Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

Απαγγέλλει ο Μάνος Ελευθερίου







Μάνος Ελευθερίου: Είσαι η Πρέβεζα και το Κιλκίς

στον Γιώργο Χειμωνά

Αυτές οι ρεματιές κι αυτά τα βράχια
κι αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό
αυτές οι μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους
κι αυτά τα κύματα που φεύγουν και
ξαναγυρνούν
αυτά τα πεύκα με τα χαραγμένα λόγια
κι ο Κωνσταντίνος, ο καημός που πέταξε σαν το πουλί
κι εκείνα που δεν πρόφτασαν οι κήρυκες
παρά μονάχα ψεύτες
και ρουφιάνοι,
Ω! πολιτεία με το βράδιασμα κοντά στους ταρσανάδες
στην αγορά, στον καφενέ και στο ποδόσφαιρο
είσαι η Πρέβεζα, τα Γιάννενα και το Κιλκίς,
το Μεσολόγγι, ο Πόντος κι η Ερμούπολις
Ω! πολιτεία του αμανέ στα τουρκοχώρια
μ’ αυτές τις ρεματιές κι αυτά τα βράχια
μ’ αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό
μ’ αυτές τις μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους
θα `ρθει ο καιρός που θα φανούν οι κήρυκες
κι όχι μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι.

Μιχάλης Γκανάς: Η κάθοδος του ενός




Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Μουσική: Μιχάλης Χριστοδουλίδης
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας
Δίσκος: Η άσφαλτος που τρέχει (2001)




Από πηγάδια τ’ ουρανού
νερά μου δρόσιζαν το νου
και κάτω απ’ το πουκάμισο
κεντούσαν τον παράδεισο

Μετρώντας πύργους της ΔΕΗ,
χιλιόμετρα σαράβαλα,
το νόημα του ταξιδιού
σιγά σιγά κατάλαβα

Ο τόπος κοίταζε αλλού
σαν να ζητούσε έλεος
Σκύβαν τους ώμους τα βουνά
και φύραινε το πέλαγος

Μετρώντας πύργους της ΔΕΗ,
χιλιόμετρα σαράβαλα,
στην πολιτεία έθαψα
όσους νεκρούς κουβάλαγα

Από πηγάδια τ’ ουρανού
νερά μου σκάβανε το νου
και κάτω απ’ το πουκάμισο
βαθαίνανε την άβυσσο

Ο τόπος κοίταζε αλλού
σαν να ζητούσε έλεος
Σκύβαν τους ώμους τα βουνά
και φύραινε το πέλαγος

Μετρώντας πύργους της ΔΕΗ,
χιλιόμετρα σαράβαλα,
στην πολιτεία έθαψα
όσους νεκρούς κουβάλαγα

Κυριακή 24 Ιουνίου 2018

Οδυσσέας Ιωάννου: Γεννηθήκαμε σίγουροι




Oι περισσότεροι γεννηθήκαμε σίγουροι. Τα ξέραμε όλα από πολύ μικροί. H διάκριση σωστού από λάθος ήταν περασμένη στον γενετικό μας κώδικα ή μας την είχε κάνει δώρο κάποιο πνεύμα που περνούσε από πάνω μας την ώρα που γεννιόμασταν. Ο μανιχαϊστικός τρόπος διαχωρισμού του κόσμου και των ανθρώπων ήταν ένα απίστευτα βολικό σχήμα - και ιδιαίτερα άκοπο - να αυτοεπιβεβαιωνόμαστε διαρκώς, δίχως ίχνος αμφισβήτησης και χωρίς το μεγάλο ξεβόλεμα που απαιτούν οι αλλαγές και η αυτοκριτική.

Στην εφηβεία αυτό δεν λογαριάζεται σαν ελάττωμα αλλά ως πείσμα, πάθος και ορμή. Μεγαλώνοντας, κι όταν οι απόψεις μας και οι ερμηνείες του κόσμου δοκιμάζονται σε πραγματικές συνθήκες, εκεί που διακυβεύεται κάτι σοβαρό και μεγάλο, υπάρχουν δύο δρόμοι. Ή να κακοφορμίσει σε φανατισμό ή να γλυκάνει τις χολές μας και να γίνει σκέψη.
Αλλά σκέψη σε επίπεδο σκέψης... Μπορεί να είναι κακές οι σιγουριές και η απολυτότητα, και να έχουν αναχθεί σε μία από τις κύριες δομικές «αναπηρίες» μας, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να κάνεις κάτι. Και η πράξη είναι αναγκαστικά μια εμπράγματη σιγουριά. Γιατί οι απόψεις μπορούν να είναι μετριοπαθείς αλλά οι πράξεις δεν μπορούν. Είναι ενέργεια, είναι θέση σαφής, χωρίς αστερίσκους.

Με τις πράξεις παίρνεις το μέρος κάποιου. Κι αν συνυπολογίσουμε σε αυτό πως είμαστε οι πράξεις μας και όχι τα λόγια μας, πως είμαστε τα μέσα μας (από αυτά κρινόμαστε) και όχι η δήλωση κάποιου σκοπού μας, τότε μοιάζει να είμαστε καταδικασμένοι να ονειρευόμαστε ενωτικά και με πρόθεση σύνθεσης των αντιθέτων, αλλά να πράττουμε ως σίγουροι - αν όχι ως φανατικοί.

Κάθε φορά που μέσα στη σκέψη μου τους χωράω σχεδόν όλους, με τις πράξεις μου αποφασίζω με ποιους θα πάω και ποιους θα αφήσω. Ενα σισύφειο μαρτύριο που δεν ξέρω πραγματικά πώς γλιτώνεις.
Βέβαια ο κόσμος και οι προσωπικές τροχιές πάντα έτσι κινούνταν και διαγράφονταν, με επιλογές, και αλίμονο αν δεν υπήρχαν. Ομως η κάθε επιλογή μας εμπεριέχει στον πυρήνα της την άρνηση της άλλης άποψης. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Εκείνο που μπορείς να κάνεις είναι η επιλογή σου να μη δηλητηριάζεται από μισαλλοδοξία και εκδίκηση, να προσπαθεί να αφήσει χώρο και για τους «ηττημένους», να της φυτεύεις στην καρδιά την ίδια την αμφισβήτηση αν έκανες το σωστό ή όχι.

Εχουμε ταλαιπωρηθεί από τις σιγουριές μας. Ολοι μας έχουμε δοκιμάσει να στριμώξουμε τον κόσμο μέσα στα κουτιά που φτιάξαμε μικροί, όχι απαραίτητα ως αποτέλεσμα σκέψης αλλά επειδή είχαμε ανάγκη να ανήκουμε κάπου. Βαφτίσαμε την αλλαγή ξεπούλημα και εκείνον που άρχισε να σκέφτεται αλλιώς προδότη.

Ομως μόνο τις βασικές σου τις αρχές μπορείς να προδώσεις. Το να επαναπροσδιορίζεις τον τρόπο σου είναι απόλυτα υγιές.

Είμαστε ο τρόπος μας. Ιδεολογία είναι μόνο ο τρόπος μας. Οτιδήποτε άλλο αποδείχτηκε επικίνδυνο.


Πηγή

Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

Vasílis Pandís: May Day




The First of May, the grey skin of a snake
Shed deep in the gardens of Mon Repos,
Near the paths where the thrushes sing –

Over there, hidden in the balmy undergrowth,
The naked snake
Lies in wait for me.


Translation, Jim Potts



Κατίνα Βλάχου: Πολύ νωρίς



Μέσα στου χρόνου την ομίχλη χάθηκες
πατέρα
πολύ νωρίς και ξαφνικά

Καμώνομαι πως δεν θυμάμαι πια
αν έπαιξες μαζί μου
αν με αγκάλιασες
αν παρηγόρησες το πρώιμό μου κλάμα

Θα έπρεπε ίσως να θυμάμαι
αλλά ξέχασα
για να μη νιώθω πόσο μου έχεις λείψει

Λειψά σε γνώρισα
και μου έμεινε της ύπαρξης η αίσθηση
αδέξια ακρωτηριασμένη

Ύστερα κάλυψε η ζωή
με άλλα βάρη το παλιό παράπονο
κι έμεινε η επίσημη φωτογραφία
να με κοιτάζει αδιάφορα
από την αγεφύρωτη απόσταση
της απουσίας

Τρίτη 12 Ιουνίου 2018

Jack Kerouac: [A brunette of eternity]




[...]
For now I want Mardou - she just told me that six months ago a disease took root deeply in her soul, and forever now - doesn't this make her more beautiful? - But I want Mardou - because I see her standing, with her black velvet shacks, handsapockets, thin, slouched, cig hanging from lips, the smoke itself curling up, her little black back hairs of short haircut combed down fine and sleek, her lipstick, pale brown skin, dark eyes, the way shadows play on her high cheekbones, the nose, the little soft shape of chin to neck, the little Adam's apple, so hip, so cool, so beautiful, so modern, so new, so unattainable to sad bagpands me in my shack in the middle of the woods - I want her because of the way she imitated Jack Steen that time on the street and it amazed me so much but Adam Moorad was solemn watching the imitation as if perhaps engrossed in the thing itself, or just skeptical, but she disengaged herself from the two men she was walking with and went ahead of them showing the walk (among crowds) the soft swing of arms, the long cool strides, the stop on the corner to hang and softly face up to birds with like as I say Viennese philosopher - but to see her do it, and to a T, (as I'd seen his walk indeed across the park), the fact of her - I love her but this song is... broken - but in French now... in French I can sing her on and on...
Our little pleasures at home at night, she eats an orange, she makes a lot of noise sucking it -
When I laugh she looks at me with little round black eyes that hide themselves in her lids because she laughs hard (contoring all her face, showing the little teeth, making lights everywhere) (the first time I saw her, at Larry O'Harras's, in the corner, I remember, I'd put my face close to hers to talk about books, she'd turned her face to me close, it was an ocean of melting things and drowning, I could have swimmed in it, I was afraid of that richness and looked away)-
With her rose bandana she always puts on for the pleasures of the bed, like a gypsy, rose, and then later the purple one, and the little hairs falling black from the phosphorescent purple in her brow as brown as wood-
Her little eyes moving like cats-
We play Gerry Mulligan loud when he arrives in the night, she listens and chews her fingernails, her head moves slowly side like a nun in profound prayer-
When she smokes she raises the cigarette to her mouth and slits her eyes-
She reads till gray dawn, head in one arm, Don Quixote, Proust, anything-
We lie down, look at each other seriously saying nothing, head to head on the pillow-
Sometimes when she speaks and I have my head under hers on the pillow and I see her jaw the dimple the woman in her neck, I see her deeply, richly, the neck, the deep chin, I know she's one of the most enwomaned women I've seen, a brunette of eternity incomprehensibly beautiful and for always sad, profound, calm-
When I catch her in the house, small, squeeze her, she yells out, tickles me furiously, I laugh, she laughs, her eyes shine, she punches me, she wants to beat me with a switch, she says she likes me-
I'm hiding with her in the secret house of the night-
Dawn finds us mystical in our shrouds, heart to heart-
"My sister!" I'd thought suddenly the first time I saw her-
The light is out.
[...]


THE SUBTERRANEANS

Κυριακή 10 Ιουνίου 2018

Jack Kerouac: [Quick to plunge, bite, put the light out]




[...]
Quick to plunge, bite, put the light out, hide my face in shame, make love to her tremendously because of lack of love for a year almost and the need pushing me down-our little agreements in the dark, the really should-not-be-tolds-for it was she who later said "men are so crazy, they want the essence, the woman is the essence, there it is right in their hands but they rush off errecting big abstract constructions."-"You mean they should just stay home with the essence, that is lie under a tree all day with the woman but Mardou that's an old idea of mine, a lovely idea, I never heard it better expressed and never dreamed."-"Instead they rush off and have big wars and consider women as prizes instead of human beings, well man I may be in the middle of all this shit but I certainly don't want any part of it" (in her sweet cultured hip tones of new generation).-And so having had the essence of her love now I errect big word constructions and thereby betray it really-telling tales of every gossip sheet the washline of the world-and hers, ours, in all the two months of our love (I thought) only once-washed as she being a lonely subterranean spent mooningdays and would go to the laundry with them but suddenly it's dank late afternoon and too late and the sheets are gray, lovely to me-because soft.-But I cannot in this confession betray the intermosts, the thighs, what the thighs contain-and yet why write?-the thighs contain the essence-yet tho there I should stay and from there I came and'll eventually return, still I have to rush off and construct construct-for nothing-for Baudelaire poems-
[...]


THE SUBTERRANEANS

Walt Whitman: I Sing the Body Electric




1
I sing the body electric,
The armies of those I love engirth me and I engirth them,
They will not let me off till I go with them, respond to them,
And discorrupt them, and charge them full with the charge of the soul.

Was it doubted that those who corrupt their own bodies conceal themselves?
And if those who defile the living are as bad as they who defile the dead?
And if the body does not do fully as much as the soul?
And if the body were not the soul, what is the soul?

2
The love of the body of man or woman balks account, the body itself balks account,
That of the male is perfect, and that of the female is perfect.

The expression of the face balks account,
But the expression of a well-made man appears not only in his face,
It is in his limbs and joints also, it is curiously in the joints of his hips and wrists,
It is in his walk, the carriage of his neck, the flex of his waist and knees, dress does not hide him,
The strong sweet quality he has strikes through the cotton and broadcloth,
To see him pass conveys as much as the best poem, perhaps more,
You linger to see his back, and the back of his neck and shoulder-side.

The sprawl and fulness of babes, the bosoms and heads of women, the folds of their dress, their style as we pass in the street, the contour of their shape downwards,
The swimmer naked in the swimming-bath, seen as he swims through the transparent green-shine, or lies with his face up and rolls silently to and fro in the heave of the water,
The bending forward and backward of rowers in row-boats, the horseman in his saddle,
Girls, mothers, house-keepers, in all their performances,
The group of laborers seated at noon-time with their open dinner-kettles, and their wives waiting,
The female soothing a child, the farmer’s daughter in the garden or cow-yard,
The young fellow hoeing corn, the sleigh-driver driving his six horses through the crowd,
The wrestle of wrestlers, two apprentice-boys, quite grown, lusty, good-natured, native-born, out on the vacant lot at sun-down after work,
The coats and caps thrown down, the embrace of love and resistance,
The upper-hold and under-hold, the hair rumpled over and blinding the eyes;
The march of firemen in their own costumes, the play of masculine muscle through clean-setting trowsers and waist-straps,
The slow return from the fire, the pause when the bell strikes suddenly again, and the listening on the alert,
The natural, perfect, varied attitudes, the bent head, the curv’d neck and the counting;
Such-like I love—I loosen myself, pass freely, am at the mother’s breast with the little child,
Swim with the swimmers, wrestle with wrestlers, march in line with the firemen, and pause, listen, count.

Ανδρέας Εμπειρίκος: Ο Ανδρέας Μπρετόν ή ο αστερόεις ουρανός




Η θάλασσα και οι στεριές. Ο ουρανός και τ' άστρα. Ο νέος κόσμος γίνεται στου υπερρεαλισμού τα κάστρα.
Ο υπερρεαλισμός και η ύπαρξις. Ο Ανδρέας Μπρετόν ελεύθερος στα διαμαντένια κάστρα. Και όλος ο κόσμος γίνεται νέος ουρανός, με ορατά και απτά τα τηλαυγή και τ' άστρα.

Άνδρος (Χώρα) 20/9/1972


Πηγή

Ανδρέας Εμπειρίκος: [Εσείς που την ημέρα κυνηγάτε με βούρδουλα τα παιδιά]




Εσείς που την ημέρα κυνηγάτε με βούρδουλα τα παιδιά και όλο το βράδυ παίζετε χαρτιά σε καφενέδες ή σαλόνια, ακόμη και στα θαλάσσια λουτρά, χωρίς να σας λένε τίποτα το κύμα και ο γλάρος, χάρης χαρές της θάλασσας, προσέχετε, προσέχετε, μη φέρετε το αναπότρεπτο χαρτί, πολύ πιο γρήγορα, νομίζοντας ότι κερδίζετε φλός ρουαγιάλ, προσέχετε μήπως το χαρτί που θα σας έρθει, εκείνο το μαύρο χαρτί, το αδυσώπυτο το μαύρο, έχει και στις γωνιές του κάτι πάρα πολύ που θυμίζει εγγλέζικο φτυάρι, εκείνο το στυγνό χαρτί, κάλλιο ν' αργήσει να 'ρθει ο ερχομός του, εκείνο το μαύρο χαρτί, κυρίες και κύριοι που τα χαρτιά αγαπάτε, την ήβη σας πνίγοντας και των παιδιών σας, εκείνο το μαύρο χαρτί προσέχετε, προσέχετε το φάντη πίκα χάρο.


Πηγή