Me voici sur la plage armoricaine. Que les villes s’allument dans le soir. Ma journée est faite ; je quitte l’Europe. L’air marin brûlera mes poumons ; les climats perdus me tanneront. Nager, broyer l’herbe, chasser, fumer surtout ; boire des liqueurs fortes comme du métal bouillant, — comme faisaient ces chers ancêtres autour des feux.
Je reviendrai, avec des membres de fer, la peau sombre, l’œil furieux : sur mon masque, on me jugera d’une race forte. J’aurai de l’or : je serai oisif et brutal. Les femmes soignent ces féroces infirmes retour des pays chauds. Je serai mêlé aux affaires politiques. Sauvé.
Maintenant je suis maudit, j’ai horreur de la patrie. Le meilleur, c’est un sommeil bien ivre, sur la grève.
***
Και να που βρίσκομαι στην ακτή της Αρμορικής. Δεν πα' ν' ανάβουνε των πόλεων οι φωταψίες μες στη νύχτα. Σάμπως... Η δική μου μέρα ούτως ή άλλως έχει σβήσει πια. Την Ευρώπη εγκαταλείπω. Ο αγέρας ο αρμυροθαλασσινός θε να κάψει τα πλεμόνια μου· κλίματα χαμένα, εξωτικά, θα με μαυρίσουνε. Να κολυμπάω, να λιώνω στη χλόη, να κυνηγώ και πάνω απ' όλα, αναμφιβόλως, να καπνίζω· να πίνω πιοτά τόσο δυνατά όσο το λιωμένο μέταλλο - όπως κι εκείνοι οι αγαπημένοι πρόγονοί μας, τριγύρω καθισμένοι απ' τη φωτιά.
Ω, θα γυρίσω μαύρος, κατράμι, και ατσαλένια θα 'χω χέρια και ποδάρια, δέρμα σαν της νύχτας το σκοτάδι, σαλεμένο μάτι· θα βλέπουν -χα!- τη μάσκα ετούτη και θα λεν πως ασφαλώς, βεβαίως, βαστάω από ράτσα δυνατή! Θα κρατάω στα σεντούκια μου χρυσάφια· θα 'μαι βαρύς κι ασήκωτος. Οι γυναίκες, ξέρεις, ψοφάν για κάτι τέτοια καραβοτσακίσματα με μαύρη από τ' άγρια κλίματα την πέτσα. Θ' ασχοληθώ με τα κοινά, με την πολιτική, την εθνοσωτηρία. Θα σωθώ.
Προσώρας, είμαι καταραμένος, φρικιώ μ' ετούτην την πατρίδα τη δικιά μου. Το καλύτερο θα 'ναι ν' αναπαυτώ με του ύπνου το μεθύσι, σε μιαν ακρογιαλιά.
Απόδοση στα ελληνικά:
Βασίλης Πανδής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου