Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος απαγγέλλει (απ' την «Εποχή των ισχνών αγελάδων»)






Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος απαγγέλλει τα παρακάτω ποιήματα:

  • Εκατόνταρχος Κορνήλιος
  • Μαρία η Αιγυπτία
  • Στίχοι της Αγίας Αγνής για τον Άγιο Σεβαστιανό
  • Ιθάκη
  • Περιστατικό στην Αθήνα


ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ

Κύριε, μην απορείς για την τόση μου πίστη·
η αγάπη μού υπαγορεύει την πίστη.
Δε σε παρακαλώ για το Νικήτα ούτε για το Χαρίλαο
μήτε για το Νικόλαο που δεν πρόφτασε να βαρεθεί τις προσευχές.
Τον Αντώνιο κάνε καλά, τον Αντώνιο.
Όταν ήταν μικρός και ελεύθερος,
ασχολούνταν κι αυτός με τα γράμματα και τις τέχνες·
ήταν κάτοχος της αρχαίας ελληνικής και του άρεζε να παίζει ακορντεόν.
Όμως τώρα είναι δούλος μου – μη ρωτάς πώς.
Έχω εξουσία επάνω του του δεσμείν και του λύειν.
Μπορώ να τον κάνω ό,τι θέλω.
Μπορώ ακόμα και να τον λευτερώσω, αν και μου είναι οδυνηρό·
εξάλλου εργάζεται αποδοτικά με τη μεγάλη του ρώμη.
Γι’ αυτούς, Κύριε, τους λόγους και γι’ άλλους πολλούς
κάνε καλά τον Αντώνιο, το δούλο τού δούλου σου.
Αν παραστεί ανάγκη, μπορεί να γίνω και χριστιανός.
Όμως κάν’ τον καλά, μόν’ αυτό σου ζητώ, τίποτ’ άλλο.
Θα ’ταν ανήθικο κάθε άλλο που θα τολμούσα να σου ζητήσω.



ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ

Ακόμα θυμούμαι την επιγραφή OUT OF BOUNDS.
Συχνά μας επισκέπτονταν ναύτες του N.A.A.F.I. Club.
Μάλιστα ένας μου έλεγε: «Είσαι ένα τίποτα
στο σκοπευτήριο, στο πανδοχείο, στο καπηλειό, στο μπορντέλο».
Όμως τώρα απαρνήθηκα τα εγκόσμια, και τούτο είναι μια ηδονή –
δοσμένη ψυχή τε και σώματι στο Νυμφίο, εν προσευχή και νηστεία,
σε τούτη την έρημο με την ξερή άμμο, το γλυφό νερό, τον αδυσώπητο ήλιο.
Ενίοτε περνούν καραβάνια προσκυνητών με χασίσι και πάπυρο,
όμως η γύμνια μου καταφεύγει στα βράχια·
έτσι χαράζω τα ποιήματά μου στην άμμο
κι έρχονται οι αγέρηδες να μου τα τραγουδήσουν.
Λίγο πάπυρο, άγιε πάτερ Ζωσιμά, δυο τρία βιβλία θρησκευτικά,
μια σύντομη μέθοδο εκμαθήσεως βυζαντινής μουσικής.
Κει στην αγαπημένη μου Αλεξάνδρεια,
μη με ξεχάσεις, άγιε πάτερ Ζωσιμά·
με λένε Μαρία, παλαιότερα Κλεοπάτρα, στην Κυρήνη Εσθήρ –
επί δεκαπενταετίαν διατελέσασα πόρνη.
Μα τώρα όλους σχεδόν, συν Θεώ, τους πειρασμούς τούς νίκησα
και μόνο το ρεμπέτικο μοτίβο δεν κατόρθωσα
να διώξω από τα χείλη μου, δε μπόρεσα
να ξεριζώσω απ’ την καρδιά μου, δε δυνήθηκα,
το ρεμπέτικο που τραγούδαγα μικρή στο καπηλειό του Αλκέτα.


ΣΤΙΧΟΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΓΝΗΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟ

Πεθαίνεις πριν να βαρεθείς τις προσευχές.

Οι στρατιώτες του εκτελεστικού αποσπάσματος
αγαπούν και πλαγιάζουν απαράλλαχτα σαν όλους τους άλλους,
καπνίζουν κι αρέσκονται να βγαίνουν φωτογραφίες
κι ανάβουν ολόιδια κεριά στην Αφροδίτη και την Εστία.
Τίποτε ανάμεσα σ' αυτούς και το στέρνο σου·
μόνο τα βέλη τους που θα σε υψώσουν στον ουρανό
κι αυτή η πίστη σου που τυραννάει τους ανθρώπους.

Γδυμένος το χιτώνα σου το στρατιωτικό,
γυμνός φαντάζεις πιο άγιος.

Αύριο ένα πλήθος άνθρωποι θα ονομαστούν Σεβαστιανοί:
παιδιά που θα παίζουν σε αυλές, νέοι που θα δουλεύουν σε μηχανοστάσια,
πρόεδροι φιλανθρωπικών σωματείων, ταραχοποιοί και λογοτέχνες.
Αύριο τ' όνομά σου θα περνάει από στόμα σε στόμα
κι οι αδελφοί θα σε μνημονεύουν στα μαρτυρολόγια
και θα κυκλοφορούν λιθογραφίες με το μαρτύριό σου.
Όμως εσύ, δεμένος στο δέντρο, βουτηγμένος στα αίματα,
κει στον παράδεισο μη μας ξεχνάς,
εμάς που για την πίστη στριμωχτήκαμε μαζί σου,
κυρίως όμως μην ξεχνάς την επαφή μας
το πρώτο βράδυ μετά το μαστίγωμα,
την πιο αθώα, την πιο τυχαία των σωμάτων μας επαφή,
την ώρα που τα χείλη μας υμνολογούσαν τον Κύριο.


ΙΘΑΚΗ

Δὲν ξέρω ἂν ἔφυγα ἀπὸ συνέπεια
ἢ ἀπὸ ἀνάγκη νὰ ξεφύγω τὸν ἑαυτό μου,
τὴ στενὴ καὶ μικρόχαρη Ἰθάκη
μὲ τὰ χριστιανικά της σωματεῖα
καὶ τὴν ἀσφυχτική της ἠθική.
Πάντως, δὲν ἦταν λύση, ἦταν ἡμίμετρο.
Κι ἀπὸ τότε κυλιέμαι ἀπὸ δρόμο σὲ δρόμο
ἀποχτώντας πληγὲς κι ἐμπειρίες.
Οἱ φίλοι ποὺ ἀγάπησα ἔχουνε πιὰ χαθεῖ
κι ἔμεινα μόνος τρέμοντας μήπως μὲ δεῖ κανένας
ποὺ κάποτε τοῦ μίλησα γιὰ ἰδανικά…
Τώρα ἐπιστρέφω μὲ μίαν ὕποπτη προσπάθεια
νὰ φανῶ ἄψογος, ἀκέραιος, ἐπιστρέφω
κι εἶμαι, Θεέ μου, σὰν τὸν ἄσωτο ποὺ ἀφήνει
τὴν ἀλητεία, πικραμένος, καὶ γυρνάει
στὸν πατέρα τὸν καλόκαρδο, νὰ ζήσει
στοὺς κόλπους του μίαν ἀσωτία ἰδιωτική.
Τὸν Ποσειδῶνα μέσα μου τὸν φέρνω,
ποὺ μὲ κρατάει πάντα μακριά.
Μὰ κι ἂν ἀκόμα δυνηθῶ νὰ προσεγγίσω,
τάχα ἡ Ἰθάκη θὰ μοῦ βρεῖ τὴ λύση;


ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Το σπίτι ήταν μονόπατο, με κήπο,
και το δωμάτιο ζεστό· το ραδιόφωνο
έπαιζε μια γλυκιά, απαλή μουσική.
Ήπιαμε τσέρυ, μου ’δειξε φωτογραφίες.
Ύστερα, βλέποντας τα λασπωμένα μου άρβυλα
και την τσαλακωμένη μου στολή,
«Σεις είσθε χάλια», μου είπε, «επιτρέψτε μου
να σας περιποιηθώ».
Πήρε τη χλαίνη και μου την ξελέκιασε
μ’ ένα πανί και με λίγη βενζίνα·
πήρε τα ρούχα και μου τα σιδέρωσε
με το μικρό ηλεκτρικό του σίδερο·
πήρε τα άρβυλα και τα ’βαψε με προσοχή.
Κι εγώ τον κοίταζα με τι λεπτότητα
τακτοποιούσε το χιτώνιό μου,
με τι φροντίδα μού καθάριζε τα ντοκ.
Δεν του ’πα ευχαριστώ, μόνο τον ρώτησα
σαν έφτασε η στιγμή, κοφτά: «Τι δίνεις;»
Δαγκάθηκε· με κέρασε ακόμη μια φορά
κι ύστερα μου άνοιξε διακριτικά την πόρτα. Η άρνηση είναι το χειρότερο, σκέφτηκα τότε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου