Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

Μιχάλης Γκανάς: Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος



Μου αρέσουν οι γιορτές. Πάντα μου άρεσαν, από παιδί. Οση ευσέβεια διαθέτω ως Χριστιανός Ορθόδοξος την οφείλω λιγότερο στους υποχρεωτικούς εκκλησιασμούς και περισσότερο στις μεγάλες γιορτές των παιδικών μου χρόνων.

Χριστούγεννα χιονισμένα, εκθαμβωτικής αθωότητας ή απλώς παγωμένα, αλλά γυρίζοντας από την εκκλησία στο σπίτι, το τζάκι να καίει «παπόρι».

Πρωτοχρονιά μέσα στο δριμύ, ιαματικό ψύχος του παπαδιαμαντικού Αϊ-Γιώργη, με τον Παντοκράτορα πουντιασμένο και ολομόναχο εκεί πάνω, να ζεσταίνεται από τις ανάσες μας, τις φλόγες των κεριών και το πολυκάντηλο.

Μεγάλη Εβδομάδα, λιβάνια και αγριολούλουδα στα χέρια των μαυροφορεμένων γυναικών, κορίτσια έτοιμα να σταυρωθούν για χάρη μας και ν’ αναληφθούμε μαζί στους έρημους ουρανούς της εφηβείας. Πρόβες για τον επιτάφιο με φάλτσες πλην κατανυκτικότατες φωνές.

Δεκαπενταύγουστος, ενθρονισμένος στο ένδοξο Δεσποτάτο της πρωινής ευδίας, με ούζο και χλωρό τυρί μετά τη λειτουργία, πριν τα κλαρίνα και το τριήμερο πανηγύρι κάτω από τα θεόρατα πλατάνια.

Μαθητής Γυμνασίου στους Φιλιάτες, θυμάμαι, περίμενα πώς και πώς τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Λίγες μέρες πριν από τις διακοπές, χαμένος μέσα στο πούσι των αληγών βροχοπτώσεων της βορειοδυτικής Ελλάδος, και στο κρύο σπίτι που με φιλοξενούσε, ξάπλωνα το βράδυ έχοντας τον νου μου εκεί, στο χωριό. Ηταν τα πρώτα συμπτώματα μιας ισόβιας νοσταλγίας για τον τόπο, τους ανθρώπους, τα φυτά και τα ζώα, ιδιαίτερα τα πουλιά.

Απαγγέλλει ο Μίλτος Σαχτούρης

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Pier Paolo Pasolini: Η Τέφρα του Γκράμσι


Βασίλης Λαλιώτης: Η Μαθητεία της Πλοκής



Rainer Maria Rilke: Ελεγείες του Ντουΐνο




Ο Lawrence Ferlinghetti διαβάζει James Joyce


William S. Burroughs και Lawrence Ferlinghetti





Διαβάζει ο Κώστας Λαχάς






Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Μανόλης Πρατικάκης


Με τον Μανόλη Πρατικάκη, στην Παναγία της Τενέδου (Κέρκυρα, 11/11/2016, Επιστημονικό συνέδριο της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών: Νάσος Βαγενάς, Μιχάλης Γκανάς, Μανόλης Πρατικάκης) [φωτογραφία του Σπύρου Σουρβίνου]



Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Απαγγέλλει ο Αντώνης Φωστιέρης




Άγγελος Σικελιανός: Πνευματικό Εμβατήριο



Τζώρτζης Πάνος: Παγανιστικό


Στο δάσος τελετών
ινδιάνων
ή μιας πανάρχαιας φυλής
βρίσκομαι,
για να κριθεί η ψυχή μου.

Με αγωνία κοιτάζω τη φωτιά
νομίζω,
βλέπω ψυχές∙
πνεύματα αρχαίων ανθρώπων
και
ζωόμορφων θεών
σε πύρινη δίνη∙
βγαίνω απ’ το σώμα μου
και εξερευνώ τον ουρανό.

Ακολουθώντας το μονοπάτι
του λύκου φεγγαριού,
ατελείωτος απλώνεται ο δρόμος
από ασημένιες βέργες.

Κυνηγώ χίμαιρες.

Ο Ωρίων
οι Άρκτοι
ο Ηρακλής
και τα μήλα
των Εσπερίδων.

Οι γοργόνες
με τα χρυσοκέντητα φτερά,
τραγουδούν
το τραγούδι της Σελήνης
κορυβαντιούσες.

Οι νύμφες του δάσους,
υμνούν
τον Παν-άγαθο θεό.

Το σύμπαν σε αρμονία.

Κάποια στιγμή
έχοντας στο σώμα μου επιστρέψει,
αντικρίζω τον αρχηγό της φυλής
να καπνίζει με το τσιμπούκι του
να πίνει και
να τα λέει φιλικά
διασκεδάζοντας με τους ιθαγενείς.

(Ακόμη περιμένω μια απάντηση.)

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ: [Ο άγγελος της μοναξιάς]




[...]

ΚΙ ΕΓΩ: Και γιατί τη θλίψη τη λες αθώα;

ΕΓΩ: Μα είναι. Κανένας δεν την κάλεσε, δεν έχει συγκεκριμένο λόγο ύπαρξης. Είναι σαν τη συννεφιά που σε προστατεύει απ' τη βροχή. Η θλίψη δεν προσπαθεί να σου αλλάξει τη διάθεση για να σηκωθεί να φύγει. Μένει κοντά σου, στη μοναξιά σου. Ναι, για μένα η θλίψη είναι άγγελος. Ο άγγελος της μοναξιάς.


ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ ΔΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ (2016)


Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

William Shakespeare: Henry IV, Part II | Act III, Scene 1




Westminster. The palace
---
Enter the KING in his nightgown, with a page


HENRY IV

Go call the Earls of Surrey and of Warwick;
But, ere they come, bid them o'er-read these letters
And well consider of them. Make good speed. Exit page
How many thousands of my poorest subjects
Are at this hour asleep! O sleep, O gentle sleep,
Nature's soft nurse, how have I frightened thee,
That thou no more will weigh my eyelids down,
And steep my senses in forgetfulness?
Why rather, sleep, liest thou in smoky cribs,
Upon uneasy pallets stretching thee,
And hush'd with buzzing night-flies to thy slumber,
Than in the perfum'd chambers of the great,
Under the canopies of costly state,
And lull'd with sound of sweetest melody?
O thou dull god, why liest thou with the vile
In loathsome beds, and leav'st the kingly couch
A watch-case or a common 'larum-bell?
Wilt thou upon the high and giddy mast
Seal up the ship-boy's eyes, and rock his brains
In cradle of the rude imperious surge,
And in the visitation of the winds,
Who take the ruffian billows by the top,
Curling their monstrous heads, and hanging them
With deafing clamour in the slippery clouds,
That with the hurly death itself awakes?
Canst thou, O partial sleep, give thy repose
To the wet sea-boy in an hour so rude;
And in the calmest and most stillest night,
With all appliances and means to boot,
Deny it to a king? Then, happy low, lie down!
Uneasy lies the head that wears a crown.


[...]




Πηγή

William Shakespeare: Henry IV, part 1 | Act 2, Scene 4



SCENE IV. The Boar's-Head Tavern, Eastcheap.

Enter PRINCE HENRY and POINS

PRINCE HENRY
Ned, prithee, come out of that fat room, and lend me
thy hand to laugh a little.
POINS
Where hast been, Hal?
PRINCE HENRY
With three or four loggerheads amongst three or four
score hogsheads. I have sounded the very
base-string of humility. Sirrah, I am sworn brother
to a leash of drawers; and can call them all by
their christen names, as Tom, Dick, and Francis.
They take it already upon their salvation, that
though I be but the prince of Wales, yet I am king
of courtesy; and tell me flatly I am no proud Jack,
like Falstaff, but a Corinthian, a lad of mettle, a
good boy, by the Lord, so they call me, and when I
am king of England, I shall command all the good
lads in Eastcheap. They call drinking deep, dyeing
scarlet; and when you breathe in your watering, they
cry 'hem!' and bid you play it off. To conclude, I
am so good a proficient in one quarter of an hour,
that I can drink with any tinker in his own language
during my life. I tell thee, Ned, thou hast lost
much honour, that thou wert not with me in this sweet
action. But, sweet Ned,--to sweeten which name of
Ned, I give thee this pennyworth of sugar, clapped
even now into my hand by an under-skinker, one that
never spake other English in his life than 'Eight
shillings and sixpence' and 'You are welcome,' with
this shrill addition, 'Anon, anon, sir! Score a pint
of bastard in the Half-Moon,' or so. But, Ned, to
drive away the time till Falstaff come, I prithee,
do thou stand in some by-room, while I question my
puny drawer to what end he gave me the sugar; and do
thou never leave calling 'Francis,' that his tale
to me may be nothing but 'Anon.' Step aside, and
I'll show thee a precedent.
POINS
Francis!
PRINCE HENRY
Thou art perfect.
POINS
Francis!
Exit POINS

Enter FRANCIS

FRANCIS
Anon, anon, sir. Look down into the Pomgarnet, Ralph.
PRINCE HENRY
Come hither, Francis.
FRANCIS
My lord?
PRINCE HENRY
How long hast thou to serve, Francis?
FRANCIS
Forsooth, five years, and as much as to--
POINS
[Within] Francis!
FRANCIS
Anon, anon, sir.
PRINCE HENRY
Five year! by'r lady, a long lease for the clinking
of pewter. But, Francis, darest thou be so valiant
as to play the coward with thy indenture and show it
a fair pair of heels and run from it?
FRANCIS
O Lord, sir, I'll be sworn upon all the books in
England, I could find in my heart.