Στην μνήμη της μητέρας μου, Ευδοξίας Λαδιά
Ο Πολύειδος υπήρξε δισέγγονος του Μελάμποδος και γιος του Κοιράνου. Αναφέρονται πολλές μαντείες και καθαρμοί, αλλά το κυριότερο κατόρθωμά του υπήρξε η ανάσταση του Γλαύκου, γιου του Μίνωος. Ο μάντις έκτισε και ιερό για τον Διόνυσο στην πόλη των Μεγάρων αφιερώνοντάς του ξόανο, που επί των ημερών του Παυσανίου φαινόταν μόνον το πρόσωπο του (Παυσανίας, Αττικά 43, 5).
«Γλαύκος δε έτι νήπιος υπάρχων, μυν διώκων εις μέλιτον πίθον πεσών απέθανεν»: Έτσι αρχίζει την διήγησή του ο Απολλόδωρος[1] για τον μικρό γιο του Μίνωος, Γλαύκο. Το παιδί, κυνηγώντας ένα ποντίκι, έπεσε σε ένα πιθάρι γεμάτο μέλι και πέθανε. Μετά την εξαφάνισή του ο Μίνως κατέφυγε σε μάντεις, για να το βρουν. Οι Κουρήτες τού αποκρίθηκαν πως αυτός που θα διέκρινε με σαφήνεια το χρώμα της τρίχρωμης αγελάδας του Μίνωος, αυτός και θα έφερνε πίσω το παιδί. Ο Πολύειδος, άριστος μάντις από το Άργος, γόνος της μεγάλης γενιάς των μάντεων Μελάμποδος, Άβαντος και Κοιράνου, παρομοίωσε το χρώμα του ζώου με βατόμουρο, γιατί το συγκεκριμένο φρούτο αλλάζει χρώμα τρεις φορές την ημέρα. Μετά την εύστοχη απάντηση, ο Πολύειδος ήταν αναγκασμένος να βρει το παιδί. Το βρήκε, αλλά ήταν νεκρό. Ο Μίνως όμως δεν άφηνε τον μάντι να φύγει, αν δεν ανάσταινε τον γιο του, κι έτσι τους έκλεισε και τους δύο μες στον τάφο. Εκεί ο μάντις σκεφτόταν τρόπο σωτηρίας, όταν βλέπει να πλησιάζει ένα φίδι. Φοβούμενος μήπως και πειράξει το νεκρό παιδί, σηκώνει το ραβδί του και σκοτώνει το ερπετό. Τότε βλέπει έκπληκτος να πλησιάζει άλλο φίδι και να τοποθετεί μια βοτάνη στο σώμα του σκοτωμένου, το οποίο αμέσως αναστήθηκε. Μιμούμενος την σοφία του φιδιού, ο μάντις κάνει τις ίδιες κινήσεις και ανασταίνει τον Γλαύκον. Όμως και μετά την ανάσταση, η απληστία του Μίνωος δεν αφήνει τον Πολύειδο να επιστρέψει στο Άργος. Του ζητά να διδάξει την μαντική στον γιο του. Ο Πολύειδος το πράττει εξαναγκασμένος, αλλά πριν από την αναχώρησή του προτρέπει τον Γλαύκο να φτύσει[2] στο στόμα του, γνωρίζοντας ως μάντις τις δυνάμεις του σιέλου. Ο Παλαίφατος[3], που ερμηνεύει και απομυθοποιεί το συμβάν σύμφωνα με τον ορθό λόγο, βεβαιώνει πως αυτός ο μύθος είναι γελοίος (Και ούτος ο μύθος παγγέλοιος). Μετά τον θάνατο δεν ανασταίνεται ποτέ ούτε άνθρωπος ούτε ζώο. Φαίνεται πως ο Γλαύκος τρώγοντας πολύ μέλι βαρυστομάχιασε και εκκρίνοντας περισσότερη χολή λιποθύμησε. Τότε έφθασαν οι ιατροί και ο Πολύειδος, που γνώριζε τα βοτάνια, και είπαν στον Μίνωα πως τον ανέστησαν.
Η σοφία όμως του μύθου είναι ευρύτερη και βαθύτερη από τον ορθό λόγο. Ο μύθος για τον θάνατο και την ανάσταση του μικρού Γλαύκου, με σύμβολα μάλιστα το μέλι και το φίδι, εντάσσεται στο μεγάλο θέμα της φθοράς και της αναγέννησης της βλάστησης. Είναι ένας μύθος σπαρακτικός και το παιδί Γλαύκος μια θεότητα της βλάστησης.
Ο Θεοκλύμενος ήταν μάντις και οιωνοσκόπος. Γιος του Πολυφείδη και δισέγγονος επίσης του Μελάμποδος, έχει μια παράξενη παρουσία στην Οδύσσεια.[4] Εμφανίζεται σαν φάντασμα, την στιγμή που ο Τηλέμαχος παρακινεί τους συντρόφους να μπουν στο πλοίο, για να επιστρέψουν στην Ιθάκη. Όταν εκείνοι άρχισαν να κωπηλατούν, ο ίδιος προσευχόταν και θυσίαζε στην Αθηνά κοντά στην πρύμνη του πλοίου. Τότε τον πλησίασε ένας άνδρας από μακρινή χώρα, ένας μάντις που έφυγε από το Άργος, διότι (όπως ο ίδιος αφηγήθηκε) είχε σκοτώσει κάποιον και οι πολυπληθείς συγγενείς του νεκρού ζητούσαν εκδίκηση. Ο Όμηρος αφιερώνει πολλούς στίχους στην γενεαλογία του, ακριβώς για να δείξει το μέγεθος της μαντείας του. Ο θεοειδής Θεοκλύμενος (ο όμοιος στην μορφή με θεό) ρώτησε τον Τηλέμαχο, εξορκίζοντάς τον στην θυσία που έκανε, να του πει ειλικρινώς για την πατρίδα και τους γονείς του. Ο νέος απάντησε σε ό,τι τον ρώτησε. Οι συστάσεις έγιναν κι ο Τηλέμαχος πήρε μαζί του τον μάντι στην Ιθάκη.
Η πρώτη προφητεία του Θεοκλύμενου στον Τηλέμαχο σχετίζεται με το πέταγμα ενός γερακιού (όρνις), που έφερνε μηνύματα στον Απόλλωνα. Κρατούσε στα πόδια του ένα άγριο περιστέρι (πελία) και το μαδούσε σκορπίζοντας τα φτέρωμά του στη γη ανάμεσα στο πλοίο και τον Τηλέμαχο. Ο Θεοκλύμενος εξήγησε στον Τηλέμαχο πως δεν πέταξε το πτηνό τυχαίως από τα δεξιά του, αλλά ήταν ένας αληθινός οιωνός. Στην Ιθάκη, συνέχισε ο μάντις, δεν υπάρχει άλλο γένος δυνατότερο από το δικό σας να βγάζει βασιλείς. Εσείς θα έχετε για πάντα την δύναμη. Ο Τηλέμαχος ευχαριστήθηκε, διότι ήταν μια έμμεση αναφορά στην άφιξη του Οδυσσέως και την καταστροφή των μνηστήρων.
Η δεύτερη προφητεία έγινε μέσα στο ανάκτορο του Οδυσσέως, όπου ο Τηλέμαχος διηγιόταν στην μητέρα του για το ταξίδι στην Πύλο και στην Σπάρτη. Τα λόγια του Μενελάου ήταν πως ο Οδυσσεύς βρισκόταν στα ανάκτορα της Καλυψούς, η οποία τον κρατούσε αναγκαστικώς. Τότε επενέβη ο Θεοκλύμενος και είπε στην Πηνελόπη πως αυτός θα της πει αληθινή προφητεία, δίχως να αποκρύψει τίποτα (ατρεκέως γαρ τοι μαντεύσομαι ουδ ἐπικεύσω). Προφήτευσε πως ο Οδυσσεύς βρίσκεται στην πατρίδα του, στην Ιθάκη, και σχεδιάζει την συμφορά των μνηστήρων. Η Πηνελόπη ευχήθηκε να βγουν αληθινά τα λόγια του.
Η πιο τρομερή όμως προφητεία υπάρχει στην Οδύσσεια (ραψωδία υ, στ. 350-358). Ο Τηλέμαχος λέγει στους μνηστήρες, για να τους παραπλανήσει, πως δεν έχει αντίρρηση για τον γάμο της μητέρας του με έναν από αυτούς, αλλά δεν είναι δίκαιο να την διώξει από το ανάκτορο χωρίς την θέλησή της. Τότε η Παλλάς Αθηνά προξένησε ακατάπαυστα γέλια στους μνηστήρες παραπλανώντας την σκέψη τους. Εκείνοι γελούσαν με παραμορφωμένες γνάθους καθώς έτρωγαν αιμοσταγή κρέατα, ωμά, ενώ τα μάτια τους γέμισαν δάκρυα και η ψυχή τους ποθούσε να αρχίσει θρήνο. Στους μνηστήρες είπε ο θεοειδής Θεοκλύμενος: «Αχ, άνανδροι, από τι κακό πάσχετε; Με σκότος καλύφθησαν τα κεφάλια σας, τα πρόσωπα και τα γόνατά σας, ακούγεται κλαυθμός και έχουν δάκρυα οι παρειές σας, με αίμα είναι ραντισμένοι οι τοίχοι και η ωραία μεσοδομή. Και γέμισαν τα πρόθυρα και οι αυλές με φαντάσματα (είδωλα) που πηγαίνουν προς στο έρεβος κάτω στον Άδη. Ο ήλιος χάθηκε από τον ουρανό και επίκειται η αχλύς (το σκοτάδι του θανάτου). Έτσι μίλησε ο Θεοκλύμενος, αλλά οι μνηστήρες γέλασαν κι ανάμεσά τους ο Ευρύμαχος, ο γιος του Πολύβου, τον απεκάλεσε τρελό και πρόσταξε να τον διώξουν από τα ανάκτορα και να τον πάνε στην αγορά, αφού όλα εκεί μέσα του φαίνονταν σκοτεινά. Ο μάντις τού απάντησε πως είχε μάτια, αυτιά, πόδια, συνετό νου και δεν είχε ανάγκη από συνοδούς για να βγει έξω. Άλλωστε, συμπλήρωσε, «θα βγω γιατί βλέπω να πλησιάζει η συμφορά των μνηστήρων, που έπραξαν ανόσια έργα. Κι από την συμφορά αυτή κανείς δεν θα ξεφύγει». Αυτά είπε ο Θεοκλύμενος, του οποίου το όνομα συνδέθηκε με την λέξη «αχλύς», που σημαίνει το επερχόμενο σκότος του θανάτου.
Τειρεσίας
«Τειρεσία, δείξε την μνήμη μου/ δείξε μέσα σ’ εκείνο που θέλω να θυμηθώ τι πέρασα και τι δεν πέρασα/ πως από χιλιοδιπλωμένες σκιές τινάχτηκε το μυστικό μου/ και πως το μυστικό μου είναι ο σπειροειδής δρόμος/ που τον φωτίζει το αίνιγμα των αγαλμάτων». Δ.Π. Παπαδίτσας[5]
«Τειρεσία, φύτεψέ με στην μνήμη».[6]
Ο ποιητής Καλλίμαχος στο ποίημά του «Εις λουτρά της Παλλάδος»[7] αναφέρει μία από τις αιτίες της τύφλωσης του Τειρεσίου. Ο ύμνος εμπνέεται από τα Πλυντήρια της Ακρίας Αθηνάς του Άργους, όταν κατέβαζαν από την ακρόπολη το άγαλμά της, για να το πλύνουν στον ποταμό Ίναχο. Έτσι, προτρέπει τις υδροφόρες να μην βάζουν τις στάμνες τους στον ποταμό και τις γυναίκες του Άργους να πίνουν μόνον από τις κρήνες, διότι ο Ίναχος με χρυσό και άνθη θα αναμίξει τα ύδατά του, για να προετοιμάσει το λουτρό της θεάς. Όμως πρόσεχε, Πελασγέ, προειδοποιεί ο ποιητής, μήπως και δεις γυμνή την πολιούχο θεά, διότι τότε θα τυφλωθείς.
Η θεά στην Θήβα –αρχίζει την ιστορία του ο Καλλίμαχος– από όλες τις φίλες της αγαπούσε περισσότερο την νύμφη Χαρικλώ, την μητέρα του Τειρεσίου. Την έπαιρνε μαζί της και στις αρχαίες Θεσπιές και στην Κορώνεια, όπου υπήρχε ευωδιαστό άλσος και βωμοί που βρίσκονταν κοντά στον Κουράλιο ποταμό, ή στην Αλίατρο όταν οδηγούσε τους ίππους της περνώντας από τα κτήματα των Βοιωτών. Πολλές φορές την ανέβαζε ακόμη και στον δίφρο της. Όμως, μολονότι ήταν η αγαπημένη της Αθηνάς, επέπρωτο η Χαρικλώ να χύσει πολλά δάκρυα. Κάποτε οι δυο τους, αφού έλυσαν τις περόνες από τα πέπλα τους, μπήκαν στο πεντακάθαρο νερό της Ιπποκρήνης στον Ελικώνα, για να λουσθούν. Ήταν μεσημβρινή ώρα και απόλυτη γαλήνη. Ο Τειρεσίας ακόμη μελλέφηβος, περπατούσε μόνος με τα σκυλιά στον ιερό χώρο. Διψασμένος, πήγε στην κρήνη να πιει νερό κι άθελά του είδε την Αθηνά γυμνή. Οργισμένη εκείνη του φώναξε κι ευθύς τα μάτια του παιδιού τυφλώθηκαν, απέμεινε άφωνο και κόλλησαν τα πόδια του στο έδαφος. Η νύμφη Χαρικλώ βλέποντας το συμβάν διαμαρτυρήθηκε στην θεά λέγοντας πως δεν κάνουν έτσι οι φίλες, αφού πήρε το φως του γιου της. Αγκάλιασε τον μικρό Τειρεσία κι άρχισε γοερό θρήνο, σαν την μάνα των αηδονιών. Η θεά την σπλαχνίστηκε και της εξήγησε πως η ίδια δεν τύφλωσε τον γιο της, αλλά αυτό ήταν θέμα των Κρονίων νόμων. Αυτοί οι Κρόνιοι νόμοι ορίζουν πως όποιος θνητός δει κάποιον από τους αθανάτους, έστω και άθελά του, θα το πληρώσει με βαρύ τίμημα (...Κρόνιοι δ’ ώδε λέγοντι νόμοι·/ ος κε τιν’ αθανάτων, όκα μη θεός αυτός έληται,/ αθρήση, μισθώ τούτον ιδείν μεγάλω). Και με λόγια παρηγοριάς την συμβούλευσε να μην κλαίει, γιατί αυτή ήταν η μοίρα του γιου της. Της υποσχέθηκε πως θα τον καταστήσει τον πιο φημισμένο μάντι μέσα στους ερχόμενους, ο οποίος θα γνωρίζει ποια πτηνά πετούν για καλό και ποια ανοίγουν τα πτερά τους για κακό. Ως μάντις θα δώσει χρησμούς στους Βοιωτούς, στον Κάδμο και στους μεγάλους Λαβδακίδες. Και στον Άδη μόνον αυτός θα βλέπει μέσα στους νεκρούς.
Ο Απολλόδωρος (βιβλίο Γ, 69.70 κ.ε.) αποδίδει σε άλλη αιτία την τύφλωσή του. Στην εκστρατεία των επτά επί Θήβας, ο Ετεοκλής ζητούσε μαντεία για το αν θα νικούσαν οι Θηβαίοι. Τότε ζούσε στις Θήβες ο μάντις Τειρεσίας, γιος του Ευήρου και της νύμφης Χαρικλούς, από το γένος του Ουδαίου του Σπαρτού. Ήταν τυφλός. Άλλοι έλεγαν πως έχασε το φως του, επειδή φανέρωσε στους ανθρώπους τα κρυφά των θεών. Ο Φερεκύδης αναφέρει πως τυφλώθηκε, διότι είδε την θεά Αθηνά γυμνή. Η φίλη της, Χαρικλώ, την παρακάλεσε να ξαναδώσει την όραση στον γιο της, αλλά επειδή αυτό δεν ήταν στην δυνατότητα της θεάς, εκείνη του καθάρισε καλά τα αυτιά, για να ακούει κάθε φωνή των ορνίθων, και του χάρισε ένα κράνειον σκήπτρον (από κρανιά), ώστε να περπατά όπως οι βλέποντες. Ο Ησίοδος λέγει πως ο Τειρεσίας είδε στην Κυλλήνη την συνουσία δύο φιδιών, κι επειδή χτυπώντας τα τα πλήγωσε, άλλαξε φύλο και από άνδρας έγινε γυναίκα. Κι όταν ξανάδε τα ίδια φίδια, άλλαξε πάλι φύλο και ξανάγινε άνδρας. Αυτή η εμπειρία του δίφυλου μάντεως έκανε τον Δία και την Ήρα να ρωτήσουν ποιο από τα δύο φύλα αισθανόταν μεγαλύτερη ηδονή κατά την συνουσία, ο άνδρας ή η γυναίκα. Ο Τειρεσίας απάντησε πως στο ένα μερίδιο από τα δέκα τέρπεται ο άνδρας και στα εννέα η γυναίκα. Τότε η Ήρα τον τύφλωσε και ο Ζευς τού έδωσε την μαντική τέχνη.
Όταν λοιπόν οι Θηβαίοι ζήτησαν μαντεία από τον Τειρεσία, τους είπε πως θα νικήσουν αν ο Μενοικεύς, ο γιος του Κρέοντος, αυτοθυσιαζόταν. Μόλις το άκουσε ο Μενοικεύς αυτοκτόνησε μπροστά στις πύλες της πόλης. Οι Θηβαίοι ενίκησαν και οι Αργείοι υποχώρησαν. Ύστερα από δέκα έτη, τα τέκνα των σκοτωμένων αρχηγών απεφάσισαν ως Επίγονοι να εκστρατεύσουν εναντίον των Θηβών. Τώρα η μαντεία του Τειρεσίου προέτρεπε τους Θηβαίους, αφού ανεβάσουν στις άμαξες τα γυναικόπαιδα, να φύγουν από την πόλη. Όταν εκείνοι έφτασαν στην πηγή Τελφούσα, ο Τειρεσίας ήπιε πολύ νερό και πέθανε. Αργότερα οι Αργείοι μπήκαν στην έρημη πόλη, συνάθροισαν τα λάφυρα και γκρέμισαν τα τείχη της. Ένα μέρος των λαφύρων έστειλαν ως δώρο στους Δελφούς μαζί με την Μαντώ, την κόρη του Τειρεσίου, μάντισσα και αυτή, διότι είχαν τάξει στον θεό πως θα του αφιέρωναν το ωραιότερο από αυτά. Τον θάνατο του Τειρεσίου επιβεβαιώνει και ο Παυσανίας (Βοιωτικά 33,1). Στους Έλληνες, αναφέρει ο περιηγητής, υπήρχε η παράδοση πως οι Αργείοι, αφού κυρίευσαν την Θήβα, εκτός από τα άλλα λάφυρα στους Δελφούς για τον θεό, έφερναν και τον Τειρεσία. Εκείνος δίψασε, ήπιε άφθονο νερό από την πηγή Τελφούσα και πέθανε. Ο Παυσανίας γράφει επίσης και για το οιωνοσκοπείο του Τειρεσίου στην Θήβα, που ήταν μετά το ιερό του Άμμωνος και κοντά στο ιερό της Τύχης.
Στον Οιδίποδα τύραννο του Σοφοκλέους υπάρχει μία μακρά και σκληρή στιχομυθία μεταξύ Οιδίποδος και Τειρεσίου. Έφεραν στο ανάκτορο τον μάντι χωρίς την θέλησή του, για να βρει τον δολοφόνο του Λαΐου, που έγινε αιτία του λοιμού. Στην αρχή ο μάντις μιλά διφορούμενα και συγκαλυμμένα αλλά στο τέλος, εξαναγκασμένος από τον θυμό και τις ύβρεις του Οιδίποδος, του αποκαλύπτει την τραγική του μοίρα: την μοίρα του δολοφόνου και αιμομίκτη.
Στην Νέκυια (λ της Οδυσσείας), ο Τειρεσίας ξεχωρίζει από τους άλλους νεκρούς, που είναι απλώς είδωλα θανόντων. Ο μάντις είχε σταθερή σκέψη διότι, μολονότι νεκρός, η Περσεφόνη τού έδωσε νου, ενώ οι άλλοι νεκροί τριγυρνούσαν σαν σκιές. Ο ήρωας κατά προτροπή της Κίρκης φθάνει στα σύνορα του κάτω κόσμου. «Και δέομουν πολλές φορές στ’ αδύναμα κρανία των νεκρών/ τάζοντας αγελάδα στείρα, την καλύτερη, σαν φτάσω στην Ιθάκη,/ στ’ ανάκτορά μου, να τη θυσιάσω κι αγαθά την πυρά να γεμίσω,/ και για τον Τειρεσία ξεχωριστά να σφάξω κριάρι έταξα/ κατάμαυρο, στο ποίμνιό μου που ξεχωρίζει.»[8]
Όταν πλησίασε η ψυχή του Θηβαίου Τειρεσίου, που κρατούσε ολόχρυσο σκήπτρο, είπε στον Οδυσσέα να απομακρυνθεί από τον λάκκο των θυσιών και να παραμερίσει το αιχμηρό του ξίφος, για να πιει το μαύρο αίμα από τα σφάγια και να του αποκαλύψει την αλήθεια. Η προφητεία του μάντεως ήταν: «τον νόστο τον μελίγευστο ζητάς, πανένδοξε Οδυσσέα·/ όμως αυτόν θα σου τον κάνει δύσκολο ο θεός· γιατί δεν το νομίζω/ πως θα ξεφύγεις απ’ τον γαιοσείστη, που οργή έχει για σένα στην ψυχή του/ εξοργισμένος γιατί τύφλωσες τον προσφιλή του γιο./ Αλλά παρ’ όλα αυτά μπορεί να φτάσετε δεινοπαθώντας,/ αν την δική σου την καρδιά θα δάμαζες και των συντρόφων σου,/ όταν το καλοκαμωμένο πλοίο θα προσορμίσεις/ στη νήσο Θρινακία, τον βαθυκύανο πόντο αποφεύγοντας,/ και βρείτε τις γελάδες να βοσκάν και τα παχιά τα πρόβατα/ του Ήλιου, που αυτός τα πάντα βλέπει και τα πάντα ακούει./ Αυτές λοιπόν αν σώες τις αφήσεις και την επάνοδό σου σκέφτεσαι,/ μπορεί δεινοπαθώντας, βέβαια, και στην Ιθάκη ακόμη ν’ αφιχθείτε·/ αν όμως θα τις βλάψεις, τότε προλέγω όλεθρο για σένα/ το πλοίο και τους συντρόφους σου· κι ο ίδιος αν γλυτώσεις,/ αργά κακήν κακώς θα επιστρέψεις, χάνοντας όλους τους συντρόφους,/ με ξένο πλοίο· και θα βρεις συμφορές στον οίκο σου,/ άνδρες θρασείς που κατατρών το βιος σου,/ την έξοχη ζητώντας σύζυγό σου δίνοντας και προίκα./ Αλλ’ όταν όμως φτάσεις, θα ξεπληρώσεις τις βιαιοπραγίες τους·/ κι αφού στο ανάκτορό σου τους μνηστήρες/ σκοτώσεις δόλια ή φανερά με το αιχμηρό σου ξίφος,/ έπειτα πια να πορευθείς παίρνοντας καλοεφάρμοστο κουπί,/ ώσπου σ’ αυτούς να φτάσεις που δεν ξέρουνε τη θάλασσα/ κι ούτε τροφή μ’ αλάτι τρων ανάμεικτη·/ κι ούτε τα πορφυρόπλευρα τα πλοία γνωρίζουν/ κι ούτε τα εφαρμοστά κουπιά, που είναι φτερά στα πλοία./ Και θα σου πω κάποιο ολοφάνερο σημάδι, μη σου διαφύγει·/ όταν λοιπόν αφού σε συναντήσει κάποιος άλλος οδοιπόρος/ και πει ότι βαστάς στον όμορφό σου ώμο αχυρολιχνιστήρι,/ τότε αφού μπήξεις μες στη γη το εφαρμοστό κουπί,/ κι αφού στον άνακτα τον Ποσειδώνα σφάγια καλά θυσιάσεις,/ κριάρι, ταύρο κι επιβήτορα των χοίρων κάπρο,/ στον τόπο σου να πας και ιερές να κάνεις εκατόμβες/ στους αθάνατους θεούς, που τον ευρύ ουρανό κατέχουν,/ με την σειρά μάλιστα σ’ όλους· και μακριά απ’ το κύμα ο θάνατος/ τόσο ήσυχος θα ’ρθει, που θα σε πάρει/ κατάφορτον από ευτυχή γεράματα· και γύρω σου όλοι/ θα ’ναι πανευτυχείς· αυτά σου λέω τ’ αληθινά».[9]
Μετά την προφητεία του Τειρεσίου για το μέλλον, ο ήρως τον ρώτησε πώς μπορεί να πλησιάσει την ψυχή της μητέρας του. Ο μάντις αποκρίθηκε πως προϋπόθεση να έρθει ο νεκρός ήταν πρώτα να πιει το μαύρο αίμα από τα σφάγια.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Απολλόδωρος Γ, 3.
[2] Θανάσης Μαργαρίτης, Μύστες και Μάγοι στην αρχαία Ελλάδα, εκδ. Νέα Θέσις 1998.
[3] Παλαίφατος, Περί απίστων, εκδ. Κάκτος 1992.
[4] Οδυσσείας ο στ. 222-235 και o στ. 508-543. Επίσης, ρ στ. 151-165 και υ στ. 350-358, Ομήρου Οδύσσεια α’ τόμος, μτφρ. Γ.Δ. Ζευγώλη, εκδ. Πάπυρος 1957.
[5] Στίχοι από το ποίημα του Δ.Π. Παπαδίτσα «Σπορά στην μνήμη», από την συλλογή Η Ασώματη, Άπαντα, εκδ. Μέγας Αστρολάβος – Ευθύνη 1997.
[6] Στίχος από το ίδιο ποίημα.
[7] Καλλιμάχου, Ύμνοι, εισαγωγή, μτφρ. και σχόλια Θανάσης Παπαθανασόπουλος, εκδ. Νεφέλη 1996.
[8] Ομήρου Οδυσσείας, λ Νέκυια στ. 29-34, μτφρ. Δ.Π. Παπαδίτσας – Ελένη Λαδιά, εκδ. Αρμός 2004.
[9] Ό.π. στ. 90-137.
https://diastixo.gr