Ενώ η Ευρώπη φλέγεται, ενώ μαίνεται ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ένας ατίθασος νεαρός υποχρεούται να διδαχθεί την τέχνη του πολέμου, στην Στρατιωτική Ακαδημία Σάτακ, στο Φάριμπολτ της Μινεσότα. Αλλά είναι υπερβολικά ατίθασος, έχει το νου του μονάχα στην τζαζ, στα κορίτσια και στον Σαίξπηρ, το μόνο που κάνει είναι ακατάπαυστες φάρσες. Κάποια στιγμή, θα εξαφανιστεί το γλωσσίδι της καμπάνας που σημαίνει τις ώρες, συνδεδεμένη με το τεράστιο ρολόι της Ακαδημίας. Ένας συμπαγής όγκος από μέταλλο χάνεται ως διά μαγείας, η καμπάνα δεν σημαίνει πια, το γλωσσίδι δεν μπορεί να αντικατασταθεί γιατί κάθε γραμμάριο μετάλλου πηγαίνει κατευθείαν στην πολεμική βιομηχανία. Ακόμη και σαράντα χρόνια μετά, το γλωσσίδι εξακολουθούσε να είναι χαμένο και η εξαφάνισή του να αποτελεί ένα θρυλικό μυστήριο στην ιστορία της Στρατιωτικής Ακαδημίας για πάνω από τέσσερις δεκαετίες. Ο τότε δεκαεξάχρονος δράστης αποκάλυψε με έναν ιδιότυπο τρόπο το τι είχε συμβεί. Το αποκάλυψε μέσα από τις σελίδες της αυτοβιογραφίας του. Τον έλεγαν Μάρλον Μπράντο.
«Πέρα από το ότι εύκολα τρομάζω», αφηγείται ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς όλων των εποχών, «δεν αντέχω και το δυνατό θόρυβο, καίτοι οφείλω να παραδεχτώ ότι σ' αυτό λειτουργώ επιλεκτικά: μπορώ να ακούω με τις ώρες μουσική τόσο δυνατά ώστε να αναγκάζονται οι άλλοι να βγουν από το δωμάτιο, αλλά οι πιο πολλοί δυνατοί ήχοι, κυρίως όσοι είναι συναφείς με την εξουσία, με ενοχλούν. Η καμπάνα στην Στρατιωτική Ακαδημία σήμαινε κάθε ένα τέταρτο, και μας πρόσταζε να μπούμε στην τάξη, να φάμε, να κοιμηθούμε, να παραταχθούμε. Ήταν η φωνή της εξουσίας, και τη μισούσα». Ο δεκαεξάχρονος Μάρλον σκαρφάλωσε κρυφά μια νύχτα στον πύργο με το τεράστιο ρολόι, αποσύνδεσε το γλωσσίδι από την καμπάνα, φορτώθηκε τα εξήντα οχτώ κιλά μέταλλο στους ώμους, και τα έθαψε σε ένα μέρος που έμεινε κρυφό, και ίσως παραμένει ακόμη.
Ο ατίθασος εύελπις έμελλε να κάνει ένα σωρό σκανταλιές στην Στρατιωτική Ακαδημία, όπως και σε όλες τις περιόδους της ζωής του. Έβαζε φωτιά στους διαδρόμους της σχολής, κλείδωνε τους καθηγητές στα ενδιαιτήματά τους, εξαφανιζόταν αδικαιολογήτως. Δύο εβδομάδες πριν από την αποφοίτηση, η διοίκηση απέβαλλε διά παντός τον Μάρλον Μπράντο. Ο στρατός έχασε έναν επίδοξο στρατηγό, αλλά ο Εικοστός Αιώνας κοσμείται με έναν ακόμα θρύλο!
Ο Μάρλον Μπράντο, από πολλές απόψεις ο μεγαλύτερος αντι-σταρ στην ιστορία της βιομηχανίας των ονείρων, γεννήθηκε πριν από ογδόντα χρόνια, στις 3 Απριλίου του 1924, στην Ομάχα της Νεμπράσκα. Μερικά χαρακτηριστικά μένουν ανεξίτηλα μέσα στο χρόνο, μας καθορίζουν για πάντα οι συνδυασμοί τους. Κανείς δεν ξεφεύγει, όσο κι αν το θέλει, από τον εαυτό του. Αυτή είναι η κατάρα, αλλά και η ευλογία μας. Ο Μπράντο είναι το έργο τέχνης που πλάθεται από τον μήνα της γέννησής του (τον μοιράζεται με τον αγαπημένο του Βάρδο, τον Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, με τον Σάμιουελ Μπέκετ, με τον Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, τον Τσάρλι Τσάπλιν και τόσους άλλους αγέρωχους χωρατατζήδες, μεγάλους ερωτικούς, και λάτρεις της μουσικής και των λέξεων), από μια παιδική ηλικία που κυλάει μες στην ομορφιά και την ευαισθησία των γυναικών (η Έρμι, η Δανέζα γκουβερνάντα του με το ινδονησιακό αίμα, οι δύο κούκλες αδελφές του, η Τζόσελιν και η Φράνσις, η μητέρα του, η Ντόροθι Πενμπέικερ), από τις αναθυμιάσεις του αλκοόλ (πίνουν και οι δύο γονείς του, και πίνουν πολύ), από την περήφανη πεποίθηση ότι όσο πιο πολύ αγαπάμε τον εαυτό μας τόσο καλύτεροι θα είμαστε με τους ανθρώπους που θα τιμήσουμε με την αγάπη μας, και από τα τραγούδια: μονίμως σιγομουρμουρίζω τραγούδια, είπε ο Μάρλον Μπράντο στον φίλο του, τον Ρόμπερτ Λίντσεϊ, με τον οποίο συνεργάστηκε για την συγγραφή της αυτοβιογραφίας του. Δεν είναι διόλου τυχαίος και ο τίτλος του τόμου: «Τραγούδια που μου έμαθε η μητέρα μου». Θα πει, όχι δίχως μια νότα εύθυμης έπαρσης, ότι ξέρει αφρικανικά τραγούδια, κινέζικα τραγούδια, ταϊτινά τραγούδια, γαλλικά τραγούδια. Ότι θυμάται πάντα τη μουσική και τους στίχους από χιλιάδες τραγούδια. Ότι υπήρχαν εποχές που δεν μπορούσε να θυμηθεί τον αριθμό του διπλώματος οδήγησης ή του τηλεφώνου του, αλλά ούτε έναν στίχο δεν λησμόνησε ποτέ από όλα τα τραγούδια που άκουσε έστω κα μία φορά. Από μικρός, αυτός ο μουσόφιλος, ήθελε να γίνει ντράμερ της τζαζ, και είναι νόστιμο το ότι, έστω για λίγο, για μερικά λεπτά, για μερικές αιωνιότητες, δίδαξε πιάνο στην απαστράπτουσα Νόρμα Τζιν Μπέικερ, πιο γνωστή σε όλους μας ως Μέριλιν Μονρόε.
via GIPHY
Ο Μπράντο θα απολαύσει και θα απορροφήσει ό,τι έχει να προσφέρει η Νέα Υόρκη. Με το ίδιο ρίγος θα απλώνει τα χέρια του στις τυπωμένες σελίδες, στο δέρμα του ταμ-ταμ, στην επιδερμίδα των γυναικών. Οι ερωμένες του θα είναι μιγάδες, εξωτικές, ισχυρές προσωπικότητες, συνήθως κατά τι μεγαλύτερές του, αισθησιακές. Μια Κολομβιανή, η Εστρελίτα Ρόζα Μαρία Κονσουέλο Κρουζ, σπουδαία μαγείρισσα, παντρεμένη, πολύ γοητευτική, εκκεντρική. Μια νοσοκόμα από την Τζαμάικα, η Φλορέτα, με πολύ παράξενο βλέμμα, με χρώμα σαν συμφωνία σε σέπια, με τόσο ευαίσθητη επιδερμίδα που άφηνε σαν την άγγιζες με τον αντίχειρα μια δαχτυλιά με φωτεινό περίγραμμα. Η Καρολάιν Μπερκ, μια όμορφη γυναίκα, δέκα χρόνια μεγαλύτερή του, που ζούσε σ' ένα διαμέρισμα γεμάτο αντίκες, που διέθετε απεριόριστο γούστο και αγάπη για τα όμορφα πράγματα, υπερβολικά κομψή, μορφωμένη και γοητευτική. Κι από την άλλη, η μαγεία της μουσικής και των βιβλίων. «Διάβασα Καντ, Ρουσό, Νίτσε, Λοκ, Τολστόι, Μέλβιλ, Φόκνερ, Ντοστογιέφσκι, και βιβλία δεκάδων συγγραφέων».
Όποιος ξέρει να ζει, αυτός ξέρει και να διαβάζει. Και όποιος ξέρει να διαβάζει, αυτός ξέρει και να θυμάται, αυτός ξέρει και να γράφει. Ακούστε πώς ξέρει να μελωδεί με τις λέξεις ο Μάρλον Μπράντο, όταν γράφει για τις αναμνήσεις του και για τον πρώτο έρωτά του:
via GIPHY
«Θυμάμαι το γλυκό άρωμα του φρεσκοκομμένου σανού, τη μυρωδιά των καμένων φύλων, και την ευωδιά της σκόνης από τα φύλλα καθώς σερνόμουν ανάμεσά τους. Θυμάμαι το άρωμα των κρίνων στον κήπο, το άρωμα από τις πασχαλιές και από τα άγρια τριαντάφυλλα, τη σχεδόν κομψή εμφάνιση των δέντρων στη γειτονιά μας, ντυμένα καθώς ήσαν στο ασημένιο λαμέ μιας ανοιξιάτικης χιονοθύελλας»
via GIPHY
«Ήταν ολοδική μου. Ανήκε σ' εμένα και μόνο σ' εμένα. Αν ήξερε την τυφλή λατρεία μου, θα παντρευόμασταν στην κορφή του σύννεφου του Μαγγελάνου, και μετά, ευτυχισμένη μέσα στον έρωτά μας, θα την έπαιρνα στο άρμα μου, το φτιαγμένο από αψεγάδιαστα διαμάντια, πέρα από τα αστέρια, πέρα από το χρόνο και πέρα από το φως, στην αιωνιότητα».
Ο Μπράντο θα αρχίσει να εμφανίζεται επαγγελματικά σε παραστάσεις του Μπρόντγουεϊ, για να συγκεντρώσει σε χρόνο ρεκόρ τα βλέμματα των θεατών και να αποσπάσει τα εγκώμια των κριτικών. Θα τον ανακαλύψει ο Ηλίας Καζάν, ο «Γκατζ», όπως τον φώναζε ο Μάρλον, και θα του εμπιστευθεί το ρόλο του βίαιου, αισθησιακού Στάνλεϊ Κοβάλσκι, στο περιλάλητο «Λεωφορείον ο Πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς. Μέσα σε μια νύχτα, στις 3 Δεκεμβρίου του 1947, ο Μάρλον Μπράντο έσμιξε για πάντα με την δόξα. Για δύο χρόνια, ο θρίαμβος τον επισκέπτεται κάθε βράδυ στο καμαρίνι του. Το θεατρόφιλο κοινό τον λατρεύει, όσο και οι κοπέλες. Αλλά το παλκοσένικο θα τον χάσει για πάντα. Η επιτυχία θα τον οδηγήσει - πού αλλού; - στο Χόλλυγουντ. Το σελιλόιντ και το χρήμα δελεάζουν πιο πολύ από το τις κουΐντες και τα φώτα της ράμπας.
Το 1949, με το πορτοφόλι γεμάτο από την επιτυχία του Λεωφορείου, ο Μπράντο θα χαθεί για ένα τρίμηνο στο Παρίσι. Θα ζήσει σαν μποέμ. «Ήμουν ένα από τα έξαλλα παιδιά του Παρισιού», θα πει. «Έκανα τα πάντα, πλάγιασα με πολλές γυναίκες, είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου, κοιμόμουν μέχρι τις δύο το μεσημέρι. Ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί το έκανα στο Παρίσι». Συνάμα, θα μάθει ότι η φήμη είναι δίκοπο μαχαίρι και θα αρχίσει να ανθίσταται, κυρίως με τον τρόπο ζωής του, σε όλες τις απόπειρες να καθαγιαστεί ως σύμβολο, να ταξινομηθεί, να παγιωθεί, να ημερέψει. Η φήμη ήταν το φαρμάκι της ζωής μου και ευχαρίστως θα την αρνιόμουνα, είπε ένας από τους πιο φημισμένους ανθρώπους του 20ού αιώνα. Αν τον ενδιαφέρει η σταδιοδρομία στον κινηματογράφο είναι επειδή προσφέρει πολύ χρόνο ελευθερίας, και, φυσικά, χρήμα. Ο Μπράντο ομολογεί απροκάλυπτα ότι ήταν ανήμπορος να υποστεί την εξουσία ή καταστάσεις που απαιτούσαν πειθαρχία. Είναι γνωστό ότι παρενέβαινε στα σενάρια των ταινιών του, τα άλλαζε όπως ήθελε, έπαιζε αυτοσχεδιαστικά, σαν ντράμερ της τζαζ πολλές φορές. Είπε ότι αν ένα στούντιο του πρόσφερε τα ίδια χρήματα για να σκουπίζει το πάτωμα, αντί να παίζει θα προτιμούσε να σκουπίζει το πάτωμα.
Μετά την επιστροφή από το Παρίσι, θα παίξει σε μια συγκλονιστική ταινία του Φρεντ Τσίνεμαν, έναν ανάπηρο υπολοχαγό. Η ταινία λεγόταν Το Κορμί μου σου ανήκει και ο Μπράντο ήταν απαράμιλλος. Θα παίξει στην κινηματογραφική μεταφορά του Λεωφορείου πλάι στην σπουδαία Βίβιαν Λη, και θα κατακτήσει όλο τον κόσμο με τον αχαλίνωτο δυναμισμό του. Θα παίξει στο Βίβα Ζαπάτα και πάλι του Καζάν, και θα βάλει φωτιά στο Μεξικό. Θα παίξει στον Ατίθασο και κάνει αιώνια μόδα τα μαύρα πέτσινα μπουφάν και το αιχμηρό μελαγχολικό βλέμμα. Θα παίξει στο Λιμάνι της Αγωνίας και θα αποσπάσει το πρώτο του Όσκαρ. Στην τελετή απονομής, θα λάμπει πλάι στην ανεπίληπτη κομψή ηδύτητα της Γκρέις Κέλλυ. Θα συνάψει ερωτικές σχέσεις με καλλονές όπως η Μέριλιν Μονρόε, η Ρίτα Μορένο, η Τζόαν Κόλλινς, θα παντρευτεί την πανέμορφη Άννα Κάσφι, αλλά το διαζύγιο θα είναι γεγονός προτού προλάβει να χρονίσει ο γάμος τους. Θα ξαναπαντρευτεί, την υπέροχη ηθοποιό Μαρία Καστεντάτα, τη γνωστή ως Μοβίτα, μια μεταξένια κούκλα με βελούδινο βλέμμα, εφτά χρόνια μεγαλύτερή του, που θα του χαρίσει ένα γιο. Άλλα δύο παιδιά, τον Τεχότου και την Τσέγιεν, θα αποκτήσει με την επίσης ηθοποιό Τερίτα Τεριιπάια, με την οποία έμεινε σε ένα εξωτικό νησί.
via GIPHY
Θα παίξει σε κάμποσες μέτριες ταινίες, μόνο και μόνο για τα χρήματα - οι γάμοι, τα διαζύγια και οι διατροφές πάντα συνιστούν μιαν οικονομική αιμορραγία. Αλλά δεν θα περάσει ποτέ στην όχθη του κυνισμού, μήτε θα επιτρέψει στο ταλέντο του να λαβωθεί. Κρατούσε πάντα τρεις άσσους στο μανίκι του, όπως μπορούμε να πούμε αναδρομικά: τον Πολ, τον Βίτο, τον Κουρτς - τρία συγκλονιστικά πορτρέτα που μονάχα ένας ηθοποιός, ένας περιπετειώδης και ανυπάκουος άνθρωπος, ένας εραστής του διαμετρήματος και της ευαισθησίας του Μπράντο θα μπορούσε να απαθανατίσει έτσι.
Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, συνεργαζόμενος με τον Μάριο Πούζο, θέλησε να κάνει την απόλυτη ταινία με θέμα τη Μαφία. Επιστράτευσε τον Μπράντο για τον ρόλο του γηραιού Ντον Βίτο Κορλεόνε. Ο Μπράντο ανταποκρίθηκε με το παραπάνω. Ο Νονός απέσπασε τρία Όσκαρ, ένα εκ των οποίων προορίστηκε για τον Μάρλον. Το αρνήθηκε, και προκάλεσε απίθανο σκάνδαλο όταν έστειλε μιαν Ινδιάνα στην τελετή απονομής, επιφορτισμένη να διαμαρτυρηθεί τόσο δημόσια για την καταπίεση που υφίσταται η φυλή της. Ο Μπράντο θεωρήθηκε και πάλι αντάρτης.
via GIPHY
Αμέσως μετά τον επιβλητικό Κορλεόνε, ο Μπράντο έσπευσε περιχαρής να πάει για μιαν ακόμη φορά στο Παρίσι και να συνεργαστεί, ψυχή τε και σώματι, στην πιο αυτοβιογραφική ταινία της ζωής του, και να προκαλέσει ακόμα ένα σκάνδαλο. Έπαιξε τον Πολ, στο Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι. Ο έξοχος Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ο σκηνοθέτης της ταινίας, του εξήγησε ότι δεν υπάρχει παρά ένα υποτυπώδες σενάριο και ότι τον προσκαλεί να είναι κατ' ουσίαν ο ίδιος ο εαυτός του, ένα κιβώτιο αναμνήσεων, πόνου, ερωτισμού και συγκίνησης. Η ταινία είναι ένα συγκλονιστικό μανιφέστο για τη δύναμη του έρωτα, για τον τρόμο που προκαλεί από ένα σημείο και μετά σε κάθε θήλυ ο έρωτας, για το πώς θέλουν οι περισσότερες γυναίκες να στραγγαλίσουν αυτό το άναρχο και μεθυστικό «όργιο αληθείας στο οποίο κανείς δεν μένει εγκρατής». Η συμπρωταγωνίστρια του Μπράντο, η Μαρία Σνάιντερ, υποδύεται την Ζαν. Και η Ζαν αφού καταφέρει να αφαιμάξει την ερωτική της περιπέτεια με τον Πολ από κάθε χυμό μυστηρίου, πάθους, άδολης λατρείας και σαρκικής έλξης, θα σκοτώσει με το περίστροφο του πατέρα της το ίδιο το αντικείμενο το πόθου της. Όλα θυσιάζονται στον βωμό της Μεγάλης Μέγαιρας και Μεγάλης Χίμαιρας που συνήθως αποκαλείται Ασφάλεια. Όλα!
Ύστατος άσσος του Μάρλον Μπράντο θα είναι ο μυστηριώδης, επιβλητικός, επικίνδυνος παράφρων συνταγματάρχης Κουρτς, ένα ον που έπλασε ο Τζόζεφ Κόνραντ και επανέφερε, τυλιγμένο στις σκιές και στα πλοκάμια της τρέλας, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, πάντα με τη βοήθεια του Μπράντο. Είναι άλλη μία απόλυτη ταινία, αυτή τη φορά για τον πόλεμο του Βιετνάμ: Αποκάλυψη Τώρα. Ο Μπράντο κλείστηκε σε μια κάμαρα και έκανε αγνώριστο το αρχικό σενάριο. Εμφανίζεται μονάχα δεκαπέντε λεπτά στην οθόνη, αλλά θα αρκούσαν για να μείνει για πάντα στη μνήμη μας ως ο μεγαλύτερος ηθοποιός από καταβολής κινηματογράφου. Δεν μιλάει, ψιθυρίζει. Δεν κοιτάει, αιχμαλωτίζει με το βλέμμα. Είναι αυτή καθαυτή η καρδιά του σκότους.
«Δεν είμαι σε θέση να βγάλω κανένα συμπέρασμα από τη ζωή μου», θα πει ο ίδιος ο Μάρλον Μπράντο κάνοντας έναν απολογισμό, πάνω από την σκακιέρα των ημερών και των νυχτών. «Αντιλαμβάνομαι ότι πρόκειται για μια διαδικασία που εκτυλίσσεται και εξελίσσεται συνεχώς. Δεν μπορώ να γνωρίζω από σήμερα τι θα επακολουθήσει αύριο. Δεν θυμάμαι ποτέ να προσπάθησα να γίνω επιτυχημένος. Ήταν ένα γεγονός που απλώς μου συνέβη. Πιστεύω ότι η ιστορία της ζωής μου είναι μια διαρκής αναζήτηση της Αγάπης».
via GIPHY
Τι λιτή σοφία! Και τι βαθιά ειλικρίνεια και απλότητα, ιδίως σήμερα, στην εποχή της ιλουστρασιόν ψευδούς ισχύος, στους καιρούς της φαντεζί ψευδούς συνείδησης, σε χρόνους εξορίας ακόμα και της λέξης Αγάπη!
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου