Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

e.e. Cummings: [i carry your heart with me(i carry it in]




i carry your heart with me(i carry it in
my heart)i am never without it(anywhere
i go you go,my dear;and whatever is done
by only me is your doing,my darling)
                                                      i fear
no fate(for you are my fate,my sweet)i want
no world(for beautiful you are my world,my true)
and it’s you are whatever a moon has always meant
and whatever a sun will always sing is you

here is the deepest secret nobody knows
(here is the root of the root and the bud of the bud
and the sky of the sky of a tree called life;which grows
higher than soul can hope or mind can hide)
and this is the wonder that's keeping the stars apart

i carry your heart(i carry it in my heart)




e.e. cummings: The sky was




the
     sky
           was
can    dy    lu
minous
            edible
spry
        pinks shy
lemons
greens    coo    1 choc
olate
s.

  un    der,
  a    lo
co
mo
      tive        s  pout
                               ing
                                     vi
                                     o
                                     lets


Θάνος Σταθόπουλος: Θα Σε Συμβούλευα: Να Πλήττεις




[Στο τελευταίο μου βιβλίο, Το αυτόματο, υπάρχει ένα κείμενο ποιητικής ― αν και θα έλεγα ότι ολόκληρο το βιβλίο είναι ένα είδος ποιητικής. Το κείμενο αυτό, απόσπασμα ενός μεγαλύτερου κειμένου για τον φίλο μου Ευγένιο Αρανίτση, περιέχει εξ αντανακλάσεως το πώς αισθάνομαι και τον τρόπο που αντιμετωπίζω τη λογοτεχνία.  Παραθέτω εδώ μια τρίτη εκδοχή του κειμένου.]

Έχοντας παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς στο ατελιέ του Ευγένιου Αρανίτση τον τρόπο ενός συγγραφέα να υπάρχει, όχι μόνο μέσα από το σώμα της γραφής, αλλά κυρίως από τη διαδικασία, λεπτό προς λεπτό, της ύφανσης ενός νοήματος που του επιτρέπει τη δημιουργία και την απασχόληση, έχω έλθει σε επαφή και σε σύνδεση με το είδος του καλλιτέχνη που πάντοτε θαύμαζα και ζήλευα: αυτού που αφενός ζει και αναπνέει από την τέχνη του και αφετέρου έχει να κάνει κάτι κατά τη διάρκεια της μέρας του. Ο Μπάροουζ έλεγε ακριβώς αυτό, ότι γράφοντας βρήκε έναν τρόπο να κάνει κάτι, όχι στη ζωή του, αλλά κάθε μέρα. Οπωσδήποτε κάθε καλλιτέχνης δημιουργεί ή οφείλει να δημιουργήσει το ατελιέ του, λίγοι είναι όμως οι καλλιτέχνες που μπορούν να καταβάλουν το ενοίκιο και να ζήσουν εκεί. Το να γράφεις, ισοδυναμεί συχνά με εγγραφή στο ταμείο ανεργίας. Ο Καρούζος, ζώντας τα δευτερόλεπτα ως επαναλαμβανόμενο εφιάλτη, έγραψε κάποτε το περίφημο ποίημα: «Διερώτηση για να μην κάθομαι άεργος», και μολονότι περισσεύει ένα είδος ειρωνείας, έθεσε το θέμα στην απολύτως υπαρξιακή του διάσταση. Ή ίσως εξαιτίας της ειρωνείας να προσλαμβάνει μια τραγική καθολικότητα. Ο Φιτζέραλντ, στο «Απόγευμα ενός συγγραφέα», θα περιγράψει την κρίση του συγγραφέα μέσα από την περιγραφή μιας βόλτας στην πόλη. Μια άδεια μέρα που πρέπει να γεμίσει. Κι ωστόσο, πόσο άδεια είναι μια άδεια μέρα ενός συγγραφέα; Και πόσες άδειες μέρες  πρέπει να ζήσει ένας συγγραφέας για να συμφιλιωθεί με τη φύση αυτής της ιδιότυπης ανεργίας; «Μπορεί να περάσουν μήνες ολόκληροι χωρίς να κάνεις τίποτα. Τίποτα απολύτως. Και να είσαι πολύ δυστυχισμένος», γράφει ο Κολτές.

Όταν γνώρισα τον Αρανίτση, οι διαστολές του προς τα έξω ήταν πολύ ισχυρές, αν και ήταν εύκολο να καταλάβει κανείς ότι λειτουργούσε υπό την ασφυκτική πίεση ενός αισθήματος ενοχής για τον χαμένο χρόνο, τον οποίον ωστόσο εξακολουθούσε να χάνει με μεγάλη ανακούφιση. Θυμάμαι ότι κωλυσιεργούσε με τις «Λεπτομέρειες για το τέλος του κόσμου», όπως συνήθως συμβαίνει με κάποιο καινούριο βιβλίο του λίγο πριν πάρει το δρόμο για το τυπογραφείο (υπό μία έννοια, όχι αυτήν της τελειομανίας, που ούτως ή άλλως τον κατατρύχει, επειδή υποχωρούσε στον μετεωρισμό του, αυτό το είδος της ναυτίας που νιώθει όταν αρνείται να τελειώσει κάτι και εξαιτίας αυτού αρχίζει άλλα δέκα ακόμη, σκαλίζοντας λίγο από δω λίγο από κει, κατά την προσφιλή του μέθοδο του κηπουρού, σύμφωνα με τη ρήση του Μιρό). Δεν μπορώ φυσικά να θυμηθώ σε ποιον αριθμό τυπογραφικών διορθώσεων είχε φτάσει, θυμάμαι όμως ολόκληρα απογεύματα στο σπίτι του, στο Μετς, το 1992, η βότκα να διαδέχεται το ουίσκυ, ακούγοντας ευλαβικά Σαββόπουλο, με αίνιγμα, θαυμασμό και απορία, λίγο πριν διακτινιστούμε στον Βρούτο, στο Decadence ή στο Flower. Το επόμενο πρωί, στο κέντρο του δωματίου (δηλαδή του κόσμου), με θέα τη βιβλιοθήκη, βρισκόταν πάλι μπροστά στον όγκο των διορθώσεων αποκαρδιωμένος. Η έννοια του ατελιέ δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Αντιθέτως, είναι αυτή η έννοια νομίζω που τον μετέθετε κι εξακολουθεί να τον μεταθέτει από τον έναν τόπο στον άλλο, αλλάζοντας συνεχώς σπίτια, μην μπορώντας κι ο ίδιος, φαντάζομαι, ακόμη να αισθανθεί την πλήρη εξουδετέρωση του πραγματικού μέσα στη δίνη των μεταθέσεων και τον όλο και αυξανόμενο θρίαμβο ενός αληθινού τόπου, δηλαδή ενός ποιητικού τόπου, στη μέση ενός κάπου, για να μπορέσει να ζήσει και να εργαστεί. Το έξω άλλωστε δεν είναι κι αυτό παρά ένα στούντιο, όπως δεν κουράζεται να υποβάλλει με το έργο του και, στην περίπτωσή του, το στούντιο της πραγματικότητας μπάζει εφόσον δεν μπορεί να περιέχει εξ ολοκλήρου την αντανάκλαση του ατελιέ του.

Με άλλα λόγια, γράφω σημαίνει δεν ξέρω να υπάρξω αλλιώς, εκτός του τρόπου που μου επιβάλλεται. Ο Αρανίτσης οργάνωσε το ατελιέ του με τον ρυθμό που αναπνέει και έχοντας περάσει πολλά καλοκαίρια στον σκληρό δίσκο μετέτρεψε τα δευτερόλεπτα σε φόρμα του τελευταίου λογοτεχνικού είδους: του νοήματος, όπως έχει γράψει παλιότερα.

Ο μεγάλος καθρέφτης έχει σπάσει, τα θραύσματα όμως δεν είναι αναμνήσεις, είναι αντανακλάσεις του παρόντος που συγκροτούνται σε υποκείμενα: «Εγώ είναι ένας άλλος», του Ρεμπώ ή «Iamanunusualthing», του Μότσαρτ.


Πηγή

Ο Γιώργος Κοροπούλης διαβάζει Εμμανουήλ Ροΐδη: Επιστολαί ενός Αγρινιώτου







                                                               Aγρίνι 1 Μαΐου 1866

Αξιότιμε κ. Εκδότα της «Αυγής»,

Το όνομά μου είναι Σουρλής κατοικώ εις το Αγρίνι κοντά εις τον ποταμόν, και είμαι συνδρομητής εις την αξιόλογον «Αυγήν» σας. Όταν ήμην νέος, υπήγα εις την Πάδοβαν να σπουδάσω ιατρικήν και έπειτα επέστρεψα εδώ, όπου υπανδρεύθην και κατοικώ τριάντα επτά χρόνους. Αλλ' ο Θεός δεν μου εχάρισεν ούτε αρρώστους ούτε τέκνα' προ δώδεκα χρόνων, μού επήρε και την γυναίκα μου και, διά να μη μείνω αβασάνιστος, μου έστειλεν εις τον τόπον της ένα οξύν ρευματισμόν, όστις με άφησε παραλυτικόν. Τώρα περιπατώ με δεκανίκια' επειδή όμως είμαι ευλαβής άνθρωπος, ευχαριστώ καθ' ημέραν τον Πανάγαθον Θεόν, λέγων ότι μ' εκούτσανε, διά να φθάσω ίσως αργότερα εις την τελευταίαν μου κατοικίαν. Μόνη διασκέδασις, μου έμεινε το χωράφι μου, το οποίον με τρέφει, η εφημερίδα σας και η βιβλιοθήκη μου. Μέσα εις αυτήν έχω (κατά την συνήθειαν των ιατρών όσοι εσπούδασαν εις την Πάδοβαν), περισσοτέρους ποιητάς, συγγραφείς καί φιλοσόφους παρά ιατρούς. Τον Όμηρον, τον Πλάτωνα, τον Δάντε και τον Βιργίλιον,... τους οποίους θαυμάζω και σέβομαι ώς ιερά πράγματα, και διά τούτο ποτέ δεν τους ανοίγω, και εκτός αυτών τον Κάτουλλον, τον Αριόστον, τον Μπάιρον και τους άλλους μικροτέρους των οποίων την συναναστροφήν προτιμώ από τας ομιλίας των φίλων μου Αγρινιωτών, οίτινες διά τούτο με ωνόμασαν μισάνθρωπον. Αλλ' αυτή είναι μαύρη συκοφαντία' διότι εξεναντίας τόσον πολύ αγαπώ τους ανθρώπους, ώστε αν είχα χρήματα ή τουλάχιστον ποδάρια, ουδέ στιγμήν θα έμενα εις το Αγρίνι. Αλλ' ας αφήσωμεν τους Αγρινιώτας και ας επανέλθωμεν εις το προκείμενον. Σας έλεγα λοιπόν, αξιότιμε κύριε εκδότα, ότι έχω μίαν καλήν βιβλιοθήκην και τον περισσότερον καιρόν μου περνώ με τα βιβλία μου. Την άνοιξιν, όταν ο ήλιος είναι ευχάριστος, διαβάζω εις το δώμα της καλύβης μου' το καλοκαίρι όπου αι ακτίνες του καίουν καταφεύγω υπό την σκιάν μιας γραίας πλατάνου, της οποίας τα περιττά κλαδιά με ζεσταίνουν το χειμώνα ώστε το δένδρον τούτο μου δίδει κατά τας περιστάσεις δροσιάν ή ζέστην, καθώς το φύσημα του Αισωπείου Σατύρου. Όλα τα ανωτέρω σας ανέφερα, κ. εκδότα, δια να σας αποδείξω ότι, αν και ονομάζομαι Σουρλής και κατοικώ εις το Αγρίνι, είμαι άνθρωπος διαβασμένος εις κατάστασιν να κρίνω περί γραμμάτων καλλίτερα ίσως από πολλούς δημοσιογράφους και λογίους της πρωτευούσης σας, οι οποίοι γράφοντες και διδάσκοντες από το πρωί έως το βράδυ δια να κερδίσουν το ψωμί των, δεν ευρίσκουν καιρόν ν' ανοίξουν βιβλίον και ως εκ τούτου... Αλλά το προοίμιόν μου καταντά πολύ μακρύ, ενώ ο τόπος σας είναι μετρημένος, με τα σωστά μου λοιπόν έρχομαι εις το προκείμενον.

Ένας κάποιος φίλος μου, κάτοικος Αθηνών, εις τον οποίον είχα στείλει μερικάς οκάδας ξανθόν καπνόν του Αγρινίου, μου έστειλεν ως αντάλλαγμα εν νεοφανές βιβλίον, επιγραφόμενον «Πάπισσα Ιωάννα» και τυπωμένον εις τα αξιότιμα πιεστήριά σας. Θέλων δε και να μου δείξη πόσον πολύτιμον ήτο το δώρον του, ότι δηλαδή ο καπνός μου ήτο καλοπληρωμένος, είχε περιτυλίξει το βιβλίον εις ένα σωρόν εφημερί­δας Χάρτην, Αλήθειαν, Independance, Παλιγγενεσίαν, Αυγήν, Εθνοφύλακα, Ομόνοιαν, Βυζαντίδα, Χρυσαλλίδα κτλ. κτλ., αι οποίαι το εσύσταινον ως ευφυέστατον, λίαν κακόηθες, χαριτόβρυτον, βορβορώ­δες, πολυμαθέστατον, κακόσχολον, θελκτικώτατον, αηδές, αξιάγαστον, ατιμωτικόν και ένα σωρόν άλλα επίθετα, τα οποία εμάλωναν τον εν με το άλλο. Μέσα εις τον φάκελλον ευρίσκετο και μία εγκύκλιος του σεβα­σμιωτάτου Επισκόπου Καρυστίας Μακαρίου, όστις με την ιδιάζουσαν εις τους καλογήρους ευαγγελικήν μετριοπάθειαν ωνόμαζε τον συγγραφέα «όργανον του Σατανά» και «κακούργον», το δε βιβλίον λοιμώδες, φθοροποιόν, έχιδναν ικανήν ολόκληρον οικίαν να δηλητηριάση κτλ. κτλ. Εκτός αυτής υπήρχε και άλλη εγκύκλιος φέρουσα τας υπoγραφάς των πέντε μελών της Συνόδου, την οποίαν εδιάβασαν και εις τας Εκκλησίας, απαγορεύοντες εις τους πιστούς την ανάγνωσιν του βλα­σφήμου συγγράμματος, δια να μη «βλαβώσιν ηθικώς και.. σωματικώς»! Όλα ταύτα, να σας ειπώ την αλήθειαν, εκέντησαν την περιέργειάν μου, και αφού πολλήν ώραν επονοκεφάλησα δια να συμβιβάσω τους τόσους επαίνους και τας τόσας ύβρεις, το τόσον λιβάνι και την τόσην λάσπην, τα οποία ο τύπος και η Εκκλησία έχυσαν επάνω εις αυτό το βιβλίον, απεφάσισα να το διαβάσω κι' εγώ, δια να σχηματίσω γνώμην με τα ιδικά μου μάτια και την ιδικήν μου κρίσιν. Η ανάγνωσις είναι ίσως αμαρτία μετά την απαγόρευσιν της Εκκλησίας αλλ' αν έσφαλα εγώ από περιέργειαν ως η πρώτη μας μητέρα, το αμάρτημα ας είναι εις τον Άγιον Καρυστίας, ο οποίος μ' έφερεν εις πειρασμόν' αν έγινα εγώ Εύα, εκείνος είναι ο όφις, όστις με ηπάτησε με τας μακράς σπείρας του καλογηρικών επιθέτων.

Ανέγνωσα λοιπόν κι' εγώ την «Πάπισσαν» και έρχομαι, αν μου συγχωρήτε, να σας είπω όχι περί του βιβλίου τούτου αλλά περί της ηθικής εν γένει και την ιδικήν μου γνώμην ή μάλλον την γνώμην της βιβλιοθήκης μου. Πολλάκις εθαύμασα, κ. εκδότα, την σοφίαν και ακόμη περισσότερον το θάρρος των λογίων και προ πάντων των εφημεριδογράφων της πρωτευούσης σας, οι οποίοι, χωρίς ανάγκην άλλου βοηθήματος, όσα λέγουν τα λαμβάνουν από την πάνσοφον κεφαλήν των. Ομιλούν περί ιστορίας χωρίς να φέρουν ούτε μαρτυρίαν, περί συντάγματος και πολιτείας, εκβολάδων και θανατικής ποινής, ηθικότητος και φιλολογίας χωρίς ποτέ να καταδεχθουν να εξετάσουν αν ωμίλησαν και άλλοι δια τοιούτου είδους πράγματα. Πρό μηνών ανεφέ­ρετε με θαυμασμόν και απορίαν εις την αξιότιμον εφημερίδα σας ότι ένας κάποιος Κ. Ρηγόπουλος, εμπνευσθείς υπό Πνεύματος Αγίου, κατώρθωσε ν' ανασκευάση τον Pενάν χωpίς να τον αναγνώση. Το πράγμα είναι καθ' εαυτό αξιοθαύμαστον, δεν λέγω το εναντίον, αλλά πολύ πλέον αξιοθαύμαστα είναι ο θαυμασμός και η απορία σας, διότι τόσους πολλούς Ρηγοπούλους βλέπετε καθ' ήμέραν, ώστε να είσθε προ καιρού συνειθισμένοι εις τοιαύτα θαύματα. Ο παραμικρός των εφημεριδογράφων σας είναι εις το είδoς του θεόπνευστος προφήτης, ομιλών καί αποφασίζων περί ,πραγμάτων τα οποία ποτέ δεν έμαθε. Δεν ενθυμούμαι ποίος φιλόσoφος έλεγεν εις τους κατοίκους της πρωτευούσης σας:
                                         Ω Αθήνα, πρώτη χώρα,
                                         τι γαϊδάρους τρέφεις τώρα!
αλλά το δίστιχον αυτό δεν μου φαίνεται σωστόν, πρώτον διότι δεν πρέπει να υβρίζωμεν κανένα, και δεύτερον διότι αντί γαϊδάρους έπρεπεν ο ποιητής να είπη προφήτας, θεοπνεύστους ανθρώπους, ικανούς να ομιλήσουν περί όλων των γνωστών πραγμάτων και πολλών άλλων ακόμη, κατόχους πάσης σοφίας, χωρίς να υπoπέσoυν εις το αμάρτημα να μασσήσουν τον απηγορευμένον της γνώσεως καρπόν. Το κατ' εμέ τους ανθρώπους τούτους τους σέβομαι, τους μακαρίζω, τους θαυμάζω ως σπάνια και περίεργα πλάσματα των οποίων το είδος εχάθη από όλα τα μέρη του κόσμου, και σώζεται εις μόνην την Ελλάδα' αλλά να τους μιμηθώ ούτε δύναμαι ούτε τολμώ. Καθώς δεν ημπορώ να περιπατήσω χωρίς δεκανίκια, ούτω και χωρίς βιβλία αδύνατον μου είναι να συλλο­γιστώ. Πριν αποφασίσω να είπω την γνώμην μου περί οποίου δήποτε ζητήματος, θέλω να ηξεύρω τι εστοχάζοντο περί αυτού ο Αριστοτέλης, ο Κάντ και ο Έγελ, αν ήτο το πράγμα φιλοσοφικόν, ο Άγ. Βασίλειος, ο Λούθηρος και ο Ρενάν, αν πρόκειται περί θεολογίας, ο Αθήναιος και ο Σαβαρέν, αν είναι ο λόγος περί μαγειρικής. Ο τρόπος αυτός μου φαίνεται ο φρονιμώτερος και ο ασφαλέστερος δια τους ανθρώπους εις τους οποίους δεν εχάρισεν ο Θεός παρά μόνον μυελόν και βιβλία' ο δέ άλλος τρόπος, να λέγω δηλαδή ο καθείς την γνώμην του χωρίς να φροντίζω περί του τι είπαν οι άλλοι, αρμόζει εις μόνους τους μεγαλοφυ­είς άνδρας και τους τρελλούς. Η μεγαλοφυία και η τρέλλα κατά την γνώμην πολλών φυσιολόγων είναι αδελφαί και ως τοιαύται έχουν τα ίδια προνόμια' λέγουν ό,τι θέλουν και αι αποφάσεις των είναι χρησμοί Πυθίας, η οποία καθώς διηγούνται πολλοί αρχαίοι, έπασχε και εκείνη από εν είδος τρέλλας, όταν εχρησμοδότει. Αλλ' οπωσδήποτε, όσον μεγάλα και αν υποθέσωμεν τα προνόμια των μεγαλοφυών ανθρώπων και των τρελλών, νομίζω ούχ ήττον (συγχωρήσατε την ελληνικούραν) ότι πολλοί των συναδέλφων σας, ομιλούντες περί ήθικης, εξεπήδησαν ολίγον τα όρια της συγχωρημένης... πρωτοτυπίας. Ούτω Π.χ. ο «Χάρτης» αφού ανύψωσεν έως εις τα άστρα την ευφυίαν, την γλαφυρότητα, την αττικήν χάριν, και τ' άλλα προτερήματα του συγγραφέως της «Ιωάννας», κατηγορεί έπειτα αυτόν διότι εισήγαγεν εις την Ελλάδα τον άσεμνον ρωμαντισμόν των Φράγκων, του οποίου ιδρυταί είναι, κατά τον «Χάρτην» ο «Πιρόν και ο Παρνύ», ενώ οι άνθρωποι αυτοί ήσαν αποθαμμένοι προ πολλού, όταν ο Ουγκώ και οι σύντροφοί του εφευρή­καν τον ρωμαντισμόν. Παρακάτω ευρίσκομεν ότι ο Ναπολέων εκάλλυνε την δύναμιν της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, και επί τέλους φαντάζεται ο αρθογράφος τον συγγραφέα γελώντα εις την ανάγνωσιν του άρθρου του – τούτο δεν δυσκολεύομαι να το πιστεύσω, εκτός αν πάσχη ο κ. Ροiδης από χρονικήν υποχονδρίαν. Μετά τον «Χάρτην» ήνοιξα τον «Εθνοφύλακα», ο οποίος εύχεται να «επανέλθη η Εκκλησία εις την εποχήν των μαρτύρων»! Τούτο το νομίζω οπωσούν δυσκολοκατόρθωτον' πιστεύω ακόμη ότι, αν επρότειναν εις τον αξιότιμον συντάκτην κ. Αναγνωστό­πουλον να τον κάμουν μάρτυρα, να τον βράσουν δηλαδή, να τον σουβλίσουν ή να τον τηγανίσουν, ήθελεν ειπεί όχι. Κατωτέρω ο ίδιος αρθρογράφος βεβαιώνει ότι «αι νεώτεραι κοινωνίαι έστρεψαν τα νώτα μετά βδελυγμίας εις πάσαν αντιχριστιανικήν ιδέαν». Άμποτε να ήτο τούτο αλήθεια' αλλά κατά δυστυχίαν αι νεώτεραι κοινωνίαι εξαντλούν δεκαεπτά εκδόσεις, του Ρενάν και αι αντίθρησκοι φωναί των είναι τόσον δυναταί, ώστε ακούονται έως το Αγρίνι. Ανέγνωσα και τα άρθρα της «Αυγής» σας ο συντάκτης λέγει ότι η «Ιωάννα» έχει «το προτέρημα να τον κρατή ώρας ολοκλήρους επ' αυτής ανυπόμονον να εμκμυζήση τα πολλά θέλγητρά της», και παρακάτω ότι είναι βιβλίον «βορβορώδες καί αηδές»' αι δύο αύται φράσεις δεν σας φαίνονται ολίγον αντιφατικαί; Ένας άλλος δημοσιογράφος συγχίζει τον αρχαίον φιλόσοφον Πύρρω­να, τον οποίον αναφέρει ο συγγραφεύς, με τον Γάλλον ποιητήν Πιρόν, πιστεύων, φαίνεται, εις την μετεμψύχωσιν' άλλος πάλιν... Αλλά αγρι­νιώτικη απλότης είναι το να κάθημαι να θαυμάζω τας πρωτοτυπίας των δημοσιογράφων σας, το αυτό σχεδόν πράγμα ωσάν να εθαύμαζα την αλμύρα της θαλάσσης, τα βώδια ότι έχουν κέρατα ή τα πτερά των πουλιών, ο καθείς θα με επερίπαιζε διά την ανακάλυψιν και θα είχε δίκαιον. Μίαν μόνην συμβουλήν θα μου συγχωρήσετε κ. εκδότα, να δώσω εις τους συναδέλφους σας, την οποίαν, αν ακολουθήσουν, θα γίνουν άτρωτοι ως ο Αχιλλεύς. Η συνταγή είναι εύκολος, συνίσταται εις το ν’ αποφεύγουν ως πονηρούς σκοπέλους τα γεγονότα και τα κύρια ονόματα, να μη ταράττουν την ησυχίαν του Πύρρονος, του Πιρόν καο Βοναπάρτε, αλλά να μιμούνται το καλόν παράδειγμα της «Αληθείας», ήτις επήνεσε την «Ιωάνναv» διά το άσπρο της χαρτί και το βαθύ μελάνι. Όταν δε θέλουν να κατηγορήσουν, τότε να λαμβάνουν ως πρότυπον καο υπογραμμόν τον Άγιον Καρυστίας, όστις με ευαγγελικήν πραότητα δεν ονόμασε τον συγγραφέα της Παπίσσης παρά μόνον «όργανον του Σατανά, έχιδναν, κακοήθη κακούργον», ή τον αξιότιμον συντάκτην του "Ανατολικού Αστέρος» κ. Καλαπόδην, Καλαποδάκην, δεν ενθυμούμαι καλά τό όνομά του, ο οποίος ωνόμασε το βιβλίον ατιμωτικόν. Και επειδή έτυχε περί καλαποδίων ο λόγος, ταύτα με έθύμισαν τα υποδήματα, την φράσιν δηλαδή ενός φίλου μου, όστις διίσχυρίζετο προχθές εις τό καφφενείον του Σπυροπούλου, ότι ο ωφελιμώτερος τρόπος να μεταχειρίζωνται μερικοί άνθρωποι το μελάνι των θα ήτο αν εμαύριζαν μ' αυτό τα υποδήματά των.

Αλλ' η επιστολή μου καταντά πολύ εκτεταμένη, ενώ αι στήλαι της εφημερίδος σας είναι δωρικού ρυθμού, ήγουν κονταί και δυσανάλογοι με την γεροντικήν μου πολυλογίαν. Αφίνων λοιπόν δι' άλλη φοράν την εξακολούθησιν ή μάλλον την αρχήν των όσα είχα να σας είπω περί ηθικής, σας παρακαλώ να με πιστεύετε δούλον και συνδρομητήν σας.

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΥΡΛΗΣ

Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

«Ωσάν ευλαβικός υλιστής...»



Η ύλη είναι πολύ αξιοσέβαστη υπόθεση. Εγώ είμαι υλιστής αλλά όχι με την έννοια της υλοφροσύνης. Κατά συνέπεια, θέλω να εξάρω την ύλη όσο δε γίνεται, και που δε γίνεται ποτέ από τους υλόφρονες. Ωσάν ευλαβικός υλιστής απέναντι στην ύλη, νομίζω ότι με όλο μου το ποιητικό έργο, έχω πλέξει το εγκώμιο της ύλης. Παρά τα λεγόμενα, ότι είμαι αιθεροβάμονας, κι άλλες ανοησίες. Εγώ βέβαια έχω μεταβαλλόμενο λεξιλόγιο, χρησιμοποιώ σύμβολα θρησκειών, κλπ. Κάνω ό,τι θέλω. Είμαι ένας αναρχικός των συμβόλων, αν με αυτό σας καλύπτω.
Νίκος Καρούζος

(συνέντευξη στην Έλενα Χουζούρη· από το περιοδικό Μανδραγόρας, τεύχος 55, Φθινόπωρο/Χειμώνας  2016)

Γ.-Ι. Μπαμπασάκης: Ένοχος Αθωότητας - ο Νίκος Καρούζος (17/07/1926 -28/09/1990)




"Από αγάπη στο αδέκαστο κενό
από αλλοφροσύνη για ένα ξέφωτο
θα περιπολούμε"


ΘΑΡΡΕΙΣ ΚΑΙ ΘΕΛΗΣΕ ΜΕ ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΟΛΟ (ΕΝΑ ΠΕΛΩΡΙΟ ΕΙΝΑΙ) ΝΑ ΑΡΘΡΩΣΕΙ μιαν απάντηση στο περίφημο ερώτημα του Χαίλντερλιν [Und wozu Dichter in duerftiger Zeit? Προς τι οι ποιητές σε μίζερους καιρούς;] καθώς και ν' αντιπαρατάξει (όχι φιλοπόλεμα αλλά δραματικά) σώμα και ψυχή και έργο στην κρίσιμη απόφανση ότι δεν μπορεί να υπάρξει Τέχνη μετά το Άουσβιτς, ο Καρούζος εκκινεί για μια Μεγάλη Περιπολία στα άβατα της υπάρξεως, συλλέγει "ενθύμια φρίκης", και συνθέτει ένα πολύπτυχο Ποίημα, όχι μονάχα με λέξεις (όπως θέλουν ορισμένοι) μα και με έννοιες, και με ιδέες, και με την ζωή του την ίδια, προσφέροντάς μας ένα πολύτιμο δώρο/διδαχή: την Ομιλούσα Μήνιν της Αθωότητας.

Η περιπλάνηση του Καρούζου στους μυχούς της ύπαρξης είναι η περιπλάνηση αυτού που, με πλήρη επίγνωση του θρυμματισμού των οραμάτων, αναζητάει εντούτοις όραμα. Στην ανάγκη, θα το φτιάξει μόνος του, θα φτιάξει ένα αυτοσχέδιο όραμα από θραύσματα οραμάτων που απέτυχαν, που εξερράγησαν. Όταν γράφει, "η Ιστορία φυσικά/ δε μας περιμένει/ στη στάση του τρόλλεϋ", διακηρύσσει την πίστη του στην, με γιώτα κεφαλαίο, Ιστορία (μολονότι δεν λάτρευε τον Χέγκελ!), μας καλεί να συμμετάσχουμε στην Ιστορία, να γίνουμε, εμείς οι άνθρωποι, οι συνειδητοί συντελεστές της Ιστορίας και, συνάμα, εκτοξεύει σπαρακτικό και δηλητηριώδες χιούμορ στην στάση της αδράνειας, της παθητικότητας, της βολής. Αμέσως-αμέσως, σ' ένα τόσο δα τρίστιχο, άτιτλο μάλιστα, γραμμένο ενδεχομένως στο πίσω μέρος ενός πακέτου άφιλτρα τσιγάρα, ο Καρούζος εγκλείει τρία από τα κυριότερα γνωρίσματα της ποίησής του. Και απαντά στον Χαίλντερλιν, εμμέσως: σ' αυτούς τους μίζερους καιρούς, οι ποιητές υπάρχουν για να λένε ότι οι καιροί είναι μίζεροι, πρώτον` για να ψέγουν την παθητικότητα, δεύτερον` και, τρίτον, για να υψώνουν το χιούμορ στη δύναμη εκείνη που το κάνει να κλονίζει τα παραδεδεγμένα, ν' ανοίγει χαραμάδες προς την αλήθεια, και να μας προτρέπει να το γλεντάμε εντωμεταξύ.

Ο Καρούζος, βέβαια, ήταν αθώος, και όχι αφελής. 'Hξερε καλά το οπλοστάσιό του, και ήξερε καλά να βρίσκει τρόπους για να το εμπλουτίζει. Δεν υπέκυψε στην ευκολία ενός φετιχισμού του ανακοινώσιμου. Τις αλήθειες του, για την ζωή και την ποίηση ως ένα, ενιαίο και περιπετειώδες όλον, τις διατύπωσε με διαύγεια κρυπτογραφημένη. Ακολούθησε ορθά, όπως από χρόνια επισημαίνει ο Ευγένιος Αρανίτσης, την αρχή ότι η ποίηση δεν γίνεται με ιδέες αλλά με λέξεις, μονάχα που αρνήθηκε (πεισματικά, να πω) την πρωτοκαθεδρία των μεν ή των δε, μοχθώντας ως υψίφρων να τις συμπλέξει αμφότερες σε μιαν αποσπασματική (αλλά και τόσο συμπαγή, τόσο απόρθητη) Διαλεκτική του Ζώντος. Ας πούμε ότι πρώτο υλικό του Καρούζου υπήρξε μια αυτογενής πείνα και δίψα ελευθερίας, και συνάμα μια ακόπαστη ανάγκη να βρουν, αυτή η πείνα και αυτή η δίψα, την πρέπουσα λαλιά τους. Δεν είναι εύκολο το εγχείρημα σε έναν τόπο γεμάτο ξεφτίδια ιδεών και σκιές λέξεων. Έτσι, ο Καρούζος, μολονότι εργάστηκε επίσης και με τον τρόπο του Μιρό ("σαν κηπουρός"` λίγο από δω, λίγο από κει...), έφτασε να συνταιριάξει, σε ένα πάντα "σύστημα", σε μια ποιητική, τρόπους της ακραιφνούς ευφυΐας -- της παγωμένης ευφυΐας -- και τρόπους της διάπυρης ύλης του πάθους, της οργής, της υπαρξιακής έκρηξης. Μιλάει άλλοτε με αποφθέγματα υψηλής ακρίβειας, θυμίζοντάς μας την αβρότατη οξυδέρκεια ενός Μαρσέλ Ντυσάν ή ενός E.E. Cummings, και άλλοτε με καταιγισμούς μπεκετικών παραληρημάτων, που αντλούν το πάθος τους από έναν Ρεμπώ, και την μαχητική εκδίπλωση μιας περήφανης απόγνωσης από την βραχνή μελωδία των μεθυσμένων μπήτνικ. Τέλος, το πάντα παρόν φάντασμα του Σολωμού μοιάζει να εγγυάται αυστηρά την τελειοθηρική επιλογή της ανεπίληπτα κατάλληλης λέξης, του μοναδικού φθέγματος που ολοκληρώνει το ποίημα, την μανιακή προσκόλληση στην απόλυτη και στίλβουσα καθαρότητα του στίχου, και τη λάμψη του, εν τέλει, ανάμεσα στα ερείπια αυτού που είναι σήμερα το Πνεύμα.

Στους καιρούς μας, ο πειρασμός τού να αρνηθούμε σε έναν ιδιοφυή ότι κοινωνεί ένα νόημα είναι τεράστιος. Ο καλλιτέχνης ή ο στοχαστής (ω, πότε θα γίνουν οι δύο ιδιότητες μία;) που ακολουθούν την ατραπό της οξυδέρκειας, θεωρούνται αυτοστιγμεί θιασώτες του μη-νοήματος, εγκεφαλικοί παίκτες σε ένα χαρτοπαίγνιο δίχως πάθος και δίχως αντίπαλο, αυταναφορικοί ομιλητές του κενού που είναι μέλαθρο και εφιάλτης τους, συγκλονιστικές λεκτομηχανές που δεν αφορούν κανέναν. Κι όμως! Μολονότι όμορφη, ίσως και συγκλονιστική η φράση του Θάνου Σταθόπουλου, "Ο ποιητής ωσάν γλωσσική μηχανή, ένα υπαρξιακό στόμα που παράγει κύματα λέξεων, αισθημάτων και συνειρμών αυθαίρετων, σε μια άρρηκτη συνομιλία μεταξύ τους, των οποίων το νόημα είναι ακριβώς ο βαθύς ήχος που προκύπτει απ' τη συνομιλία", μια άλλη "ανάγνωση", ή μάλλον μύχια ακρόαση, των ποιημάτων του Καρούζου υπαινίσσεται ότι πέραν αυτής της βαθιά ποιητικής ιερουργίας, πέραν της παραγωγής ήχων για τους ήχους, μοναδικών φθόγγων για την καινοφανή μουσικότητά τους, αντινοημάτων που προκύπτουν ως ονειρώδης δεξιοτεχνία και απάντηση στο αίνιγμα της λαλιάς, ο ποιητής μοχθεί ακριβώς για να μεταδώσει νοήματα, πασχίζει να κάνει κατανοητό εκείνο που ο κοινός τόπος θεωρεί ακατανόητο, μεταχειρίζεται το όχημα της γλώσσας για να πει κάτι ήδη πασίγνωστο, κάνει τελικά ορατό αυτό που είναι ανέκαθεν ορατό, αυτό που στέκεται "μπροστά στα μάτια μας", μονάχα που μια ανόητη (και όχι: ακατανόητη) και εσκεμμένη εθελοτυφλία δεν μας αφήνει (γιατί δεν θέλουμε να μας αφήσει, δεν μας συμφέρει να μας αφήσει) να το δούμε.

Από μιαν άποψη, η λύση στο αίνιγμα της ποίησης του Καρούζου είναι απλούστατη. Όπως και σε τόσες άλλες περιπτώσεις, το "κλεμμένο γράμμα" δεν βρίσκεται σε κάποια μυστική κρύπτη αλλά ενώπιόν μας, πάνω στο γραφείο μας. Ο Καρούζος φροντίζει να πει, διότι αυτό επέλεξε και έτσι θέλησε, αυτά που ήδη ξέρουμε και δεν θέλουμε να θυμόμαστε ότι τα ξέρουμε. Γι' αυτό και η ποίησή του θεωρείται δύσκολη. Γι' αυτό και διάλεγε ενίοτε λέξεις δύσκολες και συντακτικές επινοήσεις περίπλοκες. Το διακύβευμά του ήταν να πει το αυτονόητο -- και σε καιρούς που το αυτονόητο έχει καταντήσει αδιανόητο, οφείλεις, πιστεύει ο Καρούζος, να μιλήσεις τάχατες δυσνόητα. 'H, μάλλον, όπως κι αν μιλήσεις, αν μιλήσεις για το αυτονόητο, θα σε θεωρήσουν δυσνόητο. Οπότε, γίνε!

Ένα απλούστατο παράδειγμα: η Κρονστάνδη. Ο Καρούζος επέλεξε να συνθέσει ένα συναρπαστικό (αντι)ντοκουμέντο για μιαν ιστορική στιγμή που πολλοί εγνώριζαν, λίγοι σχολίαζαν, ελάχιστοι κατάλαβαν βαθιά πόσο κρίσιμη υπήρξε η σημασία της για το χειραφετησιακό ("αριστερό";) πρόταγμα, και ένας μονάχα (ο Καρούζος) την ύψωσε σε Ποίημα, ή και σε Μανιφέστο Ζωής. Ολάκερη η "Νεολιθική Νυχτωδία στην Κρονστάνδη" αποτελεί μιαν ακραιφνή απάντηση στο ερώτημα "προς τι οι ποιητές;" και στις απόψεις περί μη-νοήματος στην ποίηση του Καρούζου. Κάθε στίχος αυτής της σύνθεσης (του ώριμου μάλιστα Καρούζου) αποτελεί άχραντο τεκμήριο της έγνοιας του ποιητή να πει (με τον τρόπο του πάντα) τι είναι αληθές, και όχι μονάχα να επιδίδεται σε νοηματικές ακροβασίες και λεκτικές επιδείξεις. Βαθιά πάσχων πολίτης (όσο κι αν σήμερα θεωρείται αναχρονιστική αυτή η ιδιότητα) ο Καρούζος ήξερε πολύ καλά να επισημαίνει (για χάρη του, και για χάρη μας) τις αποφασιστικές καμπές της Ιστορίας, την πανουργία της, τα τεχνάσματά της, και τις επιπτώσεις όλων αυτών στη ζωή μας. Και όντας ποιητής, ήξερε επίσης να μας τα λέει με τρόπους ποιητικούς, τόσο ποιητικούς μάλιστα που αμφισβητούσαν και την ποίηση την ίδια: "Παλιοκούρελο η ποίηση` θα 'λεγα σολιασμένα βάσανα. Πάει καλά. Μήπως όμως βλέπουμε την επανάσταση σε διάθλαση; μήπως δεν έχει πραγματικά στραβώσει;".

Κι από την άλλη (αν είναι πράγματι "άλλη"), ο Καρούζος στέργει να εμβαπτιστεί οικειοθελώς στο καθημερινό, στο εικοσιτετράωρο, στο δήθεν μη επικό, κονταροχτύπημα της ζωής με το θάνατο -- θαρρείς για να αποδείξει, για να δηλώσει ανά πάσα ώρα και στιγμή, ότι κοσμοϊστορικό και καθημερινό είναι ένα, ότι το κάθε δευτερόλεπτο είναι πεδίο μάχης ανάμεσα στο Καλό και το Κακό, στο Γνωστό και το Άγνωστο, στο Ρητό και το Άρρητο, στο Σοφό και το Ανόητο. Αγωνιώντας κάθε στιγμή να υπάρχει, ο Καρούζος καταργεί τις ψεύτικες αντιπαλότητες για να ορθώσει τις γνήσιες. Στραγγίζει την ποίηση για να την κάνει να πει το ουσιώδες, το τι είναι ο χρόνος και ποια είναι η χρήση του χρόνου. Συνάμα, εμπλέκεται στην περιπέτεια της νύχτας -- γιατί τέτοια πράματα (κακά τα ψέματα) δεν τα λες, δεν μπορείς να τα πεις, αν δεν μπεις στης "άτρωτης νύχτας της νεκροπρέπεια", αν δεν περιπολήσεις στα χάσματα της ακόρεστης ανασφάλειας, αν δεν γυρίσεις την πλάτη στο "γουδί το γουδοχέρι" του ημερήσιου βολέματος. Ο Καρούζος αρνήθηκε, εσκεμμένα, κάθε άλλοθι. Ανοίχτηκε στο μηδέν, για να το καταργήσει -- να προσπαθήσει, τουλάχιστον. Έζησε στην "πιάτσα", έγραψε στο "υπόγειο υπερώον" του. Γι' αυτό και αφέντης του ήταν μονάχα ο Χρόνος, μήτε καν η Γλώσσα. Γι' αυτό μπόρεσε να πει τα δευτερόλεπτα "κέρματα", "άμμο", "κορσέδες της άχρονης διάρκειας", "φύλλα", "μικρόβια στα τέρματα των αριθμών", "κάλυκες", "σκόνη", "βέλη σε φαρέτρα", όπως μας θυμίζει ένα από τα πιο ευαίσθητα κείμενα που αποκρυπτογράφησαν την ποίησή του.

Ό,τι κι αν ειπωθεί για τον Καρούζο θα είναι λειψό. Ό,τι κι αν ειπωθεί για οτιδήποτε ζούμε θα είναι λειψό. Η ποίηση είναι ο πιο πλήρης υπαινιγμός μιας πληρότητας που είμαστε ανήμποροι να μεταδώσουμε. Ο Καρούζος το ήξερε αυτό. Και ήξερε, όχι μ' έναν λυγμό μα μ' έναν βρόντο, να συμπληρώνει το λειψό της ποίησης με το λειψό της ζωής. 'Hξερε ότι το ασύλληπτο θριαμβεύει εν τέλει, ότι υπάρχουν τετραγωνίδια που είναι έξω από το σκάκι, και ότι καθήκον του ποιητή είναι να μιλήσει και γι' αυτά. Ο ίδιος ένα τέτοιο τετραγωνίδιο ήταν. Μοχθούσε, και όσοι τον γνώρισαν καλά διαισθάνθηκαν την αγωνία του, να μας κάνει να δούμε αλλιώς αυτό που βλέπουμε ήδη, αλλά και να "μυριστούμε" ότι υπάρχει ολόγυρά μας κάτι που μας διαφεύγει. Πάλευε πάντα ο Καρούζος μ' αυτή την έρμη την κοινοτοπία, την πανταχού παρούσα αντίφαση, πασχίζοντας να διακρίνει το μέγιστο μέσα στο ποταπό, το μεγαλειώδες μέσα στο τετριμμένο, το άχραντο (μια λέξη που του άρεσε πολύ) μέσα στο αντίθετό του. Αυτή ήταν η τέχνη του Καρούζου. Μια τέχνη της οποίας, δυστυχώς, δεν μπορεί κανένα κείμενο (κι ακόμα πιο πολύ αυτό το κενοφώνημα) να είναι όσο της πρέπει αντάξι


ΤΕΤΡΑΓΩΝΙΔΙΑ ΙΔΙΟΣΥΓΚΡΑΣΙΑΣ
(οι άλλοι για τον Νίκο Καρούζο)


"ωσαν μέλλοντας εξακολουθητικός
διέσχισε το μεγάλο αυτοκινητόδρομο ο Νίκος Καρούζος"
Ελένη Αστρινάκη, Πάθη Φωνηέντων

"Ο Καρούζος θα 'θελε να επαναλάβει τα λόγια του Αυγουστίνου, όπως θα 'θελαν να τα επαναλάβουν ο Κάφκα και ο Μπόρχες: «Αν με ρωτήσουν τι είναι ο χρόνος, ξέρω. Αν θελήσω να το εξηγήσω σε κείνον που με ρωτάει, δεν ξέρω...» Αντί γι' αυτό, δεν του μένει παρά να μεταμορφώσει την ασύλληπτη φύση του χρόνου σε κάτι το επικίνδυνο και συνεπώς συναρπαστικό. Ο Καρούζος περιγράφει τα δευτερόλεπτα με την ίδια παραξενιά που άλλοι ποιητές περιγράφουν τα λουλούδια"
Ευγένιος Αρανίτσης, Ιστορία των Ηδονών

"Ο Καρούζος ονειρεύτηκε τον κόσμο στη βάση του θανάτου. Ο θάνατος για τον Καρούζο δεν ήταν, βεβαίως, η απαρχή μιας άλλης κατάστασης? μονάχα η βαθιά και πεπρωμένη συνείδηση του αδιεξόδου? η άπειρη χωματίλα. Το γλυκό τραγούδι της προσευχής καταφάσκει με την εκμηδένιση. Η γιορτή περιέχει τον εφιάλτη. Ο Καρούζος περιέγραψε τη γιορτή, αυτόν τον εφιάλτη"
Θάνος Σταθόπουλος, ΓΛΕΝΤΙ (Ποίηση, 4)

"Ο Καρούζος αποτελεί αρμονικό συνδυασμό μιας εκπληκτικής πολυμέρειας και πολυγνωσίας (αρκεί να σημειώσει κανείς, για παράδειγμα, την ευρύτητα των γνώσεών του στα εικαστικά και στην έντεχνη, την κλασσική μουσική), αλλά και μιας απλότητας και άκρας λιτότητας στην προσωπική του ζωή, μιας συστηματικής αποφυγής των «μικροαναγκών βολής». Αυτό υπήρξε αποκλειστικά δική του επιλογή, αφού η σχέση του με την ύλη περιοριζόταν στα εντελώς απαραίτητα για τη διαβίωση. Aυτή τη λιτοδίαιτη επιλογή ο Νίκος Καρούζος την ανήγαγε σε πραγματικό τρόπο ζωής, πετυχαίνοντας να παραμείνει αλώβητος, σαν πραγματικός «αντιστασιακός διαρκείας» που υπήρξε, και να εμβαθύνει σε πολύ βαθύτερες και ουσιαστικότερες σφαίρες"
Αλέξης Γ.Κ. Σαββίδης, Νίκος Δ. Καρούζος (ΤΕΤΡΑΜΗΝΑ, 44-45)

"Αναβόσβηνε λοιπόν το χέρι του, όταν έγραφε"
Έκτωρ Κακναβάτος, Μικρό Οδοιπορικό στα "Χρώματα" και στα Χώματα του Ποιητή Νίκου Καρούζου

"Μετά τα τελευταία γενέθλια της ζωής του, στις 17 Ιουλίου 1990, κλείνοντας τα 64 και μπαίνοντας στα 65, ο Νίκος Καρούζος έλεγε χωρίς φιλαυτία, με χαρμόσυνο πένθος: «65 χρονών πέθαναν και οι τρεις μέγιστοι άνθρωποι: ο Ηράκλειτος, ο Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ, κι ο Καρλ Μαρξ». Αν δεν αγαπάς και τους τρεις, πώς να διαβάσεις τα ποιήματα του Καρούζου;"
Σάββας Μιχαήλ, Κατακείμενος Όρθιος (Νέα Προοπτική, 14)

Γιώργος - Ίκαρος Μπαμπασάκης



ΥΓ. Περιπετειώδης (όπως για πολλούς ποιητές) ήταν και ο τρόπος έκδοσης των βιβλίων του Νίκου Καρούζου. Για πολλά χρόνια, ώς τη δεκαετία του 1970, τύπωνε με έξοδα δικά του τα όσα μας προσέφερε. Έκτοτε, συνέβαλαν η Εγνατία, το Πολύπλανο, το Ύψιλον, ο Εξάντας, ο Άκμων (μία σημαντική ανθολογία, στα 1981), η Γοργώ, η Εστία, ο Καστανιώτης, ο Μίμνερμος, και η Απόπειρα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, με πρωτοβουλία του Γιώργου - Ίκαρου Μπαμπασάκη και του Θάνου Σταθόπουλου, ο Νίκος Καρούζος συναντήθηκε με τον Μανώλη Μανουσάκη, των εκδόσεων Ερατώ, ο οποίος και προχώρησε στην έκδοση των Απάντων του ποιητή, σε τόμους ανάλογα με την δημιουργική του περίοδο. Εκδόθηκαν η Πρώτη Εποχή και η Δεύτερη Εποχή. Μετά το θάνατο του Nίκου Καρούζου, το έργο του εκδίδεται συγκεντρωμένο σε τόμους από τις εκδόσεις Ίκαρος. Έχουν κυκλοφορήσει τα Ποιήματα A΄ και τα Ποιήματα B΄. Ας σημειωθεί ότι το 1992, κυκλοφόρησε ένας δίσκος με ηχογραφημένες απαγγελίες ποιημάτων από τον ίδιο τον ποιητή. Η παραγωγή ανήκει στους Θάνο Σταθόπουλο και Γιάννη Τζώρτζη, για λογαριασμό της εταιρείας Ιπτάμενοι Δίσκοι. Τέλος, αξίζει να καταγραφούν και τα βιβλία Η "Νεολιθική Νυχτωδία στην Κρονστάνδη" του Νίκου Καρούζου/ κριτική ανάγνωση, του Αντρέα Μπελεζίνη (εκδ. ΣΠΕΙΡΑ, Αθήνα 1987)` Η μαύρη κούρσα του κυρίου Καρούζου, του Γιώργου Κακουλίδη (εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, Αθήνα 1992), και Το Εκκρεμές που σήμαινε Ποιήματα/Ο Ώριμος Καρούζος, του Πάνου Παράσκεβου (εκδ. ΑΠΟΠΕΙΡΑ, Αθήνα 1993).

Γ.Ι.Μπαμπασάκης: Μάρλον Μπράντο - Αναζητώντας την Απόλυτη Αγάπη




Ενώ η Ευρώπη φλέγεται, ενώ μαίνεται ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ένας ατίθασος νεαρός υποχρεούται να διδαχθεί την τέχνη του πολέμου, στην Στρατιωτική Ακαδημία Σάτακ, στο Φάριμπολτ της Μινεσότα. Αλλά είναι υπερβολικά ατίθασος, έχει το νου του μονάχα στην τζαζ, στα κορίτσια και στον Σαίξπηρ, το μόνο που κάνει είναι ακατάπαυστες φάρσες. Κάποια στιγμή, θα εξαφανιστεί το γλωσσίδι της καμπάνας που σημαίνει τις ώρες, συνδεδεμένη με το τεράστιο ρολόι της Ακαδημίας. Ένας συμπαγής όγκος από μέταλλο χάνεται ως διά μαγείας, η καμπάνα δεν σημαίνει πια, το γλωσσίδι δεν μπορεί να αντικατασταθεί γιατί κάθε γραμμάριο μετάλλου πηγαίνει κατευθείαν στην πολεμική βιομηχανία. Ακόμη και σαράντα χρόνια μετά, το γλωσσίδι εξακολουθούσε να είναι χαμένο και η εξαφάνισή του να αποτελεί ένα θρυλικό μυστήριο στην ιστορία της Στρατιωτικής Ακαδημίας για πάνω από τέσσερις δεκαετίες. Ο τότε δεκαεξάχρονος δράστης αποκάλυψε με έναν ιδιότυπο τρόπο το τι είχε συμβεί. Το αποκάλυψε μέσα από τις σελίδες της αυτοβιογραφίας του. Τον έλεγαν Μάρλον Μπράντο.


«Πέρα από το ότι εύκολα τρομάζω», αφηγείται ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς όλων των εποχών, «δεν αντέχω και το δυνατό θόρυβο, καίτοι οφείλω να παραδεχτώ ότι σ' αυτό λειτουργώ επιλεκτικά: μπορώ να ακούω με τις ώρες μουσική τόσο δυνατά ώστε να αναγκάζονται οι άλλοι να βγουν από το δωμάτιο, αλλά οι πιο πολλοί δυνατοί ήχοι, κυρίως όσοι είναι συναφείς με την εξουσία, με ενοχλούν. Η καμπάνα στην Στρατιωτική Ακαδημία σήμαινε κάθε ένα τέταρτο, και μας πρόσταζε να μπούμε στην τάξη, να φάμε, να κοιμηθούμε, να παραταχθούμε. Ήταν η φωνή της εξουσίας, και τη μισούσα». Ο δεκαεξάχρονος Μάρλον σκαρφάλωσε κρυφά μια νύχτα στον πύργο με το τεράστιο ρολόι, αποσύνδεσε το γλωσσίδι από την καμπάνα, φορτώθηκε τα εξήντα οχτώ κιλά μέταλλο στους ώμους, και τα έθαψε σε ένα μέρος που έμεινε κρυφό, και ίσως παραμένει ακόμη.


Ο ατίθασος εύελπις έμελλε να κάνει ένα σωρό σκανταλιές στην Στρατιωτική Ακαδημία, όπως και σε όλες τις περιόδους της ζωής του. Έβαζε φωτιά στους διαδρόμους της σχολής, κλείδωνε τους καθηγητές στα ενδιαιτήματά τους, εξαφανιζόταν αδικαιολογήτως. Δύο εβδομάδες πριν από την αποφοίτηση, η διοίκηση απέβαλλε διά παντός τον Μάρλον Μπράντο. Ο στρατός έχασε έναν επίδοξο στρατηγό, αλλά ο Εικοστός Αιώνας κοσμείται με έναν ακόμα θρύλο!


Ο Μάρλον Μπράντο, από πολλές απόψεις ο μεγαλύτερος αντι-σταρ στην ιστορία της βιομηχανίας των ονείρων, γεννήθηκε πριν από ογδόντα χρόνια, στις 3 Απριλίου του 1924, στην Ομάχα της Νεμπράσκα. Μερικά χαρακτηριστικά μένουν ανεξίτηλα μέσα στο χρόνο, μας καθορίζουν για πάντα οι συνδυασμοί τους. Κανείς δεν ξεφεύγει, όσο κι αν το θέλει, από τον εαυτό του. Αυτή είναι η κατάρα, αλλά και η ευλογία μας. Ο Μπράντο είναι το έργο τέχνης που πλάθεται από τον μήνα της γέννησής του (τον μοιράζεται με τον αγαπημένο του Βάρδο, τον Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, με τον Σάμιουελ Μπέκετ, με τον Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, τον Τσάρλι Τσάπλιν και τόσους άλλους αγέρωχους χωρατατζήδες, μεγάλους ερωτικούς, και λάτρεις της μουσικής και των λέξεων), από μια παιδική ηλικία που κυλάει μες στην ομορφιά και την ευαισθησία των γυναικών (η Έρμι, η Δανέζα γκουβερνάντα του με το ινδονησιακό αίμα, οι δύο κούκλες αδελφές του, η Τζόσελιν και η Φράνσις, η μητέρα του, η Ντόροθι Πενμπέικερ), από τις αναθυμιάσεις του αλκοόλ (πίνουν και οι δύο γονείς του, και πίνουν πολύ), από την περήφανη πεποίθηση ότι όσο πιο πολύ αγαπάμε τον εαυτό μας τόσο καλύτεροι θα είμαστε με τους ανθρώπους που θα τιμήσουμε με την αγάπη μας, και από τα τραγούδια: μονίμως σιγομουρμουρίζω τραγούδια, είπε ο Μάρλον Μπράντο στον φίλο του, τον Ρόμπερτ Λίντσεϊ, με τον οποίο συνεργάστηκε για την συγγραφή της αυτοβιογραφίας του. Δεν είναι διόλου τυχαίος και ο τίτλος του τόμου: «Τραγούδια που μου έμαθε η μητέρα μου». Θα πει, όχι δίχως μια νότα εύθυμης έπαρσης, ότι ξέρει αφρικανικά τραγούδια, κινέζικα τραγούδια, ταϊτινά τραγούδια, γαλλικά τραγούδια. Ότι θυμάται πάντα τη μουσική και τους στίχους από χιλιάδες τραγούδια. Ότι υπήρχαν εποχές που δεν μπορούσε να θυμηθεί τον αριθμό του διπλώματος οδήγησης ή του τηλεφώνου του, αλλά ούτε έναν στίχο δεν λησμόνησε ποτέ από όλα τα τραγούδια που άκουσε έστω κα μία φορά. Από μικρός, αυτός ο μουσόφιλος, ήθελε να γίνει ντράμερ της τζαζ, και είναι νόστιμο το ότι, έστω για λίγο, για μερικά λεπτά, για μερικές αιωνιότητες, δίδαξε πιάνο στην απαστράπτουσα Νόρμα Τζιν Μπέικερ, πιο γνωστή σε όλους μας ως Μέριλιν Μονρόε.


via GIPHY

Μετά την (ευτυχώς) αποτυχημένη του απόπειρα να διαπρέψει ως εύελπις, ο νεαρός ταραχοποιός θα κλείσει σε έναν σάκο τις αναμνήσεις του και θα πάει να μείνει στη Νέα Υόρκη. Θα εγγραφεί στη Νέα Σχολή Kοινωνικών Ερευνών, θα κάνει παρέα με Εβραίους διανοούμενους, θα διαβάζει και θα αλητεύει ολημερίς κι ολονυχτίς. Τα υπάρχοντά του είναι λιγοστά: ένα τύμπανο, ένας φωνογράφος, ένα κοστούμι, ένα μικρό κόκκινο πιάνο. Αρχίζει να παρακολουθεί μαθήματα στο Εργαστήρι Δραματικής Τέχνης, το οποίο διευθύνει ο Έρβιν Πισκατόρ, μαθητής του Κονσταντίν Στανισλάφσκι, συνεπικουρούμενος από τη δυναμική Στέλλα Άντλερ, την οποία ο Μπράντο αναγνωρίζει ως τον μοναδικό άνθρωπο που υπήρξε όντως δάσκαλός του. «Δεν τον δίδαξα τίποτα», θα πει η Στέλλα. «Του διεύρυνα απλώς τις δυνατότητες της σκέψης, της αίσθησης, της εμπειρίας. Του άνοιξα τις πόρτες και τις διάβηκε αμέσως». Η Στέλλα Άντλερ θα πει ότι ο νεαρός Μάρλον ζούσε από τότε είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο τη ζωή του ηθοποιού, και είναι γνωστό πως κάθε μεγάλος καλλιτέχνης είναι πάνω και πέρα απ' όλα παντρεμένος και αιώνιος εραστής της τέχνης του. Ο Μπράντο απορροφάει τα πάντα, νεύματα, χαμόγελα, βλέμματα, τα αποθηκεύει στις πτυχές του μυαλού του που ήδη είναι κατακλυσμένες από τα τραγούδια και τη μουσική, ήδη από τότε θα διαμορφώσει το απόλυτα προσωπικό του στυλ, «το τέλειο πάντρεμα της διαίσθησης με την εξυπνάδα», θα πει η Στέλλα για τον ηθοποιό που κατ' επανάληψιν του έχουν προσάψει πότε αναισθησία και πότε ανοησία!


Ο Μπράντο θα απολαύσει και θα απορροφήσει ό,τι έχει να προσφέρει η Νέα Υόρκη. Με το ίδιο ρίγος θα απλώνει τα χέρια του στις τυπωμένες σελίδες, στο δέρμα του ταμ-ταμ, στην επιδερμίδα των γυναικών. Οι ερωμένες του θα είναι μιγάδες, εξωτικές, ισχυρές προσωπικότητες, συνήθως κατά τι μεγαλύτερές του, αισθησιακές. Μια Κολομβιανή, η Εστρελίτα Ρόζα Μαρία Κονσουέλο Κρουζ, σπουδαία μαγείρισσα, παντρεμένη, πολύ γοητευτική, εκκεντρική. Μια νοσοκόμα από την Τζαμάικα, η Φλορέτα, με πολύ παράξενο βλέμμα, με χρώμα σαν συμφωνία σε σέπια, με τόσο ευαίσθητη επιδερμίδα που άφηνε σαν την άγγιζες με τον αντίχειρα μια δαχτυλιά με φωτεινό περίγραμμα. Η Καρολάιν Μπερκ, μια όμορφη γυναίκα, δέκα χρόνια μεγαλύτερή του, που ζούσε σ' ένα διαμέρισμα γεμάτο αντίκες, που διέθετε απεριόριστο γούστο και αγάπη για τα όμορφα πράγματα, υπερβολικά κομψή, μορφωμένη και γοητευτική. Κι από την άλλη, η μαγεία της μουσικής και των βιβλίων. «Διάβασα Καντ, Ρουσό, Νίτσε, Λοκ, Τολστόι, Μέλβιλ, Φόκνερ, Ντοστογιέφσκι, και βιβλία δεκάδων συγγραφέων».


Όποιος ξέρει να ζει, αυτός ξέρει και να διαβάζει. Και όποιος ξέρει να διαβάζει, αυτός ξέρει και να θυμάται, αυτός ξέρει και να γράφει. Ακούστε πώς ξέρει να μελωδεί με τις λέξεις ο Μάρλον Μπράντο, όταν γράφει για τις αναμνήσεις του και για τον πρώτο έρωτά του:


via GIPHY

«Θυμάμαι το γλυκό άρωμα του φρεσκοκομμένου σανού, τη μυρωδιά των καμένων φύλων, και την ευωδιά της σκόνης από τα φύλλα καθώς σερνόμουν ανάμεσά τους. Θυμάμαι το άρωμα των κρίνων στον κήπο, το άρωμα από τις πασχαλιές και από τα άγρια τριαντάφυλλα, τη σχεδόν κομψή εμφάνιση των δέντρων στη γειτονιά μας, ντυμένα καθώς ήσαν στο ασημένιο λαμέ μιας ανοιξιάτικης χιονοθύελλας»


via GIPHY

«Ήταν ολοδική μου. Ανήκε σ' εμένα και μόνο σ' εμένα. Αν ήξερε την τυφλή λατρεία μου, θα παντρευόμασταν στην κορφή του σύννεφου του Μαγγελάνου, και μετά, ευτυχισμένη μέσα στον έρωτά μας, θα την έπαιρνα στο άρμα μου, το φτιαγμένο από αψεγάδιαστα διαμάντια, πέρα από τα αστέρια, πέρα από το χρόνο και πέρα από το φως, στην αιωνιότητα».


Ο Μπράντο θα αρχίσει να εμφανίζεται επαγγελματικά σε παραστάσεις του Μπρόντγουεϊ, για να συγκεντρώσει σε χρόνο ρεκόρ τα βλέμματα των θεατών και να αποσπάσει τα εγκώμια των κριτικών. Θα τον ανακαλύψει ο Ηλίας Καζάν, ο «Γκατζ», όπως τον φώναζε ο Μάρλον, και θα του εμπιστευθεί το ρόλο του βίαιου, αισθησιακού Στάνλεϊ Κοβάλσκι, στο περιλάλητο «Λεωφορείον ο Πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς. Μέσα σε μια νύχτα, στις 3 Δεκεμβρίου του 1947, ο Μάρλον Μπράντο έσμιξε για πάντα με την δόξα. Για δύο χρόνια, ο θρίαμβος τον επισκέπτεται κάθε βράδυ στο καμαρίνι του. Το θεατρόφιλο κοινό τον λατρεύει, όσο και οι κοπέλες. Αλλά το παλκοσένικο θα τον χάσει για πάντα. Η επιτυχία θα τον οδηγήσει - πού αλλού; - στο Χόλλυγουντ. Το σελιλόιντ και το χρήμα δελεάζουν πιο πολύ από το τις κουΐντες και τα φώτα της ράμπας.


Το 1949, με το πορτοφόλι γεμάτο από την επιτυχία του Λεωφορείου, ο Μπράντο θα χαθεί για ένα τρίμηνο στο Παρίσι. Θα ζήσει σαν μποέμ. «Ήμουν ένα από τα έξαλλα παιδιά του Παρισιού», θα πει. «Έκανα τα πάντα, πλάγιασα με πολλές γυναίκες, είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου, κοιμόμουν μέχρι τις δύο το μεσημέρι. Ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί το έκανα στο Παρίσι». Συνάμα, θα μάθει ότι η φήμη είναι δίκοπο μαχαίρι και θα αρχίσει να ανθίσταται, κυρίως με τον τρόπο ζωής του, σε όλες τις απόπειρες να καθαγιαστεί ως σύμβολο, να ταξινομηθεί, να παγιωθεί, να ημερέψει. Η φήμη ήταν το φαρμάκι της ζωής μου και ευχαρίστως θα την αρνιόμουνα, είπε ένας από τους πιο φημισμένους ανθρώπους του 20ού αιώνα. Αν τον ενδιαφέρει η σταδιοδρομία στον κινηματογράφο είναι επειδή προσφέρει πολύ χρόνο ελευθερίας, και, φυσικά, χρήμα. Ο Μπράντο ομολογεί απροκάλυπτα ότι ήταν ανήμπορος να υποστεί την εξουσία ή καταστάσεις που απαιτούσαν πειθαρχία. Είναι γνωστό ότι παρενέβαινε στα σενάρια των ταινιών του, τα άλλαζε όπως ήθελε, έπαιζε αυτοσχεδιαστικά, σαν ντράμερ της τζαζ πολλές φορές. Είπε ότι αν ένα στούντιο του πρόσφερε τα ίδια χρήματα για να σκουπίζει το πάτωμα, αντί να παίζει θα προτιμούσε να σκουπίζει το πάτωμα.


Μετά την επιστροφή από το Παρίσι, θα παίξει σε μια συγκλονιστική ταινία του Φρεντ Τσίνεμαν, έναν ανάπηρο υπολοχαγό. Η ταινία λεγόταν Το Κορμί μου σου ανήκει και ο Μπράντο ήταν απαράμιλλος. Θα παίξει στην κινηματογραφική μεταφορά του Λεωφορείου πλάι στην σπουδαία Βίβιαν Λη, και θα κατακτήσει όλο τον κόσμο με τον αχαλίνωτο δυναμισμό του. Θα παίξει στο Βίβα Ζαπάτα και πάλι του Καζάν, και θα βάλει φωτιά στο Μεξικό. Θα παίξει στον Ατίθασο και κάνει αιώνια μόδα τα μαύρα πέτσινα μπουφάν και το αιχμηρό μελαγχολικό βλέμμα. Θα παίξει στο Λιμάνι της Αγωνίας και θα αποσπάσει το πρώτο του Όσκαρ. Στην τελετή απονομής, θα λάμπει πλάι στην ανεπίληπτη κομψή ηδύτητα της Γκρέις Κέλλυ. Θα συνάψει ερωτικές σχέσεις με καλλονές όπως η Μέριλιν Μονρόε, η Ρίτα Μορένο, η Τζόαν Κόλλινς, θα παντρευτεί την πανέμορφη Άννα Κάσφι, αλλά το διαζύγιο θα είναι γεγονός προτού προλάβει να χρονίσει ο γάμος τους. Θα ξαναπαντρευτεί, την υπέροχη ηθοποιό Μαρία Καστεντάτα, τη γνωστή ως Μοβίτα, μια μεταξένια κούκλα με βελούδινο βλέμμα, εφτά χρόνια μεγαλύτερή του, που θα του χαρίσει ένα γιο. Άλλα δύο παιδιά, τον Τεχότου και την Τσέγιεν, θα αποκτήσει με την επίσης ηθοποιό Τερίτα Τεριιπάια, με την οποία έμεινε σε ένα εξωτικό νησί.


via GIPHY

Θα παίξει σε κάμποσες μέτριες ταινίες, μόνο και μόνο για τα χρήματα - οι γάμοι, τα διαζύγια και οι διατροφές πάντα συνιστούν μιαν οικονομική αιμορραγία. Αλλά δεν θα περάσει ποτέ στην όχθη του κυνισμού, μήτε θα επιτρέψει στο ταλέντο του να λαβωθεί. Κρατούσε πάντα τρεις άσσους στο μανίκι του, όπως μπορούμε να πούμε αναδρομικά: τον Πολ, τον Βίτο, τον Κουρτς - τρία συγκλονιστικά πορτρέτα που μονάχα ένας ηθοποιός, ένας περιπετειώδης και ανυπάκουος άνθρωπος, ένας εραστής του διαμετρήματος και της ευαισθησίας του Μπράντο θα μπορούσε να απαθανατίσει έτσι.


Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, συνεργαζόμενος με τον Μάριο Πούζο, θέλησε να κάνει την απόλυτη ταινία με θέμα τη Μαφία. Επιστράτευσε τον Μπράντο για τον ρόλο του γηραιού Ντον Βίτο Κορλεόνε. Ο Μπράντο ανταποκρίθηκε με το παραπάνω. Ο Νονός απέσπασε τρία Όσκαρ, ένα εκ των οποίων προορίστηκε για τον Μάρλον. Το αρνήθηκε, και προκάλεσε απίθανο σκάνδαλο όταν έστειλε μιαν Ινδιάνα στην τελετή απονομής, επιφορτισμένη να διαμαρτυρηθεί τόσο δημόσια για την καταπίεση που υφίσταται η φυλή της. Ο Μπράντο θεωρήθηκε και πάλι αντάρτης.


via GIPHY

Αμέσως μετά τον επιβλητικό Κορλεόνε, ο Μπράντο έσπευσε περιχαρής να πάει για μιαν ακόμη φορά στο Παρίσι και να συνεργαστεί, ψυχή τε και σώματι, στην πιο αυτοβιογραφική ταινία της ζωής του, και να προκαλέσει ακόμα ένα σκάνδαλο. Έπαιξε τον Πολ, στο Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι. Ο έξοχος Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ο σκηνοθέτης της ταινίας, του εξήγησε ότι δεν υπάρχει παρά ένα υποτυπώδες σενάριο και ότι τον προσκαλεί να είναι κατ' ουσίαν ο ίδιος ο εαυτός του, ένα κιβώτιο αναμνήσεων, πόνου, ερωτισμού και συγκίνησης. Η ταινία είναι ένα συγκλονιστικό μανιφέστο για τη δύναμη του έρωτα, για τον τρόμο που προκαλεί από ένα σημείο και μετά σε κάθε θήλυ ο έρωτας, για το πώς θέλουν οι περισσότερες γυναίκες να στραγγαλίσουν αυτό το άναρχο και μεθυστικό «όργιο αληθείας στο οποίο κανείς δεν μένει εγκρατής». Η συμπρωταγωνίστρια του Μπράντο, η Μαρία Σνάιντερ, υποδύεται την Ζαν. Και η Ζαν αφού καταφέρει να αφαιμάξει την ερωτική της περιπέτεια με τον Πολ από κάθε χυμό μυστηρίου, πάθους, άδολης λατρείας και σαρκικής έλξης, θα σκοτώσει με το περίστροφο του πατέρα της το ίδιο το αντικείμενο το πόθου της. Όλα θυσιάζονται στον βωμό της Μεγάλης Μέγαιρας και Μεγάλης Χίμαιρας που συνήθως αποκαλείται Ασφάλεια. Όλα!


Ύστατος άσσος του Μάρλον Μπράντο θα είναι ο μυστηριώδης, επιβλητικός, επικίνδυνος παράφρων συνταγματάρχης Κουρτς, ένα ον που έπλασε ο Τζόζεφ Κόνραντ και επανέφερε, τυλιγμένο στις σκιές και στα πλοκάμια της τρέλας, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, πάντα με τη βοήθεια του Μπράντο. Είναι άλλη μία απόλυτη ταινία, αυτή τη φορά για τον πόλεμο του Βιετνάμ: Αποκάλυψη Τώρα. Ο Μπράντο κλείστηκε σε μια κάμαρα και έκανε αγνώριστο το αρχικό σενάριο. Εμφανίζεται μονάχα δεκαπέντε λεπτά στην οθόνη, αλλά θα αρκούσαν για να μείνει για πάντα στη μνήμη μας ως ο μεγαλύτερος ηθοποιός από καταβολής κινηματογράφου. Δεν μιλάει, ψιθυρίζει. Δεν κοιτάει, αιχμαλωτίζει με το βλέμμα. Είναι αυτή καθαυτή η καρδιά του σκότους.


«Δεν είμαι σε θέση να βγάλω κανένα συμπέρασμα από τη ζωή μου», θα πει ο ίδιος ο Μάρλον Μπράντο κάνοντας έναν απολογισμό, πάνω από την σκακιέρα των ημερών και των νυχτών. «Αντιλαμβάνομαι ότι πρόκειται για μια διαδικασία που εκτυλίσσεται και εξελίσσεται συνεχώς. Δεν μπορώ να γνωρίζω από σήμερα τι θα επακολουθήσει αύριο. Δεν θυμάμαι ποτέ να προσπάθησα να γίνω επιτυχημένος. Ήταν ένα γεγονός που απλώς μου συνέβη. Πιστεύω ότι η ιστορία της ζωής μου είναι μια διαρκής αναζήτηση της Αγάπης».


via GIPHY

Τι λιτή σοφία! Και τι βαθιά ειλικρίνεια και απλότητα, ιδίως σήμερα, στην εποχή της ιλουστρασιόν ψευδούς ισχύος, στους καιρούς της φαντεζί ψευδούς συνείδησης, σε χρόνους εξορίας ακόμα και της λέξης Αγάπη!


Πηγή

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

Καζούο Ισιγκούρο




Bob Dylan 2016 Nobel Lecture in Literature




Βύρων Λεοντάρης: Έμπλεος από σένα




Έμπλεος από σένα
πώς κι από πού να σε φωνάξω;
Χύνεται  μέσα μου η φωνή μου
και δε μ` ακούς και δε μ` ακούω
και σε ζητώ και δε σε βρίσκω
γιατί είσαι όπου είμαι
κι είμαι όπου είσαι
και κανείς δεν είναι όπου είναι.

Απροσδιόριστοι στον κόσμο.
Ένα κυμάτισμα είμαστε ένα τρέμισμα
- έρωτα το είπαν
ποίηση το είπαν...

Ας ήταν να βρεθούμε
έξω από μένα
έξω από σένα
γιατί περνάει η ώρα και βραδιάζω.

Στα δυτικά μου πάντα ήθελα να `σουν
να μου γνέφεις
από τα βαθιά των ημερών.

Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2017

Μιχαήλ Ψελλός: Πρὸς ἀναίσθητον Λοίδορον



Πρὸς ἀναίσθητον Λοίδορον

Καὶ βάτραχοι φωνάζουσιν, ἀλλ᾿ ἐκ τελμάτων.
Καὶ κῦνες ὑλακτοῦσι, ἀλλ᾿ μακρόθεν,
καὶ κάνθαροι παίζουσιν, ἀλλ᾿ ἐν κοπρίαις,
οὐκοῦν, τί καινόν, εἰ λαλούσιο οἱ λίθοι.
Μικρὸν παραλλάττοντες ἀδρῶν βατράχων.


***


Κι οι κάρλακες φωνάζουν, αλλά μες απ' τα λασπόνερα
Κι οι σκύλοι αλυχτάν, αλλά μακριάθε
Και τα σκαθάρια παίζουν, αλλά μες στα κοπρολύματα
Λοιπόν, πού 'ναι το νέο, αν μιλάν κι οι πέτρες;
Εξάλλου και με τους χοντροκαρλάκους λίγα μοιάζουν να 'χουν να χωρίσουν


Απόδοση στα νέα ελληνικά:
Βασίλης Πανδής