Μη θαρρείς αδερφή,
πως δε με πτοεί φόβος άστοργος
με παιδεύει
Ομως ποια είναι
που ακούω η συμβουλή και δε στέργει
στη σειρά να μ’ αφήσει που μένω,
στην υποταγή!
Ω, πόσο φοβούμαι, αδερφή μου,
τα βήματά μου. Δεν ξέρω
γιατί μ’ οδηγεί, απ’ τους άλλους η διαφορά μου,
αυτήν να ζητώ την επιμονή.
Φοβούμαι
κι ανένδοτη με σπρώχνει ορμή.
Δύναμη της ψυχής ή ποια αδυναμία,
λαχτάρα που τίποτε δε λησμονεί
απ’ της συμπάθειας τη θέληση και προσμονή,
τ’ είν’ η αγάπη;
Ολοι λεν πως γνωρίζουν
σε τούτη την σκληρήν εποχή,
τη θεϊκή προσταγή της.
Το κάλεσμα
μοίρα μυστική μένει, οδυνηρή
κι ας ονομάσουν
όσοι από μας θα ‘ρθουν κατόπιν
ηρωική θέληση.
Την γνωρίζω δοκιμασία
και στο θάνατο μ’ οδηγεί.
Μα δεν μπορώ αλλιώς αδερφή μου,
να έχω τη ζωή μου,
άδικη τη νομίζω, αδικία
την κράζω σα λείπει η στοργή.
Τούτη που με κατέχει η θέληση
μ’ ανησυχεί. Απαντοχή, του Θεού
άγνωστη πάντα διδαχή, τόσο διαφορετική
απ’ των ανθρώπων τη ζωντανή διάθεση.
Της αγάπης ολόκληρο τον ορισμό
ποιος εξηγεί και δεν τρομάζει η ψυχή του;
Αμφιβολία για τους άγραφους νόμους
όταν με τυραννεί, άσκοπες βλέπω
των θεών, φανταστικές τις προσταγές.
Πόσο μας σταματούν, οι ανθρώπινες
πραγματικές διαταγές,
οι ανθρώπινες, γνωστικές σκέψεις
κι’ εγώ πιστεύω πως ακούω άλλες φωνές,
βλέψεις αποχτώ άλλες, οδηγίες έχω κρυφές.
Για τα νεκρά σώματα παρηγοριές
τοιμάζομαι να δώσω τον έρωτα
που ζωντανό φέρνω μέσα μου
κι’ εκείνον που αγαπώ αρνιέμαι,
που ζωντανά μ’ αγαπά,
τους πεθαμένους πονώντας,
του θανάτου αποζητώντας τη συμφορά.
Για ν’ αγαπώ γεννήθηκα κι’ όχι για να μισώ.
Της αγάπης τη δύσκολη χάρη έχω οδηγό,
όπως όταν τον πατέρα οδηγούσα τυφλό
κι’ απ’ την αδυσώπητη δύναμη της ζωής
κατατρεγμένο, αδικημένο κι αμαρτωλό.
Ποιο φέρνει η αγάπη μου μήνυμα πονεμένο;
Προχωρώ προς το θάνατο και τον αψηφώ.
Ποιο αίσθημα διπλό με κατέχει;
Της αιώνιας ζωής πίστη αλάθητη
κι όνειρο μυστικό.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου