Δύο εβδομάδες μετά το ατύχημα
ο μπαμπάς κι η μαμά
μπορούσαν να με κοιτάξουν, φευγαλέα, στα μάτια.
Μια μέρα,
ενώ η τηλεόραση έπαιζε το νέο κλιπ ενός ράπερ,
η μαμά κι ο μπαμπάς φαινόντουσαν χαρούμενοι.
Μου έλεγαν για το λυκόσκυλο μας που φοβόταν να μπει στο τζιπ
και γελούσαν, και μου έδειχναν φωογραφίες απ’ το συμβάν
και εγώ τους άκουγα προσεχτικά, και όταν τελείωσαν
τους ευχαρίστησα για τα πάντα
τους είπα πως είναι οι καλύτεροι γονείς που θα μπορούσα να έχω
και τους ζήτησα να με σκοτώσουν.
Η παύση ήταν αναμενόμενη.
Η έκφραση στα πρόσωπα τους,
σαν να προσπαθούσαν ήδη να ξεχάσουν
αυτό που μόλις άκουσαν,
ήταν αναμενόμενη.
Εκμεταλλεύτηκα την παύση.
Τους εξήγησα πως θα το έκανα εγώ
αν μπορούσα να κουνήσω έστω ένα δάχτυλο
πως έχω προσπαθήσει να κρατήσω την αναπνοή μου
αλλά το ηλίθιο σώμα μου δεν μ’ αφήνει
κάθε φορά
κάθε
φορά
το σώμα μου θ’ αναπνεύσει στο τέλος
ηλίθιο
γαμημένο
σώμα
πως έχω προσπαθήσει να κρατήσω την αναπνοή μου
αλλά δεν τα καταφέρνω.
Τους είπα, επίσης,
πως σίγουρα θα υπάρχουν sites
που θα γράφουν για το πώς μπορεί να γίνει
και πως δεν χρειάζεται άλλωστε να το κάνουν αυτοί
γιατί υπάρχουν χώρες, κάτι τέτοιο είχα διαβάσει παλιά
που οι γιατροί το κάνουν για σένα
και μάλιστα ένας ηλικιωμένος είχε οργανώσει πάρτι πριν
ΣΚΑΣΕ.
Η δισύλλαβη εντολή του πατέρα μου διακόπτει τον ειρμό μου.
Η μητέρα μου κλαίει.
Τώρα κι ο πατέρας μου κλαίει.
Από δω και πέρα
ο χρόνος χάνεται
με ξεγελάει.
Ο πατέρας μου με κοιτάζει σαν να τους είχα χτυπήσει
σε μια προηγούμενη ζωή
και μου απαριθμεί τις θυσίες τους
αλλά έγινε χθες αυτό;
Όχι, πρέπει να έχουν περάσει εφτά χρόνια από τότε.
Έχω μπερδευτεί λίγο, συγνώμη.
Η Νάντια είναι καλά,
αν και δεν με κοιτάζει πια στα μάτια.
Κρίμα, αφού για τα μάτια της την ερωτεύτηκα.
Για τα μάτια της και το χαμόγελο της·
μα και το χαμόγελο της δεν είναι πια το ίδιο.
Μου διαβάζει τη Θεία Κωμωδία στα ιταλικά
και στο πέμπτο canto του Inferno
προσπαθώ να γευτώ τη χώρα
ανάμεσα στον ώμο και τον λαιμό της·
να γευτώ τις λέξεις που διαβάζει
την ποίηση ολόκληρη
τον Θεό.
Όμως είναι πολύ μακριά
και τα χέρια μου δεν μπορούν να τη φέρουν εδώ.
Όταν ο Δάντης καταφέρνει να δει τ’ αστέρια
της ζητάω να με σκοτώσει.
Και ακολουθεί η παύση.
Και ακολουθεί το κλάμα:
Δάκρυα που θα έπρεπε να κυλάνε
στο δικό μου δέρμα.
Πάει καιρός πια.
Πού να βρίσκεται σήμερα η Νάντια;
Νόμιζα ότι μου μιλούσε πριν
αλλά ήταν η τηλεόραση.
Προσπαθώ να σταματήσω την καρδιά μου.
Όλη μου η ύπαρξη
βρίσκεται ανάμεσα στους χτύπους
και προσπαθώ να τεντωθώ, ν’ απλωθώ
ανάμεσα στους χτύπους
και να σταματήσω τους χτύπους
για πάντα.
Κάποιες φορές, αισθάνομαι πως τα έχω καταφέρει
πως ο επόμενος χτύπος δεν θα έρθει
και τότε ο χτύπος έρχεται
και δεν καταλαβαίνω
γιατί δεν σου επιτρέπουν να σταματήσεις την καρδιά σου.
Άλλες φορές, προσπαθώ να γίνω κάποιος άλλος.
Εκείνες τις φορές, πιστεύω πως μπορώ να γίνω κάποιος άλλος.
Και γίνομαι η Νάντια
όχι, γίνομαι ο άντρας που γεύεται τις λέξεις της Νάντιας
και γίνομαι το λυκόσκυλο που φοβάται να μπει στο αμάξι
και γίνομαι μια ψυχή που διαβάζει ένα ποίημα
ένα ποίημα που εξιστορεί μια κόλαση
μια κόλαση για την οποία η ψυχή διαβάζει, μα δεν βιώνει.
Τώρα, ως η ψυχή που διαβάζει, φτάνω στο τέλος του ποιήματος.
Είναι μονάχα ένα ποίημα που διαβάζω. Δεν είμαι εδώ.
Ναι, δεν είμαι εδώ. Δεν είμαι εδώ.
Να, το ποίημα βρίσκεται μπροστά μου.
Κοιτάζω γύρω μου, βλέπω κάτι όμορφο. Θέλω να το αγγίξω.
Αφήνω το ποίημα μόνο του, δεν με χρειάζεται πια.
Αγγίζω ό,τι άγγιξε τα μάτια μου.
Θυμάμαι.
Θυμάσαι.
___
Το παραπάνω ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή ΕΔΩ (εκδόσεις Πασιφάη).
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου