Mέρος A΄
«Il y a bien de la difference entre rire de la religion,
et rire de ceux qui la profanent par leurs opinions extravagantes».
(Pascal, lettre XI).
Aπό του μέσου άρχονται συνήθως οι επικοί ποιηταί· ταυτό ποιούσι και οι μυθιστοριογράφοι, όσοι τας δεκατόμους τύχας των Πόρθων και Αραμίδων παραγγέλουσιν υπομισθίω εφημερίδι να ονομάση, αριστοτελική αδεία1, εποποιίας· έπειτα ο ήρως, όταν εύρη ευκαιρίαν, εντός σπηλαίου ή ανακτόρου, επί ευώδους χλόης ή μαλακής κλίνης διηγείται τα προηγούμενα τη ερωμένη, επεί ευνής και φιλότητος εξ έρον έντο.
Ούτω θέλει ο Λατίνος Οράτιος εν τη Ποιητική· τούτο συνιστώσι και οι βιβλιοπώλαι, οσάκις παραγγέλλουσι βιβλίον, ορίζοντες εις τον συγγραφέα το μήκος, το πλάτος και την ύλην αυτού ως του ενδύματος εις τον ράπτην. Τοιαύτη τέλος είναι η κοινή μέθοδος· αλλ’ εγώ προτιμώ ν’ αρχίσω από την αρχήν· ο δε αγαπών την κλασικήν αταξίαν δύναται ν’ αναγνώση πρώτον τας τελευταίας του βιβλίου μου σελίδας και έπειτα τας πρώτας, μετασχηματίζων ούτω εις επικόν μυθιστόρημα την απέριττον και φιλαλήθη διήγησίν μου.
Ο μέγας Βύρων έλαβε την υπομονήν ν’ ακούση τας φλυαρίας των γραιών της Σεβίλλης, ίνα μάθη αν η μήτηρ του ήρωός του Δον Ζουάν έλεγε λατινιστί το Πάτερ ημών, αν ήξευρεν Εβραϊκά και εφόρει λινούν υποκάμισον και γαλανάς κνημίδας. Επιθυμών καγώ να είπω τω αναγνώστη τουλάχιστον πώς ωνομάζετο της ηρωίδος μου ο γεννήτωρ, ανεδίφησα τους εις μέγα φύλλον λήρους των μεσαιωνίων Ηροδότων· αλλ’ ούτος είναι εκεί πολυώνυμος και ποκιλώνυμος, ως ο Ζευς παρά τοις ποιηταίς και ο Διάβολος παρά τοις Ινδοίς. Δαπανών έτη τινά εις παραβολάς χειρογράφων ηδυνάμην ίσως να μάθω, αν ο γεννήσας την Ιωάνναν ωνομάζετο Βιλλιβάλδος ή Βαλλαφρείδος· αλλ’ αμφιβάλλω αν το κοινόν ήθελε με ανταμείψει διά τον τοιούτον κόπον μου. Ακολουθών λοιπόν το παράδειγμα των σημερινών λογίων, οίτινες φοβούνται μήπως, αν έχανον καιρόν αναγινώσκοντες, ήθελον γράψει ολιγώτερα και ούτω ζημιώσει τους τε συγχρόνους και τους μετά ταύτα, εξακολουθώ ή μάλλον άρχομαι της ιστορίας μου.
Ο ανώνυμος λοιπόν πατήρ της ηρωίδος μου ήτο Άγγλος μοναχός· εκ τίνος δε επαρχίας δεν ηδυνήθην να μάθω, μη ούσης ακόμη διηρημένης της Βρεταννίας εις κομιτάτα προς ευκολίαν των εισπρακτόρων. Κατήγετο δε εκ των Ελλήνων εκείνων αποστόλων, οίτινες εφύτευσαν τον πρώτον σταυρόν εις την χλοεράν Ιρλανδίαν, και υπήρξε μαθητής του Εριγενούς Σκώτου, όστις πρώτος εφεύρε τον τρόπον του κατασκευάζειν αρχαία χειρόγραφα, δι’ ων ηπάτησε τους τότε λογίους, ως ο Σιμωνίδης τους Βερολινείους. Ταύτα μόνα διέσωσεν ημίν η ιστορία περί του πατρός της Ιωάννας. Η δε μήτηρ αυτής εκαλείτο Γιούθα, ήτο ξανθή και έβοσκε τας χήνας Σάξωνος βαρόνου. Ούτος καταβάς την παραμονήν συμποσίου, ίνα εκλέξη την παχυτέραν, ωρέχθη και της ποιμενίδος, ην από του ορνιθώνος μετέφερεν εις τον κοιτώνα. Βαρυνθείς αυτήν μετ’ ολίγον την έδωκεν εις τον οινοχόον, ο οινοχόος εις τον μάγειρον και ούτος εις τον χυτροκόρον, όστις ευλαβής ων αντήλλαξε την νεάνιδα μετά του μοναχού, λαβών αντ’ αυτής οδόντα του αγίου Γουτλάκου, του ζήσαντος και οσίως τελευτήσαντος εντός λάκκου τινός της Μερκίας. Ούτω εξέπεσεν η Γιούθα από της κλίνης δεσπότου εις τας αγκάλας καλογήρου, ως και σήμερον εν Αγγλία οι υψηλοί πίλοι από των κροτάφων διπλωμάτου εις την κεφαλήν επαίτου· καθότι εις τον ευνομούμενον εκείνον τόπον πολλοί μεν αποθνήσκουσι της πείνης, πολλοί δε προσβάλλουσι την αιδώ δι’ έλλειψιν υποκαμίσου, αλλά πάντες γερουσιασταί και νεκροθάπται, κόμητες και ψωμοζήται φορούσι πίλον υψηλόν, όστις θεωρείται εκεί ως το παλλάδιον της συνταγματικής ισότητος.
Το συνοικέσιον υπήρξεν ευτυχές. Την μεν ημέραν περιήρχετο ο μοναχός τους πέριξ πύργους, πωλών ευχάς και κομβολόγια, το δε εσπέρας επέστρεφεν εις το κελλίον έχων τας χείρας υγράς από τα φιλήματα των πιστών και την πήραν πλήρη άρτου, κρεάτων, πλακούντων και καρύων· γεώμηλα δε δεν υπήρχον ακόμη εν Αγγλία, αλλ’ εισήχθησαν βραδύτερον μετά του συντάγματος προς χρήσιν του ελευθέρου λαού, ότε επελθούσης της ισότητος, έπαυσαν οι υπηρέται να τρώγωσι καλά κρέατα εις την αυτήν τράπεζαν μετά του αυθέντου.