Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019

Δημήτρης Ι. Σουρβίνος: Τοπίο




Στη θολωτή τυφλή
οροφή της Νύχτας
μπηγμένο καρφί
κατακίτρινο
κεφαλή σκυθρωπή
νεκροκεφαλή ξεφτισμένη
ασώματος απρόσιτος
άλλοτε Πλατυτέρα
των εραστών και των άστρων
η Σελήνη κρυώνει
μονάζει πλέον ραγισμένη
γελοία εξοφλημένη
δυστυχής
η Σελήνη
σε χίλιες αγρυπνίες
ολονυκτίες
μετρά και σχεδιάζει
την απόφαση
στο φευγαλέο φωσφορίζον
κάτοπτρο της ενεδρεύουσας
αιώνιας θάλασσας
ν' αυτοκτονήσει

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

Γιόνας Μέκας (24/12/1922-23/1/2019)




Στον ουρανό οι δυνατότητες
είναι μόνο συναρπαστικές
Νίκος Καρούζος


Ονομάστηκε «αρχιερέας», «ο κυριότερος ιμπρεσάριος», «νονός», «γκουρού», «προστάτης άγιος», καθώς και «τιτάνας» της αμερικανικής αβάν γκαρντ κινηματογραφικής σκηνής. Έφυγε από τη ζωή στις 23 Ιανουαρίου 2019, ενώ μόλις έναν μήνα πριν είχε συμπληρώσει τα 96 του έτη. Ήταν ο κινηματογραφιστής και λογοτέχνης Γιόνας Μέκας.

Αντόλφας και Γιόνας Μέκας (Γερμανία, 1949)

Σε ηλικία 22 ετών, μαζί με τον αγαπημένο του αδελφό Αντόλφας (1925-2011), εγκατέλειψε την πατρίδα του, τη Λιθουανία, και οδηγήθηκε στην προσφυγιά, προσπαθώντας να γλιτώσει από το ναζιστικό κατοχικό καθεστώς (αξίζει εδώ να σημειωθεί πως είχε λάβει ήδη μέρος στην αντίσταση εναντίον των κατακτητών). Ωστόσο, οι αδελφοί Μέκας συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία, για να καταφέρουν επιτέλους να αποδράσουν και από εκεί μόλις δυο μήνες πριν την λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Με την πρώτη του Bolex (1950)

Το 1949 τα δυο αδέλφια κατορθώνουν να φτάσουν στη Νέα Υόρκη, όπου και θα έχτιζαν μια καινούργια ζωή και θα έγραφαν τις δικές τους σελίδες στην Ιστορία του κινηματογράφου του εικοστού αιώνα. Εκεί, ο Γιόνας αγόρασε τότε την πρώτη του κάμερα, μια Bolex 16mm, και ξεκίνησε να επιχειρεί τους πρώτους κινηματογραφικούς του πειραματισμούς.



Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο συνέβη τη δεκαετία του 1960 με διάφορες ταινίες μικρού μήκους. Το 1969 θα παρουσιάσει το πρώτο μείζον κινηματογραφικό του έργο, την τρίωρη ταινία με τίτλο «Walden». Τα έργα «Reminiscences of a Journey to Lithuania» (1971–72), «Lost, Lost, Lost» (1976) και «As I Was Moving Ahead Occasionally I Saw Brief Glimpses of Beauty» (2000) ήταν εκείνα τα οποία μεταξύ άλλων του εξασφάλισαν τη θέση του στο πάνθεον των δημιουργών της αβάν γκαρντ.


Ενώ τόσο ο χολιγουντιανός όσο και ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος ήταν γεμάτοι με «αηδίες και κοινοτοπίες», ο αβάν γκαρντ κινηματογράφος ήταν γεμάτος με «φως και εκστάσεις», καθώς έγραφε ο Μέκας σε δοκίμιό του που δημοσιεύτηκε στους New York Times το 1969. Το ίδιο ακριβώς μπορεί να ειπωθεί και για τον δικό του κινηματογράφο. Με τα λόγια του Χάρμονι Κορίν: «Ο κινηματογράφος του είναι κινηματογράφος μνήμης και ψυχής και ανέμου και φωτιάς.»


Με τα πενιχρά κινηματογραφικά μέσα που μεταχειριζόταν και με την επιλογή των ίδιων των θεμάτων που τον απασχόλησαν, με την αποδέσμευση από την τυραννία της αφήγησης και της πλοκής, καθώς και με τη χαμηλόφωνη και θραυσματική, ημερολογιακή του προσέγγιση, ο Μέκας δημιούργησε ένα προσωπικό καλλιτεχνικό ιδίωμα, μιαν ολοκληρωμένη αισθητική πρόταση, με κύριο άξονά της το ποιητικώς βλέπειν.




Ακόμα και ο θεατής εκείνος ο οποίος έρχεται κάποτε για πρώτη φορά σε επαφή με τις ταινίες του Γιόνας Μέκας, αντιλαμβάνεται πως ο τελευταίος αγάπησε τη ζωή, την οποίαν απαθανάτισε σε πολλαπλές και διάφορες εκφάνσεις της να σπαργεί, να λαχταρίζει και να πάλλεται, απαθανάτισε τη στιγμή να ανάγεται σε αιωνιότητα.



Ακόμα και ο θεατής εκείνος ο οποίος έρχεται κάποτε για πρώτη φορά σε επαφή με τις ταινίες του Γιόνας Μέκας, αντιλαμβάνεται πως ο τελευταίος ήταν ανατρεπτικός, ανοιχτός στις προκλήσεις, εφοδιασμένος με αστείρευτο πάθος για την ελευθερία και με μιαν απέραντη λυρική ευαισθησία, λατρευτής, καταγραφέας και προστάτης της συχνά παραβλεπόμενης ομορφιάς, της (κατά Χρήστο Βακαλόπουλο) «ονειρικής υφής της πραγματικότητας».


«Είναι σημαντικό να έχετε υπ' όψιν πως αυτά που κάνω δεν είναι καλλιτεχνήματα. Εγώ είμαι απλώς ένας κινηματογραφιστής. Ζω όπως ζω και κάνω ό,τι κάνω, που είναι η καταγραφή στιγμών της ζωής μου εν κινήσει. Και το κάνω αυτό επειδή είμαι αναγκασμένος να το κάνω. Η ανάγκη, όχι η καλλιτεχνία, είναι η πραγματική γραμμή την οποία μπορείτε να ακολουθήσετε στη ζωή μου και στο έργο μου», δήλωνε ο Μέκας σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Guardian το 2012.


Είναι προφανές πως ο τρόπος με τον οποίον έβλεπε τα πράγματα και τα αποτύπωνε στο φιλμ διαπνεόταν από μια διάθεση καθαρά ποιητική· άλλωστε τούτο είναι συχνό φαινόμενο για τους καλλιτέχνες εκείνους οι οποίοι στη νιότη τους διακόνησαν την ποίηση, για να περάσουν έπειτα και να επικεντρωθούν σε κάποιαν άλλη τέχνη - και η ποιητική διάθεση και ματιά συνήθως δεν χάνεται, ακόμα και αν οι καλλιτέχνες αυτοί εγκαταλείψουν την ποίηση ολοκληρωτικά. Όμως η σχέση του Μέκας με την ποίηση ήταν διαρκής, από την τρυφερή ηλικία των δεκατεσσάρων ετών (όταν ξεκίνησε να δημοσιεύει την ποίησή του) μέχρι και το τέλος του.


Την ποίησή του -ίσως ακόμα περισσότερο και από ό,τι τον κινηματογράφο του- τη διαπερνά οριζόντια το αίσθημα της εξορίας, της ξενότητας, της επίπονης νοσταλγίας και της ακόμα πιο επίπονης αδυναμίας νόστου, πράγμα που αντικατοπτρίζεται λόγου χάρη και στον ίδιο τον τίτλο της συγκεντρωτικής μεταφρασμένης στα αγγλικά έκδοσης δύο εκ των μειζόνων ποιητικών του έργων: «There is no Ithaca» (1996). Στον τόμο αυτό συνυπάρχουν τα -θεωρούμενα ως κλασικά πια στη Λιθουανία- ποιητικά έργα «Idylls of Semeniskiai» (το Semeniskiai ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του Μέκας) και «Reminiscences».


Για τα «Idylls», τα οποία συνετέθησαν στη μεταβατική περίοδο που ακολούθησε το τέλος του πολέμου και προηγήθηκε της πλήρους εγκατάστασης στην Αμερική, έγραψε ο Τζων Άσμπερυ: «Μην μπορώντας να επιστρέψει στην πατρίδα του, τη Λιθουανία, η οποία είχε καταληφθεί από τους Ρώσους, [ο Μέκας] επικεντρώθηκε όχι στην ανάκληση απλώς κάποιων χαμένων τοπίων, μα σε ελευθερόστιχα "ειδύλλια" που ανακαλούν τα "Γεωργικά" του Βιργιλίου, τον Χαίλντερλιν, τον Στίφτερ, τον Κλαρ, τον Λεοπάρντι, τον Ρίλκε, τον Πάστερνακ και τον Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς, και είναι τόσο ευθέα όσο μπορεί να είναι και ο κινηματογράφος.»


Και ο νομπελίστας Τσέσλαβ Μίλος έγραφε στο προλόγισμά του για τον τόμο «There is no Ithaca»: «[Τα ποιήματα του Μέκας] έχουν το θάλπος της άμεσης αναπόλησης της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας του συγγραφέα στο πατρικό του σπίτι. Είναι θετικό το γεγονός πως τα "Idylls", τα οποία θεωρούνται από τους ιστορικούς της λιθουανικής ποίησης ως το καλύτερο ποιητικό έργο του Γιόνας Μέκας, εμφανίζονται πλέον σε μετάφραση στα αγγλικά. [...] Η ευαισθησία του στο ανεπανάληπτο φως, στο χρώμα, στις ευωδιές της ιδιαίτερης πατρίδας του, στο βορρά της Λιθουανίας, καθώς παρουσιάζονται στα "Idylls", προφανώς ανήκουν σε έναν οραματιστή, ο οποίος ανυψώνει τις πιο γήινες λεπτομέρειες της πραγματικότητας σε ένα υψηλότερο επίπεδο έντασης - και αυτό εξηγεί γιατί είναι τόσο ποιητής όσο και ποιητής των παρατηρούμενων και των αποτυπούμενων σε φιλμ πραγμάτων.»


Πέρα από την πρωτότυπη καλλιτεχνική του δημιουργία όμως, ο Μέκας ανέπτυξε και μια πολυποίκιλη άλλη δράση, καθώς υπήρξε κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα The Village Voice, ιθύνων νους του περιοδικού Film Culture, ιδρυτής και ψυχή της Filmmakers' Cinematheque (από το 1970 μετεξελιχθείσης σε Anthology Film Archives).

Με τον Τζον Γουότερς

Υπήρξε φίλος και συνεργάτης πολλών σπουδαίων καλλιτεχνών (από τον Άλλεν Γκίνσμπεργκ και τον Τζακ Κέρουακ ως τη Γιόκο Όνο και τον Τζον Λένον), ενώ μνημονεύτηκε και μνημονεύεται διαρκώς από γενιές και γενιές σκηνοθετών και κινηματογραφιστών ως εκείνος ο οποίος τους επηρέασε καθοριστικά (ο Άντι Γουόρχολ, ο Τζον Γουότερς και ο Τζιμ Τζάρμους είναι μερικά μονάχα τέτοια παραδείγματα).



Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πως το έργο του είναι και θα είναι πάντοτε ζωντανό - και μέσα από αυτό ζωντανός θα παραμένει πάντοτε στις καρδιές όλων των θαυμαστών του και ο ίδιος ο Γιόνας Μέκας.


Βασίλης Πανδής
Κέρκυρα, 25 Ιανουαρίου 2019


Στην Αθήνα, 2017

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2019

Μιχάλης Κατσαρός: [Έρχομαι πίσω σου βηματίζοντας]




Έρχομαι πίσω σου βηματίζοντας
Με περιφέρεις στους τόπους σου σαν έναν τυφλό
Τι είσαι;
Σου παραδίνομαι κι ακολουθώ το μεγάλο ταξίδι.
Δε σου ζητάω ανάπαυση.
Το πρόσωπό σου χάθηε προτού πλαστεί
                                                      και το γυρεύω.
...
Εσύ αδιάφορο προπορεύεσαι
Πάντοτε νέο
Τινάζεις τη στάχτη μου
Δε με ακούς
Υπάρχεις μέσα μου χωρίς εμένα.

Δε σε γνωρίζω. Σ' έπλασα με το αίμα μου
Κι όπως μεγάλωσες κι έχεις φτερά
Έγινα πέτρα σου και σκιά σου.

Αν φτιάχτηκε κόσμος φτιάχτηκε
                                                         να σε γεννήσει.


Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

László Krasznahorkai reading






Mina Loy: Three Moments in Paris




1. One O'Clock at Night

Though you have never possessed me
I have belonged to you since the beginning of time
And sleepily I sit on your chair beside you
Leaning against your shoulder
And your careless arm across my back gesticulates
As your indisputable male voice      roars
Through my brain and my body
Arguing "Dynamic Decomposition"
Of which I understand nothing
Sleepily
And the only less male voice of your brother pugilist of the intellect
Booms      as it seems to me      so sleepy
Across an interval of a thousand miles
An interim of a thousand years
But you who make more noise than any man in the world when you clear your throat
Deafening      wake me
And I catch the thread of the argument
Immediately assuming my personal mental attitude
And cease to be a woman

Beautiful halfhour of being a mere woman
The animal woman
Understanding nothing of man
But mastery      and the security of imparted physical heat
Indifferent to cerebral gymnastics
Or regarding them as the self-indulgent play of children
Or the thunder of alien gods
But you wake me up
Anyhow      who am I that I should criticize your theories of "Plastic Velocity"
"Let us go home      she is tired      and wants to go to bed."

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019

Virginia Woolf: [And in me too the wave rises]




'Should this be the end of the story? a kind of sigh? a last ripple of the wave? A trickle of water in some gutter where, burbling, it dies away? Let me touch the table--so--and thus recover my sense of the moment. A sideboard covered with cruets; a basket full of rolls; a plate of bananas--these are comfortable sights. But if there are no stories, what end can there be, or what beginning? Life is not susceptible perhaps to the treatment we give it when we try to tell it. Sitting up late at night it seems strange not to have more control. Pigeon-holes are not then very useful. It is strange how force ebbs away and away into some dry creek. Sitting alone, it seems we are spent; our waters can only just surround feebly that spike of sea-holly; we cannot reach that further pebble so as to wet it. It is over, we are ended. But wait--I sat all night waiting--an impulse again runs through us; we rise, we toss back a mane of white spray; we pound on the shore; we are not to be confined. That is, I shaved and washed; did not wake my wife, and had breakfast; put on my hat, and went out to earn my living. After Monday, Tuesday comes.

[...]

'Now what situation was there to end? Dullness and doom. And what to explore? The leaves and the wood concealed nothing. If a bird rose I should no longer make a poem--I should repeat what I had seen before. Thus if I had a stick with which to point to indentations in the curve of being, this is the lowest; here it coils useless on the mud where no tide comes--here, where I sit with my back to a hedge, and my hat over my eyes, while the sheep advanced remorselessly in that wooden way of theirs, step by step on stiff, pointed legs. But if you hold a blunt blade to a grindstone long enough, something spurts--a jagged edge of fire; so held to lack of reason, aimlessness, the usual, all massed together, out spurted in one flame hatred, contempt. I took my mind, my being, the old dejected, almost inanimate object, and lashed it about among these odds and ends, sticks and straws, detestable little bits of wreckage, flotsam and jetsam, floating on the oily surface. I jumped up. I said, "Fight! Fight!" I repeated. It is the effort and the struggle, it is the perpetual warfare, it is the shattering and piecing together--this is the daily battle, defeat or victory, the absorbing pursuit. The trees, scattered, put on order; the thick green of the leaves thinned itself to a dancing light. I netted them under with a sudden phrase. I retrieved them from formlessness with words.

Virginia Woolf: [Life is pleasant. Life is good.]




[...]
'Nevertheless, life is pleasant, life is tolerable. Tuesday follows Monday; then comes Wednesday. The mind grows rings; the identity becomes robust; pain is absorbed in growth. Opening and shutting, shutting and opening, with increasing hum and sturdiness, the haste and fever of youth are drawn into service until the whole being seems to expand in and out like the mainspring of a clock. How fast the stream flows from January to December! We are swept on by the torrent of things grown so familiar that they cast no shadow. We float, we float . . .
[...]

'Life is pleasant. Life is good. The mere process of life is satisfactory. Take the ordinary man in good health. He likes eating and sleeping. He likes the snuff of fresh air and walking at a brisk pace down the Strand. Or in the country there's a cock crowing on a gate; there's a foal galloping round a field. Something always has to be done next. Tuesday follows Monday; Wednesday Tuesday. Each spreads the same ripple of wellbeing, repeats the same curve of rhythm; covers fresh sand with a chill or ebbs a little slackly without. So the being grows rings; identity becomes robust. What was fiery and furtive like a fling of grain cast into the air and blown hither and thither by wild gusts of life from every quarter is now methodical and orderly and flung with a purpose--so it seems.

Virginia Woolf: [Are there stories?]




'The truth is that I am not one of those who find their satisfaction in one person, or in infinity. The private room bores me, also the sky. My being only glitters when all its facets are exposed to many people. Let them fail and I am full of holes, dwindling like burnt paper. Oh, Mrs Moffat, Mrs Moffat, I say, come and sweep it all up. Things have dropped from me. I have outlived certain desires; I have lost friends, some by death--Percival--others through sheer inability to cross the street. I am not so gifted as at one time seemed likely. Certain things lie beyond my scope. I shall never understand the harder problems of philosophy. Rome is the limit of my travelling. As I drop asleep at night it strikes me sometimes with a pang that I shall never see savages in Tahiti spearing fish by the light of a blazing cresset, or a lion spring in the jungle, or a naked man eating raw flesh. Nor shall I learn Russian or read the Vedas. I shall never again walk bang into the pillar-box. (But still a few stars fall through my night, beautifully, from the violence of that concussion.) But as I think, truth has come nearer. For many years I crooned complacently, "My children . . . my wife . . . my house . . . my dog." As I let myself in with the latch-key I would go through that familiar ritual and wrap myself in those warm coverings. Now that lovely veil has fallen. I do not want possessions now. (Note: an Italian washer-woman stands on the same rung of physical refinement as the daughter of an English duke.)

'But let me consider. The drop falls; another stage has been reached. Stage upon stage. And why should there be an end of stages? and where do they lead? To what conclusion? For they come wearing robes of solemnity. In these dilemmas the devout consult those violet-sashed and sensual-looking gentry who are trooping past me. But for ourselves, we resent teachers. Let a man get up and say, "Behold, this is the truth," and instantly I perceive a sandy cat filching a piece of fish in the background. Look, you have forgotten the cat, I say. So Neville, at school, in the dim chapel, raged at the sight of the doctor's crucifix. I, who am always distracted, whether by a cat or by a bee buzzing round the bouquet that Lady Hampden keeps so diligently pressed to her nose, at once make up a story and so obliterate the angles of the crucifix. I have made up thousands of stories; I have filled innumerable notebooks with phrases to be used when I have found the true story, the one story to which all these phrases refer. But I have never yet found that story. And I begin to ask, Are there stories?
[...]


THE WAVES (1931)

Virginia Woolf: [Ideas break a thousand times...]




[...]
'Lines and colours almost persuade me that I too can be heroic, I, who make phrases so easily, am so soon seduced, love what comes next, and cannot clench my fist, but vacillate weakly making phrases according to my circumstances. Now, through my own infirmity I recover what he was to me: my opposite. Being naturally truthful, he did not see the point of these exaggerations, and was borne on by a natural sense of the fitting, was indeed a great master of the art of living so that he seems to have lived long, and to have spread calm round him, indifference one might almost say, certainly to his own advancement, save that he had also great compassion. A child playing--a summer evening--doors will open and shut, will keep opening and shutting, through which I see sights that make me weep. For they cannot be imparted. Hence our loneliness; hence our desolation. I turn to that spot in my mind and find it empty. My own infirmities oppress me. There is no longer him to oppose them.

'Behold, then, the blue madonna streaked with tears. This is my funeral service. We have no ceremonies, only private dirges and no conclusions, only violent sensations, each separate. Nothing that has been said meets our case. We sit in the Italian room at the National Gallery picking up fragments. I doubt that Titian ever felt this rat gnaw. Painters live lives of methodical absorption, adding stroke to stroke. They are not like poets--scapegoats; they are not chained to the rock. Hence the silence, the sublimity. Yet that crimson must have burnt in Titian's gizzard. No doubt he rose with the great arms holding the cornucopia, and fell, in that descent. But the silence weighs on me--the perpetual solicitation of the eye. The pressure is intermittent and muffled. I distinguish too little and too vaguely. The bell is pressed and I do not ring or give out irrelevant clamours all jangled. I am titillated inordinately by some splendour; the ruffled crimson against the green lining; the march of pillars: the orange light behind the black, pricked ears of the olive trees. Arrows of sensation strike from my spine, but without order.

'Yet something is added to my interpretation. Something lies deeply buried. For one moment I thought to grasp it. But bury it, bury it; let it breed, hidden in the depths of my mind some day to fructify. After a long lifetime, loosely, in a moment of revelation, I may lay hands on it, but now the idea breaks in my hand. Ideas break a thousand times for once that they globe themselves entire. They break: they fall over me. "Line and colours they survive, therefore . . ."
[...]


THE WAVES (1931)

Virginia Woolf: [That is my moment of ecstasy]




[...]
'Here are gilt chairs in the empty, the expectant rooms, and flowers, stiller, statelier, than flowers that grow, spread green, spread white, against the walls. And on one small table is one bound book. This is what I have dreamt; this is what I have foretold. I am native here. I tread naturally on thick carpets. I slide easily on smooth-polished floors, I now begin to unfurl, in this scent, in this radiance, as a fern when its curled leaves unfurl. I stop. I take stock of this world. I look among the groups of unknown people. Among the lustrous green, pink, pearl-grey women stand upright the bodies of men. They are black and white; they are grooved beneath their clothes with deep rills. I feel again the reflection in the window of the tunnel; it moves. The black-and-white figures of unknown men look at me as I lean forward; as I turn aside to look at a picture, they turn too. Their hands go fluttering to their ties. They touch their waistcoats, their pocket-handkerchiefs. They are very young. They are anxious to make a good impression. I feel a thousand capacities spring up in me. I am arch, gay, languid, melancholy by turns. I am rooted, but I flow. All gold, flowing that way, I say to this one, "Come." Rippling black, I say to that one, "No." One breaks off from his station under the glass cabinet. He approaches. He makes towards me. This is the most exciting moment I have ever known. I flutter. I ripple. I stream like a plant in the river, flowing this way, flowing that way, but rooted, so that he may come to me. "Come," I say, "come." Pale, with dark hair, the one who is coming is melancholy, romantic. And I am arch and fluent and capricious; for he is melancholy, he is romantic. He is here; he stands at my side.

'Now with a little jerk, like a limpet broken from a rock, I am broken off: I fall with him; I am carried off. We yield to this slow flood. We go in and out of this hesitating music. Rocks break the current of the dance; it jars, it shivers. In and out, we are swept now into this large figure; it holds us together; we cannot step outside its sinuous, its hesitating, its abrupt, its perfectly encircling walls. Our bodies, his hard, mine flowing, are pressed together within its body; it holds us together; and then lengthening out, in smooth, in sinuous folds, rolls us between it, on and on. Suddenly the music breaks. My blood runs on but my body stands still. The room reels past my eyes. It stops.

Virginia Woolf: [Yet love is simple]




[...]
'The complexity of things becomes more close,' said Bernard, 'here at college, where the stir and pressure of life are so extreme, where the excitement of mere living becomes daily more urgent. Every hour something new is unburied in the great bran pie. What am I? I ask. This? No, I am that. Especially now, when I have left a room, and people talking, and the stone flags ring out with my solitary footsteps, and I behold the moon rising, sublimely, indifferently, over the ancient chapel--then it becomes clear that I am not one and simple, but complex and many. Bernard, in public, bubbles; in private, is secretive. That is what they do not understand, for they are now undoubtedly discussing me, saying I escape them, am evasive. They do not understand that I have to effect different transitions; have to cover the entrances and exits of several different men who alternately act their parts as Bernard. I am abnormally aware of circumstances. I can never read a book in a railway carriage without asking, Is he a builder? Is she unhappy? I was aware today acutely that poor Simes, with his pimple, was feeling, how bitterly, that his chance of making a good impression upon Billy Jackson was remote. Feeling this painfully, I invited him to dinner with ardour. This he will attribute to an admiration which is not mine. That is true. But "joined to the sensibility of a woman" (I am here quoting my own biographer) "Bernard possessed the logical sobriety of a man." Now people who make a single impression, and that, in the main, a good one (for there seems to be a virtue in simplicity), are those who keep their equilibrium in mid-stream. (I instantly see fish with their noses one way, the stream rushing past another.) Canon, Lycett, Peters, Hawkins, Larpent, Neville--all fish in mid-stream. But you understand, you, my self, who always comes at a call (that would be a harrowing experience to call and for no one to come; that would make the midnight hollow, and explains the expression of old men in clubs--they have given up calling for a self who does not come), you understand that I am only superficially represented by what I was saying tonight. Underneath, and, at the moment when I am most disparate, I am also integrated. I sympathize effusively; I also sit, like a toad in a hole, receiving with perfect coldness whatever comes. Very few of you who are now discussing me have the double capacity to feel, to reason. Lycett, you see, believes in running after hares; Hawkins has spent a most industrious afternoon in the library. Peters has his young lady at the circulating library. You are all engaged, involved, drawn in, and absolutely energized to the top of your bent--all save Neville, whose mind is far too complex to be roused by any single activity. I also am too complex. In my case something remains floating, unattached.

'Now, as a proof of my susceptibility to atmosphere, here, as I come into my room, and turn on the light, and see the sheet of paper, the table, my gown lying negligently over the back of the chair, I feel that I am that dashing yet reflective man, that bold and deleterious figure, who, lightly throwing off his cloak, seizes his pen and at once flings off the following letter to the girl with whom he is passionately in love.

Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2019

Virginia Woolf: [All is shattered]




'I see a ring,' said Bernard, 'hanging above me. It quivers and hangs in a loop of light.'

'I see a slab of pale yellow,' said Susan, 'spreading away until it meets a purple stripe.'

'I hear a sound,' said Rhoda, 'cheep, chirp; cheep chirp; going up and down.'

'I see a globe,' said Neville, 'hanging down in a drop against the enormous flanks of some hill.'

'I see a crimson tassel,' said Jinny, 'twisted with gold threads.'

'I hear something stamping,' said Louis. 'A great beast's foot is chained. It stamps, and stamps, and stamps.'

'Look at the spider's web on the corner of the balcony,' said Bernard. 'It has beads of water on it, drops of white light.'

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2019

Dorianne Laux: Life is Beautiful




                             and remote, and useful,
if only to itself. Take the fly, angel
of the ordinary house, laying its bright
eggs on the trash, pressing each jewel out
delicately along a crust of buttered toast.
Bagged, the whole mess travels to the nearest
dump where other flies have gathered, singing
over stained newsprint and reeking
fruit. Rapt on air they execute an intricate
ballet above the clashing pirouettes
of heavy machinery. They hum with life.
While inside rumpled sacks pure white
maggots writhe and spiral from a rip,
a tear-shaped hole that drools and drips
a living froth onto the buried earth.
The warm days pass, gulls scree and pitch,
rats manage the crevices, feral cats abandon
their litters for a morsel of torn fur, stranded
dogs roam open fields, sniff the fragrant edges,
a tossed lacework of bones and shredded flesh.
And the maggots tumble at the center, ripening,
husks membrane-thin, embryos darkening
and shifting within, wings curled and wet,
the open air pungent and ready to receive them
in their fecund iridescence. And so, of our homely hosts,
a bag of jewels is born again into the world. Come, lost
children of the sun-drenched kitchen, your parents
soundly sleep along the windowsill, content,
wings at rest, nestled in against the warm glass.
Everywhere the good life oozes from the useless
waste we make when we create—our streets teem
with human young, rafts of pigeons streaming
over the squirrel-burdened trees. If there is
a purpose, maybe there are too many of us
to see it, though we can, from a distance,
hear the dull thrum of generation's industry,
feel its fleshly wheel churn the fire inside us, pushing
the world forward toward its ragged edge, rushing
like a swollen river into multitude and rank disorder.
Such abundance. We are gorged, engorging, and gorgeous.

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

Ο Γιώργος Κοροπούλης διαβάζει Νίκο Καμπά









Γιώργος Σαραντάρης: Ύπνου ομιλία με κελαηδισμούς




Ύπνου ομιλία με κελαηδισμούς
Γλυκό προανάκρουσμα
Ώρα με θυσία
Σιωπή με ξεσκέπαστα τα στήθια
Που ανοίγεις με απερισκεψία τα δώρα
Όταν η μέρα έγινε σελήνη
Όταν ο ποντικός έγινε σπίνος
Και τα παιδιά έσπασαν τα μούτρα
Στο τζάμι της καρδιάς μιας ανεμώνης
Και η γρουσουζιά η κάθε γρουσουζιά
Έπεσε χώμα έπεσε θύμα
Μας έφυγε απ' την τσέπη σαν δεκάρα.

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019

Αλεξία Αθανασίου: [...θαρθώ]




Ν. Λ.           

     Οι Γιορτές βιαστικές πάλι φεύγουν
        και σαν λύπης το νιώθεις πηγή
    (το μετάνιωσαν, που ήλθαν, και φύγαν;)
        που καμιάν δεν μετράς αλλαγή.

   -"Η Ζωή" το φωνάζεις "μου οφείλει!"
      (-"Ασφαλώς!" συμφωνεί η Μποβαρύ)
     και με πείσμα γυρίζεις μεγάλο
        των Ονείρων ζητώντας πνοή.

     Σε κοιτάζουν τ' Αστέρια 'κει πάνω
        στους αγκώνες τους γέρνουν σιμά
     μια ρυτίδα στο μέτωπο φτιάχνουν
       (ώρες-νύχτες δεν μοιάζουν χλωμά;)

     Όλ' η Πλάση, λες, κάτι γυρεύει•
       (μιαν αγάπη κι ελπίδας φιλί;)
     κυματίζει κι ο Χρόνος τριγύρω
        και 'συ νιώθεις συνέχεια απειλή.

     Αγωνίζεσαι χέρι σου απλώνεις-
       (σ' έν' αστέρι Θεού θαλπωρή;)
     το πιστεύεις, αλήθεια, καλέ μου
      -"Παραπέρα η Χαρά καρτερεί."

     ...Χαμηλώνουν τ' Αστέρια σε 'σένα
        με το πρόσωπο θάρρους ανθό
    (γνέφουν, μάλιστα, κάποια γελώντας)
       -"Περιμένετε" λες "και θαρθώ!"


*Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Κελαινώ.

Έκτωρ Κακναβάτος: Άτιτλο




Και βέβαια ναι . . .  δε λέω !
Οι ομιχλώδεις εσοχές του ελαχίστου, ναι !
Και που μοιχεύεται ανευλαβώς
       η Απολλώνεια συνάρτηση
       Θες κι η ανεπίδοτη θηλύτητα του χρόνου ;
                       Βεβαίως ναι !
        Κι ο πόνος τοκετού της ανεμώνας
                       Ναι, όλα ετούτα ναι !
                                Ωραία που είναι !

Μα εκείνο το Χαρμίδειο
το ανοιχτό μπλουζάκι της
                                τι ολοκλήρωμα σαρωτικό
                                τι τανυστής,      τι ρίγος !


ΣΤΑ ΠΡΟΣΩ ΙΑΧΗΣ (2005)

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Έκτωρ Κακναβάτος: Γένεσις




Πώς αλλιώς
αν όχι ξάφνου
          ακύητο χρονόπλασμα
          ουδαμόθεν πεμφθείς
                                             πρωτοστάτης

Πώς αλλιώς
          αν όχι από στεγόπλακες
          πρωτεϊκού αλιγάτορα
                                             ο χώρος

          Πώς αλλιώς
          αν όχι ωάριο με ενδόσπερμα
                     αέναος των άστρων
                                             το χρονοπρωτόνιο



ΣΤΑ ΠΡΟΣΩ ΙΑΧΗΣ (2005)


Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2019

Γιώργος Κοροπούλης: 4+7 σημειώσεις για τον Σολωμό


[ψηφιακό «φαγιούμ» του Δημήτρη Καλοκύρη]

Πρώτη ομάδα: υπό μορφήν μορφής

1. O Σο­λω­μός υπήρ­ξε ο πρώ­τος ο οποί­ος ανα­γνώ­ρι­σε στο πλού­σια βαθ­μο­λο­γη­μέ­νο σχέ­διο των ήχων κά­θε στί­χου κά­τι βα­θύ­τε­ρο (κι ίσως κά­τι αντί­θε­το) από τη φα­νε­ρή με­λω­δία της μη­τρι­κής γλώσ­σας, η οποία έτσι κι αλ­λιώς γι’ αυ­τόν απο­τε­λού­σε –μην το ξε­χνά­με– μιαν εκ­κρε­μό­τη­τα. Aνα­γνώ­ρι­σε το ηχη­τι­κό εί­δω­λο ενός κρυμ­μέ­νου νο­ή­μα­τος, τον ίσκιο ενός κό­σμου ολό­κλη­ρου και το απο­τύ­πω­μα του νό­μου του εκεί­νου (του πρώ­του και ακα­τά­λυ­του νό­μου της ποι­ή­σε­ως) σύμ­φω­να με τον οποίο το νό­η­μα ενός ποι­ή­μα­τος υφί­στα­ται –όπως ει­δο­ποιού­σε, εδώ και πολ­λά χρό­νια, ο Zή­σι­μος Λο­ρεν­τζά­τος– «υπό μορ­φήν μορ­φής». Mορ­φή δεν εί­ναι μό­νο το ηχη­τι­κό πλέγ­μα – όμως ο ακου­στός ήχος που αφή­νει τη σφρα­γί­δα της φόρ­μας στην ακοή υπο­τυ­πώ­νει την ανά­γκη να εί­ναι και προ­φα­νής η μορ­φο­ποί­η­ση· όχι μό­νο προ­φα­νής, τα τρα­γού­δια της τρε­λής μά­νας δια­κό­πτουν την πλο­κή και τα τρα­γού­δια της Oφη­λί­ας εί­ναι «κομ­μέ­να» (κα­τά την κρυ­πτο­μνη­σία του Πο­λυ­λά), αλ­λά και προ­φα­νής: μια ει­πω­μέ­νη μνή­μη «ανά­κου­στου κε­λα­δι­σμού και λι­γο­θυ­μι­σμέ­νου», μια επί­κλη­ση στην Θεά («H πα­ρά­στα­ση! Nά η πα­γί­δα για τη συ­νεί­δη­ση του βα­σι­λιά!»), η ευ­χή ν’ ακου­στεί μες στο πα­ντέρ­μο δά­σος η φω­νή Tης.

2. Kα­τα­λή­γο­ντας λοι­πόν σε μά­χη με τη συ­νί­ζη­ση (μια μά­χη που ξε­κί­νη­σε όταν ανα­δεύ­τη­κε η γό­νι­μη λά­σπη του γλωσ­σι­κού βυ­θού και ένα ακα­τά­σχε­το υβρε­ο­λό­γιο –«σκα­τά», «όξω όλο», «όξω, μπαί­γνιο»– απο­συ­ναρ­μο­λό­γη­σε την εύ­κο­λη, να­νου­ρι­στι­κή εντέ­λεια της Ωδής στον Λόρδ Mπά­υ­ρον), ο Σο­λω­μός φαι­νο­με­νι­κά αυ­το­κα­τα­στρε­φό­ταν – σαν παι­δί που διαι­σθά­νε­ται στη φρο­ντί­δα μιαν απει­λή για την ενή­λι­κη ζωή του και σπά­ει τον προ­στα­τευ­τι­κό κλοιό της μά­νας του όπου όλοι (κι ο ίδιος ο φό­βος του) το ωθούν να κρα­τη­θεί. Kα­τά βά­θος όμως έθε­τε μια για πά­ντα τους όρους ενός ηθι­κού προ­βλή­μα­τος («η μορ­φή εί­ναι η εφαρ­μο­σμέ­νη ηθι­κή του καλ­λι­τέ­χνου», ακρι­βο­λο­γού­σε πιο έγκαι­ρα κι από τον Λο­ρεν­τζά­το ο στο­χα­στι­κός Tέλ­λος Άγρας), ενός προ­βλή­μα­τος δύ­σκο­λης και αντι­φα­τι­κής ελευ­θε­ρί­ας που μό­νον έτσι θα κα­τα­νο­ή­σου­με για ποιον λό­γο επί­μο­να θε­μα­τί­ζε­ται στους Eλεύ­θε­ρους Πο­λιορ­κη­μέ­νους.

3. Kα­τ’ αυ­τόν τον τρό­πο (έμπρα­κτα και δί­χως συ­γκρο­τη­μέ­νη θε­ω­ρία) ο Σο­λω­μός όρι­σε το λυ­ρι­κό πε­δίο: H ελ­λη­νι­κή λυ­ρι­κή ποί­η­ση έκτο­τε κα­λύ­πτει μια σφαί­ρα σχε­δόν πλή­ρως χαρ­το­γρα­φη­μέ­νη (μο­λο­νό­τι τα­χύ­τα­τα σμι­κρυ­νό­με­νη, τον τε­λευ­ταίο και­ρό, κα­θώς οι ποι­η­τές απω­θού­νται ολο­έ­να πιο βί­αια από τους σω­σί­ες τους), της οποί­ας οι δύο πό­λοι δεν ήσαν πο­τέ, όπως νό­μι­ζε ο Eλύ­της, το έρ­γο του Σο­λω­μού και το έρ­γο του Kα­βά­φη, αλ­λά το Γ’ Σχε­δί­α­σμα των «Eλεύ­θε­ρων Πο­λιορ­κη­μέ­νων» και η «Eπι­ση­μεί­ω­σις» του Kάλ­βου στις Ωδές (ο Kα­βά­φης εί­ναι απλού­στα­τα το βα­ρυ­τι­κό πε­δίο αυ­τής της σφαί­ρας – κι επι­πλέ­ον εί­ναι, όσον αφο­ρά στην έμ­μο­νη, ακρι­βή μορ­φο­πλα­σία, ο κα­λύ­τε­ρος μα­θη­τής του Σο­λω­μού).

4. O Σο­λω­μός ονει­ρεύ­τη­κε ένα εί­δος μι­κτό αλ­λ’ ατό­φιο· αυ­τή η δια­τύ­πω­ση ση­κώ­νει πολ­λές ερ­μη­νεί­ες, και δό­θη­καν όλες σχε­δόν – ίσως όμως ση­μαί­νει τε­λι­κά τού­το: ότι ονει­ρεύ­τη­κε να άρει την διά­κρι­ση ανά­με­σα στη μι­μη­τι­κή ει­κο­νο­πλα­σία της πρώ­ι­μης ποί­η­σής του και στη ρο­μα­ντι­κή μου­σι­κή της «με­σαί­ας» πε­ριό­δου του (θα μας ήταν άρα­γε τό­σο σα­φή όλ’ αυ­τά αν δια­θέ­τα­με εκ­δό­σεις από τις οποί­ες έχουν οβε­λι­στεί τα «Προ­λε­γό­με­να» του Iα­κώ­βου Πο­λυ­λά;) και να ανα­θέ­σει μι­μη­τι­κό ρό­λο στη μου­σι­κή. Ήταν λοι­πόν ανα­πό­φευ­κτο να κυ­νη­γά μια σύν­θε­ση – κι άρ­χι­σε να την δια­κρί­νει μό­νο όταν αντε­λή­φθη πως η πα­ρά­δο­ξη σχέ­ση του με τη μη­τρι­κή γλώσ­σα του (το ότι «δεν ήξε­ρε ελ­λη­νι­κά») απο­τε­λού­σε (όπως άθε­λά του πα­ρα­τή­ρη­σε ο Σε­φέ­ρης, μι­λώ­ντας για «με­γά­λο ποι­η­τή») μο­να­δι­κό πλε­ο­νέ­κτη­μα. Ήταν επι­πλέ­ον λο­γι­κό να μην πα­ρά­γει «λυ­ρι­κές μο­νά­δες» πα­ρά άθε­λά του και ταυ­το­χρό­νως να μην κυ­νη­γά προ­γραμ­μα­τι­κά το «από­σπα­σμα»· ήταν λο­γι­κό να με­τα­κι­νεί «μο­τί­βα», κα­θώς το σχέ­διο της σύν­θε­σης άλ­λα­ζε διαρ­κώς, πό­τε ακου­γό­ταν κι έπει­τα χα­νό­ταν (ή ο ίδιος το απω­θού­σε, έντρο­μος)· θέ­λο­ντας εντέ­λει να μπει τον Πα­ρά­δει­σο από την πύ­λη του Θε­ού (υπάρ­χει κι η πύ­λη της μα­ριο­νέτ­τας), ο Σο­λω­μός στο τέ­λος κα­ταρ­γεί ώς και την ομοιο­κα­τα­λη­ξία, στοι­χειώ­δη ει­κό­να του μι­μη­τι­κού εγ­χει­ρή­μα­τος: απα­λεί­φει το ει­ρω­νι­κό πε­δίο, για να μην δει στον κα­θρέ­φτη τον διά­βο­λο· σπά­ει τον ίδιο τον κα­θρέ­φτη, για να μην δει τον εαυ­τό του να γκρε­μί­ζε­ται – αλ­λά δεν απο­φεύ­γει να εκ­δρα­μα­τί­ζει πά­λι και πά­λι την Πτώ­ση: «Πί­σω απ’ ό,τι έπια­νε στο χέ­ρι του μα­ντεύ­ο­με εύ­κο­λα το αί­σθη­μα ενός γλωσ­σι­κού προ­πα­το­ρι­κού αμαρ­τή­μα­τος» (Λο­ρεν­τζά­τος). Tο ρε­περ­τό­ριο του Pο­μα­ντι­σμού ήρ­θε και ταί­ρια­ξε (κι επα­να­λη­πτι­κά απω­θή­θη­κε, με τη σει­ρά του) σ’ αυ­τήν την ανα­γκαία πο­ρεία, που έτσι κι αλ­λιώς οδη­γού­σε τα­χύ­τα­τα τον Σο­λω­μό στους αντί­πο­δες οποιασ­δή­πο­τε πρό­θε­σης να πα­γώ­σουν τα φλε­γό­με­να ση­μά­δια που άφη­νε σε «λο­γο­τε­χνι­κά έρ­γα»· δια­φο­ρε­τι­κά, θά ‘ταν σαν ο Σε­ζάν, φε­ρ’ ει­πείν, να κα­δρά­ρι­ζε κά­ποια στιγ­μή τα κομ­μά­τια εκεί­να του οιου­δή­πο­τε ώρι­μου πί­να­κά του όπου εί­χαν προς στιγ­μήν συν­δυα­στεί σε μιαν εγκε­κρι­μέ­νη αρ­μο­νία τα χρώ­μα­τα από τους διαρ­κείς με­τα­το­νι­σμούς των οποί­ων εκεί­νος, αντί­θε­τα, ήλ­πι­ζε να οδη­γη­θεί σε μια βα­θύ­τε­ρη αλή­θεια.


Δεύτερη ομάδα: η τρελή μάνα

1. O Σο­λω­μός εί­ναι αυ­το­βιο­γρα­φι­κός και αυ­το­κα­τα­στρο­φι­κός. H τε­λειο­μα­νία εί­ναι η κό­ψη της αυ­το­κα­τα­στρο­φής, πά­ντα: εναλ­λάξ πε­τυ­χαί­νου­με ένα εξαί­σιο θραύ­σμα, αναι­ρώ­ντας την αυ­το­κα­τα­στρο­φή, κι έπει­τα το ίδιο το θραύ­σμα την πα­ρο­ξύ­νει δη­μιουρ­γώ­ντας γύ­ρω του ένα κε­νό όπου κα­τα­πο­ντί­ζο­νται όλα τα μη ισά­ξια προ­γε­νέ­στε­ρα (αυ­τή εί­ναι η ει­ρω­νεία ενός κό­σμου πλού­σια βαθ­μο­λο­γη­μέ­νου και βα­θύ­τα­του)· μέ­νου­με μό­νο με το θραύ­σμα, κι αρ­χί­ζου­με από την αρ­χή: η αυ­το­κα­τα­στρο­φή επι­τα­χύ­νε­ται... Πρέ­πει ν’ αλ­λά­ξει πά­λι επί­πε­δο: τρυ­πώ­νει στη λέ­ξη, για να ξη­λώ­σου­με το μα­γνά­δι – και πά­με να κα­ταρ­γή­σου­με τη συ­νί­ζη­ση· έπει­τα;
Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, το Σχέ­διο, η Σύν­θε­ση εί­ναι ένας αντι­φα­τι­κός ελιγ­μός: εί­ναι το δυ­να­μι­κό πε­δίο της αυ­το­κα­τα­στρο­φής, που επι­τρέ­πει να μην αρ­κούν οι «μο­νά­δες», και το τέ­λειο τέ­χνα­σμα για να την απω­θή­σου­με, για να στο­μώ­σου­με τις «μο­νά­δες» ώστε να μην αρ­κούν. Στον Σο­λω­μό κα­ταρ­ρέ­ει το Σχέ­διο προς όφε­λος των θραυ­σμά­των (ή υπό το βά­ρος τους) επει­δή ο Σο­λω­μός εί­ναι αυ­θε­ντι­κά λυ­ρι­κός· δεν εί­ναι δρα­μα­τι­κός ποι­η­τής, δη­λα­δή δεν έχει τη δυ­να­τό­τη­τα να συ­μπα­ρα­σύ­ρει και σκου­πί­δια. Tο Ύψι­στο, στην πε­ρί­πτω­σή του, εί­ναι τυ­πι­κά ρο­μα­ντι­κό, αφού εγ­γυά­ται την πτώ­ση.

2. Tο ‘82, δια­βά­ζο­ντας με­θο­δι­κά Σο­λω­μό, με­τέ­γρα­ψα στα πε­ρι­θώ­ρια της Ωδής στον Λορδ Μπάι­ρον τις βρι­σιές – για­τί; Για­τί, πέ­ραν του ότι απο­τε­λούν το ίχνος μιας βί­αι­ης (διά της γλώσ­σας) ενα­ντί­ω­σης στις ευ­κο­λί­ες της γλώσ­σας (αυ­τό εί­ναι το ηθι­κό σκέ­λος), εί­ναι και το βού­λιαγ­μα στο αμνια­κό υγρό του ιδιώ­μα­τος, στην αμε­τά­φρα­στη λά­σπη του: στον πη­λό απ’ όπου πλά­θο­νται τα έρ­γα· οι βρι­σιές εί­ναι η πιο ανε­ξάρ­τη­τη από τις φω­νές της παι­δι­κό­τη­τας – πρέ­πει κι αυ­τές ν’ ακου­στούν, όχι μό­νο το τρα­γού­δι της τρε­λής μά­νας (: η προ­φα­νής με­λω­δία μιας ξέ­νης αλ­λά και μη­τρι­κής γλώσ­σας).
Πώς μπο­ρεί να ξα­να­βρεί κα­νείς τον Πα­ρά­δει­σο; Προς τον Θεό ή προς τη μα­ριο­νέτ­τα. Τι θα ήταν, εν τοιαύ­τη πε­ρι­πτώ­σει, ένα εί­δος μι­κτό αλ­λά νό­μι­μο [γνή­σιο, μτ­φρ. ο Bε­λου­δής]; Όποιος έρ­χε­ται στη γλώσ­σα, όποιος κρυώ­νει μα­κριά απ’ τη μά­να του, ζη­τά τη ζε­στα­σιά του Πα­ρα­δεί­σου· πρέ­πει όμως ν’ απο­φύ­γει όλα τα προ­φα­νή θέλ­γη­τρα, αν θέ­λει να βρει το στό­χο – για­τί υπάρ­χει κίν­δυ­νος να εγκλω­βι­στεί στη γλώσ­σα, να πια­στεί στο υφά­δι της. (H γυ­ναί­κα με το μα­γνά­δι: δεν εί­ναι λά­θος η ανα­γω­γή στο vampir – χω­ρίς να παύ­ει νά ‘ναι χρι­στια­νι­κή η ει­κό­να.) Όποιος με­γα­λώ­νει στο κέ­ντρο της γλώσ­σας, υπερ­κα­λυμ­μέ­νος από μια μά­να (που όμως δι­χά­ζε­ται, δη­λα­δή δι­πλα­σιά­ζε­ται, σκε­πά­ζει και απο­μα­κρύ­νε­ται, απο­ξε­νώ­νε­ται κα­τά βά­θος: τον φρο­ντί­ζει αδιά­φο­ρα), αυ­τός βλέ­πει νω­ρίς τις κλω­στές που μπο­ρεί και να ‘ναι ο μό­νος δρό­μος προς την απε­λευ­θέ­ρω­ση – και πά­ει προς τις μα­ριο­νέτ­τες· πρέ­πει όμως να προ­σέ­ξει μην κο­πούν όλες οι κλω­στές· δεν έχει να κό­ψει αλ­λά να υφά­νει. O Άγρας, ο Kα­ρυω­τά­κης – πά­νε προς τις μα­ριο­νέτ­τες, υπο­χρε­ω­τι­κά. O Σο­λω­μός πά­ει προς τον Θεό – πρέ­πει όμως να πά­ψει ν’ ακού­ει κα­τά κά­ποιον τρό­πο, ακό­μα και την πεί­να του, προ­πά­ντων τη Φύ­ση, εν γέ­νει όλους τους πει­ρα­σμούς. Oι ελεύ­θε­ροι πο­λιορ­κη­μέ­νοι εί­ναι μια ει­κό­να της κώ­φω­σης: ο Σο­λω­μός συλ­λαμ­βά­νει το πρό­βλη­μά του· ανα­κτά προς στιγ­μήν το σχέ­διο της βιο­γρα­φί­ας του – και το με­τα­φέ­ρει εκεί που αντέ­χε­ται: σε πλά­νο ποι­ή­μα­τος, σε Componimento.

3. Ο Γκλεν Γκουλντ προ­τι­μού­σε να παί­ζει πιά­νο όταν έβα­ζε ηλε­κτρι­κή σκού­πα η μά­να του· κι ένας Μπε­τό­βεν που άκου­γε θα εί­χα γρά­ψει τα τε­λευ­ταία Κουαρ­τέ­τα;
Πρέ­πει να πά­ψουν ν’ ακού­γο­νται τα τρα­γού­δια της τρε­λής μά­νας. Aπό τη μου­σι­κή, να μεί­νει ο κάν­να­βος – το σχέ­διο που θα γί­νει φόρ­μα, σύν­θε­ση, Componimento.
(Πρό­σε­ξε: η τρε­λή μά­να απο­ξε­νώ­νε­ται ή απο­ξε­νώ­νει· η γλώσ­σα που τρα­γου­δά­ει εί­ναι για τον Σο­λω­μό η τρε­λή του μά­να – αυ­τό εν­νο­εί, άθε­λά του, ο Σε­φέ­ρης λέ­γο­ντας ότι ο Σο­λω­μός δεν ήξε­ρε ελ­λη­νι­κά.)
Mην μπο­ρώ­ντας να συ­γκρα­τή­σει αυ­τό το σχέ­διο, να το πα­γώ­σει στο χρό­νο, ο Σο­λω­μός δια­σώ­ζει μό­νον τις «λυ­ρι­κές ενό­τη­τες» (Πο­λί­της)· ο Aλε­ξί­ου το πα­ρε­ξη­γεί και νο­μί­ζει πως γρά­φει αυ­το­τε­λή ποι­ή­μα­τα· άλ­λοι ανα­ρω­τιού­νται για­τί με­τα­φέ­ρει στί­χους εδώ κι εκεί, σαν νά ‘σαν ξέ­μπαρ­κοι: μα για να βρούν τη θε­ση τους, υπάρ­χει απο­κά­τω δυ­να­μι­κό πε­δίο (οι «δυ­νά­μεις» του Πο­λυ­λά), που διαρ­κώς τρο­πο­ποιεί­ται εφό­σον ο Σο­λω­μός δεν έχει πλά­σει ένα εί­δω­λό του. Oι «ανα­λυ­τι­κοί» λοι­πόν, μο­λο­νό­τι πα­ρα­βιά­ζουν το στοι­χιε­ώ­δες αί­τη­μα να προ­κύ­πτει ανα­γνώ­σι­μο κεί­με­νο (όμως το πα­ρα­βιά­ζουν τε­λι­κά; πά­ντα προ­κύ­πτει χρη­στι­κή έκ­δο­ση), κι­νού­νται εν­στι­κτω­δώς προς τη σω­στή κα­τεύ­θυν­ση: Σο­λω­μός δί­χως όνει­ρο για σύν­θε­ση δεν υπάρ­χει. Όμως η σύν­θε­ση δεν εί­ναι κά­τι που κα­τα­σκευά­ζε­ται και μέ­νει· απο­συ­ναρ­μο­λο­γεί­ται και ανα­συ­γκρο­τεί­ται δια­φο­ρε­τι­κά – αε­νά­ως. Μπο­ρεί τα 4+4 μέ­ρη να τα σχε­δί­α­σε ο Σο­λω­μός (αν συμ­με­ρι­ζό­ταν την πε­ποί­θη­ση του Πο­λυ­λά ότι το τε­λι­κό σχέ­διο εί­ναι η ζωή σου ολό­κλη­ρη κι επο­μέ­νως όλα πρέ­πει, εί­ναι ανά­γκη, εί­ναι ανα­πό­φευ­κτο να βρουν τη θέ­ση τους) κι έπει­τα να διέ­λυ­σε αυ­τό το προ­σω­ρι­νό εί­δω­λο, που ήταν αδύ­να­τον να πα­γώ­σει εφό­σον δεν επρό­κει­το για κα­θα­ρή φόρ­μα. O Kάλ­βος κα­τα­σκευά­ζει ένα εί­δω­λο, μια σκα­λω­σιά κα­θα­ρά φορ­μα­λι­στι­κή ― και δεν κα­τορ­θώ­νει να ξε­δια­λέ­γει: κα­τορ­θώ­νει ως εκ τού­του να ολο­κλη­ρώ­νει. O Σο­λω­μός από βυ­θό πά­ει σε βυ­θό – τό ξέ­ρει αυ­τό όποιος γρά­φει, το ζει: μό­νον ο κάν­να­βος μπο­ρεί να βά­λει ένα φρέ­νο και, σαν συ­σπει­ρω­μέ­νο ελα­τή­ριο, να σε στεί­λει πά­νω ανί­κη­το. (Oι πε­ρισ­σό­τε­ροι στί­χοι του Σο­λω­μού εί­ναι και αυ­το­βιο­γρα­φι­κοί.) Όμως τον κάν­να­βο πρέ­πει να τον ακού­σεις: η τε­χνι­κή εί­ναι η κώ­φω­ση που επι­τρέ­πει ν’ άκούς. Eδώ οι δρό­μοι του Σο­λω­μού και του Kάλ­βου δι­χά­ζο­νται: O Σο­λω­μός δια­κυ­βεύ­ει την τε­χνι­κή του από ήχο σε ήχο, για ν’ ακού­σει ξη­λώ­νει το μα­γνά­δι. O Kάλ­βος την κά­νει τη τε­χνι­κή φά­σμα, γί­νε­ται Πη­νε­λό­πη κι υφαί­νει ένα φά­ντα­σμα· στή­νει τον αρ­γα­λειό του: (Mη-)συ­νί­ζη­ση ενα­ντί­ον Eπι­ση­μεί­ω­σης – νά ποιοι εί­ναι οι δύο όντως πό­λοι της σφαί­ρας που ονο­μά­ζου­με ποί­η­ση.

4. Λοι­πόν, πρό­σε­ξε: το μέ­γα σκάν­δα­λο εί­ναι να δη­λώ­σει κα­νείς ότι ο Σο­λω­μός εί­ναι τρο­μα­κτι­κά, σχε­δόν από­λυ­τα αυ­το­α­να­φο­ρι­κός, εγω­τι­στής – κι απ’ αυ­τόν τον δρό­μο χαρ­το­γρα­φεί τα προ­βλή­μα­τα του σύγ­χρο­νου λυ­ρι­σμού. H το­μή τού 1928 πι­θα­νόν να εί­ναι η, επι­τέ­λους ανα­γνω­ρι­ζό­με­νη ως ανα­πό­φευ­κτη, ανα­γω­γή των εκά­στο­τε εξω­τε­ρι­κών θε­μά­των στον πυ­ρή­να τους, εκεί όπου αφη­γού­μα­στε μια πα­θο­λο­γία και μια πα­να­θρώ­πι­νη συν­θή­κη ταυ­τό­χρο­να. Για­τί ξε­χνά­με ότι ο Σο­λω­μός εί­ναι λυ­ρι­κός; Aν ήταν δρα­μα­τι­κός, θα μπο­ρού­σε να με­τα­φέ­ρει τον κάν­να­βο εντός της γλώσ­σας – και ίσως θα εί­χα­με ολο­κλη­ρω­μέ­νο έρ­γο· ο Σο­λω­μός όμως δεν έχει καν τη συν­θή­κη του Σι­κε­λια­νού, δεν μπο­ρεί να δει τί­πο­τα μές απ’ τη σά­ψη, δεν ελέγ­χει τον σκου­πι­δό­το­πο: γι’ αυ­τό δεν ολο­κλη­ρώ­νει – επει­δή τα τεί­χη της Σιών μπο­ρείς να τα δεις ολό­κλη­ρα μό­νον αν τα δεις κά­ποια στιγ­μή και απ’ έξω.

5. Zω­τι­κό ση­μείο εί­ναι τα Προ­λε­γό­με­να· εκεί ο Πο­λυ­λάς εν­στι­κτω­δώς αντι­λαμ­βά­νε­ται πως χρειά­ζε­ται ένα βιο­γρα­φι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα για να προ­βλη­θεί πά­νω του, σαν σε κλεί­δα, το έρ­γο του Σο­λω­μού· πα­ρα­πλα­νά έτσι, από μιαν άπο­ψη  – δί­νο­ντάς μας όμως ένα ομοί­ω­μα του αλη­θούς, εφό­σον την ίδια στιγ­μή συλ­λαμ­βά­νει (και με­τα­φρά­ζει σε βιο­γρα­φι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα) ως ωτα­κου­στής το σχέ­διο που πό­τε-πό­τε άκου­γε εκ των έν­δον (με νε­ρό στ’ αυ­τιά του, όπως στο λού­σι­μο· και τις άλ­λες στιγ­μές πιω­μέ­νος) ο Σο­λω­μός. Tου εί­ναι ως εκ τού­του επι­βε­βλη­μέ­νες οι κα­τά τα άλ­λα αδι­καιο­λό­γη­τες πα­ρα­βά­σεις τής φι­λο­λο­γι­κής ορ­θό­τη­τος: το να εντάσ­σει στο corpus φε­ρ’ ει­πείν στί­χους που άκου­σε από τον ποι­η­τή. Kα­νείς δεν βλέ­πει ότι ο Πο­λυ­λάς συ­νε­χώς πα­ρα­βιά­ζει το κεί­με­νο;
Eξί­σου εν­δια­φέ­ρον εί­ναι να δού­με τον μύ­θο για τα χα­μέ­να (τε­λειω­μέ­να) έρ­γα· κά­ποιος τά ‘κλε­ψε, κά­ποιος φθό­νη­σε – ακό­μη κι ο Πο­λυ­λάς αρ­νεί­ται να προ­ω­θή­σει στον δη­μό­σιο χώ­ρο την ει­κό­να αυ­το­κα­τα­στρο­φής που αντί­κρυ­σε σκύ­βο­ντας στα χει­ρό­γρα­φα· πλα­γί­ως όμως προ­τεί­νει μια συν­θή­κη εν­δο­α­κρό­α­σης. Προ­σπα­θεί να απο­κα­τα­στή­σει τον ελ­λεί­πο­ντα θη­σαυ­ρό, ταυ­το­χρό­νως όμως ο ίδιος δεν πρέ­πει να πι­στεύ­ει πως υπήρ­ξε πο­τέ: κα­τα­σκευά­ζει για τον Σο­λω­μό έναν μύ­θο, όπου θα κρυ­φτεί η αλή­θεια: τι άλ­λο, σκέ­πτε­ται, μπο­ρεί να δώ­σει κα­νείς στο κοι­νό; Aν όμως η αι­σθη­τι­κή του ρο­μα­ντι­κού απο­σπά­σμα­τος ήταν τό­σο ισχυ­ρή, τό­τε θα χρεια­ζό­ταν ο μύ­θος;
(Eν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, εί­ναι θε­με­λιώ­δες σφάλ­μα να εκ­δί­δε­ται Σο­λω­μός δί­χως τα Προ­λε­γό­με­να.)

6. Oπωσ­δή­πο­τε να εξη­γη­θεί τι εί­ναι η συ­νί­ζη­ση, ει­δι­κά που ανά­με­σα στο B΄(1834) καί στο Γ΄(1844) Σχε­δί­α­σμα με­σο­λα­βεί η Δί­κη. Tι αλ­λά­ζει στην ακρό­α­ση της μου­σι­κής; (Eν­νοώ: του καν­νά­βου – για­τί, νο­μί­ζω, ήδη έχει δρο­μο­λο­γη­θεί η κώ­φω­ση...) Στο ζή­τη­μα της ηχη­τι­κής εκ­δο­χής του καν­νά­βου, να προ­σε­χτεί πά­ρα πο­λύ (μάλ­λον πρό­κει­ται για εξαί­ρε­τη διαί­σθη­ση) η πρώ­ι­μη πρό­τα­ση του Λο­ρεν­τζά­του να μην με­τα­φρα­στούν οι ελ­λη­νοϊ­τα­λι­κές ση­μειώ­σεις: η εναλ­λα­γή ιτα­λι­κών και ελ­λη­νι­κών, πέ­ραν του ότι απο­κα­λύ­πτει το αλη­θι­νό ιδί­ω­μα του Σο­λω­μού, απο­σα­φη­νί­ζει και τον κα­θα­ρό ρυθ­μό. Ναι, εδώ κρύ­βε­ται ίσως το κλει­δί.
Στη Γυ­ναί­κα της Zά­κυ­θος, η ρη­το­ρι­κή και το θέ­μα επι­τρέ­πουν να λει­τουρ­γή­σει η εσω­τε­ρι­κή ακοή – γι’ αυ­τό και το αβί­α­στο τού­το έρ­γο υπήρ­ξε εκεί­νο που κυ­ρί­ως έδω­σε γλωσ­σι­κό μο­ντέ­λο. Εδώ έχου­με ένα ψυ­χα­να­λυ­τι­κού τύ­που επί­τευγ­μα: ο Σο­λω­μός εκ­δρα­μα­τί­ζει την πά­λη του με τη μη­τρι­κή του γλώ­σα – οπό­τε...

7. Για­τί ο Σο­λω­μός φα­ντά­ζε­ται την αλή­θεια inoppugnabile; Για­τί οι Eλεύ­θε­ροι Πο­λιορ­κη­μέ­νοι εί­ναι η άλ­λη όψη της μά­χης με τη συ­νί­ζη­ση· σε τού­το το αλω­νά­κι (το ένα ή το άλ­λο) δια­κυ­βεύ­ε­ται η ελευ­θε­ρία. Eξού και στο κέ­ντρο του υψώ­νε­ται η γυ­ναι­κεία θυ­σια­στι­κή μορ­φή – μέ φό­ρε­μα μαύ­ρο σαν του λα­γού το αί­μα: η θυ­σια­στι­κή τε­λε­τή εί­ναι η φόρ­μα.

«So», said the doctor, «now wee may perhaps to begin. Yes?»


ΧΑΡΤΗΣ 1 {ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2019}