Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Νίκος Καρούζος: Φοβερός από μειλιχιότητα




Φεύγω απ’ το στόμα μου φεύγω απ’ το μυαλό μου
  δεν έχει όρια η κωμωδία της γλώσσας
τα διάπυρα σημάδια του Δήθεν εντειχισμένα στο στήθος.
Φεύγω απ’ τα χέρια μου φεύγω απ’ τη στύση
  διατρέχοντας ηχηρά το νευρικό μου σύστημα
Είμαι σαν άκοπο βιβλίο που πάλιωσε
  στα μαυρισμένα ράφια της θεότητας
διαθέτω μονάχα την Άνοιξη διαθέτω τ’ αστέρια
  είμαι άλλωστε εγώ που ταρίχευσα
μαζεύοντας όσο μπόρεσα χημικό σκοτάδι –
  την καθημερινότητα.

Woody Allen: Husbands and Wives





Μιχαήλ Χουρμούζης: Ο Λεπρέντης





Ζαχαρίας Παπαντωνίου: Το κυπαρίσσι



Εἶμαι τὸ δέντρο ποὺ ἀκολουθεῖ τὴ γραμμὴ τῆς προσευχῆς ὅταν ἀνεβαίνει
ἀπὸ ἥσυχη ψυχή.

Εἶμαι ἡ λόγχη ποὺ κοκκίνισε στὸ αἷμα τῆς δύσης καὶ φρουρεῖ τὸ Ἀόρατο
ἀπ᾿ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν εἰρωνεία.

Εἶμαι στὶς γιορτὲς τοῦ τοπίου τὸ μαῦρο ράσο ποὺ δὲν τελείωσεν ἀκόμα
τὴ δοκιμασία του.

Εἶμαι τὸ καμπαναριὸ στὸ ναὸ τοῦ πόνου καὶ γιὰ τὶς ψυχὲς ποὺ ἔχουν σκοπὸ
σημαίνει τοὺς ὄρθρους καὶ τοὺς ἑσπερινοὺς ἡ σιωπή μου.


Ζαχαρίας Παπαντωνίου: Ο ανυπόμονος



Μόλις τ᾿ αὐγά της ζέστανε ἡ κλώσσα
καὶ τὰ μικρὰ ἑτοιμάστηκε νὰ βγάλει,
ἕνα πουλάκι ἐσήκωσε κεφάλι
μὲς τὸ τσόφλι μιλώντας τέτοια γλώσσα:
«Ὡς πότε ἐδῶ θὰ μ᾿ ἔχουνε κλεισμένο;
καθόλου δὲν μπορῶ νὰ περιμένω!
Πῶς; Ἔτσι τὸν καιρό μου ἐδῶ θὰ χάνω;
Ἐγὼ ἔχω κατορθώματα νὰ κάνω!
Κόκορας βέβαια θἆμαι δίχως ἄλλο,
λοφίο ψηλό, χρυσὰ φτερὰ θὰ βγάλω.
Τὴ μέρα καὶ τὴ νύχτα θὰ στολίσω,
θὰ φέρνω τὴν αὐγή, μόλις λαλήσω
στὸ φράχτη, στὴν αὐλή, σὲ κάθε μέρος
στρατεύματα τὶς κότες θὰ ὁδηγῶ».
Καὶ τοὖπε τότε ὁ κόκορας ὁ γέρος:
«Στάσου νὰ βγεῖς παιδάκι μου ἀπ᾿ τὸ αὐγό!»


Ζαχαρίας Παπαντωνίου: Ο παπαγάλος



Σὰν ἔμαθε τὴ λέξη καλησπέρα
ὁ παπαγάλος, εἶπε ξαφνικά:
«Εἶμαι σοφός, γνωρίζω ἑλληνικὰ
τὶ κάθομαι ἐδῶ πέρα!»

Τὴν πράσινη ζακέτα του φορεῖ
καὶ στὸ συνέδριο τῶν πουλιῶν πηγαίνει,
γιὰ νὰ τοὺς πεῖ μιὰ γνώμη φωτισμένη.
Παίρνει μιὰ στάση λίγο σοβαρή,
ξεροβήχει, κοιτάζει λίγο πέρα
καὶ τοὺς λέει: καλησπέρα!

Ὁ λόγος του θαυμάστηκε πολύ.
Τὶ διαβασμένος, λένε, ὁ παπαγάλος!
Θἆναι σοφὸς αὐτὸς πολὺ μεγάλος,
ἀφοῦ μπορεῖ κι ἀνθρώπινα μιλεῖ!

Ἀπ᾿ τὶς Ἰνδίες φερμένος, ποιὸς τὸ ξέρει
πόσα βιβλία μαζί του νἄχει φέρει,
μὲ τὶ σοφοὺς ἐμίλησε, καὶ πόσα
νὰ ξέρει στῶν γραμματικῶν τὴ γλώσσα!

«Κυρ-παπαγάλε, θἄχουμε τὴν τύχη
ν᾿ ἀκούσουμε τὶ λὲς καὶ πάρα πέρα;»
Ὁ παπαγάλος βήχει, ξεροβήχει,
μὰ τὶ νὰ πεῖ; Ξανάπε: καλησπέρα!


Αργύρης Εφταλιώτης: Τραγούδι της Ζωής



Σε βλέπω ταξιδιώτισσα ξενιτεμένη
καθώς που σ' είδα μια φορά σ' ένα ακρογιάλι,
κοπέλλα βεργολυγερή και χαϊδεμένη,
με μια πλεξούδα καστανή, μ' αφράτα κάλλη.

Ρωτώ τα μαύρα μάτια σου και λέω πως ξέρεις
να κλεις της νιότης τον καημό στα σωθικά σου.
Ρωτώ τα χείλη σου και λες πως θε να φέρεις
χρόνια καλότυχα στο νιό της αρεσκειάς σου.

Λαμπρό φεγγάρι να το πω το πρόσωπό σου,
δε κατεβαίνει τέτοιο φως απ' το φεγγάρι.
Να σου το πω βασιλικό το στάσιμό σου,

δε στάθηκε βασίλισσα με τόση χάρη.
Η όψη σου μιά αγγελική χαρά σκορπάει,
που γίνετ' άγγελος κι αυτός που σε θωράει.


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Η Φόνισσα/Κεφάλαιο Ι'



Παρῆλθον αἱ ἑορταὶ τοῦ Πάσχα. Τὴν ἑβδομάδα τοῦ Θωμά, ἡ γραία Χαδούλα, βοηθουμένη ἀπὸ τὴν μικρὰν κόρην της, τὴν Κρινιῶ, ἔπλυνεν ἐντὸς τῆς εὐρείας αὐλῆς τοῦ κυρ Ἀλεξάνδρου τοῦ Ροσμαῆ, γέροντος προκρίτου, ὅστις ἧτο σύντεκνός της, καὶ τῆς εἶχε βαπτίσει σχεδὸν ὅλα τὰ τέκνα. Εἰς τὸ ὑπόστεγον μέρος τῆς αὐλῆς τὸ καλούμενον λαδαρειό, δίπλα εἰς τὴν πελωρίαν ξυλίνην καρούταν, ὀμοιάζουσαν πολὺ μὲ τὴν Κιβωτὸν τοῦ Νῶε, ὅπως τὴν ζωγραφίζουν, πλησίον εἰς τὸ φρέαρ, καὶ ὅπου ἡ ἀναθάλλουσα τεραστία μορέα ἐξέτεινε τοὺς μεγάλους καταπρασίνους κλώνας της, ὡς χιαστὴν εὐλογίαν διδομένην σταυροειδῶς εἰς ἀξίους καὶ ἀναξίους, ὁ μικρὸς κῆπος φραγμένος μὲ δρύφακτα ἐξεδίπλωνε πολύχρωμα μεθυστικὰ ἄνθη εἰς δρόσον γλυκασμοὺ καὶ τρυφὴν ὀμμάτων δι' ὅλα τοῦ Θεοῦ τὰ πλάσματα· δίπλα εἰς τὴν μικρὰν κάμινον μὲ τὴν κτιστὴν στέρναν τῶν στεμφύλων, εἶχεν ἡ Φραγκογιαννοὺ τὴν μεγάλην, βαθείαν σκάφην της, παραπλεύρως ταύτης ἄλλην σκάφην ἡ Κρινιῶ, καὶ ἀκούραστοι αἱ δυὸ ἀπὸ δυὸ ἡμερῶν ἔπλυνον, ἐμπουγάδιαζαν, ἐξέβγαιναν, ἄπλωναν, ἐστέγνωναν, ἐμάζευαν, καὶ ἀκόμα δὲν εἶχον τελειώσει τὴν καλὴν τῶν ἐργασίαν.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Η Φόνισσα/Κεφάλαιο Θ'



Ἀφοῦ εἶχε γεμίσει τὸ καλάθι της, καὶ ὁ ἥλιος ἔκλινε πολὺ χαμηλά, καθὼς ἐξῆλθε τοῦ ἐρήμου ναΐσκου, ἡ γραία Χαδούλα ἐκίνησε νὰ ἐπιστρέψη εἰς τὴν πολίχνην. Κατῆλθε πάλιν τὸ ρέμα-ρέμα εἰς τὰ ὀπίσω, ἐστράφη δεξιά, ἄρχισε ν' ἀνηφορίζη πρὸς τὸν λόφον τοῦ Ἄγ. Ἀντωνίου, ὁπόθεν εἶχεν ἔλθει. Μόνον πρὶν φθάση ἀκόμη εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ λόφου, ἔφ' οὐ ἵσταται τὸ παρεκκλήσιον, καὶ ὁπόθεν ἀνοίγεται μεγάλη θέα πρὸς τὸν λιμένα καὶ τὴν πόλιν, εἶδεν ἐκεῖ δεξιὰ τῆς χαμηλὰ εἰς τὸ βάθος μικρὰς κοιλάδος, ἥτις καλεῖται τῆς Μαμοὺς τὸ ρέμα, καὶ τέμνει κατ' ἀμβλείαν γωνίαν τὴν ἄλλην βαθείαν κοιλάδα τοῦ Ἀχειλᾶ, τὸν εὐρὺν καὶ καλῶς καλλιεργημένον κῆπον τοῦ Γιάννη τοῦ Περιβολᾶ, καὶ εἶπε μέσα της:
«Ἂς πάω στὸν μπαχτσὲ τοῦ Γιάννη, νὰ τοῦ γυρέψω κανένα μάτσο κρομμύδια, ἢ κανένα μαρούλι, νὰ μὲ φιλέψη... Τί θὰ χάσω;»

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Η Φόνισσα/Κεφάλαιο Η'



Τὴν ἑβδομάδα τῶν Βαΐων, μίαν πρωίαν, ἀπῆλθεν ἡ Φραγκογιαννοὺ ὀλομόναχη εἰς τὴν ἐξοχήν, πρὸς τῆς Μαμοὺς τὸ ρέμα. Ἤθελε νὰ ἐπισκεφθῆ τὸν μικρὸν ἐλαιώνα, τὸν ὁποῖον ὡς «ψυχομοίρι» εἶχε λάβει ἀπὸ μίαν εὔπορον ὀπωσοῦν κουμπάραν της, ἀποθανοῦσαν ἄκληρον, καὶ εἰς τὴν ὁποίαν εἶχε προσφέρει ἐκδουλεύσεις. Τὸ ἥμισυ τοῦ ἐλαιῶνος τούτου εἶχε δώσει ὡς προίκα εἰς τὴν Δελχαρῶ, τὸ ἄλλο ἥμισυ κατεῖχεν ἀκόμη ἡ γραία.
Ὀλίγαι ἑβδομάδες εἶχον παρέλθει ἀπὸ τὰ γεγονότα τὰ ὁποῖα διηγήθημεν. Οὐδεὶς δυσανάλογος θόρυβος εἶχε γίνει διὰ τὸ μικρὸν θυγάτριον τῆς Δελχαρῶς τῆς Τραχήλαινας, τὸ ὁποῖον ἔθαψαν τὴν αὐτὴν ἡμέραν. Ἡ μήτηρ τοῦ βρέφους, ἂν καὶ εἶδε τὰ μέλανα τινα σημεῖα περὶ τὸν λαιμὸν τοῦ μικροῦ παιδιοῦ, δὲν θὰ ἐτόλμα ποτὲ νὰ κάμη λόγον, οὔτε ἄλλος θὰ ἐπίστευε τὸ ἔγκλημα τῆς μητρός της. Προφανῶς τὸ παιδίον εἶχεν ἀποθάνει ἀπὸ τὸν κοκκίτην.
Ὁ μόνος ἰατρός, ὅστις ὑπῆρχεν ἀπὸ χρόνων εἰς τὸ χωρίον, ὁ φιλάνθρωπος Βαυαρὸς Β., ἔτυχεν ἀπών. Εἶχεν ἀκουσθῆ καὶ πάλιν χολέρα εἰς τὴν Αἴγυπτον, καὶ τὸ ὑπουργεῖον τῶν Ἐσωτερικῶν συνήθιζε ν' ἀποστέλλη κατ' ἐκλογὴν τὸν ἰατρὸν τοῦτον εἰς τὴν διεύθυνσίν του ἐν Δήλῳ λοιμοκαθαρτηρίου.
Ἀντ' αὐτοῦ ἡ Κυβέρνησις εἶχε στείλει προσωρινῶς ὡς ὑγειονόμον γηραιὸν τινα ἰατρόν, τὸν κ. Μ., ὅστις δὲν εἶχε φθάσει ἀκόμη. Ἐν τῷ μεταξὺ ὑπῆρχεν εἰς ἀπόφοιτος τῆς ἰατρικῆς, διατρίβων ἐν τῇ νήσῳ. Οὗτος κληθεὶς ὑπὸ τῆς δημοτικῆς ἀστυνομίας ὅπως βεβαιώση τὸν θάνατον, ἐκοίταξεν ἐπιπολαίως τὸ πρόσωπον τοῦ νεκροῦ βρέφους, παρεπονέθη διατὶ νὰ μὴν τὸν φωνάξουν ἐνόσω τοῦτο ἔζη κ' ἔδωκε τὸ «ἐνταφιαστήριον», γράψας «ἐκ σπασμώδους βηχός».

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Η Φόνισσα/Κεφάλαιο Ζ'



Ἄκρα σιγὴ καὶ ἡσυχία ἐπεκράτησεν ἐντὸς τοῦ σκοτεινοῦ θαλάμου, μετὰ τὸν τελευταῖον βήχα καὶ τὸν κλαυθμυρισμὸν τοῦ θυγατρίου, τὰ ὁποῖα τόσον ἀποτόμως διεκόπησαν. Ἡ Φραγκογιαννοὺ εἶχε κύψει τὸ πρόσωπόν της, καὶ εἶχε στηρίξει μὲ τὰς δυὸ χείρας τὸ μέτωπον, καὶ εἶχε παύσει νὰ σκέπτεται. Τῆς ἐφαίνετο ὅτι δὲν ἔζη πλέον. Οὔτε ἡ πνοὴ τῆς ἠκούετο. Πᾶς θόρυβος εἶχε παύσει. Οὔτε φλὸξ ἔβρεμεν εἰς τὴν ἑστίαν, οὔτε βόμβος ἠκούετο, καὶ τὸ ἠμίκαυστον φιτίλιον τοῦ λύχνου ἔφεγγε θλιβερῶς. Ἡ μικρὰ κανδήλα πρὸ πολλοῦ εἶχε σβήσει εἰς τὸ εἰκονοστάσιον, καὶ αἱ μορφαὶ τῶν ἁγίων δὲν ἐφαίνοντο πλέον.
Αἴφνης ἡ λεχώνα ἐξύπνησε μετὰ τιναγμού, ἐν μέσῳ, τῆς ἄκρας ἠρεμίας.
- Τ' εἶναι μάννα; εἶπε.
Ἡ μήτηρ τῆς βλοσυρά, καὶ ὡς ἐν φρεναπάτῃ, τὴν ἐκοίταξεν εἰς τὸ φῶς τοῦ λυχναρίου.
- Τ' εἶναι! εἶπε, τίποτα. Ξύπνησες;
- Μοῦ φάνηκε πὼς κάτι εἶπες... πὼς μ' ἐφώναξες, μὲς στὸν ὕπνο μου.
- Ἐγώ;... ὄχι. Τ' αὐτιά σου κάμανε.
- Τί ὥρα νὰ εἶναι, μάννα;
- Τί ὥρα; ξέρω 'γω;... Τόσες φορὲς λάλησε καὶ ξαναλάλησε τ' ὀρνίθι.
- Καὶ σῦ δὲν ἐκοιμήθης, μάννα;
- Ἐχόρτασα τὸν ὕπνο καλά... Τρύπησε τὸ πλευρό μου, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού, ἥτις δὲν εἶχε κλείσει ὄμμα. Ὅπου εἶναι θὰ φέξη.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Η Φόνισσα/Κεφάλαιο ΣΤ'



Ἀφοῦ ἡ Ἀμέρσα εἶχε χάσει τὸν ὕπνον της, μετὰ τὴν ἐπάνοδον ἐκ τῆς οἰκίας τῆς λεχώνας καὶ εἶχε πλαγιάσει πάλιν, χωρὶς νὰ κοιμηθῆ, εἰς τὸ πλάγι τῆς μικρᾶς ἀδελφῆς της, ἐπὶ μακρὸν ἐξηκολούθησε νὰ σκέπτεται καὶ πάλιν τὸν ἀδελφόν της, τὸν δυστυχῆ καὶ ἔνοχον ἐκεῖνον. Ἔκτοτε, μετὰ τὸ πήδημα ἀπὸ τῆς κλαβανῆς καὶ τὴν ἀπόδρασίν του, δὲν τὸν εἶχεν ἰδεῖ πλέον. Οἱ χωροφύλακες τὸν κατεζήτουν ἐπὶ ἡμέρας, ἀλλ' οὐδαμοῦ τὸν εὗρον.
Εὐθὺς τότε μετὰ τὰς ἐρωτήσεις τῶν χωροφυλάκων, εἰς τὰς ὁποίας ἀπήντησεν ὅπως ἀπήντησεν ἡ Ἀμέρσα, ἅμα ἔφθασεν ἡ μήτηρ εἰς τὴν οἰκίαν, ηὗρε τὴν κόρην τυλιγμένην εἰς τὸ πάπλωμα, κάτω νεύουσαν, καὶ πολὺ χλωμὴν ἐκ τῆς λιποθυμίας τὴν ὁποίαν εἶχε φέρει ἡ ροὴ τοῦ αἵματος.
Εἰς τὴν ἐρώτησιν τοῦ ἑνὸς χωροφύλακος, ἐκείνου τὸν ὁποῖον εἶχε ἀνατρέψει φεύγων ὁ Μοῦρος, "γερόντισσα, ποὺ εἴν' ὁ γυιόκας σου", δὲν εἶχεν ἀπαντήσει ἡ Φραγκογιαννού. Ἀλλ' ὁ ἄλλος, ὅστις ἐφαίνετο ἀνθρωπινώτερος, μὲ ἤρεμον τόνον εἶπε:
- Κοίταξε, κυρά, τί ἔχ' ἡ κόρη σου. Μᾶς λέει πὼς εἶναι ἄρρωστη.
- Ἄρρωστη εἶναι! πὼς νὰ μὴν εἶναι! ἀπήντησε μέθ' ἐτοιμότητος ἡ Φραγκογιαννού. Ἐπῆρε φρίξη ἀπ' τὰ καμώματα ἐκείνου τοῦ προκομμένου, τοῦ γυιοῦ μου... Κοιτάξτε, παιδιά!... ἀνίσως τὸν πιάσετε, νὰ μὴν τὸν τυραγνήσετε πολύ...
- Τὸν εἶδες πουθενὰ νὰ τρέχη; Κατὰ ποῦ ἔκαμε;

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Η Φόνισσα/Κεφάλαιο Ε



Ἅμα ἀπῆλθεν ἡ Ἀμέρσα, ἡ Φραγκογιαννού, ζαρωμένη πλησίον τῆς γωνίας, μεταξὺ τῆς ἑστίας καὶ τοῦ λίκνου, ἔχασεν ἐκ νέου τὸν ὕπνον της, καὶ ἤρχισε νὰ συνεχίζη τοὺς πικροὺς καὶ πόρρω πλανωμένους διαλογισμούς της. Ὅταν λοιπὸν ἐξενιτεύθησαν εἰς τὴν Ἀμερικὴν οἱ δυὸ μεγαλύτεροι υἱοί, καὶ ἡ Δελχαρῶ ἐμεγάλωσεν, ἀνάγκη ἧτο αὐτὴ ἡ μήτηρ νὰ φροντίση διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῆς κόρης, καθότι ὁ γέρων, ὁ «Λογαριασμός», δὲν διέπρεπεν ἐπὶ δραστηριότητι. Λοιπὸν ἠξεύρει ὅλος ὁ κόσμος τί σημαίνει μία μήτηρ νὰ εἶναι συγχρόνως καὶ πατὴρ διὰ τὰς κόρας της, καὶ νὰ μὴν εἶναι τουλάχιστον μήτε χήρα. Ὀφείλει ἡ ἰδία καὶ νὰ ὑπανδρεύση καὶ νὰ προικίση καὶ προξενήτρια καὶ πανδρολόγισσα νὰ γίνη. Ὡς ἀνὴρ ὀφείλει νὰ δώση οἰκίαν, ἄμπελον, ἀγρόν, ἐλαιώνα, νὰ δανεισθῆ μετρητά, νὰ τρέξη εἰς τοῦ συμβολαιογράφου, νὰ ὑποθήκευση. Ὡς γυνή, πρέπει νὰ κατασκευάση ἢ νὰ προμηθευθῆ «προίκα», τουτέστι παράφερνα, ἤτοι σινδόνας, χιτώνια κεντητά, μεταξωτᾶς ἐσθήτας μὲ χρυσοΰφαντα ποδογύρια. Ὡς προξενήτρια πρέπει ν' ἀνιχνεύση γαμβρόν, νὰ τὸν κυνηγήση, νὰ τὸν ἀλιεύση, νὰ τὸν ζωγρήση. Καὶ ὁποῖον γαμβρόν!
Ἕνα ὠσὰν τὸν Κωνσταντήν, ὅστις ἐρρογχάλιζε τώρα, πέραν τοῦ μεσοτοίχου, εἰς τὸν πλαγινὸν θαλαμίσκον, ἄνθρωπον σπανόν, «ἀΐσκιωτον», ἄγαρμπον. Καὶ ὁ τοιοῦτος νὰ ἔχη «καπρίτσια», ἀπαιτήσεις, πείσματα· σήμερον νὰ ζητῆ τοῦτο καὶ αὔριον ἐκεῖνο· τὴν μίαν ἡμέραν νὰ ζητῆ τόσα, τὴν ἄλλην περισσότερα καὶ συχνὰ «νὰ τὸν βάζουν στὰ λόγια» ἄλλοι ἰδιοτελεῖς ἢ φθονεροί, ν' ἀκούη ἐντεῦθεν κ' ἐκεῖθεν διαβολάς, ραδιουργίας, «μαναφούκια» καὶ νὰ μὴ θέλη «νὰ ταιριασθῆ». Καὶ νὰ ἐγκαθίσταται μετὰ τὸν ἀρραβώνα στῆς πενθερὰς τὸ σπίτι, καὶ νὰ «σκαρώνη» ἔξαφνα «πρωιμάδι». Κι ὅλον τὸν καιρὸν «κόττα-πίττα».
Κι αὐτὸν τὸν γαμβρόν, μὲ μυρίους κόπους, μὲ ἀνεκδιήγητα βάσανα, μόλις, μετὰ πολὺν καιρόν, νὰ τὸν πείθη τις νὰ στεφανωθῆ ἐπὶ τέλους. Κ' ἡ νύφη νὰ καμαρώνη, φέρουσα στολισμὸν πολυτελή, καρπὸν πολλῆς νηστείας καὶ οἰκονομίας, κ' ἡ νύφη νὰ μὴν ἔχη πλέον μέση, διὰ ν' ἀναδεικνύεταί το πάλαι λιγυρὸν ἀνάστημά της.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Η Φόνισσα/Κεφάλαιο Δ



Ἕως ἐδῶ εἶχον φθάσει αἱ ἀναμνήσεις καὶ οἱ λογισμοὶ τῆς ἀγρυπνούσης γραίας. Ἐλάλησε τὸ δεύτερον ὁ πετεινός. Θὰ εἶχαν περάσει δυὸ μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Ἰανουάριος ὁ μήν. Χρόνος ἡ νύκτα. Βορρᾶς ἐφύσα. Ἡ φωτιὰ εἰς τὴν ἑστίαν ἔσβηνε. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἠσθάνθη ρίγος εἰς τὴν ράχιν, καὶ παγωμένους τοὺς πόδας της. Ἤθελε νὰ σηκωθῆ νὰ φέρη ὀλίγα ξύλα ἔξω ἀπὸ τὸν πρόδομον, διὰ νὰ τὰ ρίψη εἰς τὴν ἑστίαν, νὰ ξανάψη τὸ πῦρ. Ἀλλ' ἠργοπόρει· καὶ ἠσθάνετο μικρὰν νάρκην, ἴσως τὸ πρῶτον σύμπτωμα τοῦ εἰσβάλλοντος ὕπνου.
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, τόσον παράωρα, ἐνῶ εἶχε κλειστὰ τὰ ὄμματα, ἐκρούσθη παραδόξως ἡ θύρα. Ἡ γραία ἐξαφνίσθη. Δὲν ἤθελε νὰ φωνάξη «ποιὸς εἶναι», διὰ νὰ μὴν ἐξυπνήση τὴν λεχώ, ἀλλ' ἀπετίναξε τὴν νάρκην της, διακοπεῖσαν ἤδη ἀποτόμως διὰ τοῦ κρότου τῆς θύρας τὸν ὁποῖον εἶχεν ἀκούσει, ἐσηκώθη σιγά, ἐξῆλθε τοῦ θαλάμου. Πρὶν φθάση εἰς τὴν ἔξω θύραν, ἤκουσε διακριτικήν, ψίθυρον φωνήν:
- Μάννα!
Ἀνεγνώρισε τὴν φωνὴν τῆς Ἀμέρσας. Ἧτο ἡ δευτερότοκος κόρης της.
- Τί ἔπαθες, ἀρῆ;... Τί σου ἦρθε, τέτοια ὥρα;
Καὶ ἤνοιξε τὴν θύραν.
- Μάννα, ἐπανέλαβε μετ' ἀσθμαινούσης φωνῆς ἡ Ἀμέρσα. Τί κάνει τὸ κορίτσι;... μὴν πέθανε;
- Ὄχι...κοιμᾶται· τώρα ἡσύχασε, εἶπεν ἡ γραία. Πῶς σου ἦρθε;
- Εἶδα στὸν ὕπνο μου πὼς πέθανε, εἶπε μὲ πάλλουσαν ἀκόμη φωνὴν ἡ ὑψηλὴ γεροντοκόρη.
- Ἄμμ' σὰν εἶχε πεθάνει, τάχα τί; εἶπε κυνικῶς ἡ γραία...Κ' ἐσηκώθης... κ' ἦρθες νὰ ἰδῆς;
Ἡ οἰκία τῆς Γιαννούς, ὅπου αὔτη συνήθως ἐκατοίκει μετὰ τῶν δυὸ ἀγάμων θυγατέρων τῆς -καθότι προσωρινῶς τώρα διενυκτέρευε πλησίον τῆς λεχοῦς- ἔκειτο ὀλίγας δεκάδας βημάτων βορεινότερα, παρέκει. Αὐτὴ ἡ οἰκία τῆς Δελχαρῶς εἶχε δοθῆ προικώα εἰς ταύτην, ἧτο δὲ αὐτὴ ἡ παλαιὰ οἰκία, ἡ κτισθεῖσα ἀπὸ τὰς οἰκονομίας τῆς Χαδούλας, καὶ ἀπὸ τὸν πρῶτον πυρήνα τὸν ὁποῖον εἶχε σχηματίσει ἀπὸ τὸ κομπόδεμα τῶν ἀειμνήστων γονέων της. Ὕστερον, ὀλίγα ἔτη μετὰ τὸν γάμον τῆς Δελχαρῶς, εἶχε κατορθώσει ἡ μήτηρ τῆς ν' ἀποκτήση καὶ δευτέραν φωλέαν, μικροτέραν καὶ ἀθλιεστέραν τῆς πρώτης, εἰς τὴν αὐτὴν συνοικίαν. Δυὸ ἢ τρεῖς οἰκίαι ἐχώριζον τὴν δευτέραν ἀπὸ τῆς πρώτης.
Ἀπὸ ἐκείνην λοιπὸν τὴν νεόκτιστον οἰκίαν εἶχεν ἔλθει τόσον παράωρα ἡ Ἀμέρσα, ἥτις δὲν ἐφοβεῖτο τὰ στοιχειὰ τὴν νύκτα, ἧτο δὲ τολμηρὰ καὶ ἀποφασιστικὴ κόρη.
- Κ' ἐσηκώθης;... κ' ἦρθες νὰ ἰδῆς;
- Ξαφνίστηκα μὲς τὸν ὕπνο μου, μαννούλα. Εἶδα πὼς πέθανε τὸ κορίτσι, καὶ πὼς ἐσὺ εἶχες ἕνα μαῦρο σημάδι στὸ χέρι σου.
- Μαῦρο σημάδι;...

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Η Φόνισσα/Κεφάλαιο Γ



Οὕτω εἶχον διαρρεύσει πολλαὶ νύκτες ἀπὸ τοῦ τοκετοῦ τῆς Δελχαρῶς τῆς Τραχήλαινας. Ἀφοῦ τὸ μικρὸν ἐβαπτίσθη, καὶ ὠνομάσθη Χαδούλα, μὲ τ' ὄνομα τῆς μάμμης του –τὸ ὁποῖον ἔκαμεν ἐκείνην νὰ μορφάζη σείουσα τὴν κεφαλήν, καὶ νὰ ψιθυρίζη «μὴν τύχη καὶ χαθῆ τ' ὄνομα!»– πάλιν ἡ γραία ἠγρύπνει, ἂν καὶ τὸ μωρὸν ἐφαίνετο νὰ εἶναι ὀπωσοῦν καλύτερα. Ἄλλως ἡ ἀγρυπνία ἧτο ἐν τῇ φύσει καὶ τὴ ἰδιοσυγκρασία τῆς Φραγκογιαννούς, ἥτις ἐσκέπτετο χίλια πράγματα, καὶ εἶχεν τὸν ὕπνον δύσκολον. Οἱ λογισμοὶ καὶ αἱ ἀναμνήσεις της, ἀμαυραὶ εἰκόνες τοῦ παρελθόντος, ἤρχοντο ἀλλεπάλληλοι ὡς κύματα μέσα εἰς τὸν νοῦν της, πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς της.
Είχε καρπογονήσει, λοιπόν, ἡ Χαδούλα τόσα τέκνα, καὶ εἶχε κτίσει μικρὸν ὀσπίτιον διὰ νὰ κατοικήση. Ὅταν ηὔξανεν ἡ οἰκογένεια, τόσον ηὔξανον καὶ τὰ «φαρμάκια». Ναί, ἀπὸ τὰς ἰδίας οἰκονομίας τῆς εἶχεν ἀποκτήσει τὴν μικρὰν οἰκίαν ἡ Γιαννού, καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ περισσεύματα τοῦ συζύγου της. Ὁ μάστρο-Γιάννης ὁ Σκοῦφος, ἢ ὁ «Λογαριασμός», δὲν ἤξευρε, πράγματι, νὰ λογαριάση καλὰ οὔτε πόσα μεροκάματα εἶχε δουλέψει, οὔτε πόσα κάνουν τέσσαρα ἢ πέντε ἢ ἐξ μεροκάματα τῆς ἐβδομάδος πρὸς μίαν καὶ 75 ἢ μίαν καὶ 80 –διότι τόσα ἔπαιρνεν ὡς τρίτης τάξεως μαραγκός. Ὅταν ἐνίοτε, ὡς καλαφάτης, ἐπληρώνετο πρὸς 2.35 ἢ 2.40, πάλιν δὲν ἤξευρε νὰ τὰ λογαριάση.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Η Φόνισσα/Κεφάλαιο Β



Τὸ πῦρ ἔφθινεν εἰς τὴν ἑστίαν, ὁ λύχνος ἐτρεμόφεγγεν εἰς τὸ μικρὸν φάτνωμα, ἡ λεχώνα ἐλαγοκοιμάτο ἐπὶ τῆς κλίνης· τὸ βρέφος ἔβηχεν εἰς τὸ λίκνον, καὶ ἡ γραία Φραγκογιαννού, ὅπως καὶ τὰς προλαβούσας νύκτας, ἠγρύπνει ἐπὶ τῆς στρωμνῆς της.
Ήτον περὶ τὸ πρῶτον λάλημα τοῦ πετεινοῦ, ὁπότε αἱ ἀναμνήσεις ἔρχονται ἐν εἴδει φαντασμάτων. Ἀφοῦ τὴν ὑπάνδρευσαν, καὶ τὴν «ἐκουκούλωσαν», καὶ τὴν ἐπροίκισαν μὲ τὸ σπίτι τὸ ἐτοιμόρροπον εἰς τὸ παλαιὸν ἀκατοίκητον Κάστρον, καὶ μὲ τὸ μποστάνι τὸ χέρσον εἰς τὴν ἀγρίαν βορεινὴν ἐσχατιᾶν, καὶ μὲ τὸ ἀγριοχώραφον τὸ διαφιλονικούμενον ἀπὸ τὸν γείτονα καὶ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, ἡ νεόνυμφος μετὰ τοῦ συζύγου τῆς ἐκατοίκησεν εἰς τὸ σπίτι τῆς ἀνδραδέλφης της τῆς χήρας, καὶ ἄνοιξε νοικοκυριὸ μὲ μικρὰ πράγματα. Τὸ προικοσύμφωνόν της, ὡς τόσον, ἔγραφε λεπτομερῶς ὅτι τῆς εἶχαν δώσει τόσες φορεσιὲς ροῦχα, τόσα ὑποκάμισα, τόσες προσκεφαλάδες, ὅπως καὶ δυὸ χαλκώματα, ἕνα τηγάνι, μίαν πυροστιᾶν, κτλ. Ἀκόμη καὶ μαχαιροπίρουνα καὶ κουτάλια ἀνέγραφε τὸ προικοσύμφωνον.
Η ἀνδραδέλφη, ἀμέσως τὴν Δευτέραν, τὴν ἐπιοῦσαν τοῦ γάμου, τὰ ἐξήλεγξεν ὅλα, καὶ εὗρεν ὅτι ἔλειπον ἐκ τῶν ἐν τῶν καταλόγω δυὸ σινδόνια, δυὸ μαξιλάρια, ἐν χάλκωμᾳ, καθὼς καὶ μία πλήρης φορεσιά. Αὐθημερὸν δὲ παρήγγειλε τῆς πενθερᾶς νὰ φέρη τὰ ἐλλείποντα. Ἡ ἰδιοτελὴς γραία ἀπήντησεν ὅτι «τὰ ὅσα ἔδωσε, εἶναι καλῶς δοσμένα, καὶ εἶναι ἀρκετά». Τότε ἡ ἀνδραδέλφη ἔβαλε στὰ λόγια τὸν ἀδελφόν της· οὗτος παρεπονέθη εἰς τὴν νεόνυμφον, ἐκείνη δὲ τοῦ ἀπήντησεν: «Ἂν ἀγροικοῦσε τὸ συφέρο του, δὲν θὰ ἐδέχετο νὰ τοῦ γράψουν σπίτι στὸ Κάστρο, ὅπου μόνον τὰ στοιχειὰ κατοικοῦν· καὶ τί τὸν ὠφελοῦν τὰ σινδόνια καὶ τὰ ποκάμισα, ἀφοῦ δὲν ἤτον ἱκανὸς νὰ πάρη σπίτι κι ἀμπέλι κ' ἐλιώνα;»

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Η Φόνισσα/Κεφάλαιο Α



Μισοπλαγιασμένη κοντὰ εἰς τὴν ἑστίαν, μὲ σφαλιστὰ τὰ ὄμματα, τὴν κεφαλὴν ἀκουμβώσα εἰς τὸ κράσπεδον τῆς ἑστίας, τὸ λεγόμενον «φουγοπόδαρο», ἡ θεια-Χαδούλα, ἡ κοινῶς Γιαννοὺ ἡ Φράγκισσα, δὲν ἐκοιμάτο, ἀλλ' ἐθυσίαζε τὸν ὕπνο πλησίον εἰς τὸ λίκνον τῆς ἀσθενούσης μικρᾶς ἐγγονῆς της. Ὅσον διὰ τὴν λεχώ, τὴν μητέρα τοῦ πάσχοντος βρέφους, αὔτη πρὸ ὀλίγου εἶχεν ἀποκοιμηθῆ ἐπὶ τῆς χθαμαλῆς, πενιχρᾶς κλίνης της.
Ὁ μικρὸς λύχνος, κρεμαστός, ἐτρεμόσβηνε κάτω τοῦ φατνώματος τῆς ἑστίας. Ἔρριπτε σκιὰν ἀντὶ φωτὸς εἰς τὰ ὀλίγα πενιχρὰ ἔπιπλα, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο καθαριώτερα καὶ κοσμιώτερα τὴν νύκτα. Οἱ τρεῖς μισοκαυμένοι δαυλοί, καὶ τὸ μέγα ὀρθὸν κούτσουρον τῆς ἑστίας, ἔρριπτον πολλὴν στάκτην, ὀλίγην ἀνθρακιὰν καὶ σπανίως βρέμουσαν φλόγα, κάμνουσαν τὴν γραίαν νὰ ἐνθυμῆται μέσα εἰς τὴν νύσταν της τὴν ἀποῦσαν μικροτέραν κόρην της, τὴν Κρινιῶ, ἥτις ἂν εὑρίσκετο τώρα ἐντὸς τοῦ δωματίου, θὰ ὑπεψιθύριζε μὲ τόνον λογαοιδικόν: «Ἂν εἶναι φίλος, νὰ χαρῆ, ἂν εἴν' ἐχθρός, νὰ σκάση...»
Ἡ Χαδούλα, ἡ λεγομένη Φράγκισσα, ἢ ἄλλως Φραγκογιαννού, ἧτο γυνὴ σχεδὸν ἐξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, μὲ ἁδροὺς χαρακτήρας, μὲ ἦθος ἀνδρικόν, καὶ μὲ δυὸ μικρὰς ἄκρας μύστακος ἄνω τῶν χειλέων της. Εἰς τοὺς λογισμούς της, συγκεφαλαιοῦσα ὅλην τὴν ζωήν της, ἔβλεπεν ὅτι ποτὲ δὲν εἶχε κάμει ἄλλο τίποτε εἰμῆ νὰ ὑπηρετῆ τοὺς ἄλλους. Ὅταν ἧτο παιδίσκη, ὑπηρέτει τοὺς γονεῖς της. Ὅταν ὑπανδρεύθη, ἔγινε σκλάβα τοῦ συζύγου της - καὶ ὅμως, ὡς ἐκ τοῦ χαρακτῆρος της καὶ τῆς ἀδυναμίας ἐκείνου, ἧτο συγχρόνως καὶ κηδεμὼν αὐτοῦ· ὅταν ἀπέκτησε τέκνα, ἔγινε δοῦλα τῶν τέκνων της· ὅταν τὰ τέκνα τῆς ἀπέκτησαν τέκνα, ἔγινε πάλιν δουλεύτρια τῶν ἐγγόνων της.
Τὸ νεογνὸν εἶχε γεννηθῆ πρὸ δυὸ ἑβδομάδων. Ἡ μητέρα τοῦ εἶχε κάμει βαριὰ λεχωσιά. Ἧτο αὔτη ἡ κοιμωμένη ἐπὶ τῆς κλίνης, ἡ πρωτότοκος κόρη τῆς Φραγκογιαννούς, ἡ Δελχαρῶ ἡ Τραχήλαινα. Εἶχαν βιασθὴ νὰ τὸ βαπτίσουν τὴν δεκάτην ἡμέραν ἐπειδὴ ἔπασχε δεινῶς· εἶχε κακὸν βήχα, κοκκίτην, συνοδευόμενον μὲ σπασμωδικὰ σχεδὸν συμπτώματα. Καθὼς ἐβαπτίσθη, τὸ νήπιον ἐφάνη νὰ καλυτερεύει ὀλίγον, τὴν πρώτην βραδιᾶν, καὶ ὁ βήχας ἐκόπασεν ἐπ' ὀλίγον. Ἐπὶ πολλὰς νύκτας, ἡ Φραγκογιαννοὺ δὲν εἶχε δώσει ὕπνον εἰς τοῦ ὀφθαλμούς της, οὐδὲ εἰς τὰ βλέφαρά της νυσταγμόν, ἀγρυπνοῦσα πλησίον τοῦ μικροῦ πλάσματος, τὸ ὁποῖον οὔδ' ἐφαντάζετο ποίους κόπους ἐπροξένει εἰς τοὺς ἄλλους, οὐδὲ πόσα βάσανα ἔμελλε νὰ ὑποφέρη, ἐὰν ἐπέζη, καὶ αὐτό. Καὶ δὲν ἧτο ἱκανὸν νὰ αἰσθανθῆ κᾶν τὴν ἀπορίαν, τὴν ὁποίαν μόνη ἡ μάμμη διετύπωνε κρυφίως μέσα της: «Θέ μου, γιατί νὰ ἔλθη στὸν κόσμο κι αὐτό;»

Woody Allen: Shadows and Fog



Woody Allen: Broadway Danny Rose



Paolo & Vittorio Taviani: Το σπίτι με τους κορυδαλλούς