβέστατα υπογραφόταν: Scardanelli



ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ  (1991)

Παρασκευή 27 Απριλίου 2018

Dylan Thomas: Light breaks where no sun shines




Light breaks where no sun shines;
Where no sea runs, the waters of the heart
Push in their tides;
And, broken ghosts with glow-worms in their heads,
The things of light
File through the flesh where no flesh decks the bones.

A candle in the thighs
Warms youth and seed and burns the seeds of age;
Where no seed stirs,
The fruit of man unwrinkles in the stars,
Bright as a fig;
Where no wax is, the candle shows its hairs.

Dawn breaks behind the eyes;
From poles of skull and toe the windy blood
Slides like a sea;
Nor fenced, nor staked, the gushers of the sky
Spout to the rod
Divining in a smile the oil of tears.

Night in the sockets rounds,
Like some pitch moon, the limit of the globes;
Day lights the bone;
Where no cold is, the skinning gales unpin
The winter’s robes;
The film of spring is hanging from the lids.

Light breaks on secret lots,
On tips of thought where thoughts smell in the rain;
When logics dies,
The secret of the soil grows through the eye,
And blood jumps in the sun;
Above the waste allotments the dawn halts.

Χάρης Βλαβιανός: [Εκδρομή με τον Καρούζο στο Ναύπλιο]




Πήγα εκδρομή με τον Καρούζο στο Ναύπλιο. Έξω από το Δημαρχείο μάς σταμάτησε μια κυρία και τον ρώτησε με τρεμάμενη φωνή: “Είστε αυτός που νομίζω;”. Κι εκείνος, με απόλυτη σοβαρότητα: “Όχι, είμαι ο ντετέκτιβ του οντολογικού αινίγματος”.

Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

Οδυσσέας Ελύτης: [Δεν ξέρω πια τη νύχτα]




Ι

Δεν ξέρω πια τη νύχτα φοβερή ανωνυμία θανάτου
Στον μυχό της ψυχής μου αράζει στόλος άστρων.
Έσπερε φρουρέ για να λάμπεις πλάι στο ουρανί
Αεράκι ενός νησιού που με ονειρεύεται
Ν' αναγγέλλω την αυγή από τα ψηλά του βράχια
Τα δυο μάτια μου αγκαλιά σε πλέουνε με το άστρο
Της σωστής μου καρδιάς: Δεν ξέρω πια τη νύχτα.

Δεν ξέρω πια τα ονόματα ενός κόσμου που μ' αρνιέται
Καθαρά διαβάζω τα όστρακα τα φύλλα τ' άστρα
Η έχτρα μου είναι περιττή στους δρόμους τ' ουρανού
Εξόν κι αν είναι τ' όνειρο που με ξανακοιτάζει
Με δάκρυα να διαβαίνω της αθανασίας τη θάλασσα
Έσπερε κάτω απ' την καμπύλη της χρυσής φωτιάς σου
Τη νύχτα που είναι μόνο νύχτα δεν την ξέρω πια.


ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ  (1943)

William Blake: To the evening star




Thou fair-hair'd angel of the evening,
Now, whilst the sun rests on the mountains, light
Thy bright torch of love; thy radiant crown
Put on, and smile upon our evening bed!
Smile on our loves, and while thou drawest the
Blue curtains of the sky, scatter thy silver dew
On every flower that shuts its sweet eyes
In timely sleep. Let thy west wind sleep on
The lake; speak silence with thy glimmering eyes,
And wash the dusk with silver. Soon, full soon,
Dost thou withdraw; then the wolf rages wide,
And then the lion glares through the dun forest:
The fleeces of our flocks are cover'd with
Thy sacred dew: protect them with thine influence!

Άγγελος Σικελιανός: Ιερά Oδός




Aπό τη νέα πληγή που μ' άνοιξεν η μοίρα
έμπαιν' ο ήλιος, θαρρούσα, στην καρδιά μου
με τόση ορμή, καθώς βασίλευε, όπως
από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι π' ολοένα
βουλιάζει.
Γιατί εκείνο πια το δείλι,
σαν άρρωστος, καιρό, που πρωτοβγαίνει
ν' αρμέξει ζωή απ' τον έξω κόσμον, ήμουν
περπατητής μοναχικός στο δρόμο
που ξεκινά από την Aθήνα κ' έχει
σημάδι του ιερό την Eλευσίνα.
Tι ήταν για μένα αυτός ο δρόμος πάντα
σα δρόμος της Ψυχής.
Φανερωμένος
μεγάλος ποταμός, κυλούσε εδώθε
αργά συρμένα από τα βόδια αμάξια
γεμάτα αθεμωνιές ή ξύλα, κι άλλα
αμάξια, γοργά που προσπερνούσαν,
με τους ανθρώπους μέσα τους σαν ίσκιους.

Mα παραπέρα, σα να χάθη ο κόσμος
κ' έμειν' η φύση μόνη, ώρα κι ώρα
μιαν ησυχία βασίλεψε. K' η πέτρα
π' αντίκρισα σε μια άκρη ριζωμένη,
θρονί μου φάνη μοιραμένο μου ήταν
απ' τους αιώνες. K' έπλεξα τα χέρια,
σαν κάθισα, στα γόνατα, ξεχνώντας
αν κίνησα τη μέρα αυτή ή αν πήρα
αιώνες πίσω αυτό τον ίδιο δρόμο.

Mα να· στην ησυχία αυτή, απ' το γύρο
τον κοντινό, προβάλανε τρεις ίσκιοι.
Ένας Aτσίγγανος αγνάντια ερχόταν,
και πίσωθέ του ακλούθααν, μ' αλυσίδες
συρμένες, δυο αργοβάδιστες αρκούδες.

Kαι να· ως σε λίγο ζύγωσαν μπροστά μου
και μ' είδε ο Γύφτος, πριν καλά προφτάσω
να τον κοιτάξω, τράβηξε απ' τον ώμο
το ντέφι και, χτυπώντας το με τό 'να
χέρι, με τ' άλλον έσυρε με βία
τις αλυσίδες. K' οι δυο αρκούδες τότε
στα δυο τους σκώθηκαν, βαριά.
H μία,
(ήτανε η μάνα, φανερά), η μεγάλη,
με πλεχτές χάντρες όλο στολισμένο
το μέτωπο γαλάζιες, κι από πάνω
μιαν άσπρη αβασκαντήρα, ανασηκώθη
ξάφνου τρανή, σαν προαιώνιο νά 'ταν
ξόανο Mεγάλης Θεάς, της αιώνιας Mάνας,
αυτής της ίδιας που ιερά θλιμμένη,
με τον καιρόν ως πήρε ανθρώπινη όψη,
για τον καημό της κόρης της λεγόνταν
Δήμητρα εδώ, για τον καημό του γιου της
πιο πέρα ήταν Aλκμήνη ή Παναγία.
Kαι το μικρό στο πλάγι της αρκούδι,
σα μεγάλο παιχνίδι, σαν ανίδεο
μικρό παιδί, ανασκώθηκε κ' εκείνο
υπάκοο, μη μαντεύοντας ακόμα
του πόνου του το μάκρος, και την πίκρα
της σκλαβιάς, που καθρέφτιζεν η μάνα
στα δυο πυρά της που το κοίτααν μάτια!

Aλλ' ως από τον κάματον εκείνη
οκνούσε να χορέψει, ο Γύφτος, μ' ένα
πιδέξιο τράβηγμα της αλυσίδας
στου μικρού το ρουθούνι, ματωμένο
ακόμα απ' το χαλκά που λίγες μέρες
φαινόνταν πως του τρύπησεν, αιφνίδια
την έκαμε, μουγκρίζοντας με πόνο,
να ορθώνεται ψηλά, προς το παιδί της
γυρνώντας το κεφάλι, και να ορχιέται
ζωηρά.
K' εγώ, ως εκοίταζα, τραβούσα
έξω απ' το χρόνο, μακριά απ' το χρόνο,
ελεύτερος από μορφές κλεισμένες
στον καιρό, από αγάλματα κ' εικόνες·
ήμουν έξω, ήμουν έξω από το χρόνο.

Mα μπροστά μου, ορθωμένη από τη βία
του χαλκά και της άμοιρης στοργής της,
δεν έβλεπα άλλο απ' την τρανήν αρκούδα
με τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι,
μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
του κόσμου, τωρινού και περασμένου,
μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
του πόνου του πανάρχαιου, οπ' ακόμα
δεν του πληρώθη απ' τους θνητούς αιώνες
ο φόρος της ψυχής.
Tι ετούτη ακόμα
ήταν κ' είναι στον Άδη.
Kαι σκυμμένο
το κεφάλι μου κράτησα ολοένα,
καθώς στο ντέφι μέσα έριχνα, σκλάβος
κ' εγώ του κόσμου, μια δραχμή.
Mα ως, τέλος,
ο Aτσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας
ξανά τις δυο αργοβάδιστες αρκούδες,
και χάθηκε στο μούχρωμα, η καρδιά μου
με σήκωσε να ξαναπάρω πάλι
το δρόμον οπού τέλειωνε στα ρείπια
του Iερού της Ψυχής, στην Eλευσίνα.
K' η καρδιά μου, ως εβάδιζα, βογκούσε:
"Θά 'ρτει τάχα ποτέ, θε νά 'ρτει η ώρα
που η ψυχή τής αρκούδας και του Γύφτου,
κ' η ψυχή μου, που Mυημένη τηνε κράζω,
θα γιορτάσουν μαζί;"
Kι ως προχωρούσα,
και βράδιαζε, ξανάνιωσα απ' την ίδια
πληγή, που η μοίρα μ' άνοιξε, το σκότος
να μπαίνει ορμητικά μες στην καρδιά μου,
καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι που ολοένα
βουλιάζει. Kι όμως τέτοια ως να διψούσε
πλημμύραν η καρδιά μου, σα βυθίστη
ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια,
σα βυθίστηκε ακέρια στα σκοτάδια,
ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου,
ένα μούρμουρο,
κ' έμοιαζ' έλλε:
"Θά 'ρτει."

Ezra Pound: A girl




The tree has entered my hands,
The sap has ascended my arms,
The tree has grown in my breast-
Downward,
The branches grow out of me, like arms.

Tree you are,
Moss you are,
You are violets with wind above them.
A child - so high - you are,
And all this is folly to the world.

Οδυσσέας Ελύτης: Μυρίσαι το άριστον [I-VII]




                                                    Ι 

Μια μέρα τη ζωή που 'χασα την ξαναβρήκα στα μάτια ενός νέου μο-
σχαριού που με κοίταζε μ' αφοσίωση. Κατάλαβα πως δεν είχα γεν-
νηθεί στην τύχη. Βάλθηκα να σκαλίζω τις μέρες μου, να τις φέρνω
άνω κάτω, να ψάχνω. Ζητούσα να ψαύσω την ύλη των αισθημά-
των. Ν' αποκαταστήσω, από τις νύξεις που έβρισκα διάσπαρτες μέ-
σα στον κόσμο αυτόν, μιαν αθωότητα τόσο ισχυρή που να ξεπλένει
τα αίματα -το άδικο- και να εξαναγκάζει τους ανθρώπους να μου
αρέσουν.

Δύσκολο - αλλά πως να γίνει; Κάποτε νιώθω να 'μαι τόσοι πολλοί
που χάνομαι. Θέλω να πραγματοποιηθώ έστω και στο μάκρος μιας
ηλικίας που να ξεπερνά τη δική μου.

Αν η ψευτιά δεν υπάρχει τρόπος να καταβληθεί ούτε από το χρόνο,
τότε το παιχνίδι το έχασα.

                                               II

Κατοίκησα μια χώρα που 'βγαινε από την άλλη, την πραγματική,
όπως τ' όνειρο από τα γεγονότα της ζωής μου. Την είπα κι αυτήν
Ελλάδα και τη χάραξα πάνω στο χαρτί να τηνε βλέπω. Τόσο λίγη
έμοιαζε· τόσο άπιαστη.

Περνώντας ο καιρός όλο και τη δοκίμαζα: με κάτι ξαφνικούς σει-
σμούς, κάτι παλιές καθαρόαιμες θύελλες. Άλλαζα θέση στα πράγμα-
τα να τ' απαλλάξω από κάθε αξία. Μελετούσα τ' Ακοίμιστα και την
Ερημική ν' αξιωθώ να φκιάνω λόφους καστανούς, μοναστηράκια,
κρήνες. Ως κι ένα περιβόλι ολόκληρο έβγαλα γιομάτο εσπεριδοει-
δή που μύριζαν Ηράκλειτο κι Αρχίλοχο. Μα 'ταν η ευωδία τόση που
φοβήθηκα. Κι έπιασα σιγά σιγά να δένω λόγια σαν διαμαντικά να
την καλύψω τη χώρα που αγαπούσα. Μην και κανείς ιδεί το κάλλος.
'Ή κι υποψιαστεί πως ίσως δεν υπάρχει.

                                               III

Λοιπόν τριγύριζα μέσα στη χώρα μου κι έβρισκα τόσο φυσική τη λι-
γοσύνη της, που 'λεγα πως, δε γίνεται, θα πρέπει να 'ναι από σκοπού
το ξύλινο τούτο τραπέζι με τις ντομάτες και τις ελιές μπρος στο πα-
ράθυρο. Για να μπορεί μια τέτοια αίσθηση βγαλμένη απ' το τετράγω-
νο του σανιδιού με τα λίγα ζωηρά κόκκινα και τα πολλά μαύρα να
βγαίνει κατευθείαν στην αγιογραφία. Και αυτή, αποδίδοντας τα ίσα,
να προεχτείνεται μ' ένα μακάριο φως πάνω απ' τη θάλασσα εωσότου
αποκαλυφθεί της λιγοσύνης το πραγματικό μεγαλείο.

Φοβούμαι να μιλάω μ' επιχειρήματα που μόνον η άνοιξη δικαιωμα-
τικά διαθέτει: όμως την παρθενία που πρεσβεύω έτσι την αντιλαμβά-
νομαι και μόνον έτσι τη φαντάζομαι να κρατάει τη μυστική της αρε-
τή: μεταβάλλοντας σε άχρηστα όλα τα μέσα που θα μπορούσαν να
επινοήσουν οι άνθρωποι για τη συντήρηση και την ανανέωσή της.

                                               IV

Την άνοιξη δεν τη βρήκα τόσο στους αγρούς ή, έστω, σ'έναν Botti-
celli όσο σε μια μικρή Βαϊφόρο κόκκινη. Έτσι και μια μέρα, τη θά-
λασσα την ένιωσα κοιτάζοντας μια κεφαλή Διός.
Όταν ανακαλύψουμε τις μυστικές σχέσεις των εννοιών και τις περ-
πατήσουμε σε βάθος θα βγούμε σ' ένα άλλου είδους ξέφωτο που είναι
η Ποίηση. Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία, όπως ένας είναι ο ουρα-
νός. Το ζήτημα είναι από που βλέπει κανείς τον ουρανό.

Εγώ τον έχω δει από καταμεσής της θάλασσας.

                                                V

Θέλω να 'μαι ειλικρινής όσο και το λευκό πουκάμισο που φορώ· και
ίσιος, παράλληλος με τις γραμμές πόχουν τα ξοχόσπιτα κι οι περι-
στεριώνες, που δεν είναι καθόλου ίσιες κι ίσως γι' αυτό στέκουνε το-
σο σίγουρα μες στην παλάμη του Θεού.

Τείνω μ' όλους μου τους πόρους προς ένα -πώς να το πω;- περι-
στρεφόμενο, εκθαμβωτικό ευ. Από το πως δαγκώνω μέσα στο φρούτο
έως το πως κοιτάζω απ' το παράθυρο αισθάνομαι να σχηματίζεται μια
ολόκληρη αλφαβήτα, που πασχίζω να βάλω σ' ενέργεια με την πρόθε-
ση ν' αρμόσω λέξεις ή φράσεις, και την απώτερη φιλοδοξία, ίαμβους
και τετράμετρα. Που σημαίνει: να συλλάβω και να πω έναν άλλο, δεύ-
τερο κόσμο, που φτάνει πάντα πρώτος μέσα μου. Μπορώ μάλιστα να
φέρω μάρτυρες ένα σωρό ασήμαντα πράγματα: βότσαλα που τα ρίγω-
σαν οι τρικυμίες, ρυάκια μ' ένα κάτι παρήγορο στο κατρακυλητό τους,
μυριστικά χορτάρια, λαγωνικά της αγιοσύνης μας. Μια ολάκερη φι-
λολογία, οι αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι, οι κατοπινοί χρονογράφοι
και υμνωδοί· μια τέχνη, ο Πολύγνωτος, ο Πανσέληνος: όλοι τους βρί-
σκονται μεταγλωττισμένοι και στενογραφημένοι μέσα εκεί από το
λείο, το χλοερό, το δριμύ και το εκστατικό, που η μόνη γνήσια και
αυθεντική τους παραπομπή ενυπάρχει στην ψυχή του ανθρώπου.

Αυτή την ψυχή τη λέω αθωότητα. Κι αυτή τη χίμαιρα, δικαίωμά μου.

                                               VI

Ω ναι, μια σκέψη για να 'ναι πραγματικά υγιής -άσχετο σε τι αναφέ-
ρεται- πρέπει ν' αντέχει στο ύπαιθρο. Και όχι μόνον. Πρέπει την
ίδια στιγμή στην ευαισθησία μας να 'ναι καλοκαίρι.

Λίγο, δυο - τρεις βαθμούς πιο χαμηλά, τετέλεσται: το γιασεμί σωπαί-
νει, ο ουρανός γίνεται θόρυβος.

                                              VII

Χείλι πικρό που σ' έχω δεύτερη ψυχή μου, χαμογέλασε!



Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ (1985)

Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Διαβάζει o Χρήστος Μπράβος






Dylan Thomas reads W.H. Auden






Ezra Pound: [Stupidity and ignorance all the way through]


Allen Ginsberg & Ezra Pound (with Fernanda Pivano – taken by Ettore Sottsass)

Allen: “So explained to him – “You remember I was telling you about hearing Blake‘s voice-?
He hesitated and then pursed his mouth, nodded up and down slightly, looking away.
– “But I didn’t tell it coherently.” – so described to him the occasion – “a series of moments of altered modes of consciousness over a period of weeks, etc.” – ending “no way of presenting that except through things external perceived in that state” and so continued explaining how his attention to specific perceptions & W(illiam)C(arlos)W(illiams)’ s “No ideas but in things” had been great help to me in finding language and balancing my mind – and to many young poets – and asked “am I making sense to you?”
“Yes,” he replied finally, and then mumbled “but my own work does not make sense’ [or, “but I haven’t made sense”]
I had asked him before if he would like to come to give a reading in the U.S. at Buffalo or S(an) F(rancisco), say, he replied, “Too late – “
“Too late for what? – for us or for your voice?” I laughed and continued, explaining mine and our ((Robert) Creeley, etc) debt to his language perceptions – speaking specifically of the sequence of phanopoeic images – “soapsmooth stone posts” – even his irritations and angers characteristic, humors, dramatic, as manifest in procession as time mosaic.
“(Basil) Bunting told me.” said Pound, “that there was too little presentation and too much reference” – referring to things not presenting them.
I replied that in the last year Bunting had told me to look at Pound because I had too many words, and showed Pound as model for economy in presentation of sensory phenomena, via words…So Pound’s work, I concluded to him, had been in “Praxis of perception, ground I could walk on.”
“A mess”, he said.
“What, you or the Cantos or me?”
“My writing – stupidity and ignorance all the way through,” he said. “Stupidity and ignorance.”



Ezra Pound & William Carlos Williams

“For the ear – Williams told me,” I continued, “in 1961 – we were talking about prosody, I’d asked him to explain your prosody to me – in general, something toward approximation of quantitative – anyway Williams said, ‘Pound has a mystical ear’ – did he ever tell you that?”
“No”, said Pound, “he never said that to me” – smiling almost shyly and pleased – eyes averted – but smiling, almost curious and childlike.
“Well I’m reporting it to you now seven years later – the judgment of the tender-eyed Doctor that you had a ‘mystical ear’ – not gaseous mystical he meant – but a natural ear for changes of rhythm and tone.
I continued explaining the concrete value of his perceptions manifested in phrasing, as reference points for my own sensory perceptions – I added that as humor – HUMOR – the ancient humours – his irritations against Buddhists, Taoists and Jews – fitted into place, despite his intentions, as part of the drama, the theater, the presentation, record of flux of mind-consciousness…
“The intention was bad – that’s the trouble – anything I’ve done has been an accident – any good has been spoiled by my intentions – the preoccupation with irrelevant and stupid things -” Pound said this quietly, rusty voiced like an old child, looked directly in my eye while pronouncing “intention”.
“Ah well, what I’m trying to tell you – what I came here for all this time – was to give you my blessing then, because despite your disillusion – unless you want to be messiah – then you’d have to be a Buddhist to be a perfect Messiah” (he smiled) – “But I’m a Buddhist Jew – perceptions have been strengthened by the series of practical exact language models which are scattered thruout the Cantos like stepping stones – ground for me to occupy, walk on – so that despite your intentions, the practical effect has been to clarify my perceptions – and, anyway, now do you accept my blessing?”
He hesitated, opening his mouth like an old turtle.
“I do,” he said – “but my worst mistake was the stupid suburban prejudice of anti-Semitism, all along, that spoiled everything – “..
“Well no, because anyone with any sense can see it as a humour, in that sense part of the drama – you manifest the process of thoughts – make a model of the consciousness and anti-Semitism is your fuck-up, like not liking Buddhists, but it’s part of the model as it proceeds – and the great accomplishment was to make a working model of your mind – I mean nobody cares if it’s Ezra Pound’s mind – it is a mind, like all our minds, and that’s never been done before – so you made a working model all along, with all the dramatic imperfections, fuck-ups – anyone with sense can always see the crazy part and see the perfect clear lucid perception-language-ground-“


allenginsberg.org

Σάββατο 21 Απριλίου 2018

Ο Ρένος Αποστολίδης διαβάζει Διονύσιο Σολωμό









Αλεξία Αθανασίου: Όπως το Είδα




Ωχρό το Ερειπωμένο Αρχοντικό•
σαν πεταλούδες τα πορτοπαράθυρά του πράσινα
στους διαλυμένους γέρνουν μεντεσέδες
(σπίθες ελπίδας άφαντης)
κι από παντού κισσοί τυλίγονται αγιοκλήματα
των τοίχων λιποθύμισμα αναβάλλοντας,Υψώνοντας
το Κτίσμα στην παλάμη τους μια κούπα ραγισμένη.
.
Κι ο Ιδιοκτήτης του σε σούρουπο χιλιόχρωμο
(χαμόγελο ιμπρεσιονισμού)
έν’άγουρο κρατώντας στην παλάμη πεφταστέρι
μ’εφτά πυγολαμπίδες να τρεμίζουν γύρω του
(ολάνθιστα σιωπής μυστηριακής κεριά)
σε κιόσκι στέκεται μαρμάρινο(σαν επισκέπτης πλέον)
δίχως το Τότε που ήταν ζωντανός να νοσταλγεί.
.
Έναστρο νύχτωμα κυματισμός βαθύχρωμος ζυγώνει
(σ’εσένα παραπέμπει Βίνσεντ)
άρωμα του αγιοκλήματος πληθαίνει
χρυσώνει η Πύλη απ’το φεγγάρι
μοιάζοντας νεύμα τρυφερό μια Πύλη
(μέσα στην Πύλη) Αιθερική γαλαζολάμπει…
Πρόθυμα ο Άνδρας την περνά_
και χάθηκαν οι δυο τους.


Πρώτη δημοσίευση: Ποιείν

Αλεξίας Αθανασίου: Μες σε χαλάσματα (Κερκυραϊκό)




Όλοι οι νεότεροι αγνοούν
και οι παλαιοί που γνώριζαν έχουν (από καιρούς) πεθάνει•
μαζί και η γνώση αυτού του πράγματος.
Μ’ άκουσα κάποτ’ εκατόχρονη γριά να το διηγιέται,
και θα το πω… στη λήθη να μην μένει.

Άνθρωποι δύστροποι που ζήσαν ευερέθιστοι
σαν πέθαναν – δίχως ν’ αφήσουν απογόνους
και λυπημένα ρήμαξαν τα σπίτια τους _
κάποιες φορές κολλούν εκεί (κορμί και πνεύμα)
δύστροποι πάντα κι ευερέθιστοι.
Ξένος στο χάλασμα σαν μπει κάτι για να εξετάσει
φρούτο να πάρει – κάποτε να κοιμηθεί
κάτω από δέντρο (και τη φοβερή συκιά!)
ενόχληση τους προκαλεί• δεν τον αντέχουν, ξέγνοιαστο,
να τριγυρνά στο βιος τους…

Φάντη Μπαστούνι, ξαφνικά, βλέπει μπροστά του ο εισβολέας
το νοικοκύρη, τρομερό, τσιγάρο να ζητά
τραχιά να τον ρωτάει: – «Τι θέλεις;»
Του κόβεται η πνοή… το έμφραγμα τον φλερτάρει•
χέρι του νιώθει ή πόδι σαν να παραλύει.
(Βλάψιμο πρόσκαιρο συχνά – κάποτε μόνιμο… ως τον τάφο
που οι γέροι στα χωριά «παρμάρα» το ‘λεγαν.)
Φεύγει χωλαίνοντας (αν δεν πεθάνει) αλαφιασμένος
κι όσο θα ζει θα λέει: – «Ήταν ο Μώρος!!»

Μες σε χαλάσματα στην Κέρκυρα
να κοιμηθείς μην μπεις να σεργιανίσεις.
Βαρύ το τίμημα• δεν θα σου αρέσει!


* «παρμάρα”: η παράλυση.

Παρασκευή 20 Απριλίου 2018

Làszlo Krasznahorkai: [Να είσαι ένα μέρος από αυτό το ιδιαίτερο τίποτε]




Etre assis sur une pierre, sur la rive, et écouter l'eau. Faire partie de ce rien particulier, c'est ce qui est, pour moi, l'action. Faire partie de ce silence, ne pas m'en mêler.
Να κάθεσαι σε μία πέτρα, στην όχθη, και να ακούς το νερό. Να είσαι ένα μέρος από αυτό το ιδιαίτερο τίποτε, είναι για μένα, η δράση. Να αποτελείς τμήμα αυτής της ησυχίας, να μην εμπλέκεσαι.

Μετάφραση:
Κατίνα Βλάχου

Πηγή

James Joyce: [Life is such as I conceive it]




[...]
Little by little Stephen became more irregular in his attendances at the college. He would leave his house every morning at the usual hour and come into the city on the tram. But always at Amiens St Station he would get down and walk and as often as not he would decide to follow some trivial indication of city life instead of entering the oppressive life of the College. He often walked thus for seven or eight hours at a stretch without feeling in the least fatigued. The damp Dublin winter seemed to harmonise with his inward sense of unreadiness and he did not follow the least of feminine provocations through tortuous, unexpected ways any more zealously than he followed through ways even less satisfying the nimble movements of the elusive one. What was that One: arms of love that had not love’s malignity, laughter running upon the mountains of the morning, an hour wherein might be encountered the incommunicable? And if the heart but trembled an instant at some approach to that he would cry, youthfully, passionately “It is so! It is so! Life is such as I conceive it.” He spurned from before him the stale maxims of the Jesuits and he swore an oath that [never] they should never establish over him an ascendancy. He spurned from before him a world of the higher culture in which there was neither scholarship nor art nor dignity of manners — a world of trivial intrigues and trivial triumphs. Above all he spurned from before him the company of [the] decrepit youth — and he swore an oath that never would they establish with him a compact of fraud. Fine words! fine oaths! crying bravely and passionately even in the teeth of circumstances. For not unfrequently in the pauses of rapture Dublin would lay a sudden hand upon his shoulder, and the chill of the summons would strike to his heart. [...]


STEPHEN HERO

Πέμπτη 19 Απριλίου 2018

James Joyce: [sweet sinking of consciousness]




[...]

To this unknown verses were now regularly inscribed and it seemed that the evil dream of love which Stephen chose to commemorate in these verses lay veritably upon the world now m a season of « damp violet mist. He had abandoned his Madonna, » he had forsaken his word and he had withdrawn
sternly from his little world and surely it was not wonderful that his solitude should propel him to frenetic outbursts of a young man’s passion and to outbursts of loneliness? This quality of the mind which so reveals itself is called (when incorrigible) a decadence but if we are to take a general view of [life] the world we cannot but see a process to life through corruption. There were moments for him, however, when such a process would have seemed intolerable, life on any common terms an intolerable offence, and at such moments he prayed for nothing and lamented for nothing but he felt with a sweet sinking of consciousness that if the end came to him it was in the arms of the unknown that it would come to him:

« The dawn awakes with tremulous alarms.
How grey, how cold, how bare!
O, hold me still white arms, encircling arms!
And hide me, heavy hair!

Life is a dream, a dream. The hour is done
And antiphon is said.
We go from the light and falsehood of the sun
To bleak wastes of the dead. »

[...]


STEPHEN HERO

Τρίτη 17 Απριλίου 2018

James Joyce: [not word by word but letter by letter]




[...]
Their Eminences of the Holy College are hardly more scrupulous solitaries during the ballot for Christ’s vicar than was Stephen at this time. He wrote a great deal of verse and, in default of any better contrivance, his verse allowed him to combine the offices of penitent and confessor. He sought in his verses to fix the most elusive of his moods and he put his lines together not word by word but letter by letter. He read Blake and Rimbaud on the values of letters and even permuted and combined the five vowels to construct cries for primitive emotions. To none of his former fervours had he given himself with such a whole heart as to this fervour; « the monk now seemed to him no more than half the artist. He persuaded himself that it is necessary for an artist to labour incessantly at his art if he wishes to express completely even the simplest conception and he believed that every moment of inspiration must be paid for m advance. He was not convinced of the truth of the saying [Poeta nascitur, non fit] "The poet is born, not made” but he was quite sure » of the truth of this at least: [Poema fit, non nascitur] "The poem is made not born". The burgher notion of the poet Byron m undress pouring out verses [like] just as a city fountain pours out water seemed to him characteristic of most popular judgments on esthetic matters and he combated the notion at its root « by saying solemnly to Maurice — Isolation is the first principle of artistic economy. »

Stephen did not attach himself to art in any spirit of youthful dilettantism but strove to pierce to the significant heart of everything. « He doubled backwards into the past of humanity and caught glimpses of emergent art as one might have a vision of the pleisiosauros emerging from his ocean of slime. He seemed almost to hear the simple cries of fear and joy and wonder which are antecedent to all song, the savage rhythms of men pulling at the oar, » to see the rude scrawls and the portable gods of men whose legacy Leonardo and Michelangelo inherit. And over all this chaos of history and legend, of fact and supposition, he strove to draw out a line of order, to reduce the abysses of the past to order by a diagram.
[...]


STEPHEN HERO

Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

James Joyce: [The spell of arms and voices]




[...]
April 16. Away! Away!
The spell of arms and voices: the white arms of roads, their promise of close embraces and the black arms of tall ships that stand against the moon, their tale of distant nations. They are held out to say: We are alone—come. And the voices say with them: We are your kinsmen. And the air is thick with their company as they call to me, their kinsman, making ready to go, shaking the wings of their exultant and terrible youth.
[...]


A PORTRAIT OF THE ARTIST AS A YOUNG MAN (1916)

James Joyce: [invented and patented in all countries by Dante Alighieri]



[...]
April 15. Met her today point blank in Grafton Street. The crowd brought us together. We both stopped. She asked me why I never came, said she had heard all sorts of stories about me. This was only to gain time. Asked me was I writing poems? About whom? I asked her. This confused her more and I felt sorry and mean. Turned off that valve at once and opened the spiritual-heroic refrigerating apparatus, invented and patented in all countries by Dante Alighieri. Talked rapidly of myself and my plans. In the midst of it unluckily I made a sudden gesture of a revolutionary nature. I must have looked like a fellow throwing a handful of peas into the air. People began to look at us. She shook hands a moment after and, in going away, said she hoped I would do what I said.
Now I call that friendly, don't you?
Yes, I liked her today. A little or much? Don't know. I liked her and it seems a new feeling to me. Then, in that case, all the rest, all that I thought I thought and all that I felt I felt, all the rest before now, in fact... O, give it up, old chap! Sleep it off!
[...]


A PORTRAIT OF THE ARTIST AS A YOUNG MAN (1916)

Σάββατο 14 Απριλίου 2018

James Joyce: [The instant of inspiration seemed now to be reflected from all sides at once from a multitude of cloudy circumstances of what had happened or of what might have happened.]




[...]

Towards dawn he awoke. O what sweet music! His soul was all dewy wet. Over his limbs in sleep pale cool waves of light had passed. He lay still, as if his soul lay amid cool waters, conscious of faint sweet music. His mind was waking slowly to a tremulous morning knowledge, a morning inspiration. A spirit filled him, pure as the purest water, sweet as dew, moving as music. But how faintly it was inbreathed, how passionlessly, as if the seraphim themselves were breathing upon him! His soul was waking slowly, fearing to awake wholly. It was that windless hour of dawn when madness wakes and strange plants open to the light and the moth flies forth silently.

An enchantment of the heart! The night had been enchanted. In a dream or vision he had known the ecstasy of seraphic life. Was it an instant of enchantment only or long hours and years and ages?

The instant of inspiration seemed now to be reflected from all sides at once from a multitude of cloudy circumstances of what had happened or of what might have happened. The instant flashed forth like a point of light and now from cloud on cloud of vague circumstance confused form was veiling softly its afterglow. O! In the virgin womb of the imagination the word was made flesh. Gabriel the seraph had come to the virgin's chamber. An afterglow deepened within his spirit, whence the white flame had passed, deepening to a rose and ardent light. That rose and ardent light was her strange wilful heart, strange that no man had known or would know, wilful from before the beginning of the world: and lured by that ardent roselike glow the choirs of the seraphim were falling from heaven.

Are you not weary of ardent ways,
Lure of the fallen seraphim?
Tell no more of enchanted days.

The verses passed from his mind to his lips and, murmuring them over, he felt the rhythmic movement of a villanelle pass through them. The roselike glow sent forth its rays of rhyme; ways, days, blaze, praise, raise. Its rays burned up the world, consumed the hearts of men and angels: the rays from the rose that was her wilful heart.

Your eyes have set man's heart ablaze
And you have had your will of him.
Are you not weary of ardent ways?

And then? The rhythm died away, ceased, began again to move and beat. And then? Smoke, incense ascending from the altar of the world.

Above the flame the smoke of praise
Goes up from ocean rim to rim
Tell no more of enchanted days.

Smoke went up from the whole earth, from the vapoury oceans, smoke of her praise. The earth was like a swinging swaying censer, a ball of incense, an ellipsoidal fall. The rhythm died out at once; the cry of his heart was broken. His lips began to murmur the first verses over and over; then went on stumbling through half verses, stammering and baffled; then stopped. The heart's cry was broken.

The veiled windless hour had passed and behind the panes of the naked window the morning light was gathering. A bell beat faintly very far away. A bird twittered; two birds, three. The bell and the bird ceased: and the dull white light spread itself east and west, covering the world, covering the roselight in his heart.

Fearing to lose all, he raised himself suddenly on his elbow to look for paper and pencil. There was neither on the table; only the soup plate he had eaten the rice from for supper and the candlestick with its tendrils of tallow and its paper socket, singed by the last flame. He stretched his arm wearily towards the foot of the bed, groping with his hand in the pockets of the coat that hung there. His fingers found a pencil and then a cigarette packet. He lay back and, tearing open the packet, placed the last cigarette on the window ledge and began to write out the stanzas of the villanelle in small neat letters on the rough cardboard surface.

Having written them out he lay back on the lumpy pillow, murmuring them again. The lumps of knotted flock under his head reminded him of the lumps of knotted horsehair in the sofa of her parlour on which he used to sit, smiling or serious, asking himself why he had come, displeased with her and with himself, confounded by the print of the Sacred Heart above the untenanted sideboard. He saw her approach him in a lull of the talk and beg him to sing one of his curious songs. Then he saw himself sitting at the old piano, striking chords softly from its speckled keys and singing, amid the talk which had risen again in the room, to her who leaned beside the mantelpiece a dainty song of the Elizabethans, a sad and sweet loth to depart, the victory chant of Agincourt, the happy air of Greensleeves. While he sang and she listened, or feigned to listen his heart was at rest but when the quaint old songs had ended and he heard again the voices in the room he remembered his own sarcasm: the house where young men are called by their christian names a little too soon.

At certain instants her eyes seemed about to trust him but he had waited in vain. She passed now dancing lightly across his memory as she had been that night at the carnival ball, her white dress a little lifted, a white spray nodding in her hair. She danced lightly in the round. She was dancing towards him and, as she came, her eyes were a little averted and a faint glow was on her cheek. At the pause in the chain of hands her hand had lain in his an instant, a soft merchandise.

—You are a great stranger now.—

—Yes. I was born to be a monk.—

—I am afraid you are a heretic.—

—Are you much afraid?—

For answer she had danced away from him along the chain of hands, dancing lightly and discreetly, giving herself to none. The white spray nodded to her dancing and when she was in shadow the glow was deeper on her cheek.

A monk! His own image started forth a profaner of the cloister, a heretic Franciscan, willing and willing not to serve, spinning like Gherardino da Borgo San Donnino, a lithe web of sophistry and whispering in her ear.

No, it was not his image. It was like the image of the young priest in whose company he had seen her last, looking at him out of dove's eyes, toying with the pages of her Irish phrasebook.

—Yes, yes, the ladies are coming round to us. I can see it every day. The ladies are with us. The best helpers the language has.—

—And the church, Father Moran?—

—The church too. Coming round too. The work is going ahead there too. Don't fret about the church.—

Bah! he had done well to leave the room in disdain. He had done well not to salute her on the steps of the library. He had done well to leave her to flirt with her priest, to toy with a church which was the scullery-maid of christendom.

Rude brutal anger routed the last lingering instant of ecstasy from his soul. It broke up violently her fair image and flung the fragments on all sides. On all sides distorted reflections of her image started from his memory: the flower girl in the ragged dress with damp coarse hair and a hoyden's face who had called herself his own girl and begged his handsel, the kitchen-girl in the next house who sang over the clatter of her plates, with the drawl of a country singer, the first bars of By Killarney's Lakes and Fells, a girl who had laughed gaily to see him stumble when the iron grating in the footpath near Cork Hill had caught the broken sole of his shoe, a girl he had glanced at, attracted by her small ripe mouth as she passed out of Jacob's biscuit factory, who had cried to him over her shoulder:

—Do you like what you seen of me, straight hair and curly eyebrows?—

And yet he felt that, however he might revile and mock her image, his anger was also a form of homage. He had left the classroom in disdain that was not wholly sincere, feeling that perhaps the secret of her race lay behind those dark eyes upon which her long lashes flung a quick shadow. He had told himself bitterly as he walked through the streets that she was a figure of the womanhood of her country, a batlike soul waking to the consciousness of itself in darkness and secrecy and loneliness, tarrying awhile, loveless and sinless, with her mild lover and leaving him to whisper of innocent transgressions in the latticed ear of a priest. His anger against her found vent in coarse railing at her paramour, whose name and voice and features offended his baffled pride: a priested peasant, with a brother a policeman in Dublin and a brother a potboy in Moycullen. To him she would unveil her soul's shy nakedness, to one who was but schooled in the discharging of a formal rite rather than to him, a priest of the eternal imagination, transmuting the daily bread of experience into the radiant body of everliving life.

The radiant image of the eucharist united again in an instant his bitter and despairing thoughts, their cries arising unbroken in a hymn of thanksgiving.

Our broken cries and mournful lays
   Rise in one eucharistic hymn
Are you not weary of ardent ways?
   While sacrificing hands upraise
   The chalice flowing to the brim,
Tell no more of enchanted days.

He spoke the verses aloud from the first lines till the music and hythm suffused his mind, turning it to quiet indulgence; then copied them painfully to feel them the better by seeing them; then lay back on his bolster.

The full morning light had come. No sound was to be heard: but he knew that all around him life was about to awaken in common noises, hoarse voices, sleepy prayers. Shrinking from that life he turned towards the wall, making a cowl of the blanket and staring at the great overblown scarlet flowers of the tattered wallpaper. He tried to warm his perishing joy in their scarlet glow, imagining a roseway from where he lay upwards to heaven all strewn with scarlet flowers. Weary! Weary! He too was weary of ardent ways.

A gradual warmth, a languorous weariness passed over him, descending along his spine from his closely cowled head. He felt it descend and, seeing himself as he lay, smiled. Soon he would sleep.

He had written verses for her again after ten years. Ten years before she had worn her shawl cowlwise about her head, sending sprays of her warm breath into the night air, tapping her foot upon the glassy road. It was the last tram; the lank brown horses knew it and shook their bells to the clear night in admonition. The conductor talked with the driver, both nodding often in the green light of the lamp. They stood on the steps of the tram, he on the upper, she on the lower. She came up to his step many times between their phrases and went down again and once or twice remained beside him forgetting to go down and then went down. Let be! Let be!

Ten years from that wisdom of children to his folly. If he sent her the verses? They would be read out at breakfast amid the tapping of eggshells. Folly indeed! Her brothers would laugh and try to wrest the page from each other with their strong hard fingers. The suave priest, her uncle, seated in his armchair would hold the page at arm's length, read it smiling and approve of the literary form.

No, no: that was folly. Even if he sent her the verses she would not show them to others. No, no: she could not.

He began to feel that he had wronged her. A sense of her innocence moved him almost to pity her, an innocence he had never understood till he had come to the knowledge of it through sin, an innocence which she too had not understood while she was innocent or before the strange humiliation of her nature had first come upon her. Then first her soul had begun to live as his soul had when he had first sinned: and a tender compassion filled his heart as he remembered her frail pallor and her eyes, humbled and saddened by the dark shame of womanhood.

While his soul had passed from ecstasy to languor where had she been? Might it be, in the mysterious ways of spiritual life, that her soul at those same moments had been conscious of his homage? It might be.


A glow of desire kindled again his soul and fired and fulfilled all his body. Conscious of his desire she was waking from odorous sleep, the temptress of his villanelle. Her eyes, dark and with a look of languor, were opening to his eyes. Her nakedness yielded to him, radiant, warm odorous and lavish limbed, enfolded him like a shining cloud, enfolded him like water with a liquid life: and like a cloud of vapour or like waters circumfluent in space the liquid letters of speech, symbols of the element of mystery, flowed forth over his brain.

Are you not weary of ardent ways,
Lure of the fallen seraphim?
Tell no more of enchanted days.

Your eyes have set man's heart ablaze
And you have had your will of him.
Are you not weary of ardent ways?

Above the flame the smoke of praise
Goes up from ocean rim to rim.
Tell no more of enchanted days.

Our broken cries and mournful lays
Rise in one eucharistic hymn.
Are you not weary of ardent ways?

While sacrificing hands upraise
The chalice flowing to the brim.
Tell no more of enchanted days.

And still you hold our longing gaze
With languorous look and lavish limb!
Are you not weary of ardent ways?
Tell no more of enchanted days.

***

[...]



A PORTRAIT OF THE ARTIST AS A YOUNG MAN (1916)

Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

James Joyce: [He had awakened from a slumber of centuries]




[...]
Such moments passed and the wasting fires of lust sprang up again. The verses passed from his lips and the inarticulate cries and the unspoken brutal words rushed forth from his brain to force a passage. His blood was in revolt. He wandered up and down the dark slimy streets peering into the gloom of lanes and doorways, listening eagerly for any sound. He moaned to himself like some baffled prowling beast. He wanted to sin with another of his kind, to force another being to sin with him and to exult with her in sin. He felt some dark presence moving irresistibly upon him from the darkness, a presence subtle and murmurous as a flood filling him wholly with itself. Its murmur besieged his ears like the murmur of some multitude in sleep; its subtle streams penetrated his being. His hands clenched convulsively and his teeth set together as he suffered the agony of its penetration. He stretched out his arms in the street to hold fast the frail swooning form that eluded him and incited him: and the cry that he had strangled for so long in his throat issued from his lips. It broke from him like a wail of despair from a hell of sufferers and died in a wail of furious entreaty, a cry for an iniquitous abandonment, a cry which was but the echo of an obscene scrawl which he had read on the oozing wall of a urinal.
He had wandered into a maze of narrow and dirty streets. From the foul laneways he heard bursts of hoarse riot and wrangling and the drawling of drunken singers. He walked onward, dismayed, wondering whether he had strayed into the quarter of the Jews. Women and girls dressed in long vivid gowns traversed the street from house to house. They were leisurely and perfumed. A trembling seized him and his eyes grew dim. The yellow gasflames arose before his troubled vision against the vapoury sky, burning as if before an altar. Before the doors and in the lighted halls groups were gathered arrayed as for some rite. He was in another world: he had awakened from a slumber of centuries.
[...]


A PORTRAIT OF THE ARTIST AS A YOUNG MAN (1916)

The Henry Miller Odyssey






Henry Miller Asleep and Awake






Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Γιώργος Χρονάς: Ίβυκος




Όπως η ψυχή τον πέταξε σαν ανάσα σε πνευστό
από τα χείλη στα δέντρα που πράσινα στο χώμα της Κορίνθου
τη μουσική από μόνα τους τριγύρω έφτιαναν
τους γερανούς στον ουρανό βαριά είδες να πετούν σαν άστρα
όταν το μαχαίρι μπαίνοντας βαθιά άνοιγε ζωή στο θάνατο.

Οι μέρες πέρασαν αφήνοντας τα κουμπιά ανοιχτά στο πουκάμισο
Οι γερανοί του Ιβύκου — είπαν
Τους γερανούς βαριά στον ουρανό να πετούν σαν είδαν.
Οι μέρες πέρασαν. Μα το πουκάμισο έμενε ανοιχτό.

Γιώργος Χρονάς: Αλεξάνδρεια




Τα χαράματα έφυγαν για την Αλεξάνδρεια
ο Αντίνοος
ο Νίκος
ο Ίβυκος
ο Καραϊσκάκης
ο χορευτής του Σαιντ Ιλαίρ
η Σωτηρία Μπέλλου
ο Χριστός
η Μαίριλυν Μονρόε
ο Γρηγόρης Αυξεντίου
και
ο κιθαριστής των φλαμένκος

Ο Γιώργος Χρονάς διαβάζει Αλέξανδρο Αηδώνη







Αλέξανδρος 'Ισαρης: Το χρώμα του χρόνου




Σηκώνω το χέρι μου κι ύστερα πέφτει
Στο νου βυθίστηκε
Το δάχτυλο της χθεσινής ημέρας.
Το χέρι βουλιάζει
Πέτρωσε το η αγάπη, πάει.
Εσύ απο ψηλά μη με κοιτάς.
Ντρέπομαι για τη φτώχεια μου στο μέλλον
Να τριγυρνώ δίχως σκιά.

Σηκώνω το χέρι μου
βλέπω τα δάχτυλα ν' αχνίζουν στον αέρα
Σε χρόνο άχρωμο με την ανάσα μου γεμάτη ρίζες.
Πέρα απ' το χέρι μου καμένα κτίρια
Άνθρωποι, σκυλιά, πέρδικες, ποντίκια.
Πίσσα στο βάθος πυρκαγιά και βρόμα.
Χώνω τη γλώσσα μου στο στόμα σου
κι απ' το πολύ φαρμάκι κλαίω αίμα.

Θρύψαλα ο άνεμος τα βράχια τρέμουνε
Βραδιάζει. Κουλουριασμένη η ψυχή και χθες
Και το πρωί κουλουριασμένη πάλι.
Θαυμάζω τα φτερά
Σφίγγω στην αγκαλιά το ποίημα
Πράσινα φυτρώνουν τα νερά
Χώμα στα χέρια μου ταφή
Το δέντρο αργεί να μεγαλώσει
Πέφτουν τα φύλλα.

Μάρμαρο μύρο μυρωδιές άγγελοι φτερουγίζουν
Στις φλούδες όνειρα και τ' αρχικά των ξένων
Ζώα με πρόσωπα τυφλά
Στριφογυριζουν διαψασμένα.
Ό,τι παλιώνει γίνεται καρπός
Σ' έναν αιώνα θα' ναι σκόνη
Καμπύλη σαύρας σταγόνα πηγαδιού
Ανάσα ετοιμοθάνατου, σάλιο ζαβού.

Μικρές στιγμές κι άλλες στιγμές ο χρόνος δεν τελειώνει.
Ξεραίνονται τα πρόσωπα αυτός τα παίρνει
Σβήνει το αίμα καίγεται η πνοή
Για ν' αποκτήσει σάρκα σκελετό
Καρδιά βλέμματα κλέβει.

Το χθες ξεθώριασε το αύριο γυαλίζει
Φύρανε το κορμί μου ξάπλωσε καταγής
Τραγούδι σιγανό αρχίνησε στο δάσος.

Αλέξανδρος Ίσαρης







Τρίτη 10 Απριλίου 2018

Διονύσιος Σολωμός: Ο Πειρασμός




Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Χύνονται μες στην άβυσσο τη μόσχοβολισμένη,
Και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
Κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.
Αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητο ‘ναι κι άσπρο,
Aκίνητ’ όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ’ ως τον πάτο,
Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που ‘χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ‘δες· 
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.

Κυριακή 8 Απριλίου 2018

Διονύσιος Σολωμός: Η ημέρα της Λαμπρής




Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.

Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί – μεγάλοι, ετοιμαστείτε
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμαζωχτήτε
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
μπροστά στους Αγίους και φιληθείτε!
Φιληθείτε γλυκά, χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι!

Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι-
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες
κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι,
όπου κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.»


[Ο ΛΑΜΠΡΟΣ, 21]

Κωνσταντίνος Κομιανός: [Φτερούγισα]




Φτερούγισα
αναστάσιμος


ΕΚΘΕΤΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ (2018)

Κώστας Καρυωτάκης: Ανάσταση




Βαριά τα μαύρα κρέπια η νύχτα σέρνει
κι η πλάση μια θωριά θλιμμένη παίρνει.
Δεν πάει καιρός που μες από τα πλήθια
κάποιος πιστός ξεχώρισε. Κοντάρι
δεν άδραξε για να χτυπήσει στήθια
Θεού. Του δόθηκε η μεγάλη χάρη
Θεό να θάψει. Ο τάφος, νά! Θλιμμένα
κανένας μπρος στο μάρμαρο δε γέρνει,
μα η πλάση κλαίει κι είναι όλα βουτηγμένα
στα κρέπια τα πηχτά που η νύχτα σέρνει.

Τα μαύρα κρέπια η μέρα τώρα σκίζει,
κι ο ήλιος χρυσαφένιος πορφυρίζει.
Ανοίγει ο τάφος. Γύρωθε πετάνε
αγγέλοι. Πέφτουν χάμου θαμπωμένοι
οι αντίχριστοι. Οι άγγελοι τραγουδάνε·
καθένας τους μιαν αρμονία υφαίνει
κι ένα όνειρο. Τα ζαφειρένια πλάτια
αχολογάνε. Ο ουρανός χωρίζει
να Τον δεχτεί στα αιθέρια του παλάτια
κι η μέρα όλο και μαύρα κρέπια σκίζει.

Γιάννης Βαρβέρης: Εσπερινός της αγάπης



Η πόλη με οβελίες αλλού γιορτάζει.
Σταθμός Πελοποννήσου
κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι
μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα.
Είμαστε γέροι πια κι οι δυο
κι εγώ αφού γράφω ποιήματα
πιο γέρος.
Αλλά πού πήγανε τόσοι δικοί μας;
Μέσα σε μια βδομάδα
δεν απόμεινε κανείς.
Ήταν Μεγάλη βέβαια
γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις-
θέλουν πολύ για να υποκύψουν οι κοινοί θνητοί;
Έτσι ακριβώς, από τα Βάγια μέχρι σήμερα
θα ‘πρεπε κάπως να ‘χαμε κι εμείς χωρέσει.
Όμως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα.
Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε
σ’ ένα παγκάκι
αθάνατοι
καθώς νυχτώνει;

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Χωρίς Στεφάνι




    Τάχα δεν ήτον οικοκυρά κι αυτή στο σπίτι της και στην αυλήν της; Τάχα δεν ήτο κι αυτή, έναν καιρόν, νέα με ανατροφήν; Είχε μάθει γράμματα εις τα σχολεία. Είχε πάρει το δίπλωμά της από το Αρσάκειον.
    Κι ετήρει όλα τα χρέη της τα κοινωνικά, και μετήρχετο τα οικιακά έργα της, καλλίτερ’ από καθεμίαν. Είχε δε μεγάλην καθαριότητα εις το σπίτι της, κι εις τα κατώφλιά της, πρόθυμη ν’ ασπρίζη και να σφουγγαρίζη, χωρίς ποτέ να βαρύνεται, και χωρίς να δεικνύη την παραξενιάν εκείνην ήτις είνε συνήθης εις όλας τας γυναίκας, τας αγαπώσας μέχρις υπερβολής την καθαριότητα. Και όταν έμβαινεν η Μεγάλη Εβδομάς, εδιπλασίαζε τα ασπρίσματα και τα πλυσίματα, τόσον οπού έκαμνε το πάτωμα ν’ αστράφτη, και τον τοίχον να ζηλεύη το πάτωμα.
    Ήρχετο η Μεγάλη Πέμπτη και αυτή άναφτε την φωτιάν της, έστηνε την χύτραν της, κι έβαπτε κατακόκκινα τα πασχαλινά αυγά. Ύστερον ητοίμαζε την λεκάνην της, εγονάτιζεν, εσταύρωνε τρεις φοραίς τ’ αλεύρι κι εζύμωνε καθαρά και τεχνικά της κουλούραις, κι ενέπηγε σταυροειδώς επάνω τα κόκκινα αυγά. Και το βράδυ, όταν ενύχτωνε, δεν ετόλμα να πάγη ν’ ανακατωθή με τας άλλας γυναίκας διά ν’ ακούση τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Ήθελε να ήτον τρόπος να κρυβή οπίσω από τα νώτα καμμιάς υψηλής και χονδρής, ή εις την άκραν ουράν όλου του στίφους των γυναικών, κολλητά με τον τοίχον, αλλ’ εφοβείτο μήπως γυρίσουν και την κοιτάξουν.
    Την Μεγάλην Παρασκευήν όλην την ημέραν ερρέμβαζε κι έκλαιε μέσα της, κι εμοιρολογούσε τα νιάτα της, και τα φίλτατά της, όσα είχε χάσει, και ωνειρεύετο ξυπνητή, κι εμελετούσε να πάγη κι αυτή το βράδυ πριν αρχίση η Ακολουθία ν’ ασπασθή κλεφτά-κλεφτά τον Επιτάφιον, και να φύγη, καθώς η Αιμόρρους εκείνη, η κλέψασα την ίασίν της από τον Χριστόν. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, όταν ήρχιζε να σκοτεινιάζη, της έλειπε το θάρρος, και δεν απεφάσιζε να υπάγη. Της ήρχετο παλμός.
    Αργά την νύκτα, όταν η ιερά πομπή, μετά σταυρών και λαβάρων και κηρίων εξήρχετο του ναού, εν μέσω ψαλμών και μολπών και φθόγγων, εναλλάξ της μουσικής των ορφανών Χατζηκώστα, και θόρυβος και πλήθος και κόσμος εις το σκιόφως πολύς, τότε ο Γιαμπής, ο επίτροπος, προέτρεχε να φθάση εις την οικίαν του, διά να φορέση τον μεταξωτόν κεντητόν του σκούφον, και κρατών το ηλέκτρινον κομβολόγιόν του  να εξέλθη εις τον εξώστην, με την ματαιουμένην από έτους εις έτος ελπίδα, ότι οι ιερείς θα απεφάσιζον να κάμουν στάσιν και ν’ αναπέμψουν δέησιν υπό τον εξώστην του. Τότε και η πτωχή αυτή, η Χρηστίνα η Δασκάλα (όπως την έλεγαν έναν καιρόν εις την γειτονιάν), εις το μικρόν παράθυρον της οικίας της, μισοκρυμμένη όπισθεν του παραθυροφύλλου, εκράτει την λαμπαδίτσαν της, με το φως ίσα με την παλάμην της, κι έρριπτεν άφθονον μοσχολίβανον εις το πήλινον θυμιατόν, προσφέρουσα μακρόθεν το μύρον εις Εκείνον, όστις εδέχθη ποτέ τα αρώματα και τα δάκρυα της αμαρτωλού, και μη τολμώσα εγγύτερον να προσέλθη και ασπασθή τους αχράντους και ηλοτρήτους και αιμοσταγείς πόδας Του.

    Και την Κυριακήν το πρωί, βαθειά μετά τα μεσάνυκτα, ίστατο πάλιν μισοκρυμμένη εις το παράθυρον, κρατούσα την ανωφελή και αλειτούργητην λαμπάδα της, και ήκουε τας φωνάς της χαράς και τους κρότους, κι έβλεπε κι εζήλευε μακρόθεν εκείνας, οπού επέστρεφαν τρέχουσαι φρου-φρου από την εκκλησίαν, φέρουσαι τας λαμπάδας των λειτουργημένας, αναμμένας έως το σπίτι, ευτυχείς, και μέλλουσαι να διατηρήσωσι δι’ όλον τον χρόνον το άγιον φως της Αναστάσεως. Και αυτή έκλαιε κι εμοιρολογούσε την φθαρείσαν νεότητά της.
    Μόνον το απόγευμα της Λαμπρής, όταν εσήμαινον οι κώδωνες των ναών δια την Αγάπην, την Δευτέραν Ανάστασιν καλουμένην, μόνον τότε ετόλμα να εξέλθη από την οικίαν, αθορύβως και ελαφρά πατούσα, τρέχουσα τον τοίχον-τοίχον, κολλώσα από τοίχον εις τοίχον, με σχήμα και με τρόπον τοιούτον ως να έμελλε να εισέλθη διά τι θέλημα εις την αυλήν καμμιάς γειτονίσσης. Και από τοίχον εις τοίχον έφθανεν εις την βόρειον πλευράν του ναού, και διά της μικράς πλαγινής θύρας, κρυφά και κλεφτά έμβαινε μέσα.
    Εις τας Αθήνας, ως γνωστόν, η πρώτη Ανάστασις είναι για τες κυράδες, η δευτέρα για τες δούλες. Η Χρηστίνα η Δασκάλα εφοβείτο τας νύκτας να υπάγη εις την Εκκλησίαν, μήπως την κοιτάξουν, και δεν εφοβείτο την ημέραν, να μην την ιδούν. Διότι η κυράδες την εκοίταζαν, οι δούλες την έβλεπαν απλώς. Εις τούτο δε ανεύρισκε μεγάλην διαφοράν. Δεν ήθελε ή δεν ημπορούσε να έρχεται εις επαφήν με τας κυρίας, και υπεβιβάζετο εις την τάξιν των υπηρετριών. Αυτή ήτο η τύχη της.
    Ωραίον και πολύ ζωντανόν, και γραφικόν και παρδαλόν, ήτο το θέαμα. Οι πολυέλεοι ολόφωτοι αναμμένοι, αι άγιαι εικόνες στίλβουσαι, οι ψάλται αναμέλποντες τα Πασχάλια, οι παπάδες ιστάμενοι με το Ευαγγέλιον και την Ανάστασιν επί των στέρνων, τελούντες τον Ασπασμόν.
    Οι δούλες με τας κορδέλλας των και με τας λευκάς ποδιάς των, εμοίραζαν βλέμματα δεξιά και αριστερά, και εφλυάρουν προς αλλήλας, χωρίς να προσέχουν εις την ιεράν ακολουθίαν. Οι παραμάννες ωδήγουν από την χείρα τριετή και πενταετή παιδία και κοράσια, τα οποία εκράτουν τας χρωματιστάς λαμπάδας των, κι έκαιον τα χρυσόχαρτα με τα οποία ήσαν στολισμέναι, κι έπαιζαν κι εμάλωναν μεταξύ των, κι εζητούσαν να καύσουν όπισθεν τα μαλλιά τού προ αυτών ισταμένου παιδίου. Οι λούστροι έρριπτον πυροκρόταλα εις πολλά άγνωστα μέρη εντός του ναού, και κατετρόμαζον τις δούλες. Ο μοναδικός αστυφύλαξ τους εκυνηγούσε, αλλ’ αυτοί έφευγαν από την μίαν πλαγινήν θύραν, κι ευθύς επανήρχοντο διά της άλλης. Οι επίτροποι εγύριζον τους δίσκους κι έρραινον με ανθόνερον τις παραμάνες.
    Δύο ή τρεις νεαραί μητέρες της κατωτέρας τάξεως του λαού, επτά ή οκτώ παραμάννες, εκρατούσαν πεντάμηνα και επτάμηνα βρέφη εις τας αγκάλας. Τα μικρά ήνοιγον τεθηπότα τους γλυκείς οφθαλμούς των, βλέποντα απλήστως το φως των λαμπάδων, των πολυελέων και μανουαλίων, τους κύκλους και τα νέφη του ανερχομένου καπνού του θυμιάματος και το κόκκινον και πράσινον φως το διά των υάλων του ναού εισερχόμενον, το ανεμίζον ράσον του εκκλησάρχου καλογήρου, τρέχοντος μέσα-έξω εις διάφορα θελήματα, τα γένεια των παπάδων σειόμενα εις πάσαν κλίσιν της κεφαλής, εις πάσαν κίνησιν των χειλέων, διά να επαναλάβουν εις όλους το Χριστός ανέστη. Βλέποντα και θαυμάζοντα όλα όσα έβλεπον, τα στίλβοντα κομβία και τα στριμμένα μουστάκια του αστυφύλακος, τους λευκούς κεφαλοδέσμους των γυναικών, και τους στοίχους των άλλων παιδίων, όσα ήσαν αραδιασμένα εγγύς και πόρρω, παίζοντα με τους βοστρύχους της κόμης των βασταζουσών, και ψελλίζοντα ανάρθρους αγγελικούς φθόγγους.
    Δύο οκτάμηνα βρέφη εις τας αγκάλας δύο νεαρών μητέρων, αίτινες ίσταντο ώμον με ώμον πλησίον μιας κολώνας, μόλις είδαν το έν το άλλο, και πάραυτα εγνωρίσθησαν και συνήψαν σχέσεις, και το έν, ωραίον και καλόν και εύθυμον, έτεινε την μικράν απαλήν χείρα του προς το άλλο, και το είλκε προς εαυτό, και εψέλλιζεν ακαταλήπτους ουρανίους φθόγγους.
    Αλλ’ η φωνή του βρέφους ήτο λιγεία, και ηκούσθη ευκρινώς εκεί γύρω, και ο Γιαμπής ο επίτροπος δεν ηγάπα ν’ ακούη θορύβους. Εις όλας τας νυκτερινάς ακολουθίας των Παθών, πολλάκις είχε περιέλθει τας πυκνάς των γυναικών τάξεις, διά να επιπλήττη πτωχήν τινα μητέρα του λαού, διότι είχε κλαυθμυρίσει το τεκνίον της. Ο ίδιος έτρεξε και τώρα, να επιτιμήση και αυτήν την πτωχήν μητέρα διά τους ακάκους ψελλισμούς του βρέφους της.
    Τότε η Χρηστίνα η Δασκάλα, ήτις ίστατο ολίγον παρέκει, οπίσω από τον τελευταίον κίονα, κολλητά με τον τοίχον, σύρριζα εις την γωνίαν, εσκέφθη ακουσίως της -και το εσκέφθη όχι ως δασκάλα, αλλ’ ως αμαθής και ανόητος γυνή οπού ήτον- ότι, καθώς αυτή ενόμιζε, κανείς, ας είναι και επίτροπος ναού, δεν έχει δικαίωμα να επιπλήξη πτωχήν νεαράν μητέρα διά τους κλαυθμηρισμούς του βρέφους της, καθώς δεν έχει δικαίωμα να την αποκλείση του ναού διότι έχει βρέφος θηλάζον. Καθημερινώς δεν μεταδίδουν την θείαν κοινωνίαν εις νήπια κλαίοντα; Και πρέπει να τα αποκλείσουν της θείας μεταλήψεως διότι κλαίουν; Έως πότε όλη η αυστηρότης των «αρμοδίων» θα διεκδικήται και θα ξεθυμαίνη μόνον εις βάρος των πτωχών και των ταπεινών;
    Εκ του μικρού τούτου περιστατικού, η Χρηστίνα έλαβεν αφορμήν να ενθυμηθή, ότι προ χρόνων, μίαν νύκτα, κατά την ύψωσιν του Σταυρού, όταν επήγε να εκκλησιασθή εις τον ναΐσκον του Αγίου Ελισσαίου, παρά την Πύλην της Αγοράς, ενώ ο αναγνώστης έλεγε τον Απόστολον, όταν απήγγειλε τας λέξεις «τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός», αίφνης, κατά θαυμασίαν σύμπτωσιν, από τον γυναικωνίτην έν βρέφος ήρχισε να ψελλίζη μεγαλοφώνως, αμιλλώμενον προς την φωνήν του αναγνώστου. Και οποίαν γλυκύτητα είχε το παιδικόν εκείνο κελάδημα! Τόσον ωραίον πρέπει να ήτο το Ω σ α ν ν ά το οποίον έψαλλον το πάλαι οι παίδες των Εβραίων προς τον ερχόμενον Λυτρωτήν. «Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον, ένεκα των εχθρών σου, του καταλύσαι εχθρόν και εκδικητήν».
    Τοιαύτα ανελογίζετο η Χρηστίνα, σκεπτομένη, ότι καμμία μήτηρ δεν θα ήτο τόσον αφιλότιμος ώστε να μη στενοχωρήται, και να μη σπεύδη να κατασιγάση το βρέφος της, και να μη παρακαλή ν’ ανοιχθή πλησίον της εις τον τοίχον, διά θαύματος, θύρα, διά να εξέλθη το ταχύτερον. Περιτταί δε ήσαν αι νουθεσίαι του επιτρόπου, πρόσθετον προκαλούσαι θόρυβον, και αφού προς βρέφος θηλάζον όλα τα συνήθη μέσα της πειθούς είναι ανίσχυρα, μόνη δε η μήτηρ είναι κάτοχος άλλων μέσων πειθούς, την χρήσιν των οποίων περιττόν να έλθη τρίτος τις διά να της υπενθυμίση. Κι έπειτα λέγουν ότι οι άνδρες έχουν περισσότερον μυαλό από τας γυναίκας!
    Ούτω εφρόνει η Χρηστίνα. Αλλά τι να είπη; Αυτής δεν της έπεφτε λόγος. Αυτή ήτον η Χριστίνα η Δασκάλα, όπως την έλεγαν έναν καιρόν. Παιδία δεν είχε διά να φοβήται τας επιπλήξεις του επιτρόπου. Τα παιδία της τα είχε θάψει, χωρίς να τα έχη γεννήσει. Και ο ανήρ τον οποίον είχε δεν ήτο σύζυγός της.
    Ήσαν ανδρόγυνον χωρίς στεφάνι.
    Χωρίς στεφάνι! Οπόσα τοιαύτα παραδείγματα!
    Αλλά δεν πρόκειται να κοινωνιολογήσωμεν σήμερον. Ελλείψει όμως άλλης προνοίας, χριστιανικής και ηθικής, διά να είναι τουλάχιστον συνεπείς προς εαυτούς και λογικοί, οφείλουν να ψηφίσωσι τον πολιτικόν γάμον.

    Από τον καιρόν οπού είχεν ανάγκην από τας συστάσεις των κομματαρχών διά να διορίζεται δασκάλα, εις των κομματαρχών τούτων, ο Παναγής ο Ντεληκανάτας, ο ταβερνιάρης, την είχεν εκμεταλλευθή. Άμα ήλλαξε το υπουργείον, και δεν ίσχυε πλέον να την διορίση, της είπεν:
-΄Έλα να ζήσουμε μαζύ, κι αργότερα θα σε στεφανωθώ.
-Πότε;
-Μετ’ ολίγους μήνας, μετά έν εξάμηνον, μετά ένα χρόνον.
    Έκτοτε παρήλθον χρόνοι και χρόνοι, κι εκείνος ακόμη είχε μαύρα τα μαλλιά, κι αυτή είχεν ασπρίση. Και δεν την εστεφανώθη ποτέ.

    Αυτή δεν εγέννησε τέκνον. Εκείνος είχε και άλλας ερωμένας. Κι εγέννα τέκνα με αυτάς.
    Η ταλαίπωρος αυτή μανθάνουσα, επιπλήττουσα, διαμαρτυρομένη, υπομένουσα, εγκαρτερούσα, έπαιρνε τα νόθα του αστεφανώτου ανδρός της εις το σπίτι, τα εθέρμαινεν εις την αγκαλιάν της, ανέπτυσσε μητρικήν στοργήν, τα επονούσε. Και τα ανέσταινε, κι επάσχιζε να τα μεγαλώση. Και όταν εγίνοντο δύο ή τριών ετών, και τα είχε πονέσει πλέον ως τέκνα της, τότε ήρχετο ο Χάρος, συνοδευόμενος από την οστρακιάν, την ευλογιάν, και άλλας δυσμόρφους συντρόφους, και της τα έπαιρνεν από την αγκαλιάν της.
    Τρία ή τέσσερα παιδία τής είχαν αποθάνει ούτω εντός επτά ή οκτώ ετών. Κι αυτή επικραίνετο. Εγήρασκε και άσπριζε. Κι έκλαιε τα νόθα του ανδρός της, ως να ήσαν γνήσια ιδικά της. Κι εκείνα τα πτωχά, τα μακάρια, περιίπταντο εις τα άνθη του παραδείσου, εν συντροφία με τ’ αγγελούδια τα εγχώρια εκεί. Εκείνος ουδέ λόγον της έκαμνε πλέον περί στεφανώματος. Κι αυτή δεν έλεγε πλέον τίποτε. Υπέφερεν εν σιωπή.
    Κι έπλυνε κι εσυγύριζεν όλον τον χρόνον. Την Μεγάλην Πέμπτην έβαπτε τ’ αυγά τα κόκκινα. Και τας καλάς ημέρας δεν είχε τόλμης πρόσωπον να υπάγη κι αυτή εις την εκκλησίαν.
    Μόνον το απόγευμα του Πάσχα, εις την ακολουθίαν της Αγάπης, κρυφά και δειλά εισήρπεν εις τον ναόν, διά ν’ ακούση το «Αναστάσεως ημέρα» μαζί με τες δούλες και τες παραμάνες.
    Αλλ’ Εκείνος, όστις ανέστη «ένεκα της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων», όστις εδέχθη της αμαρτωλής τα μύρα και τα δάκρυα και του ληστού το Μ ν ή σ θ η τα ί μου, θα δεχθή και αυτής της πτωχής την μετάνοιαν, και θα της δώση χώρον και τόπον χλοερόν, και άνεσιν και αναψυχήν εις τη βασιλείαν Του την αιωνίαν.