Από την Κέρκυρα, όνειρο μες στη χαρά του Μάη,
ώς τον Καβομαλιά,
σκιάχτρο κοντά στα Κύθηρα, κάθε κορφή γελάει
και κάθε ακρογιαλιά.
Λάμπεις, Ιόνιο πέλαγο, σα να ’σαι από διαμάντια.
Μια ορμή πάντα οδηγεί,
σε χάιδια, απ’ την Ελλάδα σου τα κύματά σου, αγνάντια,
ώς του Ιταλού τη γη.
Και μέσ’ από το πέλαγο τα Εφτάνησα χαράζουν
πλασμέν’ απ’ τον αφρό,
και υψώνονται και πλέκονται σεμνά κι αναγαλλιάζουν,
και στήσανε χορό·
Κι η εφτάδιπλη ομορφάδα τους εφτάφωτη είναι πούλια·
γύρω υποταχτικούς
έχουν τους χρυσοδέλφινες και τα θαλασσοπούλια·
κι ένα τραγούδι ακούς:
«Σαράντα χρόνια πέρασαν. Ω μάνα μας, η αγκάλη
του ξένου είναι βραχνάς·
αίμα για σένα χύσαμε και γίνηκε κοράλλι
για σένα· μην ξεχνάς.
»Του κάκου ο ξένος με λογής δολώματα και βρόχια
και μάγια μάς τραβά.
Από της γης τους θησαυρούς, μάνα, η δική σου φτώχεια
στοιχίζει πιο ακριβά.
»Παρά του ξένου φόρεμα κι αρχοντικό στεφάνι
με λάμψη περισσή,
κάλλιο, ω μητέρα, να είμαστε σαν τα χορτάρια, φτάνει
να μας πατάς Εσύ.
»Εμείς το πίνουμε το φως απ’ τα δικά σου μάτια
που είν’ ήλιος της αυγής.
Και του κορμιού σου τ’ άχραντου τ’ αχώριστα κομμάτια,
μητέρα, είμαστ’ εμείς».
Ζάκυθο, χαίρε, ολόανθη, Κεφαλονιά δουλεύτρα,
ω Κύθηρα, ω Παξοί,
κι εσύ του νου και της καρδιάς, ω Κέρκυρα, μαγεύτρα,
και Ιθάκη εσύ ακουστή.
Χαίρε κι εσύ, της Ρούμελης γειτόνισσα, ω Λευκάδα,
του αρματολού φωλιά!
Ακόμη την ηρωική σού σπέρνει ανατριχάδα
του ψάλτη σου η λαλιά.
Τ’ άνθια της πάντα η λεϊμονιά, και πάντα να σας έχει
καρπούς η ελιά, νησιά,
και πάντα η Αφροδίτη σας απάνου σας να βρέχει
τ’ Απρίλη τη δροσιά!
Πάντα, καθώς απ’ τον καιρό του θείου Ομήρου, ώς τώρα
που ανθίζει ο Σολωμός,
καμάρι σας να τα ’χετε του τραγουδιού τα δώρα,
και η γνώμη σας, ρυθμός.
Σα να είστε Ηλύσια, σ’ εσάς αρχαία στοιχειά και νέα,
μακάρια, δοξαστά,
του Καποδίστρια η ψυχή κι ο ίσκιος του Οδυσσέα
φιλιούνται ταιριαστά.
Άμποτε από το ταίριασμα κι από το φίλημά τους
κάποιος να γεννηθεί,
πλάστης, απάνου απ’ τους γκρεμούς κι απάνου απ’ τους θανάτους,
με λόγο, ή με σπαθί!
1905
Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΞΙΑ (1912)