Ἀνάμεσα εἰς τὰ τόσα νεοπλάσματα τῶν ποικιλωνύμων συλλόγων, κοντὰ εἰς τὰς διαφόρους Ἀναστάσεις, Ἀναμορφώσεις, Ἀναγεννήσεις, Ἀναζυμώσεις καὶ Ἀναπλάσεις, τὰς ἐπαγγελλομένας τὴν διόρθωσιν ―ἐπειδὴ μεταξὺ ὅλων τῶν ἐπαγγελμάτων, εἰς ὅλον τὸ Γένος, περνᾷ ἐξόχως τὸ ἐπάγγελμα τῆς θρησκείας, καθὼς καὶ τὸ τοῦ πατριωτισμοῦ― ἐδοκίμασε καὶ ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος, ὁ Θεόδωρος Χρυσοβουλλίδης, νὰ συστήσῃ καὶ αὐτὸς ἕνα σύλλογον. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ἐχρημάτισε πρὸς καιρὸν μέλος εἰς ὅλους τοὺς ἄνω ρηθέντας συλλόγους καὶ εἰς πολλοὺς ἄλλους ἀκόμη, πλὴν δὲν εὐδοκίμησεν. Ἡ «μπογιά του δὲν περνοῦσε», καθὼς εἶπεν εἷς ἀδιάκριτος φίλος του.
Τότε ἐδοκίμασε νὰ συστήσῃ, ὡς εἴπομεν, σύλλογον ἰδικόν του. Τὸν ἐβάπτισεν ἡ «Ἀναβίωσις». Ἀλλὰ δὲν ἐπρόκοψεν. Μόλις δέκα ἢ δώδεκα συγκατένευσαν, μετὰ πολλὰς προσπαθείας τοῦ Χρυσοβουλλίδου, νὰ ἐγγραφῶσι μέλη. Ὀλίγιστοι προκατέβαλον μονόδραχμά τινα· ἄλλοι ὑπεγράφησαν διὰ νὰ πληρώσουν, ἀλλὰ δὲν ἐπλήρωσαν. Τέλος ἐφαγώθη ἕνα γιουβέτσι, ἐψάλησαν ᾄσματά τινα θρησκευτικὰ καὶ πατριωτικὰ καὶ ὁ σύλλογος διελύθη.
Μετ᾿ ὀλίγον καιρόν, πάλιν νέαν ἀπόπειραν ἔκαμεν ὁ Θεόδωρος διὰ νὰ συμπήξῃ ἕνα σύλλογον, ἡ «Ἀνακαίνισις». Πέντε ἢ ἓξ ἐνεγράφησαν. Κανεὶς δὲν ἔδωκε λεπτόν. Οὔτε γιουβέτσι, οὔτε ᾄσματα. Ὁ δεύτερος σύλλογος ἀπεδείχθη νεκροτόκιον.
Τρίτος σύλλογος, ἡ «Ἀναψύχωσις», ἐσχεδιάσθη ἀπὸ τὸν Χρυσοβουλλίδην μετὰ καιρὸν ὕστερον, ὅταν ἤρχισαν τὰ πράγματα νὰ γίνωνται ἀπειλητικώτερα ἐν Μακεδονίᾳ. Αὐτὴν τὴν φοράν, συνεκεντρώθησαν δεκάδες τινὲς δραχμῶν. Μετὰ πρῶτον καὶ δεύτερον γιουβέτσι, τὰ πράγματα ἤρχισαν πάλιν νὰ κρυώνουν. Ὁ σύλλογος ἐναυάγησε καὶ ἀπειδείχθη θνησιγενής, ὅπως οἱ πρὸ αὐτοῦ.
*
* *
Ἐντοσούτῳ, ὁ Θεόδωρος δὲν ἀπεγοητεύετο, κ᾿ ἐξηκολούθει νὰ περιφέρεται εἰς ἐκκλησίας καὶ εἰς ὁμηγύρεις, νὰ βγάζῃ λόγους καὶ νὰ κηρύττῃ. Ὁ «ἀδιάκριτος φίλος» τοῦ εἶπε μιᾷ τῶν ἡμερῶν:
― Μὰ τί τσαμπουνᾶτε, σεῖς μερικοί; Τὸ βῆμα τῆς ἐκκλησίας δὲν εἶναι, ὅπως τὸ βῆμα τὸ δικανικόν, τὸ βῆμα τὸ πολιτικόν, ὅπου ὑπάρχουν ρήτορες καὶ ἀντιρρήτορες, ὅπου διακόπτουν ἐλευθέρως τὸν ἀγορεύοντα, ὅπου δευτερολογοῦν, καὶ τριτολογοῦν καὶ συζητοῦν. Τὸ ἐκκλησιαστικὸν βῆμα ―ὁ ἄμβων― εἶναι αὐστηρόν, ἀποκλειστικόν, αὐθεντικόν. Εἷς μόνος ὁμιλεῖ. Ὑποτίθεται, ὅτι λέγει, ὄχι διδόμενα, ἀλλὰ συμπεράσματα, παραδεδεγμένα, ἀναμφισβήτητα, δόγματα. Δὲν ἐπιτρέπονται ἐκεῖ αἱ αὐτοσχέδιοι ἀνοησίαι. Διὰ τοῦτο ὁ εἷς ἐκεῖνος πρέπει νὰ εἶναι χρισμένος ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν· ὀφείλει νὰ εἶναι τὸ στόμα τῆς ἐκκλησίας, ἐπειδὴ συζήτησις δὲν ἐπιτρέπεται, οὔτε δευτερολογία, οὔτε διακοπή. Ἀνάγκη ἄρα νὰ εἶναι κληρικός.
»Διατί δὲν γίνεσθε παπάδες, ἐπὶ τέλους, ἂν εἶσθε ἄξιοι; “Ἐν τῷ ναῷ δουλεύσετε, ἐν τῷ ναῷ τραφήσεσθε”. Ὄχι νὰ κάμετε “πορισμὸν τὴν εὐσέβειαν”, ἄνθρωποι λαϊκοί, κοσμικοί, μὲ στριμμένους μύστακας, μὲ ὀρθὰ κολλάρα. Τί καινοτομίαι, τί ξενισμοί, τί λεσχηνεῖαι εἶναι αὐτά; Προτεστάνται εἴμεθα ἡμεῖς ἐδῶ;»
*
* *
Ὕστερον ἀπὸ τὴν ἐλευθεροστομίαν αὐτήν, ἐξηφανίσθη ἐπὶ μῆνας ὁ Θεόδωρος καὶ δὲν τὸν ἔβλεπε πλέον ὁ «ἀδιάκριτος φίλος». Ἤκουσεν ἀορίστους φήμας, ὅτι ὁ «διδάχος», μεθ᾿ ὅλην τὴν ἡλικίαν καὶ τὸ πενιχρὸν ἐξωτερικόν του, εἰς τὸ κρυπτὸν ἐζήτει νὰ εὕρῃ «νύφη κοκκώνα» καὶ ὅτι κατέβαλλε πολλὰς προσπαθείας πρὸς τοῦτο. Ἔλεγαν ὅτι δύο ἢ περισσοτέρας φορὰς εἶχε γελασθῆ ἕως τώρα, καὶ ὅτι εἶχεν ὑπάγει μάλιστα εἰς μίαν πόλιν τῆς Πελοποννήσου πρὸς εὕρεσιν τοῦ ποθουμένου. Προσέθετον μάλιστα ὅτι μία παρέα, ἀγαπῶσα μέχρι βαναύσου φορτικότητος νὰ παίζῃ φάρσες, εἶχεν ἐκμεταλλευθῆ τὴν μωροπιστίαν του, καὶ εἶχε γελάσει εἰς βάρος τοῦ ἀτυχοῦς ἀνθρώπου πολὺ ἀπρεπῶς.
Τέλος μίαν ἑσπέραν περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ὁ «ἀδιάκριτος φίλος» εἶδε μακρόθεν τὸν Χρυσοβουλλίδην εἰς ἓν πεζοδρόμιον τῆς ὁδοῦ Ἑρμοῦ, ὀλίγον παραπάνω ἀπὸ τὴν Καπνικαρέαν, νὰ τρέχῃ κατερχόμενος πρὸς τὰ κάτω. Ὁ «ἀδιάκριτος 〈φίλος〉» εἰς τὸ ἀντικρινὸν πεζοδρόμιον ἀνήρχετο.
Ὁ Χρυσοβουλλίδης εἶδε τὸν φίλον του, ἀλλ᾿ ἔστρεψε βιαστικὰ τὸ πρόσωπον πρὸς τὸν τοῖχον, κ᾿ ἐπροσποιεῖτο, ὅτι δὲν τὸν εἶδε.
Ἔβγαλε μὲ τὴν ἀριστερὰν ἀπὸ τὴν τσέπην του τὸ μανδήλιον, κ᾿ ἐκάλυπτε τὸν μύστακα, ὡς νὰ ἐσκουπίζετο.
Τοῦτο ἔκαμε τὸν φίλον νὰ κοιτάξῃ καλύτερα καὶ τότε εἶδε καθαρά, ὅτι ὁ Θεόδωρος εἶχε βάψει τὸν λευκὸν μύστακα μὲ κόκκινον χρῶμα.
―Ἔ! Θόδωρε! ἔκραξε γελῶν ὁ φίλος· νὰ ἰδοῦμε ἂν θὰ περάσῃ τώρα ἡ μπογιά σου.
Καὶ εἶτα ἐπέφερε:
― Τώρα εἶναι καιρὸς νὰ συστήσῃς πάλιν κανένα σύλλογον… καὶ νὰ τὸν ὀνομάσῃς «Ἀνήβησις».
(1906)
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου