Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017
Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017
Jack Kerouac: Δώδεκα χαϊκού (Μετάφραση-επίμετρο: Βασίλης Πανδής)
***
Πουλιά τραγουδούν
μέσα στα σκοτάδια - είν’
βροχερή αυγή
***
Ένα λουλούδι
στο χείλος του γκρεμού, στο
φαράγγι γνέφει
***
Τα λουλούδια να
σημαδεύουν λοξά τον
ευθύ θάνατο
***
Όνειρο θεού -
δεν είναι παρά ένα
απλό όνειρο
***
Άνθρωπος θνήσκει -
λιμανιού τα φώτα σε
ήρεμα νερά
***
Παγωμένο μες
στων πουλιών το λουτήρα
το φύλλο πλέει
***
Τι να σκεφτώ; - στη
διαμαντένια σούτρα, η
πίπα μου σβηστή
***
Κατεβαίνοντας
το δρόμο με το σκύλο -
λιωμένο φίδι
***
Μόνος, σε ρούχα
παλιά, βυζαίνω κρασί,
φεγγαρόλουστος
***
Άντρες, γυναίκες
μιλούν κάτωθε κενού
του αιωνίου
***
Στο δάσος πήγα ,
να διαλογιστώ - όμως,
πολύ το κρύο
***
Ήχος της σιγής -
οι μόνες οδηγίες
που θε να λάβεις
`
************************************************************
Επίμετρο
Ο Jack Kerouac (1922-1969), Αμερικανός λογοτέχνης, αποτελεί εμβληματική μορφή της Beat γενιάς, καθώς και ονοματοδότης της. Παρόλο που είναι δημοφιλής κυρίως για τα μυθιστορήματά του, αξιόλογο είναι και το ποιητικό του έργο. Τα ποιήματά του είναι ένα κράμα τζαζ πρόζας και βουδισμού, απόηχος της τυραγνίας της σαμσάρας και της λιτότητας της καθημερινής ζωής.
Επηρεασμένος από την ανατολική φιλοσοφία, ο Kerouac έγραψε μεγάλο αριθμό haiku στο γνώριμο ποιητικό του ύφος. Πλέον, κυκλοφορεί το «Book of Haikus», μια επιλογή από τα περίπου χίλια δημοσιευμένα και αδημοσίευτα haiku, τα οποία ο Kerouac είχε σκορπίσει σε ηχογραφήσεις, σημειωματάρια, ημερολόγια, αλλά και στα βιβλία του.
Ας μην ξεχνάμε πως ο Ανδρέας Εμπειρίκος θα υμνωδεί εις τους αιώνες: «Ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές – ο Kerouac διαβαίνει Μουσηγέτης, Διόνυσος μαζί και Απόλλωνας μεσ’ στο στενό του παντελόνι»!
1η δημοσίευση: www.poiein.gr
Γιώργος- Ίκαρος Μπαμπασάκης: Κουνέλλης/ Καρούζος
Κουνέλλης/ Καρούζος [2010]
Ο Γιάννης Κουνέλλης είναι, θεωρώ, σημαντικότατος δημιουργός. Η διαλεκτική του μοιάζει ανοξείδωτη, το βάρος των πραγμάτων είναι γι’ αυτόν ιερό, και η δουλειά του στοχεύει διαρκώς και διηνεκώς στην ανάσταση του καθημερινού ενός της επικράτειας της Τέχνης, το πέρασμα από το φθαρτό στο άφθαρτο, ο καθαγιασμός (πάντα μέσα από την καλλιτεχνική ματιά, χειρονομία, και παρέμβαση) του φαινομενικά ασήμαντου, αμελητέου, και ανάξιου λόγου.
Ο Γιάννης Κουνέλλης, γεννημένος το 1936 στον Πειραιά, έφυγε από τη χώρα μας και εγκαταστάθηκε στην Ιταλία. Τον φέρνω συχνά στο μυαλό μου μαζί, και υπάρχουν οι συνάψεις, δεν είναι φαντασία μου, ναι, μαζί με τα ποιήματα του Νίκου Καρούζου. Ο Κουνέλλης γράφει. Ο Καρούζος ζωγράφιζε. Και οι δύο ξέρουν από την επιφάνεια να οδηγούνται στο βάθος, ξέρουν με εικόνες και με λέξεις να κάνουνε χρυσάφι τη σκουριά. Ξέρουν, όπως έλεγε ο Καρούζος, να γυμνάζουν τη σκέψη σε απογύμνωση.
Γιάννης Κουνέλλης: Ξαναζούμε επιτέλους τη στιγμή όπου ο αιρετικός δεν συμμορφούται.
Νίκος Καρούζος: Εάν ο άνθρωπος κρίνεται από όλες του τις πράξεις, ιδιαίτερα, θα λέγαμε, ο πολιτικός, ο καλλιτέχνης κρίνεται μόνο απ’ τις ευλογημένες του πραγματώσεις.
Γιάννης Κουνέλλης: Ανάμεσα στη μία λογική και στην άλλη υπάρχουν λόφοι, ωκεανοί, άβυσσοι.
Νίκος Καρούζος: Η Λογική λατρεύει τα μακαρόνια.
Γιάννης Κουνέλλης: Ο θάνατος, στιγμή ισορροπίας ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, δίνει το μέτρο.
Νίκος Καρούζος: Μήπως είναι κι ο θάνατος δικτατορία; Ή δημοκρατία; Θ’ αφήσω σ’ εκκρεμότητα το ερώτημα.
Γιάννης Κουνέλλης: Δεν σκότωσα ποτέ, αλλά είμαι έτοιμος να το κάνω αν μου ποδοπατήσουν το δικαίωμα στην ελευθερία.
Νίκος Καρούζος: Ζούμε θα πει αλητεύουμε στους αμέτρητους ίμερους/ αλητεύουμε στα σώματα των απέραντων γυναικών/ αλητεύουμε στη μιλιά μας/ αλητεύουμε στην πείνα και στην ακάλεστη δίψα.
Γιάννης Κουνέλλης: Θέλω την επιστροφή της ποίησης με όλα τα μέσα: με την άσκηση, την παρατήρηση, τη μοναξιά, την εικόνα, την εξέγερση.
Πηγή
Χάρης Βλαβιανός: Cry me a river
Ποτάμι εσύ αδέκαστο
(της αιωνιότητας αρχαία μεταφορά)
που τις διαρκείς του σώματος μεταμορφώσεις
τα νερά σου με φθόνο καθρεφτίζουν
της αντοχής και της αδιαλλαξίας την τέχνη δίδαξέ μου
ώστε τέλος αντάξιο ν’ αξιωθώ του μίσους που μας δένει
στο ερωτικό σου δέλτα μέσα
στο άγιο αυτό τρίγωνο του τίποτα για πάντα να χαθώ.
Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ, 1992
Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017
Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017
Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017
Διονύσιος Σολωμός: Carmen Seculare
1.
Ὄξω ἀνεβοκατέβαινε τὸ στῆθος, ἀλλὰ μέσα
Ἀνθίζει μὲ τοὺς κρίνους του παρθενικὸς ὁ κόσμος.
Αὐγή 'ναι κι' ἄστραφτε γλυκὰ σὰ 'ς τὴν ἀρχὴ τῆς πλάσης,
Κ' ἐκράτουνε τὰ κάτασπρα ποδάρια 'ς τὴ δροσιά της.
2.
Κρατεῖ 'ς τὸ χόρτο τὰ κεριά, κεριὰ κομματιασμένα·
Οὐρανὸς δένεται καὶ γῆ 'ς τὴν ὄμορφη ματιά της.
3.
Δὲν εἶναι χόρτο ταπεινό, χαμόδεντρο δὲν εἶναι·
Βρύσαις ἁπλώνει τὰ κλαδιὰ τὸ δέντρο 'ς τὸν ἀέρα·
Μὴν καρτερῇς ἐδῶ πουλί, καὶ μὴ προσμένῃς χλόη·
Γιατὶ τὰ φύλλ' ἄν εἶν' πολλά, σὲ κάθε φύλλο πνεῦμα.
Τὸ ψηλὸ δέντρ' ὁλόκληρο κ' ἠχολογᾷ κ' ἀστράφτει
Μ' ὅλους τῆς τέχνης τοὺς ἠχούς, μὲ τ' οὐρανοῦ τὰ φῶτα.
Σαστίζ' ἡ γῆ κ' ἡ θάλασσα κι' ὁ οὐρανὸς τὸ τέρας,
Τὸ μέγα πολυκάντηλο μέσ' 'ς τὸ ναὸ τῆς φύσης,
Κι' ἁρμόζουν διάφορο τὸ φῶς χίλιαις χιλιάδες ἄστρα,
Χίλιαις χιλιάδες ἄσματα μιλοῦν καὶ κάνουν ἕνα.
'Σ τὸ δέντρο κάτου δέησιν ἔκαμ' ἡ βοσκοποῦλα·
Τ' ἄστρα γοργὰ τὴ δέχτηκαν καθὼς ἡ γῆ τὸν ἥλιο.
Τὰ Σεραφεὶμ ἐγνώρισαν τὸ βάθος τῆς ἀγάπης,
Κ' ὁλόκληρ' ἡ Παράδεισο διπλῆ Παράδεισό 'ναι.
Ποιὸς εἶχε πῇ ποῦ σοῦ 'μελλε, πέτρα, να βγάλεις ρόδο;
............................................
Ἀλλὰ ποῦ τώρα βρίσκονται τὰ κάτασπρα ποδάρια;
Ποῦ 'ναι τὸ στῆθος τ' ὄμορφο, ποῦ τέτοιους κόσμους ἔχει;
'Στ' ἀμπέλ' ἡ κόρη κάθεται καὶ παίζει μὲ τ' ἀρνί της.
***
***
Σημ. Ιακώβου Πολυλά:
«Ὁ ποιητὴς ἔγραψε ἕνα ποίημα, σκοπὸς τοῦ ὁποίου ἦταν νὰ ζωγραφίσῃ τὴν τωρινὴ κατάσταση τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, καὶ τὸ μέλλον του.»
Γιῶργος Σεφέρης: Μυθιστόρημα
Si j᾿ ai du gout, ce n᾿ est guère
Que pour la terre et les pierres.
ARTHUR RIMBAUD
Α´
Τὸν ἄγγελο
τὸν περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια
κοιτάζοντας πολὺ κοντὰ
τὰ πεῦκα τὸ γιαλὸ καὶ τ᾿ ἄστρα.
Σμίγοντας τὴν κόψη τ᾿ ἀλετριοῦ
ἢ τοῦ καραβιοῦ τὴν καρένα
ψάχναμε νὰ βροῦμε πάλι τὸ πρῶτο σπέρμα
γιὰ νὰ ξαναρχίσει τὸ πανάρχαιο δράμα.
Γυρίσαμε στὰ σπίτια μας τσακισμένοι
μ᾿ ἀνήμπορα μέλη, μὲ τὸ στόμα ρημαγμένο
ἀπὸ τὴ γέψη τῆς σκουριᾶς καὶ τῆς ἁρμύρας.
Ὅταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατὰ τὸ βοριά, ξένοι
βυθισμένοι μέσα σὲ καταχνιὲς ἀπὸ τ᾿ ἄσπιλα φτερὰ τῶν κύκνων ποὺ μᾶς πληγώναν.
Τὶς χειμωνιάτικες νύχτες μᾶς τρέλαινε ὁ δυνατὸς ἀγέρας τῆς ἀνατολῆς
τὰ καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στὴν ἀγωνία τῆς μέρας ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ξεψυχήσει.
Φέραμε πίσω
αὐτὰ τ᾿ ἀνάγλυφα μιᾶς τέχνης ταπεινῆς.
Β´
Ἀκόμη ἕνα πηγάδι μέσα σὲ μιὰ σπηλιά.
Ἄλλοτε μᾶς ἦταν εὔκολο ν᾿ ἀντλήσουμε εἴδωλα καὶ στολίδια
γιὰ νὰ χαροῦν οἱ φίλοι ποὺ μᾶς ἔμεναν ἀκόμη πιστοί.
Ἔσπασαν τὰ σκοινιὰ μονάχα οἱ χαρακιὲς στοῦ πηγαδιοῦ τὸ στόμα
μᾶς θυμίζουν τὴν περασμένη μας εὐτυχία:
τὰ δάχτυλα στὸ φιλιατρό, καθὼς ἔλεγε ὁ ποιητής.
Τὰ δάχτυλα νιώθουν τὴ δροσιὰ τῆς πέτρας λίγο
κι ἡ θέρμη τοῦ κορμιοῦ τὴν κυριεύει
κι ἡ σπηλιὰ παίζει τὴν ψυχή της καὶ τὴ χάνει
κάθε στιγμή, γεμάτη σιωπή, χωρὶς μία στάλα.
Ανδρέας Εμπειρίκος, Πολλές φορές την νύκτα (απόσπασμα)
[...]
Και ξαφνικά, στο γύρισμα ενός δρόμου - ω σείς που νύκτωρ διασχίζετε τις πόλεις, προσέχτε και συχνά θα ακούσετε να αναπηδά, σαν σίφουνας από έναν λαιμό σε καρμανιόλα, που όλος κόκκινος με ορμήν τα αίματα ξερνά, εκεί που λίγο πριν βρισκόταν η κεφαλή του καρατομημένου, προσέχτε, ω σείς που νύχτα διαβαίνετε στις πόλεις, προσέχτε και σίγουρα θα ακούσετε συχνά, όχι των υπογείων καφωδείων τα "Αμάν!" που με αυταρέσκεια μικρά ή ψεύτικα σεκλέτια γλυκερά σταλάζει, μα το διάτορον, το τρομερόν, το μη περαιτέρω, το εκ βαθέων του απελπισμένου ανθρώπου "ΑΜΑΝ!" που τους βαρύτερους, τους πλέον ασήκωτους καημούς, σαν αίμα ψυχής μες στο σκοτάδι αδειάζει.
ΟΚΤΑΝΑ (1980)
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ὤχ! Βασανάκια
Τὸ ἥμισυ τοῦ μεγάλου ἀκόμψου κτιρίου ἦτο πατωμένον, τὸ ἄλλο ἥμισυ, χάνι, ἀπάτωτον, ἀπαλάμιστον*, ὑγρὸν καὶ σκοτεινόν. Ἐπάνω εἰς τὸ μισὸν πάτωμα, ὁ ἀγαθὸς ἑλληνοδιδάσκαλος ἐδίδασκε τοὺς σκληροτραχήλους μαθητάς του, δεκατρεῖς ὥρας τὴν ἡμέραν. Τέσσαρας ὥρας ἔκαμνε μάθημα εἰς τὴν πρώτην τάξιν, τέσσαρας εἰς τὴν δευτέραν καὶ πέντε εἰς τὴν τρίτην. Κάτω εἰς τὴν συσσωρευμένην κόνιν τριῶν δεκαετηρίδων, ἔβοσκον χιλιάδες βλατοῦδες*, ψαλίδες, ἀλογάκια καὶ ἄλλα ζῳύφια, καὶ ἐχόρευον μυριάδες ποντικοί. Ἐπάνω εἰς τὸ φατνωμένον μέρος τοῦ κτιρίου, πρὸς τὸ ἀνατολικομεσημβρινὸν ἥμισυ, ἵπταντο μετοχαί, ἀπαρέμφατα, ἀντωνυμίαι, καὶ ἐκελάδουν μονοτόνως ἐναλλασσόμενα πρόσωπα καὶ ἀριθμοὶ καὶ ἐγκλίσεις, καὶ ἡ ράβδος ἐκράτει συχνὰ τὸν χρόνον ἐπὶ τῶν νώτων τῶν μαθητῶν.
Δυσμόθεν καὶ ἀντικρὺ τοῦ σχολείου ἦτο τὸ μικρὸν μετόχι τῆς διαλυμένης μονῆς τοῦ Ἁγ. Νικολάου, οἰκίσκος ἐκ δύο χωριστῶν θαλάμων, μὲ τὰς θύρας πρὸς τὴν ὁδόν. Εἰς τὸν ἕνα κατῴκει διαρκῶς ἡ μήτηρ Συγκλητική, ἑβδομηκοντοῦτις ἐνάρετος καλογραῖα. Εἰς τὸν ἄλλον κατέλυεν, ὁσάκις κατέβαινεν ἀπὸ τὸ μοναστήρι διὰ νὰ ἐξομολογήσῃ τοὺς μετανοοῦντας, ὁ ἀγαθὸς πατὴρ Ἰσαάκιος, ὁ παρὰ πᾶσι σεβάσμιος πνευματικός.
Δίπλα εἰς τὸ κατάλυμα τοῦ πνευματικοῦ ὑψοῦντο, μὲ τοὺς κλῶνας γυμνούς, δύο φυλλορροήσασαι συκαμινέαι. Ὀλίγον παρακάτω ἀπὸ τὰς συκαμινέας, πρὸς βορρᾶν, ἦτο τὸ σπίτι τῆς Σοφιανίνας, εἰς τὸν ἐξώστην τοῦ ὁποίου ἐφαίνετο κρεμασμένον ὡραῖον κλωβίον, καὶ μέσα εἰς τὸ κλωβίον, ὤκλαζεν ἐπί τινος ὁριζοντίου ξυλαρίου, μέγας λαμπρόπτερος καὶ ποικιλόπτερος παπαγάλος. Δίπλα εἰς τὸ σπίτι τῆς Σοφιανίνας ὑψοῦτο μεγάλη οἰκία, μὲ εὐρεῖαν αὐλὴν καὶ πλατεῖαν ὑψηλὴν ταράτσαν, ἀντικρύζουσαν σχεδὸν μὲ τὴν μεγάλην θύραν τοῦ κτιρίου, τοῦ χρησιμεύοντος ὡς σχολείου. Καὶ παραπέρα ἀπὸ τὴν οἰκίαν αὐτὴν εὑρίσκετο τὸ μικρὸν ἰσόγειον, ἀπαισίου φήμης, μὲ ἀσβεστωμένα τὰ κλειστὰ παράθυρα σπιτάκι, ὅπου κατῴκει ἡ Βότσαινα ἡ μάγισσα.
Τάσος Γουδέλης: Ευαγγελισμός
Σκηνοθεσία: Τάσος Γουδέλης
Σενάριο: Βασίλης και Τάσος Γουδέλης
Σύνοψη:
Ένας άγγελος με τη μορφή μιας παιδιάτρου, επισκέπτεται ένα ετοιμοθάνατο κορίτσι, με την εντολή να το “παραλάβει”.
Τεχνικά στοιχεία: Ταινία μικρού μήκους / Διάρκεια: 15′ / Format: 35 mm / Ήχος: Dolby SR / Είδος: Μυθοπλασία / Έγχρωμη / Έτος παραγωγής: 2010
Πηγή
Τάσος Γουδέλης: Η Συνάντηση
Σκηνοθεσία: Τάσος Γουδέλης
Σενάριο: Τάσος Γουδέλης
Σύνοψη:
Ένας άντρας σε κάποιο περίεργο μπαρ νομίζει ότι διακρίνει ένα πρόσωπο από το παρελθόν του που τον αναστατώνει. Νιώθει ενοχές, τύψεις, εχθρότητα, φόβο; Θέλει να βεβαιωθεί για την ταυτότητα του θαμώνα αλλά διστάζει. Μέχρι να αποφασίσει θυμάται και φαντασιώνεται…
Τεχνικά στοιχεία: Ταινία μικρού μήκους / Διάρκεια: 14′ / Format: 35 mm / Ήχος: Dolby SR / Είδος: Μυθοπλασία / Έγχρωμη / Έτος παραγωγής: 2008
Mίλτος Σαχτούρης: Δεν είναι ο Oιδίποδας
Ένας μεγάλος ουρανός γεμάτος χελιδόνια
τεράστιες αίθουσες δωρικές κολώνες
τα πεινασμένα τα φαντάσματα
καθισμένα σε καρέκλες στις γωνιές
να κλαίνε
τα δωμάτια με τα νεκρά πουλιά
ο Aίγιστος το δίχτυ ο Kώστας
ο Kώστας ο ψαράς ο πονεμένος
ένα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα που ανεμίζουνε
νεράντζια σπάνε τα τζάμια στα παράθυρα
και μπαίνουν μέσα
ο Kώστας σκοτωμένος
ο Oρέστης σκοτωμένος
ο Aλέξης σκοτωμένος
σπάνε τις αλυσίδες στα παράθυρα
και μπαίνουν μέσα
ο Kώστας ο Oρέστης ο Aλέξης
άλλοι γυρίζουνε στους δρόμους από το πανηγύρι
με φώτα με σημαίες με δέντρα
φωνάζουν τη Mαρία να κατέβει κάτω
φωνάζουν τη Mαρία να κατέβει από τον Oυρανό
τ' άλογα τ' Aχιλλέα πετούν στον ουρανό
βολίδες συνοδεύουνε το πέταμά τους
ο ήλιος κατρακυλάει από λόφο σε λόφο
και το φεγγάρι είναι ένα πράσινο φανάρι
γεμάτο οινόπνευμα
τότε νυχτώνει η σιωπή τους δρόμους
και βγαίνει ο τυφλός με το μπαστούνι του
παιδιά τον ακλουθάνε στις μύτες των ποδιών
δεν είναι ο Oιδίποδας
είναι ο Hλίας της λαχαναγοράς
παίζει μιαν εξαντλητική θανάσιμη φλογέρα
είναι ο νεκρός Hλίας της λαχαναγοράς
Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017
Θωμάς Γκόρπας: Τα λαϊκά τραγούδια
Τα λαϊκά τραγούδια μοιάζουν με πουλιά
μαύρα περήφανα έρημα ωραία και προδομένα
μεσ’ απ’ τα σπλάχνα των τσιτσάνηδων πετάγονται καθώς
μεσ’ απ’ τα σπλάχνα του εργάτη: Σας μισώ
μεσ’ απ’ τα σπλάχνα του φαντάρου: Δεν θέλω
καθώς μεσ’ απ’ τα σπλάχνα του εραστή πετάγεται: Τι μπορώ
να κάνω για σένα αγάπη μου; Και κλαίει…
Μίλτος Σαχτούρης: Του θηρίου
Μή φεύγεις θηρίο
θηρίο μέ τά σιδερένια δόντια
θά σοῦ φτιάξω ἕνα ξύλινο σπίτι
θά σοῦ δώσω ἕνα λαγήνι
θά σοῦ δώσω κι ἕνα κοντάρι
θά σοῦ δώσω κι ἄλλο αἷμα νά παίζεις
Θά σέ φέρω σ’ ἄλλα λιμάνια
νά δεῖς τά βαπόρια πῶς τρῶνε
τίς ἄγκυρες
πῶς σπάζουν στά δυό τά κατάρτια
κι οἱ σημαῖες ξάφνου νά βάφονται μαῦρες
Θά σοῦ βρῶ πάλι τό ἴδιο κορίτσι
νά τρέμει δεμένο στό σκοτάδι τό βράδυ
θά σοῦ βρῶ πάλι τό σπασμένο μπαλκόνι
καί τό σκύλο οὐρανό
πού βαστοῦσε τή βροχή στό πηγάδι
Θά σοῦ βρῶ πάλι τούς ἴδιους
στρατιῶτες
αὐτόν πού χάθηκε πᾶν τρία χρόνια
μέ τήν τρύπα πάνω ἁπ’ τό μάτι
κι αὐτόν πού χτυποῦσε τή νύχτα τίς
πόρτες
μέ κομμένο τό χέρι
Θά σοῦ βρῶ πάλι τό σάπιο τό μῆλο
Μή φεύγεις θηρίο
θηρίο μέ τά σιδερένια δόντια
William Carlos Williams: A Love Song
What have I to say to you
When we shall meet?
Yet—
I lie here thinking of you.
The stain of love
Is upon the world.
Yellow, yellow, yellow,
It eats into the leaves,
Smears with saffron
The horned branches that lean
Heavily
Against a smooth purple sky.
There is no light—
Only a honey-thick stain
That drips from leaf to leaf
And limb to limb
Spoiling the colours
Of the whole world.
I am alone.
The weight of love
Has buoyed me up
Till my head
Knocks against the sky.
See me!
My hair is dripping with nectar—
Starlings carry it
On their black wings.
See, at last
My arms and my hands
Are lying idle.
How can I tell
If I shall ever love you again
As I do now?
William Carlos Williams: Complaint
They call me and I go.
It is a frozen road
past midnight, a dust
of snow caught
in the rigid wheeltracks.
The door opens.
I smile, enter and
shake off the cold.
Here is a great woman
on her side in the bed.
She is sick,
perhaps vomiting,
perhaps laboring
to give birth to
a tenth child. Joy! Joy!
Night is a room
darkened for lovers,
through the jalousies the sun
has sent one golden needle!
I pick the hair from her eyes
and watch her misery
with compassion.
Woody Allen: [A romantic fool]
“I have always thought of myself as a romantic,” Allen said. “This is not necessarily shared by the women in my life.” He said that his ex-girlfriends would call him a “romantic fool.” “They think I romanticize New York City, that I romanticize the past, that I romanticize love relationships and I probably do. It probably is foolish.”
Πηγή
James Joyce: Song
My love is in a light attire
Among the apple trees,
Where the gay winds do most desire
To run in companies.
There, where the gay winds stay to woo
The young leaves as they pass,
My love goes slowly, bending to
Her shadow on the grass.
And where the sky’s a pale blue cup
Over the laughing land,
My love goes lightly, holding up
Her dress with dainty hand.
Joseph Brodsky: Transatlantic
The last twenty years were good for practically everybody
save the dead. But maybe for them as well.
Maybe the Almighty Himself has turned a bit bourgeois
and uses a credit card. For otherwise time’s passage
makes no sense. Hence memories, recollections,
values, deportment. One hopes one hasn’t
spent one’s mother or father or both, or a handful of friends entirely
as they cease to hound one’s dreams. One’s dreams,
unlike the city, become less populous
the older one gets. That’s why the eternal rest
cancels analysis. The last twenty years were good
for practically everybody and constituted
the afterlife for the dead. Its quality could be questioned
but not its duration. The dead, one assumes, would not
mind attaining a homeless status, and sleep in archways
or watch pregnant submarines returning
to their native pen after a worldwide journey
without destroying life on earth, without
even a proper flag to hoist.
1992
Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017
Ευγένιος Αρανίτσης: Αν είσαι 16 έως 25, ιδού η ευκαιρία!
Ο Ιάλυσος, γιος της Κυδίππης και του Κέρκαφου, είχε ιδρύσει την πόλη Ρόδο και πολύ σωστά έπραξε αφού, στην αντίθετη περίπτωση, οι ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη δεν θα είχαν αγοράσει το νησί το 1309.
Κατόπιν, ο Χιλιανός Αλεχάντρο Χοντορόφσκι ίδρυσε το σουρεαλιστικό κίνημα S.ΝΟΒ. Τέλος, ο συγγραφέας Γιώργος Σκούρτης, το 1987, ίδρυσε τη «Ράμπα», το διάσημο μπαράκι στην Τσαμαδού. Εκεί σύχναζε διψασμένος ο Νίκος Καρούζος, ο προ-προτελευταίος ίσως μεγάλος μας ποιητής, με τις τσέπες του συνήθως άδειες, εκτός κι αν είχε εισπράξει κάποια σωτήρια προκαταβολή απ' τον Καστανιώτη ή απ' την «Εστία». Ο Σκούρτης βέβαια ήταν κάθε άλλο παρά απρόθυμος να αποτελέσει υπόδειγμα οικοδεσπότη απέναντι στον ξεχωριστό του θαμώνα· αυτός, με τη σειρά του, σκάρωνε πού και πού, επί τόπου, ένα ποίημα και το άφηνε με τον πομπώδη, βαθυστόχαστο, κάπως σπασμωδικό του τρόπο πάνω στον πάγκο, σαν κλητήριο θέσπισμα.
Η συνήθεια του Καρούζου να χαρίζει ποιήματα σε φίλους και γνωστούς ή να αποζημιώνει, μέσω αυτών, για τις οφειλές του σε ορισμένα μπαρ ή και εστιατόρια, όπως έκανε ο Πικάσο με τα σκίτσα του αν πιστέψουμε τον θρύλο, μας καλεί να του αναγνωρίσουμε την πρωτοτυπία της άσκησης μιας ιδιαίτερης μορφής αφιέρωσης. Οχι εκείνης της τετριμμένης που συνοδεύει το χειρόγραφο δίκην ρητής προμετωπίδας -στον τάδε ή στη δείνα-, επαναλαμβανόμενη στο τυπωμένο κείμενο, και την οποία έβρισκες στη μαύρη αγορά για πενταροδεκάρες, όχι! Εδώ γινόταν παραχώρηση του ίδιου του αντικειμένου, της ίδιας της σελίδας, οριστικά και αποκλειστικά δικής σου, εσένα του παραλήπτη, δίχως καν ο συγγραφέας να έχει κρατήσει αντίγραφο. Που σημαίνει ενδεχομένως το αποκορύφωμα μιας γενναιόδωρης παρόρμησης εν ονόματι του παρόντος ως ενεργοποιημένου λίκνου αυθόρμητων συμβάντων. Θα λέγαμε το ίδιο και για τους παραχωρητικούς αυτοσχεδιασμούς του Λάγιου, αν δεν ήταν πασίγνωστη η τερατώδης μνημονική του ικανότητα, κατά τι ανώτερη εκείνης του Καρούζου, οπότε όλοι υποπτεύονταν ότι κρατούσε αντίγραφα στα νευρικά κύτταρα του ιππόκαμπου του εγκεφάλου του. Οι ομοιοκαταληξίες σχημάτιζαν τις αλυσίδες των πρωτεϊνών.
William Carlos Williams: Love
Love is twain, it is not single,
Gold and silver mixed to one,
Passion ‘tis and pain which mingle
Glist’ring then for aye undone.
Pain it is not; wondering pity
Dies or e’er the pang is fled;
Passion ‘tis not, foul and gritty,
Born one instant, instant dead.
Love is twain, it is not single,
Gold and silver mixed to one,
Passion ‘tis and pain which mingle
Glist’ring then for aye undone.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης: [Η μοίρα των καινοτόμων είναι η περιπέτεια]
Η μοίρα των καινοτόμων είναι η περιπέτεια. Όχι μονάχα να ζούνε περιπέτειες αλλά να τις προκαλούν. Αναστατώνουν τα πάντα και τους πάντες γύρω τους, ακόμα κι αν δεν το επιδιώκουν. Αλλάζουν το τοπίο της τέχνης τους. Μεταβάλλουν δραστικά τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα. Συνθέτουν ανήκουστες μελωδίες με τις λέξεις, με τα χρώματα, με τις νότες, ακόμα και με το πώς ανάβουν το τσιγάρο τους ή αγγίζουν την αγαπημένη τους. Είναι αυτοί που ανατρέπουν τους κανόνες του παιχνιδιού και επιβάλλουν αναίμακτα τους δικούς τους. Είναι αυτοί που μετά το πέρασμά τους από τούτον τον πλανήτη τίποτα πια δεν είναι όπως ήταν πριν. Είναι αυτοί που παράγουν νέα κριτήρια.
Τέτοιος άνθρωπος, τέτοιος καινοτόμος ήταν ο Τζέιμς Τζόυς. Πάντα Ιρλανδός, μα και πάντα εξόριστος. Πάντα Δουβλινέζος και Παριζιάνος, μα και πάντα Ευρωπαίος, παγκόσμιος, πέρα από τα όρια του χώρου και, μέσα από το πολυσχιδές έργο του, πέρα από τα όρια του χρόνου. Ο Τζόυς μπόρεσε να κάνει κέντρο του κόσμου μια μικρή κάμαρα, και τον ίδιο του τον μεγαλοφυή εαυτό. Κι από κει, βραδυφλεγώς, να αναστατώσει το σύμπαν, να κατακρημνίσει συμπαγείς πεποιθήσεις και στέρεες βεβαιότητες. Κάθε του βιβλίο ήταν κάτι πέρα και πάνω από τυπωμένες σελίδες, κάτι πέρα και πάνω από λογοτεχνία: ήταν ανάσα, βρυχηθμός, σπασμός, ουρλιαχτό, ψίθυρος, εξέγερση, μουσική των κορμιών, κλείσιμο αμετάκλητο ενός κύκλου και υπαινιγμός για το άνοιγμα χιλίων άλλων. «Αυτή η ξέφρενη Σύνοψη των πιο δελεαστικών παιχνιδιών, αυτή η Ποιητική τέχνη σε δέκα χιλιάδες μαθήματα, δεν είναι δημιουργία της τέχνης αλλά αυτοψία του πτώματός της», έγραψε εύστοχα και ανησυχητικά κάποιος θεωρητικός για το περιλάλητο Finnegans Wake. Δεν είναι καθόλου λίγο να καταφέρνεις να συμπυκνώσεις όλο το νόημα, όλο το μεγαλείο και όλη την τραγωδία της Μοντέρνας Τέχνης σε ένα μυθιστόρημα! Καθόλου λίγο!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)