Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

Γιόνας Μέκας (24/12/1922-23/1/2019)




Στον ουρανό οι δυνατότητες
είναι μόνο συναρπαστικές
Νίκος Καρούζος


Ονομάστηκε «αρχιερέας», «ο κυριότερος ιμπρεσάριος», «νονός», «γκουρού», «προστάτης άγιος», καθώς και «τιτάνας» της αμερικανικής αβάν γκαρντ κινηματογραφικής σκηνής. Έφυγε από τη ζωή στις 23 Ιανουαρίου 2019, ενώ μόλις έναν μήνα πριν είχε συμπληρώσει τα 96 του έτη. Ήταν ο κινηματογραφιστής και λογοτέχνης Γιόνας Μέκας.

Αντόλφας και Γιόνας Μέκας (Γερμανία, 1949)

Σε ηλικία 22 ετών, μαζί με τον αγαπημένο του αδελφό Αντόλφας (1925-2011), εγκατέλειψε την πατρίδα του, τη Λιθουανία, και οδηγήθηκε στην προσφυγιά, προσπαθώντας να γλιτώσει από το ναζιστικό κατοχικό καθεστώς (αξίζει εδώ να σημειωθεί πως είχε λάβει ήδη μέρος στην αντίσταση εναντίον των κατακτητών). Ωστόσο, οι αδελφοί Μέκας συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία, για να καταφέρουν επιτέλους να αποδράσουν και από εκεί μόλις δυο μήνες πριν την λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Με την πρώτη του Bolex (1950)

Το 1949 τα δυο αδέλφια κατορθώνουν να φτάσουν στη Νέα Υόρκη, όπου και θα έχτιζαν μια καινούργια ζωή και θα έγραφαν τις δικές τους σελίδες στην Ιστορία του κινηματογράφου του εικοστού αιώνα. Εκεί, ο Γιόνας αγόρασε τότε την πρώτη του κάμερα, μια Bolex 16mm, και ξεκίνησε να επιχειρεί τους πρώτους κινηματογραφικούς του πειραματισμούς.



Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο συνέβη τη δεκαετία του 1960 με διάφορες ταινίες μικρού μήκους. Το 1969 θα παρουσιάσει το πρώτο μείζον κινηματογραφικό του έργο, την τρίωρη ταινία με τίτλο «Walden». Τα έργα «Reminiscences of a Journey to Lithuania» (1971–72), «Lost, Lost, Lost» (1976) και «As I Was Moving Ahead Occasionally I Saw Brief Glimpses of Beauty» (2000) ήταν εκείνα τα οποία μεταξύ άλλων του εξασφάλισαν τη θέση του στο πάνθεον των δημιουργών της αβάν γκαρντ.


Ενώ τόσο ο χολιγουντιανός όσο και ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος ήταν γεμάτοι με «αηδίες και κοινοτοπίες», ο αβάν γκαρντ κινηματογράφος ήταν γεμάτος με «φως και εκστάσεις», καθώς έγραφε ο Μέκας σε δοκίμιό του που δημοσιεύτηκε στους New York Times το 1969. Το ίδιο ακριβώς μπορεί να ειπωθεί και για τον δικό του κινηματογράφο. Με τα λόγια του Χάρμονι Κορίν: «Ο κινηματογράφος του είναι κινηματογράφος μνήμης και ψυχής και ανέμου και φωτιάς.»


Με τα πενιχρά κινηματογραφικά μέσα που μεταχειριζόταν και με την επιλογή των ίδιων των θεμάτων που τον απασχόλησαν, με την αποδέσμευση από την τυραννία της αφήγησης και της πλοκής, καθώς και με τη χαμηλόφωνη και θραυσματική, ημερολογιακή του προσέγγιση, ο Μέκας δημιούργησε ένα προσωπικό καλλιτεχνικό ιδίωμα, μιαν ολοκληρωμένη αισθητική πρόταση, με κύριο άξονά της το ποιητικώς βλέπειν.




Ακόμα και ο θεατής εκείνος ο οποίος έρχεται κάποτε για πρώτη φορά σε επαφή με τις ταινίες του Γιόνας Μέκας, αντιλαμβάνεται πως ο τελευταίος αγάπησε τη ζωή, την οποίαν απαθανάτισε σε πολλαπλές και διάφορες εκφάνσεις της να σπαργεί, να λαχταρίζει και να πάλλεται, απαθανάτισε τη στιγμή να ανάγεται σε αιωνιότητα.



Ακόμα και ο θεατής εκείνος ο οποίος έρχεται κάποτε για πρώτη φορά σε επαφή με τις ταινίες του Γιόνας Μέκας, αντιλαμβάνεται πως ο τελευταίος ήταν ανατρεπτικός, ανοιχτός στις προκλήσεις, εφοδιασμένος με αστείρευτο πάθος για την ελευθερία και με μιαν απέραντη λυρική ευαισθησία, λατρευτής, καταγραφέας και προστάτης της συχνά παραβλεπόμενης ομορφιάς, της (κατά Χρήστο Βακαλόπουλο) «ονειρικής υφής της πραγματικότητας».


«Είναι σημαντικό να έχετε υπ' όψιν πως αυτά που κάνω δεν είναι καλλιτεχνήματα. Εγώ είμαι απλώς ένας κινηματογραφιστής. Ζω όπως ζω και κάνω ό,τι κάνω, που είναι η καταγραφή στιγμών της ζωής μου εν κινήσει. Και το κάνω αυτό επειδή είμαι αναγκασμένος να το κάνω. Η ανάγκη, όχι η καλλιτεχνία, είναι η πραγματική γραμμή την οποία μπορείτε να ακολουθήσετε στη ζωή μου και στο έργο μου», δήλωνε ο Μέκας σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Guardian το 2012.


Είναι προφανές πως ο τρόπος με τον οποίον έβλεπε τα πράγματα και τα αποτύπωνε στο φιλμ διαπνεόταν από μια διάθεση καθαρά ποιητική· άλλωστε τούτο είναι συχνό φαινόμενο για τους καλλιτέχνες εκείνους οι οποίοι στη νιότη τους διακόνησαν την ποίηση, για να περάσουν έπειτα και να επικεντρωθούν σε κάποιαν άλλη τέχνη - και η ποιητική διάθεση και ματιά συνήθως δεν χάνεται, ακόμα και αν οι καλλιτέχνες αυτοί εγκαταλείψουν την ποίηση ολοκληρωτικά. Όμως η σχέση του Μέκας με την ποίηση ήταν διαρκής, από την τρυφερή ηλικία των δεκατεσσάρων ετών (όταν ξεκίνησε να δημοσιεύει την ποίησή του) μέχρι και το τέλος του.


Την ποίησή του -ίσως ακόμα περισσότερο και από ό,τι τον κινηματογράφο του- τη διαπερνά οριζόντια το αίσθημα της εξορίας, της ξενότητας, της επίπονης νοσταλγίας και της ακόμα πιο επίπονης αδυναμίας νόστου, πράγμα που αντικατοπτρίζεται λόγου χάρη και στον ίδιο τον τίτλο της συγκεντρωτικής μεταφρασμένης στα αγγλικά έκδοσης δύο εκ των μειζόνων ποιητικών του έργων: «There is no Ithaca» (1996). Στον τόμο αυτό συνυπάρχουν τα -θεωρούμενα ως κλασικά πια στη Λιθουανία- ποιητικά έργα «Idylls of Semeniskiai» (το Semeniskiai ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του Μέκας) και «Reminiscences».


Για τα «Idylls», τα οποία συνετέθησαν στη μεταβατική περίοδο που ακολούθησε το τέλος του πολέμου και προηγήθηκε της πλήρους εγκατάστασης στην Αμερική, έγραψε ο Τζων Άσμπερυ: «Μην μπορώντας να επιστρέψει στην πατρίδα του, τη Λιθουανία, η οποία είχε καταληφθεί από τους Ρώσους, [ο Μέκας] επικεντρώθηκε όχι στην ανάκληση απλώς κάποιων χαμένων τοπίων, μα σε ελευθερόστιχα "ειδύλλια" που ανακαλούν τα "Γεωργικά" του Βιργιλίου, τον Χαίλντερλιν, τον Στίφτερ, τον Κλαρ, τον Λεοπάρντι, τον Ρίλκε, τον Πάστερνακ και τον Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς, και είναι τόσο ευθέα όσο μπορεί να είναι και ο κινηματογράφος.»


Και ο νομπελίστας Τσέσλαβ Μίλος έγραφε στο προλόγισμά του για τον τόμο «There is no Ithaca»: «[Τα ποιήματα του Μέκας] έχουν το θάλπος της άμεσης αναπόλησης της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας του συγγραφέα στο πατρικό του σπίτι. Είναι θετικό το γεγονός πως τα "Idylls", τα οποία θεωρούνται από τους ιστορικούς της λιθουανικής ποίησης ως το καλύτερο ποιητικό έργο του Γιόνας Μέκας, εμφανίζονται πλέον σε μετάφραση στα αγγλικά. [...] Η ευαισθησία του στο ανεπανάληπτο φως, στο χρώμα, στις ευωδιές της ιδιαίτερης πατρίδας του, στο βορρά της Λιθουανίας, καθώς παρουσιάζονται στα "Idylls", προφανώς ανήκουν σε έναν οραματιστή, ο οποίος ανυψώνει τις πιο γήινες λεπτομέρειες της πραγματικότητας σε ένα υψηλότερο επίπεδο έντασης - και αυτό εξηγεί γιατί είναι τόσο ποιητής όσο και ποιητής των παρατηρούμενων και των αποτυπούμενων σε φιλμ πραγμάτων.»


Πέρα από την πρωτότυπη καλλιτεχνική του δημιουργία όμως, ο Μέκας ανέπτυξε και μια πολυποίκιλη άλλη δράση, καθώς υπήρξε κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα The Village Voice, ιθύνων νους του περιοδικού Film Culture, ιδρυτής και ψυχή της Filmmakers' Cinematheque (από το 1970 μετεξελιχθείσης σε Anthology Film Archives).

Με τον Τζον Γουότερς

Υπήρξε φίλος και συνεργάτης πολλών σπουδαίων καλλιτεχνών (από τον Άλλεν Γκίνσμπεργκ και τον Τζακ Κέρουακ ως τη Γιόκο Όνο και τον Τζον Λένον), ενώ μνημονεύτηκε και μνημονεύεται διαρκώς από γενιές και γενιές σκηνοθετών και κινηματογραφιστών ως εκείνος ο οποίος τους επηρέασε καθοριστικά (ο Άντι Γουόρχολ, ο Τζον Γουότερς και ο Τζιμ Τζάρμους είναι μερικά μονάχα τέτοια παραδείγματα).



Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πως το έργο του είναι και θα είναι πάντοτε ζωντανό - και μέσα από αυτό ζωντανός θα παραμένει πάντοτε στις καρδιές όλων των θαυμαστών του και ο ίδιος ο Γιόνας Μέκας.


Βασίλης Πανδής
Κέρκυρα, 25 Ιανουαρίου 2019


Στην Αθήνα, 2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου