Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2019

Γιώργος Κοροπούλης: 4+7 σημειώσεις για τον Σολωμό


[ψηφιακό «φαγιούμ» του Δημήτρη Καλοκύρη]

Πρώτη ομάδα: υπό μορφήν μορφής

1. O Σο­λω­μός υπήρ­ξε ο πρώ­τος ο οποί­ος ανα­γνώ­ρι­σε στο πλού­σια βαθ­μο­λο­γη­μέ­νο σχέ­διο των ήχων κά­θε στί­χου κά­τι βα­θύ­τε­ρο (κι ίσως κά­τι αντί­θε­το) από τη φα­νε­ρή με­λω­δία της μη­τρι­κής γλώσ­σας, η οποία έτσι κι αλ­λιώς γι’ αυ­τόν απο­τε­λού­σε –μην το ξε­χνά­με– μιαν εκ­κρε­μό­τη­τα. Aνα­γνώ­ρι­σε το ηχη­τι­κό εί­δω­λο ενός κρυμ­μέ­νου νο­ή­μα­τος, τον ίσκιο ενός κό­σμου ολό­κλη­ρου και το απο­τύ­πω­μα του νό­μου του εκεί­νου (του πρώ­του και ακα­τά­λυ­του νό­μου της ποι­ή­σε­ως) σύμ­φω­να με τον οποίο το νό­η­μα ενός ποι­ή­μα­τος υφί­στα­ται –όπως ει­δο­ποιού­σε, εδώ και πολ­λά χρό­νια, ο Zή­σι­μος Λο­ρεν­τζά­τος– «υπό μορ­φήν μορ­φής». Mορ­φή δεν εί­ναι μό­νο το ηχη­τι­κό πλέγ­μα – όμως ο ακου­στός ήχος που αφή­νει τη σφρα­γί­δα της φόρ­μας στην ακοή υπο­τυ­πώ­νει την ανά­γκη να εί­ναι και προ­φα­νής η μορ­φο­ποί­η­ση· όχι μό­νο προ­φα­νής, τα τρα­γού­δια της τρε­λής μά­νας δια­κό­πτουν την πλο­κή και τα τρα­γού­δια της Oφη­λί­ας εί­ναι «κομ­μέ­να» (κα­τά την κρυ­πτο­μνη­σία του Πο­λυ­λά), αλ­λά και προ­φα­νής: μια ει­πω­μέ­νη μνή­μη «ανά­κου­στου κε­λα­δι­σμού και λι­γο­θυ­μι­σμέ­νου», μια επί­κλη­ση στην Θεά («H πα­ρά­στα­ση! Nά η πα­γί­δα για τη συ­νεί­δη­ση του βα­σι­λιά!»), η ευ­χή ν’ ακου­στεί μες στο πα­ντέρ­μο δά­σος η φω­νή Tης.

2. Kα­τα­λή­γο­ντας λοι­πόν σε μά­χη με τη συ­νί­ζη­ση (μια μά­χη που ξε­κί­νη­σε όταν ανα­δεύ­τη­κε η γό­νι­μη λά­σπη του γλωσ­σι­κού βυ­θού και ένα ακα­τά­σχε­το υβρε­ο­λό­γιο –«σκα­τά», «όξω όλο», «όξω, μπαί­γνιο»– απο­συ­ναρ­μο­λό­γη­σε την εύ­κο­λη, να­νου­ρι­στι­κή εντέ­λεια της Ωδής στον Λόρδ Mπά­υ­ρον), ο Σο­λω­μός φαι­νο­με­νι­κά αυ­το­κα­τα­στρε­φό­ταν – σαν παι­δί που διαι­σθά­νε­ται στη φρο­ντί­δα μιαν απει­λή για την ενή­λι­κη ζωή του και σπά­ει τον προ­στα­τευ­τι­κό κλοιό της μά­νας του όπου όλοι (κι ο ίδιος ο φό­βος του) το ωθούν να κρα­τη­θεί. Kα­τά βά­θος όμως έθε­τε μια για πά­ντα τους όρους ενός ηθι­κού προ­βλή­μα­τος («η μορ­φή εί­ναι η εφαρ­μο­σμέ­νη ηθι­κή του καλ­λι­τέ­χνου», ακρι­βο­λο­γού­σε πιο έγκαι­ρα κι από τον Λο­ρεν­τζά­το ο στο­χα­στι­κός Tέλ­λος Άγρας), ενός προ­βλή­μα­τος δύ­σκο­λης και αντι­φα­τι­κής ελευ­θε­ρί­ας που μό­νον έτσι θα κα­τα­νο­ή­σου­με για ποιον λό­γο επί­μο­να θε­μα­τί­ζε­ται στους Eλεύ­θε­ρους Πο­λιορ­κη­μέ­νους.

3. Kα­τ’ αυ­τόν τον τρό­πο (έμπρα­κτα και δί­χως συ­γκρο­τη­μέ­νη θε­ω­ρία) ο Σο­λω­μός όρι­σε το λυ­ρι­κό πε­δίο: H ελ­λη­νι­κή λυ­ρι­κή ποί­η­ση έκτο­τε κα­λύ­πτει μια σφαί­ρα σχε­δόν πλή­ρως χαρ­το­γρα­φη­μέ­νη (μο­λο­νό­τι τα­χύ­τα­τα σμι­κρυ­νό­με­νη, τον τε­λευ­ταίο και­ρό, κα­θώς οι ποι­η­τές απω­θού­νται ολο­έ­να πιο βί­αια από τους σω­σί­ες τους), της οποί­ας οι δύο πό­λοι δεν ήσαν πο­τέ, όπως νό­μι­ζε ο Eλύ­της, το έρ­γο του Σο­λω­μού και το έρ­γο του Kα­βά­φη, αλ­λά το Γ’ Σχε­δί­α­σμα των «Eλεύ­θε­ρων Πο­λιορ­κη­μέ­νων» και η «Eπι­ση­μεί­ω­σις» του Kάλ­βου στις Ωδές (ο Kα­βά­φης εί­ναι απλού­στα­τα το βα­ρυ­τι­κό πε­δίο αυ­τής της σφαί­ρας – κι επι­πλέ­ον εί­ναι, όσον αφο­ρά στην έμ­μο­νη, ακρι­βή μορ­φο­πλα­σία, ο κα­λύ­τε­ρος μα­θη­τής του Σο­λω­μού).

4. O Σο­λω­μός ονει­ρεύ­τη­κε ένα εί­δος μι­κτό αλ­λ’ ατό­φιο· αυ­τή η δια­τύ­πω­ση ση­κώ­νει πολ­λές ερ­μη­νεί­ες, και δό­θη­καν όλες σχε­δόν – ίσως όμως ση­μαί­νει τε­λι­κά τού­το: ότι ονει­ρεύ­τη­κε να άρει την διά­κρι­ση ανά­με­σα στη μι­μη­τι­κή ει­κο­νο­πλα­σία της πρώ­ι­μης ποί­η­σής του και στη ρο­μα­ντι­κή μου­σι­κή της «με­σαί­ας» πε­ριό­δου του (θα μας ήταν άρα­γε τό­σο σα­φή όλ’ αυ­τά αν δια­θέ­τα­με εκ­δό­σεις από τις οποί­ες έχουν οβε­λι­στεί τα «Προ­λε­γό­με­να» του Iα­κώ­βου Πο­λυ­λά;) και να ανα­θέ­σει μι­μη­τι­κό ρό­λο στη μου­σι­κή. Ήταν λοι­πόν ανα­πό­φευ­κτο να κυ­νη­γά μια σύν­θε­ση – κι άρ­χι­σε να την δια­κρί­νει μό­νο όταν αντε­λή­φθη πως η πα­ρά­δο­ξη σχέ­ση του με τη μη­τρι­κή γλώσ­σα του (το ότι «δεν ήξε­ρε ελ­λη­νι­κά») απο­τε­λού­σε (όπως άθε­λά του πα­ρα­τή­ρη­σε ο Σε­φέ­ρης, μι­λώ­ντας για «με­γά­λο ποι­η­τή») μο­να­δι­κό πλε­ο­νέ­κτη­μα. Ήταν επι­πλέ­ον λο­γι­κό να μην πα­ρά­γει «λυ­ρι­κές μο­νά­δες» πα­ρά άθε­λά του και ταυ­το­χρό­νως να μην κυ­νη­γά προ­γραμ­μα­τι­κά το «από­σπα­σμα»· ήταν λο­γι­κό να με­τα­κι­νεί «μο­τί­βα», κα­θώς το σχέ­διο της σύν­θε­σης άλ­λα­ζε διαρ­κώς, πό­τε ακου­γό­ταν κι έπει­τα χα­νό­ταν (ή ο ίδιος το απω­θού­σε, έντρο­μος)· θέ­λο­ντας εντέ­λει να μπει τον Πα­ρά­δει­σο από την πύ­λη του Θε­ού (υπάρ­χει κι η πύ­λη της μα­ριο­νέτ­τας), ο Σο­λω­μός στο τέ­λος κα­ταρ­γεί ώς και την ομοιο­κα­τα­λη­ξία, στοι­χειώ­δη ει­κό­να του μι­μη­τι­κού εγ­χει­ρή­μα­τος: απα­λεί­φει το ει­ρω­νι­κό πε­δίο, για να μην δει στον κα­θρέ­φτη τον διά­βο­λο· σπά­ει τον ίδιο τον κα­θρέ­φτη, για να μην δει τον εαυ­τό του να γκρε­μί­ζε­ται – αλ­λά δεν απο­φεύ­γει να εκ­δρα­μα­τί­ζει πά­λι και πά­λι την Πτώ­ση: «Πί­σω απ’ ό,τι έπια­νε στο χέ­ρι του μα­ντεύ­ο­με εύ­κο­λα το αί­σθη­μα ενός γλωσ­σι­κού προ­πα­το­ρι­κού αμαρ­τή­μα­τος» (Λο­ρεν­τζά­τος). Tο ρε­περ­τό­ριο του Pο­μα­ντι­σμού ήρ­θε και ταί­ρια­ξε (κι επα­να­λη­πτι­κά απω­θή­θη­κε, με τη σει­ρά του) σ’ αυ­τήν την ανα­γκαία πο­ρεία, που έτσι κι αλ­λιώς οδη­γού­σε τα­χύ­τα­τα τον Σο­λω­μό στους αντί­πο­δες οποιασ­δή­πο­τε πρό­θε­σης να πα­γώ­σουν τα φλε­γό­με­να ση­μά­δια που άφη­νε σε «λο­γο­τε­χνι­κά έρ­γα»· δια­φο­ρε­τι­κά, θά ‘ταν σαν ο Σε­ζάν, φε­ρ’ ει­πείν, να κα­δρά­ρι­ζε κά­ποια στιγ­μή τα κομ­μά­τια εκεί­να του οιου­δή­πο­τε ώρι­μου πί­να­κά του όπου εί­χαν προς στιγ­μήν συν­δυα­στεί σε μιαν εγκε­κρι­μέ­νη αρ­μο­νία τα χρώ­μα­τα από τους διαρ­κείς με­τα­το­νι­σμούς των οποί­ων εκεί­νος, αντί­θε­τα, ήλ­πι­ζε να οδη­γη­θεί σε μια βα­θύ­τε­ρη αλή­θεια.


Δεύτερη ομάδα: η τρελή μάνα

1. O Σο­λω­μός εί­ναι αυ­το­βιο­γρα­φι­κός και αυ­το­κα­τα­στρο­φι­κός. H τε­λειο­μα­νία εί­ναι η κό­ψη της αυ­το­κα­τα­στρο­φής, πά­ντα: εναλ­λάξ πε­τυ­χαί­νου­με ένα εξαί­σιο θραύ­σμα, αναι­ρώ­ντας την αυ­το­κα­τα­στρο­φή, κι έπει­τα το ίδιο το θραύ­σμα την πα­ρο­ξύ­νει δη­μιουρ­γώ­ντας γύ­ρω του ένα κε­νό όπου κα­τα­πο­ντί­ζο­νται όλα τα μη ισά­ξια προ­γε­νέ­στε­ρα (αυ­τή εί­ναι η ει­ρω­νεία ενός κό­σμου πλού­σια βαθ­μο­λο­γη­μέ­νου και βα­θύ­τα­του)· μέ­νου­με μό­νο με το θραύ­σμα, κι αρ­χί­ζου­με από την αρ­χή: η αυ­το­κα­τα­στρο­φή επι­τα­χύ­νε­ται... Πρέ­πει ν’ αλ­λά­ξει πά­λι επί­πε­δο: τρυ­πώ­νει στη λέ­ξη, για να ξη­λώ­σου­με το μα­γνά­δι – και πά­με να κα­ταρ­γή­σου­με τη συ­νί­ζη­ση· έπει­τα;
Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, το Σχέ­διο, η Σύν­θε­ση εί­ναι ένας αντι­φα­τι­κός ελιγ­μός: εί­ναι το δυ­να­μι­κό πε­δίο της αυ­το­κα­τα­στρο­φής, που επι­τρέ­πει να μην αρ­κούν οι «μο­νά­δες», και το τέ­λειο τέ­χνα­σμα για να την απω­θή­σου­με, για να στο­μώ­σου­με τις «μο­νά­δες» ώστε να μην αρ­κούν. Στον Σο­λω­μό κα­ταρ­ρέ­ει το Σχέ­διο προς όφε­λος των θραυ­σμά­των (ή υπό το βά­ρος τους) επει­δή ο Σο­λω­μός εί­ναι αυ­θε­ντι­κά λυ­ρι­κός· δεν εί­ναι δρα­μα­τι­κός ποι­η­τής, δη­λα­δή δεν έχει τη δυ­να­τό­τη­τα να συ­μπα­ρα­σύ­ρει και σκου­πί­δια. Tο Ύψι­στο, στην πε­ρί­πτω­σή του, εί­ναι τυ­πι­κά ρο­μα­ντι­κό, αφού εγ­γυά­ται την πτώ­ση.

2. Tο ‘82, δια­βά­ζο­ντας με­θο­δι­κά Σο­λω­μό, με­τέ­γρα­ψα στα πε­ρι­θώ­ρια της Ωδής στον Λορδ Μπάι­ρον τις βρι­σιές – για­τί; Για­τί, πέ­ραν του ότι απο­τε­λούν το ίχνος μιας βί­αι­ης (διά της γλώσ­σας) ενα­ντί­ω­σης στις ευ­κο­λί­ες της γλώσ­σας (αυ­τό εί­ναι το ηθι­κό σκέ­λος), εί­ναι και το βού­λιαγ­μα στο αμνια­κό υγρό του ιδιώ­μα­τος, στην αμε­τά­φρα­στη λά­σπη του: στον πη­λό απ’ όπου πλά­θο­νται τα έρ­γα· οι βρι­σιές εί­ναι η πιο ανε­ξάρ­τη­τη από τις φω­νές της παι­δι­κό­τη­τας – πρέ­πει κι αυ­τές ν’ ακου­στούν, όχι μό­νο το τρα­γού­δι της τρε­λής μά­νας (: η προ­φα­νής με­λω­δία μιας ξέ­νης αλ­λά και μη­τρι­κής γλώσ­σας).
Πώς μπο­ρεί να ξα­να­βρεί κα­νείς τον Πα­ρά­δει­σο; Προς τον Θεό ή προς τη μα­ριο­νέτ­τα. Τι θα ήταν, εν τοιαύ­τη πε­ρι­πτώ­σει, ένα εί­δος μι­κτό αλ­λά νό­μι­μο [γνή­σιο, μτ­φρ. ο Bε­λου­δής]; Όποιος έρ­χε­ται στη γλώσ­σα, όποιος κρυώ­νει μα­κριά απ’ τη μά­να του, ζη­τά τη ζε­στα­σιά του Πα­ρα­δεί­σου· πρέ­πει όμως ν’ απο­φύ­γει όλα τα προ­φα­νή θέλ­γη­τρα, αν θέ­λει να βρει το στό­χο – για­τί υπάρ­χει κίν­δυ­νος να εγκλω­βι­στεί στη γλώσ­σα, να πια­στεί στο υφά­δι της. (H γυ­ναί­κα με το μα­γνά­δι: δεν εί­ναι λά­θος η ανα­γω­γή στο vampir – χω­ρίς να παύ­ει νά ‘ναι χρι­στια­νι­κή η ει­κό­να.) Όποιος με­γα­λώ­νει στο κέ­ντρο της γλώσ­σας, υπερ­κα­λυμ­μέ­νος από μια μά­να (που όμως δι­χά­ζε­ται, δη­λα­δή δι­πλα­σιά­ζε­ται, σκε­πά­ζει και απο­μα­κρύ­νε­ται, απο­ξε­νώ­νε­ται κα­τά βά­θος: τον φρο­ντί­ζει αδιά­φο­ρα), αυ­τός βλέ­πει νω­ρίς τις κλω­στές που μπο­ρεί και να ‘ναι ο μό­νος δρό­μος προς την απε­λευ­θέ­ρω­ση – και πά­ει προς τις μα­ριο­νέτ­τες· πρέ­πει όμως να προ­σέ­ξει μην κο­πούν όλες οι κλω­στές· δεν έχει να κό­ψει αλ­λά να υφά­νει. O Άγρας, ο Kα­ρυω­τά­κης – πά­νε προς τις μα­ριο­νέτ­τες, υπο­χρε­ω­τι­κά. O Σο­λω­μός πά­ει προς τον Θεό – πρέ­πει όμως να πά­ψει ν’ ακού­ει κα­τά κά­ποιον τρό­πο, ακό­μα και την πεί­να του, προ­πά­ντων τη Φύ­ση, εν γέ­νει όλους τους πει­ρα­σμούς. Oι ελεύ­θε­ροι πο­λιορ­κη­μέ­νοι εί­ναι μια ει­κό­να της κώ­φω­σης: ο Σο­λω­μός συλ­λαμ­βά­νει το πρό­βλη­μά του· ανα­κτά προς στιγ­μήν το σχέ­διο της βιο­γρα­φί­ας του – και το με­τα­φέ­ρει εκεί που αντέ­χε­ται: σε πλά­νο ποι­ή­μα­τος, σε Componimento.

3. Ο Γκλεν Γκουλντ προ­τι­μού­σε να παί­ζει πιά­νο όταν έβα­ζε ηλε­κτρι­κή σκού­πα η μά­να του· κι ένας Μπε­τό­βεν που άκου­γε θα εί­χα γρά­ψει τα τε­λευ­ταία Κουαρ­τέ­τα;
Πρέ­πει να πά­ψουν ν’ ακού­γο­νται τα τρα­γού­δια της τρε­λής μά­νας. Aπό τη μου­σι­κή, να μεί­νει ο κάν­να­βος – το σχέ­διο που θα γί­νει φόρ­μα, σύν­θε­ση, Componimento.
(Πρό­σε­ξε: η τρε­λή μά­να απο­ξε­νώ­νε­ται ή απο­ξε­νώ­νει· η γλώσ­σα που τρα­γου­δά­ει εί­ναι για τον Σο­λω­μό η τρε­λή του μά­να – αυ­τό εν­νο­εί, άθε­λά του, ο Σε­φέ­ρης λέ­γο­ντας ότι ο Σο­λω­μός δεν ήξε­ρε ελ­λη­νι­κά.)
Mην μπο­ρώ­ντας να συ­γκρα­τή­σει αυ­τό το σχέ­διο, να το πα­γώ­σει στο χρό­νο, ο Σο­λω­μός δια­σώ­ζει μό­νον τις «λυ­ρι­κές ενό­τη­τες» (Πο­λί­της)· ο Aλε­ξί­ου το πα­ρε­ξη­γεί και νο­μί­ζει πως γρά­φει αυ­το­τε­λή ποι­ή­μα­τα· άλ­λοι ανα­ρω­τιού­νται για­τί με­τα­φέ­ρει στί­χους εδώ κι εκεί, σαν νά ‘σαν ξέ­μπαρ­κοι: μα για να βρούν τη θε­ση τους, υπάρ­χει απο­κά­τω δυ­να­μι­κό πε­δίο (οι «δυ­νά­μεις» του Πο­λυ­λά), που διαρ­κώς τρο­πο­ποιεί­ται εφό­σον ο Σο­λω­μός δεν έχει πλά­σει ένα εί­δω­λό του. Oι «ανα­λυ­τι­κοί» λοι­πόν, μο­λο­νό­τι πα­ρα­βιά­ζουν το στοι­χιε­ώ­δες αί­τη­μα να προ­κύ­πτει ανα­γνώ­σι­μο κεί­με­νο (όμως το πα­ρα­βιά­ζουν τε­λι­κά; πά­ντα προ­κύ­πτει χρη­στι­κή έκ­δο­ση), κι­νού­νται εν­στι­κτω­δώς προς τη σω­στή κα­τεύ­θυν­ση: Σο­λω­μός δί­χως όνει­ρο για σύν­θε­ση δεν υπάρ­χει. Όμως η σύν­θε­ση δεν εί­ναι κά­τι που κα­τα­σκευά­ζε­ται και μέ­νει· απο­συ­ναρ­μο­λο­γεί­ται και ανα­συ­γκρο­τεί­ται δια­φο­ρε­τι­κά – αε­νά­ως. Μπο­ρεί τα 4+4 μέ­ρη να τα σχε­δί­α­σε ο Σο­λω­μός (αν συμ­με­ρι­ζό­ταν την πε­ποί­θη­ση του Πο­λυ­λά ότι το τε­λι­κό σχέ­διο εί­ναι η ζωή σου ολό­κλη­ρη κι επο­μέ­νως όλα πρέ­πει, εί­ναι ανά­γκη, εί­ναι ανα­πό­φευ­κτο να βρουν τη θέ­ση τους) κι έπει­τα να διέ­λυ­σε αυ­τό το προ­σω­ρι­νό εί­δω­λο, που ήταν αδύ­να­τον να πα­γώ­σει εφό­σον δεν επρό­κει­το για κα­θα­ρή φόρ­μα. O Kάλ­βος κα­τα­σκευά­ζει ένα εί­δω­λο, μια σκα­λω­σιά κα­θα­ρά φορ­μα­λι­στι­κή ― και δεν κα­τορ­θώ­νει να ξε­δια­λέ­γει: κα­τορ­θώ­νει ως εκ τού­του να ολο­κλη­ρώ­νει. O Σο­λω­μός από βυ­θό πά­ει σε βυ­θό – τό ξέ­ρει αυ­τό όποιος γρά­φει, το ζει: μό­νον ο κάν­να­βος μπο­ρεί να βά­λει ένα φρέ­νο και, σαν συ­σπει­ρω­μέ­νο ελα­τή­ριο, να σε στεί­λει πά­νω ανί­κη­το. (Oι πε­ρισ­σό­τε­ροι στί­χοι του Σο­λω­μού εί­ναι και αυ­το­βιο­γρα­φι­κοί.) Όμως τον κάν­να­βο πρέ­πει να τον ακού­σεις: η τε­χνι­κή εί­ναι η κώ­φω­ση που επι­τρέ­πει ν’ άκούς. Eδώ οι δρό­μοι του Σο­λω­μού και του Kάλ­βου δι­χά­ζο­νται: O Σο­λω­μός δια­κυ­βεύ­ει την τε­χνι­κή του από ήχο σε ήχο, για ν’ ακού­σει ξη­λώ­νει το μα­γνά­δι. O Kάλ­βος την κά­νει τη τε­χνι­κή φά­σμα, γί­νε­ται Πη­νε­λό­πη κι υφαί­νει ένα φά­ντα­σμα· στή­νει τον αρ­γα­λειό του: (Mη-)συ­νί­ζη­ση ενα­ντί­ον Eπι­ση­μεί­ω­σης – νά ποιοι εί­ναι οι δύο όντως πό­λοι της σφαί­ρας που ονο­μά­ζου­με ποί­η­ση.

4. Λοι­πόν, πρό­σε­ξε: το μέ­γα σκάν­δα­λο εί­ναι να δη­λώ­σει κα­νείς ότι ο Σο­λω­μός εί­ναι τρο­μα­κτι­κά, σχε­δόν από­λυ­τα αυ­το­α­να­φο­ρι­κός, εγω­τι­στής – κι απ’ αυ­τόν τον δρό­μο χαρ­το­γρα­φεί τα προ­βλή­μα­τα του σύγ­χρο­νου λυ­ρι­σμού. H το­μή τού 1928 πι­θα­νόν να εί­ναι η, επι­τέ­λους ανα­γνω­ρι­ζό­με­νη ως ανα­πό­φευ­κτη, ανα­γω­γή των εκά­στο­τε εξω­τε­ρι­κών θε­μά­των στον πυ­ρή­να τους, εκεί όπου αφη­γού­μα­στε μια πα­θο­λο­γία και μια πα­να­θρώ­πι­νη συν­θή­κη ταυ­τό­χρο­να. Για­τί ξε­χνά­με ότι ο Σο­λω­μός εί­ναι λυ­ρι­κός; Aν ήταν δρα­μα­τι­κός, θα μπο­ρού­σε να με­τα­φέ­ρει τον κάν­να­βο εντός της γλώσ­σας – και ίσως θα εί­χα­με ολο­κλη­ρω­μέ­νο έρ­γο· ο Σο­λω­μός όμως δεν έχει καν τη συν­θή­κη του Σι­κε­λια­νού, δεν μπο­ρεί να δει τί­πο­τα μές απ’ τη σά­ψη, δεν ελέγ­χει τον σκου­πι­δό­το­πο: γι’ αυ­τό δεν ολο­κλη­ρώ­νει – επει­δή τα τεί­χη της Σιών μπο­ρείς να τα δεις ολό­κλη­ρα μό­νον αν τα δεις κά­ποια στιγ­μή και απ’ έξω.

5. Zω­τι­κό ση­μείο εί­ναι τα Προ­λε­γό­με­να· εκεί ο Πο­λυ­λάς εν­στι­κτω­δώς αντι­λαμ­βά­νε­ται πως χρειά­ζε­ται ένα βιο­γρα­φι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα για να προ­βλη­θεί πά­νω του, σαν σε κλεί­δα, το έρ­γο του Σο­λω­μού· πα­ρα­πλα­νά έτσι, από μιαν άπο­ψη  – δί­νο­ντάς μας όμως ένα ομοί­ω­μα του αλη­θούς, εφό­σον την ίδια στιγ­μή συλ­λαμ­βά­νει (και με­τα­φρά­ζει σε βιο­γρα­φι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα) ως ωτα­κου­στής το σχέ­διο που πό­τε-πό­τε άκου­γε εκ των έν­δον (με νε­ρό στ’ αυ­τιά του, όπως στο λού­σι­μο· και τις άλ­λες στιγ­μές πιω­μέ­νος) ο Σο­λω­μός. Tου εί­ναι ως εκ τού­του επι­βε­βλη­μέ­νες οι κα­τά τα άλ­λα αδι­καιο­λό­γη­τες πα­ρα­βά­σεις τής φι­λο­λο­γι­κής ορ­θό­τη­τος: το να εντάσ­σει στο corpus φε­ρ’ ει­πείν στί­χους που άκου­σε από τον ποι­η­τή. Kα­νείς δεν βλέ­πει ότι ο Πο­λυ­λάς συ­νε­χώς πα­ρα­βιά­ζει το κεί­με­νο;
Eξί­σου εν­δια­φέ­ρον εί­ναι να δού­με τον μύ­θο για τα χα­μέ­να (τε­λειω­μέ­να) έρ­γα· κά­ποιος τά ‘κλε­ψε, κά­ποιος φθό­νη­σε – ακό­μη κι ο Πο­λυ­λάς αρ­νεί­ται να προ­ω­θή­σει στον δη­μό­σιο χώ­ρο την ει­κό­να αυ­το­κα­τα­στρο­φής που αντί­κρυ­σε σκύ­βο­ντας στα χει­ρό­γρα­φα· πλα­γί­ως όμως προ­τεί­νει μια συν­θή­κη εν­δο­α­κρό­α­σης. Προ­σπα­θεί να απο­κα­τα­στή­σει τον ελ­λεί­πο­ντα θη­σαυ­ρό, ταυ­το­χρό­νως όμως ο ίδιος δεν πρέ­πει να πι­στεύ­ει πως υπήρ­ξε πο­τέ: κα­τα­σκευά­ζει για τον Σο­λω­μό έναν μύ­θο, όπου θα κρυ­φτεί η αλή­θεια: τι άλ­λο, σκέ­πτε­ται, μπο­ρεί να δώ­σει κα­νείς στο κοι­νό; Aν όμως η αι­σθη­τι­κή του ρο­μα­ντι­κού απο­σπά­σμα­τος ήταν τό­σο ισχυ­ρή, τό­τε θα χρεια­ζό­ταν ο μύ­θος;
(Eν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, εί­ναι θε­με­λιώ­δες σφάλ­μα να εκ­δί­δε­ται Σο­λω­μός δί­χως τα Προ­λε­γό­με­να.)

6. Oπωσ­δή­πο­τε να εξη­γη­θεί τι εί­ναι η συ­νί­ζη­ση, ει­δι­κά που ανά­με­σα στο B΄(1834) καί στο Γ΄(1844) Σχε­δί­α­σμα με­σο­λα­βεί η Δί­κη. Tι αλ­λά­ζει στην ακρό­α­ση της μου­σι­κής; (Eν­νοώ: του καν­νά­βου – για­τί, νο­μί­ζω, ήδη έχει δρο­μο­λο­γη­θεί η κώ­φω­ση...) Στο ζή­τη­μα της ηχη­τι­κής εκ­δο­χής του καν­νά­βου, να προ­σε­χτεί πά­ρα πο­λύ (μάλ­λον πρό­κει­ται για εξαί­ρε­τη διαί­σθη­ση) η πρώ­ι­μη πρό­τα­ση του Λο­ρεν­τζά­του να μην με­τα­φρα­στούν οι ελ­λη­νοϊ­τα­λι­κές ση­μειώ­σεις: η εναλ­λα­γή ιτα­λι­κών και ελ­λη­νι­κών, πέ­ραν του ότι απο­κα­λύ­πτει το αλη­θι­νό ιδί­ω­μα του Σο­λω­μού, απο­σα­φη­νί­ζει και τον κα­θα­ρό ρυθ­μό. Ναι, εδώ κρύ­βε­ται ίσως το κλει­δί.
Στη Γυ­ναί­κα της Zά­κυ­θος, η ρη­το­ρι­κή και το θέ­μα επι­τρέ­πουν να λει­τουρ­γή­σει η εσω­τε­ρι­κή ακοή – γι’ αυ­τό και το αβί­α­στο τού­το έρ­γο υπήρ­ξε εκεί­νο που κυ­ρί­ως έδω­σε γλωσ­σι­κό μο­ντέ­λο. Εδώ έχου­με ένα ψυ­χα­να­λυ­τι­κού τύ­που επί­τευγ­μα: ο Σο­λω­μός εκ­δρα­μα­τί­ζει την πά­λη του με τη μη­τρι­κή του γλώ­σα – οπό­τε...

7. Για­τί ο Σο­λω­μός φα­ντά­ζε­ται την αλή­θεια inoppugnabile; Για­τί οι Eλεύ­θε­ροι Πο­λιορ­κη­μέ­νοι εί­ναι η άλ­λη όψη της μά­χης με τη συ­νί­ζη­ση· σε τού­το το αλω­νά­κι (το ένα ή το άλ­λο) δια­κυ­βεύ­ε­ται η ελευ­θε­ρία. Eξού και στο κέ­ντρο του υψώ­νε­ται η γυ­ναι­κεία θυ­σια­στι­κή μορ­φή – μέ φό­ρε­μα μαύ­ρο σαν του λα­γού το αί­μα: η θυ­σια­στι­κή τε­λε­τή εί­ναι η φόρ­μα.

«So», said the doctor, «now wee may perhaps to begin. Yes?»


ΧΑΡΤΗΣ 1 {ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2019}

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου