Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018

Κωνσταντίνος Κομιανός: [Ονειρέψου]




Ονειρέψου την αγάπη
και μην ξυπνήσεις να τη δεις


ΜΑΧΟΜΕΝΟΣ ΕΡΩΣ (2014)




Κωνσταντίνος Κομιανός: [Άγγιξε με]




Άγγιξε με όπως η ομίχλη το βουνό
αγάπησέ με όπως η μοναξιά
την άργιλο του πόθου


ΜΑΧΟΜΕΝΟΣ ΕΡΩΣ (2014)


Κωνσταντίνος Κομιανός: Αποδημητικός έρως




Στο ανώδυνο δωμάτιο - εν νυκτί ενήσυχη
τα σεντόνια της οδύνης
αναριγούν στα σώματα - οδυνηρά κατάσαρκα
και πάλλονται εναγώνια
ασθμαίνοντας ασώματα - ανήσυχα σαρκαστικά
αποκαλύπτοντας επώδυνα
                                              - την ένσαρκη αγωνία


ΜΑΧΟΜΕΝΟΣ ΕΡΩΣ (2014)

e.e. cummings: my love




my love
thy hair is one kingdom
the king whereof is darkness
thy forehead is a flight of flowers

thy head is a quick forest
filled with sleeping birds
thy breasts are swarms of white bees
upon the bough of thy body
thy body to me is April
in whose armpits is the approach of spring

thy thighs are white horses yoked to a chariot
of kings
they are the striking of a good minstrel
between them is always a pleasant song

my love
thy head is a casket
of the cool jewel of thy mind
the hair of thy head is one warrior
innocent of defeat
thy hair upon thy shoulders is an army
with victory and with trumpets

thy legs are the trees of dreaming
whose fruit is the very eatage of forgetfulness

thy lips are satraps in scarlet
in whose kiss is the combinings of kings
thy wrists
are holy
which are the keepers of the keys of thy blood
thy feet upon thy ankles are flowers in vases
of silver

in thy beauty is the dilemma of flutes

thy eyes are the betrayal
of bells comprehended through incense

Σπύρος Τζουβέλης: Αγκώνες και γόνατα




Αντιστύλια του έρωτα
ωθούν το σώμα και κρατούν
όλο το βάρος των σπασμών.

Γεφύρια της υπομονής
ανάμεσα στις φτέρνες και τα σύννεφα.

Σπύρος Τζουβέλης: Τα μαλλιά




Δάσος που το 'σπειραν οι άνεμοι
και το χτενίζει ο Χρόνος
οι φωτεινές του μέρες έμειναν
μες στα εκατό μου δάχτυλα.

Διονύσιος Σολωμός: Προς τον Γεώργιον Δε Ρώσσην, του ποιητού φίλον




Τα μεσημέρια, οπού του θέρους η άγρια λαύρα ψήνει
και γέρνουν τα λούλουδα οχ τον καψώνα χτυπημένα
κι οπού τα μυρωμένα του φτερά τ’ αγέρι κλείνει
κι αδρόσιστα τα χόρτα μνέσκουνε και μαραμένα,

και μόλις που τη σιγαλιά της φύσεως ξελύνει
του ρυακιού νερό ασημί που τρέχει ώσμε τα ’μένα
κελαρυστά, στο ξέθωρο χορτάρι, να καλλύνει
τσι πρασινάδες πώχουν μείνει, πές μου, Γιώργο: εμένα

το φίλο σου, μες στα χαριτωμένα τούτ’ απόσκια
θα τον αφήνεις, πές μου, νά ’ρχεται ολιγάκι… λίγο…
και να τρυγά το πράσινο και των μοσκιώ’ τα μόσκια;

Στα χόρτα τούτα ’δώ να κάθουμαι την άδεια δώ’ μου,
και δίπλα μου να κάθεσαι κι εσύ, σ’ αυτόν τον τρύγο,
τους ήχους να ρουφάς των εμπνευσμένων τραγουδιώ’ μου.



Διονύσιος Σολωμός: Το ελληνικό καράβι




Απ’ τα μικρά καράβια, πούχε θρόνο η νίκη,
οι γενναίοι μας βγαίναν στ’ άρματα βροντώντας
στη στέρεη γη, που λίγο πριν τόσο σκιρτούσε.
Οι φωνές ήταν, στο χαιρέτισμα που ακούαν,
ωσάν τρικυμισμένης θάλασσας, και ξάφνου
η γη κι ο κουρνιαχτός της Όλυμπος γινόνταν
αδιήγητης χαράς· και με φωνές και κλάμα
κατά το θεϊκό κεφάλι των ηρώων
τα χέρια τους απλώναν ν’ αρμονίσουν λόγια
άξια για στόμα μελωδών, γιατί καθένας
την ψυχή του γροικούσε όλη ψυχές γεμάτη.
Και τα παιδάκια και οι σεμνές, που από τον ήλιο
κι απ’ τα μάτια κρυβόνταν, δέσποινες Ελλήνων,
τα παράθυρα επιάναν και σκορπούσαν άνθη
με χέρια πούλεγες πως ήταν της Αυγούλας.
Τη νίκη, ω Ψάλτη, μ’ αυτόν κάποτε τον τρόπο
εστεφανώναν, αλλά συ με το τραγούδι
πρόσφερε τώρα σ’ άλλη νίκη άλλο στεφάνι.
Ωραία και μεγάλη είναι η ψυχή του ανθρώπου.
Σ’ ουρανού γέλιου σκέπη, που δεν έχει γνέφι,
για να συντύχουν σταματούν εδώθεν ένα
Ελληνικό καράβι, έν’ Αγγλικό αποκείθε.
Ρωτά της θάλασσας ο άρχοντας· Πού τρέχεις
Και το ξαρμάτωτο καράβι του αποκρίθη·
Από τη μια στην άλλη θάλασσα πηγαίνω.
—Πάψ’ ευθύς κι ακολούθα μ’ όπου κι αν σε σύρω,
συ που απ’ τη μια στην άλλη θάλασσα πηγαίνεις.—
Μια στιγμή ’ταν εκείνη, μια στιγμή μονάχη,
αλλά πλιά ’κεί γη, κύμα κι ουρανός δεν ήταν,
ουδέ θεός κανείς, και μόν’ η Ελευθερία,
μέσα σ’ αυτά τα στήθη ολόσωμη στημένη,
με λογισμούς μεγαλοδύναμους και πλήθιους
εμιλούσ’ εκεί μέσα κι αναγάλλιαζ’ όλη,
Ωσάν του ωκεανού μέσα στη μέση ο ήλιος.
Και σ’ όλους ένα εστάθη κίνημα και μόνο.
Σε λίγην ώρα ευθύς ομόφωνοι ενωθήκαν
όλοι μ’ άκρα σιωπή, προσηλωμένοι όλοι,
με τα μάτια π’ αστράφταν, το δαδί τα’ ολόρθο,
στο πέλαγο, που μέγα θα σε δεχθή σε λίγο,
τα ιερά της τιμής κορμιά καταστρεμμένα.
Και πλιά κοντά ’κεί στέκει στη μπαρούτη η σπίθα,
αλλά γοργά η φωνή του Άγγλου εμπόδισέ την.
Τώρ’ αν συ τραγουδήσης την ευγένεια εκείνου
πούδειξε δυνατή ψυχή, και την ευγένεια
τ’ Άγγλου , που την καρδιά του έστρεψ’ εκεί που πρέπει,
σα σε δικό του αναγαλλιάζοντας στο θείο
κίνημα, μια φωνή θα σηκωθή να λέει·
Χαίρε αθάνατης χώρας δοξασμένο τέκνο,
όπου μέγα το άσμα και το έργο εστάθη
άπαυτα στες καλές και στες ενάντιες τύχες,
όπου η πέτρα η καλή και το ξερό χορτάρι,
όπου βάρβαρος είχα φθάση και δεν είμαι.


Μετάφραση: Γεώργιος Καλοσγούρος.


Από το βιβλίο: «Διονυσίου Σολωμού, Τα ιταλικά ποιήματα»,
Πρόλογος και μετάφραση Γεωργίου Καλοσγούρου,
Τυπογραφείο Κείμενα, Αθήνα 1984, σσ. 31 και 33.


alonakitispoiisis

Αντώνης Φωστιέρης: Το απόβαρο




Μιλάς με λέξεις.
Μεταφράζεις το άγνωστο
Σε κάτι πιο άγνωστο. Ανταλλάσσοντας
Τʼ ασήκωτο της ύλης μʼ ένα κίβδηλο
Χαρτοφυλάκιο
Γεμάτο άυλες μετοχές
Αντωνυμίες
Και ρήματα.
Ποιο χθόνιο λαρύγγι άραγε
Δίνει φωνή σʼ ένα φωνήεν;
Με ποιο στοιχείο αυτού του κόσμου
Συμφωνεί ένα σύμφωνο;
Μηδαμινές μπουκιές αέρα
Υποδύονται τέρατα. Σκέψου λοιπόν:
Για τον ψαρά
Η λέξη δίχτυ περιττεύει. Ατίθασα
Έμψυχα κι άψυχα ορμούν στις σημασίες
Σαρώνοντας. Ποδοπατούν
Το νόημα των ονομάτων και άηχα
(Τι εμπαιγμός! Τρία ηχηρά
φωνήεντα στο άηχα)
Σώμα με σώμα διεκδικούν
Ό,τι ονειρεύτηκαν πως είναι. Μεταλλάσσοντας
Έξω από γλώσσα κι από σκέψη
Το άγνωστο
Σε κάτι ακόμα πιο ερεβώδες.
Και ασήκωτο.
Στο άυλο
Απόβαρο
Της ύλης

Αντώνης Φωστιέρης: Αμοργός




Αυτός ο βράχος με το αλάτι του
Δεν είναι τόπος. Χρόνος σου είναι.
Και το νερό του
Που σε ράντισε ασαράντιστο,
Πρώτο μετά το αμνιακό.
Κάτι αρμέγει μαύρο στ’ όνομά της
Α μ ο ρ γ ό ς.
όπως πλατιά πού πλαταγίζει απάνω αστερόεσσα
Νύχτα.
Η νύχτα η πιο-
Να φέγγει τότε κι η μικρή πυγολαμπίδα
Διάττοντας
Δεκαετία εξήντα του εικοστού
Κι ας έφυγε
Σφυρίζει αρόδου
Το παπόρι αθέατο
Μοσχάνθη Μαριλένα Ιόνιον
Με την καρίνα οργώνοντας
Γραμμή
Τη θάλασσα της νοσταλγίας.
Την άγονη.

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου: Τι μένει λοιπόν




Τι μένει λοιπόν μες στο πικρό μεσοκαλόκαιρο
μες στο μυχό ενός κόλπου ξαπλωμένος
και η θάλασσα ευτυχισμένη, αδιάφορη
δέντρα και βότσαλα και φύκια κι ο καινούργιος άνεμος

Και συ, φωνή ελπίδας, ταξιδιώτη που έρχεσαι
με τους ατμούς ενός μεσημεριού στα συνεργεία
φωνή που χρόνια έχτιζα, πεθαίνεις



Πηγή

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου: Οίκτος




Εγκλωβισμένους μες στη φυλακή της άνοιξης
όλο χειρονομίες και ψιθύρους

Πώς τους λυπάμαι τους ερωτευμένους
που τριγυρίζουν συντροφιά ή μόνοι
μέσα στο στήθος τους άλλο πια δεν λάμπει
μονάχα η ψεύτικη, η αλλοιωμένη εικόνα

Μα περισσότερο λυπάμαι αυτό τον νέο
που πλέκει στίχους όλο απελπισία
γι’ αυτούς, μόνο γι’ αυτούς θέλει να ζήσει

Κι όμως λυπάμαι περισσότερο τον ήλιο
που λάμπει φρέσκος στην καρδιά της μέρας



Πηγή

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου: Θέλω λυπητερά τραγούδια




Θέλω λυπητερά τραγούδια καλοκαίρι μου
καυτό σακατεμένο μου διαμάντι
γυμνό κορμί της θάλασσας που έπαιξες
χορδές του αέρα μέσα στα μαλλιά μου

Θέλω λυπητερά τραγούδια καλοκαίρι μου
ηλεκτρισμένα μάτια στο σιργιάνι
η μουσική στα σφαιριστήρια της αγάπης
το πυροτέχνημα τού ήλιου στη φωνή μου

Κατεδαφίζονται τα καλοκαίρια στη σειρά
όσο παλιώνω



Πηγή

Κώστας Ταχτσής: Αγάπη




Θα εξορύξω και θα πιω τα μάτια σου
για να σε δω με τα δικά σου μάτια
όταν κοιτάζεσαι
μεσ' τον καθρέφτη για να ξυριστείς

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

Αλέξανδρος Αηδώνης: Εικόνες



Περιέκλεισες μες στην ανεμοδαρμένη ψυχή σου
το Ιόνιο Πέλαγος
και τις εικόνες του Λουκίνο Βισκόντι
του Πιερ Πάολο Παζολίνι,
παρηγοριά και στήριγμά σου
στα χρόνια που έμελλαν
να σου φέρουν προδοσίες κι εγκατάλειψη,
Δεν γύρισες όμως, αρνήθηκες,
το βρεγμένο πρόσωπό σου,
ω, Μαρία,
στα επίμονα και παράλογα σφυρίγματα
των ανδρών του λιμανιού
της Βενετίας.
Παρέμεινες αδιάφορη
κι απόμακρη από τις ληστρικές ιαχές τους,
δίχως να σε αποπλανήσει η ερεβώδης
ομορφιά τους
που άσκοπα την ξόδευαν
στα χαμαιτυπεία και τους οίκους ανοχής.


54 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ (2015)



Αλέξανδρος Αηδώνης: Φιλόδοξοι ποιητές




Και μου κρατούσες τα πονεμένα
από μοναξιά χέρια μου,
ενώνοντας μαζί μου,
σαν μια γροθιά στον κόσμο,
τις πάντα κυνηγημένες σκέψεις μου.
Που δεν έβρισκαν ποτέ καταφύγιο
να ξαποστάσουν από τον κάματο
του καλοκαιριού και τους μύθους
που καλλιεργούσαν άστοχα
μέσω των ποιητικών τους προσεγγίσεων
κάποιοι φιλόδοξοι ποιητές.


54 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ (2015)

Μιχάλης Κατσαρός: Εργοτάξιο νέο


Πηγή

Την ποίησή μου για σένα υψηλόφρονε
αλαζόνα και του λαού κεφαλή
την ποίηση στο βιβλίο Φόρα 82
όπου τραμπαλίστηκες και πέρασες με παλαιά ωραία εξάρτηση
στο έδαφός μου.
Γιατί με ομοούσιο εργοτάξιο προχωράς
ιριδικών αναστηλώσεων.
Ελπίζω να ενθυμείσαι την Επτάνησον.
Ελπίζω του Πατρινού το σπίτι.
Και στο ράφι του ο Χριστός·
όπου εκάθητο ανάεσα σε δυο φιγούρες
και ελπίζω να ενθυμείσαι
άλλες τρεις κάτωθεν διαζώματος.
Αυτό το κανδήλιον άναπτεν τότε
αυτό το κανδήλιον ανάπτει τώρα.

Φράγματα και διαφράγματα
σχολών των Επτά
και πάλιν μ' απασχόλησαν.
Έπρεπε να σε παρατήσω.
Έπρεπε εγώ ο υπηρέτης σου να υποκριθώ
άγνοια χριστιανισμού
άγνοια του Φόρουμ κι άλλων επαγγελμάτων
να σε αφήσω σε προσκυνητάρια μαραγκών
και όχι να προσπαθώ ν' αναστήσω
λησμονημένα χρόνια και Ετά
συντετριμμένες πέτρες χρωμάτων.

Τώρα που κατακτάς βίους και ανατινάξεις
τώρα που έχεις τον Ολάφ
ζητάς να μάθεις ποιος υπήρξα
ζητάς να επιτεθείς με όπλο δικό μου
και να εισέλθεις
πιο ενδότερα στη Πάτερ-Φάμιλυ
ξένος αλλόγλωσσος και ουρανοκατέβατος
για να μας δεις·
εμάς
που από χρόνια υπάρχουμε
χωρίς τις προβολές εφιάλτη
χωρίς τις μπαλαλάικες και ταγκό
μ' άσπρα βήματα κιμωλίας
ζητάς να είσαι ο φραγμός
στον παρθενώνα σου
στο ερεχθείο σου
και στο δικό μας ανάκτορο.
Δεν σε ξεσυνερίζομαι καημένε μου
αλλά σου λέω άντε στο καλό σου
έστω και με Ίριδα και Φόρα 82.


4 ΜΑΖΙΝΟ (1982)

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

«Είναι ο μεγάλος μου έρωτας, λες και είναι γυναίκα...»



«Είσαι από Κέρκυρα, ε; Είναι ο μεγάλος μου έρωτας, λες και είναι γυναίκα. Όταν πήγαινα εκεί μετακινούταν το ουράνιο σύμπαν της ηλιακής μου χώρας σαν να συναντούσα τον μεγαλύτερο έρωτα της ζωής μου. (Τραγουδάει) Τιμή δεν έχει η αγάπη, τιμή δεν έχει η ζωή, κι όποιος την έχει την εδίνει, με μια ματιά, μ’ ένα φιλί.»

Γιώργος Μαρκόπουλος

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

Νικόλαος Βεντούρας







Ciel Pomele (1973), Χαλκογραφία

[Χωρίς τίτλο], (1960), Λάδι σε χαρτί

Στον αστερισμό του Σκορπιού, Λάδι σε χαρτί

Το καμπαναριό του Αγίου Σπυρίδωνα (1974), Χαλκογραφία

Κέρκυρα, Λιτανεία Αναστάσεως Αγίου Νικολάου (1971), Χαλκογραφία, Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο

Terra Incognita

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018

Οδυσσέας Ελύτης: Σολωμού συντριβή και δέος




Μισόβγαινε απ' τον ύπνο η πολιτεία. Των καμπαναριών αιχμές
Κοντοί σημαιών και κάτι πρώτα πρώτα τριανταφυλλιά
Στου μικρού παραθύρου σου -που ακόμη φώταγε- το μαρμαράκι
                                                    Α κει μονάχα να 'ταν
Ένα κλωνάρι με δαφνόκουκα να σου άφηνα για καλημέρα
Που τέτοιας νύχτας την αγρύπνια πέρασες. Και τη γνωρίζω
Πάνω σ' άσπρα χαρτιά πιο δύσβατα κι απ' του Μεσολογγιού
        τις πλάκες

Ναι. Γιατί σ' είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός

Και τι μυστήριο να μιλάς κι οι φούχτες σου ν' ανοίγονται
Που κι η πέτρα να ποθεί ναού νέου να 'ναι το αγκωνάρι
Και το κοράλλι θάμνους λείους να βγάνει για ν' απομιμηθεί
        το στέρνο σου

Όμορφο πρόσωπο! Καμένο στης λαλιάς που πρωτάκουσες
        την αντηλιά και ανεξήγητα τώρα

Γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Τη στιγμή που η πρώτη
Σε μια γη μπλε της βιολέτας μ' άγριες χαίτες τρικυμίας
Όστρακα κι άλλα του ήλιου ευρήματα να γυαλίζει καταγίνονταν
Ωσάν τα εκμαγεία του νου σου να μην είχαν κιόλας
Φύση βγάνει περασμένη απ' όλες του θυμού των θεών τις αστραψιές
Ή για λίγο να μην είχε από δική σου χάρη μέσα μου
Μισανοιχτό μείνει το Ακοίταχτο!
Αλλ' ο λέων περνάει σαν ήλιος. Οι άνθρωποι μόνο ιππεύουν
Κι άλλοι πεζοί πάνε· ώσπου μέσα στις νύχτες χάνονται. Παρόμοια

Κείνα που σκυφτός επάνω στο γραφείο μου ζητούσα να διασώσω
        αλλ'
Αδύνατον. Πώς αλλιώς. Που και μόνο η σκέψη σου γινομένη από
        καιρό ουρανός

Και μόνο η σκέψη σου μου 'καψε όλα τα χειρόγραφα
Και μια χαρά που η δεύτερη ψυχή μου
Πήρε σκοτώνοντας την πρώτη κίνησε με τα κύματα να φεύγει
Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω
Φοβερά μαλώνοντας οι άνεμοι
Ενώ του ήλιου η λόγχη πάνω στο σφουγγαρισμένο πάτωμα όπου
Σφάδαζα
               μ'αποτελείωνε.


ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ (1991)

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018

Ο Κωστής Παπαγιώργης γράφει για τον Τζέημς Τζόυς και την "μπουρδελοθεολογία" του γύρω από τη Νόρα







[...]

Ο Τζόυς ήταν κατά κάποιον τρόπο «φυγάς θεόθεν και αλήτης». Κοντά σε όλα, αλλά και μακριά απ' όλα. Παρά το γεγονός ότι η γυναίκα του ήταν λαϊκή και δεν πολυκαταλάβαινε τα καπρίτσια και τις μυστικές μεταλλαγές του, την ήθελε ως εξομολογητή του. «Είμαι εχθρός της ποταπότητας και της δουλικότητας των ανθρώπων, όχι δικός σου. Δεν μπορείς να δεις την απλότητα που βρίσκεται πίσω απ' όλες μου τις μεταμφιέσεις; Όλοι μας φοράμε μάσκες. Μερικοί που ξέρουν ότι είμαστε μαζί συχνά με προσβάλλουν όταν αναφέρονται σε σένα. Τους ακούω ήρεμα, απαξιώνοντας να τους απαντήσω, όμως και η παραμικρή τους λέξη αναστατώνει την καρδιά μου, σαν πουλί παγιδευμένο στη θύελλα».

Ο Τζόυς, στις απαρχές της συγγραφικής του μανίας, στο πρόσωπο της Νόρας έχει βρει μια ακροάτρια, μια ερωμένη, μια λαϊκή ψυχή που δεν έχει πνευματική διάσταση, παραταύτα έχει αγγίξει τις βαθύτερες χορδές του και της γράφει σαν να απευθύνεται στον δεύτερό του εαυτό. Πλην όμως, όταν η ερωτική ζήλια κάνει χαρτί, διαβάζουμε έναν διαφορετικό Τζόυς: «Είναι γιος μου ο Τζώρτζι; Η πρώτη φορά που κοιμήθηκα μαζί σου στη Ζυρίχη ήταν στις 11 Οκτωβρίου κι εκείνος γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου. Μας κάνει εννιά μήνες και 16 μέρες. Θυμάμαι ότι το αίμα ήταν ελάχιστο εκείνο το βράδυ. Σε έχει γαμήσει κανένας άλλος πριν έρθεις μαζί μου; Μου έχεις πει ότι ένας κύριος ονόματι Χόλοχαν (καλός καθολικός, εννοείται, τυπικός στην άσκηση των θρησκευτικών του καθηκόντων το Πάσχα) ήθελε να σε γαμήσει όταν ήσουν σ' εκείνο το ξενοδοχείο, χρησιμοποιώντας αυτό που αποκαλούν "αγγλική καπότα". Το έκανε; Ή μήπως τον άφησες μονάχα να σε χαϊδέψει και να σε πασπατέψει με το δάχτυλο; Τι θα απογίνει τώρα η αγάπη μου; Εδώ στο Δουβλίνο κυκλοφορεί (σικ) η φήμη ότι τρώω τα αποφάγια αλλωνών. Ίσως να γελάνε όταν με βλέπουν να μοστράρω τον γιο "μου" στους δρόμους».

Καταρρακωμένος, ανίσχυρος μπροστά στην πρόγκα των άλλων, ο Τζόυς αναλύεται σε περιπαθείς εξομολογήσεις: «Σε βλέπω σε εκατοντάδες στάσεις, αλλόκοτες, αισχρές, παρθενικές, ληθαργικές. Δώσ' μου τον εαυτό σου, πολυαγαπημένη, δωσ' μου τον ολόκληρο όταν συναντηθούμε. Όλα όσα είναι ιερά, κρυμμένα από τους άλλους, πρέπει να μου τα δώσεις ανεπιφύλακτα. Θέλω να είμαι ο κύριος της ψυχής και του κορμιού σου». Στη συνέχεια, η τάση προς την πορνογραφία αναλαμβάνει τη θεραπεία της ερωτευμένης του ψυχής. «Έδωσα σε άλλους την περηφάνια και την ευθυμία μου. Σε σένα δίνω την αμαρτία, την τρέλα, την αδυναμία και τη θλίψη, σώσε με από την κακία του κόσμου και από την ίδια μου την καρδιά...». Πώς νιώθει ο Τζόυς όταν η Νόρα τον κρατάει στο χέρι σαν ένα βοτσαλάκι... «Ω, να μπορούσα να φωλιάσω στην κοιλιά σου σαν παιδί γεννημένο από τη σάρκα και το αίμα σου, να τραφώ από το αίμα σου, να κοιμηθώ στο ζεστό, μυστικό σκοτάδι του κορμιού σου!».

«Η αγάπη μου για σένα μου επιτρέπει να αναπέμπω τις προσευχές μου στο πνεύμα της αιώνιας ομορφιάς και της τρυφεράδας που καθρεφτίζεται στα μάτια σου ή να σε ρίχνω μπρούμυτα πάνω στην απαλή κοιλιά σου και να σε γαμάω από πίσω, σαν κάπρος που μαρκαλίζει γουρούνα, αγαλλιώντας με κάθε βρομιά, κάθε σταγόνα ιδρώτα, κάθε μυρωδιά που αναδύεται από τον κώλο σου, απολαμβάνοντας την αισχρή ακαταστασία του αναποδογυρισμένου σου φορέματος και της λευκής κοριτσίστικης κιλότας σου, την έξαψη στα κοκκινισμένα σου μάγουλα, στα ανακατεμένα σου μαλλιά. Γίνε η πουτάνα μου, η παλλακίδα μου όποτε σου αρέσει, μικρή μου αυνανίστρια, ξετσίπωτο πουτανάκι μου!».

Οι πορνογραφικές ροπές του Τζόυς αναδεικνύονται, όπως ξέρουμε, στο τελευταίο κεφάλαιο του Οδυσσέα, όπου δεν υπάρχει τελεία, κόμμα, διακοπή, παράγραφος, παρεκτός ένα πλατύ ποτάμι μπουρδελοθεολογίας. Ας την ακούσουμε: «... Θεέ μου, συγχώρεσέ μας, νόμισα πως τα ουράνια πέφταν πάνω μας για να μας τιμωρήσουν όταν σταυροκοπήθηκα και προσευχήθηκα στην Παναγία σαν εκείνα τα φοβερά αστροπελέκια του Γιβραλτάρ κι ύστερα έρχονται και σου λένε πως δεν υπάρχει Θεός τι θα μπορούσες να κάμεις αν αυτό ερχόταν και στριφογύριζε ολόγυρά σου τίποτα μόνο μια πράξη συντριβής σαν τη λαμπάδα που άναψα εκείνο το βράδυ στο εκκλησάκι της οδού Γουάιτφραϊαρς την Πρωτομαγιά... επειδή έπρεπε να είχε χύσει τρεις ή τέσσερις φορές μ' αυτό το τρομερό μεγάλο κόκκινο άγριο πράμα που έχει νόμισα ότι η φλέβα ή όπως αλλιώς το λένε η ουρήθρα ότι ήταν έτοιμη να σπάσει παρόλο που η μύτη μου δεν είναι τόσο μεγάλη... σε όλη μου τη ζωή δεν ένιωσα κανέναν να την έχει τόσο μεγάλη να σε κάνει να νιώθεις γεμάτη θα έπρεπε να είχε φάει ένα ολόκληρο αρνί εξάλλου ποιος είναι ο λόγος που μας έκαναν έτσι με μια μεγάλη τρύπα στη μέση κι αυτός να τη σπρώχνει μέσα του σαν βαρβάτο άλογο γιατί αυτό θέλουν από σένα με εκείνο το αποφασιστικό διεφθαρμένο βλέμμα τους... ωραία εφεύρεση βρήκανε για τις γυναίκες αυτός να παίρνει όλη την ευχαρίστηση...».


Πηγή

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2018

Κατίνα Βλάχου: Απ-ουσία



Στο μεσοδιάστημα
ονείρου και ζωής
θα προσκυνήσω ταπεινά
το μεγαλείο της στιγμής
Και θα γιορτάσω
με πέπλα πορφυρά
κι ανείπωτη λαγνεία
γάμο λαμπρό
χορεύοντας τον Ησαΐα
καταμεσής σκέψης κι αφής
Σε ήχους ιερής σιωπής
ως ύστατη σοφία
θα πετάξω
με λέξεις για φτερά
στην απ-ουσία


ΤΟ ΤΕΜΠΟ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ (2015)

Κατίνα Βλάχου: Εσχάτως




Εσχάτως
στη μέση του χειμώνα
έρωτα έχω με τις πεταλούδες·
όλες
Και με τη λέξη τους επίσης
Με γοητεύει του συνδυασμού το εύηχο
-πετώ... λουλούδι-
και το άυλο, σχεδόν, των νοημάτων
Η ελαφράδα κι η αμεριμνησία
το ακαταλόγιστο τόσων χρωμάτων
με μαγεύει
Με παρρησία ψυχής
-ψυχή κι εγώ-
γονυπετής
τ' όψιμο τούτο πάθος
καταθέτω
στην ανείπωτη ομορφιά τους

Μόνο με δάκρυα χαρμολύπης
θα χαϊδεύω τα φτερά τους
αν κάποτε έρθει η Άνοιξη
που εσύ θα λείπεις


ΤΟ ΤΕΜΠΟ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ (2015)

Κατίνα Βλάχου: Τώρα που ξέρω




Τώρα που ξέρω
με πόση αγάπη εξαργυρώνεται ο θάνατος
δεν τον φοβάμαι


ΤΟ ΤΕΜΠΟ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ (2015)

Φίννεγκαν Πάρτυ