Μου αρέσουν οι γιορτές. Πάντα μου άρεσαν, από παιδί. Οση ευσέβεια διαθέτω ως Χριστιανός Ορθόδοξος την οφείλω λιγότερο στους υποχρεωτικούς εκκλησιασμούς και περισσότερο στις μεγάλες γιορτές των παιδικών μου χρόνων.
Χριστούγεννα χιονισμένα, εκθαμβωτικής αθωότητας ή απλώς παγωμένα, αλλά γυρίζοντας από την εκκλησία στο σπίτι, το τζάκι να καίει «παπόρι».
Πρωτοχρονιά μέσα στο δριμύ, ιαματικό ψύχος του παπαδιαμαντικού Αϊ-Γιώργη, με τον Παντοκράτορα πουντιασμένο και ολομόναχο εκεί πάνω, να ζεσταίνεται από τις ανάσες μας, τις φλόγες των κεριών και το πολυκάντηλο.
Μεγάλη Εβδομάδα, λιβάνια και αγριολούλουδα στα χέρια των μαυροφορεμένων γυναικών, κορίτσια έτοιμα να σταυρωθούν για χάρη μας και ν’ αναληφθούμε μαζί στους έρημους ουρανούς της εφηβείας. Πρόβες για τον επιτάφιο με φάλτσες πλην κατανυκτικότατες φωνές.
Δεκαπενταύγουστος, ενθρονισμένος στο ένδοξο Δεσποτάτο της πρωινής ευδίας, με ούζο και χλωρό τυρί μετά τη λειτουργία, πριν τα κλαρίνα και το τριήμερο πανηγύρι κάτω από τα θεόρατα πλατάνια.
Μαθητής Γυμνασίου στους Φιλιάτες, θυμάμαι, περίμενα πώς και πώς τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Λίγες μέρες πριν από τις διακοπές, χαμένος μέσα στο πούσι των αληγών βροχοπτώσεων της βορειοδυτικής Ελλάδος, και στο κρύο σπίτι που με φιλοξενούσε, ξάπλωνα το βράδυ έχοντας τον νου μου εκεί, στο χωριό. Ηταν τα πρώτα συμπτώματα μιας ισόβιας νοσταλγίας για τον τόπο, τους ανθρώπους, τα φυτά και τα ζώα, ιδιαίτερα τα πουλιά.