Τα μεσημέρια, οπού του θέρους η άγρια λαύρα ψήνει
και γέρνουν τα λούλουδα οχ τον καψώνα χτυπημένα
κι οπού τα μυρωμένα του φτερά τ’ αγέρι κλείνει
κι αδρόσιστα τα χόρτα μνέσκουνε και μαραμένα,
και μόλις που τη σιγαλιά της φύσεως ξελύνει
του ρυακιού νερό ασημί που τρέχει ώσμε τα ’μένα
κελαρυστά, στο ξέθωρο χορτάρι, να καλλύνει
τσι πρασινάδες πώχουν μείνει, πές μου, Γιώργο: εμένα
το φίλο σου, μες στα χαριτωμένα τούτ’ απόσκια
θα τον αφήνεις, πές μου, νά ’ρχεται ολιγάκι… λίγο…
και να τρυγά το πράσινο και των μοσκιώ’ τα μόσκια;
Στα χόρτα τούτα ’δώ να κάθουμαι την άδεια δώ’ μου,
και δίπλα μου να κάθεσαι κι εσύ, σ’ αυτόν τον τρύγο,
τους ήχους να ρουφάς των εμπνευσμένων τραγουδιώ’ μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου