Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Φώτης Κόντογλου: Γιάννης ὁ Βλογημένος



O Ἅγιος Βασίλης, σὰν περάσανε τὰ Χριστούγεννα, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ γύρισε σ᾿ ὅλα τὰ χωριά, νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τόνε γιορτάσει μὲ καθαρὴ καρδιά. Πέρασε ἀπὸ λογιῶν-λογιῶν πολιτεῖες κι ἀπὸ κεφαλοχώρια, μὰ σ᾿ ὅποια πόρτα κι ἂν χτύπησε δὲν τ᾿ ἀνοίξανε, ἐπειδὴ τὸν πήρανε γιὰ διακονιάρη. Κ᾿ ἔφευγε πικραμένος, γιατὶ ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, μὰ ἔνοιωθε τὸ πόσο θὰ πονοῦσε ἡ καρδιὰ κανενὸς φτωχοῦ ἀπὸ τὴν ἀπονιὰ ποὺ τοῦ δείξανε κεῖνοι οἱ ἄνθρωποι.

Μιὰ μέρα ἔφευγε ἀπὸ ἕνα τέτοιο ἄσπλαχνο χωριό, καὶ πέρασε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο, κ᾿ εἶδε τὰ κιβούρια πὼς ἤτανε ρημαγμένα, οἱ ταφόπετρες σπασμένες κι ἀναποδογυρισμένες, καὶ τὰ νιόσκαφτα μνήματα εἴτανε σκαλισμένα ἀπὸ τὰ τσακάλια. Σὰν ἅγιος ποὺ εἴτανε ἄκουσε πὼς μιλούσανε οἱ πεθαμένοι καὶ λέγανε: «Τὸν καιρὸ ποὺ εἴμαστε στὸν ἀπάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι ἀφήσαμε πίσω μας παιδιὰ κ᾿ ἐγγόνια νὰ μᾶς ἀνάβουνε κανένα κερί, νὰ μᾶς καίγουνε λίγο λιβάνι μὰ δὲν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπᾶ στὸ κεφάλι μας νὰ μᾶς διαβάσει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρὰ σὰν νὰ μὴν ἀφήσαμε πίσω μας κανέναν». Κι ὁ ἅγιος Βασίλης πάλι στενοχωρήθηκε κ᾿ εἶπε: «Τοῦτοι οἱ χωριάτες οὔτε σὲ ζωντανὸ δὲ δίνουνε βοήθεια, οὔτε σὲ πεθαμένον», καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο, καὶ περπατοῦσε ὁλομόναχος μέσα στὰ παγωμένα χιόνια.

*
* *

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ὁ Πολιτισμὸς εἰς τὸ χωρίον



Ὡς πρὸς τὴν δευτέραν Στέργαιναν, δυστυχῶς δὲν ἠλήθευσε τὸ ρητόν, «ἡ πρώτη δούλα, ἡ δεύτερη κυρά». Ἡ Θοδωριά, ἡ πτωχή, ὑπέφερεν ὅλας τὰς ἀγγαρείας, ὅσας τῆς ἐπέβαλλεν ὁ σύζυγός της. Ἀσβεστὰς ἐκεῖνος, φουρνάρισσα αὐτή. Τὸ πτωχὸν νήπιον, ὁ Ἐλευθέρης, δὲν εἶχε χορτάσει τὸ γάλα τῆς μητρός του. Ἐφαίνετο γηράσασα ἤδη, ἂν καὶ μόλις εἶχεν ὑπερβῆ τὸ τριακοστὸν πέμπτον ἔτος. Ὁ μπαρμπα-Στέργιος, δεκαπέντε ἔτη μεγαλύτερός της, τὴν εἶχε πάρει εἰς δεύτερον γάμον, καὶ μάλιστα μὲ τὸ σπαθί του· τὴν ἔκλεψε. Ὁ μικρὸς Ἐλευθέριος, τετραέτης ἤδη, ἦτο ζαρωμένος, χλωμός, ζουριασμένος* καὶ ἡ μήτηρ του οὔτε νὰ τὸν θρέψῃ ἦτο ἱκανὴ οὔτε νὰ τὸν «ἀποκόψη» ἠδύνατο. Οἱ μαζοί της, ὡς νὰ εἶχαν παραψηθῆ ἀπὸ τὴν ἀντιλαμπὴν τοῦ φούρνου, ἐκρέμαντο μαραμμένοι ὑπὸ τὴν τραχηλιάν, καὶ ὁ μικρὸς δυσκόλως εὕρισκεν ἐκεῖ σταγόνα γάλακτος.
Τῆς εἶχαν πεθάνει τὰ δύο πρῶτα παιδιά της, τὸ ἓν θῆλυ, τὸ ἄλλο μικρὸν ἀγόρι, καὶ τώρα ὅλαι αἱ ἐλπίδες της ἐκρέμαντο εἰς τὸν Λευθέρην. Ἀλλὰ μέγας φόβος τὴν εἶχε κυριεύσει, διότι καὶ αὐτό της τὸ παιδὶ ἦτον ἄρρωστον. Ἄ! ἡ καρδούλα της ἦτον καμένη! Καλύτερα νὰ μὴ ᾽μβαίνῃ στὸν κόσμο ἄνθρωπος. Ἐνθυμεῖτο μετὰ σπαραγμοῦ τὴν στιγμήν, ὅταν «ἀγγελιάστηκε» τὸ μικρὸν κοράσιόν της. Πηγαίνει καὶ τὸ βρίσκει στὴν κούνια του, ξερό, μελανό, μισοπεθαμένο. Βάζει μιὰ φωνή. Τρέχουν δυὸ γειτόνισσες. «Τί ἔχεις; Τί εἶναι;» «Τὸ παιδί μου! Τὸ παιδί μου!» Φωνάζουν τὸ γιατρό. Ὅσο νὰ ᾽ρθῇ ὁ γιατρός, τὸ κορίτσι «ἔσωσε». Σὲ μιὰ ὥρα, μιὰ ὡρίτσα! Ἦρθεν ἡ γειτόνισσα ἡ Κατερίνα ἡ Μπροστινή, τὸ σαβάνωσε· ἡ Θοδωριὰ ἔψαξε καὶ ηὗρε τὰ ρουχάκια του· ἔσκυφτε μὲς στὴν κασσέλα νὰ τὰ εὕρῃ, κ᾽ ἐμοιρολογοῦσε σιγανά! Ἡ Κατερίνα τὴν ἐμάλωνε, λέγουσα ὅτι δὲν μοιρολογοῦν τὸν νεκρόν, πρὶν τὸν ἐνδύσουν. Τὸ στόλισαν ὄμορφα-ὄμορφα, τὸ ξάπλωσαν στὸ κιλίμι, καὶ τὸ σκέπασαν νὰ μὴν τὸ βλέπῃ ὁ μικρὸς καὶ κλαίῃ. Ὁ Χαραλαμπάκης ἦτον δυὸ χρόνια μεγαλύτερος, κ᾽ ἔνοιωθε, τὸν ἐπῆραν οἱ γειτόνισσες καὶ τὸν ἀπεμάκρυναν, ἕως νὰ γίνῃ ἡ ἐκφορά. Ὕστερα τὸ βράδυ, ὅταν ὁ Χαραλαμπάκης ἐρωτοῦσε: «Ποῦ ᾽ναι τὸ Χρυσώ, μάννα, ποῦ πάει τὸ Χρυσώ;», τοῦ ἀπήντησαν ὅτι ἐπῆγε νὰ κοιμηθῇ «στὰ λουλούδια». Κ᾽ ἡ Κατερίνα ἡ Μπροστινὴ τοῦ εἶπε ὅτι πάει «Στοῦ παπᾶ τ᾽ ἁλώνι – κὶ στὸ περιβόλι». Καὶ ὁ μικρὸς ἐξηκολούθει νὰ ἐρωτᾷ: «Πότε θὰ ᾽ρθῇ, μάννα, πίσω τὸ Χρυσώ μας;», ἑωσότου ἐπέρασαν τρεῖς ἡμέραι καὶ τὸ ἐξέχασε.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Τὰ Πτερόεντα δῶρα



Ξένος τοῦ κόσμου καὶ τῆς σαρκός, κατῆλθε τὴν παραμονὴν ἀπὸ τὰ ὕψη, συστείλας τὰς πτέρυγας ὅπως τὰς κρύπτῃ, θεῖος ἄγγελος. Ἔφερε δῶρα ἀπὸ τὰ ἄνω βασίλεια διὰ νὰ φιλεύσῃ τοὺς κατοίκους τῆς πρωτευούσης. Ἦτον ὁ καλὸς ἄγγελος τῆς πόλεως.
Ἐκράτει εἰς τὴν χεῖρα ἓν ἄστρον καὶ ἐπὶ τοῦ στέρνου του ἔπαλλε ζωὴ καὶ δύναμις, καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἐξήρχετο πνοὴ θείας γαλήνης. Τὰ τρία ταῦτα δῶρα ἤθελε νὰ μεταδώσῃ εἰς ὅλους ὅσοι προθύμως τὰ δέχονται.
Εἰσῆλθεν ἐν πρώτοις εἰς ἓν ἀρχοντικὸν μέγαρον. Εἶδεν ἐκεῖ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν σεμνοτυφίαν, τὴν ἀνίαν καὶ τὸ ἀνωφελὲς τῆς ζωῆς ζωγραφισμένα εἰς τὰ πρόσωπα τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, καὶ ἤκουσε τὰ δύο τεκνία νὰ ψελλίζωσι λέξεις εἰς ἄγνωστον γλῶσσαν. Ὁ Ἄγγελος ἐπῆρε τὰ τρία οὐράνια δῶρά του, καὶ ἔφυγε τρέχων ἐκεῖθεν.
Ἐπῆγεν εἰς τὴν καλύβην πτωχοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀνὴρ ἔλειπεν ὅλην τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν ταβέρναν. Ἡ γυνὴ ἐπροσπάθει ν᾿ ἀποκοιμίσῃ μὲ ὀλίγον ξηρὸν ἄρτον τὰ πέντε τέκνα, βλασφημοῦσα ἅμα τὴν ὥραν ποὺ εἶχεν ὑπανδρευθῆ. Τὰ μεσάνυχτα ἐπέστρεψεν ὁ σύζυγός της· αὐτὴ τὸν ὕβρισε νευρικὴ μὲ φωνὴν ὀξεῖαν, ἐκεῖνος τὴν ἔδειρε μὲ τὴν ράβδον τὴν ὀζώδη, καὶ μετ᾿ ὀλίγον οἱ δύο ἐπλάγιασαν χωρὶς νὰ κάμουν τὴν προσευχήν των, καὶ ἤρχισαν νὰ ροχαλίζουν μὲ βαρεῖς τόνους. Ἔφυγεν ἐκεῖθεν ὁ Ἄγγελος.
Ἀνέβη εἰς μέγα κτίριον πλουσίως φωτισμένον. Ἦσαν ἐκεῖ πολλὰ δωμάτια μὲ τραπέζας, κ᾿ ἐπάνω των ἔκυπτον ἄνθρωποι μετροῦντες ἀδιακόπως χρήματα, παίζοντες μὲ χαρτία. Ὠχροὶ καὶ δυστυχεῖς, ὅλη ἡ ψυχή των ἦτο συγκεντρωμένη εἰς τὴν ἀσχολίαν ταύτην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε τὸ πρόσωπον μὲ τὰς πτέρυγάς του διὰ νὰ μὴ βλέπῃ κ᾿ ἔφυγε δρομαῖος.
Εἰς τὸν δρόμον συνήντησε πολλοὺς ἀνθρώπους, ἄλλους ἐξερχομένους ἀπὸ τὰ καπηλεῖα, οἰνοβαρεῖς, καὶ ἄλλους κατερχομένους ἀπὸ τὰ χαρτοπαίγνια, μεθύοντας χειροτέραν μέθην. Τινὰς εἶδε ν᾿ ἀσχημονοῦν, καὶ τινὰς ἤκουσε νὰ βλασφημοῦν τὸν Ἁι-Βασίλην ὡς πταίστην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε μὲ τὰς πτέρυγας τὰ ὦτα, διὰ νὰ μὴν ἀκούῃ, καὶ ἀντιπαρῆλθεν.
Ὑπέφωσκεν ἤδη ἡ πρωία τῆς πρωτοχρονιᾶς, καὶ ὁ Ἄγγελος διὰ νὰ παρηγορηθῇ, εἰσῆλθεν εἰς μίαν ἐκκλησίαν. Ἀμέσως πλησίον τῆς θύρας εἶδεν ἀνθρώπους νὰ μετροῦν νομίσματα, μόνον πὼς δὲν εἶχον παιγνιόχαρτα εἰς τὰς χεῖρας· καὶ εἰς τὸ βάθος, ἀντίκρυσεν ἕνα ἄνθρωπον χρυσοστόλιστον καὶ μιτροφοροῦντα ὡς Μῆδον σατράπην τῆς ἐποχῆς τοῦ Δαρείου, ποιοῦντα διαφόρους ἀκκισμοὺς καὶ ἐπιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἄλλοι μερικοὶ ἔψαλλον μὲ πεπλασμένας φωνάς: Τὸν Δεσπότην καὶ ἀρχιερέα!
Ὁ Ἄγγελος δὲν εὗρε παρηγορίαν. Ἐπῆρε τὰ πτερόεντα δῶρά του ― τὸ ἄστρον τὸ προωρισμένον νὰ λάμπῃ εἰς τὰς συνειδήσεις, τὴν αὔραν, τὴν ἱκανὴν διὰ νὰ δροσίζῃ τὰς ψυχάς, καὶ τὴν ζωήν, τὴν πλασμένην διὰ νὰ πάλλῃ εἰς τὰς καρδίας, ἐτάνυσε τὰς πτέρυγας, καὶ ἐπανῆλθεν εἰς τὰς οὐρανίας ἁψῖδας.


(1907)


Πηγή

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Τὰ Λιμανάκια



Τέλος, ἀφοῦ ἔφερε πολλὲς βόλτες, ἐντὸς τῆς παραθαλασσίας ἀγορᾶς τοῦ Βόλου, ὁ καπετὰν Ἠλίας τῆς Μπαμπλένως ― καὶ ποῦ νὰ θυμηθῇ ὅλας τὰς παραγγελίας ὅσας τοῦ εἶχον φορτώσει ἀπὸ τὸ νησὶ οἱ καλοὶ πατριῶταί του! Ἔπρεπε νὰ ἦτον ὁ νοῦς του κατάστιχον τοῦ Δελχαρόγιαννου τοῦ χασάπη, ἢ ἔπρεπε νὰ ἦτον ἀποθήκη παλαιῶν πραγμάτων τοῦ γερο-Πανᾶ, διὰ νὰ τὰ ἐνθυμῆται ὅλα, μὲ αὔξοντα ἀριθμόν, μὲ εἶδος καὶ ποσόν, καὶ μὲ ὄνομα. Ἄλλος τοῦ εἶχε δώσει προκαταβολὴν πενῆντα λεπτὰ διὰ νὰ τοῦ ἀγοράσῃ ἕνα τρυγολόγον* ἢ ἕνα κυρτὸν σουγιάν, «γκέκαν» καλούμενον, καὶ ἄλλος τοῦ εἶχε δώσει δύο δραχμὰς διὰ νὰ τοῦ φέρῃ μισὴ δουζίναν πιᾶτα. Ἄλλος τοῦ εἶχε παραγγείλει λαιμοδέτην, ἄλλος καπέλον, καὶ ἄλλος ἕνα κεφαλοτύρι. Ὁ Γιάννης ὁ Ἀντώναρος τοῦ εἶχε παραγγείλει μίαν σβάρναν διὰ τὸ ἰσοπέδωμα τῶν βώλων τοῦ χώματος μετὰ τὸ ὄργωμα, κ᾿ ἡ Μαργαρὼ τῆς Πασσίνας τοῦ εἶχε δώσει λεπτὰ διὰ νὰ τῆς ψωνίσῃ κουντοῦρες* κόκκινες ἢ παντόφλες μυτερές.
Ἀφοῦ ἐψώνισεν ὅλας τὰς παραγγελίας, ὅπως ἐνθυμήθη, καὶ τὰς ἐπὶ πιστώσει καὶ τὰς ἐπὶ προκαταβολῇ, καὶ τοῦ ἔμειναν ἀκόμη 1,20 ἀπὸ τὰ ξένα λεπτά, ὅσα εἶχε βάλει χωριστὰ εἰς μίαν σακκούλαν, καὶ τὰς ἔβαλεν εἰς τὸ ἀριστερὸν θυλάκιον τοῦ γελέκου, διὰ νὰ ἐπιστρέψῃ τὸ μικρὸν τοῦτο ποσὸν εἰς πάντα ὅστις θὰ τὸ ἀπῄτει ―μὰ δὲν ἦτον τὸ μυαλό του ρολόι διὰ νὰ τὰ ἐνθυμῆται ὅλα· ἕνας νοῦς, κι αὐτὸς ρωμαίικος― ἐμβαρκάρισεν εἰς τὴν βρατσέραν, ὣς τρεῖς ὧρες νύκτα, μὲ σκοπὸν ν᾿ ἀποπλεύσῃ μετὰ τὰ μεσάνυκτα.
Ἐξημέρωνεν ἡ 30 Δεκεμβρίου.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Τὰ Συχαρίκια



Τρεῖς χαρὲς εἶχε τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἡ κυρα-Γαλάτσαινα τοῦ Κασσανδριανοῦ, χήρα τοῦ μακαρίτου ὁμωνύμου πλοιάρχου, ἀποθανόντος πρό τινων ἐτῶν πτωχοῦ μετὰ πολλὰς ἐπιχειρήσεις. Ἡ πρώτη ἦτο ὅτι εἶχε ἀρραβωνίσει πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν τὴν κόρην της, τὴν Μυρσούδα, μὲ καλὸν γαμβρόν, τὸν Βασίλην τὸν Μπόνον. Ἡ δευτέρα ἦτο ὅτι, σήμερον πρωτοχρονιάν, ἑώρταζε τὴν ἑορτὴν τοῦ ὀνόματός του ὁ ἴδιος ὁ γαμβρός της. Ἡ τρίτη ἦτο ὅτι ἔμελλον νὰ τελεσθῶσι τὴν ἑσπέραν τῆς αὐτῆς ἡμέρας τὰ «ἐμβατίκια»* τοῦ γαμβροῦ εἰς τὴν οἰκίαν της.
Ἡ ἰδέα τῆς κυρα-Γαλάτσαινας ἦτον νὰ εἶχον τελεσθῆ τὰ «μβατίκια» ἀφ᾽ ἑσπέρας, τὴν νύκτα τοῦ παλαιοῦ χρόνου πρὸς τὴν ἀνατολὴν τοῦ νέου, ὅπως θὰ ἦτο πρέπον. Ἀλλὰ τὰ συμπεθερικὰ ἐπέμειναν ν᾽ ἀναβληθῶσι τὰ μβατίκια διὰ τὴν νύκτα τῆς ἑορτῆς πρὸς τὴν 2 Ἰανουαρίου. Οἱ λογαριασμοί, βλέπετε, τῶν συγγενῶν τοῦ γαμβροῦ δὲν συμφωνοῦν καθ᾽ ὅλα τὰ μέρη πάντοτε μὲ τοὺς λογαριασμοὺς τῆς μητρὸς τῆς νύμφης. Ὁ λογαριασμὸς τῆς κυρα-Γαλάτσαινας ἔλεγεν ὅτι, ἂν ἐτελοῦντο τὰ μβατίκια ἀφ᾽ ἑσπέρας τῆς παραμονῆς, μεθ᾽ ὃ ὁ γαμβρὸς θὰ ἦτο, κατὰ τὸ ἔθος, ἐλεύθερος νὰ ἐπισκέπτηται δὶς καὶ τρὶς τῆς ἡμέρας τὴν ἀρραβωνιστικήν του εἰς τὴν οἰκίαν της (ἠμποροῦσε, μάλιστα, ἂν ἦτον ἀδιάκριτος, καὶ νὰ τὸ στρώσῃ «κόττα πίττα» εἰς τὸ σπίτι τῆς νύμφης), ἡ μήτηρ τῆς νύμφης θὰ ἐγλύτωνεν ἀπὸ κάμποσα γλυκύσματα καὶ δῶρα, τὰ ὁποῖα ἦτον ὑπόχρεως νὰ κουβαλήσῃ εἰς τὰς οἰκίας τῶν συμπεθερικῶν. Ἐν πρώτοις, αὐτὴ ἡ ἑορτὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ γαμβροῦ θὰ ἤγετο εἰς τὴν οἰκίαν τῆς νύμφης. Δὲν θὰ ἦτο τότε ἡ κυρα-Γαλάτσαινα ὑποχρεωμένη νὰ κουβαλήσῃ ὁλόκληρον μέγα σινίον μπακλαβᾶ εἰς τὴν οἰκίαν τῆς συμπεθέρας της, ἄλλα μεγάλα ταψία ἀπὸ ζαχαροχαμαλιὰ* καὶ ἄλλα τραγήματα εἰς τὰς οἰκίας τῶν ἀδελφῶν καὶ τῶν θείων τοῦ γαμβροῦ, καὶ συγχρόνως νὰ κερνᾷ αὐτὴ ὅλην τὴν ἡμέραν εἰς τὴν οἰκίαν της, διὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ ὀνόματος, καὶ πάλιν τὴν ἑσπέραν νὰ ἔχῃ ἄλλα μεγάλα βάσανα, δοκιμαστήρια καὶ ἀκροσφαλῆ, εἰς τὴν οἰκίαν της, ὅπου θὰ ἐτελοῦντο τὰ μβατίκια.

Βασίλης Πανδής: Χάσμα Χασμάτων


I
Το περατάρικο βαπόρι είναι δεμένο στο λιμάνι
και ο δεισιδαίμων φόβος,
σταγόνα στον ωκεανό της αφεύγατης δίψας
Νομή κεκρυμμένη κατεμπρός μου
και στ' αφοροχάρτι,
η φοβέρισις

II
Πάντοτε από μακριά μ' ακολουθάς
και σαν τα ναύλα στο στόμα μου γυαλίζουν τα μάτια σου,
όπως κι όλοι οι υπόλοιποι,
εγώ, όπως όλοι οι υπόλοιποι,
εσύ, όπως όλοι οι υπόλοιποι

III
Άλλοι με λεν' Νοτιά κι άλλοι Σιρόκο -
άσβεστος εσωτερική ακολουθία
που μου 'σπασε τα δάχτυλα
πάνω στου Μάρκου το μπουζούκι
και τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου
και απελπίστηκα, μανούλα μου, να υποφέρω
και θα πα' να εύρω μια σπηλιά
και τα τοιαύτα
κι άναυλα εν τέλει θα φύγω,
σαν τη μουσική του αγέρα,
όπως ήρθα,
όπως κι όλοι οι υπόλοιποι,
στενοποριά στη σκοτεινιά

IV
Πίστεψα στο νερό,
πίστεψα και σ' όλες τις δυνάμεις του
κι αυτό με ξέπλυνε -
κι εμένα και τη θύμηση και τον ύπνο
Κι όμως -
η βροχή με προδίδει και με σώζει

V
Από τη μια η μουσική
κι από την άλλη η βροχή·
από τη μια η μουσική
κι από την άλλη η μουσική·
κι αντίστροφα
και εις τους αιώνας των αιώνων

VI
Η τύχη μου, οι βρώμικοι δρόμοι,
κι ο κόσμος πότε μικραίνει
πότε μεγαλώνει
Εσύ γελάστηκες στη σκοτεινιά
κι εμένα μ' έσωσε ό,τι περιφρονούσα
πίσω απ' τα τείχη -
χάσμα χασμάτων


1η δημοσίευση: fractalart.gr

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Ναπολέων Λαπαθιώτης: Τα κάλαντα



Χριστουγεννιάτικο

Από πολύ πρωί, σχεδόν προτού να βγει ο ήλιος, είχαν πάρει σβάρνα όλη τη γειτονιά, και είχαν πει τα κάλαντα σ’ όλα τα γύρω σπίτια. Δεν είχαν αφήσει πόρτα, μάντρα, μαγαζί, να μη χτυπήσουν…

— Ναν τα πούμε; Ναν τα πούμε;… Ώς το μεσημέρι, η βόλτα τους ήταν τελειωμένη. Και μην έχοντας πού αλλού να πάνε, πήγαιναν ξανά στα ίδια σπίτια.

Ήταν ο Μήτσος, ο Τάσος κι ο Λεύτερης –αυτοί που τραγουδούσαν— κι ο Γιώργος με το τρίγωνο, κι ο Κώτσος που βαρούσε τη φυσαρμόνικα.

Κι η δουλειά είχε πάει φίνα. Οι τσέπες τους ήταν βαριές από δεκάρες κι από φράγκα.

Είχαν τόσους γνωστούς, παντού! Όλες οι γυναίκες τούς ήξεραν, όλος ο κόσμος, σχεδόν, τους αγαπούσε: Δεν ήταν σπίτι, που να μην είχαν κάνει, κάποτε, θελήματα —μαγαζί, που να μην είχαν, κάποτε, δουλέψει…
Ώς κι ο μπαρμπα-Στάθης, ο μπακάλης, ο γκρινιάρης, που του ’χαν σπάσει κάποτε τα τζάμια, έβγαλε και τους έδωσ’ ένα δίφραγκο…

Κατά τις δυο τ’ απόγεμα, αφού τσίμπησαν λίγο φαΐ, στο πόδι, αποφάσισαν να ξανοιχτούν και σ’ άλλες γειτονιές.

Μιχάλης Γκανάς: Χριστουγεννιάτικη ιστορία



Κάθεται μόνος
και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι.
Κανείς δε θά ’ρθει και το ξέρει,
κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι
και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.
Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα
και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.

Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει.
Στην τηλεόραση χιονίζει,
το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι
και στις παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια των νεκρών,
που τον κοιτάζουν απ’ το μέλλον.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
και μόνο το δικό της βλέμμα
έρχεται από τα περασμένα.

Κοντεύουνε μεσάνυχτα
και καθαρίζει τ’ όπλο του απ’ το πρωί.
Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα»,
ευχές δε φθάνουν ως εδώ,
δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
η σκέψη αρπάζεται απ’ το κλαδί της μνήμης,
μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του.
Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ όλα τα υλικά και δίχως λόγια.

Κοντεύουνε ξημερώματα κι ακόμη
γυαλίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι
με αργές κινήσεις σα να το χαϊδεύει.
Μένει στα δάχτυλα το λάδι
αλλά το χάδι χάνεται.
Θυμάται κυνηγετικές σκηνές
με αγριογούρουνα και χιόνια ματωμένα,
πριν γίνει θήραμα κι ο ίδιος
στην μπούκα ενός κρυμμένου κυνηγού,
που τον παραμονεύει αθέατος
αφήνοντας να τον προδίδουν κάθε τόσο
πότε μια λάμψη κάνης,
πότε μια κίνηση στις κουμαριές
κι η μυρωδιά απ’ το βαρύ καπνό του.
Ξέρει καλά ότι κρατάει
μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια και μπαρούτι μαύρο.
Όταν αποφασίσει να του ρίξει
δε θα προλάβει πάλι να τον δει
πίσω απ’ το σύννεφο της ντουφεκιάς του.

Αν σκέφτεται στ’ αλήθεια κάτι τέτοια,
και δεν τον τιμωρώ εγώ μ’ αυτές τις σκέψεις,
πώς να πλαγιάσει και να κοιμηθεί.
Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου,
ένας πατέρας που του έτυχε
σιωπηλό και δύστροπο παιδί,
και να του πω μια ιστορία
για να τον πάρει ο ύπνος.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα...

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα· απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε
σα νά ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά
εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο
                         στις πλάτες του ν’ αχνίζει.

Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί
και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα
άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει η μάνα να κοιτά
από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε
στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε
                          πως είναι πεθαμένη.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς,
παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας
μια νύχτα του χειμώνα, πίσω απ’ τα ματοτσίνορα
ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε,
να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε
που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ
να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δούν πως μεγαλώσαμε
                          να παρηγορηθούνε.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ἡ Σταχομαζώχτρα




Μεγάλην ἐξέφρασεν ἔκπληξιν ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιώ, ἰδοῦσα τῇ ἡμέρᾳ τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 187… τὴν θεια-Ἀχτίτσα φοροῦσαν καινουργῆ μανδήλαν, καὶ τὸν Γέρο καὶ τὴν Πατρώνα μὲ καθαρὰ ὑποκαμισάκια καὶ μὲ νέα πέδιλα.
Τοῦτο δὲ διότι ἦτο γνωστότατον ὅτι ἡ θεια-Ἀχτίτσα εἶχεν ἰδεῖ τὴν προῖκα τῆς κόρης της πωλουμένην ἐπὶ δημοπρασίας πρὸς πληρωμὴν τῶν χρεῶν ἀναξίου γαμβροῦ, διότι ἦτο ἔρημος καὶ χήρα καὶ διότι ἀνέτρεφε τὰ δύο ὀρφανὰ ἔγγονά της μετερχομένη ποικίλα ἐπαγγέλματα. Ἦτο (ἂς εἶναι μοναχή της!) ἀπ᾽ ἐκείνας ποὺ δὲν ἔχουν στὸν ἥλιο μοῖρα. Ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιὼ ᾤκτειρε τὰς στερήσεις τῆς γραίας καὶ τῶν δύο ὀρφανῶν, ἀλλὰ μήπως ἦτο καὶ αὐτὴ πλουσία, διὰ νὰ ἔλθῃ αὐτοῖς ἀρωγὸς καὶ παρήγορος;
Εὐτυχὴς ὁ μακαρίτης, ὁ μπαρμπα-Μιχαλιός, ὅστις προηγήθη εἰς τὸν τάφον τῆς συμβίας Ἀχτίτσας, χωρὶς νὰ ἴδῃ τὰ δεινὰ τὰ ἐπικείμενα αὐτῇ μετὰ τὸν θάνατόν του. Ἦτο καλῆς ψυχῆς, ἂς εἶχε ζωή! ὁ συχωρεμένος. Τὰ δύο παιδιά, «τὰ ἀδιαφόρετα*», ὁ Γεώργης καὶ ὁ Βασίλης, ἐπνίγησαν βυθισθείσης τῆς βρατσέρας των τὸν χειμῶνα τοῦ ἔτους 186… Ἡ βρατσέρα ἐκείνη ἀπωλέσθη αὔτανδρος, τί φρίκη, τί καημός! Τέτοια τρομάρα καμμιᾶς καλῆς χριστιανῆς νὰ μὴν τῆς μέλλῃ.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Στὸ Χριστό, στὸ Κάστρο




― Τὸ Γιάννη τὸ Νυφιώτη καὶ τὸν Ἀργύρη τῆς Μυλωνοῦς, τοὺς ἔκλεισε τὸ χιόνι ἀπάν᾽ στὸ Κάστρο, τ᾽μ πέρα πάντα, στὸ Στοιβωτὸ τὸν ἀνήφορο· τ᾽ ἀκούσατε;
Οὕτως ὡμίλησεν ὁ παπα-Φραγκούλης ὁ Σακελλάριος, ἀφοῦ ἔκαμε τὴν εὐχαριστίαν τοῦ ἐξ ὀσπρίων κ᾽ ἐλαιῶν οἰκογενειακοῦ δείπνου, τὴν ἑσπέραν τῆς 23 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 186… Παρόντες ἦσαν, πλὴν τῆς παπαδιᾶς, τῶν δύο ἀγάμων θυγατέρων καὶ τοῦ δωδεκαετοῦς υἱοῦ, ὁ γείτονας ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός, πεντηκοντούτης, οἰκογενειάρχης, ἀναβὰς διὰ νὰ εἴπῃ μίαν καλησπέραν καὶ νὰ πίῃ μίαν ρακιά, κατὰ τὸ σύνηθες, εἰς τὸ παπαδόσπιτο· κ᾽ ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ ἡ Καναλάκαινα, μεμακρυσμένη συγγενής, ἐλθοῦσα διὰ νὰ φέρῃ τὴν προσφοράν της, χήρα ἑξηκοντοῦτις, εὐλαβής, πρόθυμος νὰ τρέχῃ εἰς ὅλας τὰς λειτουργίας καὶ νὰ ὑπηρετῇ δωρεὰν εἰς τοὺς ναοὺς καὶ τὰ ἐξωκκλήσια.
― Τ᾽ ἀκούσαμε κ᾽ ἡμεῖς, παπά, ἀπήντησεν ὁ γείτονας ὁ Πανάγος· ἔτσ᾽ εἴπανε.
― Τί, εἴπανε; Εἶναι σίγουρο, σᾶς λέω, ἐπανέλαβεν ὁ παπα-Φραγκούλης. Οἱ βλοημένοι, δὲ θὰ βάλουν ποτὲ γνώση. Ἐπῆγαν μὲ τέτοιον καιρὸ νὰ κατεβάσουν ξύλα, ἀπάν᾽ ἀπ᾽ τοῦ Κουρούπη τὰ κατσάβραχα, στὸ Στοιβωτό, ἐκεῖ ποὺ δὲν μπορεῖ γίδι νὰ πατήσῃ. Καλὰ νὰ τὰ παθαίνουν!
― Μυαλὸ δὲν ἔχουν, αὐτὸς οὑ κόσμους, θὰ πῶ*, εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ. Τώρα οἱ ἀθρῶποι γινῆκαν ἀπόκοτοι.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ἡ Ντελησυφέρω




Πῶς ἐβιάσθη κ᾽ ἐσήμαινε τόσον ἐνωρίς, ὁ παπα-Μανωλὴς ὁ Σιρέτης, τὴν ἀκολουθίαν τῶν Χριστουγέννων; Ἢ ὕπνον δὲν θὰ εἶχε, ἢ τ᾽ ὡρολόγι του εἶχε σταματήσει, ἢ τὸ ξυπνητήρι του τὸν ἐγέλασε. Ἄλλες χρονιὲς ἡ καμπάνα ἐβαροῦσε τέσσερες ὧρες νὰ φέξῃ, τώρα ἐχτύπησε βαθιὰ τὰ μεσάνυχτα. Κ᾽ ἡ θεια-Μαριὼ ἡ Χρήσταινα, ἡ κοινῶς λεγομένη Ντελησυφέρω, μόλις εἶχε κλείσει τ᾽ ὄμμα εἰς ἐλαφρὸν ὕπνον, καὶ ἀμέσως τὴν ἐξύπνησε τῶν κωδώνων ἡ χαρμόσυνος κλαγγή. Κι αὐτὴ ὁποὺ τὶς ἄλλες χρονιὲς ἦτον ἐπὶ ποδὸς μίαν ὥραν ἀρχύτερα, πρὶν σημάνῃ, στολισμένη κ᾽ ἕτοιμη, διὰ νὰ πάῃ μὲ τὴν ὥραν της νὰ πιάσῃ καὶ τὸ στασίδι της, εἰς τὸ διαμέρισμα τῶν ἡλικιωμένων γυναικῶν ―τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο χωριστὰ ἀπὸ τὸν ἀνώγειον γυναικωνίτην, εἰς τὸ ἐπίπεδον τοῦ ναοῦ, κατὰ τὴν βορειοδυτικὴν γωνίαν―, τώρα μόλις θὰ ἐπρόφθανε νὰ ἐνδυθῇ καὶ νὰ ἑτοιμασθῇ καὶ θὰ ἔτρεχε μὲ βίαν, μήπως προλάβῃ καμμία ἄλλη, ἀπὸ ἐκείνας ποὺ πηγαίνουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν δύο φορὲς τὸν χρόνον, διὰ νὰ δείξουν τὰ στολίδια τους, καὶ τῆς πάρῃ μὲ ἀδιακρισίαν τὸ στασίδι της.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια



Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις-Βασίλης, Φῶτα.
Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε νὰ τὸν ἀκούη ἡ γειτόνισσα:
― Σεβτὰς εἶν᾽ αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς*…· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.
Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα-Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».
Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα* εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.
Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικές τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατούκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ᾽ ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφος μὲ καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλῃ κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.
Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.
Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσει ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:
Σοκάκι μου μακρὺ-στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κάμε κ᾽ ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.
Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως:
Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα,
δὲν εἶπες μιὰ φορὰ κ᾽ ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα.
*
* *

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ὑπηρέτρα




Τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους… ἡ δεκαοκταέτις κόρη τὸ Οὐρανιὼ τὸ Διόμικο, μελαγχροινὴ νοστιμούλα, ἐκλείσθη εἰς τὴν οἰκίαν της ἐνωρίς, διότι ἦτο μόνη.
Ὁ πατήρ της, ὁ ἀτυχὴς μπαρμπα-Διόμας, ἀρχαῖος ἐμποροπλοίαρχος πτωχεύσας, ὅστις κατήντησε νὰ γίνῃ πορθμεὺς εἰς τὸ γῆράς του, εἶχεν ἐπιβῆ τῆς λέμβου του περὶ μεσημβρίαν, ὅπως πλεύσῃ εἰς τὴν νῆσον Τσουγκριᾶν, τρία μίλια ἀπέχουσαν, καὶ διαπορθμεύσῃ ἐκεῖθεν εἰς τὴν πολίχνην ἑορτασίμους τινὰς προμηθείας. Ὑπεσχέθη ὅτι θὰ ἐπανήρχετο πρὸς ἑσπέραν, ἀλλ᾽ ἐνύκτωσε καὶ ἀκόμη δὲν ἐφάνη.
Ἡ νέα ἦτο ὀρφανὴ ἐκ μητρός. Ἡ μόνη πρὸς μητρὸς θεία της, ἥτις τῆς ἐκράτει ἄλλοτε συντροφίαν, διότι αἱ οἰκίαι των ἐχωρίζοντο δι᾽ ἑνὸς τοίχου, ἐμάλωσε καὶ αὐτὴ μαζί της διὰ δύο στρέμματα ἀγροῦ, καὶ δὲν ὡμιλοῦντο πλέον. Ἡ νεᾶνις ἐκάθισε πλησίον τοῦ πυρός, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀνάψει εἰς τὴν ἑστίαν περιμένουσα τὸν πατέρα της, καὶ ἐκράτει τὸ οὖς τεταμένον εἰς πάντα θόρυβον, εἰς τὰ φαιδρὰ ᾄσματα τῶν παίδων τῆς ὁδοῦ, ἀνυπόμονος καὶ ἀνησυχοῦσα πότε ὁ πατήρ της νὰ ἔλθῃ.

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Γιώργος Μπλάνας: [Θυμάσαι, ανάθεμά σε;]



Πήρε τα μάτια του από τη γη,
κοίταξε γύρω του και είδε τον ουρανό
να αιμορραγεί σκοτάδι στα δόντια της πόλης.
"Αυτήν τη σιωπή μου ζητάς
να μιλήσω καρδιά μου; Πού ήσουν
πριν σε φωνάξω ακτή, στον βυθό
των πόθων μου; Πού ήσουν πριν ριχτώ
απ' την ακτή σου στον γκρεμό μου;

Την αλήθεια σου πεθαίνω, αρπακτικό
κι εσύ τρέφεις το ψέμα σου με τον αφανισμό μου''
είπε και δάκρυσε κάτι αιφνίδια φωτεινό.

Κάτι αιφνίδια φωτεινό δάκρυσε∙ όμως
δεν ήταν θλίψη ούτε απόγνωση βαθιά
που σηκώνει τον γιακά της ερημιάς
και συνεχίζει σκοτεινά.
Ηταν οργή. Σηκώθηκε, έβαλε εκείνα τα λινά παπούτσια
κι είπε στην πέτρα: ''Εδώ καρδιά μου
θα τριγυρίζω, ώσπου να μάθεις να πετάς:
πουλί αμετανόητο, ελάφι φωτεινό και φίδι μόσχος
στον αφαλό του ελαφιού.
Θυμάσαι, ανάθεμά σε;

Ιάκωβος Πολυλάς: Ωδή. Εις τον θάνατον Διονυσίου Σολωμού


Έργο του Γεωργίου Σαμαρτζή

Ελλάς, τα μαύρα φόρεσε
και κλίνε το κεφάλι!
Το κάλλιο απ’ τα τέκνα σου
στου τάφου την αγκάλη
τ’ άψυχο σώμ’ ανάπαψε,
κι από τους ουρανούς.

Που φώτιζαν το πνεύμα του
μ’ απόκρυφη σοφία,
κι ερύθμιζαν τα χείλη του
μ’ ανήκουστη αρμονία
που θέλει φθάσει ανίκητη
στους ύστερους καιρούς,

Της δόξας τ’ αχερόπλεχτο
στεφάνι λησμονώντας,
γέρνει σ’ εσέ φιλόστοργα
τον πόνο σου θωρώντας,
και να χαρεί τ’ αδάκρυτα
βασίλεια αργοπορά.

Αργοπορά· τα δάκρυα σου
ποληώρα μελετάει,
τ' αθάνατά σου αισθήματα
με ζήλο ανθολογάει,
δώρο στο θρόνο τ’ Άπλαστου
να φέρει ταπεινά.

Κλάψε! φωνή δε βρίσκεται
να σε παρηγορήσει,
πάρεξ από τον πόνο σου
για λίγο αν ξαναζήσει
το χείλι που χαιρέτησε
την θείαν Ελευθεριά!

Κλάψε! — και πάλι θάρρεψε,
στον πόνο ω μαθημένη!
Αιώνες δε σου μάραναν
την αρετή κρυμένη
στ’ αραχνιασμένο σάβανο
στην έρμη σκοτεινιά.

Κι όταν στεριές και πέλαγα
ξανάειδαν τη μορφή σου
τόσο λαμπρή που χλώμιασαν
οι τύραννοι της γης σου,
με ύμνους σε στεφάνωσε
το τέκνο που θρηνείς.

Κι η Μούσα η νέα του Έλληνος
πετάχθη αρματωμένη,
ωραία σαν την Αθάνατη
που ο μύθος παρασταίνει,
ανδρειωμένο γέννημα
ουράνιας κορυφής.

Α! στα θεϊκά του ονείρατα
ο ποιητής θωρούσε
της μοίρας σου το πλήρωμα,
και το στεφάνι ανθούσε,
που ολόγυρα στην κόμη σου
θα πλέξουν οι καιροί,

Όταν θα ιδείς το πνεύμα σου
σημαία φωτός να στήσει
σ’ όλη τη γη που βάρβαρος
εχθρός έχει πατήσει,
κι από του νου τη δύναμη
η οργή του νικηθεί.

Και τώρα στην παράδεισο
ασπάσθη τον υιό σου
άγγελος πόχει μέριμνα
γλυκειά το ριζικό σου,
μια φλογερή στο πρόσωπο
ουσία χερουβική.

Στην άβυσσο του Μέλλοντος
βυθίζοντας το βλέμμα,
στην κεφαλή του απίθωσε
ολόφωτο ένα στέμμα,
και «Χαίρε» λέει του Πλάστη μας
εικόνα αγαπητή!

Το πάτημά σου εθαύμασεν,
οπού φεγγοβολούσε,
ο αιώνας, και στα πόδια σου
τον έπαινο σκορπούσε,
άνθος που βγάνει ασύγκριτο
η ανθρώπινη φωνή.

Και συ μ’ εμένα εχαίροσουν
την ποθητήν αλήθεια,
κα σου αναβρύζαν άσματα
στα φλογισμένα στήθια,
την ώρα αθανατίζοντας
στην πρόσκαιρη ζωή.

Θάρρος συχνά σου στάλαζα
στην ταπεινή ανδρειά σου
και θ’ αληθέψει σου 'λεγα,
ο πόθος της καρδιάς σου,
στη γη, που πρώτη το ’δειξε,
να λάμψει το Καλό.

Στον τάφο σου εγονάτισε
η Ελλάς ορφανεμένη·
με νέαν ορμή στο δρόμο της
να σηκωθεί ζωσμένη,
εγκάρδια προς τον Άπλαστο
μ’ εσέ παρακαλώ.


[πηγή: Πολυλάς, Άπαντα τα λογοτεχνικά και κριτικά, επιμ. Γ. Βαλέτας, Εκδόσεις Νίκα, Αθήνα 1959 (δεύτερη έκδοση συμπληρωμένη), σ. 5-8]



Όμηρος: Οδύσσεια (Μετάφραση Εφταλιώτη)/β



Ἔφεξ' ἡ ροδοδάχτυλη τῆς νύχτας κόρη Αὐγούλα,
καὶ τοῦ Ὀδυσσέα ὁ ἀκριβογιὸς σηκώθη ἀπὸ τὸ στρῶμα,
ντύθηκε, ζώνει τὸ σπαθὶ τὸ κοφτερὸ στὸν ὦμο,
ὥρια ποδένει σάνταλα στὰ πόδια τὰ λαμπρά του,
καὶ βγαίνει ἀπὸ τὸ θάλαμο μὲ ἀθάνατο παρόμοιος.
Διαλαλητάδες πρόσταξε καλόφωνους ἀμέσως
τοὺς μακρομάλληδες Ἀχαιοὺς σὲ συντυχιὰ νὰ κράξουν.
Τοὺς κράξανε, καὶ γλήγορα συνάχτηκαν ἐκεῖνοι.
Καὶ σὰ συνάχτηκαν, καὶ μιὰ παρέα ὅλοι γενῆκαν,
κινάει ἐκεῖ μὲ χάλκινο κοντάρι στὴν παλάμη,        10
μονάχος ὄχι· δυὸ σκυλιὰ γοργόποδ' ἀκλουθοῦσαν,
κι ἡ Ἀθηνᾶ μὲ θεόλαμπρη τὸν περεχοῦσε χάρη.

Όμηρος: Οδύσσεια (Μετάφραση Εφταλιώτη)/α



Τὸν ἄντρα τὸν πολύπραγο τραγούδησέ μου, ὦ Μοῦσα,
ποὺ περισσὰ πλανήθηκε, σὰν κούρσεψε τῆς Τροίας
τὸ ἱερὸ κάστρο, καὶ πολλῶν ἀνθρώπων εἶδε χῶρες
κι ἔμαθε γνῶμες, καὶ πολλὰ στὰ πέλαα βρῆκε πάθια,
γιὰ μιὰ ζωὴ παλεύοντας καὶ γυρισμὸ συντρόφων.
Μὰ πάλε δὲν τοὺς γλύτωσε, κι ἂν τὸ ποθοῦσε, ἐκείνους,
τὶ ἀπὸ δική τους χάθηκαν οἱ κούφιοι ἀμυαλωσύνη,
τοῦ Ἥλιου τοῦ Ὑπερίονα σὰν ἔφαγαν τὰ βόδια,
κι αὐτὸς τοὺς πῆρε τὴ γλυκειὰ τοῦ γυρισμοῦ τους μέρα.
Ἀπ' ὅπου ἂν τά 'χης, πές μας τα, ὦ θεά, τοῦ Δία κόρη.        10

Τάσος Γαλάτης: Στύσεως εγκώμιον



Όσο και να με τρομοκρατούσαν στο κατηχητικό
με τους επικρεμάμενους κινδύνους
που απειλούσαν την έμφυτη ροπή μου προς την αμαρτία
η εφηβεία μου αναδεικνυόταν τελικά πιο κραταιή
από τις ταξιαρχίες των αγγέλων
και τα σμήνη των Χερουβείμ και Σεραφείμ.

Παρά τις άδολες όσο και μάταιες προσευχές μου
η φύση μου δεν έπαυε ούτε στιγμή να διεγείρεται
θρασεία και ανυπάκουη όπου και να βρισκόμουνα
στο δρόμο, στο λεωφορείο, στο σχολείο
ανελλιπώς δε στην εκκλησία.
Στις πλέον κατανυκτικές στιγμές
με τα σχοινοτενή εκείνα, κύριε ελέησον, τα δι’ ευχών και δόξα σοι
τα θυμιάματα και τις γεμάτες συντριβή γονυκλισίες
μού ήταν διαρκώς τσαντήρι
όπως αδιάντροπα χυδαιολογούσαν τότε
οι πιο ξεσχολισμένοι από εμένα μάγκες
ενώ εγώ σιωπούσα πάντοτε κόσμιος και καυλωμένος.

Η κατά μόνας διέξοδος σπανίως με λύτρωνε
καθώς ακολουθούσαν αδυσώπητες οι τύψεις
ιδίως τις νύχτες όταν χρειαζόταν να διασχίσω το σπίτι ακροποδητί
για να βρω την τουαλέτα στη βεράντα ή στο μπαλκόνι
θέσεις επίλεκτες για τις πιεστικές ανάγκες
σύμφωνα με τις προδιαγραφές της οικοδομικής στις λαϊκές συνοικίες.

Παρά ταύτα λίγο αργότερα ή σχεδόν αμέσως
το χαρμόσυνο μαρτύριο επαναλαμβανόταν'
η εξεγερμένη σάρκα μου κατήγε νέους θριάμβους
ακατάβλητη από τις επιθέσεις των αγγέλων
και τα ρητά των ευαγγελιστών και των προφητανάκτων που αποστήθιζα
κι έτσι απαλλάχτηκα εν τέλει από την κόλαση
πού πια καιρός μέσα στην τόση καύλα
να με απασχολήσουν οι ραδιουργίες του Εωσφόρου
η μετά θάνατον ζωή κι όλες οι άλλες μεταφυσικές αηδίες.


Κική Δημουλά: Κλέφτες στη σκέψη




Κλέφτες στη σκέψη
Kλαίγοντας περιγράφει
πώς ρήμαξαν το σπίτι της ληστές
της πήρανε χρυσαφικά και βίασαν οι άθλιοι
γερόντισσες αξίες.

Δε χαίρεται;

Eμένα έχει χρόνια να πατήσει
κλέφτης το πόδι του στο σπίτι
ούτε για καφέ.
Eπίτηδες αφήνω ξεκλείδωτο το μπρίκι.

Kάθε φορά επιστρέφοντας προσεύχομαι
να βρώ σπασμένους τους κυνόδοντες της πόρτας

να σείονται τα φώτα σαν μόλις να κουτούλησαν
με σεισμού πανύψηλου κεφάλι

να δω κλεμμένα τα κτερίσματα
από τις μούμιες βασιλείες του καθρέφτη

σαν κάποιος να ξυρίστηκε στο μπάνιο
και στη σπανή αφή μου να 'χουν φυτρώσει γένια
χάμω δεμένη χειροπόδαρα να κείται η διάψευσή τους

κι απ' την κουζίνα να 'ρχεται με το πάσο του ατμός
ζεστής πατημασιάς με μπόλικη κανέλα από πάνω.


ΠΗΓΗ

Κική Δημουλά: Ωδή σε μια επιτραπέζια λάμπα



Στη μνήμη του θείου μου
Παναγιώτη Kαλαμαριώτη

Παλιά επιτραπέζια λάμπα,
δουλεμένη από τεχνίτη Aνατολίτη
με φαντασία και πρόβλεψη.
Tην έφερ' ένας θειος μου δικαστής από τη Σμύρνη
και στο φως της
δεθήκανε οι νόμοι με τις πράξεις των ανθρώπων.

H πείρα της μεγάλη στα ελαφρυντικά,
στο τι βρασμός ψυχής, τι προμελέτη.
Tόσα χτυπήματα στο στήθος από ζηλοτυπία,
βεντέτες για μια μεσοτοιχία,
για μια κατσίκα που μηρύκασε ξένο χορτάρι.
Γνώρισε πάμπολλους προτέρους έντιμους βίους
κι ερωτεύτηκε ενόχους.

Kαημένε θείε,
πώς τα πας μ' αυτόν το νέο νομοθέτη
και τους νόμους του –
ύλη αδίδακτη ο θάνατος.
Tης ύπαρξής σου δεν πήγες συνήγορος.
Aλλ' είναι η ζωή
απ' τις χαμένες υποθέσεις,
ακόμα και για τους δυνατούς νομομαθείς,
όπως ήσουν.

Kληρονομιά μου τώρα η λάμπα.
Δουλεμένη με φαντασία
και προπαντός με πρόβλεψη.

Tο φως της, για νά 'ρθει να σταθεί
σαν άλλος ένας κουρασμένος αναγνώστης
του ίδιου μ' εμένανε βιβλίου
ή σαν διαιτητής ανάμεσα στο άγραφο χαρτί,
που νικητής πάλι βγαίνει απόψε
και νικημένα όσα σκόπευα να γράψω,
πηδάει μέσ' από πλούσια φύλλα φοινικιάς.
Kι αυτό υποκινεί βλάστηση.
Kάτω απ' τη φοινικιά
στέκει, σκυφτός και μειλίχιος, ένας γέροντας.
Eίχε και φλέβα πείρας ο τεχνίτης:
μόνο φως, μόνο φύλλα φοινικιάς,
φόβων και καιρών αντίπαλοι δεν γίνονται.
H μοναξιά φοβάται μόνο τον άνθρωπο δίπλα σου.

Kαλά λοιπόν που είναι εδώ αυτός ο γέροντας.
Aνατολίτη τον δείχνει η κελεμπία, το σαρίκι
και το μαυριδερό άσαρκο πρόσωπο.
Tο χέρι του, απλωμένο σε σένα,
δεν ξέρεις αν σε καλεί να πλησιάσεις,
αν απαιτεί, εξηγεί, οδηγεί ή προβλέπει.
Όλ' αυτά ένας τεχνίτης μπορεί να τα χωρέσει
στην ίδια κίνηση,
όπως κι η ζωή τα χωράει όλα στο ένα της πέρασμα.
Mπορεί να είναι μουεζίνης
κι ετούτη τη στιγμή να εξηγεί στο θεό του
τι λείπει από τον έναν κόσμο.
Mπορεί να είναι επαίτης.
Ή νυχτοφύλακας
της προεκτεινόμενης πέρ' απ' τη λάμπα τροπικότητας.
Ίσως ρήτορας ξεπεσμένος σε είδη διακοσμητικά,
ασκητής,
οδοιπόρος που πέτυχε ίσκιο αναπάντεχο
στην προεκτεινόμενη πέρ' απ' τη λάμπα έρημο.
Ποιος ξέρει; Kανένας περιηγητής,
που έχασε το δρόμο
αλλά και το νόημα της περιηγήσεώς του.
Kαι τώρα, υψώνοντας το χέρι, με ρωτάει
ποιος είν' ο δρόμος και ποιο το νόημά του.
Eμένα ρωτάει
ποιος είν' ο δρόμος και ποιο το νόημά του;

Nυχτοφύλακας ή επαίτης,
περιηγητής, ρήτορας,
μωαμεθανός ή άπατρις,
εμένα δεν με νοιάζει.
Eγώ,
έτσι που πέρασαν τα χρόνια,
έτσι που ήρθανε τα πράγματα,
Προφήτη τον ορίζω.
Γιατί Προφήτη τον χρειάζομαι,
έτσι που χάθηκαν τα χρόνια,
έτσι που στέκουνε τα πράγματα.


ΠΗΓΗ

Pablo Neruda: Το έντομο



Από τους γοφούς σου ως τα πέλματα σου
θέλω να κάνω ένα μακρύ ταξίδι.

Είμαι πιο μικρός κι από έντομο.

Προχωρώ απ’ αυτούς τους λόφους,
έχουν το χρώμα της βρόμης,
έχουν σημάδια πολύ λεπτά
που μόνο εγώ γνωρίζω,
εκατοστά καμένα,
ωχρές προοπτικές.

Εδώ υπάρχει ένα μικρό βουνό.
Ποτέ δεν θα φύγω απ’ αυτό.
Ω! τι γιγάντιο μούσκλι!
Κι ένας κρατήρας, ένα τριαντάφυλλο
από φωτιά που έχει πάρει υγρασία.

Τα πόδια σου κατεβαίνω
σαν να γνέθω μια σπείρα
ή ταξιδεύω κοιμισμένος
και φτάνω ως τα γόνατα σου
με τη στρογγυλή σκληράδα
σαν να φτάνω στις στέρεες κορυφές
μιας διάφανης ηπείρου.

Από τα πόδια σου γλιστράω,
στα οκτώ ανοίγματα
ανάμεσα στα μυτερά, αργοκίνητα,
σε σχήμα χερσονήσων, δάκτυλα σου,
κι από αυτά στο κενό του λευκού σεντονιού
πέφτω, ψάχνοντας τυφλός
και πεινασμένος το περίγραμμα σου
καυτού αγγείου!


Πηγή

Νικόλαος Κάλας: Θαλάσσια πλεονεκτήματα ΙΙ



Όταν αποτυχία συνθλίβει αισθήματά μας
κι οι άλλες κι οι προάλλες είν’ πολλές
για να οδεύει άνετα η σάρκα μέσα από τόσες αναποδιές
δεν αρκούν οι επιθυμίες της να πάψουν να εξεικονίζονται
πρέπει κι εμείς να φύγουμε, να βρούμε το θάρρος κάποιας φυγής.

Άρης Αλεξάνδρου: Μέσα στις πέτρες



Κι όμως δεν αυτοκτόνησα.
Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει μοναχός του στο πριονιστήριο;
Η θέση μας είναι μέσα δω σ’ αυτό το δάσος
με τα κλαδιά κομμένα μισοκαμένους τους κορμούς
με τις ρίζες σφηνωμένες μες στις πέτρες.


ΕΥΘΥΤΗΣ ΟΔΩΝ (1959)

Φαίδρος Μπαρλάς: Μνημόσυνο γιά τόν Οὐάϊλντ



Εἶναι μὲς στοὺς νεκροὺς ὁ περισσότερο νεκρός·
κι ἀκόμα: ὁ πιὸ ἀσύγχρονος, ὁ πιὸ ξένος, ὁ πιό ἐχθρικός!
Ὑπῆρξε εὐφυής·
Καὶ ὁ δικός μας καιρὸς θεωρεῖ τὴν εὐφυῒα παράπτωμα.
Ὑπῆρξε εὐφραδὴς ·
κ’ ἡ ἐποχὴ μας βαριέται τὶς εὐφράδειες.
Ὑπῆρξε ἄπιστος καὶ σκεπτικιστής·
κ’ ἐμεῖς διαθέτουμε ἀποθέματα πίστεως
γιὰ λεγεῶνες ὁλόκληρες εἰδώλων!
Ὑπῆρξε ἀτομιστής·
κ’ ἐμεῖς πρεσβεύουμε ὅτι ἐκεῖνο πού προέχει εἶναι τὸ σύνολο.
Ὑπῆρξε ἐλεύθερος καὶ ἀπροκατάληπτος·
κ’ ἐμεῖς καῖμε λιβάνι καὶ θυσιάζουμε ζωὲς
στὸ Φανατισμὸ καὶ στὸ Δόγμα!
Ὑπῆρξε ἐπιτηδευμένος·
κ’ ἐμεῖς— μὲ πρωτοπόρο τὴν ἀμερικανικὴ νεολαία —
θεσπίσαμε τὴν ἁπλότητα !..
Ὑπῆρξε ἕνας «συγγραφεὺς παρακμῆς»
κ’ ἡ ἐποχή μας —
ἐποχὴ ἐσχάτης παρακμῆς —
ἀποστρέφεται τοὺς «συγγραφεῖς τῆς παρακμῆς»
καὶ ἀναζητεῖ «τὸ ἀδιαβλήτως πρωτόγονο ἔργο»,
ὅπως ἡ ντελικάτη ἐκφυλισμένη κυρία
ἀναζητεῖ «τὸν ἀδιαβλήτως πρωτόγονο ἄντρα»:
τὸν πυγμάχο ἢ τὸν τσοπάνη…
Συγγραφεὺς τῆς ἐποχῆς μας
εἶναι ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης!
Ζωγράφος της:
ὁ τσολιὰς Θεόφιλος Χατζημιχαήλ!..

Ἦταν ὁ τελευταῖος μίας ἐκλεκτῆς λεγεώνας…
Μίας λεγεώνας ἀπὸ ποιητές, πού τὸ ἔργο τους δὲν ἐστάθηκε
παρὰ ἡ ἀντανάκλαση τῆς ζωῆς τους-
μιᾶς ζωῆς ὅλης Ἔνταση, Ἔπαρση, Μεγαλεῖο, Μαρτύριο.
Ποιός, ἆρα γε, αὐριανὸς ἔφηβος ποιητὴς
θὰ ὀνειρευτῇ στὸν τάφο τοῦ Ἔλιοτ –
τοῦ γραφειοκράτη αὐτοῦ τῆς Ποιήσεως,
τοῦ ἀψόγου ἀστοῦ;..

Ποιὸν θὰ συνεπάρουν
Οἱ παραπομπὲς κ’ οἱ ὑποσημειώσεις του –
ἡ λατρεία του γιὰ τὸ καλῆς ποιότητος τυρί,
ἡ νοικοκυρεμμένη καὶ συμμορφωμένη ζωή του ;..

Δὲν μπορεῖ πιὰ κανεὶς νὰ παρομοιάσῃ
τοὺς ποιητὲς μὲ τοὺς ἄλμπατρος –
τοὺς πρίγκιπες αὐτοὺς τῶν νεφῶν
πού τὰ γιγάντια φτερά τους
τοὺς ἐμποδίζουν
νὰ περπατᾶνε…
Οἱ ποιητὲς τοῦ καιροῦ μας περπατᾶνε θαυμάσια,
χωρὶς νὰ τοὺς ἐμποδίζουν «τὰ γιγάντια φτερά τους»·
αὐτά, τ’ἀνοίγουνε μόνο στὸ σπίτι,
γιὰ νὰ γράψουν
-ὅποτε ἐπιτρέπουν
καὶ στὸ φυλακισμένο τους «ὑποσυνείδητο» νὰ βγῇ ἔξω
νὰ πάρῃ λίγον ἀέρα
καὶ νὰ πῇ στὸ χαρτὶ
ὅσα πράγματα δὲν εἶναι φρόνιμο
κανεὶς νὰ τὰ λέῃ στὸ δρόμο…
Ἄλλα δὲν εἶχαν πάντα οἱ ποιητὲς μιὰ τέτοια «σύνεση»…

Σήμερα, εἶναι μὲς στοὺς νεκροὺς ὁ περισσότερο νεκρός…
Δὲν ξέρω,
ἂν ζοῦσε ἀνάμεσά μας,
θὰ δυνάμωνε ἢ θὰ στέρευε ἡ εἰρωνεία στὰ χείλια του;
Δὲν ξέρω τί θὰ γινόταν
ἂν τὸν καταδικάζαμε νὰ πηγαίνῃ σ’ ἀμερικάνικα φίλμς
-ἢ νὰ παρακολουθῇ κομμουνιστικὲς διαδηλώσεις…
Ἀλλά μοῦ φαίνεται πὼς τὸν βλέπω –
μὲ τὸ ἀλαζονικὸ ἡλιοτρόπιο νὰ τοῦ σκιάζη τὸ πέτο,
μὲ τὴν ἀγέρωχη λάμψη τῆς Μεγαλοφυῒας στὸ βλέμμα —
νὰ σκάῃ σὲ μεγάλα,
σὲ τεράστια γέλοια !…

Φαίδρος Μπαρλάς: Εν Έτει 2000



Όταν μεγάλωσε, έμαθε
πως ο πατέρας του
ήταν κι αυτός,
«τη νύχτα εκείνη»,
στο Πολυτεχνείο.
Η θεία του η Λιλή,
ο θείος του ο Μιχάλης,
ήταν κι αυτοί,
«τη νύχτα εκείνη»,
στο Πολυτεχνείο.
Όλοι οι γνωστοί του μπαμπά,
όλες οι γνωστές της μαμάς,
ήταν κι αυτοί,
«τη νύχτα εκείνη»,
στο Πολυτεχνείο…
Τώρα, κάθε πρωί,
καθώς κατηφορίζει την οδό Πατησίων
κι αντικρύζει την καγκελλόπορτα
την κλεισμένη «εις μνήμην».
στριφογυρίζει στο νου του
η ίδια απορία:
«Πώς διάβολο χώρεσαν
όλοι αυτοί εδώ μέσα;…»

Φαίδρος Μπαρλάς: Οι λεοπαρδάλεις



Τρυπώσαμε ὅλοι στὰ σπίτια μας ἔντρομοι
ὅταν φάνηκαν οἱ λεοπαρδάλεις στὴν πόλη.

Ἀγριεμμένες, διψασμένες γιὰ αἷμα, κοιτάζανε
μὲ μάτι θολὸ τὶς κατάκλειστες πόρτες –
μὴ ξεμυτίση κανένας, νὰ τὸν ξεσκίσουν.

Σιγὰ-σιγὰ ὅμως,
θέλεις τὸ κρέας –
πού κρεμότανε ἄφθονο στὰ τσιγκέλια
τῶν παρατημένων κρεοπωλείων
καὶ καταπράυνε τὴν ἀρχαία,
τὴν ἀχόρταγη πεῖνα τους –
θέλεις οἱ ὡραῖες λιακάδες τῆς πόλης μας –
πού τὶς χαιρόντουσαν, χουζουρεύοντας,
ξάπλα στὴ μέση τῶν ἔρημων δρόμων –,
οἱ λεοπαρδάλεις ἀρχίσανε,
ὅσο νάναι, νὰ ἡμερεύουν.

Ξεθαρρέψανε κάνας-δύο, τὶς πλησιάσανε,
τὶς ταΐσανε μὲ λιχουδιές, ποὺ φυλάγαν,
γιὰ τέτοιες ὧρες ἀνάγκης, στὸ σπίτι.
Οἱ λεοπαρδάλεις τὶς φάγανε –
γλείψαν καὶ τὸ μουσούδι τους,
τεντωθήκανε.

«Φανερό», εἶπε κάποιος,
«δὲν θὰ φᾶνε κ’ ἐμᾶς, ἅμα ξέρουν
πῶς θὰ τοὺς ρίχνουμε λιχουδιές.»
Ἔτσι, σὲ λίγο καιρό, ξεθαρρέψαμε ὅλοι
ἀνοίξαμε πόρτες καὶ παράθυρα διάπλατα,
κυκλοφορούσαμε στοὺς δρόμους καὶ στὶς πλατεῖες,
ἄνθρωποι καὶ λεοπαρδάλεις ἀνάκατα.
Ἀπ’ τὸ τομάρι πιὰ μόνο μᾶς ξεχώριζες.
Βέβαια, παραμερίζαμε μὲ σέβας στὸ διάβα τους,
τοὺς προσφέραμε τὰ καλύτερα κρέατα,
τὶς ἐκλεκτότερες ποικιλίες ἀλλαντικῶν,
δηλώναμε, φωναχτά, ὁ ἕνας στὸν ἄλλο,
πῶς ὡραιότερα ζῶα ἀπὸ αὐτά,
ποῦ ἡ παρουσία τοὺς τιμοῦσε τὴν πόλη μας,
δὲν εἴχαμε ξαναδῆ στὴ ζωή μας!.

Μερικοί, μία φορά, παραπαίρνοντας θάρρος,
καθὼς βλέπανε τὶς λεοπαρδάλεις νὰ μπαταλεύουν –
ἀπ’ τὸ πολὺ φαΐ ποὺ τοὺς ρίχναμε,
τὴ λιακάδα, τὴν ξάπλα καὶ τὸ χουζούρι –
φαντάστηκαν πὼς θάταν βολετὸ νὰ τὶς διώξουν.
Μὰ οἱ λεοπαρδάλεις τοὺς κάνανε χίλια κομμάτια,
πρὶν προλάβουν ν’ ἁπλώσουν χέρι ἀπάνω τους.

Ἀπὸ τότε, τὸ βάλαμε καλὰ στὸ μυαλό μας,
τὸ τυπώσαμε σ’ ὅλα τὰ βιβλία ζωολογίας,
τὸ ἀποστηθίζουμε κάθε μέρα σὰν προσευχή:
«Δὲν πειράζουν οἱ λεοπαρδάλεις,
ἂν δὲν τίς πειράξης
μὴν τὶς πειράζης,
γιὰ νὰ μὴ σέ πειράξουν.»
Ὅλοι πιά, πρόθυμα κ’ εὐσυνείδητα, τὶς ταΐζουμε,
πρόθυμα κ’ εὐσυνείδητά τους φέρνουμε λιχουδιὲς –
κι ὅσοι ἔχουνε χέρι ἁπαλὸ κι ἐπιδέξιο
τοὺς χαϊδεύουν τὴ ράχη ἢ τὸ μουσούδι.

Κ’ οἱ λεοπαρδάλεις – ποιὸς θὰ τὸ πίστευε; –
τρίβονται λιγωμένες ἀπάνω τους,
ἀφήνοντας μικρὰ μουγκρητὰ εὐχαρίστησης.
Αὐτὸς – καταλήξαμε- – εἶναι ὁ τρόπος
γιὰ ν’ ἀντιμετωπίζη κανεὶς τὶς λεοπαρδάλεις
καὶ τὸν μαθαίνουμε τώρα καὶ στὰ παιδιά μας,
γιὰ νὰ τὸν μάθουν κι αὐτὰ
στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τους:
νὰ τὰ μάθουν ν’ ἀγαποῦν τὶς λεοπαρδάλεις,
νὰ σέβωνται τὶς λεοπαρδάλεις,
νὰ ταΐζουνε τὶς λεοπαρδάλεις,
ἀφοῦ γιὰ πάντα, ὅπως ξέρουμε, θάναι –
ἔξω ἀπὸ κακὸ ἢ ἀρρώστεια! –
οἱ λεοπαρδάλεις ἀφέντες στὴν πόλη μας.

Ντίνος Χριστιανόπουλος: Αντιγόνης υπέρ Οιδίποδος



Άνδρες Αθηναίοι, τι μας κοιτάτε με περιέργεια;
Αυτός είν’ ο πατέρας μου, ο Οιδίποδας,
που κάποτε ήταν βασιλιάς τρανός και τώρα
γυρνάει στην αγορά σας πληγωμένος
από τη μοίρα, κουρελιάρης και τυφλός,
παίζοντας το χαλασμένο του οργανάκι.

Άνδρες Αθηναίοι, κάθε οβολός σας
προσθέτει στην καρδιά σας μια ραγισματιά.
Του Οίκου μας τα μυστικά βαραίνουν
απ’ της δικής σας φαντασίας τις προσθήκες.
Αφήστε μας, ως πότε θα μας σέρνετε
εδώ κι εκεί, σα Γύφτο με αρκούδα –
κι οι τραγωδοί να μας ανεβάζουν στα θέατρα,
να μας πολιορκούν για λεπτομέρειες,
και να ρωτούν πώς γίνηκε αυτό,
πώς δεν κατάφερε το χτύπημα να τ’ αποφύγει.

Άνδρες Αθηναίοι, δε σας φτάνει
που ο πατέρας μου υπήρξε ποιητής,
ο πρώτος του συμβολισμού εισηγητής,
που με το επίγραμμα «Απάντηση στη Σφίγγα»
έσωσε τη ζωή πολλών σας – χώρια
η αισθητική απόλαυση· γιατί
στον ιδιωτικό του βίο εισδύετε
και ψάχνετε για οιδιπόδεια συμπλέγματα,
άνομους έρωτες
και ηδονές που απαγορεύει η τρεχάμενη ηθική;

Σας έφτανε η «Απάντηση στη Σφίγγα».
Τ’ άλλα ας τ’ αφήνατε στο μισοσκόταδο.
Στο κάτω κάτω, το ’κανε εν αγνοία του
ενώ εσείς το κάνετε εν πλήρει γνώσει.


Πηγή

Ζωή Καρέλλη: Της Αντιγόνης προς την Ισμήνη




Μη θαρρείς αδερφή,
πως δε με πτοεί φόβος άστοργος
με παιδεύει
Ομως ποια είναι
που ακούω η συμβουλή και δε στέργει
στη σειρά να μ’ αφήσει που μένω,
στην υποταγή!
Ω, πόσο φοβούμαι, αδερφή μου,
τα βήματά μου. Δεν ξέρω
γιατί μ’ οδηγεί, απ’ τους άλλους η διαφορά μου,
αυτήν να ζητώ την επιμονή.
Φοβούμαι
κι ανένδοτη με σπρώχνει ορμή.
Δύναμη της ψυχής ή ποια αδυναμία,
λαχτάρα που τίποτε δε λησμονεί
απ’ της συμπάθειας τη θέληση και προσμονή,
τ’ είν’ η αγάπη;
Ολοι λεν πως γνωρίζουν
σε τούτη την σκληρήν εποχή,
τη θεϊκή προσταγή της.
Το κάλεσμα
μοίρα μυστική μένει, οδυνηρή
κι ας ονομάσουν
όσοι από μας θα ‘ρθουν κατόπιν
ηρωική θέληση.
Την γνωρίζω δοκιμασία
και στο θάνατο μ’ οδηγεί.
Μα δεν μπορώ αλλιώς αδερφή μου,
να έχω τη ζωή μου,
άδικη τη νομίζω, αδικία
την κράζω σα λείπει η στοργή.
Τούτη που με κατέχει η θέληση
μ’ ανησυχεί. Απαντοχή, του Θεού
άγνωστη πάντα διδαχή, τόσο διαφορετική
απ’ των ανθρώπων τη ζωντανή διάθεση.
Της αγάπης ολόκληρο τον ορισμό
ποιος εξηγεί και δεν τρομάζει η ψυχή του;
Αμφιβολία για τους άγραφους νόμους
όταν με τυραννεί, άσκοπες βλέπω
των θεών, φανταστικές τις προσταγές.
Πόσο μας σταματούν, οι ανθρώπινες
πραγματικές διαταγές,
οι ανθρώπινες, γνωστικές σκέψεις
κι’ εγώ πιστεύω πως ακούω άλλες φωνές,
βλέψεις αποχτώ άλλες, οδηγίες έχω κρυφές.
Για τα νεκρά σώματα παρηγοριές
τοιμάζομαι να δώσω τον έρωτα
που ζωντανό φέρνω μέσα μου
κι’ εκείνον που αγαπώ αρνιέμαι,
που ζωντανά μ’ αγαπά,
τους πεθαμένους πονώντας,
του θανάτου αποζητώντας τη συμφορά.
Για ν’ αγαπώ γεννήθηκα κι’ όχι για να μισώ.
Της αγάπης τη δύσκολη χάρη έχω οδηγό,
όπως όταν τον πατέρα οδηγούσα τυφλό
κι’ απ’ την αδυσώπητη δύναμη της ζωής
κατατρεγμένο, αδικημένο κι αμαρτωλό.
Ποιο φέρνει η αγάπη μου μήνυμα πονεμένο;
Προχωρώ προς το θάνατο και τον αψηφώ.
Ποιο αίσθημα διπλό με κατέχει;
Της αιώνιας ζωής πίστη αλάθητη
κι όνειρο μυστικό.


Πηγή

Μιχάλης Κατσαρός: Λαβδακίδαι



Γεννιούνται και έρχονται
γεμίζουν τα θεάματα
οι ιππόδρομοι αλαλάζουν ―
δεν θα τους ανεχτώ σήμερα έτοιμους με το ύφος τους
βουίζοντας διηγώντας φτύνοντας
δεν με αντιλαμβάνονται με το μαύρο μου ένδυμα
έτοιμοι να κατέβουν στις κλίμακες
να διαπεράσουν μέσα στις αρτηρίες μου
σμύρναν και λίβανον
οργή και μίσος
άρτον και θεάματα.

Θα σας συναντήσω ―μην επιμένετε―
κάτω στον πιο μεγάλο υπόνομο
με τα φανάρια σας μες στα νερά
υπαίτιους και αθώους ―
θα σας συναντήσω έναν έναν ξεχωριστά
χωρίς άνεμο και βροχή
ζητώντας τις νύχτες βοήθεια.

Ωστόσο να υποκρίνεσθε άδοξοι
να επιστρέφετε στις εννιά
να τετραγωνίζεσθε
να κλείνετε τα παράθυρα
να μην ελπίζετε πως θα σωθείτε.

Η μικρή έτρεχε μαζεύοντας τα λουλούδια
κι άξαφνα το καπέλο της μες στα νερά.
Δύο μετά μεσημβρίαν η συνάντησις.
Όχι. Επιμένω να φύγουμε.

Σας παίρνω λοιπόν όλους υπό την προστασία μου
διευθυντές κλητήρες υποδηματοποιούς ταραξίες
γκαρσόνια σε εστιατόρια πλύστρες και πόρνες
μαγαζάτορες φοιτητές αντίθετους και ρουφιάνους ―
σας παίρνω στο χαλασμένο άρμα μου
με τ’ ανάπηρο άλογό μου ―
ανακηρύσσομαι ρήτορας κι άλλα σπουδαία.
Ανεβαίνω σε ξύλινα βάθρα κι αναφωνώ
τον τραγικό μου λόγο:
«Θάνατος στο γένος των Λαβδακιδών!»


Πηγή

Κωστής Παλαμάς: Ένας άνθρωπος σ' ένα χωριό



Ἀπὸ τόπον ἄλλον ἕνας ἄνθρωπος ἦλθε σὲ ἕνα χωριό.
Τὸ Χωριὸ σὰ βυθισμένο σὲ λαγκάδι. Γύρω, τοῦ χωριοῦ οἱ πλαγιές, τοίχοι φυλακῆς χλωροπράσινης.
Καὶ εἴπεν ὁ ἄνθρωπος πρὸς τοὺς χωριάτες:
-Τί ὡραῖος καὶ τί μεγάλος ποῦ δείχνεται ὁ κόσμος γύρω σας!
Καὶ τοῦ ἀποκρίθηκαν οἱ χωριάτες:
-Ἀλήθεια! Ὅλο πρασινάδες μᾶς περιζώνουν.
Τὰ βουνά μας ἔχουμε, τὰ βουνά μας. Ἔχουμε καὶ τὰ λιοστάσια μας. Ζοῦμε ἀπ’ αὐτά. Πέρα ἐκεῖ στὸ ριζοβούνι δυὸ τρεῖς φορές τό χρόνο σταίνουμε ζωηρότατα πανηγύρια καὶ γλεντοκοποῦμε.
Τὸ στρώνουμε στὸν ἴσκιο τῆς Κουκουναριᾶς. Πλέκουμε στεφάνια ἀπό μυτριές καὶ τὰ φοροῦμε. Τὸ μεγάλο πράσινο ζουνάρι τοῦ λαγκαδιοῦ μᾶς σφιχτοδένει χειμῶνα καλοκαίρι. Σὰ δὲ σκάφτουμε καὶ σὰ δὲν οργώνουμε, τὸ χαιρόμαστε ἀπὸ τὰ παράθυρά μας.
Καὶ τοὺς εἶπε τότε ὁ ἄνθρωπος:
-Κάτι ἄλλο ἤθελα νὰ σᾶς πῶ. Τὸν κόσμο γύρω σας, τὸν ὡραῖο καὶ τὸν μεγάλο, δὲν εἶναι μπορετό ἄνθρωποί μου, νὰ τονὲ χαρῆτε ἀπὸ τὰ παραθύρια σας.
Τραβᾶτε, σκαρφαλώστε στὸ βουνό, τραβᾶτε παραπέρα ἀπὸ τὰ πανηγύρια σας, κάτου στὴ ριζοβουνιά, ψηλότερα, ψηλότερα, κι’ὡς τὴν κορφή του φτάστε.
Κι’ ἀφοῦ φτάστ’ ἐκεῖ, τότε ρίχτε μιὰ ματιὰ πλατιά, μακριά, τριγύρω σας, πρὸς τὰ βάθια καὶ πρὸς τὰ πλάτια, πρὸς τοὺς ὁρἰζοντες ποὺ δὲν τοὺς βλέπετε καὶ δὲν τοὺς ἔχετε ἀπὸ τὰ παραθύρια σας.
Οὐρανοῦς, ὠκεανοῦς, ὅλα τὰ χρώματα καὶ ὅλο τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέριαν, ἀκομμάτιαστη ὁλόγυρά σας.
Θὰ ἰδῆτε τότε κάτου κάτου κάτου, παράμερα, βαθιά, ἕνα μικρό σημάδι ἀσπροδερό ποὺ μιὰ λιγνή λουρίδα θὰ τὸ φασκιώνει βαθυπράσινη. Καὶ θὰ εἶναι τὸ χωριό σας μὲ τὴ λαγκαδιά του.
Ὅμως τότε, ὅταν θὰ τὸ ματιάσετε ἀπὸ μακριά μακριά, σὰν κάτι λιγοστό καὶ σὰν κάτι ξένο καὶ σὰν κάτι μακρυσμένο, τότε ποὺ θὰ τὸ διῆτε ὁλάκερο, συμμαζεμένο, σὰν κάτι ζωντανό, ὀργανικό ἢ σὰ μιὰ καλοδουλεμένη ζωγραφιὰ μὲ τὴν κορνίζα της, εἰκόνα ποὺ μικρούλα κι ἄν εἶναι, δὲ χάνει τίποτα ἀπὸ τὴν χάρη της, τότε ἄνθρωποί μου, τότε ποὺ θὰ ξανοίξετε τὴν μικράδα καὶ τὴν ταπεινοσύνη τοῦ χωριοῦ σας μπρὸς στὸν ὁλόκοσμο, τότε μαζί θὰ νοιώσετε μέσα σας πιὸ βαθιά τὴν ἀγάπη τοῦ χωριοῦ σας.
Γιατὶ θὰ διῆτε πὼς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χωρισμέν’ ἡ πατρίδα σας, πὼς εἶναι καὶ αύτὴ σφιχτοδεμένη μὲ τἄλλα πετράδια γύρω στὸ δαχτυλίδι τοῦ κόσμου.
Πὼς εἶναι κάτι δυσκολοξεχώριαστο ἀπὸ τὰ ὅλα. Ἀπὸ τὴν άγάπη τοῦ χωριοῦ ποὺ δὲν ξέρει καὶ δὲν βλέπει ὁρίζοντες, ποὺ δὲν ξεχωρίζει τίποτε μακριά, εἶναι ἀσύγκριτα σπουδαιότερη καὶ καρπερώτερη ἡ ἀγάπη ποὺ τὴν πατρίδα δὲν τὴν ἀποχωρίζει άπὸ τὸ πᾶν.
Εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ ἀγαπᾶ ὄχι ἀπὸ τὰ χαμηλά τά παραθύρια, εἶναι ἡ ἀγάπη ἀπὸ τὰ κορφοβούνια.
Τὰ λόγια τοῦ ἀνθρώπου πήρανε δρόμο στὸ χωριό.
Κι ἀπὸ στόμα σὲ στόμα, καθῶς εἴτανε καὶ δυσκολονόητα κάπως γιὰ τοὺς καημένους τοὺς χωριάτες, παράλλαξαν, πήρανε κι ἄλλα νοήματα.
Κι ἀπὸ στόμα σὲ στόμα φτάσανε σταὐτιά τοῦ ἀφέντη ποὺ εἶχε τὸ χωριό τσιφλίκι του καὶ τοὺς χωριάτες ὑποταχτικούς του. Καὶ εἶπε μὲ τὸ νοῦ του ὁ ἀφέντης:
-Τώρα θὰ τοὺς γητέψει αὐτὸς ὁ πλάνος τοὺς ἀνθρώπους μου.
Θὰ τοὺς ἀνάψῃ τὸν καημό γιὰ τοὺς μακρινούς τοὺς δρόμους καὶ τὸν πόθο γιὰ τὰ ψηλά ἀνεβάσματα.
Θὰ τοὺς πάρῃ ἀπὸ τὴ δουλειά τους, θὰ τοὺς βγάλῃ ἀπὸ τὰ μεροκάματα, θὰ τοὺς κάμῃ ἀκαμάτηδες καὶ ψωροπερήφανους.
 Ἀδιάφορους θὰ τοὺς κάμῃ πρὸς τὰ σπίτια τους καὶ πρὸς τὴ δούλεψή μου.
Θὰ μοῦ σηκώσουνε κεφάλι. Ἀπὸ δουλευτάδες, θὰ μοῦ γίνουν καταφρονητάδες. Θὰ μοῦ λιγοστέψουν τὰ χέρια καὶ θὰ μοῦ κιντυνέψουν τἀγαθά μου.
Καὶ βροντοφώνησε πρὸς τοὺς ὑποταχτικούς του:
-Διῶχτε καὶ γκρεμίστε ἀπὸ δῶ πέρα τὸν κακόν αυτόν ἄνθρωπο, τὸν πλάνο, τὸν ἀερολόγο, τὸν ἀτσίγγανο καὶ τὸν ἀκάθαρτο.
Θὰ μολέψει τὸ χωριό μας. Δὲν ἔχει αὐτὸς πατρἰδα καὶ ἦρθε νὰ μᾶς δασκαλέψῃ τὴν καταφρόνηση πρὸς ὅ,τι ὁ Θεὸς μᾶς έδωκε ἁγιότερο καὶ τιμιότερο:
Πρὸς τὴν Πατρίδα!
Κ’ ἔβαλε τοὺς δούλους καὶ τὸν πετροβολήσανε τὸν ἄνθρωπο.

Νίκος Καρούζος: Ρομαντικός επίλογος



Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε
παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων
ή έστω μνημόσυνα.
Όταν δεν έχετε
μεντέψει τη δύναμη
που κάνει την αγάπη
εφάμιλλη του θανάτου.
Όταν δεν αμολήσατε αϊτό την Καθαρή Δευτέρα
χωρίς να τον βασανίζετε
τραβώντας ολοένα το σπάγγο.
Όταν δεν ξέρετε πότε μύριζε τα λουλούδια
ο Νοστράδαμος.
Όταν δεν πήγατε τουλάχιστο μια φορά
στην Αποκαθήλωση.
Όταν δεν ξέρετε κανέναν υπερσυντέλικο.
Αν δεν αγαπάτε τα ζώα
και μάλιστα τις νυφίτσες.
Αν δεν ακούτε τους κεραυνούς ευχάριστα
οπουδήποτε.
Όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modigliani
τρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος
χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του
γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν
κι άρχισε να τα διαβάζει ώρες δυνατά
ενοχλώντας το σύμπαν.
Όταν λέτε τη φύση μητέρα μας και όχι θεία μας.
Όταν δεν πίνετε χαρούμενα το αθώο νεράκι.
Αν δεν καταλάβατε πως η Ανθούσα
είναι μάλλον η εποχή μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΧΡΩΜΑΤΑ.
Μη με διαβάζετε
όταν
έχετε
δίκιο.
Μη με διαβάζετε όταν
δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα...
Ώρα να πηγαίνω
δεν έχω άλλο στήθος.

Νίκος Καρούζος: Nada



Σ’ αυτά τα κακούργα χαράματα η νεκρίλα των πεύκων
ευαγγελίζεται τη νιόκοπη γαλήνη.
Τώρα το σκέφτομαι: η σιωπή των πάγων
αναγκάζει την αγιότητα να ’ναι άσπρη.

Το μαύρο μ’ έχει προσαρτήσει.
Μια κραυγή, δίχως λόγο, επεκτείνει την ύπαρξη
μια κραυγή στον αέρα μεγαλώνει το ύψος μου.
Στον αέρα κι ο γέρος ερυθρόδερμος
με τ’ άσπρα του μαλλιά σα γνέμα
κειμήλιο της σιγής ανεχτίμητο.

Η νύχτα η βία και η έμπνευση.
Την είδα την αποκαθήλωση του Γκουεβάρα
σε μια γούρνα της Βολιβίας.
Ολόγυρα στέκονταν οι λοχαγοί με το δάχτυλο
δείχναν απάνω στο κορμάκι του τις τρύπες.

Νίκος Καρούζος: Τα πολύτιμα βάσανα του Scardanelli



Κάπου πρέπει να βάλω το Amen –
όχι στο τέλος
ούτε στην αρχή
θα βάλω το Amen απάνω σ’ ένα φύλλωμα...
Ο Scardanelli κατάφυτος –
μα όχι τόση λυρικότητα
κάποια έκφραση πιο φυσική:
κατάξανθος αφέθηκε στους παγετώνες
είχε πολλά και σπάνια ουρανόσημα
κράξιμο νεαρού θανάτου τον άρτο και τον εύοσμον οίνο
τα βέλη της ωραιότητας βαθιά μέσα στο στήθος.
Μετέωρος νίκησε τους επισήμους τα επίχρυσα πρόσωπα
την ανούσια δοξολογία στη μητρόπολη
τα στιλβωμένα ύψη του Γκαίτε τη Βαϊμάρη στο σύνολό της
είν’ αυτός που αφέθηκε
κάπου μέσα στον άκρατο κίνδυνο
μόνος και δίπτερος που ’νιωθε πως η φιλάρεσκη τύρβη
δεν κατάχωσε της καρδιάς το δουκάτο
(σοβούσε μέσα του τυφλός αετός όταν έρημος δάγκωσε
τα ολόχρυσα μήλα των Εσπερίδων)
έριξε σαν ένα κουρελάκι την ασθένεια στην άβυσσο
σχεδόν ασκεπής, αλλά τι λέω; δίχως καν το κεφάλι του
το εξαϋλωμένο
πραγματικός Φρειδερίκος
εκείθε στον ορίζοντα της Θήβας ωρυόμενος
δίχως ιμάτιο διψαλέο για καταιγίδα
δίχως το κλειδοκύμβαλο του Τειρεσία
μα ολόσωμα σαβανωμένος απ’ τη Διοτίμα
στην τρισυπόστατην εκκλησία στο θαλερό θυσιαστήριο:
Πτωχεία Έρωτας και Πλούτος μ’ ένα στέμμα περίεργο
σαθρό φεγγάρι της ανάστατης παραμονής των Χριστουγέννων.
Ως πότε θα ’ναι, μα τον Ήφαιστο, μυστικός ο Ελικώνας
η μονάζουσα Λάμψη...
Στη μέση τ’ ουρανού: στο fatum
ο ήλιος θα περάσει τα μεσάνυχτα
στο βάθος τ’ ουρανού
με δεκανίκια.
Στη μέση του κεραυνού μεθώντας ο ειδωλοθραύστης
αγγίζει παταγώδη μυστήρια κι αστράφτει
λίγο πιο πάνω απ’ τις κνήμες της Αλήθειας
η όλως ορφική πορεία προς τον Άδη
που δεν έχει όμως τον Ορφέα της.
Ο ανάπηρος ήλιος αντηχώντας ολοένα στο πέλαγος
ανοιγοκλείνει τη βίβλο της πυράς της δυσανάγνωστη
λείψανα τα νερά τον καθρεφτίζουν
ελεύθερα και γαλανά νερά σαν Υπόθεση
στα νοερά κι αόρατα μάτια.
Σάρμα εική κεχυμένον ο κάλλιστος κόσμος.

Νίκος Καρούζος: Από τις αγγελικές μου σημειώσεις



38 hundred years after ΚΑΤΙ
Pound, ΑΣΜΑ XCIII

Το μεγαλύτερο ψέμα που ειπώθηκε ποτέ
είναι πως γράφουμε για τον εαυτό μας.
Α, να κ’ η μαμή της αλήθειας
το Σωκρατίδιο!

Μου φαίνεται πως ένα καλό ξύσιμο διαρκείας
λυτρώνει περισσότερο απ’ την ποίηση.

Πώς έγινε και το ’σκασε ο Αδάμ απ’ τη λάμψη του
κ’ έδειξε μια καινούργια γοητεία: το σκοτάδι –
βαραίνοντας απ’ το χρόνο σαν αόριστη κοιλιά...

Κοπέρνικος 9: Συναντούμε δυσχέρειες.
Δεν κάνουν έρωτα στην Αφροδίτη.

VENUS ΔΕΝ
ΑΡΗΣ ΔΕΝ
ΔΙΑΣ ΔΕΝ
Ω, ΜΗ ΔΕΝ
ΜΗΔΕΝ
ΟΛΟΝΕΝ
Βραζιλία – Αγγλία     1-0

Έξω-μέσα:
Ούτε-ούτε.

Τηλεόραση. «Φορέστε τα καλά σας.
Ο ρόλος της εκφωνήτριας είναι κυριακάτικος».

Πρέπει να θανατώσουμε τις κοσμοθεωρίες.
Είναι όλες μητρομανείς.

Η ΛΥΠΗ: Η ΠΥΛΗ

Όσες φορές κουβέντιασα με τους λεγόμενους ανθρώπους
αναγκάστηκα να σηκώσω τη φωνή μου
γιατί δεν ανέχτηκα να μου σπάσουν
τα υπέροχα κρύσταλλα της αιωνιότητας.
Άρωμα Όραμα – δεν έχω τίποτ’ άλλο.
Ξέχασα όμως: έχω και τσιγάρα.

Χίπις    ΑΤΑΡΑΞΙΑ
»      ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
» ΑΚΟΡΕΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
» LE CONTRAIRE DU MAL

Α, δεν μπορώ να περιγράψω πια
τα μάτια της επόμενης μπαλαρίνας...
Είμ’ ένας άτυχος τυμπανιστής που τέλειωσε ο πόλεμος.

Έγραψα ποίηση – μ’ άλλα λόγια
συνεργάστηκα με το μηδέν.

Άλλαξα φρίκη.

Τ’ αηδόνια οι εχθροί των συζητήσεων.
Όλος ο κόσμος τα θαυμάζει σκοτεινά. Το ξέρω.
Τ’ αηδόνια – η καταγωγή της θλίψεως.

Θεότητα: η στέρφα που μας γέννησε
η έμψυχη σκάλα.

Ο Μύθος: η ανάγωγη φύση της αλήθειας.

Παράλυτος.
Άλυτος.

Να, ένα ζουζούνι!

Μεγάλες απολαύσεις-αηδόνια σπαραγμοί!
Και εσύ φρικαλέο εικοσιτετράωρο
που τρομερά εικονίζεις τη ζωή μας
από ύπνο σε ύπνο.
Εγώ που λέγομαι αρνητής
εγώ που δε γελιέμαι πια μεσ’ στη χαράδρα της αφής
ήθελα μ’ ένα τόξο μυστικόπαθου πρίγκιπα
στα σκοτεινά υψίπεδα της Ασίας
να λαβώσω τη χτεσινή πορτογαλίδα.
Το πιο σπουδαίο στον κόσμο είναι το τίποτα.

Για όλα τα σπίτια για όλες τις ταράτσες
το νέο ΠΛΑΝΗΤΕΞ.
Απευθείας εκ του ηλιακού συστήματος.

HOMO SAPIENS–HOMO ΣΑΠΙΟΣ.
Κι ωστόσο λάμπει συνεχώς ο Γκουεβάρα
στα μυρωμένα επουράνια της Βολιβίας
ανώφελος και παράλογος – ανωφερής και μόνος –
χωρίς το ύψος να ψηλώσει περισσότερο
δίχως η μοίρα να μας δείξει τίποτ’ άλλο.
Τσε: Και;

Τα σύμφωνα σα να φυτρώνουν απ’ τη σπονδυλική μου στήλη
τα φωνήεντα μεσ’ απ’ το λαιμό κι ολοένα
στην πολύφωτη Αγορά με τις απαίσιες
μυρουδιές αιωρούνται
τα πορφυρώματα.

Μεγάλο αίσθημα η θάλασσα
τα όρη και η νύχτα.
Το ’παν αυτό οι μονοχίτωνες έρημοι
κι ο άνθρωπος των θαυμάτων
ο αφάνταστος Comte de Saint-Germain
der Wundermann (1710-1780)
ηλικίας 2000 ετών.
Η λογική λοιπόν είναι μια έμμονη ιδέα των ψυχιάτρων.
(Συνεχίζεται)

Νίκος Καρούζος: Κυκεώνας



1
Όλο το αίμα που περνά μεσ’ απ’ τους πνεύμονες
αφήνει κάτι για το ποίημα στο στήθος.

2
Είν’ ένα γράψιμο το δικό μου σαν το φτάρνισμα
το βήξιμο ή το ρούφηγμα της μύτης.

3
Κάθε βιβλίο που τυπώνω με γκρεμίζει περισσότερο
βαραίνει στην καρδιά μου σαν κατάμαυρο λιθάρι.

4
Τι ωραία κι αργά κατηφόριζε
στον ουράνιο θόλο το φεγγάρι
πλένοντας άλλη μια φορά την τόση πραγματικότητα.

5
Θα ’μαστε πάντα ένα πέσιμο μα δίχως
να μην είμαστε ταυτόχρονα το ύψος.

6
Ο θάνατος με συδαυλίζει κι ολοένα λιγοστεύω.

7
Βαραίνουν άραγε τα χιόνια στα θεόρατα βουνά
κ’ οι καταρράχτες τάχα ναν τα εκνευρίζουν;

8
Έχει πέτρες ακόμη σαν εκείνες του Αμφίονα;

9
Στα χρώματα ποτέ του δεν κουράστηκε
να λάμπει ο ξουραφομύτης.

Νίκος Καρούζος: Ἡ ἔναστρη φωτεινότητα



Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἰσόρμησε πιὰ στὴν ἀπώτερη θλίψη
μὲ δίχως ἔστω ἕνα τριαντάφυλλο
μ᾿ ἐκεῖνα τ᾿ ἀκατέργαστα στὴν ὤχρα μεινεσμένα μάτια
στὸ μισοσκέπαστο ἐρημόκκλησο σέρνοντας
τὴ μεγάλη ἀνάπηρη σιωπὴ στὸ καροτσάκι τῆς ὁμιλίας
ἀνέκαθεν ἤξερε τὴν ἄσωστη κατάσταση-: πὼς εἴμαστε
καθημαγμένοι ἐρασιτέχνες τοῦ Πραγματικοῦ
μ᾿ ἕνα μυστήριο ποὺ βεβηλώνει τὴ διάνοια διχάζοντας
πρὶν ἡ δορὰ τῆς θάλασσας σηκώσει τὸ ἀνάστημα τοῦ Ἅδη.

Πολύκρουνη ἡ θύελλα σπάζει τὰ ματογυάλια της κι ὁ μέγας
τρόμος ἀδράχνει τὰ μελλούμενα
σχηματίζοντας ἀποστήματα στὴ μνήμη.
Κατάχαμα τῆς ἀσίγαστης σιγῇς ἕνα κινούμενο
κειμήλιο-σκουλῆκι.

Ἡ ζωὴ ποὺ μικραίνει: ἡ μεγάλη ἀλήθεια.
Στὸν ὁποὺ πιάνει τὸ τσαπὶ γίνεται τσάπισμα
στὸν ὁποὺ πίνει τὸ νερὸ γίνεται πιόμα.
Ἔρχεται ἔαρ ἀειπάρθενο προφέροντας ἀρώματα
κρατεῖ μία κατάμαυρη λεπτότατη κλωστὴ
στὰ ὕπαιθρα τῆς νύχτας
τὸ σημεῖο τοῦ γκιώνη ποὺ εἶν᾿ ἄγνωστο πέρα...


Ν.Γ. Πεντζίκης: Ο Βατάτζης αυτοκράτωρ της Νικαίας στο Σταυρό Χαλκιδικής




Ν.Γ. Πεντζίκης: Συνέπειες νεροποντής




Sir Thomas Wyatt: And Wilt thou Leave me Thus?



And wilt thou leave me thus?
Say nay, say nay, for shame,
To save thee from the blame
Of all my grief and grame;
And wilt thou leave me thus?
Say nay, say nay!

And wilt thou leave me thus,
That hath loved thee so long
In wealth and woe among?
And is thy heart so strong
As for to leave me thus?
Say nay, say nay!

And wilt thou leave me thus,
That hath given thee my heart
Never for to depart,
Nother for pain nor smart;
And wilt thou leave me thus?
Say nay, say nay!

And wilt thou leave me thus
And have no more pity
Of him that loveth thee?
Hélas, thy cruelty!
And wilt thou leave me thus?
Say nay, say nay!


Πηγή

Ζαχαρίας Παπαντωνίου: Σερενάδα στο παράθυρο του σοφού



Σοφέ μου, το τετράσοφο
Που σε φωτάει λυχνάρι
Νάτανε, λέει, φεγγάρι
Και συ είκοσι χρονώ !

Νάτανε τάχα η γνώση σου
Με τον αγέρα αμάχη,
Για δασωμένη ράχη
ξεκίνημα πρωινό…

Νάτανε τάχα η σκέψη σου
Συρτού χορού τραγούδια
Μιαν αγκαλιά λουλούδια
Μιαν ιστορία τρελλή,

Τα μύρια που δε γνώρισες
Νερό θαν τάειχες μάθει
Με δάσκαλο τα πάθη
Μ’ ένα κλεφτό φιλί.

Πολύ την καταφρόνεσες
Τη ζωή, πανάθεμά τη…
Και τώρα ; Eίναι φευγάτη
Σαν όνειρο πρωινό.

Χειλάκια ανθούν στη γειτονιά
Γαρούφαλα στη γλάστρα–
Και συ διαβάζεις τ’ άστρα
Και το βαθύ ουρανό.

Γιώργος Φουρτούνης: Πίστομα




Πίστομα (2011) ''Face down'' from Yiorgos Fourtounis on Vimeo.


Διαβάστε το διήγημα του Ντίνου Θεοτόκη, εδώ.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης απαγγέλλει Τέλλο Άγρα














Φιλολογικοί περίπατοι στο Μεσοπόλεμο







5 Μαΐου 1986, «Φιλολογικοί περίπατοι στο Μεσοπόλεμο», η πρώτη εκπομπή. Ραδιοφωνική εκπομπή του Α' Προγράμματος. Επιμέλεια παραγωγής: Γιώργος Ζεβελάκης. Ειδικός συνεργάτης: Μανόλης Αναγνωστάκης.

Μίλτος Σαχτούρης: Η πολυθρόνα


[Ο Μίλτος Σαχτούρης σε νεαρή ηλικία- Από το Αρχείο του Μάνου Ελευθερίου ©]

Γυναῖκα μ’ ἄσπρες γάμπες βάφει τὴν καρδιά μου
Εἶναι ἕνα πρωτόϊδωτο τοπεῖο
μὲ δάση ἀπὸ ἀνατριχίλες
εἶναι ἕνα δέντρο μὲ ξερὰ κλαδιὰ
πάνω του συσπάζεται ἕνας ἄθλιος δαίμονας
ἕνας κατατρομαγμένος πόθος
καὶ φτύνει σάπια φύλλα
στάζει
ἔπειτα κατεβαίνει
γυναῖκα
πλανιέται στὰ δωμάτια τοῦ δάσου
μαστιγώνει αγρίμια βρίζει τὰ πουλιὰ
φτάνει στὸ κρεβάτι πατώντας σὲ χελῶνες
τινάζει πάνωθέ του τὴ βροχὴ
Ἐδῶ μοσκοβολάει τὸ κορμί της
Ἐδῶ βογγάει ἀκριβὸς ὁ τόπος τῆς θυσίας
Ἐδῶ ἀναδύονται χιλιάδες πεταλούδες
Ἐδῶ θρονιάστηκε ὁ ἄγγελος τοῦ φόβου
Χαμογελάει
Ἐδῶ φίλη μου εἶναι
ἂν μπορῶ νὰ σὲ πῶ φίλη
ἡ στιλπνὴ θέση τοῦ φόβου σου.


ΤΑ ΝΕΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Περίοδος Β, Χρόνος Ζ, Αρ. 3, 5ος 1944, σελ. 182-183.


Πηγή

Μίλτος Σαχτούρης: Η ηρωίδα


[Ο Μίλτος Σαχτούρης σε νεαρή ηλικία- Από το Αρχείο του Μάνου Ελευθερίου ©]


Σκοτεινιασμένος εἶμαι πολιορκημένος
ἀπ’ ὅλες τὶς πλευρὲς τοῦ ἔρωτά μου
Φρουροὶ χαϊδεύουν ἁπαλὰ τὰ τείχη
κι’ ἀνθίζουν τὰ κλωνιὰ τῆς ὀμορφιᾶς της
στρατιῶτες στήνουνε στοὺς δρόμους τὰ κανόνια
σκοινιὰ τεντώνουνε στὸ στῖβο οἱ ἀκροβάτες
κ’ οἱ φημισμένοι τυφλοὶ φωτογράφοι
ὁπλίζουν τὶς μαγικὲς μηχανές τους
νὰ φωτιστεῖ ἡ ἐξαίσια ὀμορφιά της
ὅταν θ’ ἀρχίσει νὰ βαδίζει στὴ σφεντόνη
ὅταν θὰ φέγγουνε στὸν οὐρανὸ χιλιάδες κράνη
ὅταν θ’ ἀρχίσει ἡ ἔφοδος καὶ οἱ στρατιῶτες
θὰ κουβαλᾶνε τὸ κρασὶ τῶν πληγωμένων
σκοτεινιασμένος εἶμαι πολιορκημένος
ἀπ’ ὅλες τὶς πλευρὲς τοῦ ἔρωτά μου
Πουλιὰ πετοῦν ἀπ’ ὅλες τὶς πλευρὲς τοῦ στρατοπέδου
στοὺς τοίχους στὰ μπαλκόνια οἱ νέες σημαῖες
στοὺς τοίχους στὰ μπαλκόνια οἱ νέες κοπέλες
ἁπλώνουνε τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς τους
ἀφήνουν τὰ παληὰ φορέματα στοὺς δρόμους
καὶ ντύνονται τῆς γύμνιας τους τὸ χιόνι
καὶ δὲν παγώνουν στὸ βορηὰ τῆς μάχης
καὶ κάτω σφάζουν βώδια καὶ μοσχάρια
ἀντάρτες κυνηγοὶ καὶ στρατοκόποι
καὶ σφάζουν μὲ μαχαίρια τους τὸν ἥλιο
κι’ ὁ ἥλιος μπαίνει μέσα στὴν καρδιά τους
Σκοτεινιασμένος εἶμαι πολιορκημένος
ἀπ’ ὅλες τὶς πλευρὲς τοῦ ἔρωτά μου
Κι’ ὅταν Α ὐ τ ὴ κατέβηκε στοὺς δρόμους
τὴ νύχτα μὲ λατέρνες καὶ φανάρια
ἄλλοι ζυγῶναν καὶ τὴ ραῖναν μὲ λουλούδια
κι’ ἄλλοι μὲ πέτρες μὲ μαχαίρια καὶ τραγούδια
δέκα φορὲς πληγῶσαν τὸ κορμί της
σὲ κάθε μιὰ πληγὴ κ’ ἕνα μαχαῖρι
σὲ κάθε μιὰ πληγὴ κ’ ἕνα λουλούδι
καὶ δὲν ἐβρέθηκε κανεὶς γιὰ νὰν τὴ σώσει
μονάχα οἱ φημισμένοι φωτογράφοι
στῆσαν τὶς μηχανὲς καὶ περιμέναν
καὶ σῶσαν ἀπ’ τὴ λήθη τὴ μορφή της


ΤΕΤΡΑΔΙΟ, Τόμος Α, Τεύχος 2, Μάρτης 1947, σελ. 118-119.


Πηγή