Οταν ένας αληθινός ποιητής φεύγει από τον κόσμο, αφήνει το τραγούδι. Μέσα σ’ αυτό, πλατύτερο με την πολύσημη απουσία του, αντικρύζουμε το πρόσωπό του εκτυπότερο, τώρα που έχει διαβεί το ποτάμι. Αυτό είναι, άλλωστε το μυστήριο της ύπαρξης των ανθρώπων. Όταν φεύγουν, τα ίχνη από το πέρασμά τους διακρίνονται τηλαυγέστερα και με τον τρόπο που το μυστήριο της ζωής ορίζει. Η απουσία τους ανοίγει σαν το κουκκούλι του μεταξοσκώληκα για να φανερωθεί μέσα από τα ίχνη των έργων και της φωνής τους περισσότερο αληθινό, στις πραγματικές του διαστάσεις, το πρόσωπό τους.
Το μυστήριο και το μυστικό του να υπάρχεις. Αυτονόητο στην σπατάλη του καθημερινού οριζόντιου χρόνου, αλλά μέγα δώρο και συνάμα άχθος, όταν σταθείς και νιώσεις τον κόσμο και τα πράγματα ουσιαστικώτερα. Η βασική ορίζουσα της ποιητικής τέχνης του Ορέστη Αλεξάκη, ήδη από την δεκαετία του ’60, υπήρξε αυτή η διήκουσα σταθερά βλέμματος προς την ζωή, τον κόσμο, τον συνάνθρωπο. Και το βλέμμα του παλινδρόμησε και παλινώδησε με προσήλωση ασκητικής συνέπειας, από το ερώτημα του προς τι να υπάρχω, και την ποιητική του ανίχνευση, μέχρι την τραγική και ειλικρινή παραδοχή ότι το ερώτημα μας ξεπερνά. Ότι η απάντηση κατ’ άνθρωπον, δεν μπορεί παρά να είναι αριθμού πληθυντικού. Ότι παραμένουμε αδαείς και απολύτως συντετριμμένοι, στα βράχια των ατελέσφορων απαντήσεων, επιστρέφοντας πάντοτε στην αρχέγονη παραδοχή ότι το μυστικό της ζωής και του κόσμου αποκαλύπτεται μόνο σε όσους παραδέχονται το ατελέσφορο των δυνατοτήτων τους και συνδέονται μ’ ένα νόημα οριστικής αλήθειας που όπως έλεγε ο Βιτγκενστάιν, δεν μπορεί παρά να έρχεται έξω από το όρια των πεπερασμένων δυνατοτήτων μας, ως διαρκώς τελειούμενη στο γίγνεσθαί της, σχέση. Έτσι ομολογεί ο ίδιος ο ποιητής Αλεξάκης με την αφοπλιστική ειλικρίνεια του τραγικού βιώματος του υπάρχειν στο τέλος σχεδόν της ποιητικής του διαδρομής, «σαν ώριμος από καιρό», στο ποίημα Αδαής, που μας εμπιστεύτηκε για το περιοδικό Νέα Ευθύνη, (τεύχος 21, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2014):
Όχι /ποτέ δεν έμαθα ποιος είμαι /ποιος είναι ο χώρος που με περιέχει /ποιος με κατέχει ποιος με κατοικεί /ποιος μέσα από τα μάτια μου κοιτάζει / Κι ούτ΄έχω μάθει / ποιος μ’ έφερε σ’ αυτή την άγρια στέπα / τι λέν τα γύρω σκοτεινά βουνά / τι μαρτυρούν τα μαύρα πετεινά / και πού ο Αθέατος Ξεναγός με πάει / κι ούτε που ξέρω ποιος επιστατεί / ποιος κι αν αξιολογεί τα πεπραγμένα / ποιος τις βαθιές σιωπές ιχνηλατεί / ποιος τις μικρές απαντοχές διαψεύδει / Κι ούτε που ξέρω / πόσα ναυάγια σέρνει στο βυθό / κι αν έχει ακτές ο ωκεανός του χρόνου / ανίδεος προχωρώ Μαγδαληνή / ένα μικρό σαν σκόνη σκουπιδάκι / που λάμπει μια στιγμή προτού χαθεί / μές στον αιώνιο στρόβιλο του κόσμου
Η ποιητική τέχνη του Αλεξάκη εμφανίζεται εξ αρχής ασκητική: «κλεισμένος στο κελί της ύπαρξής σου / το αληθινό σου πρόσωπο ανασύρεις / αυτό που δεν το δείχνουν οι καθρέφτες». (Ο μεταμφιεσμένος χρόνος, 2005). Έτσι μόνον ο ποιητής μπορεί να πραγματωθεί ως κοινωνικό όν. Γιατί οφείλουμε να το πούμε ότι μόνο με το βλέμμα του παρεπίδημου, του ξένου, μόνο με τη στάση της αποταγής και της άρνησης του δεσμωτηρίου του χρόνου μπορεί για τον Αλεξάκη να οικοδομηθεί μια αληθινή κοινωνική συνείδηση ως ποιητική επιταγή. Μόνο με την αποταγή και την αναχώρηση από τα τρέχοντα, μόνο με την αναμέτρηση προς τα ουσιώδη ερωτήματα, καθίσταται δυνατό ο άνθρωπος να συνυπάρξει και να μαρτυρήσει την ανάγκη της ζωής ως αλήθειας μέσα από την συνύπαρξη, όχι με προκατασκευασμένους ντετερμινισμούς, που εξαντλούν την ύπαρξη και την κοινωνία στην φτηνή μεταφυσική της κρεατομηχανής των ιδεοληψιών:
Έτσι Δημήτρη ξετυλίγονται τα μέλλοντα / μ’ ανοιχτά στήθη σ’ όλα τα ενδεχόμενα / χωρίς μπουκέτα και υποκλίσεις / χωρίς μπροσούρες και εισηγήσεις [] λοιπόν μπορούμε / μ’ ένα χέρι / μισό χέρι / δίχως χέρι / μόνο με την κρυγή την σφηνωμένη / την τσακισμένη περηφάνια / το εμβατήριο των βουβών ματιών / το χείμαρο μιας άλλης ραψωδίας.
(Το ποίημα «Εμιγκράτσια»,
από την συλλογή Οι Κόνδορες και το Αντιπρανές, 1982).
Στην ποίηση του Ορέστη Αλεξάκη, μια ποίηση όπως προείπαμε βλέμματος και στάσεως, η οντολογική παράμετρος γεννάει επομένως μιαν πρωτόφαντα αληθινή κοινωνική ευαισθησία. Η ασκητική ποιητική πράξη οδηγεί το ποιητικό αποτέλεσμα στις παρυφές της σιωπής, δίχως ολωσδιόλου ο ποιητής να αρνείται το δράμα της ιστορίας. Άλλωστε η οντολογία του έχει -επειδή ακριβώς εκφράζεται με ποιητικούς όρους στο ποιητικό αποτέλεσμα και όχι με όρους διανοητικών προσαρμογών- έχει λοιπόν την ολότμητη διάσταση της καθολικότητας που μόνο η αληθινή ποίηση μπορεί να χαρίσει. Θέλω να πω, ότι είναι η υπαρκτική αγωνία του Αλεξάκη, η οποία τροφοδοτεί τα κοινωνικά του αιτούμενα, και τούμπαλιν. Να η κεντρικότερη έκφανση της παλινωδίας την οποία προσπαθήσαμε να περιγράψουμε.
Όλα αυτά βεβαιότατα επιτυγχάνονται και τελεσιουργούνται στο μορφικό πεδίο. Επιτυγχάνονται δηλαδή στο πεδίο του ποιητικού αποτελέσματος. Και εδώ υποχρεούμαστε να αναγνωρίσουμε μιαν άλλη οφειλή, που η νεώτερη ποίησή μας χρωστά στον Ορέστη Αλεξάκη. Από πολύ νωρίς, από τις πρώτες του ποιητικές απόπειρες, και με πιο ρηξικέλευθο τρόπο στις κατακτήσεις της ωριμότητός του, ο Αλεξάκης δεν εφησυχάζει στην πεπατημένη μιας έκφρασης που ήδη από την εποχή της γενιάς του στην συντριπτική της πλειοψηφία βαλτώνει στον αναμηρυκασμό της μορφικής πλαδαρότητας, η οποία θεωρουμένη ως πανάκεια στην εύκολη ασυδοσία της οδήγησε και στις επόμενες δεκαετίες στα διασκεδαστικά φαινόμενα τα οποία σήμερα κυριαρχούν συμπαρασύροντας στην φαιδρότητά τους και την συντριπτική πλειοψηφία της κατάφασης της κριτικής.
Ως ένας γνήσιος λυρικός ο Αλεξάκης τολμά. Έχοντας βαθιά αίσθηση της ενότητας της λυρικής παράδοσης είναι από τους λίγους, που από την γενιά του και μετά, δημιουργούν μιαν διαφορετική ευταξία στην ποιητική έκφραση, προσφεύγοντας στην ομοιοκαταληξία, στην εμμετρότητα και στην δημιουργική ανάκρασή τους με τις κορυφώσεις της μοντερνιστικής έκφρασης (η οποία στη σημερινή σύγχυση τεχνηέντως λησμονείται, ότι βασικό συστατικό της έχει την εσωτερική ρυθμική αγωγή του λόγου που απαιτεί η ποιητική έκφραση κι ότι δεν είναι χυλός ή πολτός στιχοποιημένων «μεγαλεπήβολων» σκέψεων.)
Δεν είναι μόνο τα έμμετρα ποιήματα της συλλογής Μου γνέφουν του 2000, αλλά τα ομοιοκατάληκτα και έμμετρα ποιήματα τα οποία διασχίζουν όλο το ποιητικό του έργο. Από την γονιμοποίηση των μορφικών κανόνων του σονέττου μέχρι την χρήση των εύρωστων κατακτήσεων του δεκαπεντασύλλαβου, των τροχαϊκών και των αναπαίστων και μέχρι την συνομιλία με την επτανησιακή παράδοση των δεκατρισύλλαβων και των ενδεκασύλλαβων:
Κοιτώ μέσα στα μάτια σου βροχές / Διακρίνω φώτα και σκιές να τρέχουν / Υπνοβατώ χωρίς να με προσέχουν / καθώς κυλούν στα βάραθρα εποχές. [] Κι όλο ζητώ κι όλο επιμένω / στην ύπαρξή μου να γυρνώ / σαν βλέμμα σε γυμνό ουρανό / σαν επιβάτης σ’ άδειο τρένο.
Ας προσέξουμε: επειδή πολύς θόρυβος γίνεται, δεν πρόκειται περί «επιστροφής», όπως απροϋπόθετα και με παρελθοντολαγνική διάθεση ρετρό θεωρητικολογούν σήμερα αδέξιοι μιμητές του είδους. «Η ρίμα εκθέτει ανεπανόρθωτα» έλεγε άλλωστε ο πολυνούστατος Παλαμάς. Αντιθέτως στην περίπτωση του Αλεξάκη, όπως και λίγων άλλων, έχουμε να κάνουμε με αυτό που έγραφε στα Μελετήματά του ένας άλλος κορυφαίος του μοντερνισμού και μαιτρ του είδους, επίγονος του Παλαμά και μέχρι σήμερα μέγας άγνωστος, ριγμένος στην επιτίμηση των ποιηματογράφων, βαρυνόμενος με το αμάρτημα της πολυγραφίας, ο Γιάννης Ρίτσος:
[] Το θέμα δεν κάνει το έργο. Οφείλουμε να σεβόμαστε αυτό που μας παραδόθηκε, αφομοιώνοντας το παρελθόν, και δημιουργώντας μια φόρμα του παρόντος με στοιχεία του μέλλοντος.
Εκτός όλων των άλλων, ακριβών για την ποιητική μας έκφραση ο Ορέστης Αλεξάκης είναι από εκείνους που επανέφεραν τον στίχο ως θεμελιώδη μονάδα στην πυρηνική ανάπτυξη του ποιήματος. Ας τον διαβάζουμε.
Πηγή