Μεσάνυχτα.
Κάτι χλωρό κι αιφνίδιο σε ζυγώνει,
σάλιο μικρού παιδιού ανθίζει στον αέρα
κι όλο το σπίτι σκοτεινό.
Βήματα και φωνές της μέρας
τα ήπιε το σκοτάδι.
Είναι η ώρα που γράφονται ποιήματα,
καθώς η κούραση κατακάθεται σα σκόνη
κι η άλλη μέρα θα φυσήξει πάνω της
και πάλι θα σου φάει τα τσίνορα.
Είναι η ώρα που πηδάει έξω απ΄το χρόνο,
ο χρόνος που γίνεται στιγμή,
πέτρα που απλώνει κύκλους στο νερό
κι ενώ έχει αγγίξει το βυθό,
απάνω της οι κύκλοι όλο πλαταίνουν.
Ώσπου ακούς απ΄την κουζίνα το ψυγείο,
το τρίξιμο του κρεβατιού,
και νιώθεις πως σε ξαναβάζουνε στην πρίζα
απ΄όπου απρόβλεπτα
σ΄είχε ένα χέρι αποσυνδέσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου