Ἔφεξ' ἡ ροδοδάχτυλη τῆς νύχτας κόρη Αὐγούλα,
καὶ τοῦ Ὀδυσσέα ὁ ἀκριβογιὸς σηκώθη ἀπὸ τὸ στρῶμα,
ντύθηκε, ζώνει τὸ σπαθὶ τὸ κοφτερὸ στὸν ὦμο,
ὥρια ποδένει σάνταλα στὰ πόδια τὰ λαμπρά του,
καὶ βγαίνει ἀπὸ τὸ θάλαμο μὲ ἀθάνατο παρόμοιος.
Διαλαλητάδες πρόσταξε καλόφωνους ἀμέσως
τοὺς μακρομάλληδες Ἀχαιοὺς σὲ συντυχιὰ νὰ κράξουν.
Τοὺς κράξανε, καὶ γλήγορα συνάχτηκαν ἐκεῖνοι.
Καὶ σὰ συνάχτηκαν, καὶ μιὰ παρέα ὅλοι γενῆκαν,
κινάει ἐκεῖ μὲ χάλκινο κοντάρι στὴν παλάμη, 10
μονάχος ὄχι· δυὸ σκυλιὰ γοργόποδ' ἀκλουθοῦσαν,
κι ἡ Ἀθηνᾶ μὲ θεόλαμπρη τὸν περεχοῦσε χάρη.
Τόνε θαμάζανε ὅλοι τους σὰν ἔρχουνταν. Καθίζει
στὸ πατρικό του τὸ θρονὶ, κι οἱ γέροι δίνουν τόπο.
Τότες ὁ Αἰγύπτιος ὁ ἥρωας ἀρχίνησε τὸ λόγο,
σκυφτὸς ἀπὸ τὰ γερατειά, καὶ μὲ πολλὰ στὸ νοῦ του.
Τὶ κι ἐκεινοῦ ὁ ἀκριβογιὸς μὲ τὸ θεϊκὸ Ὀδυσσέα
στὸ Ἴλιο τότες μίσεψε μὲ κουφωτὰ καράβια,
ὁ Ἄντιφος, κονταριστής, ποὺ ὁ Κύκλωπας ὁ ἄγριος
τὸν ἔκοψε, καὶ δεῖπνο του τὸν ἔκαμε στὸ σπήλιο. 20
Τοῦ 'μειναν τρεῖς· ὁ Εὐρύνομος, μνηστήρας κι αὐτὸς ἕνας,
κι οἱ ἄλλοι δυὸ νοιαζόντουσαν τὰ γονικὰ χωράφια·
μὰ ἐκειὸν τὸν εἶχε ἀξέχαστο καὶ τὸν πικροθρηνοῦσε.
Καὶ δάκρυα τώρα χύνοντας ξαγόρεψέ τοὺς κι εἶπε·
“Ἀκοῦστε με τὸ τί θὰ πῶ, Θιακήσοι. Συντυχιά μας
δὲν ἔγινε, ἢ συνέδριο μας κανένα ἀφότου ὁ μέγας
ὁ Ὀδυσσέας μίσεψε μὲ κουφωτὰ καράβια.
Ποιός τώρα ἐδῶ μᾶς κάλεσε; ποιός τόσην ἔχει ἀνάγκη;
ἀπὸ τοὺς νέους τάχα γιά ἀπ' τοὺς παλιούς μας νά 'ναι;
ν' ἄκουσε τάχα στράτεμα πὼς πλάκωσε, καὶ θέλει 30
σὰν πρῶτος ποὺ τ' ἀπείκασε νὰ μᾶς τὸ φανερώση;
ἢ γι ἄλλο τίποτις κοινὸ θὰ βγῆ νὰ μᾶς μιλήση ;
Καλὸς μοῦ φαίνεται ἄνθρωπος, καὶ βλογημένος νά 'ναι.
Νὰ τοῦ χαρίζη ὁ Δίας καλά, ὅσα ζητάει ἡ ψυχή του.”
Αὐτὰ εἶπε, κι ὁ Τηλέμαχος τά 'χε καλὸ σημάδι.
Καὶ πιὰ δὲν κάθουνταν, παρὰ ποθώντας νὰ μιλήση,
στάθη στὴ μέση· τοῦ 'βαλε στὸ χέρι δεκανίκι
ὁ κήρυκας Πεισήνορας, μὲ νοῦ καὶ γνῶσες ἄντρας.
Καὶ τότες πρῶτα γύρισε κατὰ τὸ γέρο, κι εἶπε·
“Αὐτός, ὦ γέρο, ποὺ ρωτᾶς, θὰ δῆς, μακριὰ δὲν εἶναι· 40
ἐγὼ τὸν κόσμο κάλεσα, τὶ ἐμένα ἀγγίζει ὁ πόνος.
Καὶ μήτε στράτεμα ἄκουσα νὰ πλάκωσε, καὶ θέλω
σὰν πρῶτος ποὺ τ' ἀπείκασα νὰ σᾶς τὸ φανερώσω,
μήτ' ἄλλο τίποτις κοινὸ δὲ βγαίνω νὰ ξηγήσω,
Παρὰ δικό μου πάθημα, ποὺ μοῦ 'πεσε στὸ σπίτι
διπλό· τὸν ἄξιο μου ἔχασα γονιὸ ποὺ κυβερνοῦσε
ἐσᾶς ἐδῶ ὅλους μιὰ φορὰ σὰν ἥμερος πατέρας,
κι ἄλλο, χειρότερο πολύ, ποὺ πάει νὰ ξολοθρέψη
τὸ σπιτικό μου, κι ὅλο μου τὸ βιὸς νὰ τ' ἀφανίση.
Μνηστῆρες πλῆθος πέσανε τῆς ἄθελής μου μάνας, 50
γιοὶ τῶν ἀντρῶν ποὺ βρίσκουνται προυχόντοι μὲς στὸν τόπο,
καὶ νὰ φανοῦνε τρέμουνε στοῦ Ἰκάριου τοῦ γονιοῦ της,
ποὺ αὐτὸς τὴ θυγατέρα του θὰ προίκιζε, καὶ σ' ὅποιον
πιὸ ταιριαστὸς τοῦ φαίνουνταν, τήν ἔδινε γυναίκα.
Μόνε σ' ἐμᾶς ὁλοκαιρὶς χαζεύοντας ἐκεῖνοι
καὶ βόδια σφάζοντας κι ἀρνιά, καὶ τὰ παχιὰ τὰ γίδια,
τὸ χαίρουνται, καὶ πίνουνε τὸ φλογερὸ κρασί μου,
τοῦ κάκου, καὶ τὰ καταλοῦν γιατὶ ἄντρας πιὰ δὲ στέκει
σὰν ποὺ ὁ Δυσσέας ἤτανε, τὸ σπίτι νὰ γλυτώση.
Κι ἐμεῖς γι' αὐτοὺς δὲ σώνουμε· μὰ ἀλήθεια καὶ κατόπι 60
θά 'μαστε ἐμπρός τους ἀχαμνοὶ κι ἀνήξεροι ἀπὸ μάχη.
Νά 'χα μαζί μου δύναμη, κι ἐγὼ θ' ἀντιστεκόμουν,
τὶ ἀβάσταχτά 'ναι ἐτοῦτα πιά· μοῦ ἀφάνισαν τὸ σπίτι
καὶ πῆγε· νιῶστε την κι ἐσεῖς αὐτὴ τὴν ἀδικιά τους,
ντραπῆτε ἐκείνους τοὺς λαοὺς ποὺ γύρω γειτονεύουν,
καὶ φοβηθῆτε τοὺς θεούς, μὴν ὀργιστοῦν καὶ ρίξουν
μιὰ μέρα στὸ κεφάλι σας τὰ μαῦρα αὐτὰ τὰ ἔργα.
Προσπέφτω σας, γιὰ τ' ὄνομα τοῦ Δία καὶ τῆς Θέμης,
ποὺ τῶν ἀντρῶν τὶς συντυχιὲς αὐτὴ σκορπάει ἢ φέρνει,
πάψτε, καλοί μου, ἀφῆστε με μὲς στὸν καημὸ νὰ λυώνω 70
μοωάχος, ἂν ὁ δοξαστὸς πατέρας μου Ὀδυσσέας
στὸυς Ἀχαιοὺς δὲν ἔκαμε κακὸ ἀπὸ ὄχτρητά του,
ποὺ τώρα μ' ὄχτρητα κι ἐσεῖς τὸ ξεπλερώνετέ μου,
σ' ἐτούτους θάρρος δίνοντας· πιὸ κέρδος γιὰ τὰ μένα
ἐσεῖς νὰ καταλούσατε τὸ βιὸς καὶ τὰ καλά μου.
Νά 'σαστε ἐσεῖς, τὸ δίκιο μου θὰ τό 'βρισκα μιὰ μέρα·
τὶ μὲς στὴ χώρα θά 'βγαινα, καὶ γκαρδιακὰ μιλώντας
τὰ πλούτια μου θὰ γύρευα, ὡς ποὺ ὅλα νὰ δοθοῦνε.
Μὰ τώρα πόνο ἀγιάτρευτο μοῦ βάζετε στὰ σπλάχνα.”
Αὐτὰ τοὺς εἶπε μὲ χολή, κι εὐτὺς τὸ δεκανίκι 80
χάμου πετάει δακρύζοντας· κι ὅλους τοὺς πῆρε ἡ λύπη.
Σωποῦσαν, καὶ κανένας τους νὰ βγάλη δὲν κοτοῦσε
λόγο σκληρό, κι ἀπάντηση νὰ δώση· μόνο ὁ Ἀντίνος
σηκώθηκε ἀπ' τοὺς Ἀχαιούς, κι αὐτὰ τοῦ ἀπολογήθη.
“Μωρὲ λογά, ἀχαλίνωτε Τηλέμαχε, τί λές μας;
μᾶς βρίζεις, κι ἀβανιάσματα νὰ μᾶς κολλήσης θέλεις·
μὰ ξέρε το πὼς δὲ σοῦ φταῖν οἱ Ἀχαιοὶ οἱ μνηστῆρες,
παρὰ ἡ μανούλα σου τὰ φταίει, ποὺ χίλια ξέρει ὁ νοῦς της.
Τρεῖς χρόνοι τώρα πέρασαν, καὶ τέταρτος κοντεύει,
ποὺ αὐτὴ γελάει τοὺς Ἀχαιούς. Ἐλπίδες δίνει σ' ὅλους, 90
καὶ καθενοῦ ξεχωριστὰ ταξίματα τοῦ στέλνει,
αὐτὴ ὅμως ἄλλα μελετάει. Καὶ κοίταξε κι ἐτούτη
τὴν πονηριὰ ποὺ μπόρεσε νὰ σοφιστῆ καὶ νά 'βρη.
Στήνει θεόμακρο πανὶ στὸν πύργο της νὰ φάνη,
ψιλόκλωστο κι ἀμέτρητο, καὶ λέει μας· “Παλληκάρια,
μνηστῆρες μου, τώρα ὁ λαμπρὸς που ἀπέθανε Ὀδυσσέας,
μὴ βιάζετε τὸ γάμο μου, γιὰ ν' ἀποσώσω πρῶτα
τὸ πανικό, νὰ μὴ χαθοῦν τὰ νήματα τοῦ κάκου,
ποὺ τό 'χω γιὰ τὸ σάβανο τοῦ ἥρωα τοῦ Λαέρτη,
σὰν ἔρθη ὁ κορμοτεντωτὴς ὁ χάρος καὶ τὸν πάρη, 100
μπὰς καὶ καμιὰ τῶν Ἀχαιῶν κερὰ μὲ ψεγαδιάση,
ἂν κοίτεται ἀσαβάνωτος, πού 'ταν καὶ τόσο πλούσιος.”
Αὐτὰ εἶπε, κι οἱ λεβέντικες τὰ δέχτηκαν ψυχές μας.
Λοιπόν, τὶς μέρες ἔφαινε τὸ θεόμακρο πανί της,
τὴ νύχτα ὅμως τὸ ξέφαινε σὰν ἔφερναν τὰ φῶτα.
Τρεῖς χρόνους μᾶς κρυφόπαιζε, κι ἔτσι μᾶς ἔπειθε ὅλους·
μὰ οἱ ἐποχὲς σὰ φέρανε τὸν τέταρτο τὸ χρόνο,
μιά της γυναίκα πὄξερε, μᾶς τὰ φανέρωσε ὅλα,
καὶ πιάσαμέ την τὸ λαμπρὸ πανί της νὰ ξεφαίνη.
Καὶ τότες πιὰ μὲ τὸ στανιὸ τὸ τέλειωσε ἀπ' ἀνάγκη· 110
κι ἐσένα, νὰ τί ἀπάντηση σοῦ δίνουν οἱ μνηστῆρες,
κι ἐσὺ νὰ ξέρης, κι οἱ Ἀχαιοὶ νὰ μάθουν ὅλοι ἐτοῦτοι.
Ξεδιάβασ' την τὴ μάνα σου, καὶ πὲς νὰ πάη νὰ πάρη
ὅποιον καλέση ὁ κύρης της κι ὅποιον αὐτὴ θελήση.
Μὰ ἂ μελετάη τοὺς Ἀχαιοὺς νὰ βασανίση ἀκόμα,
μὲ ὅσα φυλάει τῆς Ἀθηνᾶς χαρίσματα ἡ ψυχή της,
μὲ τὴν πιδέξια τέχνη της, μὲ τὴ λαμπρὴ ξυπνάδα,
τὶς μαριολιές, ποὺ σὰν κι αὐτὲς μήτ' οἱ παλιὲς ἐκεῖνες
ὡριομαλλοῦσες Ἀχαιὲς δὲν ἄκουσα ἂν τὶς εἶχαν,
ἡ Ἀλκμήνη, ἡ ὡριοστεφάνωτη Μυκήνη, μήτε ἡ Τύρω, 120
πού μιά τους δὲν τῆς ἔμοιαζε στὸ νοῦ τῆς Πηνελόπης,
αὐτὸ ὅμως δὲν τ' ἀπείκασε· πὼς θὰ σοῦ τρῶνε οἱ ἄλλοι
τὸ βιός σου καὶ τἀ πλούτια σου ὅσο πεισμώνει ἐκείνη
στὴ γνώμη ποὺ οἱ ἀθάνατοι τῆς βάλανε στὸ νοῦ της.
Μεγάλο ἀπόχτησε ὅνομα για λόγου της, μὰ ἐσένα
ἀρίθμητα σὲ στέρησε καλα. Καὶ γνὼριζέ το,
πὼς ἐμεῖς μήτε σ' ἐξοχὴ μήτε κι ἀλλοῦ δὲν πᾶμε,
πρὶν αὐτὴ πάρη ἀπὸ τὰ μᾶς τὸν ἄντρα ποὺ διαλέξη.”
Κι ὁ γνωστικὸς Τηλέμαχος γυρίζει καὶ τοῦ κρένει·
“Ἀντίνο, ἀπὸ τον πύργο μου δε γίνεται νἀ διώξω 130
ἐκείνη ποὺ μὲ γέννησε καὶ μ' ἔθρεψε· ὁ γονιός μου,
ζῆ ἀπέθανε, σὲ ξένη γης ἀπόμεινε· ἂν τὴ στείλω
τὴ μάνα ἐγὼ, στὸν κύρη της θὰ τ' ἀκριβοπλερώσω.
Κι ἀπ' τὸν Ἰκάριο συφορὲς κι ἀπ' τὸ θεὸ θὰ μοῦ 'ρθουν,
σὰ φεύγει ἡ μάνα καὶ ξορκάει τὶς μαῦρες Ἐρινύες·
μὰ καὶ τοῦ κόσμου ἐπάνω μου τὴν κατηγόρια θά 'χω·
ὥστε ποτές μου τέτοιο ἐγὼ δὲν ξεστομίζω λόγο.
Κι ἀτοί σας ἂν τὸ νιώθετε τὸ κρῖμ' αὐτό, νὰ σύρτε,
ἄλλα τραπέζια νά 'βρετε, δικό σας βιὸς νὰ τρῶτε,
ὁ ἕνας σπίτι τοῦ ἀλλονοῦ. Μὰ ἂν πάλε ἐσεῖς θαρρῆτε 140
πὼς εἶναι δίκιο κι εὔλογο νὰ καταλυοῦνται πλούτια
ἑνὸς ἀνθρώπου ἀπλέρωτα, σκορπᾶτε τα· ἐγὼ τότες
καλῶ βοήθεια τοὺς θεούς, ἴσως κι ὁ Δίας φέρη
τὸ γδικιωμὸ πού ἀξίζει σας, κι ἔτσι κι ἐσεῖς κατόπι
πεδῶθε δίχως πλερωμὴ μιὰ καὶ καλὴ χαθῆτε.”
Αὐτὰ εἶπε, κι ὁ βροντόφωνος ὁ Δίας τότες στέλνει
ἀπ' τ' ἁψηλὸ βουνόκορφο δυὸ ἀϊτοὺς καὶ ξεκινᾶνε,
Πέταγαν πρῶτα ἀνάλαφρα σὰ φύσημα τοῦ ἀνέμου,
πλευρὸ πλευρὸ διαβαίνοντας μὲ τὰ φτερὰ ἁπλωμένα·
μὲ στῆς πολύβοης συντυχιᾶς σὰν ἔφτασαν τὴ μέση, 150
στριφογυρνοῦν, καὶ μὲ βαρὺ φτερούγιασμα κοιτώντας
πρὸς τὰ κεφάλια τοῦ λαοῦ ματιὲς θανάτου ρίχτουν·
καὶ μὲ νυχιὲς σὰν ἔσκισαν τὰ μοῦτρα, τὰ λαιμά τους,
δεξὰ κινώντας πέρασαν τὶς κατοικιὲς τῆς χώρας.
Θαμάσαν ὅλοι βλέποντας τὰ ὅρνια σὰ φανῆκαν,
κι ὁ νοῦς τους ἀνιστόραγε τὰ μέλλανε νὰ γίνουν.
Ὁ γέρος τότε ἥρωας τοὺς μίλησε Ἁλιθέρσης,
τοῦ Μάστορα, ποὺ πρῶτος τους κρινότανε ὁλονῶνε
στὴ γνώριση τῆς μαντικῆς, στὴν ὁρμηνειὰ τῶν ὄρνιων·
αὐτὸς λοιπὸν καλόγνωμα ξαγόρεψέ τους κι εἶπε· 160
“Ἀκοῦστε με, ὦ Θιακήσοι ἐσεῖς, καὶ μάλιστα οἱ μνηστῆρες,
τὸ τί ἔχω τώρα νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω.
Βαρὺ κακὸ τοὺς ἔρχεται· δὲ δύνεται ὁ Δυσσέας
νὰ μείνη πιὰ πολὺν καιρὸ μακριὰ ἀπὸ τοὺς δικούς του·
σιμὰ ἐδῶ κάπου θάνατο γιὰ τοὺς μνηστῆρες σπέρνει
μὰ κι ἄλλοι μας ἐδῶ πολλοὶ θὰ πάθουμε μαζί τους,
ποὺ κατοικιά μας ἔχουμε τὸ ξάστερο τὸ Θιάκι·
τὸ πῶς θᾶ τοῦς μποδίσουμε ἀπὸ τώρα ἂς στοχαστοῦμε,
ἢ ἐτοῦτοι πρῶτοι ἂς πάψουνε· τὶ γιὰ καλό τους εἶναι.
Δὲν προφητεύω ἀνήξερος· κατέχω τὰ ποὺ κρένω· 170
ἔτσι κι ἐκειοῦ ὅσα μάντεψα ἐγὼ τότες, ὅλα βγῆκαν
ὅταν οἱ Ἀργῖτες ὅλοι τους στοῦ Ἴλιου τὴ χώρα ὁρμοῦσαν,
κι ἀντάμα τους ὁ τρίξυπνος ξεκίναε Ὀδυσσέας.
Θὰ πάθη, τοῦ 'λεγα, πολλά, θὰ χάση τοὺς συντρόφους,
καὶ θὰ γυρίση ἀγνώριστος στὰ εἴκοσι τὰ χρόνια
στὸν τόπο του· καὶ νά, ποὺ αὐτὰ τώρα τοῦ βγαίνουν ὅλα.”
Καὶ τοῦ Πολύβου ὁ Εὐρύμαχος ἀντίσκοψε καὶ τοῦ 'πε·
“Σπίτι σου σέρνε, γέρο ἐσὺ, καὶ βγάζε τῶν παιδιῶ σου
μαντεῖες, μπὰς καὶ πάθουνε κανὲ κακὸ κατόπι·
προφήτης εἶμ' ἐγὼ σ' αὐτὰ πολὺ καλύτερός σου. 180
Ὄρνια γυρίζουνε πολλὰ κάτω ἀπ' τὸ φῶς τοῦ ἥλιου,
μὰ δὲ μαντεύουν ὅλα· πάει, χάθη ὁ Δυσσέας στὰ ξένα·
μακάρι ν' ἀφανίζουσαν κι ἐσὺ μαζὶ μ' ἐκεῖνον,
νὰ μὴ μᾶς ψέλνης τώρα ἐδῶ τὶς τόσες μαντικές σου,
κεντώντας ἀδιαφόρετα τὸ χόλιασμα τοῦ γιοῦ του,
μ' ἐλπίδα κι ἴσως σπίτι σου κάποιο σοῦ στείλη δῶρο.
Σοῦ λέω ἐγὼ μιὰ καὶ καλή, κι αὐτὸ ποὺ πῶ τελειέται·
ἐσυ πού ξέρεις τὰ παλιὰ καὶ τὰ πολλά, ἂν ἐτούτου
τοῦ νέου ἀνάψης τὴν ὀργὴ μὲ πλανερά σου λόγια,
πρῶτος αὐτὸς χερότερα θὰ πάθη ἀπ' ἀφορμή σου, 190
καὶ μήτε ἀπ' αὐτουνοὺς καλὸ δὲ θενὰ δῆ, κι ἐσένα
μὲ πρόστιμο θὰ ψήσουμε βαρύ, ποὺ σὰν πλερώνης
ἀπὸ τὸν πόνο, γέρο μου, θενὰ λυσσάξη ὁ νοῦς σου.
Καὶ τώρα τὸν Τηλέμαχο μπρὸς σ' ὅλους συβουλεύω
νὰ πῆ τῆς κερὰ μάνας του νὰ σύρη στοῦ γονιοῦ της,
κι αὐτοὶ θὰ τὴν παντρέψουνε κι ἀρίφνητα θὰ βγάλουν
προικιά, σὰν ποὺ ταιριάζουνε σὲ κόρη ἀγαπημένη,
Τὶς βαρετές μας προξενειὲς ἀλλιῶς δὲν παραιτοῦμε,
τὶ στάλα δὲ φοβόμαστε κανέναν ἐδῶ πέρα,
μὰ μήτε τὸν Τηλέμαχο μὲ τὰ πολλὰ τὰ λόγια· 200
κι οὐδὲ ψηφοῦμε, γέροντα, τὶς προφητεῖες ποὺ βγάζεις,
τὶς ἀνωφέλευτες, ποὺ πιὸ σιχαμερὸ σὲ κάνουν.
Τὰ πλούτια του θὰ τρώγουνται κι ἀγύριστα θὰ μνήσκουν,
ὅσο αὐτὴ παίζει τοὺς Ἀχαιούς, τὸ γάμο ἀργοπορώντας·
καὶ πάντα θὰ προσμένουμε καὶ θὰ λογομαχοῦμε
γιὰ τὶς περίσσιες χάρες της, καὶ σ' ἄλλες δὲ θὰ πᾶμε,
ἀπ' ὅσες ταίρια γίνουνται καλὰ τοῦ καθενοῦ μας.”
Κι ὁ γνωστικὸς Τηλέμαχος γυρίζει καὶ τοῦ κάνει·
“Εὐρύμαχε, κι οἱ ἄλλοι ἐσεῖς καμαρωτοὶ μνηστῆρες,
μήτε μιλῶ γι' αὐτὰ ἐγὼ πιά, κι οὐδὲ παρακαλῶ σας· 210
αὐτὰ τώρα κι οἱ ἀθάνατοι κι οἱ Ἀχαιοὶ τὰ ξέρουν.
Παρὰ καράβι γλήγορο κι εἴκοσι δόστε μου ἄντρες,
ἀπό 'ναν τόπο σ' ἄλλονα ταξίδι νὰ μὲ πάρουν.
Στὴν Πύλο τὴν ἀμμουδερὴ θὰ σύρω καὶ στὴ Σπάρτη,
τοῦ πλανημένου μου γονιοῦ τὸ γυρισμὸ νὰ μάθω·
ἢ κάποιος θὰ μοῦ πῆ θνητὸς, ἢ τὴ φωνὴ θ' ἀκούσω
ποὺ στέλνει ὁ Δίας καὶ στὴ γῆς συχνὰ σκορπάει τὶς φῆμες,
Κι ἂ μάθω πὼς ὁ κύρης μου καὶ ζῆ καὶ θὰ γυρίση,
ὡς ἕνα χρόνο, κι ἂς πονῶ, θένα 'παντέξω ἀκόμα·
ἂν πάλε πὼς ἀπέθανε καὶ πὼς μοῦ χάθη ἀκούσω, 220
γυρίζω πίσω στὰ γλυκὰ λημέρια τῆς πατρίδας,
τοῦ στήνω μνῆμα, νεκρικὰ πολλὰ τοῦ θέτω δῶρα,
ὅσα τοῦ πρέπουν, κι ὕστερα παντρεύω καὶ τὴ μάνα.”
Αὐτὰ σὰν εἶπε, κάθισε· κι εὐτὺς σηκώθη ὀμπρός τους
ὁ Μέντορας ποὺ σύντροφο ὁ λαμπρὸς Δυσσέας τὸν εἶχε,
καὶ φεύγοντας στὰ χέρια του τὸ σπιτικό του ἀφῆκε,
ὅλοι ν' ἀκοῦν τὸ γέροντα, καὶ νὰ φυλάη τὰ πάντα·
ἐκεῖνος μὲ καλογνωμιὰ ξαγόρεψέ τους κι εἶπε·
“Ἀκοῦστε με τὸ τί θὰ πῶ, Θιακήσοι. Πιὰ κανένας
ἂς μὴ μᾶς ἔρθη βασιλιάς, καλόβουλος καὶ δίκιος 230
καὶ πρόσχαρος, παρὰ σκληρὸς καὶ κακοπράχτης νά 'ναι,
ἀφοῦ τὸ θεϊκὸ Ὀδυσσέα κανένας δὲ θυμᾶται,
μὲς στὸ λαὸ ποὺ σὰ γονιὸς μ' ἀγάπη τὸν κυβέρνα.
Καὶ δὲ θαμάζουμαι ἐτουνοὺς τοὺς ἄφοβους μνηστῆρες,
ποὺ ἔργατα παράνομα μὲ πονηριὲς σκαρώνουν·
ἂν αὐτοὶ τρῶν καὶ καταλοῦν τοῦ Ὀδυσσέα τὸ σπίτι,
μὲ τὴ ζωή τους παίζουνε, καὶ λὲν πὼς χάθη ἐκεῖνος.
Μὰ ἐσᾶς τοὺς ἄλλους, ποὺ βουβοὶ καθόσαστε, καὶ λόγο
δὲ βγάζετε ἐναντίο τους, νὰ τοὺς καταδαμάστε, 240
ἐσεῖς οἱ πάμπολλοι, αὐτουνοὺς τοὺς μετρητοὺς μνηστῆρες.”
Κι ὁ Λειώκριτος τοῦ Εὐήνορα γυρίζει κι ἀπαντάει του·
“Μέντορα ἐσὺ, κακόμυαλε καὶ κλούβιε, τί φωνάζεις;
Τοὺς λὲς νὰ μᾶς δαμάσουνε, κι ὡς τόσο δύσκολό 'ναι
οἱ λίγοι νὰ χτυπήσουνε πολλοὺς γιὰ φαγοπότι,
Κι ἂν ὁ Θιακήσος Ὀδυσσέας φανερωθῆ ἀπατός του,
κι ἀπὸ τὸν πύργο σοφιστῆ νὰ διώξη τοὺς μνηστῆρες,
ἐκεῖ ποὺ τρωγοπίνουνε τὰ παλληκάρια ἀντάμα,
δὲ θά 'χαιρε ἡ γυναίκα του ποὺ γύρισε ὁ καλός της,
τὶ μαῦρο τέλος θά 'βρισκε ἐκεῖ μέσα πολεμώντας 250
ἕνας αὐτὸς μὲ τοὺς πολλούς· μὰ ἐσὺ σωστὰ δὲν τά 'πες.
Ἐλατε τώρα ἐσεῖς, παιδιά, σκορπιέστε στὶς δουλειές σας·
ὁ Ἁλιθέρσης τούτονε κι ὁ Μέντορας ἂς βάλουν
στὸ δρόμο του, σὰν πού 'ναι δὰ καὶ γονικοί του φίλοι,
Μὰ ἐγὼ θαρρῶ πολὺν καιρὸ θὰ κάθεται στὸ Θιάκι
ν' ἀκούη μαντάτα, καὶ ποτὲς δὲ θὰ χαρῆ ταξίδι.”
Αὐτὰ σὰν εἶπε, σκόρπισε τὴ συντυχιὰ μὲ βιάση.
Καὶ σύρανε στὸ σπίτι του ὁ καθένας, κι οἱ μνηστῆρες
κατὰ τὸν πύργο κίνησαν τοῦ θεϊκοῦ Ὀδυσσέα.
Τότες μακριὰ ὁ Τηλέμαχος στ' ἀκρόγιαλο κατέβη, 260
τὰ χέρια θαλασσόνιψε, κι ἔκαμε δέηση κι εἶπε·
“Ἄκου μ', ἐσὺ ὁ θεός, ποὺ ἐχτὲς στὸν πύργο ἦρθες καὶ μοῦ 'πες
νὰ πάρω πλοῖο καὶ στ' ἀχνὰ τὰ πέλαα ν' ἀρμενίσω,
νὰ μάθω ἂ γύρισε ὁ γονιὸς ποὺ λείπει τόσους χρόνους,
κι ὅμως μποδίζουν οἱ Ἀχαιοί, καὶ μάλιστα οἱ μνηστῆρες,
πού 'ναι μεγάλη ἡ κάκια τους, περίσσια ἡ περηφάνεια.”
Αυτὰ σὰν προσευκήθηκε, νά, ἡ Ἀθηνᾶ προβάλλει,
μὲ τὴ φωνὴ καὶ τὸ κορμὶ τοῦ Μέντορα ἀντικρύ του,
καὶ συντυχαίνει του, καὶ λέει μὲ φτερωμένα λόγια·
“Τηλέμαχε, ἄναντρο ἢ χαζὸ δὲ θὰ σὲ λὲν κατόπι, 270
ἂν τοῦ γονιοῦ σου ἡ λεβεντιὰ μέσα σου μνήσκη, κι εἶσαι
τέτοιος πού ἐκεῖνος ἤτανε καὶ σ' ἔργα καὶ σὲ λόγια·
καὶ τότες τὸ ταξίδι σου δὲν πάει χαμένο, θά 'βγη.
Μ' ἂν ἐκεινοῦ δὲν εἶσαι ἐσὺ γιὸς καὶ τῆς Πηνελόπης,
αὐτὰ ποὺ λαχταρᾶς θαρρῶ δὲ θὰ τὰ δῆς νὰ βγοῦνε.
Λίγα στὸν κόσμο αὐτὸ παιδιὰ μὲ τοὺς γονιούς τους μοιάζουν,
χερότεροι εἶναι οἱ πιὸ πολλοὶ, καλύτεροί 'ναι λίγοι,
Μὰ ἀφοῦ δὲ θά 'σαι ἐσὺ ἄναντρος μηδὲ χαζὸς κατόπι,
κι ἀφοῦ ποτὲς δὲ σ' ἄφησε τοῦ Ὀδυσσέα ἡ γνώση,
μελέτα το πῶς τὰ ἔργα αὐτὰ ἐσὺ θὰ τὰ τελέσης, 280
κι ἀψήφα τους τοὺς ἄμυαλους αὐτοὺς καὶ τὶς βουλές τους,
τὶ γνώση αὐτοὶ δὲν ἔχουνε καὶ δίκιο δὲ γνωρίζουν·
δὲν ξέρουν πὼς ὁ θάνατος κι ἡ μαύρη τους ἡ μοῖρα
εἶναι κοντὰ, καὶ θὰ τοὺς φάη μονήμερα ὁλονούς τους,
Καὶ τὸ ταξίδι ποὺ ζητᾶς πολὺ πιὰ δὲ θ' ἀργήση·
τέτοιος σου φίλος πατρικὸς ἐγώ 'μαι, ποὺ καράβι
θὰ σοῦ τοιμάσω γλήγορο, κι ἴδιος θὰ ρθῶ μαζί σου,
Πήγαινε, σμίξε τώρα ἐσὺ μὲ τοὺς μνηστῆρες σπίτι,
προμήθειες μάζωξε πολλές, καὶ σ' ἀγγειὰ μέσα κλεῖσ' τες·
μὲς στὶς λαγῆνες τὸ κρασὶ, τ' ἀλεύρι, τὸ μεδούλι 290
τοῦ κάθε ἀνθρώπου, σὲ πετσιὰ σφιχτοραμμένα βάλ' το·
κι ἐγὼ πηγαίνω στὸ λαὸ συντρόφους νὰ μαζώξω
νά 'ρθουν ἐθελοντὲς· πολλὰ καράβια ἐδῶ στὸ Θιάκι,
μὰ θὲς καινούρια θὲς παλιά· θὰ βρῶ καὶ θ' ἀρματώσω
ἀπ' ὅλα τὸ πιὸ διαλεχτό· τὸ ρίχτουμε στὸ κῦμα, καὶ βγαίνουμε ἀρμενίζοντας στὰ διάπλατα πελάγη.”
Αὐτὰ σὰν τοῦ εἶπε ἡ Ἀθηνᾶ, τοῦ Δία ἡ κόρη, ἐκεῖνος
ἀσάλευτος δὲν ἔμεινε στὴ θεϊκὴ φωνή της,
μόνε στὸν πύργο κίνησε μὲ σπλάχνα ταραγμένα,
καὶ βρῆκε τοὺς λεβέντηδες μνηστῆρες στὸ παλάτι·
γδέρνανε γίδια στὴν αὐλὴ καὶ χοίρους καψαλίζαν. 300
Ἦρθε ἴσια στὸν Τηλέμαχο γελώντας ὁ Ἀντίνος,
καὶ τοῦ 'πιασε τὸ χέρι του, κι ὀνόμασέ τον κι εἶπε·
“Μωρὲ Τηλέμαχε λογά, ἀχαλίνωτε, μὴ βάζης
στὸ νοῦ σου τίποτις κακό, μήτ' ἔργο, μήτε λόγο,
μόν' κάθισε νὰ φᾶς νὰ πιῆς σὰν πρῶτα. Κι ὅλα ἐτοῦτα
θὰ σοῦ τὰ βροῦν οἱ Ἀχαιοί, καράβι, λαμνοκόπους
καλούς, νὰ φτάσης γλήγορα στὴ βλογημένη Πύλο,
καὶ νὰ γυρέψης ἄκουσμα τοῦ ξέλαμπρου γονιοῦ σου.”
Κι ὁ γνωστικὸς Τηλέμαχος τοῦ ἀπολογήθη κι εἶπε·
“Ἀντίνο, δὲν μπορῶ μ' ἐσᾶς τοὺς περηφανεμένους 310
σὲ φαγοπότια νὰ γλεντῶ χαζὸς καὶ δίχως ἔννοια.
Τάχα δὲ σώνει ποὺ ὅλοι ἐσεῖς τ' ἀρίφνητα καλά μου
σκορπίστε τα σὰν ἤμουνα μωρὸ παιδί; μὰ τώρα
ποὺ ἀντρώθηκα, κι ἀκούγοντας ἀπ' ἀλλονοὺς μαθαίνω,
κι ὅσο πηγαίνει μέσα μου ἡ ψυχή μου δυναμώνει,
μοῖρα κακὴ θ' ἀγωνιστῶ κι ἐγὼ σ' ἐσᾶς νὰ φέρω,
εἴτε στὴν Πύλο τραβηχτῶ, ἢ μείνω ἐδῶ στὸ Θιάκι,
Θὰ πάω — κι ὄχι ἀνώφελο ταξίδι αὐτὸ — περάτης,
ἀφοῦ δικά μου πλοῖα ἐγώ, δικούς μου λαμνοκόπους
δὲν ἔχω, καὶ τὸ κρίνατε κι ἐσεῖς ἐτοῦτο κάλλιο.” 320
Εἶπε, καὶ σιγοτράβηξε τὸ χέρι ἀπὸ τ' Ἀντίνου
τὴν ἀπαλάμη. Στρώνοντας οἱ ἄλλοι τὰ τραπέζια
μὲ λόγια τὸν κεντούσανε καὶ τόνε περγελοῦσαν,
κι ἀπὸ τοὺς ξιππασμένους νιοὺς ἕνας αὐτὰ λαλοῦσε·
“Καὶ βέβαια κάποιο φονικὸ ὁ Τηλέμαχος σκαρώνει,
Πηγαίνει ὡς τὴν ἀμμουδερὴ τήν Πύλο κι ὡς στὴ Σπάρτη,
βοηθοὺς νὰ φέρη· μέσα του πάθος μεγάλο βράζει·
ἴσως κι ὡς στὴν παχειὰ τὴ γῆς τῆς Ἔφυρας τραβήξη,
κι ἀπὸ κεῖ πέρα βότανα θανατερὰ μᾶς φέρη,
καὶ στὸ κροντήρι ρίξη τα κι ὅλους ἐδῶ μᾶς σβήση.” 330
Καὶ κάποιος ἄλλος πάλε ἐκεῖ τοὺς εἶπε ξιππασμένος
“Ποιός ξέρει ἂ δὲ μᾶς βγῆ κι αὐτὸς μὲ κουφωτὸ καράβι
καὶ σὰν τὸν Ὀδυσσέα χαθῆ μακριὰ ἀπὸ κάθε φίλο;
Ὁ κόπος θά 'τανε γιὰ μᾶς σὰν πιὸ πολὺς ἀλήθεια,
γιατὶ θὰ μοιραζόμασταν τὸ ἔχει του, κι ἡ μάνα
τὸ σπίτι θά 'χε μὲ ὅποιονα τὴν ἔπαιρνε γυναίκα.”
Καὶ στοῦ γονιοῦ ὁ Τηλέμαχος τὸ θάλαμο κατέβη
τὸν ἁψηλὸ καὶ διάπλατο, πὄχε σωροὺς χρυσάφι
καὶ χάλκωμα, καὶ σεντουκιὲς φορέματα καὶ μῦρα,
καὶ ποὺ γλυκόπιοτο παλιὸ κρασὶ πολλὰ πιθάρια 340
στεκόντουσαν ὁλόγεμα μὲ ἁγνὸ πιοτὸ καὶ θεῖο,
στὸν τοῖχο ἀράδα κολλητά, ἴσως κι ἐρθῆ μιὰ μέρα
πάλε ὁ Δυσσέας στὸν τόπο του, τὰ πάθια του σὰν πάψουν.
Σφιχτὰ δυὸ σανιδόφυλλα σφαλνούσανε τὴ θύρα,
καὶ μέρα νύχτα βρίσκουνταν κελάρισσα γυναίκα,
ποὺ καθετὶς νοιαζότανε μὲ νοικοκυροσύνη,
ἡ Εὐρύκλεια, τοῦ Ὤπα γέννημα, τοῦ γιοῦ τοῦ Πεισηνόρη,
Τὴν ἔκραξε ὁ Τηλέμαχος ἐκεῖ, κι αὐτὰ τῆς εἶπε·
“Ἔλα, ὦ γριά, κρασὶ γλυκὸ μὲς στὶς λαγῆνες χῦσε,
τὸ νόστιμο, ὕστερ' ἀπ' αὐτὸ ποὺ ἐσὺ φυλάεις γιὰ κεῖνον 350
τὸν ἄμοιρο, τὸ θεόσπαρτο Ὀδυσσέα, ποὺ τὸ ἐλπίζει
μιὰ μέρα πὼς θὰ ξαναρθῆ, τὸ θάνατο ἂν ξεφύγη.
Δώδεκα γέμισε ἀπ' αὐτὲς καὶ καλοστούπωσέ τις,
βάλε καὶ στὰ καλόραφτα δερμάτια μέσα ἀλεύρι,
εἴκοσι μέτρα κάμε τα καρπὸ μυλαλεσμένο,
καὶ ξέρε τα μονάχη σου. Κι ὅλα μαζὶ νὰ τά 'χῃς,
τὶ θά 'ρθω ἀποσπερῆς ἐγὼ νὰ τὰ σηκώσω, ἡ μάνα
σὰν ἀνεβῆ στ' ἀνώγι της τὴ νύχτα νὰ πλαγιάση.
Στὴν Πύλο τὴν ἀμμουδερὴ θὰ σύρω, καὶ στὴ Σπάρτη,
τοῦ ἀγαπημένου μου γονιοῦ τὸ γυρισμὸ ἴσως μάθω.” 360
Ἔτσ' εἶπε, καὶ ξεφώνισε ἡ Εὐρύκλεια ἡ παραμάνα,
καὶ κλαίγοντας του λάλησε μὲ φτερωμένα λόγια·
“Πῶς μπῆκε τέτοιος λογισμός, παιδάκι μου, στὸ νοῦ σου;
καὶ πῶς θὰ πᾶ νὰ πλανηθῆς μαθὲ στῆς γῆς τὴν ἄκρη
ἐσὺ τ' ἀκριβοπαίδι μας; Ἐκεῖνος πάει πιά, χάθη,
ὁ κύρης σου ὁ διογέννητος, στὰ μακρινὰ τὰ ξένα.
Ἅμα ἐσὺ φύγης, ὅλοι αὐτοὶ θὰ σοφιστοῦνε τρόπο
νὰ σὲ χαλάσουν ἄξαφνα, καὶ νὰ τὰ μοιραστοῦνε.
Στὸ σπίτι μέσα σύχαζε, τὶ δὲ σοῦ πρέπει ἐσένα
στ' ἀτρύγητο τὸ πέλαγο νὰ δέρνεσαι γυρνώντας.” 370
Κι ὁ γνωστικὸς Τηλέμαχος γυρίζει καὶ τῆς κάνει·
“Θάρρος· δὲν εἶν' αὐτὰ, ὦ γριά, χωρὶς θεοῦ συνέργεια,
Ὅμως, ν' ἀμώσης πὼς ἐσὺ λόγο δὲ λὲς τῆς μάνας,
ἑντέκατη ἢ δωδέκατη ὡσότου νά 'ρθη μέρα,
ἢ πρὶ γυρέψη νὰ μὲ δῆ, καὶ μάθη πιὰ πὼς λείπω,
γιὰ νὰ μὴν κλαίγη καὶ χαλνάη τὴν ὄμορφή της ὄψη.”
Αὐτἀ εἶπε της καὶ τοῦ 'βαλε ἡ γριὰ μεγάλον ὅρκο.
Καὶ στοὺς θεοὺς σὰν ἄμωσε, καὶ πῆρε ὁ ὅρκος τέλος,
ἔβγαλε κι ἔχυσε κρασὶ στὶς δώδεκα λαγῆνες,
καὶ στὰ καλόραφτα ἔβαλε δερμάτια μέσα ἀλεύρι· 380
καὶ τότες ὁ Τηλέμαχος ξανάρθε στοὺς μνηστῆρες.
Κατόπι ἡ γαλανόματη ἡ θεὰ σοφίστηκε ἄλλο·
μ' ὄψη σὰν τοῦ Τηλέμαχου γυρνώντας μὲς στὴ χώρα,
τοὺς ἄγουρους ἀντάμωσε, καὶ μίλαε τοῦ καθένα,
καλώντας τους στ' ἀκρόγιαλο νὰ κατεβοῦν τὸ βράδυ,
κι ἀπὸ τοῦ Φρόνη τὸ παιδὶ ζητάει γοργὸ καράβι,
τὸν ξακουστὸ Νοήμονα, ποὺ τό 'ταξέ του ἀμέσως.
Κι ὁ ἥλιος σὰ βασίλεψε κι ἀπόσκιασαν οἱ δρόμοι,
τὸ πλοῖο ρίχτει στὸ γιαλό, καὶ μέσα τ' ἄρμενά του,
καθὼς τὰ καλοσκάρωτα καράβια τά 'χουν πάντα, 390
καὶ στὸ λιμάνι τ' ἄραξε· γύρω οἱ λεβέντες νέοι
μαζώχτηκαν, κι ἡ Ἀθηνᾶ τοὺς ἔδινε ὅλους θάρρος.
Καὶ πάλε ἡ γαλανόματη ἡ θεὰ σοφίστηκε ἄλλα·
κατὰ τὸν πύργο κίνησε τοῦ θεϊκοῦ Ὀδυσσέα,
καὶ τοὺς μνηστῆρες περεχάει μὲ ὕπνο γλυκό, καὶ ζάλη
τοὺς φέρνει ἐκεῖ ποὺ πίνουνε, καὶ ρίχτουν τὰ ποτήρια,
καὶ νὰ πλαγιάσουν ξεκινοῦν ἐδῶ κι ἐκεῖ στὴ χώρα·
δὲν ἄργησαν, τὶ βάραινε τὰ βλέφαρά τους ὁ ὕπνος.
Καὶ τοῦ εἶπε τοῦ Τηλέμαχου ἡ θεὰ ἡ γαλανομάτα,
καλώντας τον ἀπέξωθε τοῦ ὡριοχτισμένου πύργου, 400
καὶ μοιάζοντας τοῦ Μέντορα, λαλιὰ συνάμα κι ὅψη·
“Τηλέμαχε, οἱ χαλκόποδοι οἱ συντρόφοι σου ἐκεῖ κάτου
προσμένουν ὅλοι στὸ κουπί, τὴν προσταγὴ νὰ δώσης·
πᾶμε κι ἐμεῖς νὰ σμίξουμε, κι ἂς μὴν ἀργοποροῦμε.”
Αὐτὰ σὰν εἶπε ἡ Ἀθηνᾶ, ξεκίνησε αὐτὴ πρώτη,
γοργά, κι ἀκολουθοῦσε ὁ νιὸς στῆς θέϊσσας τ' ἀχνάρια.
Καὶ στὸ γιαλὸ σὰ φτάσανε, ποὺ ἀπάντεχε τὸ πλοῖο,
ἐκεῖ τοὺς μακρομάλληδες συντρόφους ἀνταμῶσαν,
κι ὁ δυνατὸς Τηλέμαχος αὐτὰ τοὺς συντυχαίνει·
“Πᾶμε, παιδιά, νὰ φέρουμε ἐδῶ κάτου τὶς προμήθειες· 410
ὅλες στὸν πύργο βρίσκουνται· ἡ μάνα ὅμως δὲν ξέρει
μήτ' ἄλλη δούλα, ἐξὸν ἡ μιὰ ποὺ τ' ἄκουσε ἀπὸ μένα.”
Εἶπε, καὶ πρῶτος κίνησε, κι οἱ ἄλλοι ἀκολουθοῦσαν,
Καὶ στὸ γιαλὸ τὰ φέρανε, καὶ μὲς στὸ πλοῖο τὰ θέσαν,
σὰν ποὺ εἶπε καὶ παράγγειλε τοῦ Ὀδυσσέα ὁ γιόκας.
Κι ἀνέβηκε ὁ Τηλέμαχος στὸ πλεούμενο· κυβέρνα
ἡ Ἀθηνᾶ καθούμενη στὴν πρύμνη του· σιμά της
κι ἐκεῖνος κάθισε· ἔλυσαν τὰ παλαμάρια οἱ ἄλλοι,
ὕστερ' ἀνέβηκαν κι αὐτοὶ καὶ στὰ ζυγὰ καθίσαν,
Καὶ τότες πρύμο στέλνει τους ἡ θεὰ ἡ γαλανομάτα, 420
τὸ Ζέφυρο ποὺ ἀχολογᾶ στὰ μαῦρα πέλαα πάνω.
Καὶ πρόσταξε ὁ Τηλέμαχος καλώντας τοὺς συντρόφους
νὰ πιάσουν τ' ἄρμενα· ἄκουσαν αὐτοὶ τὴν προσταγή του.
Κατάρτι ἔλατο ἔστησαν καὶ μπήξανέ το μέσα
στὸ μεσοδόκι τὸ σκαφτό, τὸ δέσανε μὲ ξάρτια,
καὶ μὲ καλόστριφτα λουριὰ τ' ἄσπρα παννιὰ τραβῆξαν.
Φούσκωσε ὁ ἀγέρας τὸ πανὶ στὴ μέση, καὶ τὸ κῦμα
πὰς στὸ κοράκι βρόνταγε καθὼς γοργὰ σκιζόταν·
κι ἔκοβε δρόμο κι ἔτρεχε στὸ πέλαο τὸ καράβι,
Καὶ τ' ἄρμενα σὰ δέσανε στὸ μελανὸ σκαφί του, 430
κροντῆρια στῆσαν, καὶ κρασὶ καλογεμίζοντάς τα
γιὰ τοὺς ἀθάνατους θεοὺς καὶ τοὺς αἰώνιους χῦναν,
μὰ γιὰ τὴ γαλανόματη κόρη τοῦ Δία πρῶτα.
Κι ὁλονυχτὶς καὶ τὴν αὐγὴ ἔπαιρνε δρόμο ἐκεῖνο.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου