Ιούλιος 1973: Συναντώ τον ποιητή στο ιστορικό του γραφείο της «Διαγωνίου». Είναι μαζί του ο Ξενοφών Κοκκόλης. Η ελευθερία των ποιημάτων του, νομίζω, πως μου επιτρέπει να μιλώ όπως του μιλώ. Με διακόπτει αυστηρά.
Χειμώνας 1973: Γίνομαι συνδρομητής στο περιοδικό. Και αγοράζω μια σειρά από βιβλία των εκδόσεων. Είναι πολύ νωρίς για να καταλάβω το μυστικό του. Μωρό μου - προσφιλής του φράση - έχω πολλή δουλειά. Κάποτε τα λέμε. Πηγαίνετε…
Και πράγματι έχει. Περιοδικό, εκδόσεις, γκαλερί, τα γραπτά του, οι μελέτες του, επιμελητής εκδόσεων - από αυτό βιοπορίζεται και κάνει αυτασφάλιση στο ΙΚΑ… 550 σύνταξη.
Ο καιρός περνάει, τον συναντώ σε ιστορικά εστιατόρια της πόλης - που δεν υπάρχουν πια - και ανταλλάσσουμε χαιρετισμούς από διαφορετικά τραπέζια.
Νομίζω, όταν κατέβηκε στην Έκθεση Βιβλίου, τον Μάιο τότε, τον Ιούνιο μετά, στην παραλία του Λευκού Πύργου, γινόμαστε φίλοι εν όπλοις. Ο καθένας με τα βιβλία του, τα περιοδικά του. Όμως, όταν τελειώνει το βράδυ η έκθεση, συναντιόμαστε σε κάποιο μαγειρειό ανοικτό. Το πιάτο του λιτό. Η σαλάτα του επίσης. Σε ένα τέτοιο μαγειρειό κλάψαμε τη Μαλβίνα Κάραλη.
Μου λέει τρώω ψωμί τριών ή τεσσάρων ημερών. Ποτέ φρέσκο. Γιατί, όπως είναι ωραίο, μπορώ να το φάω όλο. Τον ρωτώ για το βάρος του. Είναι σταθερό, πολλά χρόνια, λέει.
Η φιγούρα του ήταν έξω από τον ειδικό κινηματογράφο. Ποτέ μέσα. Παρατηρεί τους πελάτες του σινεμά. Ντυμένος αυστηρά πάντα. Νομίζω, αν δεν με απατά η μνήμη, φέρει το όνομα - Ίλιον.
Τρώμε για χρόνια, όποτε ανεβαίνω στη Θεσσαλονίκη, στο «Χρυσό Παγώνι». Κύριο πιάτο και σαλάτα. Στο κρασί λέει όχι. Ίσα που το βάζει στα χείλη του. Μιλάει αραιά και πού. Έως να τελειώσει το πιάτο του. Μετά εξηγεί όλα τα ιστορικά που υπάρχουν στην περιοχή. Άκου να κατέβει από το Άγιον Όρος και να έρθει να τον σφάξουν οι Τούρκοι και ν’ αγιάσει… Δεν με αφήνει να πληρώσω. Έρχεται το κέρασμα του εστιατορίου. Κάποιο γλυκό. Η ζάχαρη χωνεύει, αλλά και παχαίνει.
Όποτε τον συναντώ του φιλώ το χέρι. Το παίρνει βιαστικά. Σύνελθε, μου ψέλλει.
Τον συνοδεύω μέχρι τη στάση του λεωφορείου στην οδό Αγγελάκη. Αρνείται να πάρουμε ταξί. Μένει στην Άνω Πόλη. Κοντά στη στάση που κατεβαίνει. Μόνο λίγη ανηφόρα. Στο σπίτι του περιμένουν οι γάτες κι ο Καβάφης, ο Τσιτσάνης. Φωτογραφίες τους στον τοίχο.
Όπως φεύγουμε από το εστιατόριο, οι καφετέριες γεμάτες κόσμο. Στην προοπτική που βαδίζουμε βλέπουμε κλειστό το διάδρομο από γόνατα. Τον ακούω να λέει: Η νεολέρα θα μας αφήσει να περάσουμε; Μας αφήνει. Μας επιτρέπει. Έχει τη νεότητα που περιέγραψε.
Πίσω στο νοσοκομείο Από το «Παπαγεωργίου» φεύγει για τον «Άγιο Λουκά». Φορά πυζάμες με καμηλό αφή. Θα κάνει εγχείρηση καρδιάς. Δεν έχει καμιά αγωνία. Λέει το βάρος μου σωστό, δεν καπνίζω… Αργότερα βλέπω συνέντευξη του καρδιολόγου που τον εγχείρισε στα «Νέα» και στον Θανάση Νιάρχο. Αυτή η καρδιά, του λέω την επόμενη χρονιά που πάω σπίτι του, κουράστηκε από τα όχι σας. Γελάει. Όμως το σκέφτεται.
Δεν με έχει δει. Πηγαίνουμε να ανοίξουμε το περίπτερο στην Έκθεση Βιβλίου. Είμαστε οι μόνοι διαβάτες. Κάποιο πούλμαν έχει σκοτώσει ένα περιστέρι. Είναι ακόμη το πάρκινγκ τους. Έχει σκύψει από πάνω του και το κλαίει. Το παίρνει για να το θάψει. Δεν με έχει δει. Δεν έχει δει κανέναν. Δεν υπάρχει ακόμα κανείς στην πολύβουη παραλία. Δεν τόκανε για τα τηλεοπτικά τοπία, για κανέναν… Μόνο για τον ίδιο.
Μέσα Ιανουαρίου για χρόνια έρχεται στην Αθήνα για το μνημόσυνο του Τσιτσάνη. Πάω κι εγώ. Τον βλέπω στην πόλη μου, εγώ ο Πειραιώτης. Με σεμνότητα στον διάσημο νεκρό, ανάμεσα στα παιδιά του και φίλους της οικογένειας. Μια μέρα πριν κοιμάται σπίτι μου. Για πρωινό μού ζητάει τσάι και παξιμάδι. Τίποτα άλλο. Ο Τσίζεκ, λέει καθώς πίνει το τσάι του, μου λέει να δοκιμάσω και μέλι σε ψωμί. Αλλά πέρα βρέχει εγώ…
Ο Χατζιδάκις μας πάντρεψε στο κύκνειο άσμα του «Τα τραγούδια της αμαρτίας», μια και κανείς μας - από τους τρεις - δεν πιστεύει στην αμαρτία - του έρωτα - γιατί περί αυτού πρόκειται. Εγώ με ένα πλατωνικό ίνδαλμα που όλοι το ζητούν και η Αφροδίτη πρώτη. Και ας είναι γιος του μπακάλη. Όλα τα υπόλοιπα τραγούδια - τα λόγια του Χριστιανόπουλου. Το έργο αυτό έκανε ο Παπαϊωάννου σε μια φαραωνική παραγωγή, στην ερειπωμένη ΔΕΗ του Μοσχάτου, με το ποίημα του αγαπημένου μου Δημήτρη Καπετανάκη στο πρώτο μέρος. «Τα τραγούδια της αμαρτίας» τότε ακούγονταν για πρώτη φορά, το CD κυκλοφόρησε μετά. Η σκηνοθεσία της χορογραφίας του θύμιζε πίνακα Αναγέννησης. Θρίαμβος ζωής. Εξάλλου, το ποίημα του Καπετανάκη ήταν ο θρίαμβος του θανάτου επί της ζωής. Με μουσική του Γιώργου Κουμεντάκη. Γενικός τίτλος: «Ενός λεπτού σιγή». Προφανώς από το στίχο του Χριστιανόπουλου.
Εγώ, κάποτε, απόλαυσα τον ποιητή να μιλάει τέσσερις ώρες για τον Πεντζίκη, χωρίς να πιει μια γουλιά νερό. Δεν το χρειάστηκε η άρθρωσή του.
Το ντεκόρ των ποιημάτων του είναι ότι πιο φτηνό, περιφρονητέο, αυτό που προσπερνούν για να μη θυμηθούν από πού ξεκίνησαν όλοι. Ίσως για να θυμηθώ μια φράση που μου είπε η ρεμπέτισσα χασικλού Σεβάς Χανούμ: «Όσο πιο χαμηλά, τόσο πιο ψηλά…». Θα έλεγα μετα-μπωντλαιρικό όραμα τέχνης και πάθους.
Πάντα είχε ένα bic orange και υπέγραφε στις αφιερώσεις. Όταν του λέγανε μόνο το μικρό όνομά τους, τους έλεγε: Δεν έχετε επώνυμο;
Νομίζω η Θεσσαλονίκη του έδωσε το όραμα και την τέχνη του. Η πόλη αίνιγμα, όπως του έλεγα, και του άρεσε.
Είμαι βέβαιος πως τη νύχτα στα μουσεία τα αγάλματα ανταλλάσσουν στίχους του μεταξύ τους στο σκοτάδι.
(Τα Νέα, 22 Αυγούστου 2020)