Ὡς πρὸς τὴν δευτέραν Στέργαιναν, δυστυχῶς δὲν ἠλήθευσε τὸ ρητόν, «ἡ πρώτη δούλα, ἡ δεύτερη κυρά». Ἡ Θοδωριά, ἡ πτωχή, ὑπέφερεν ὅλας τὰς ἀγγαρείας, ὅσας τῆς ἐπέβαλλεν ὁ σύζυγός της. Ἀσβεστὰς ἐκεῖνος, φουρνάρισσα αὐτή. Τὸ πτωχὸν νήπιον, ὁ Ἐλευθέρης, δὲν εἶχε χορτάσει τὸ γάλα τῆς μητρός του. Ἐφαίνετο γηράσασα ἤδη, ἂν καὶ μόλις εἶχεν ὑπερβῆ τὸ τριακοστὸν πέμπτον ἔτος. Ὁ μπαρμπα-Στέργιος, δεκαπέντε ἔτη μεγαλύτερός της, τὴν εἶχε πάρει εἰς δεύτερον γάμον, καὶ μάλιστα μὲ τὸ σπαθί του· τὴν ἔκλεψε. Ὁ μικρὸς Ἐλευθέριος, τετραέτης ἤδη, ἦτο ζαρωμένος, χλωμός, ζουριασμένος* καὶ ἡ μήτηρ του οὔτε νὰ τὸν θρέψῃ ἦτο ἱκανὴ οὔτε νὰ τὸν «ἀποκόψη» ἠδύνατο. Οἱ μαζοί της, ὡς νὰ εἶχαν παραψηθῆ ἀπὸ τὴν ἀντιλαμπὴν τοῦ φούρνου, ἐκρέμαντο μαραμμένοι ὑπὸ τὴν τραχηλιάν, καὶ ὁ μικρὸς δυσκόλως εὕρισκεν ἐκεῖ σταγόνα γάλακτος.
Τῆς εἶχαν πεθάνει τὰ δύο πρῶτα παιδιά της, τὸ ἓν θῆλυ, τὸ ἄλλο μικρὸν ἀγόρι, καὶ τώρα ὅλαι αἱ ἐλπίδες της ἐκρέμαντο εἰς τὸν Λευθέρην. Ἀλλὰ μέγας φόβος τὴν εἶχε κυριεύσει, διότι καὶ αὐτό της τὸ παιδὶ ἦτον ἄρρωστον. Ἄ! ἡ καρδούλα της ἦτον καμένη! Καλύτερα νὰ μὴ ᾽μβαίνῃ στὸν κόσμο ἄνθρωπος. Ἐνθυμεῖτο μετὰ σπαραγμοῦ τὴν στιγμήν, ὅταν «ἀγγελιάστηκε» τὸ μικρὸν κοράσιόν της. Πηγαίνει καὶ τὸ βρίσκει στὴν κούνια του, ξερό, μελανό, μισοπεθαμένο. Βάζει μιὰ φωνή. Τρέχουν δυὸ γειτόνισσες. «Τί ἔχεις; Τί εἶναι;» «Τὸ παιδί μου! Τὸ παιδί μου!» Φωνάζουν τὸ γιατρό. Ὅσο νὰ ᾽ρθῇ ὁ γιατρός, τὸ κορίτσι «ἔσωσε». Σὲ μιὰ ὥρα, μιὰ ὡρίτσα! Ἦρθεν ἡ γειτόνισσα ἡ Κατερίνα ἡ Μπροστινή, τὸ σαβάνωσε· ἡ Θοδωριὰ ἔψαξε καὶ ηὗρε τὰ ρουχάκια του· ἔσκυφτε μὲς στὴν κασσέλα νὰ τὰ εὕρῃ, κ᾽ ἐμοιρολογοῦσε σιγανά! Ἡ Κατερίνα τὴν ἐμάλωνε, λέγουσα ὅτι δὲν μοιρολογοῦν τὸν νεκρόν, πρὶν τὸν ἐνδύσουν. Τὸ στόλισαν ὄμορφα-ὄμορφα, τὸ ξάπλωσαν στὸ κιλίμι, καὶ τὸ σκέπασαν νὰ μὴν τὸ βλέπῃ ὁ μικρὸς καὶ κλαίῃ. Ὁ Χαραλαμπάκης ἦτον δυὸ χρόνια μεγαλύτερος, κ᾽ ἔνοιωθε, τὸν ἐπῆραν οἱ γειτόνισσες καὶ τὸν ἀπεμάκρυναν, ἕως νὰ γίνῃ ἡ ἐκφορά. Ὕστερα τὸ βράδυ, ὅταν ὁ Χαραλαμπάκης ἐρωτοῦσε: «Ποῦ ᾽ναι τὸ Χρυσώ, μάννα, ποῦ πάει τὸ Χρυσώ;», τοῦ ἀπήντησαν ὅτι ἐπῆγε νὰ κοιμηθῇ «στὰ λουλούδια». Κ᾽ ἡ Κατερίνα ἡ Μπροστινὴ τοῦ εἶπε ὅτι πάει «Στοῦ παπᾶ τ᾽ ἁλώνι – κὶ στὸ περιβόλι». Καὶ ὁ μικρὸς ἐξηκολούθει νὰ ἐρωτᾷ: «Πότε θὰ ᾽ρθῇ, μάννα, πίσω τὸ Χρυσώ μας;», ἑωσότου ἐπέρασαν τρεῖς ἡμέραι καὶ τὸ ἐξέχασε.
Ἄ! ποῖος τὸ ἤξευρε ὅτι τόσον γρήγορα ἔμελλε νὰ ὑπάγῃ νὰ τὴν ἀνταμώσῃ. Στὸ χρόνο ἀπάνου, ὁ Χαραλαμπάκης πέφτει ἄρρωστος. Τὸ γιατρό, εὐθύς, τὸ γιατρὸ νὰ μὴ ξαναπάθουν τὰ ἴδια. Ἔρχεται ὁ γιατρός, τὸ βλέπει. «Δὲν ἔχει τίποτε», τοὺς στέλνει ἕνα γιατρικό, ἄλλο γιατρικό. Ὅσο ἔπαιρνε τὰ γιατρικά, τόσο ἄναβεν ἡ ζέστη κ᾽ ἡ φλόγα ποὺ εἶχε. Ἔρχεται τὸ ξαναβλέπει, «Μετὰ τρεῖς ἡμέρας θὰ εἶναι καλά». Μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἦτον ἀποθαμένο. Ἄχ! μὲ τί καρδιὰ νὰ ψάξῃ νὰ βρῇ τὰ ρουχάκια του, καὶ μὲ τί χέρια νὰ τὸ στολίσῃ; Εὐτυχῶς ἦτον ἐκεῖ ἡ Κατερίνα ἡ Μπροστινή, μὲ τὴν ἀκούραστον προθυμίαν της, μὲ τὸ λευκὸν τλουπάνι ὑπὸ τὴν πολίτικην μανδήλαν, μὲ τοὺς ἐλαφρῶς διαγραφομένους μύστακάς της, καὶ τὴν ἀπήλλαξε τοῦ κόπου. Μὲ τί στόμα νὰ τὸ μοιρολογήσῃ; Τί τραγούδια νὰ τοῦ πῇ; Ἦλθαν οἱ παπάδες καὶ τὸ ἐπῆραν κι αὐτό, καὶ τὸ ἐτραγούδησαν καὶ τὸ ἐπῆγαν «στὰ λουλούδια», ἐκεῖ ποὺ εἶχαν ὑπάγει καὶ τὴν μικρὰν Χρυσὼ πρὸ ἑνὸς ἔτους.
Τώρα, αὐτὸ τὸ παιδάκι, ὁ Ἐλευθέρης, τῆς ἔμενε. Ἦτον ἐξαπλωμένη πλησίον του, ἀνέχουσα τὴν κεφαλὴν διὰ τοῦ βραχίονος ὑπὲρ τὸ προσκέφαλον τοῦ παιδίου, ἔχουσα τὴν κεφαλὴν τοῦ παιδίου ὑπὸ τὴν ἀριστερὰν μασχάλην της. Τὰ ἐνθυμεῖτο ὅλα ὅσα ὑπέφερε, καὶ δὲν εἶχεν ὕπνον. Εἰς τὴν ἑστίαν, οἱ ὀλίγοι μείναντες ἄνθρακες, χωμένοι εἰς τὴν στάκτην, ἐτυφλόκαιαν ἀκόμη. Ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς της ἔκαιε τὸ κανδήλι ἐμπρὸς εἰς τὰ εἰκονίσματα, σημειοῦν μὲ φωτεινὴν γραμμὴν τὰς μελαγχολικὰς μορφὰς τῶν Ἁγίων. Ὁ σύζυγός της ἐξηπλωμένος ἐκ δεξιῶν της, ἔρρεγχε πρὸ πολλοῦ, ἀπὸ τῆς ἐνάτης ὥρας. Εἶχε γυρίσει δὶς ἤδη καὶ ἀπὸ τὰ δύο πλευρά, καὶ ἀνέπνεε δυνατά, καὶ κάτι ἐμορμύριζε, κ᾽ ἐνίοτε ἐμυκᾶτο εἰς τὸν ὕπνον του. Ὁ καημένος ὁ μπαρμπα-Στέργιος δὲν ἦτο καὶ πολὺ κακός, ἂν καὶ ἠγάπα νὰ τρώγῃ τὸ ψωμί του ἀπὸ τὰ «φουρνιάτικα». Ἔλεγεν ὅτι, μὲ τὸ νὰ κολλᾷ τὸν φοῦρνον εἰς τὴν γειτονιάν, ἡ γυναίκα του, ἔβγαινεν ἀπὸ ἕνα κόπον, τοῦ νὰ ζυμώνῃ. Κλαδιὰ τῆς ἐκουβαλοῦσεν ἄφθονα, μὲ τὸ ὀνάριόν του, ὅσα ἐπερίσσευαν ἀπὸ τὸ καμίνι. Ἦτο ἐν τούτοις ἐργατικός, καὶ δὲν τὴν ἐβασάνιζε καὶ πολύ, τὴν γυναῖκά του. Μόνον ὅταν ἐτύχαινε νὰ πωλήσῃ μαζωμένον ἀσβέστη, κ᾽ ἔπαιρνε τίποτε λεπτά, ποτὲ δὲν ἐγύριζε στὸ σπίτι μὲ τὰ θυλάκια πλήρη ἢ μὲ τὸν στόμαχον κενόν. Συνήθως «τὰ ἄναβε τὰ καντήλια». Καὶ ἂν μάλιστα ἦτον Σάββατον βράδυ, «ἐβαστοῦσε τρίμερο», καθὼς ἔλεγεν ἡ Θοδωριά, καὶ ἦτον «ἐν τῇ δόξῃ του» ἕως τὸ πρωὶ τῆς Δευτέρας. Ἀλλ᾽ αὐτὴ τὸ ἤξευρε τὸ σύστημά του, καὶ ὅταν τὸν ἔβλεπε νὰ εἶναι «στὰ πράματα», δὲν τοῦ ὡμιλοῦσε, διότι τότε ἦτον φόβος μὴν «τὲς φάῃ». Μόνον τὴν Δευτέραν, πρωί, πρὶν ἀναχωρήσῃ διὰ νὰ ὑπάγῃ στὸ καμίνι, τοῦ ἐζήτει νὰ τῆς ἀφήσῃ τίποτε λεπτά, ἂν τοῦ εἶχαν περισσεύσει, κ᾽ ἐκεῖνος τότε ἤρχετο κάπως εἰς αἴσθησιν.
Τὰς προλαβούσας ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων, τὸ εἶχεν «ἀλαλάξ᾽ τῷ Κυρίῳ», διότι εἶχε πωλήσει πολλὰ καντάρια ἀσβέστην, κ᾽ ἐπῆρεν ὀλίγα τάλληρα. Τώρα, τὰ Χριστούγεννα πέρασαν, ἤρχετο Ἅις Βασίλης, κ᾽ ἐπειδὴ ἐν τῷ μεταξὺ ἦτο καὶ Κυριακή, δὲν εἶχε μαζωχθῆ ἀκόμη. Τὴν ἑσπέραν ταύτην πάλιν ἦτο ὀλίγον «στὸ φίλο, στὸ χορό», ἀλλ᾽ εὐτυχῶς εἶχεν ἔλθει ἐνωρὶς ἀπόψε, κ᾽ ἐντεῦθεν ἡ Θοδωριὰ ἐσυμπέρανεν ὅτι τὰ τάλληρα θὰ ἐσώθηκαν, ἀπὸ τὴν τελευταίαν πώλησιν. Ὅ,τι ὅμως ἠγνόει εἶναι ὅτι, ἐντὸς τῆς ἡμέρας, ὁ μπαρμπα-Στέργιος ἐπώλησε καὶ ἄλλον ἀσβέστην. Καὶ ὁ λόγος δι᾽ ὃν εἶχεν ἔλθει ἐνωρὶς ἦτο ὅτι εἶχε βαρυνθῆ κάπως τὴν κραιπάλην, καὶ ᾐσθάνετο καὶ σφοδρὸν πονοκέφαλον. Ἐν τούτοις ἡ Θοδωριὰ εὐχαριστήθη, διότι ἀφοῦ ἔβλεπε τὸ παιδί της ἄρρωστον, θὰ εἶχε τοὐλάχιστον σύντροφον, ἔστω καὶ κοιμώμενον, καὶ ὁ ρογχασμὸς τοῦ ἀνδρός της ἦτο ὡς παρηγορία τις διὰ τὴν ἀνησυχίαν της.
Ἐν τούτοις τὸ παιδίον ἐχειροτέρευεν. Ἡ Θοδωριά, ἥτις δὲν ἠδύνατο νὰ κλείσῃ ὄμμα ἐπιβλέπουσα ἀγρύπνως τὸ ἄρρωστον, εἶδεν αἴφνης ὅτι τὸ τεκνίον ἠγωνία καὶ ἐπνευστία, βῆχον ξηρῶς. Ὠχρὸν ἦτο τὸ μέτωπόν του, ἀπεξηραμμένα τὰ χείλη του, τὰ ὄμματά του θολά, καὶ ἐλαφρὰ ἐρυθρότης ἀνέβαινεν ἀπὸ τὰς παρειάς του εἰς τοὺς κροτάφους. Ἡ γυνὴ ἐνθυμεῖτο τὰ συμπτώματα ἀπὸ τὰ δύο ἄλλα παιδιά της καὶ ἦτο ἔντρομος καὶ περιδεής.
Τότε ἔσπευσε νὰ ἐξυπνίσῃ ἀποτόμως τὸν σύζυγόν της.
― Σήκω, Στέργιο!… Κοιμᾶσαι, ἄνδρα μου;
Ὁ μπαρμπα-Στέργιος, μισοκοιμισμένος, ἐξηροτανύσθη κ᾽ ἐχασμήθη.
― Τί εἶναι;… Τί θέλεις;… Δὲν κοιμᾶσαι, Θοδωριά;
Κ᾽ ἐγύρισεν ἀπὸ τὸ ἄλλο πλευρόν.
Ἡ γυνὴ τὸν ἔσεισε σφοδρῶς.
― Δὲν ἀκοῦς, ἄνδρα; Ξανακοιμήθηκες; Σὲ καλό σου!
― Τί λές, μωρὴ γυναίκα;
― Σήκω, δὲν μπορεῖ τὸ παιδί μας.
― Καὶ τί νὰ σ᾽ κάμω ἐγώ;… Σὰ δὲν μπορῇ, ἂς γιάνῃ…
Καὶ ἤδη ἐπέπλεεν ὡς ὑπεράνω ἀβύσσου χασκούσης νὰ τὸν καταπίῃ κάτωθεν, οἵαν ἐφαντάζετο τὸ στόμα τῆς συζύγου του, καὶ προσεκολλᾶτο εἰς τὸ προσκεφάλαιον, ὡς εἰς τὸ χεῖλος μαλακῆς, ἡδυπαθοῦς αἰώρας, ὁποία τοῦ ἐφαίνετο ὁ ὕπνος· καὶ ὡς ὁ κολυμβητὴς ὁ ἑτοιμαζόμενος εἰς κατάδυσιν, ἡτοιμάζετο νὰ βυθισθῇ ἐκ νέου εἰς τὸν ὕπνον.
― Θὰ σηκωθῇς, πατέρα;
Τὸ πατέρα τοῦτο τὸ εἶπε μὲ τρόπον ἡ Θοδωριά, ὡς ἐκ μέρους δῆθεν τοῦ νοσοῦντος τέκνου. Εἶτα μὴ δυνηθεῖσα νὰ κρατήσῃ τὰ δάκρυα ἐπανέλαβε:
― Θὰ σηκωθῇς, πατέρα, ἢ θὰ μ᾽ ἀφήσῃς νὰ πεθάνω κ᾽ ἐγώ, καθὼς πέθανε τὸ Χρυσώ μας κι ὁ Χαραλαμπάκης μας; Ἐκεῖνα τὰ δυό, πατέρα, εἶναι «στὰ λουλούδια», στὸν ἄλλο κόσμο, στὴν ἀληθινὴ ζωή, ἐκεῖ ὅπου ὅλα τὰ μικρὰ ἔχουν ἕνα πατέρα… Σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἐδῶ, ἐγὼ ἄλλον πατέρα ἀπὸ σένα δὲν ἔχω, καὶ σὺ ἄλλο παιδὶ ἀπὸ μένα δὲν ἔχεις…
Ὁ μπαρμπα-Στέργιος, ἀκούσας τὸ παράπονον τοῦτο, συνεκινήθη, καὶ ἀπωθήσας τὸ ἐφάπλωμα, ἀνεκάθισεν ἐπὶ τῆς στρωμνῆς του, κ᾽ ἔστρεψε λημῶντας τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς τὴν κοιτίδα τοῦ παιδίου. Ἡ γυνὴ τοῦ ἔφερεν ἀγγεῖον πλῆρες ὕδατος, κ᾽ ἔβρεξε τοὺς ὀφθαλμούς του.
― Δὲν πᾷς νὰ φωνάξῃς τὸ γιατρό, Στέργιο μου;
― Τί γιατρὸ καὶ γιατρό;… Ἔχουν τώρα αὐτοὶ πίστη καὶ σπλάχνα;… Θαρρεῖς πὼς λυποῦνται, μωρὴ γυναίκα; Θὰ πάω, θὰ τὸν φωνάξω, θὰ ρίξω πέτρες στὸ παραθύρι, καὶ θὰ κάμῃ τὸν κουφό, ἢ θὰ σηκωθῇ νὰ μὲ βρίσῃ καὶ νὰ μὲ διώξῃ. «Δὲν ἠξέρατε ἀπὸ πιὸ νωρὶς νὰ ᾽ρθῆτε; Τώρα, μεσάνυχτα, ἦρθες νὰ ξυπνίσῃς τὸ γιατρό;» Ἄχ! νὰ ἤξερες τί σκληροὶ εἶναι, γυναίκα!
― Δὲν πειράζει, σύρε σύ, καὶ ρίξε τ᾽ ἄδικα σ᾽ ἐμένα. Πές, ἡ γυναίκα σου δὲν σοῦ ᾽πε ἀποβραδὺς πὼς ἦτον τὸ παιδὶ ἄρρωστο.
Ὁ μπαρμπα-Στέργιος ἠγέρθη, ἐφόρεσε τὴν βράκα του, τὴν τσάκα* του, ἐζώσθη τὸ κίτρινον, πλατὺ καὶ φουντωτὸν ζωνάρι του, ὑπέδησε τὰ πέδιλα εἰς τοὺς πόδας, ἔλαβε τὸ φέσι του τὸ ξασπρισμένον μὲ τὴν κοντὴν μαδημένην φούνταν, ἐφορτώθη τὴν κάπαν του, ἐπῆρε τὸ φανάρι, ὁποὺ τοῦ ἤναψεν ἡ γυναίκα του, κ᾽ ἐξῆλθεν. Ἔξω ἦτο σκότος βαθύ, ὀλίγα ἄστρα ἔλαμπαν τῆδε κἀκεῖσε, καὶ ὁ οὐρανὸς ἐφαίνετο ὡμιχλιασμένος. Εἶχε κοπάσει πρὸ μιᾶς ὥρας ὁ μαινόμενος ἀπὸ τριῶν ἡμερῶν χιονιστὴς βορρᾶς, κ᾽ ἔκαμνε παράξενην γλύκαν, τὴν ὁποίαν ὁ μπαρμπα-Στέργιος ἀμέσως ἐνόησεν, οὖσαν προάγγελον χιόνος στρωτῆς, ἧς αἱ πρῶται ἀραιαὶ νιφάδες εἶχαν ἀρχίσει ἤδη νὰ πίπτωσι. «Ἄ! κ᾽ ἡ Θοδωριὰ γυρεύει νὰ φέρω τὸ γιατρό, ἐψιθύρισε χασμώμενος ὁ ἀσβεστάς· θὰ θελήσῃ ὁ γιατρὸς νὰ ᾽ρθῇ μεσάνυχτα μὲ τὸ χιόνι!»
Ἐντοσούτῳ ἐστράφη δεξιά, ἐβάδισεν ἕως διακόσια βήματα ἀπὸ συνοικίας εἰς συνοικίαν, καὶ τέλος φθάσας ὑπὸ τὴν οἰκίαν τοῦ ἰατροῦ, ἔκαμεν ὡς εἶπε, κατὰ γράμμα. Ἔκρουσε μάτην τὴν θύραν. Εἶτα ἔρριψε χαλίκια εἰς ἓν παράθυρον, ὅπου ἤξευρεν ὅτι ἦτο ὁ κοιτὼν τοῦ ἰατροῦ. Οὐδεμίαν ἀπάντησιν ἔλαβε. Τέλος ἠνοίχθη κατὰ τὸ ἥμισυ ἓν παραθυρόφυλλον κάτω τοῦ ἰσογείου, καὶ ἡ ὑπηρέτρια, μὲ ἕνα βόστρυχον ἀπὸ τὰ ξέπλεκα μαλλιά της προβάλλοντα καὶ κρεμάμενον ἔξω τοῦ παραθύρου, εἶπε:
― Δὲν εἶναι ἐδῶ ὁ γιατρός.
― Ποῦ εἶναι; ἠρώτησεν ὁ μπαρμπα-Στέργιος.
― Εἶναι ὄξου.
― Ποῦ, ὄξου;
― Δὲν ἦρθε ἀκόμα. Θὰ πῆγε σὲ κανέναν ἄρρωστο.
― Τέτοια ὥρα;
―Ὅπως τὸν γυρεύεις καὶ τουλόγου σου, τέτοια ὥρα, ἔτσι μπορεῖ νὰ τὸν ἐγύρεψαν κι ἄλλοι.
Ὁ μπαρμπα-Στέργιος ἵστατο ἀναποφάσιστος. Αἴφνης ἡ θεραπαινίς, ὡς νὰ ἤθελε νὰ δείξῃ πλείονα τοῦ συνήθους ἐμπιστοσύνην, προσέθηκε:
― Κοίταξε μὴν εἶναι κανένα μαγαζὶ ἀνοιχτὸ στὴν πιάτσα, μὴν παίζουνε πουθενὰ τὰ χαρτάκια. Μὴν πῇς πὼς σ᾽ τὸ εἶπα ἐγώ.
Καὶ ἀμέσως ἔκλεισε τὸ παραθυρόφυλλον κ᾽ ἔγινεν ἄφαντος.
Ὁ μπαρμπα-Στέργιος ὑπώπτευσεν ὅτι ἡ πονηρὰ ὑπηρέτρια θὰ τὸν «ἐγέλασε μὲς στὰ μάτια». «Βέβαια, βέβαια, ἔλεγεν, ἔτσι μᾶς γελοῦν τώρα ἡμᾶς τοὺς γέρους, αὐτὲς οἱ δοῦλες, ποὺ μᾶς βλέπουν καὶ δὲν ἀξίζουμε τίποτα. Ὣς τόσο, ἐγὼ δὲν εἶμαι καὶ πολὺ γέρος, καὶ δὲν ὑπανδρεύθηκα παραπάν᾽ ἀπὸ δυὸ φορές, κι ἂν τυχὸν μοῦ πέθαινε ἡ Θοδωριὰ…» Δὲν ἐτελείωσε τὸν στοχασμόν του, ὅστις ἦτο οἱονεὶ τελευταία τις ὑποτροπὴ τῆς ἀπὸ ἡμερῶν κραιπάλης του, καὶ ἡ εἰκὼν τοῦ χλωμοῦ παιδίου μὲ τὴν ἀσθενῆ ἀναπνοὴν καὶ τῆς μητρός, μὲ τὰ δάκρυα, ἦλθε καὶ ἐπάγωσε τὴν αἰφνιδίαν νεανικὴν θέρμην του. Ἐπανῆλθε τότε εἰς τὴν μνήμην του ἡ φράσις τῆς ὑπηρετρίας «μὴ παίζουν πουθενὰ τὰ χαρτάκια». Καὶ ἐπειδὴ εἶχε ξενυστάξει, κ᾽ ἐντρέπετο νὰ γυρίσῃ ἄπρακτος εἰς τὴν οἰκίαν, ἀπεφάσισε νὰ ἐπιστρέψῃ διὰ τῆς ἀγορᾶς, ὅπως ἴδῃ μὴ τυχὸν συναντήσῃ που τὸν ἰατρόν.
* * *
Κοντὰ εἰς ὅλα τὰ ἄλλα δεινά, εἶχε κολλήσει καὶ ἡ ψώρα αὐτὴ εἰς τὸ παραθαλάσσιον χωρίον, νὰ μάθουν οἱ νέοι νὰ παίζουν χαρτιά. Ἀπὸ ὅλους τοὺς ὑπαλλήλους, μόνον ὁ ὑποτελώνης ὅστις εἶχεν ἐγγύησιν δοσμένην, καὶ ὁ εἰρηνοδίκης, ὅστις ἐφρόντιζε διὰ τὴν ὑπόληψίν του, καθὼς καὶ ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος, δὲν ἐλάμβανον μέρος εἰς τὰς ἑσπερινὰς συναναστροφάς, αἵτινες ἐγίνοντο τακτικὰ εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου τῶν ὑπαλλήλων. Ὅλοι οἱ ἄλλοι, ὁ ὑπολιμενάρχης, ὁ ὑγειονόμος, οἱ δύο βοηθοὶ ἢ ὑπολογισταὶ τοῦ ὑπολιμεναρχείου, ὁ γραμματεὺς τοῦ εἰρηνοδικείου, ὁ τηλεγραφητής, καὶ ὅλοι, ἐκαίοντο κάθε βράδυ εἰς τὰ χαρτιά.
Ἀλλὰ δὲν ἦτο καὶ ἐντελῶς φερτὸν τὸ νόσημα, καὶ ἀπόδειξις ὅτι, τὰς ἡμέρας ταύτας ἰδίως, ὅτε αἱ ἑσπερίδες ἐγίνοντο εἰς τὸ κομψὸν καὶ καλῶς εὐτρεπισμένον καπηλεῖον τοῦ Θανάση τοῦ Μωρεγυιοῦ, ἐλάμβαναν μέρος καὶ πολλοὶ ἐντόπιοι, ὁ γραμματεὺς τῆς δημαρχίας, δύο νέοι χασάπηδες, οἵτινες εἶχον ὑπηρετήσει εἰς τὸν στρατόν, ὁ φραγκορράπτης, ὅστις τὸν περισσότερον καιρὸν ἔκαμνε τὸν δικολάβον, εἷς κουρεὺς καὶ δύο ναυτικοί. Ὁ δημοδιδάσκαλος ἤρχετο τακτικὰ καθ᾽ ἑσπέραν, κ᾽ ἐποντάριζε μίαν ἢ δύο δεκάρες εἰς τὸ ἕξ, καὶ ἂν τὰς ἔχανεν, ἔφευγε σιωπηλῶς, χωρὶς νὰ πίῃ οὔτ᾽ ἕνα ρούμι· ἀλλ᾽ ἐὰν τὰς ἐκέρδιζεν, ἐκάθητο μὲ τὸ ἓν σκέλος ἐξηπλωμένον ἐπὶ τῆς μπαγκέτας, μὲ τὸ ἄλλο κάτω εἰς τὸ δάπεδον, μὲ τὸ κοντὸν τσιμπούκι του ἀκοίμητον πάντοτε, ἔπινε δύο-τρία ρούμια, ἴσα-ἴσα τὸ κέρδος, καὶ ἅμα τὸ ὡρολόγιον ἐσήμαινε τὴν δωδεκάτην, ἔφευγε κ᾽ ἐπήγαινε νὰ κοιμηθῇ.
Οἱ ἄλλοι ἐξενυκτοῦσαν συνήθως, πότε ὣς τὰς τρεῖς, πότε ὣς τὰς τέσσαρες. Ὁ κάπηλος, ὁ Θανάσης ὁ Μωρεγυιός, εὐχαριστεῖτο τὰ μέγιστα ἐκ τοῦ εἴδους τούτου τοῦ ἐμπορίου, διότι ἐκτὸς τοῦ «νομίμου βιδανίου» εἶχε καὶ τὸ ἐμπόριον τοῦ μοσχάτου οἴνου καὶ τῶν ἄλλων ποτῶν. Ἡ συντροφιὰ ἔπαιζε καὶ ἔπινεν. Ὅποιος ἐκέρδιζεν, εὐχαρίστως ἐκέρνα τοὺς ἄλλους, μόνον ὅτι σπανίως εὑρίσκετό τις νὰ ὁμολογήσῃ ὅτι ἐκέρδισε. Καὶ ἴσως νὰ ἦσαν καὶ εἰλικρινεῖς, διότι, κατὰ τὸ ἀξίωμα τῶν χαρτοπαικτῶν, δύο ἄνθρωποι κερδίζουν· ὅστις δὲν παίζει ποτὲ καὶ ὅστις εἰσπράττει τὸ βιδάνιο. Εἷς ἐκ τῆς πρώτης κατηγορίας ἤρχετο κατὰ πᾶσαν ἑσπέραν, ὁ καπετὰν Γιωργὸς ὁ Ἀσπρουδάκης, ὅστις ποτὲ δὲν ἔπαιζεν, ἀλλὰ καὶ ποτὲ δὲν ἔλειπεν ἀπὸ τὰς ἑσπερίδας. Δύο-τρεῖς ἄλλοι, ὄρθιοι ὄπισθεν τῶν νώτων τῶν παικτῶν, ἔμενον ὡς ἀπολιθωμένα φαντάσματα, ὡς ἡ ζῶσα προσωποποίησις τῆς καλῆς καὶ τῆς κακῆς τύχης. Ἐπίσης ἤρχετο κ᾽ ὁ μπάρμπ᾽ Ἀντώνης ὁ Πρίφτης, γηραιὸς βαρκάρης, ὅστις ἔμενε μεχρισότου ἀποφασίσῃ τις νὰ κεράσῃ «στὰ ὅλα», καὶ τότε, ἀφοῦ ἔπινε τὸ ρούμι του, ἔφευγε, συναπάγων καὶ τοὺς ἄλλους, τοὺς ὀρθοὺς ἱσταμένους, ὡς νὰ ἦσαν κολλημένοι εἰς τὴν πλάτην τῶν παικτῶν· ἐὰν ὅμως ἔβλεπεν ὅτι ἀργοῦσαν νὰ κεράσουν, ἔφευγε κρυφά, ἢ ἐπήγαινεν εἰς τὴν βάρκαν του διὰ νὰ πλαγιάσῃ.
Ἐνίοτε ὅμως ὁ μπάρμπ᾽ Ἀντώνης ὁ Πρίφτης μὲ τὸν καπετὰν Γιωργὸ τὸν Ἀσπρουδάκη καὶ μὲ δύο ἄλλους ἔπαιζαν ἁπλῶς σκαμπίλι μὲ συνήθη κεράσματα, χωρὶς λεπτά, παρά τινα γωνίαν ἀποσυρόμενοι, συντρόφοι πάντοτε οἱ δύο. Ὁ καπετὰν Γιωργὸς ἔκαμνε πάντοτε τὸν μάστορα, καὶ ἂν συνέβαινε νὰ χάσουν, ἔμενον οἱ δύο παίζοντες «τὸν κακὸ τὸν σύντροφο», ὣς τὰς δύο μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τελευταῖος δ᾽ ἔχανε συνήθως ὁ μπάρμπ᾽ Ἀντώνης, διαμαρτυρόμενος πάντοτε ὅτι ὁ καπετὰν Γιωργὸς τὸν ἔκλεπτε.
Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, ἐνῷ ἡ συντροφιὰ εὑρίσκετο εἰς τὸ κομψὸν καπηλεῖον, ἔξαφνα χιὼν ἤρχισε νὰ πίπτῃ, ἀλλὰ τόσον ἥσυχα καὶ τόσον μαλακά, ὡς νὰ ἔστρωνεν ὁ Θεὸς λευκὰ σινδόνια διὰ τοὺς πτωχοὺς καὶ διὰ τοὺς ἀστέγους, εἰς τὴν ὁδόν. Ὁ ἄνεμος εἶχε κοπάσει αἴφνης, δὲν ὑπῆρχε ψῦχος ἐπαισθητόν. Τόσον γλυκὰ καὶ τόσον σιγανά, εὑρέθησαν ἔξαφνα πλατεῖαι λευκαὶ λωρίδες καλύπτουσαι τὴν γῆν. Εἷς τῶν χαρτοπαικτῶν, σηκωθεὶς διὰ νὰ ξεμουδιάσῃ ἀπὸ τὴν τράπεζαν (ἦτο ἡμίσεια μετὰ τὰ μεσάνυκτα) εἶχεν ἔλθει πρὸς τὸ παράθυρον, κ᾽ ἠθέλησε νὰ κοιτάξῃ ἔξω διὰ τῆς θολωμένης ὑέλου. Ἀλλὰ σχεδὸν δὲν ἔβλεπε τίποτε, εἰμὴ ἓν ἀχανὲς ὑπόλευκον φαιόν. Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἐκρούσθη ἡ θύρα τοῦ καπηλείου, μανδαλωμένη ἔσωθεν.
― Ἄνοιξε, κὺρ Θανάση!
― Ποιὸς εἶναι; ἐφώναξε μὲ συναχωμένην φωνὴν ὁ κάπηλος, καθήμενος παρὰ τὴν τράπεζαν κ᾽ ἐπιτηρῶν ἀγρύπνως τοὺς παίζοντας.
― Ἄνοιξε, γιατὶ ρίχνει χιόνι.
Ὄχι τόσον ἕνεκα τῶν ἐπικλήσεων τοῦ κρούοντος τὴν θύραν, ὅσον κατὰ σύμπτωσιν μᾶλλον, διότι ὁ σηκωθεὶς νὰ κοιτάξῃ διὰ τοῦ παραθύρου παίκτης, ἀφοῦ εἶδε συγκεχυμένως διὰ τῶν ὑέλων, ᾐσθάνθη τὴν ἐπιθυμίαν νὰ ἰδῇ καλύτερα ἂν ἐχιόνισεν, ἠνοίχθη ἡ θύρα (ὁ ἴδιος ὁ παίκτης τὴν ἤνοιξε), καὶ εἰσῆλθεν ὁ μπαρμπα-Στέργιος τινάζων τὴν κάπαν του, ἀσπρισμένην τὴν φορὰν ταύτην ὄχι ἀπὸ ἀσβέστην. Διότι ἕως νὰ φθάσῃ ἀπὸ τὴν οἰκίαν του εἰς τοῦ ἰατροῦ, κ᾽ ἐκεῖθεν εἰς τὴν ἀγοράν, ὅπου εἶδε φῶς εἰς τὸ μαγαζὶ τοῦ Θανάση τοῦ Μωρεγυιοῦ, ὁ νιφετὸς ἔγινε πολὺ πυκνότερος, κ᾽ ἐντὸς ὀλίγων λεπτῶν ἐστρώθη ὣς σπιθαμὴν ἀπὸ τοῦ ἐδάφους.
― Χιονίζει, χιονίζει! εἶπαν ὅλοι, ἰδόντες ἀσπρισμένον τὸν μπαρμπα-Στέργιον, καὶ ὅσοι ἦσαν ὄρθιοι ἐχώρησαν πρὸς τὴν θύραν, ἐνῷ οἱ καθήμενοι εἰς τὴν πασέταν ἐφώναζαν:
― Κλεῖστέ μας τὴν πόρτα!
― Κι ἀπὸ ποῦ μᾶς ἔρχεσαι, μπαρμπα-Στέργιο!
― Ποῦ βρέθηκες τέτοια ὥρα;
― Μεσάνυχτα μᾶς ἦρθες ἀπ᾽ τὸ καμίνι!
Ὁ μπαρμπα-Στέργιος δὲν ἔδωκεν ἀπάντησιν εἰς τὰς φωνὰς ταύτας, ἀλλ᾽ ἀνακαλύψας μὲ τὸ πρῶτον βλέμμα τὸν ἰατρόν, ὅστις ἐκάθητο μεταξὺ τοῦ ὑπολιμενάρχου καὶ τοῦ γραμματέως τοῦ εἰρηνοδικείου, ἐπλησίασε, καὶ κύψας εἰς τὸ οὖς αὐτοῦ, τοῦ ὡμίλησε:
― Μοῦ κάνεις τὴ χάρη ᾽ξοχώτατε, νὰ πᾶμε ὣς τὸ σπίτι, ἔχω ἄρρωστο.
― Ποιὸς δὲν μπορεῖ; Ἡ γυναίκα σου;
―Ὄχι, τὸ παιδί μου.
― Καὶ τέτοια ὥρα ἦρθες;
― Δὲ μοῦ εἶπε ἡ βλοημένη ἡ γυναίκα. Μὰ ἀπὸ νωρὶς ἦτον καλὰ τὸ παιδί, καὶ τώρα τὴν νύκτα ἐβάρυνε.
― Δὲ βλέπεις ποὺ χιονίζει! Πῶς νὰ πᾶμε;
―Ἔλα, ἔλα, κόπιασε ἀπὸ δῶ, μπαρμπα-Στέργιο, εἶπε μία ἄλλη φωνή. Φέρε, Θανάση, ἕνα μοσχᾶτο τοῦ μπαρμπα-Στέργιου. Πιὲ ἕνα μοσχᾶτο νὰ ζεσταθῇς. Ἔλα, στὸ πλάγι μου κάτσε.
Ἦτο ὁ γραμματικὸς τοῦ εἰρηνοδικείου, ὑψηλὸς νέος, ξανθός, μὲ μεγάλους λινόχρους μύστακας, μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς προέχοντας ἐν χρῷ τοῦ προσώπου. Οὗτος εἶχε τὴν ὥραν ἐκείνην τὸν μπάγκον, καὶ τὰ μουστάκια του, ἅμα εἶδε τὸν μπαρμπα-Στέργιο, ἀνέβαιναν καὶ κατέβαιναν ὡς τῆς γάττας τῆς ὀσφρανθείσης ποντικόν.
Τὸν ἔδραξεν ἀπὸ τοῦ ἀγκῶνος μὲ τὴν στιβαρὰν χεῖράν του, καὶ τὸν ἔβαλε, μὲ τὸ εἶδος ἐκεῖνο τῆς φιλικῆς βίας ὅπερ τινὲς ἄνθρωποι ἀγαπῶσι νὰ μετέρχωνται πρὸς τοὺς ἀσθενεστέρους τὸν χαρακτῆρα, τὸν ἔβαλε νὰ καθίσῃ πλησίον του. Ἐκαλεῖτο Ἀριστείδης Μαγγανόπουλος καὶ εἶχεν ἐκσφενδονισθῆ κατὰ τὴν ἀλλαγὴν τοῦ ὑπουργείου (ἦτο περὶ τὸ 188…) ἀπὸ τὸ ἓν ἄκρον τοῦ Βασιλείου εἰς τὸ ἄλλο. Ἦτο φιλήδονος, φιλοπότης, καλόκαρδος· ἀλλὰ πῶς νὰ ζήσῃ τις μὲ ἑξῆντα δραχμὰς τὸν μῆνα;
Ὁ μπαρμπα-Στέργιος ἔπιε τὸ ποτήριον τοῦ μοσχάτου καὶ πάλιν, κύψας ὄπισθεν τοῦ γραμματέως, εἰς τὸ οὖς τοῦ ἰατροῦ, τοῦ εἶπε:
― Κάμε μου αὐτὴν τὴν καλωσύνη, γιατρέ, κι ὁ Θεὸς νὰ σοῦ δώσῃ ὅ,τι ἀγαπᾷς. Μ᾽ ἔστειλεν ἡ γυναίκα μου, καὶ θὰ μὲ περιμένῃ. Τὸ παιδὶ κινδυνεύει.
― Στάσου νὰ περάσῃ λίγο, νὰ σταματήσῃ τὸ χιόνι, εἶπεν ὁ ἰατρός.
Ὁ ἰατρὸς ἦτο καλὸς νέος, πλησιάζων εἰς τὸ τεσσαρακοστόν, ὑψηλός, λιγνός, πρόθυμος, ὄχι πολὺ σκληρὸς οὔτε πλεονέκτης. Ἦτο ἀπόφοιτος τοῦ ἐν Ἀθήναις πανεπιστημίου, καὶ δὲν τὸν εἶχε κολλήσει μανία, ἂν καὶ εἶχε τὰ μέσα νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Ἑσπερίαν, ὅπως ἀγοράσῃ σοφίαν. Ἐν τούτοις ἐνίοτε ἐβαρύνετο, καὶ τὴν ἑσπέραν ταύτην ἐμέμφετο τὸν ἑαυτόν του ὅτι ἐδελεάσθη ἀπὸ τὴν χαρτοπαικτικὴν ἑσπερίδα. Τοῦ ἐφαίνετο ὅτι, ἂν ἦτο ἀπὸ ἐνωρὶς εἰς τὴν κλίνην του, τὸ παιδὶ τοῦ μπαρμπα-Στέργιου δὲν ἤθελεν ἀρρωστήσει, οὐδὲ θὰ ἤρχετο οὗτος νὰ τοῦ χαλάσῃ τὴν ἡσυχίαν.
― Πῶς ἔμαθες πὼς εἶμ᾽ ἐδῶ; τοῦ λέγει ἔξαφνα.
Ὁ μπαρμπα-Στέργιος τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐνθυμήθη τὴν σύστασιν τῆς ὑπηρετρίας καὶ ἀπήντησεν:
―Ἐπήγαινα στὸ σπίτι σας, κ᾽ ἦρθα ἀπ᾽ τὸ γιαλό, ὁπού ᾽ναι πιὸ ἀπάγκειο… Σὰν εἶδα φῶς στὸ μαγαζί, λέω, ἂς ᾽μβῶ μέσα, μήπως κ᾽ εἶν᾽ ἐδῶ ὁ γιατρός.
― Καὶ τί λόγους εἶχες νὰ τὸ ὑποθέσῃς;
― Δὲν ξέρω πῶς μοῦ ἦρθε… κάτι μοῦ ἔλεγε πὼς θὰ ἤσαστ᾽ ἐδῶ… ἤθελα νὰ πιῶ κ᾽ ἕνα ρουμάκι γιὰ νὰ ζεσταθῶ…
― Καὶ ἀντὶ γιὰ ρουμάκι ἤπιες μοσχᾶτο…
― Ἂς εἶναι καλὰ ὁ κὺρ γραμματικός, μ᾽ ἐκέρασε…
Ὁ Ἀριστείδης Μαγγανόπουλος δὲν εἶχε λησμονήσει τὸν μπαρμπα-Στέργιον, ἀλλὰ τὸν ἐκράτει κάπως διὰ τοῦ γόνατος. Ἀκούσας ὅμως τὴν φράσιν τοῦ ἀσβεστᾶ, ἔσπευσε νὰ λάβῃ μέρος εἰς τὴν ὁμιλίαν.
―Ἔ! τώρα, δὲν θὰ πουντάρῃς καμμιὰ δεκαρίτσα, μπαρμπα-Στέργιο, γιὰ νὰ περάσ᾽ ἡ ὥρα;
Ὁ μπαρμπα-Στέργιος δὲν ἦτο ὅλως ἄπειρος τοῦ χαρτοπαιγνίου. Εἰς τὴν νεότητά του ὑπῆρξε δεκανεὺς ἐν τῷ στρατῷ, καὶ εἶχε ζήσει ἐπὶ τέσσαρα ἔτη εἰς διαφόρους πόλεις τῆς Ἑλλάδος.
Διὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν γραμματικόν, ἤρχισεν ἀπὸ τὴν δεκάραν καὶ τὴν ἔχασεν. Ἀλλ᾽ ἐντὸς ὀλίγων λεπτῶν τῆς ὥρας, ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν τσέπην ὅσα κέρματα εἶχεν, ἄνω τῆς δραχμῆς, καὶ τὰ ἔχασεν ὅλα.
Διὰ νὰ τὸν παρηγορήσῃ, ὁ Ἀριστείδης Μαγγανόπουλος τὸν ἐκέρασεν ἕνα δεκάρικο μοσχᾶτο. Ὁ μπαρμπα-Στέργιος τὸ ἐρρόφησε, καὶ εἶτα κύψας πάλιν εἰς τὸ οὖς τοῦ ἰατροῦ:
― Δὲν πᾶμε τώρα, γιατρέ… Θὰ σταμάτησε τὸ χιόνι.
― Σταμάτησε, μὰ δὲν ἔλυωσε, ἐψιθύρισε σιγὰ ὁ γραμματικός.
― Τώρα, νὰ κοιτάξουμε… νὰ ἰδοῦμε ἂν θὰ μπορέσουμε, μπαρμπα-Στέργιο, εἶπεν ὁ ἰατρός· τί διάβολο, τώρα βρέθηκε ν᾽ ἀρρωστήσῃ κι αὐτὸ τὸ παιδί σου;
― Νὰ χαρῇς ὅ,τι ἀγαπᾶς, γιατρέ μου…
Ὁ γραμματικός, στραφεὶς πρὸς τὸν μπαρμπα-Στέργιον:
―Ἔλα τώρα, μπαρμπα-Στέργιο, τοῦ λέγει, τί συλλογιέσαι;… Παῖξε νὰ περάσ᾽ ἡ ὥρα… Νὰ πάρῃς καὶ τὰ λεπτά σου πίσω…
― Δὲν ἔχω ἄλλα λεπτά, κὺρ γραμματικέ.
― Μὴ μᾶς πουλᾷς ψευτιές, μπαρμπα-Στέργιο… Θαρρεῖς δὲν τὸ ξέρω ἐγὼ ποὺ πούλησες ἀσβέστη σήμερα;
Ὁ ἁπλοϊκὸς ἄνθρωπος ἔκυψεν εἰς τὸ οὖς τοῦ γραμματικοῦ, καὶ τοῦ εἶπε μυστηριωδῶς.
― Πὲς καὶ τουλόγου σου τοῦ γιατροῦ, νὰ τὸν καταφέρῃς νὰ πᾶμε.
― Νὰ πᾶτε;… Ποῦ;
― Στὸ σπίτι… ἔχω τὸ παιδὶ ἄρρωστο.
― Δὲν ἔχει τίποτε, εἶπεν ὁ γραμματικός· μὴ σὲ μέλῃ… θὰ γένῃ καλά.
― Μὲ καρτερεῖ ἡ γυναίκα μοναχή της… γιά συλλογίσου κὺρ γραμματικέ.
― Μπά! ὄξου καρδιά, μπαρμπα-Στέργιο!… μὴ φοβᾶσαι… δὲν παθαίνει τίποτε τὸ παιδί.
Ὁ μπαρμπα-Στέργιος ἐταπείνωσε τὴν κεφαλήν, καὶ τὴν στιγμὴν ἐκείνην τοῦ ἐπεφάνη ἀπαισία ἡ εἰκὼν τοῦ ἀγωνιῶντος παιδίου, βήχοντος, ἀσθματικοῦ, μὲ νεκρικὴν ὠχρότητα ἐπὶ τοῦ μετώπου, καὶ τῆς βαρυαλγοῦς μητρός, συναπτούσης τὰς χεῖρας κ᾽ ἐπικαλουμένης ἔλεος.
― Φέρε μας δύο μοσχᾶτα μὲ τὸν μπαρμπα-Στέργιο, Θανάση, διέταξεν ὁ γραμματικός.
Ὁ κάπηλος ἐκόμισε τὰ δύο μοσχᾶτα. Ὁ Μαγγανόπουλος ἔρριψε τὸ περισσότερον τοῦ ἰδικοῦ του εἰς τὸ ποτήριον τοῦ συμπότου.
― Δὲν πίνω, εἶπεν ὁ γέρων ἀσβεστάς· θὰ μοῦ πέσῃ πολύ… Εἶχα πιεῖ κι ἀπ᾽ τὸ βράδυ.
― Πιέ, καὶ μὴ σὲ μέλῃ… μὴ συλλογίζεσαι… Δὲν ἔχει τίποτε τὸ παιδί.
Ὁ μπαρμπα-Στέργιος ἔπιε τὸ εὐῶδες ποτόν, καὶ σιγὰ-σιγὰ οἱ ἀτμοὶ ἀνέβαιναν.
― Εἶσαι καλὸς φίλος, εἶπεν εἰς τὸν γραμματικόν. Μοῦ ἔδωσες θάρρος… εἶχα πολὺ φόβο γιὰ τὸ παιδί μου.
― Βγάλε καὶ μισὸ ταλλαράκι νὰ σοῦ χαλάσω, μπαρμπα-Στέργιο, εἶπεν ὁ γραμματικός, ἀνακινῶν τὲς δεκάρες ἐπὶ τῆς τραπέζης· αὐτὰ ὅλα ποὺ βλέπεις, τὰ εἶχα χαμένα ὅλα πρωτύτερα… οὔτε τὰ λεπτά μου δὲν πιάνω.
Ὁ μπαρμπα-Στέργιος ἐξήγαγε τὴν πανίνην σακκούλαν του, τὴν λιπώδη καὶ ἀμαυράν, δεμένην μὲ σπάγγον περὶ τὸ στόμιον, τὴν ἤνοιξεν, ἔβγαλεν ἓν τάλληρον, καὶ ὁ γραμματικὸς τοῦ τὸ ἤλλαξεν.
Εἷς ἐκ τῆς συντροφίας εἶχεν ἐξέλθει, καὶ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐπέστρεψε.
― Τὸ χιόνι εἶναι παραπάν᾽ ἀπ᾽ τὸ γόνα… πῶς θὰ πᾶμε στὰ σπίτια μας, βρὲ παιδιά;
―Ἔπαυσε τοὐλάχιστον νὰ ρίχνῃ; ἠρώτησεν ὁ ἰατρός.
― Ρίχνει ἀκόμα.
―Ὤ! διάβολε!
― Τ᾽ ἀκοῦς, μπαρμπα-Στέργιο; εἶπεν ὁ γραμματικός. Ρίχνει ἀκόμα… Κάθισε ὣς ποὺ νὰ σταματήσῃ, καὶ τότε πᾶτε μὲ τὸ γιατρό.
― Τί νὰ γίνῃ, κὺρ γραμματικέ!
― Δὲν παίζεις ἀπὸ καμμιὰ δεκαρούλα;
Ὁ μπαρμπα-Στέργιος ἤρχισε νὰ παίζῃ ἀπὸ μίαν δεκαρούλαν, ἀπὸ δύο, καὶ δῶσ᾽ του καὶ πάει τέρτσο τίρο* καὶ πάει καὶ ἀπαγάι* καὶ πάρολι*, καὶ εἰς κάθε ἀπαγάι ὁ γραμματικὸς τὸν ἐκέρνα ἀπὸ ἕνα μοσχᾶτο, καὶ εἰς κάθε πάρολι τὸν ἐκέρνα ἀπὸ ἕνα δεκάρικο. Καὶ εἰς μισὴν ὥραν ἔχασε τὸ τάλληρον μέχρι λεπτοῦ. Καὶ ἔβγαλε τότε δεύτερο τάλληρο, καὶ εἰς ἓν τέταρτον τῆς ὥρας τὸ ἔχασεν· ἔβγαλε καὶ τὸ τρίτον τάλληρον, τὸ τελευταῖον ποὺ εἶχεν ἀκόμη· καὶ εἰς δέκα λεπτὰ τῆς ὥρας ὁ γραμματικὸς μὲ τὸν πάγκον τοῦ τὸ ἐσφόγγισε.
Ἦτο δὲ τότε τρίτη ὥρα μετὰ τὰ μεσάνυκτα.
Αἴφνης ἐκρούσθη ἡ θύρα τοῦ καπηλείου.
― Ἀνοῖξτε! ἀνοῖξτε!
― Ποιὸς παλαβὸς εἶναι τέτοια ὥρα, μὲ τέτοιο χιόνι; εἶπεν ὁ κάπηλος.
― Ἄνοιξε, παρακαλῶ, κὺρ Θανάση!
― Ποιὸς εἶσαι;
― Εἶμ᾽ ἐγώ, ὁ Γιώργης ὁ Σεφερτζής.
― Καὶ τί θέλεις;
― Εἶν᾽ ἐδῶ ὁ μπαρμπα-Στέργιος ὁ ἀσβεστάς;
― Καὶ τί τόνε θέλεις;
Ὅλοι ἐστράφησαν πρὸς τὸν μπαρμπα-Στέργιον, ὅστις, ζαλισμένος ἀπὸ τὸ μοσχᾶτον, προσεμειδία ἠλιθίως εἰς τοὺς μύστακας τοῦ γραμματικοῦ κ᾽ ἔλεγε.
― Δὲν μὲ μέλει! πάρ᾽ τα ὅλα! ὄξου φτώχεια!… παράδες δὲν προσκυνῶ ἐγώ!… Ἐγὼ ἐχτιμῶ φιλίαν!… Εἶσαι ὅμως καλὸς φίλος!
Ἠνοίχθη ἡ θύρα καὶ εἰσῆλθεν ὁ Γιώργης ὁ Σεφερτζής.
* * *
Ἀκουμβημένη ἡ Θοδωριὰ εἰς τὸ προσκέφαλον, αἰσθανομένη ἐπὶ τῆς παρειᾶς τὴν θερμὴν πνοὴν τοῦ παιδίου, ἐμέτρα τὰς στιγμὰς καὶ τὴν ὥραν, ὅση εἶχε παρέλθει ἀπὸ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ συζύγου της, κ᾽ ἔλεγε: «Τώρα θὰ ἔρθῃ, ἔρχεται… ὅπου εἶναι θὰ φτάσῃ… θὰ ᾽ρθῇ κι ὁ γιατρὸς μαζί, νὰ μοῦ κάμῃ καλὰ τὸ παιδί μου… Τί φταῖνε οἱ γιατροί; Φταῖνε οἱ γονιοὶ ποὺ δὲν αἰστάνονται… ἂν τὸν ἐπροσκαλοῦσα, τὸν γιατρό, μὲ τὴν ὥρα μου, δὲ θὰ μοῦ πέθαινε ὁ Χαραλαμπάκης». Ἔτεινε τὸ οὖς ν᾽ ἀκούσῃ κρότον τινά, ἀναγγέλλοντα τὴν ἔλευσιν τοῦ συζύγου καὶ τοῦ ἰατροῦ, ἀλλ᾽ οὐδεὶς κρότος ἠκούετο. Ὁ Θεὸς ἐχιόνιζεν ἀθορύβως· ἔρριπτε νιφάδας νὰ μεθύσῃ τὴν γῆν, διὰ νὰ φάγωσιν οἱ ζῶντες τοὺς καρποὺς αὐτῆς, καὶ λευκὸν σάβανον διὰ τοὺς νεκρούς, διὰ νὰ εἶναι βαθύτερον ὑπὸ τὴν γῆν τεθαμμένοι.
Ἐν τούτοις παρήρχετο ἡ ὥρα, καὶ ὁ μπαρμπα-Στέργιος δὲν ἔδιδε σημεῖον ἐπιστροφῆς. Ἡ Θοδωριὰ ἠγέρθη, ἔρριψε ξυλάριά τινα εἰς τὴν ἑστίαν, συνεδαύλισε τὸ πῦρ, κ᾽ ἐπανελθοῦσα ἀνεκλίθη πάλιν παρὰ τὴν κοιτίδα τοῦ μικροῦ Ἐλευθέρη. Τὸ παιδίον ἐστέναζεν, ἐγόγγυζε θλιβερῶς, εἶχε κοιμηθῆ ἐναγώνιον ὕπνον, ἐξύπνησε πάλιν, ἔκλαιε κ᾽ ἔβηχε μετὰ σπασμῶν. «Σιώπα, καλέ μου, σιώπα, μικρό μου, θὰ γίνῃς καλὰ αὔριο. Πάει ὁ πατέρας νὰ σ᾽ ἀγοράσῃ καλούδια, νὰ τά ᾽χῃς μεθαύριο τ᾽ Ἁι-Βασιλιοῦ, νὰ παίζῃς, νὰ παίζῃς, νὰ χαίρεσαι. Θὰ σ᾽ κάμω κ᾽ ἐγὼ μιὰ ὄμορφη κοκκώνα, ἀλειμμένη μὲ τὸ αὐγό, ποὺ νὰ εἶναι πλασένια*· θὰ σ᾽ φέρῃ κ᾽ ἡ νουνὰ σ᾽ ἄλλη μιὰ μεγάλη κοκκώνα, λαμπένια* καὶ στραφτένια*, μὲ τὰ κεντίδια, μὲ τὰ πουλάκια, μὲ τ᾽ ἀηδονάκια, ποὺ νὰ μὴν τὴν ἔχῃ κανένα παιδί». Τὸ παιδίον δὲν ᾐσθάνετο ἴσως, καὶ ἀφ᾽ ἑσπέρας ἔπαυσε νὰ ψελλίζῃ. Ἡ Θοδωριὰ δὲν ἔπαυε νὰ ἐρωτᾷ: «Ποῦ σ᾽ πονεῖ, Λευθεράκη μ᾽, ποῦ σ᾽ πονεῖ;» ἀλλ᾽ ὁ μικρὸς εἰς ἀπάντησιν ἐγόγγυζε μόνον καὶ ἤσθμαινε.
Εἰς τὴν ἑστίαν εἷς δαυλὸς ἤρχισεν ἔξαφνα μετὰ ροίβδου νὰ σπινθηρίζῃ καὶ ἡ Θοδωριὰ ἐνθυμηθεῖσα τὸ δημῶδες ἤρχισε νὰ ἐπαναλαμβάνῃ:
«Ἂν εἶναι φίλος νὰ χαρῇ,
ἂν εἶν᾽ ἐχτρός, νὰ σκάσῃ·
κι ἂν εἶν᾽ ἀπὸ τὸ σπίτι μας,
ὀγλήγορα νὰ φτάσῃ…»
Ἀλλ᾽ ὁ σπινθηρισμὸς ἐξηκολούθησεν ἐπὶ πολύ, καὶ ἡ ἐπῳδὴ δὲν ἐφαίνετο ἔχουσα τὴν δύναμιν νὰ τὸν σταματήσῃ, ἴσως διότι τὴν φορὰν ταύτην ἦτον καὶ φίλος, ἦτον κ᾽ ἐχθρός, ἦτον ἀπὸ τὸ σπίτι, καὶ δὲν ἦτον ἀπὸ τὸ σπίτι…
Τέλος ὁ σπινθηρισμὸς ἔπαυσεν, ἀλλ᾽ ὁ μπαρμπα-Στέργιος δὲν ἐπανῆλθεν. Ἡ Θοδωριὰ δὲν εἶχε κλείσει ὄμμα ἀπὸ τῆς ἑσπέρας. Ὤ! πόσον μακραὶ ἦσαν αἱ ὧραι! Ἡ πτωχὴ γυνὴ ἀκουσίως ἔκλεισε τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἀπενεκρώθη ἐπί τινας στιγμάς, φθάσασα μέχρι τῆς καταστάσεως ἐκείνης καθ᾽ ἣν ἡ ψυχὴ εἰσέρχεται εἰς τὰ προπύλαια τοῦ φανταστικοῦ παλατίου τῶν ὀνείρων, χωρὶς ὁ ὕπνος νὰ ἔχῃ καταλάβει ἐξ ὁλοκλήρου τὸ σῶμα. Ἀλλὰ μετὰ ἓν λεπτὸν τὴν ἐξύπνισεν ἄλλος τις ροῖβδος, οὐχὶ ἀνόμοιος μὲ τὸν ἀρτίως παύσαντα, ὁ κρότος τῆς θρυαλλίδος τοῦ κανδηλίου ἀγωνιζομένης, μὲ τὴν τελευταίαν ρανίδα τοῦ ἐλαίου, νὰ σωθῇ ἀπὸ τῆς ἐπαφῆς τοῦ ὕδατος, ὡς ὁ ἄνθρωπος ὁ πνιγόμενος καὶ προσκολλώμενος εἰς σανίδα, ὡς ἡ ψυχὴ ἡ βασανιζομένη καὶ εἰς μεγάλην ἀγωνίαν πλέουσα πρὶν χωρισθῇ ἀπὸ τοῦ σώματος. Πόσον μυστηριώδης, πόσον θλιβερὸς ἦτο ὁ ροῖβδος ἐκεῖνος! Ὁποίαν φρικίασιν ἐξήγειρεν, ὁποῖον φόβον προεκάλει. Ἐφαίνετο τὸ κανδήλι ἐκεῖνο ὡς ἔμψυχον, ὡς μαντικόν, ὡς προφητικόν. Τί νὰ ἐνθυμεῖτο ἆρά γε, τί νὰ ἔβλεπε, τί νὰ προέλεγεν; Ὡς νὰ ἐβαρύνθη νὰ εἶναι συνάμα ἱερὸν καὶ βέβηλον, νὰ φωτίζῃ τὴν ἀπάθειαν καὶ ἠρεμίαν τῶν Βυζαντινῶν Ἁγίων, καὶ τὰ πάθη καὶ τὰς κινήσεις τῆς ψυχῆς καὶ τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων, ἐφαίνετο ὅτι ἤθελε νὰ σβήσῃ… Τὸ κανδήλι ἤθελε νὰ σβήσῃ, ἀλλ᾽ ἡ θρυαλλὶς ἀνθίστατο καὶ ἤσπαιρεν…
Ἡ Θοδωριὰ ἠγέρθη, ὕψωσε τὴν κεφαλήν, κ᾽ ἔμεινεν ἐπί τινας στιγμὰς ἀκούουσα τὸν ροῖβδον τῆς θρυαλλίδος. Τὸ πρόσωπον, ὁ πώγων καὶ ὁ λαιμός της ἔλαβον τὴν ἐκφραστικὴν ἐκείνην θέσιν, τὴν ὁποίαν εἰς τὰς εἰκόνας τῶν μεγάλων τεχνιτῶν τῆς Δύσεως θαυμάζομεν. Ἦτο ὑψηλή, μελαχροινή, συμπαθής, νόστιμη, σχεδὸν ὡραία. Πολλαὶ τρίχες τῆς μαύρης κόμης της ἦσαν ἤδη περὶ τοὺς κροτάφους, καίτοι τριακονταπεντοῦτις ἦτο, λευκόφαιοι, ὡς νὰ τὰς εἶχεν ἀποτεφρώσει ὁ φοῦρνος ἢ νὰ τὰς εἶχεν ἀσπρίσει ὁ ἀσβέστης. Πτωχὴ ἀσβεστού! Δυστυχὴς φουρνάρισσα!
Ἡ Θοδωριὰ ἔλαβεν ἀπό τινος ἑρμαρίου τὸ λαδικόν, κατεβίβασε τὸ κανδήλιον, καὶ ὁ κρότος τῆς προστριβῆς τοῦ σχοινίου ἐπὶ τῆς μικρᾶς τροχαλίας τὴν ἔκαμε ν᾽ ἀνατριχιάσῃ. Ἔρριψεν ἔλαιον εἰς τὸ κανδήλιον, τὸ ἀνεβίβασε πάλιν, ἔκαμε τρεῖς σταυροὺς ἐμπρὸς εἰς τὰ εἰκονίσματα τῶν Ἁγίων, κ᾽ ἐπεκαλέσθη τὴν βοήθειαν τῆς Παναγίας. «Ὣς τόσο ὁ ἄνδρας μου πολὺ ἄργησε, εἶπεν εἶτα, τί νὰ ἔγινε, Θεέ μου!» Τῆς ἐφάνη ὅτι ἂν ἤνοιγε τὸ παράθυρον ν᾽ ἀγναντέψῃ, θὰ τὸν ἔβλεπεν ἐρχόμενον, καὶ τὸν ἰατρὸν ὁμοῦ. Ἦλθεν εἰς τὸ παράθυρον, τὸ ἤνοιξε, κ᾽ ἐξαφνίσθη, ἰδοῦσα ὅλην τὴν ὁδὸν λευκάζουσαν εἰς τὸ σκότος, καὶ τὰς στέγας ὅλας λευκάς.
― Χιόνισε! Χριστέ μου! πότε χιόνισε;
Συνῆψε τότε τὰς χεῖρας, καὶ ᾐσθάνθη διπλασιαζόμενον τὸ βάρος τῆς δυστυχίας της. Ἕως τώρα εἶχε τὸν φόβον διὰ τὸ ἀσθενὲς παιδίον, τώρα ἤρχισε ν᾽ ἀνησυχῇ καὶ διὰ τὸν ἄνδρα της. Τί νὰ ἔγινε; Μὴν τὸν ἐπλάκωσε τὸ χιόνι; Μὴν ἔπεσε πουθενά; Μὴν ξεπάγιασε; Μὴν κάρδιασε; Θέ μου! Κ᾽ ἐμέμφετο ἑαυτὴν διατί νὰ τὸν στείλῃ τοιαύτην ὥραν νὰ καλέσῃ τὸν ἰατρόν. Καλύτερα ν᾽ ἄφηνεν εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ τὸ παιδί της. Χριστὲ καὶ Παναγία! τί ἔγινεν ὁ μπαρμπα-Στέργιος; Δὲν θὰ εἶναι καλά. Καὶ ἂν τῆς τὸν φέρουν τὸ πρωὶ ξεπαγιασμένον, καρδιασμένον, ἀποθαμένον! ὤ!
Ἔκλεισε τὸ παράθυρον, ἐσκέφθη πρὸς στιγμὴν τί νὰ κάμῃ. Τῆς ἤρχετο νὰ κινήσῃ ἡ ἰδία, ὅπως εὑρίσκετο, νὰ ὑπάγῃ νὰ ἰδῇ τί ἔγινεν ὁ ἄνδρας της. Ἀλλὰ τὸ παιδί, ποῦ ν᾽ ἀφήσῃ τὸ παιδί; Κ᾽ ἔπειτα ἠμποροῦσε αὐτή, γυναίκα, νὰ ὑπάγῃ νὰ τρέξῃ νύκτα μὲς στὰ χιόνια; Ἐπατεῖτο τάχα ὁ τόπος; Ἀνεζήτει εἰς τὸν λογισμόν της εἰκασίας πρὸς καθησύχασιν. Ἴσως ὁ μπαρμπα-Στέργιος δὲν ἔπεισε τὸν ἰατρόν, ἴσως ὁ ἰατρὸς ἐφάνη σκληρός, καὶ ὁ μπαρμπα-Στέργιος θὰ ἐντρέπετο νὰ γυρίσῃ ἄπρακτος, καὶ στὸν θυμό του ἐπάνω… νὰ ηὗρε τάχα κανένα μαγαζὶ ἀνοικτὸ τέτοια ὥρα, νὰ ἀντάμωσε τίποτε φίλους του καὶ ἤρχισαν νὰ πίνουν;… Ἀλλὰ τί ὥρα νὰ εἶναι;… Θὰ εἶναι πολλὴ ὥρα ποὺ λείπει. Τέτοια ὥρα μαγαζὶ ἀνοικτό; Δὲν εἶναι καλὴ δουλειὰ αὐτή. Ἐδίστασεν ἀκόμη ὀλίγον, καὶ εἶτα, ἐλθοῦσα πρὸς τὴν ἄλλην πλευρὰν τῆς οἰκίας, ἤνοιξε τὸ ἄλλο παράθυρον, πρὸς δυσμάς. Ἐκεῖ κολλητὰ σχεδὸν ἦτο ἡ οἰκία τοῦ Γιώργη τοῦ Σεφερτζῆ, γείτονος μὲ τὸν ὁποῖον πρὸ πολλοῦ δὲν ἔτυχε νὰ μαλώσουν.
― Γειτόνισσα Γιώργαινα! ἀνέκραξε· γειτόνισσα Γιώργαινα!
Ἐπερίμεινεν ὀλίγας στιγμάς.
Δὲν ἔλαβεν ἀπάντησιν.
― Γειτόνισσα! ἐπανέλαβε· γείτονα Γιώργη!
Παρῆλθον ὀλίγα δευτερόλεπτα ἀκόμη, καὶ εἶτα γυναικεία φωνὴ εἶπε:
― Τί φωνάζεις, Στέργαινα;
― Κοιμᾶται ὁ Γιώργης; εἶπεν ἡ Θοδωριὰ ἀναγνωρίσασα τὴν φωνὴν τῆς γειτονίσσης.
― Κοιμᾶται.
― Δὲ μοῦ κάνεις τὴ χάρη νὰ τόνε ξυπνίσῃς;
― Τί τρέχει;
Ἡ Γιώργαινα εἶχεν ἀνοίξει τὸ παράθυρον. Ἡ Στέργαινα διηγήθη ἐν συντόμῳ τί τῆς συνέβαινε.
― Καὶ τί τόνε θέλεις;
― Ἂς κάμῃ ἕνα ἔλεος νὰ πάῃ νὰ ἰδῇ τί ἔγινεν ὁ ἄνδρας μου.
― Καὶ πῶς νὰ πάῃ, ποὺ εἶναι τὸ χιόνι ἕνα μπόι;
―Ἕνα μπόι;… Ὤχ! καημένη, τί νὰ γένω;
Ἐν τῷ μεταξὺ εἶχεν ἐξυπνήσει καὶ ὁ Γιώργης, ὅστις μετά τινας ἀντιρρήσεις, καμφθεὶς εἰς τὰς παρακλήσεις τῆς δυστυχοῦς γυναικός, ἀπεφάσισε νὰ ἐξέλθῃ πρὸς ἀναζήτησιν τοῦ συζύγου της. Ἡ χιὼν ἦτο πράγματι εἴς τινα μέρη ὑπὲρ τὸ γόνυ, ἀλλαχοῦ, εἰς τὰ πλέον ὑπήνεμα, ἕως δύο σπιθαμάς. Εὐτυχῶς ὁ Γεώργιος Σεφερτζής, πρῴην ναυτικὸς καὶ νῦν γεωργοκτηματίας, εἶχε ζεῦγος παλαιῶν ὑποδημάτων ὑψηλῶν ἄνω τοῦ γόνατος.
* * *
Εἰς τὸ ἄκρον τῆς παραθαλασσίας ἀνωφεροῦς ὁδοῦ, παρὰ τὸ λιθόστρωτον, δι᾽ οὗ ἀνήρχετό τις εἰς τὴν ἄνω ἐνορίαν, ἐκεῖ ὅπου δὲν ἦτο πλέον ἀγορά, ἀλλὰ καὶ ὄχι ἔξω τῆς ἀγορᾶς ἐξ ὁλοκλήρου, ἦτο τὸ μαγαζὶ τοῦ κὺρ Ἀργυροῦ τοῦ Συρματένιου. Ἐὰν τυχὸν ὁ ἔφορος καὶ ὁ πρόεδρος τοῦ Δημοτικοῦ Συμβουλίου, καὶ δὲν ἠξεύρω τίς ἄλλος ἀκόμη, ἤθελον νὰ κατανείμωσι δικαίως τοὺς φόρους τοῦ ἐπιτηδεύματος, πολὺ θὰ ἐδίσταζον εἰς ποίαν τάξιν ἐμπορευομένων νὰ τὸν κατατάξωσι, διότι, κατὰ τὸ φαινόμενον, δὲν ἐπώλει τίποτε. Ἐντὸς τοῦ μαγαζείου, ἀνοικτοῦ πάντοτε ὄντος ἀπὸ πρωίας μέχρι τῆς ὀγδόης τῆς ἑσπέρας, δὲν ἔβλεπέ τις τίποτε ἄλλο, εἰμὴ τὰ «σκελετά», μόστρας κενάς, μὲ δύο ἢ τρία βαρέλια πάντοτε ἄδεια, μὲ μίαν ζυγαριάν, ἥτις ἄδηλον εἰς τί ἐχρησίμευε, καὶ μὲ ἓν πιθαράκι δίπλα εἰς τὴν ζυγαριάν, τοῦ ὁποίου τὸ ἐπὶ τοῦ στομίου πινάκιον πολλοὶ πολλάκις ἀνεσήκωσαν ὑποθέσαντες ὅτι περιεῖχε ταμβάκον, ἀλλ᾽ ἐψεύσθησαν τῆς ἐλπίδος, εὑρόντες τὸ πιθαράκι ἀδειανόν. Εἶναι ἀληθές, ὅτι τότε, πρόθυμος προσεφέρθη αὐτοῖς ἡ ταμβακέρα τοῦ κὺρ Ἀργυροῦ τοῦ Συρματένιου, ὅστις ἐκάθητο ὅλην τὴν ἡμέραν ἐπὶ τοῦ σκίμποδός του ροφῶν ταμβάκον καὶ συνομιλῶν μὲ φίλους τινὰς περὶ τῶν πολιτικῶν τῆς ἡμέρας ἢ περὶ τῶν τοπικῶν πραγμάτων.
Ὁ κὺρ Ἀργυρός, ὑψηλός, λευκός, εὐτραφής, ἑξηκοντούτης, ξανθόφαιος, λεπτότατος τοὺς χαρακτῆρας, μὲ μικρὰ ὄμματα ἀόρατα ὄπισθεν τῶν ὀμματογυαλίων, ὀψὲ ἀποφασίσας νὰ φραγκοφορέσῃ, ὑπείκων εἰς τὰς ἀπαιτήσεις τῆς ἐποχῆς, φορῶν οὐχ ἧττον ἐπὶ τῶν φραγκικῶν ἐνδυμάτων τὴν γούναν του μακρὰν ὣς τοὺς ἀστραγάλους καὶ σκοῦφον κεντητὸν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, εἶχε πάντοτε τὸν ἀντίχειρα καὶ τὸν δείκτην τῆς ἀριστερᾶς ἡνωμένους, σχεδὸν κολλημένους, κρατῶν αἰωνίως τὴν πρέζαν του. Ἐρρόφα ταμβάκον, καθὼς ὅλοι οἱ γέροντες φιλάργυροι, οἱ αἰσθανόμενοι τὴν ἀνάγκην ν᾽ ἀντικαταστήσωσιν ὅλα τὰ πάθη ― τὸν καπνόν, τὸν οἶνον, τὰ χαρτιά, τὸ σφαιριστήριον, τὰς ἐκδρομάς, τὰ συμπόσια καὶ αὐτὸν τὸν ἔρωτα, δι᾽ ἑνὸς μόνου, τοῦ εὐθηνοτέρου. Καὶ μ᾽ ὅλον ὅτι τὸ πιθαράκι ἦτο κενόν, ὁ κὺρ Ἀργυρὸς προθύμως προσέφερε πρέζαν ἐκ τῆς ταμβακέρας του, σκεπτόμενος ἴσως ὅτι μὲ δεκαπέντε ἢ εἴκοσι πεντάρες τὸν μῆνα ὑπεχρέωνε τόσους καὶ τόσους καὶ τοὺς ἔκαμνε φίλους.
Κ᾽ ἐνῷ κάτω εἰς τὸ μαγαζεῖον, οὕτω μονοτόνως διῆγε τὰς ἡμέρας του ὁ φιλήσυχος κὺρ Ἀργυρός, ἐπιδαψιλεύων πολλάκις καὶ συμβουλὰς εἰς πάντας, ἄνω εἰς τὴν οἰκίαν ἡ γυνή του, γραῖα ὁμῆλιξ μὲ αὐτόν, ἐξήσκει τὸ κυρίως ἐμπόριον, τὸ ὁποῖον συνίστατο εἰς τὴν πώλησιν μεταξωτῶν ὑφασμάτων καὶ χρυσοῦ νήματος διαφόρων ποιοτήτων εἰς τὰς γυναῖκας ὅλου τοῦ χωρίου, τὰς ἐχούσας κοράσια πρὸς ὑπανδρείαν καὶ ὑποχρεωμένας νὰ κεντήσωσι τὰ «προικιά». Ἐκ τοῦ ἐμπορίου τούτου ὁ κὺρ Ἀργυρός, εὐσυνειδήτως λίαν, θὰ ὠφελεῖτο ἕως 75 τοῖς %.
Ἐλέγετο ἐν τούτοις ὅτι ἐνίοτε ἐδάνειζεν, εἰς στενοὺς φίλους, καὶ χρήματα ἐπὶ ἐνεχύρῳ πάντοτε τριπλασίας ἀξίας τῆς τοῦ δανειζομένου ποσοῦ, καὶ μὲ τόκον ὄχι ἀνώτερον τῶν 80 τοῖς ἑκατὸν κατ᾽ ἔτος. «Οἱ καιροὶ εἶναι δύσκολοι, νὰ σᾶς χαρῶ. Καὶ ὁ παράς, τὸ σήμερο, εὔκολα δὲν βγαίνει. Κι ὅταν ἐσύ, κατάλαβες, εἶσαι ἀνάξιος καὶ χαλνᾷς τὰ λεπτά, μοναχός σου χαλνιέσαι. Κι ἂν ἐσὺ πᾷς καὶ τὰ πίνῃς, κατάλαβες, σοῦ φταίει ἄλλος, ὁρίστε; Τί σοῦ χρωστάει ἄλλος, ἂς ποῦμε, νὰ σοῦ δώσῃ λεπτά; Ἐσὺ φταῖς ποὺ εἶσαι τεμπέλης, ἔτσι νὰ ἔχουμε καλὰ στερνά, καὶ δὲν εἶσαι ἱκανὸς νὰ ζήσῃς. Περισσεύουν λεπτά, νά ᾽χουμε καλὴ ψυχή, γιὰ νὰ βοηθήσῃ κανεὶς κ᾽ ἕναν ἄλλονε; Ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ δώσω, ἔτσι νὰ ἰδοῦμε Θεοῦ πρόσωπο, δὲν μπορῶ νὰ δώσω παράδες στὰ χαμένα…»
Τὴν πρωίαν τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ὅτε, παύσαντος τοῦ νιφετοῦ, καὶ τῶν νεφῶν διαλυθέντων, ὁ ἥλιος εἶχεν ἀνατείλει πρᾴως φωτίζων τὴν γῆν, διαλύων ποῦ καὶ ποῦ τὰ ἐλαφρότερα στρώματα τῆς χιόνος, πολλαχοῦ δὲ τῆς κώμης, κατὰ γειτονιάν, ἄνθρωποι μὲ ὑψηλὰ ὑποδήματα καὶ μὲ πτυάρια ἐκοπίαζον νὰ ξεχιονίσουν καὶ ν᾽ ἀνοίξουν δρόμον διὰ μέσου τῆς χιόνος, ὁ μπαρμπα-Στέργιος μὲ τὴν κάπαν του, στυγνός, κατηφής, ἐπαρουσιάσθη περὶ ὥραν ἐνάτην εἰς τὸ μαγαζεῖον τοῦ κὺρ Ἀργυροῦ.
― Τί ἔχουμε Στέργιο; τοῦ εἶπεν οὗτος… Σὰν συλλογισμένο σὲ βλέπω.
― Τί νά ᾽χουμε, κὺρ Ἀργυρέ, ἀπήντησε στενάξας ὁ μπαρμπα-Στέργιος, μὴν τὰ ρωτᾷς… Δὲν εἶμαι καλά.
― Τί τρέχει;
― Τὸ παιδὶ μοῦ πέθανε σήμερα τὸ πρωί, ἕνα ποὺ τὸ εἶχα…
Καὶ λέγων ἐδάκρυε.
― Πῶς;… Εἶχε καιρὸ ἄρρωστο;
― Λίγες μέρες εἶχε, μὰ… ψὲς τὸ βράδυ ἐβάρυνε… πῆγα μεσάνυχτα νὰ φωνάξω τὸ γιατρό, κ᾽ ἔξαφνα ἄρχισε νὰ χιονίζῃ… Δὲν μπόρεσα νὰ ξυπνίσω τὸ γιατρό, ἐγύρισα πίσω, τὰ μάτια κλαμένα… κι ὣς τὸ πρωὶ τὸ παιδὶ τελείωσε.
― Καὶ γιατί δὲν ξυπνοῦσες τὸ γιατρό, ἀφοῦ ἦτον ἀνάγκη;
― Δὲν ἦτον στὸ σπίτι.
― Πῶς γίνεται; Τέτοια ὥρα;
―Ἢ δὲν ἦτον, ἢ δὲν μοῦ τὸν μαρτύρησαν, εἶπεν ὁ μπαρμπα-Στέργιος, ἀποφεύγων νὰ εἴπῃ ἀκεραίαν τὴν ἀλήθειαν.
Μετὰ στιγμιαίαν σιωπήν, ὁ μπαρμπα-Στέργιος ἐξηκολούθησεν:
―Ἦρθα, κὺρ Ἀργυρέ, νὰ βάλω τὰ μοῦτρά μου… ἐπειδὴς εἶμαι σὲ μεγάλη ἀπελπισία… σοῦ ἔφερα κι αὐτὰ τὰ εἰδίσματα*… ἂν θέλῃς νὰ μὲ δανείσης καμμιὰ εἰκοσαριὰ δραχμές, νὰ κάμω τὰ ἔξοδα τῆς θανῆς τοῦ παιδιοῦ… ἐπειδὴς δὲν ἔχω λεπτὰ σὲ χέρι…
Καὶ τοῦ ἔδειξε δύο σκουλαρίκια ἀργυρᾶ τῆς γυναικός του καὶ ἓν δακτυλίδι.
― Πῶς δὲν ἔχεις λεπτά, εἶπε μὲ στρυφνὸν ἦθος ὁ κὺρ Ἀργυρός· ἐσὺ φέτος ἔκαμες, καθὼς ἔμαθα, τόσα καμίνια…
― Κ᾽ ἐψὲς ἀκόμα ἐπῆρα λεπτά, εἶπεν ὁ μπαρμπα-Στέργιος, μὰ χρωστοῦσα καὶ τά ᾽δωκα… ποῦ νὰ ἤξερα;
― Καὶ δὲν πᾷς σ᾽ ἐκεινοὺς ποὺ χρωστοῦσες κ᾽ ἐπλήρωσες, νὰ σὲ ξαναδανείσουν; παρετήρησεν ὁ κὺρ Ἀργυρός, χωρὶς νὰ ἐγγίσῃ μὲ τὰς χεῖρας τὰ ἀργυρᾶ κοσμήματα.
Ὁ μπαρμπα-Στέργιος ἦτο καὶ εἰς τὰς δεινὰς περιστάσεις ἑτοιμόλογος.
― Κεῖνοι ποὺ τοὺς χρωστοῦσα εἶναι μπακάληδες καὶ δὲ δανείζουν, ἀπήντησε· τὸ χρέος μου ἦτον ἀπὸ βερεσέδια.
― Κ᾽ ἐμένα, μὲ ξέρεις νὰ δανείζω; εἶπεν ὁ κὺρ Ἀργυρός.
Ὁ μπαρμπα-Στέργιος εἶπε μετὰ θλίψεως:
― Ἂν θέλῃς, κὺρ Ἀργυρὲ… ὕστερα-ὕστερα ἠμπορῶ νὰ τὸ θάψω καὶ βερεσὲ τὸ παιδί μου…
Ὁ κὺρ Ἀργυρὸς ἔλαβεν εἰς χεῖρας τὰ τρία ἀργυρᾶ τεμάχια καὶ τὰ ἐξήτασεν ἐπὶ μακρόν.
― Ποιὸς ξέρει ἂν εἶναι κι ἀσήμι; εἶπε· χρειάζεται νὰ εἶναι κανεὶς κουϊμτζὴς* γιὰ νὰ ξέρῃ… Μὰ ὣς τόσο, δὲν τὰ πιστεύω ὅλα ὅσα εἶπες, Στέργιο… Χρωστοῦσες κ᾽ ἐπλήρωσες… μπορεῖ. Σ᾽ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ποὺ βρεθήκαμε, νὰ σὲ χαρῶ… Μεγάλο κεσάτι, μεγάλη δυστυχία στὸν κόσμο!… Ὁ παράς, δὲν ξέρω ποῦ πάει καὶ χώνεται, καὶ δὲ βγαίνει στὸ μεϊντάνι… Κι ἂν πᾷς ἐσὺ καὶ πίνῃς καὶ μεθᾷς, νά ᾽χουμε καλὴ ψυχή… Ὅταν τὰ ἔχῃς τὰ λεπτά, δὲν τὰ στιμάρεις… Δὲν μοῦ βρίσκονται παράδες, ἔτσι νά ᾽χω καλὰ ὑστερνά… Νὰ ἰδῶ, ἂν ἔχω εἴκοσι δραχμὲς νὰ σοῦ δώσω, ἔτσι νὰ ἰδοῦμε Θεοῦ πρόσωπο…
Ἐκοίταξεν ἀκόμη τὰ τρία κοσμήματα, τὰ ἐζύγισε μὲ τὴν χεῖρα, καὶ εἶτα εἶπεν:
― Αὐτὰ δὲν ἀξίζουν οὔτε δέκα δραχμές… Σύρε νὰ μοῦ φέρῃς καὶ τίποτε ἄλλο, κἄν.
― Δὲν ἔχω ἄλλο ἀσημικὸ στὸ σπίτι.
― Δὲν εἶχε τσαπράκια* ἡ γυναίκα σου;
― Δὲν εἶχε.
― Κανένα κερμεσούτι* φουστάνι δὲν τῆς βρίσκεται; Κανένα λαχουρί*; Κανένα μπαμπουκλὶ* ἀτλαζένιο, καμμιὰ καζάκα βελουδένια;
― Νὰ πάω νὰ ἰδῶ.
* * *
Ὁ μπαρμπα-Στέργιος ἀπῆλθεν οἴκαδε, ἔλαβεν ὅ,τι μεταξωτὸν ἔνδυμα εἶχεν ἡ Θοδωριά, κ᾽ ἐπέστρεψε πλησίον τοῦ κὺρ Ἀργυροῦ.
Ὁ γέρων τοκογλύφος τοῦ ἐμέτρησε τότε εἴκοσι δραχμάς.
Εἶχεν ἐπανέλθει εἰς τὴν οἰκίαν περὶ τὸ λυκαυγές, πειθαναγκασθεὶς ὑπὸ τοῦ Γιώργη τοῦ Σεφερτζῆ, ὅστις εἶχεν ἔλθει εἰς τὸ καπηλεῖον. Ὁ ἰατρὸς ἐπείσθη καὶ αὐτός, ἀφοῦ ἅπαξ θ᾽ ἀπήρχετο οἴκαδε νὰ κοιμηθῇ τὴν πρωίαν, νὰ περάσῃ ἀπὸ τὴν οἰκίαν τοῦ γέροντος ἀσβεστᾶ. Ἔφθασεν εἰς τὴν οἰκίαν, προπορευομένου τοῦ Γιώργη τοῦ Σεφερτζῆ, πατοῦντος ἐπὶ τῶν ἰδίων ἰχνῶν, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἀφήσει ἐπὶ τῆς χιόνος κατὰ τὴν εἰς τὴν ἀγορὰν κάθοδόν του, καὶ κρατοῦντος φανάριον. Ὁ ἰατρὸς ἤρχετο δεύτερος, καὶ τελευταῖος ὁ μπαρμπα-Στέργιος, παραπατῶν καὶ γλιστρῶν εἰς τὴν χιόνα, πίπτων καὶ ἀνορθούμενος.
Ἔφθασαν, ἐνῷ τὸ παιδίον ἔπνεε τὰ λοίσθια. Παρέστησαν εἰς τὰς τελευταίας στιγμάς του. Ὁ ἰατρὸς εἶχεν ἐπάνω του μολυβδοκόνδυλον καὶ χάρτην· ἔγραψε τὸ «ἐνταφιαστήριον» ἢ τὴν ἔκθεσιν τῆς νεκροσκοπίας, τὴν ἐνεχείρισεν εἰς τὸν μπαρμπα-Στέργιον, κ᾽ ἐπῆγε νὰ κοιμηθῇ. Ἡ Θοδωριὰ ἔκλαιε κ᾽ ἐδέρνετο…
* * *
Περὶ τὸ δειλινόν, ἐξήρχετο ἡ μικρὰ πομπὴ ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν. Ἓν μικρὸν φέρετρον, ὅμοιον μὲ λίκνον, κρατούμενον ὑπὸ δύο ἀνθρώπων, οἱ δύο ἱερεῖς τῆς ἐνορίας, ὁ μπαρμπα-Στέργιος, ἡ Θοδωριά, καὶ τέσσαρες-πέντε ἄλλαι γυναῖκες, συγγενεῖς ἢ γειτόνισσαι.
Ἀντικρὺ τῆς ἐκκλησίας, παρὰ τὴν θύραν παντοπωλείου, ἵστατο ὁμάς τις ἀνθρώπων, οἵτινες ἰδόντες τὴν πομπήν, ἔβγαλαν τὰ καπέλα των. Ἦσαν ὁ ὑπολιμενάρχης, ὁ τηλεγραφητὴς καὶ ὁ γραμματεὺς τοῦ εἰρηνοδικείου καὶ δύο ἄλλοι. Ὁ Ἀριστείδης Μαγγανόπουλος ἀναγνωρίσας τὸν γέροντα ἀσβεστὰν ἠρώτησε:
― Μπά! ὁ μπαρμπα-Στέργιος, τί θέλει ἐκεῖ;
― Εἶναι τὸ παιδί του ποὺ ἀπέθανε, ἀπήντησεν εἷς ἐντόπιος.
― Ἀλήθεια; Κι ἀπόψε τὰ μεσάνυχτα περάσαμε τόσο καλὰ μαζί… Ηὗρε τὸν καιρὸ ν᾽ ἀποθάνῃ μὲ τέτοιο χιόνι!
(1891)
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου