Ο τρυφερός άνθρωπος είχε εξαφανισθεί για πολύ καιρό, αλλά κανείς δεν τον αναζήτησε. Ούτε τα αδέλφια που είχε, ούτε οι φίλοι που δεν είχε, ούτε και οι συγχωριανοί του μικρού νησιού με το εκκλησάκι της Παναγίας της Γοργόνας, η οποία έγινε τίτλος βιβλίου του σημαντικού συγγραφέως και συμπατριώτη.
Ο τρυφερός άνθρωπος προσευχόταν συχνά σε αυτό το ξωκλήσι, γιατί ήταν πιστός. Κι όταν κάποια δημοσιογράφος τον ρώτησε –διότι πλέον η περίπτωσή του ήταν πανελληνίως γνωστή– αν πιστεύει στον Θεό, εκείνος απάντησε: «Ζω με τον Θεό» δείχνοντάς της τις φθηνές, σαν φωτογραφίες, εικόνες, που είχε κρεμασμένες στον τοίχο του δωματίου του.
Με τον Θεό ζούσε ακόμη και στην περίοδο της αλητείας του, όταν πολύ νέος είχε φύγει από το νησάκι του. Ανέστιος, πένης, άφραγκος μισοκοιμόταν στα παγκάκια, άκακος και τρυφερός, ποτέ δεν γκρίνιαζε για την μοίρα του, ακολουθώντας με καρτερία τον ανηφορικό δρόμο, με τον Θεό όμως ζούσε ακόμη κι όταν τραχύτατοι, βίαιοι και διεφθαρμένοι άνθρωποι τον οδήγησαν σε ασυγχώρητα αμαρτήματα για την θρησκεία και την εκκλησία. Φορτωνόταν αυτά τα αμαρτήματα σαν δερμάτινο σάκο που του έκοβε την πλάτη του, ασήκωτον όπως κι ο ίδιος ο σταυρός του Κυρίου στην via doloroza. Δεν ζήτησε συγχώρεση ποτέ, ούτε αμοιβή, ούτε τιμωρία: τίποτα δεν ζήτησε έχοντας στην καρδιά του τον Θεό.
Στο κέντρο του τοίχου βρισκόταν μία φωτογραφία που απεικόνιζε τον Χριστό γυμνό. «Αυτός είναι ο αληθινός Χριστός» εκμυστηρεύτηκε με παλλόμενη από συγκίνηση φωνή στην δημοσιογράφο. Ούτε κι ο ίδιος ο τρυφερός άνθρωπος δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτήν την παράξενη ταύτισή του με τον γυμνό Χριστό. Ίσως γιατί δίχως την ένδυση ήταν σαν άφυλος, όπως κι ο ίδιος τον καιρό όπου δεν γνώριζε το φύλο του. Από την εφηβεία του λαχταρούσε φορέματα, είπε στους γονείς του πως αισθανόταν κορίτσι, κι εκείνοι φώναξαν ιατρό και τον πλάκωσαν στα φάρμακα. Αυτός τα αρνιόταν, αλλά τον ξεγελούσαν κρύβοντάς τα στο φαγητό του. Τα αδέρφια του νυμφεύτηκαν στο νησάκι, έκαναν οικογένεια κι εκείνος σαν παρθένα γεροντοκόρη περιποιόταν τους γονείς του κι ασχολιόταν με τα οικιακά. Έλαμπαν όλα από τα νοικοκυρεμένα χέρια του, ο νεροχύτης, η πιατοθήκη, το ψυγείο. Ακόμη και το καντηλάκι που έκαιγε για τους νεκρούς είχε μία στιλπνή, κιτρινωπή καθαρότητα.
Όταν πέθανε και η μητέρα στην οποία είχε μεγάλη αγάπη, αισθάνθηκε βαθύ πόνο αλλά και ελευθερία. Τώρα δεν θα την πλήγωνε βλέποντάς τον τόσο αλλαγμένο, αφού ικανοποίησε την εφηβική του επιθυμία. Ντύθηκε με φορέματα κοντά και στενά, για να διαγράφεται το σώμα του, που όμως ήταν περισσότερο τραχύ και ανδρικό. Έμοιαζε σαν μεταμφιεσμένος σε γυναίκα άνδρας για μία βραδιά καρναβαλιού. Ήταν τρυφερός αλλά όχι τρυφηλός. Πολύ ψηλός, γεροδεμένος με γάμπες αθλητικές, αξύριστες. Χόρευε έξω από το σπίτι του, δεν υπολόγιζε αν τον έβλεπαν και τον κορόιδευαν, χόρευε στον ρυθμό του αέρα για να κάνει τις κινήσεις του χαριτωμένες. Στον λαιμό φορούσε ένα λευκό περιδέραιο με τρεις σειρές χάντρες και παρόμοια βραχιόλια στους καρπούς των χεριών. Μεγάλα ενώτια στα αυτιά του και μπότες ημίκοντες που ταίριαζαν με τα χρώματα των φορεμάτων. Δεν έβαψε ποτέ μαλλιά και πρόσωπο, δεν έκανε αποτρίχωση, δεν πήρε φάρμακα για την αύξηση του στήθους.
«Ό,τι είναι φυσικό, είναι θεϊκό» συνήθιζε να λέγει σαν απάντηση για τα γυναικεία του ενδύματα. Κι άλλοτε: «Η ψυχή μου είναι το αληθινό ρούχο» θεωρώντας πως είναι γυμνή όπως η φωτογραφία του Χριστού στον τοίχο του δωματίου. Το θεωρούσε φυσικό να ζει έτσι, να μένει ολόγυμνος τις νύχτες και να κολυμπά κατάμονος στην θάλασσα του νησιού, μέχρι που μία νύχτα βρέθηκε ένας αγροίκος και αποπειράθηκε να τον βιάσει.
Είναι πλέον νομοτελειακό πως οι τρυφεροί άνθρωποι έλκουν και ελκύονται από τραχύτατους συντρόφους. Έτσι κι αυτός ερωτεύθηκε έναν γυρολόγο, που ξέμεινε στο νησί και κυρίως στο σπίτι του τρυφερού ανθρώπου, όπου από την αρχή πήραν τους ρόλους ανδρόγυνου, και μάλιστα κατωτέρας υποστάθμης: εκείνος βλαστημούσε και ήθελε τα πάντα έτοιμα, ενώ ο τρυφερός άνθρωπος μαγείρευε, καθάριζε, ξόδευε χρήματα για το φαγητό και τραγουδούσε με την απαλή του φωνή. Ο δεσμός κράτησε λίγο, γιατί όντως βεβήλωνε την αισθητική του τρυφερού ανθρώπου. Τότε τον έδιωξε, δεν τον ένοιαξε. Κι ας έμενε μόνος, χωρίς συντροφιά και προστασία, κι ας κινδύνευε στα νυχτερινά μπάνια με την θάλασσα να αγκαλιάζει την γύμνια του, τα άντεχε όλα ακόμη κι όταν τα παλιόπαιδα του χωριού ορμούσαν ουρλιάζοντας στο σπίτι του, όπου έκλεβαν και κατέστρεφαν τα πάντα. Αυτός τους μιλούσε πάντα με προσήνεια. Έτσι μιλούσε σε όλους, έτσι τους βοηθούσε όλους.
Ήταν η εποχή, όπου πρόσφυγες κυνηγημένοι από άλλες πατρίδες έφθαναν κατάκοποι και τρομαγμένοι από το θαλάσσιο ταξίδι με τα φουσκωτά σκάφη. Δεκάδες κολλημένοι στο επικίνδυνο σκάφος, σαν τσαμπιά σταφυλιών. Ανάμεσά τους μικρά παιδιά, γυμνά, υποσιτισμένα, με μάτια μεγεθυσμένα από φρίκη, ζητούσαν ενδύματα και ψωμί.
Κι αυτός που βοήθησε περισσότερο τους ξένους ήταν ένας άνδρας υψηλόσωμος και δυνατός, ενδεδυμένος με κόκκινο στενό και κοντό γυναικείο φόρεμα, βουτούσε στην θάλασσα και έπαιρνε αγκαλιά τους ανθρώπους, για να τους βγάλει στον ήλιο της παραλίας. Το γυμνό, μαυρισμένο και δυνατό στήθος του γινόταν ζεστή αιώρα για τα βρέφη.
Ναι, ήταν αυτός, ο τρυφερός άνθρωπος! Τότε έγινε παγκοσμίως γνωστός, γιατί τα ξένα κανάλια έδειχναν αυτόν τον άνδρα με την απαλή φωνή να σηκώνει αγογγύστως στα χέρια του τους ξένους. Τίποτε δεν σκεφτόταν, ούτε πως ήταν αλλοδαποί, ούτε αλλόθρησκοι. Στον παρόντα χρόνο ήταν άνθρωποι που σπάραζαν σαν ψάρια στην στεριά, εγκυμονούσες γυναίκες, μελαχρινά παιδιά με κατάμαυρα γυαλιστερά μάτια.
Κι αυτός; Αιφνιδίως αφυπνίσθηκαν τα μνημονικά του κύτταρα, και βγήκαν μνήμες που δεν είχε ζήσει, ήταν ακόμη αγέννητος, κι όμως μίλησε ολόκληρο το σώμα του, κι αισθάνθηκε να τον πλημμυρίζει ένα θαλάσσιο κύμα, φοβερό σαν κήτος. Ήταν οι μνήμες των παλαιών προσφύγων του ξεριζωμένου μικρασιατικού ελληνισμού, που διωγμένοι από την Σμύρνη κατέφυγαν και ρίζωσαν στα χώματα του ελληνικού αντικρινού νησιού, όπου γεννήθηκε και έζησε ο τρυφερός άνθρωπος. Οι σημερινοί πρόσφυγες δεν ήταν Μικρασιάτες πρόσφυγες αλλά κυνηγημένοι Σύροι. Δεν είχε σημασία, στο ψαρονήσι θα έβρισκαν κάποια παρηγοριά.
Κανέναν δεν πείραξε ποτέ του, ούτε μάλωσε με κανέναν, σβήνοντας από την μνήμη του τις κακοποιήσεις, τις λεκτικές και σωματικές βιαιοπραγίες που είχε υποστεί, τίποτε δεν έμεινε κακό, στο σχολείο, έλεγε, πως όλοι τον αγαπούσαν γιατί ήταν καλός μαθητής και ευγενικό παιδί, ούτε τον πείραξαν στον στρατό, όπου έμεινε δύο ημέρες, κι ούτε στην περίοδο της αλητείας του κινδύνεψε ποτέ. Όχι, όλοι τον αγαπούσαν, αφού την δική του αγάπη πρόβαλλε σε όλους, η οποία αντανακλούσε στα πάντα σαν μαγεμένος καθρέφτης. Η έμφυτη και αληθινή αγάπη μεταδίδεται ταχύτατα. Κανείς δεν τον πείραξε κι όλοι τον αγαπούσαν, έτσι διεκήρυττε, μολονότι γνώριζε πως μόνος και αβοήθητος στεκόταν στα πόδια του.
Ένα μεγάλο μεταφυσικό τζιτζίκι, να τι ήταν, ένας κατάμονος Τιθωνός που τραγουδούσε μόνος, γιατί η Αυγή δεν ήθελε τα ερχόμενα γηρατειά του. Έβαζε δυνατά τους μουσικούς δίσκους και τραγουδούσε με την απαλή του φωνή... πού ήσουν φίλε κι άργησες, έλεγε το άσμα, αλλά αυτός δεν είχε κανέναν φίλο στο νησάκι. Και φάνηκε στο τέλος.
Όλοι έλεγαν πως τους ενοχλούσε, κατέβαινε στην πλατεία και χόρευε, τραγουδούσε δυνατά και ξεσήκωνε τους άκαρδους με γιουχαΐσματα και πειράγματα. Οι νοικοκυραίοι αγανακτούσαν. Έτσι, με την συγκατάθεση των αδελφών του, οι αστυνομικοί τον πήγαν στην Αθήνα και τον έκλεισαν στο δημόσιο ψυχιατρείο.
Δραπέτευσε από εκεί, η ελεύθερη ψυχή του τον βοήθησε. Ήξερε όμως πως θα περνούσε μία δεύτερη περίοδο αλητείας. Αλλά δεν πρόλαβε, είχε γεράσει, δεν διέθετε τις ίδιες δυνάμεις.
Εξαφανίσθηκε. Τον αναζήτησαν πολύ αργά, γιατί κανείς δεν είχε διάθεση να ασχοληθεί μαζί του. Στο τέλος βρέθηκε ένας όγκος πολτοποιημένων κρεάτων. Ειπώθηκε πως τον αναγνώρισαν και υπήρξε θύμα τροχαίου.
Όμως ο τρυφερός άνθρωπος ουσιαστικώς δεν πέθανε. Χορεύει γυμνός στα θαλάσσια ύδατα, ολόγυμνος, όπως ήταν η φωτογραφία του Χριστού στον τοίχο του δωματίου του...
ΥΓ. Οι προτάσεις με τα πλάγια γράμματα ανήκουν στον τρυφερό άνθρωπο, που στην πραγματικότητα είναι ο, η Δ. της Λέσβου. Ένα μικρό μνημόσυνο.