Ἐμβαρκάρισαν καὶ οἱ τρεῖς, ἀπὸ τὴν παλαιὰν ξυλίνην θαλασσοφαγωμένην ἀποβάθραν, κάτω ἀπὸ τὸ κυματόπληκτον σπιτάκι τῆς Μορφούλαινας, ὁ Καλούμπας, ὁ Νιόγαμβρος καὶ ὁ Μπαμποῦκος. Τὸ παλαιὸν θαλασσόπληκτον σπιτάκι εἶχε δοθῆ ἕνα καιρὸν ὡς προὶξ εἰς τὴν Μορφούλαιναν, ἀκολούθως εἶχε μεταβῆ ὡς κληρονομία εἰς τὴν θυγατέρα της καὶ τέλος εἶχε δοθῆ εἰς τὴν θυγατέρα τῆς θυγατρός της.
Μίαν Κυριακήν, περὶ τὰ μέσα Νοεμβρίου, εἶχε τελεσθῆ ὁ γάμος. Ὅλη ἡ γειτονιὰ καὶ ἄλλοι καλεσμένοι εἶχον διασκεδάσει ὁλονυχτὶς μὲ ᾄσματα καὶ χοροὺς καὶ μὲ βιολιὰ καὶ λαγοῦτα. Καὶ μίαν Δευτέραν, φθίνοντος Δεκεμβρίου, κάτω ἀπὸ τὸ παλαιὸν σπιτάκι, ἀπὸ τὴν σκάλαν τὴν θαλασσοφαγωμένην, ἀπὸ τὰ γρίφια* καὶ τὰς πέτρας τὰς τραχείας καὶ παραμερισμένας, ἐμβῆκαν εἰς τὴν φελούκαν ὁ Καλούμπας, ὁ Νιόγαμβρος καὶ ὁ Μπαμποῦκος, διὰ νὰ ὑπάγουν πρὸς ἁλιείαν.
Ὁ Καλούμπας ἦτον ὁ ἐξακουστὸς ψαρὰς μὲ τὸ ἕνα χέρι ―τὸ ἄλλο τοῦ τὸ εἶχε φάγει ἡ δυναμῖτις― ὁποὺ ἡλίευε τοὺς περιφήμους ὀρφούς, ἀπὸ 5 ἕως 12 ὀκάδων τὸ βάρος, τοὺς ὁποίους ἔδενεν ὡς βόδια ἀπὸ τὴν πρύμνην τῆς βάρκας, καὶ τοὺς ἔσυρεν εἰς τὸ κῦμα ζωντανούς, μὲ τὸ τεράστιον ἄγκιστρον εἰς τὸ ρύγχος, ἑτοίμους πρὸς σφαγὴν ἅμα δύο ἢ τρεῖς ἀγορασταὶ προσήρχοντο. Ὁ Μπαμποῦκος ἦτον γηραιὸς θαλασσινός, ὁ ὁποῖος ἐπὶ σαράντα χρόνους εἶχε γυρίσει ὅλην τὴν Μαύρην καὶ τὴν Ἄσπρην θάλασσαν, τὴν Μεσόγειον καὶ μέρος τοῦ Ὠκεανοῦ, ὡς λοστρόμος μὲ τὰ καράβια. Εἶτα εἶχε ζητήσει νὰ λάβῃ σύνταξιν, ἀλλὰ «τὰ χαρτιά του δὲν ἦσαν καλά», τοῦ εἶπαν. Τώρα ἐπήγαινεν ὡς σύντροφος μὲ μισὸ μερίδιον, μὲ τὰς λέμβους τὰς ἁλιευτικὰς καὶ πορθμευτικάς. Ὁ Νιόγαμβρος εἶχε στεφανωθῆ τὴν πρὸ πέντε ἑβδομάδων Κυριακήν, καὶ ὁ γάμος δὲν εἶχε σαραντίσει ἀκόμη.
Ἐπὶ δύο ὥρας ὁ Καλούμπας καὶ ὁ Νιόγαμβρος ἐπερίμεναν τὸν Μπαμποῦκον πότε νὰ ἔλθῃ, διὰ νὰ λύσουν τὴν μπαρούμαν* καὶ ἀποπλεύσουν. Ἐπὶ δύο ὥρας ὁ Μπαμποῦκος ἔτρεχεν ἀπὸ βράχον εἰς βράχον, ἀπὸ μονοπάτι εἰς κρημνόν, κυνηγῶν τὸν υἱόν του, τὸν Πάπον. Οἱ ἄλλοι δύο υἱοὶ τοῦ γερο-Μπαμπούκου ἔλειπαν. Ὁ ἕνας ἐταξίδευε μὲ τὰ καράβια· ὁ ἄλλος ὑπηρέτει εἰς τὰ βασιλικά. Ἐκ τῶν θυγατέρων του ἄλλη εἶχεν ἀποθάνει, ἄλλη ὑπανδρεύθη εἰς τὰ ξένα, ἄλλη εὑρίσκετο εἰς ξένον σπίτι. Βάκτρον τοῦ γήρατός του, διὰ νὰ ὑποβαστάζῃ τὰ ρευματισμένα καὶ ξεπαγιασμένα γόνατά του, ὁ γέρων θαλασσινὸς δὲν εἶχε παρὰ τὸν υἱόν του τὸν Παναγιώτην, παιδίον δώδεκα ἐτῶν, τὸν ὁποῖον εἶχε παρονοματίσει μὲ γενναίαν θωπείαν «Πάπον της» ἡ μακαρίτισσα ἡ Ἀργυρώ, ἡ σύζυγος τοῦ Μπαμπούκου.
Ἀλλ᾽ ὁ Πάπος τοῦ ἔφευγεν. Ἐπηδοῦσεν ἀπὸ βράχον εἰς βράχον, ἀπὸ ἀκρογιαλιὰν εἰς ἀκρογιαλιάν. Ἀγαποῦσε πολὺ νὰ τρέχῃ, νὰ χαζεύῃ καὶ νὰ μὴν ὑπακούῃ. Ὅταν δὲν εὑρίσκετο εἰς τοὺς αἰγιαλούς, κυνηγῶν καβούρια εἰς τὰ θαλάμια*, ἢ μικρὰ χταποδάκια ἐν καιρῷ γαλήνης εἰς τὰ ρηχά, ἔτρεχεν εἰς τὰ Κοτρώνια, ἄνωθεν τῆς συνοικίας, ἐπὶ τοῦ βραχώδους λόφου, ὅπου ἦτο κτισμένον, σιμὰ εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγ. Νικολάου, ὑψηλὰ ἐν ἀπόπτῳ, τὸ σπιτάκι των. Ἐκυνηγοῦσε τὰς φωλεάς. Δὲν ἄφηνε μικρὰν κουκουβάγιαν νὰ μεγαλώσῃ, διὰ νὰ μὴ λαλοῦν ἀπαισίως τὴν νύκτα εἰς τοὺς βράχους. Ἂν ἔπεφτε μικρὸς γλάρος εἰς τὰ χέρια του, τοῦ ἔκοφτε τὰ φτερά, κ᾽ ἐζητοῦσε νὰ μάθῃ ἀπ᾽ αὐτὸν τὴν τέχνην, πῶς νὰ καταπίνῃ χωρὶς νὰ μασᾷ τὰ μικρὰ γλυκά, ὅσα κατώρθωνε νὰ κλέπτῃ ἀπὸ τὸν Βασίλην τὸν Καραμελᾶν.
Ἡ θαλασσία ἐκδρομὴ ἔμελλε νὰ διαρκέσῃ 48 ὥρας ἢ τὸ πολὺ τρεῖς ἡμέρας. Ὁ Μπαμποῦκος δὲν ἤθελε ν᾽ ἀφήσῃ τὸν υἱόν του νὰ «ξεμπουρδαλιάζῃ»* καὶ ἐζήτει νὰ τὸν πάρῃ μαζί. Ἀλλ᾽ ὁ Πάπος ἀγαποῦσε, ναί, τὶς βάρκες, ἀγαποῦσε καὶ τὴν θάλασσαν, ἀλλὰ δὲν ἔστεργε τὴν πειθαρχίαν. Ἡ βάρκα ἐκείνη, ἐπὶ τῆς ὁποίας θὰ ἔπλεε μὲ δύο ἄλλους ἀκόμη ὁ πατήρ του, θὰ ἦτο ὡς πλωτὴ φυλακὴ δι᾽ αὐτόν. Καὶ ἅμα ἐμυρίσθη, ὅτι ὁ πατήρ του ἐσκέπτετο νὰ τὸν πάρῃ μαζί, ἐφρόντισε νὰ γίνῃ ἄφαντος.
Ὁ γέρων τὸν ἐκυνήγησε. Μίαν ἢ δύο φορὰς εἶδε τὸν «διακαμό* του», τὸν φεύγοντα ἴσκιον του, ὄπισθεν τῶν βράχων. Ὁ Πάπος ἤξευρε πολλὰ «κατσαμάκια»*, ἤτοι ἑλικοειδεῖς κινήσεις, καὶ τὰ ποδάρια του «τὸν ἄκουαν». Δὲν ἔπασχεν ἀπὸ ρευματισμούς. Ὁ γερο-Μπαμποῦκος ποῦ νὰ τὸν φθάσῃ!
Τέλος, λαχανιασμένος, ξεγλωσσασμένος, ἐπέστρεψεν ὁ Μπαμποῦκος ἄπρακτος, πλησίον τῶν δύο συντρόφων του, οἱ ὁποῖοι ἀνυπομόνουν.
― Μὰ ἔλα δά! ἔκραξε πρὸς αὐτὸν ὁ Καλούμπας, ἅμα τὸν εἶδε νὰ ἔρχεται χωρὶς τὸν υἱόν του· ἔλα, κι ἂς κουρεύεται!
― Καλύτερα, λείπει κι ὁ μπελάς του, παρετήρησεν ὁ Νιόγαμπρος.
Ὁ γέρων θαλασσινὸς ἔκυψεν, ἔλυσε τὴν μπαρούμα, κ᾽ ἐπήδησε στὴν βάρκα. Ὁμοίως καὶ οἱ ἄλλοι δύο.
― Μοῦ ἔβγαλε τὴν ψυχὴ ἀνάποδα, τὸ διαολόσκυλο, εἶπεν ὁ Μπαμποῦκος, νὰ τρέχω νὰ τὸν κυνηγῶ.
Ἦτον πράγματι πολὺ ὠργισμένος. Ἅμα ἐμβῆκεν εἰς τὴν βάρκαν, ἐξέχασε νὰ κάμῃ τὸν σταυρόν του, μόνον εἶπεν αὐτομάτως, χωρὶς νὰ σκεφθῇ:
― Καλὸ πνίξιμο, παιδιά!
Ὁ Καλούμπας ἐκάγχασεν· ὁ Νιόγαμπρος ἐσιώπησεν. Ἡ Νιόνυφη, ἡ σύζυγός του, ἥτις τοὺς ἐκοίταζεν ἀπὸ τὸ παράθυρον, ἤκουσε τὸν ἀπαίσιον ἀστεϊσμόν, τὸ λευκὸν μέτωπόν της συνωφρυώθη, καὶ στεναγμὸς ἐφούσκωσε τὸ εὔκολπον στῆθός της.
― Ἀστοχιὰ στὸ λόγο σου, ἐψιθύρισε.
Τῆς ἦλθε τότε ἡ παράξενος ἰδέα νὰ φωνάξῃ ὀπίσω τὸν σύζυγόν της, νὰ τὸν κρατήσῃ, νὰ μὴ τὸν ἀφήσῃ νὰ ὑπάγῃ. Ἀλλ᾽ ἡ τόλμη τῆς ἔλειπε καὶ θάρρος ἀρκετὸν δὲν εἶχεν ἀποκτήσει. Ἤξευρεν ὅτι ἐκεῖνος θὰ τὴν ἔσκωπτεν ἴσως καὶ ποτὲ δὲν θὰ ἐπείθετο.
Μόνον ὅταν ἀπεμακρύνθη ἡ βάρκα, τῆς ἦλθον εἰς τὴν μνήμην ἄλλαι τινὲς περιστάσεις καὶ οἱ φόβοι της κατέστησαν τυραννικοί. Ὁ γαμπρὸς αὐτός, μὲ τὸν ὁποῖον πρὸ πέντε ἑβδομάδων εἶχε στεφανωθῆ, ἦτο «ταβατζίδικος»*, ἤτοι διαφιλονικούμενος, βλασφημημένος, εἶχεν ἄλλον ἀρραβῶνα, τὸν ὁποῖον διέλυσε πρὸ μικροῦ, εἰς τὴν γειτονεύουσαν νῆσον, ὁπόθεν κατήγετο. Τῆς ἔλεγαν ὅτι ἡ πρῴην πεθερά του ἤξευρε μάγια, ὅτι θὰ τὸν ἐμάγευε καὶ θὰ τοὺς ἔκαμνε κακόν. Ποῦ ἤξευρε κι αὐτὴ ἡ κακομοίρα; Αὐτὸν τῆς ἔδωκαν, αὐτὸν ἐπῆρε.
Ἀλλὰ καὶ τὰ χρυσοκέντητα ροῦχα, τὰ νυφιάτικα, τὰ ὁποῖα εἶχε φορέσει διὰ νὰ στεφανωθῇ, κι αὐτὰ ἐπίσης ἦσαν βλασφημημένα.
Οἱ γονεῖς της τῆς τὰ εἶχαν ἀγοράσει ἕτοιμα ἀπὸ μίαν μητέρα, τῆς ὁποίας ἡ κόρη εἶχε καταβῆ εἰς τὸν τάφον, πρὶν γίνῃ νύφη διὰ νὰ τὰ φορέσῃ. Ὤ, κακοσημαδιά.
Καὶ ἡ Νιόνυφη ἔκλαυσε.
Ἐν τοσούτῳ ἡ θαλασσία ἠχὼ ἤκουσε τὸν ἀπαίσιον ἀστεϊσμὸν τοῦ γέροντος ναύτου, καὶ ἀπὸ κῦμα εἰς κῦμα τὸν μετεβίβασεν ὄχι εἰς τὴν ἀντιπέραν ἀκρογιαλιάν, ἐκεῖ ὅπου ἁπλώνονται φιλοπαίγμονα τὰ ἥμερα γαλανὰ κύματα, ἀλλ᾽ εἰς τὸ κέντρον τοῦ πόντου, ὅπου ὁ βυθὸς ὁ ἀμέτρητος, ἡ ἄβυσσος ἡ τρομακτική· ἀλλ᾽ εἰς τὴν ἐσχατιὰν τοῦ πελάγους, παρὰ τὰς ἀκτὰς τὰς ἀπορρῶγας καὶ τιτανείους, ὅπου δὲν ὑπάρχει ἀγάπη καὶ ἔλεος, ἀλλὰ μανία καὶ φρίκη.
Ἄλλος θεατὴς τῆς ἀπομακρυνομένης λέμβου, ἐκτὸς τῆς Νιόνυφης, δὲν ἦτον, εἰμὴ ἡ Σειραϊνὼ τὸ Κουρτεσάκι. Εὐθὺς μετ᾽ ὀλίγον, ὁ Πάπος, φαγκρίζων καὶ γελῶν, ὡς προσωπὶς ἀποκριάτικη, κάτισχνος, μελαψός, καὶ ἡλιοψημένος, ἦλθε πλησίον ἐκεῖ, ἅμα ἡ λέμβος ἐμακρύνθη ὡς πενῆντα ὀργυιές, κι ἐκοίταζε τοὺς ναυβάτας, καθ᾽ ἣν στιγμὴν ἄφηναν τὰ κουπιά, καὶ ἡτοιμάζοντο νὰ κάμουν πανιὰ πρὸς τὸ πέλαγος.
― Καλὸ κατευόδιο, πατέρα μου, εἶπε.
― Γιατί, παλιόπαιδο, δὲν πῆγες μαζί; τὸν ἠρώτησεν ἡ Σειραϊνὼ τὸ Κουρτεσάκι.
― Γιὰ νὰ ρωτᾷς ἐσύ, ἀπήντησε θρασὺς ὁ Πάπος.
― Καὶ ποῦ θὰ ἐρμοκατιάσῃς* τὸ βράδυ νὰ ψοφολοήσῃς; Ὁ πατέρας θὰ πῆρε μαζὶ τὸ κλειδὶ τοῦ σπιτιοῦ σας.
―Ἔρχομαι στὸ σπίτι σου, θεια-Σειραϊνώ, ποὺ ἔχει τοὺς τρεῖς τοίχους καὶ τὴ μισὴ σκεπή, ἀπήντησε πανούργως ὁ μάγκας.
― Ἂν θέλῃς, ἔλα, εἶπεν ἡ πτωχὴ γραῖα.
Ἡ Σειραϊνὼ ἐκουβαλοῦσε στάμνες στὰ σπίτια ἀπὸ τὰ πηγάδια καὶ τὰς βρύσεις τοῦ χωριοῦ. Ἐρρόφα ταμβάκον, ἦτο συμπαθεστάτη πρὸς τοὺς πάσχοντας, κ᾽ ἐπαρηγόρει τὸν γερο-Γατζῖνον καὶ τὸν γερο-Ζουμπωτλήν, διδάσκουσα αὐτοὺς πῶς νὰ ὑποφέρωσι τὰ γηρατεῖα, οἵτινες εἶχον κοινωνικὴν ὑπόστασιν, καὶ εἶχον υἱοὺς καὶ θυγατέρας. Κι αὐτὴ ἦτον ἔρημη καὶ μοναχὴ εἰς τὸν κόσμον.
Εἶχε χαρίσει τὸ σπιτάκι της, νεόκτιστον, πενιχρόν, εἰς μίαν γειτονοπούλαν, πρὸς τὴν ὁποίαν ἐσυμπάθησε, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ διατί. Μὲ τὴν δωρεὰν ταύτην ὡς προῖκα ὑπανδρεύθη ἡ πτωχὴ γειτονοπούλα. Ἡ Σειραϊνὼ εἶχε ξεχειμωνιάσει δύο χρονιὲς εἰς τὸ μισοχαλασμένον σπίτι τῆς Σκυριανίνας, τῆς μακαρίτισσας. Τὸ σπίτι εἶχε πράγματι δύο λιθίνους τοίχους, ἕνα ξυλότοιχον καὶ μισὴν στέγην, ἀνοικτόν, χωρὶς χώρισμα. Ὁ τέταρτος τοῖχος εἶχε καταρρεύσει πρὸ πολλοῦ.
Καθ᾽ ὅλας τὰς πιθανότητας, ἔμελλε κ᾽ ἐφέτος νὰ ξεχειμωνιάσῃ εἰς τὸ ἴδιον οἴκημα. Ἐὰν ἡ κόρη, τὴν ὁποίαν εἶχε προικίσει, δὲν εὕρισκε τύχην τόσον γρήγορα νὰ ὑπανδρευθῇ, θὰ εἶχεν ἡ Σειραϊνὼ καταφύγιον μένουσα ὑπὸ τὴν αὐτὴν στέγην μ᾽ ἐκείνην. Ἀλλ᾽ ἠθέλησε νὰ κάμῃ τὸ καλὸν σωστὸν καὶ τὴν ἀπήλλαξε τῆς παρουσίας της.
Εἰς τὸ σπίτι μὲ τοὺς τρεῖς τοίχους ἐπῆγε πράγματι νὰ κοιμηθῇ τὴν νύκτα ὁ Πάπος. Τὸ κενὸν τὸ ὁποῖον ἄφηνεν ὁ τέταρτος τοῖχος ἐφράττετο ἐν μέρει μὲ ἓν παλαιὸν καραβόπανον, τὸ ὁποῖον τῆς εἶχε χαρίσει ἄλλος πάλιν γείτων.
― Κ᾽ ἐβάσταξε ἡ ψυχή σου, μωρέ, νὰ μὴν πᾷς μὲ τὸν πατέρα σου ποὺ σὲ ἤθελε; εἶπεν ἡ Σειραϊνὼ ἅμα οὗτος κατεκλίθη τυλιχθεὶς εἰς παλαιὰν τριμμένην βελέντζαν.
Εἰς ἀπάντησιν ὁ Πάπος ἤρχισε νὰ ροχαλίζῃ.
*
* *
Τὸ φεγγάρι εἶχε «πιασθῆ χειμωνιάτικο», καὶ ὅλοι ἔλεγαν, «δίπλα φεγγάρι, ὁλόρθος καραβοκύρης». Τὴν πρώτην ἡμέραν ἦτο εὐδία, καὶ τὴν δευτέραν ὣς τὸ δειλινόν. Πρὸς τὸ βράδυ ὁ καιρὸς ἐχάλασεν. Ἀπειλητικὰ σύννεφα εἶχον σωρευθῆ πρὸς βορρᾶν καὶ πρὸς ἀνατολάς, τὴν νύκτα ὁ καιρὸς ἐχειροτέρευσε πολύ, καὶ πρὸς τὸ πρωὶ ἀγρίεψε. Βροχή, ἄνεμος, τρικυμία.
Καιρὸς δι᾽ ὀψάρευμα δὲν ἦτο πλέον. Ἡ βάρκα δὲν ἐφάνη νὰ γυρίσῃ. Οἱ ναυτικοὶ ἔλεγον, ὅτι ὁ ἄνεμος δὲν θὰ ἐπέτρεπε νὰ πλησιάσουν οἱ τρεῖς ἁλιεῖς εἰς τὴν ἀπέναντι στερεάν, ἀλλ᾽ ἢ θὰ εὑρίσκοντο τρυπωμένοι εἴς τινα μικρὰν ἀγκάλην τῆς ἀκτῆς τῆς νήσου, ἢ ἔπρεπε νὰ ἐρριψοκινδύνευσαν νὰ ἐπαναπλεύσουν εἰς τὸν λιμένα. Πιθανὸν νὰ ἦσαν εἰς τὸ πέλαγος. Βεβαίως ἡ βάρκα θὰ ἔπλεε ξυλάρμενη*· ἐντὸς ὀλίγου ἔπρεπε νὰ ἔλθουν. «Ὅπου εἶναι, θὰ φανοῦν».
Τὴν δευτέραν νύκτα ὁ Πάπος «ἐκάτιασε»* πάλιν ἢ «ἐκούρνιασε», καθὼς αἱ ὄρνιθες καὶ τὰ περιστέρια, εἰς τὸ σπίτι μὲ τοὺς τρεῖς τοίχους καὶ τὴν μισὴν στέγην. Καθὼς εἶχεν ἀρχίσει νὰ βρέχῃ χιονόνερον, καὶ νὰ βοΐζῃ ὁ ἄνεμος σείων τὸ καραβόπανον, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο πασχίζον νὰ φράξῃ τὸ φοβερὸν χάσμα τοῦ τοίχου καὶ τῆς ὀροφῆς, ὅπως τὰ ράκη καλύπτουσι τὴν γύμνωσιν τῆς πτωχείας, κ᾽ ἐγίνετο βοή, κ᾽ ἐκρότουν ἀπὸ τὸ ψῦχος τὰ ὀλίγα δόντια ποὺ ἔμενον εἰς τὸ στόμα τῆς Σειραϊνῶς, ὁ Πάπος ἔτριζε τὰ δόντια τὰ ἰδικά του, παρόμοια μὲ μουτσούνας Ἀράπη, τὴν ἀποκριά, κ᾽ ἔτριβε τὰς χεῖρας καὶ ἐφώναζε:
― Κοίτα, θεια-Σειραϊνώ, θεια-Σειραϊνώ… Δὲν σοῦ φαίνεται σὰν ν᾽ ἀρμενίζουμε στὸ πέλαγο τώρα, μαζὶ μὲ τὸν πατέρα μου, μὲ τὴ βάρκα τοῦ Καλούμπα; Ὅλο τὸ ἴδιο δὲν εἶναι; Ἀκοῦς, θεια-Σειραϊνώ, πῶς πέφτει ἡ βροχή, πῶς βοΐζει ὁ ἀέρας, βρρρρ!… κρρρρ!… μπρρρ!… θεια-Σειραϊνώ.
Τὴν τρίτην νύκτα, ἤτοι μετὰ νυχθήμερον καὶ ἑξάωρον ἀπὸ τῆς δείλης τῆς Δευτέρας, ὁ Πάπος δὲν ἐφάνη πλέον ἐκεῖ. Ἡ θεια-Σειραϊνὼ τὸν ἐπερίμενεν ἀργά, ἕως τὰ μεσάνυκτα, κ᾽ ἠρώτα ὅλας τὰς γυναῖκας τῆς γειτονιᾶς ἐὰν τὸν εἶδαν. Ἀλλὰ μάτην. Ὁ Πάπος δὲν ἦλθε.
*
* *
Ἐπὶ τῆς ἐρήμου ἀκτῆς, ἐπὶ τῆς προβλῆτος ἄκρας, ἐξ ἧς σχηματίζεται ὁ λιμὴν ἓν μίλιον ἀντικρὺ τῆς πολίχνης, ἐνύκτωνεν ἤδη καὶ κάτι ζωντανὸν ἐσάλευεν ἐκεῖ, πλησίον εἰς μίαν σπηλιάν, κάτω ἀπὸ ἕνα ὑψηλὸν ἀπόκρημνον βράχον. Εἶχεν ἔλθει ἐκεῖ περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου. Μὲ τὴν ἀμφιλύκην τῆς νυκτός, ὑπὸ τὸν συννεφιασμένον οὐρανὸν τῆς τρικυμίας, δὲν ἐφαίνετο πλέον ἂν ἦτο ἀγρίμιον ἢ παιδίον τὸ ζωντανόν, τὸ ὁποῖον ἐκινεῖτο ἐκεῖ εἰς τὸ σκότος.
Ὁ Πάπος εἶχεν ἀρχίσει νὰ ἐντρέπεται, διότι δὲν εἶχεν ὑπάγει μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του. Ὅλοι οἱ θαλασσινοὶ ἔλεγον, τοὺς ἤκουεν αὐτὸς νὰ λέγουν, ὅτι διὰ νὰ γίνῃ τις καλὸς ναυτικός, πρέπει νὰ περάσῃ ἀπὸ φουρτούναν, ἀπὸ πολλὲς μάλιστα φουρτοῦνες. Κ᾽ ἔπειτα νὰ «κατιάζῃ» τις, ἀπαράλλακτα ὅπως οἱ κόττες, στὸ σπιτάκι τῆς θεια-Σειραϊνῶς μὲ τοὺς τρεῖς τοίχους καὶ τὴν μισὴν στέγην καὶ μὲ τὸ καραβόπανον, δοκιμάζει ὅλα τὰ δυσάρεστα τῆς τρικυμίας ― χωρὶς νὰ μπορῇ ποτὲ νὰ γίνῃ καλὸς ναυτικός.
Ὡς εἶδεν ὁ Πάπος ὅτι παρῆλθον σαρανταοκτὼ ὧραι, καὶ ἡ βάρκα δὲν ἐφάνη πουθενά, καὶ οἱ θαλασσινοὶ ἔλεγαν, ὅτι δὲν ἠδύνατο νὰ εἶναι εἰς τὴν ἀντιπέραν ἀκτήν, ἀλλὰ κάπου περὶ τὴν νῆσον θὰ εὑρίσκεται, καὶ πιθανὸν νὰ φανῇ ὁσονούπω ― τὸ κακοκέφαλον παιδίον ἀνησύχησεν, ὅσον μποροῦσε ν᾽ ἀνησυχήσῃ, κ᾽ ἔφερεν ὅλον τὸν γῦρον τοῦ λιμένος, κ᾽ ἔφθασεν ἀντικρὺ πρὸς τὸ μέρος ὅπου εἶχεν ἐκπλεύσει ἡ βάρκα. Ἐκεῖ ἔμενε, κ᾽ ἐκοίταζε τὸ πέλαγος, τὸ χορεῦον ἀπὸ ἀγρίαν τρικυμίαν, κι ἀγνάντευε, ζητοῦν νὰ ξανοίξῃ πουθενὰ τὴν βάρκαν. Κ᾽ ἔκλαιεν ἡ ψυχή του μέσα βαθιά, κ᾽ ἐδάκνετο ἡ καρδιά του, διότι εἶχε κάμει παρακοὴν καὶ δὲν ἐπῆγε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του.
Ἡ χιονώδης βροχὴ εἶχε διακοπῆ, καὶ πάλιν ἐπανελήφθη, καὶ πάλιν ἔπαυσε. Καὶ ὁ ἄνεμος, βορειανατολικός, Γραῖος, ἐφύσα δυνατά, μὲ ὅλην τὴν δύναμιν ὁποὺ μποροῦσεν ὁ Γραῖος νὰ ἔχῃ, καὶ τὴν ὁποίαν ὁ Πάπος ᾐσθάνετο ὅτι δὲν μποροῦσεν αὐτὸς νὰ ἔχῃ ποτέ, μόλις δὲ τὸ τρίτον ἢ τὸ τέταρτον τῆς δυνάμεως αὐτῆς ἐπίστευεν ὅτι μποροῦσε νὰ ἔχῃ.
― Κάμε, Θέ μου, ἔλεγεν ὁ Πάπος, νά ᾽ρθῃ ὁ πατέρας μου, καὶ νὰ μὴ μὲ καταριέται ποὺ δὲν ἐπῆγα μαζί του. Ἅι μ᾽ Νικόλα μ᾽, ποὺ σ᾽ ἔχω γείτονα, οὔτε σοῦ ἔφερα ποτὲ κερὶ καὶ λιβάνι… ἄχ! καμμιὰ φορὰ ἔκλεψα κανένα σπίρτο ἢ κανέν᾽ ἀπόκερο ἀπὸ μέσ᾽ ἀπ᾽ τὸ ἐκκλησιδάκι σου, μπροστὰ στὸ κόνισμά σου, ὁποὺ σὺ ἔκανες πὼς δὲ μὲ γλέπεις… γιὰ νὰ κυνηγῶ τὶς νυχτερίδες καὶ τὰ κουκουβαϊόπουλα τὴ νύχτα… μὴ μὲ ξεσυνερίζεσαι, καὶ φέρε γλήγορα τὸν πατέρα μου πίσω… καὶ νὰ μὴ βαρυγνωμᾷ ποὺ δὲν πῆγα μαζί του… κ᾽ ἐγὼ νὰ σοῦ φέρω ἄλλα τόσα κι ἄλλα τόσα κι ἄλλα τόσα, ὅσα σπίρτα καὶ κεριὰ σοῦ ἔκλεψα.
*
* *
Μὲ τὴν ἀμφιλύκην τῆς ἑσπέρας εἶχεν ἰδεῖ ὁ Πάπος, πέραν ἐκεῖ, ἀνοικτά, εἰς τὸ πέλαγος, ἕνα πρᾶγμα ὡσὰν φελλόν, ὡσὰν κέλυφος καρυδίου, νὰ παραδέρνῃ καὶ νὰ κατέρχεται εἰς τὸν ἀφρὸν τῶν κυμάτων. Λευκὸν ἱστίον ὄχι, ἀλλὰ μαῦρον πρᾶγμα ὡς μίαν κηλῖδα. Ὕστερον ἐπυκνώθη ἡ ἀμφιλύκη καὶ ἔγινε νύξ. Καὶ ἀφοῦ παρῆλθεν ὥρα ἀρκετή, πόση δὲν ἤξευρεν, ἀλλὰ «μιὰ ὥρα, μιὰ ὡρίτσα», τοῦ ἐφάνη ν᾽ ἀκούσῃ βρόντον, εἶτα συγκεχυμένας κραυγάς, εἶτα πάλιν συριγμοὺς ὀξεῖς καὶ φοβερὸν ροῖβδον, εἶτα τὸν ρόχθον τοῦ κύματος, ὅστις τὰ συνεκάλυπτεν ὅλα καὶ τὸν ὀξὺν γογγυσμὸν τοῦ ἀνέμου, ὅστις τὰ ἔπνιγεν ὅλα.
Ὁ Πάπος ἤλπισεν, ἐπίστευσεν, ὅτι ἐκεῖνο τὸ μελανὸν σημεῖον ἦτο, χωρὶς ἄλλο, ἡ βάρκα, ἡ φέρουσα τὸν πατέρα του. Καὶ ἤκουσε τὸν ρόχθον ἐκεῖνον καὶ τὴν κραυγήν, τὰ ὁποῖα ἠπείλει νὰ συγχέῃ ὁ ἄνεμος, καὶ δυνατὸν νὰ μὴν ἦσαν ἄλλο τι εἰμὴ ἰδιότροποι ἦχοι τῆς τρικυμίας· καὶ ὅμως ὁ μικρὸς θαλασσινὸς μάγκας ἦτο βέβαιος, ὅτι οἱ θόρυβοι ἐκεῖνοι ἦσαν χωριστοί, ὅτι ὁ κρότος ἦτο προσαράξαντος σώματος καὶ ἡ κραυγή, κραυγὴ ἀγωνίας.
Εἰς τὴν κραυγὴν ταύτην ἀπήντησεν ὁ Πάπος διὰ σπαρακτικοῦ ὀλολυγμοῦ. Ἤρχισε νὰ κλαίῃ μετὰ λυγμῶν. Ὁ πατήρ του βεβαίως ἐπνίγετο. Καὶ αὐτὸς δὲν ἠδύνατο νὰ τὸν βοηθήσῃ. Ὤ, νὰ εἶχε τόσην δύναμιν, τόσην, ὅσην ὁ ἄνεμος καὶ ἡ θάλασσα!
Ἀστραπὴ διέσχισε τὸ σκότος. Ὣς ἑκατὸν ὀργυιὰς ἀνοικτὰ εἰς τὸ πέλαγος, εἶδεν ὁ Πάπος ἐν ἀκαρεῖ μαῦρά τινα σώματα προεξέχοντα ἄνω 〈τοῦ〉 κύματος.
― Τ᾽ Ἀραπάκια! ἐπρόφερεν ἐν μέσῳ τῶν λυγμῶν του ὁ νέος. Ἀπάνω στ᾽ Ἀραπάκια ἔπεσαν. Ὤ, κι ἐγὼ ποὺ δὲν ἐπῆγα μαζί τους.
Ἡ πρώτη ἰδέα του ἦτο ὅτι, ἂν εἶχε πάγει μαζί, θὰ τοὺς ἐγλύτωνε. Ἡ δευτέρα ὁρμή του ἦτο νὰ γδυθῇ νὰ πέσῃ εἰς τὴν θάλασσαν, ἢ χωρὶς νὰ γδυθῇ νὰ κολυμβήσῃ νὰ τρέξῃ εἰς βοήθειαν τοῦ πατρός του. Ἀλλὰ πῶς; Ποῦ νὰ πάγῃ; Πῶς νὰ φθάσῃ ἐκεῖ; Μήπως ἦτο πλησίον; ᾘσθάνθη, ὅτι θὰ ἐγίνετο ἀσφαλῶς λεία τοῦ κύματος ἢ σύντριμμα τῶν βράχων.
Ἡ τρίτη σκέψις του ὑπῆρξε νὰ φωνάξῃ πρὸς τὴν πολίχνην, εἰς τοὺς κατοίκους, εἰς τοὺς φίλους καὶ τοὺς γείτονας, νὰ τρέξουν μὲ βάρκες νὰ σώσουν τοὺς πνιγομένους. Ἀλλ᾽ ἔπρεπε νὰ τρέξῃ χίλια βήματα τὸν ἀνήφορον διὰ νὰ φθάσῃ εἰς τὴν κορυφὴν τῆς ἀκτῆς, ὁπόθεν ἀντίκρυζεν ἡ πολίχνη. Καὶ αἱ φωναί του, ὅσον ὀξεῖαι, ὅσον διαπεραστικαὶ καὶ ἂν ἦσαν, δὲν θὰ ἠκούοντο πέραν· θὰ ἐπνίγοντο καὶ θὰ ἐβωβαίνοντο ἐν μέσῳ τοῦ φοβεροῦ βόμβου τῆς τρικυμίας.
*
* *
Τ᾽ Ἀραπάκια ἦσαν ὕφαλοι, ἢ μᾶλλον σκόπελοι, ὀλίγον ἀνέχοντες ἄνω τοῦ κύματος μαύρας ὀξείας κορυφάς. Ὁ Πάπος ἐνθυμήθη ἀκουσίως τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἓν αὐστριακὸν θωρηκτόν, τὸ ὁποῖον, κατὰ τὸν ἀποκλεισμὸν τοῦ 1886, ἐφάνη ὅτι ἐκινδύνευσε νὰ πέσῃ ἐπάνω στ᾽ Ἀραπάκια, ἀλλὰ δὲν ἔπεσε. Τότε αὐτὸς ἦτο ἑπτὰ ἐτῶν, καὶ τὸ ἐνθυμεῖτο καλά.
―Ἦταν μαζωμένοι (ἔλεγεν ἀκουσίως μέσα του) πέρα στὸ Μεγάλο Λιμάνι, ὁ μπαρμπα-Λουκᾶς ὁ Κοτίμπας, ὁ Διολέττας, καὶ τόσοι ἄλλοι θαλασσινοί, κ᾽ ἐκοίταζαν τ᾽ Αὐστριακό, κοτζὰμ βουνό, ποὺ γύριζε κατὰ τὰ νησιά, καὶ λιγάκι ἤθελε ἀκόμη νὰ πέσῃ στὰ ρηχά, κοντὰ στ᾽ Ἀραπάκια, κ᾽ ἐπαρακαλοῦσαν κ᾽ ἔλεγαν: «Παναϊά μ᾽, νὰ πέσ᾽ ἀπάν᾽ στ᾽ Ἀραπάκια, Παναϊά μ᾽, νὰ πέσ᾽ ἀπάν᾽». Καὶ μὲ μιὰ βόλτα, ἔστριψε πάλι, κ᾽ ἔφτασε κατὰ τὰ Μυρμήγκια, κ᾽ ὁ μπαρμπα-Λουκᾶς εἶπε: «Γλύτωσε ἀπ᾽ τ᾽ Ἀραπάκια, ἀπ᾽ τὰ Μυρμηγκάκια νὰ μὴ γλυτώσ᾽». Μὰ κι ἀπὸ κεῖ γλύτωσε.
Καὶ τ᾽ Ἀραπάκια, τὰ ὁποῖα ἐφείσθησαν τῶν Αὐστριακῶν, συνέτριβον σήμερον τὴν βάρκαν τοῦ πατρός του, καὶ τὸν ἔπνιγον, αὐτὸν καὶ δύο ἄλλους δικούς μας! Ὤ, κάμετε ἔλεος, καλὰ Ἀραπάκια, γλυτῶστέ τους καὶ μὴν τοὺς ἀφήνετε νὰ πνιγοῦν! Ἔλεος, Ἀραπάκια, ἔλεος!
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
*
* *
Λίαν πρωί, τὰ ἐξημερώματα τῆς Πέμπτης, δύο μεγάλαι καὶ δυναταὶ λέμβοι ἐπῆγαν κ᾽ ἔψαξαν τριγύρω εἰς τ᾽ Ἀραπάκια, μεταξὺ τῆς Ἀσπρονήσου καὶ τῆς Ἄρκου, καὶ κατὰ μῆκος τῆς Πούντας ἀκτῆς, καὶ πλησίον εἰς τὰ «Μυρμήγκια», τοὺς ἄλλους σκοπέλους, πρὸς τὸν λιμένα. Ἀλλὰ δὲν εὗρον σῶμα, οὔτε ἀνθρώπου οὔτε λέμβου.
Δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας ὕστερον, ὅταν ἔγινε γαλήνη, μία βρατσέρα ξένη εὗρε κωπίον ἐπιπλέον εἰς τὸ κῦμα, πρὸς τὸ μέρος τὸ ἀντίθετον τοῦ πελάγους. Καὶ ἄλλος πάλιν ἁλιεὺς εὗρεν ἁλιευτικὰ σύνεργα, τὰ ὁποῖα εἶχον ἐξοκείλει εἰς τὴν ἄμμον.
Καὶ ἂν ἦτο πραγματικὴ ἡ ὄψις τὴν ὁποίαν εἶχεν ἰδεῖ ὁ Πάπος, σώματα προσκεκολλημένα ἐπάνω εἰς τὰς ὑφάλους Ἀραπάκια, καὶ ἂν πράγματι εἶχεν ἀκούσει ἀγωνίας κραυγὰς καὶ ἂν ἡ φαντασία τὸν εἶχεν ἀπατήσει, οἱ ἄνθρωποι ἐθεωροῦντο χαμένοι πλέον. Μετὰ τόσας ἡμέρας δὲν ἀνεφάνησαν. Εἴτε εἰς τ᾽ Ἀραπάκια εἴτε ἀλλοῦ ἐνομίζοντο πνιγμένοι.
Τὴν ὀγδόην ἡμέραν ἀπὸ τῆς ἐκδρομῆς των, τὰ πτώματα τῶν δύο πνιγμένων ἡλιεύθησαν πλησίον ἐρήμου ἀκτῆς. Τὸ τρίτον δὲν εὑρέθη. Ὤ, τίς θὰ διηγηθῇ τὰ συναξάρια τῶν θαλασσομαρτύρων τούτων, τῶν βιοπαλαιστῶν, τῶν ἀξίων παντὸς οἴκτου καὶ συμπαθείας; Κατὰ πᾶν ἔτος ἡ θάλασσα μᾶς ζητεῖ τὸ θῦμά της. Φρίκη καὶ πένθος διαχύνεται ἀνὰ τὴν μικράν μας νῆσον.
Ὅταν μετὰ τὴν συμφορὰν ἐπανεῖδε τὸν Πάπον, ὅστις ἐφαίνετο τόσον σύννους καὶ σοβαρὸς ὥστε ἐφάνη ὅτι διὰ τῆς συμφορᾶς εἶχε γίνει διὰ μιᾶς ἀνήρ, ἡ πτωχὴ Σειραϊνὼ τὸ Κουρτεσάκι, κλαίουσα ὅσα δάκρυα τῆς εἶχαν μείνει ἀπὸ τὰ ἰδικά της παθήματα, ἡ πρώτη λέξις τὴν ὁποίαν εὗρε νὰ τοῦ εἴπῃ ἦτον:
― Καλὰ ποὺ δὲν ἐπῆγες μαζί, παιδάκι μου.
(1899)
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου