Στο βάθος του μυαλού μας υπάρχει πάντα η μυθική καλύβα. Στην οποία θα μπορούσαμε (αχ και να μπορούσαμε…) να καταφύγουμε σε εποχές ατομικής ή γενικής κρίσης. Η καλύβα, το ξέρουμε, στοιχειώνει πάντα το συλλογικό φαντασιακό. Και δεν ανάγεται στο 18ο αι. με τις αγροικίες του, τους χαρούμενους χωρικούς, τις υπαίθριες γιορτές και τη γενική ανεμελιά του, την οποία συχνά αναπολούμε λόγω των αναπαραστάσεων που διαθέτουμε από τους ζωγράφους του αιώνα αυτού. Διαφορετικά, τι νόημα θα είχε το πιθάρι του Διογένη; Επομένως τείνω να πιστεύω πως η μυθική μας καλύβα ανάγεται στις αρχαϊκές μας καλύβες, στο πρώιμο κατοικείν επισμαλτωμένο όμως με παραστάσεις 18ου αιώνα.
Η σχέση η δική μου με την καλύβα ξεκίνησε το 2005. Τότε, μια πενταετία περίπου μετά το θάνατο του πατέρα μου πήγα, μετά από χρόνια που «έλειπα», στον ελαιώνα μας. Περιττό να πω ότι τον βρήκα εντελώς δασωμένο. Ανοίγοντας δρόμο, με δυσκολία, μέσα σ’ αυτή τη βλάστηση, τράβηξα κατευθείαν για το πέτρινο καλύβι μας. Έφτασα με δυσκολία κάπου, αλλά το καλύβι μας δεν μπορούσα να το προσεγγίσω. Ήταν περικυκλωμένο από ψηλά βάτα και χαμόδεντρα, η στέγη του είχε πέσει μέσα, ένας τοίχος επίσης κι ένας άλλος έχασκε μισός. Το κοίταζα αποσβολωμένη από απόσταση, και παρόλο που στεκόμουν ακίνητη σ’ ένα σημείο, είχα την αίσθηση ότι δεν είχα πια πού να σταθώ. Τότε ακριβώς ήταν που κατάλαβα ότι το καλύβι μας δεν ήταν απλά ένα καλύβι, αλλά ήταν οι σταθερές συντεταγμένες της περιστασιακής μας διαβίωσης εκεί. Ήταν ένα κέντρο, η απώλεια του οποίου θα μπορούσε να αποσυντονίσει τώρα όλες μας τις διαδρομές. Διαφορετικά τι λόγο ύπαρξης είχε αυτή η μικρή και πάντα ορθάνοιχτη καλύβα; Ούτε τρώγαμε εκεί μέσα –τρώγαμε απέξω, ούτε παίζαμε –παίζαμε δίπλα ούτε ξαπλώναμε, αν τυχαίναμε εκεί μεσημέρι –ξαπλώναμε πάντοτε στη σκιά του καλυβιού. Μόνο όταν έβρεχε, μπαίναμε για λίγο μέσα στη μικρή μας καλύβα ή την χρησιμοποιούσαμε για άλλες –εντελώς περιστασιακές, χρήσεις (π. χ. ν’ αφήσουμε κάτι μέσα για να το βρούμε εκεί και να το πάρουμε πάλι αύριο). Ταραγμένη είχα την αίσθηση ότι ποτέ δεν θα μπορούσα να αποκαταστήσω το κτήμα, αν δεν έφτιαχνα πρώτα το καλύβι. Ότι το καλύβι ήταν το κέντρο. Το ελάχιστο σταθερό κέντρο ενός κύκλου του οποίου η περιφέρεια ήταν τυπικά τα όρια του κτήματος, άτυπα ολόκληρη η οικουμένη και που η χρησιμότητά του έγκειτο απλώς στη διαρκή μας επαναφορά.
Εδώ πρέπει να προσθέσω ότι κοντά στον ελαιώνα μας δεν υπάρχει τίποτε το αξιομνημόνευτο. Εκτός από μια μικρή σπηλιά στα ριζά του βουνού, μια γράβα, που την ονομάζουμε «το κελί της Ρήνης». Εκεί, ζούσε κάποτε μια λεπρή.
Από τότε έχει τρέξει πολύ νερό στ’ αυλάκι. Μαζί μ’ αυτό ήρθε και η γνώση ότι η μυθική καλύβα όλων μας είναι ακριβώς αυτό: Η επιθυμία για ένα ελάχιστο σταθερό κέντρο. Ένα πάσσαλο, ένα δέντρο, μια ριζωμένη πέτρα. Ένα «κάθισμα», όπως λέγεται στη μοναστική γλώσσα. Ένα «κάθισμα» για το είναι. Και ότι η καλύβα, όπως λέει και η λέξη (καλύπτω), είναι το κάλυμμά του. Το κουκούλι του. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτες καλύβες δημιουργήθηκαν παράλληλα με την υφαντική. Η καλύβα δεν είναι τόσο για να κάθεσαι μέσα, όσο για να μπαινοβγαίνεις. Αυτό το ελάχιστο σταθερό κέντρο βλέπουμε να το κατακτούν κατοικώντας το σε πιο μόνιμη βάση οι στυλίτες, οι δενδρίτες, αλλά και οι διαλογιζόμενοι μοναχοί της ανατολής. Στην εικονογραφία σαν καλύπτρα στους στυλίτες υπάρχει, στην κορυφή του στύλου, μια υποτυπώδης βάση σαν κολυμβήθρα κι από πάνω ένα σκιάδιο, στους δενδρίτες οι φυλλωσιές και στους διαλογιζόμενους ανατολίτες μοναχούς τόσο το «κάθισμα» όσο και την καλύπτρα-κουκούλι τούς την παρέχει το ίδιο τους το σαρκίο (και μόνο μ’ αυτή την έννοια, του στέρεου και μεγεθυμένου κέντρου, μπορώ να κατανοήσω την τροφαντή κοιλιά του Βούδα).
Πρέπει άραγε να προσθέσω ότι στις καλύβες δεν ζουν «κανονικοί άνθρωποι»; Είναι γνωστό. Ζουν, όπως έχει γραφτεί, «άνθρωποι σε κρίση». Ληστές, άγιοι, μάγισσες, η λεπρή Ρήνη, οι νάνοι καθώς και λογιών-λογιών ερημίτες. Στους τελευταίους ας συγκαταλέξουμε και τον Heidegger όσο ζούσε στην καλύβα του Μέλανα Δρυμού. Αλλά και άνθρωποι που η βαθιά τους σχέση με το κατοικείν συναντήθηκε στην πράξη με την αρχαία γνώση του ελάχιστου σταθερού κέντρου και της διαρκούς επαναφοράς σ’ αυτό. Εδώ ας τοποθετήσουμε τον Le Corbusier στην καλύβα του των 9 τετραγωνικών στην Κυανή Ακτή.
Τώρα, «που ΄ρθανε χρόνια δίσεχτα και μήνες οργισμένοι», βλέπω, λοιπόν, ότι επανέρχεται η ιδέα της καλύβας. Επανέρχεται λόγω της χειμαζόμενης ζωής που ζούμε. Μια ζωής απογυμνωμένης από την οικειότητα, αφού μεταξύ ημών και των οικείων μας μεσολαβεί ένας ατέλεστος φόνος (και μάλιστα, όσο περισσότερο κάποιος μας είναι οικείος, τόσο κι ο φόνος φαντάζει λιγότερο ατέλεστος).
Είναι, λοιπόν, φυσικό η καλύβα να επανέρχεται τώρα συχνότερα στο συλλογικό φαντασιακό σαν το ύστατο καταφύγιο του ανθρώπου, κάπου μακριά, που εκεί θα ζήσει κάπως σαν χρυσαλλίδα. Που καθισμένος μέσα στο κουκούλι του θα περιμένει να ξαναγεννηθεί. Και που όμως, ακόμα κι έτσι, θα ήθελε πού και πού να πεταλουδίζει γύρω-γύρω συναναστρεφόμενος μέσα στη φύση αμέριμνα και ευχάριστα άλλους καλυβιαραίους. Ή με το βλέμμα προσηλωμένο στο βάθος της κοιλάδας να περιμένει (αχ να περιμένει…) την απροσδόκητη εμφάνιση ενός αγαπημένου.