Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Βασίλης Πανδής: Στρατιώτης του '40 αφηγείται



Στις αρχές Νοεμβρίου ήμασταν εκεί·
εκεί, στα σαγόνια του Ταρτάρου·
εκεί, στο χείλος της αβύσσου,
που μας σπρώξανε οι θέλησες των ισχυρών του κόσμου·
εκεί, για να υπερασπίσουμε
ένα κομμάτι γης όλο φως
που μας ανήκει

Μέσα στα χιόνια πορευόμαστε μέρες και νύχτες -
αλλά αυτό δεν κάνουμε πάντα
τόσες εκατοντάδες χρόνια;
Μέρες και νύχτες διαβαίναμε μέσα στα χιόνια,
βλέποντας χέρια και πόδια συντρόφων να κόβονται,
μα αποδείξαμε πως είν' η δύναμη της ψυχής
μεγαλύτερη από κείνη του χρυσού ή των όπλων

Μεθύσαμε με τ' αθάνατο κρασί του '21,
όπως το 'θελε ο ποιητής
Τις μαχαιριές στα πλευρά και στα στήθη αντέξαμε
κι οι Διγενήδες ήμασταν
που το Χάροντα νικήσανε στα μαρμαρένια αλώνια,
διδάσκοντας
πώς ο άνθρωπος θα νικήσει

Όλοι αποχτήσαμε κόκκινα μάτια και ασπρισμένα γένια -
Το μόνο που μας απόμεινε
κόκκινα μάτια κι ασπρισμένα γένια
μαζί με μια καρδιά γαλανόλευκη -
πιο γαλανόλευκη από πριν


21.X.2014
Βασίλης Πανδής

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ο φτωχός άγιος



Περιοδ. «Ἐστία», 1892

Α΄
῞Οταν ἤμεθα παιδία, μὴ ἔχοντες τί νά κάμωμεν, διότι τὸ χωρίον μας δὲν εἶχεν ἄφθονα τά μέσα τῆς ψυχαγωγίας, συνωδεύομεν πολλάκις τὰς μητέρας καὶ τὰς θείας μας εἰς ἐκδρομὰς ἀνὰ τοὺς ἀγροὺς καὶ τοὺς ἐλαιῶνας, διημερεύομεν εἰς γραφικοὺς ὅρμους παρὰ τοὺς ἀμμώδεις καὶ ἀσπίλους αἰγιαλοὺς ἁπλῶς καὶ μόνον διὰ νὰ παρενοχλῶμεν καὶ νὰ χασομεροῦμεν μὲ τὰς ἀταξίας μας τὰς φιλέργους γυναῖκας τὰς ἀσχολουμένας εἰς τὸ λεύκασμα τῶν ὀθονῶν.
Ἐὰν γειτόνισσά τις εἶχε τάξιμον ν’ ἀνάψῃ τὰ κανδήλια τοῦ δεῖνος ἀγροτικοῦ ἁγίου, χάριν τοῦ ξενιτεύοντος καὶ θαλασσοποροῦντος συζύγου της, ἐὰν ἀγαθός τις ἰερεὺς μετέβαινε νὰ λειτουργήσῃ εἰς ἐξωκλήσιον, διεφεύγομεν την ἐπίβλεψιν τῶν γονέων μας καὶ ἐτρέχομεν ἐθελονταί κατόπιν τῶν εὐλαβῶν προσκυνητριῶν, αἵτινες ἐξεπλήττοντο αἱ ἴδιαι ἀνακαλύπτουσαι ἡμᾶς συνοδοιπόρους, χωρὶς ἄλλο ἐφόδιον εἰμὴ μόνον ὀλίγον ἄρτον, ὃν εἴχομεν κλέψει ἀπὸ τὸ ἑρμάριον τῆς πατρῴας οἰκίας.

Κ.Π. Καβάφης: Απ’ το Συρτάρι



Εσκόπευα στης κάμαράς μου έναν τοίχο να την θέσω.

Aλλά την έβλαψεν η υγρασία του συρταριού.

Σε κάδρο δεν θα βάλω την φωτογραφία αυτή.

Έπρεπε πιο προσεκτικά να την φυλάξω.

Aυτά τα χείλη, αυτό το πρόσωπο —
α για μια μέρα μόνο, για μιαν  ώρα
μόνο, να επέστρεφε το παρελθόν τους.

Σε κάδρο δεν θα βάλω την φωτογραφία αυτή.

Θα υποφέρω να την βλέπω έτσι βλαμμένη.

Άλλωστε, και βλαμμένη αν δεν ήταν,
θα μ’ ενοχλούσε να προσέχω μη τυχόν καμιά
λέξις, κανένας τόνος της φωνής προδώσει —
αν με ρωτούσανε ποτέ γι’ αυτήν.



Κ.Π. Καβάφης: Μισή Ώρα



Μήτε σε απέκτησα, μήτε θα σε αποκτήσω
ποτέ, θαρρώ. Μερικά λόγια, ένα πλησίασμα
όπως στο μπαρ προχθές, και τίποτε άλλο.
Είναι, δεν λέγω, λύπη. Aλλά εμείς της Τέχνης
κάποτε μ’ έντασι του νου, και βέβαια μόνο
για λίγην ώρα, δημιουργούμεν ηδονήν
η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει.
Έτσι στο μπαρ προχθές —βοηθώντας κιόλας
πολύ ο ευσπλαχνικός αλκολισμός—
είχα μισή ώρα τέλεια ερωτική.
Και το κατάλαβες με φαίνεται,
κ’ έμεινες κάτι περισσότερον επίτηδες.
Ήταν πολλή ανάγκη αυτό. Γιατί
μ’ όλην την φαντασία, και με το μάγο οινόπνευμα,
χρειάζονταν να βλέπω και τα χείλη σου,
χρειάζονταν να ’ναι το σώμα σου κοντά.


Πηγή

Κ.Π. Καβάφης: Δυνάμωσις



Όποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώσει
να βγει απ’ το σέβας κι από την υποταγή.
Aπό τους νόμους μερικούς θα τους φυλάξει,
αλλά το περισσότερο θα παραβαίνει
και νόμους κ’ έθιμα κι απ’ την παραδεγμένη
και την ανεπαρκούσα ευθύτητα θα βγει.
Aπό τες ηδονές πολλά θα διδαχθεί.
Την καταστρεπτική δεν θα φοβάται πράξι·
το σπίτι το μισό πρέπει να γκρεμισθεί.
Έτσι θ’ αναπτυχθεί ενάρετα στην γνώσι.



Γιάννης Ρίτσος: Εδώ το φως



Σε τούτα δω τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου ρωμιού και στου αγεριού το πόδι.

Εδώ το φως, εδώ ο γιαλός, ―χρυσές, γαλάζιες γλώσσες,
στα βράχια ελάφια πελεκάν, τα σίδερα μασάνε.


18 ΛΙΑΝΟΤΡΑΓΟΥΔΑ ΤΗΣ ΠΙΚΡΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ


***


Το παραπάνω ποίημα του Γιάννη Ρίτσου έχει μελοποιηθεί από το Μίκη Θεοδωράκη. Ακούστε το από τον Πέτρο Πανδή:



Ἀνδρέας Κάλβος: ᾨδὴ Τετάρτη. Εἰς Σάμον



στροφὴ πρώτη.
Ὅσοι τὸ χάλκεον χέρι
βαρὺ τοῦ φόβου αἰσθάνονται,
ζυγὸν δουλείας, ἂς ἔχωσι·
θέλει ἀρετὴν καὶ τόλμην
ἡ ἐλευθερία. 5

β´.
Αὐτὴ (καὶ ὁ μῦθος κρύπτει
νοῦν ἀληθείας) ἐπτέρωσε
τὸν Ἴκαρον· καὶ ἂν ἔπεσεν
ὁ πτερωθεὶς κ᾿ ἐπνίγη
θαλασσωμένος· 10

γ´.
Ἀφ᾿ ὑψηλὰ ὅμως ἔπεσε,
καὶ ἀπέθανεν ἐλεύθερος. -
Ἂν γένῃς σφάγιον ἄτιμον
ἑνὸς τυράννου, νόμιζε
φρικτὸν τὸν τάφον. 15

δ´.
Μοῦσα τὸ Ἰκάριον πέλαγος
ἔχεις γνωστόν. Νὰ ἡ Πάτμος,
νὰ αἱ Κορασσίαι, κ᾿ ἡ Κάλυμνα
ποὺ τρέφει τὰς μελίσσας
μὲ᾿ ἀθέριστα ἄνθη. 20

ε´.
Νὰ τῆς ἀλόης ἡ νῆσος,
καὶ ἡ Κῶς εὐτυχεστάτη,
ἥ τις τοῦ κόσμου ἐχάρισε
τὸν Ἀπελλῆν καὶ ἀθάνατον
τὸν Ἱπποκράτην. 25

ς´.
Ἰδοὺ καὶ ὁ μέγας τρόμος
τῆς Ἀσίας γῆς, ἡ Σάμος·
πλέξε δι᾿ αὐτὴν τὸν στέφανον
ὑμνητικὸν καὶ αἰώνιον
λυρικὴ κόρη. 30

ζ´.
Αὐτοῦ, ἐνθυμᾶσαι, ἐγέμιζες
τοῦ τέιου Ἀνακρέοντος
χαρμόσυνον κρατῆρα,
κ᾿ ἔστρωνες διὰ τὸν γέροντα
δροσόεντα ρόδα. 35

η´.
Αὐτοῦ, τοῦ Ὁμήρου ἐδίδασκες
τὰ δάκτυλα ῾νὰ τρέχουσι
μὲ᾿ τὴν ᾠδὴν συμφώνως,
ὅταν τὰ ἔργα ἱστόρει
θεῶν καὶ ἡρῴων. 40

θ´.
Αὐτοῦ, τὰ χρυσὰ ἔπη
ἐμψύχωνες ἐκείνου,
δι᾿ οὗ τὰ νέφη ἐσχίσθησαν
καὶ τῶν ἄστρων ἐφάνηκεν
ἡ ἁρμονία. 45

ι´.
Ὦ κατοικία Ζεφύρων,
ὅταν ἀλλοῦ τοῦ ἡλίου
καίουν τὰ βουνὰ ἡ ἀκτῖνες,
ἢ τὸν χειμῶνα ἡ νύκτα
κόπτῃ τὰς βρύσεις· 50

ια´.
Ἐσὺ ἀνθηρὸν τὸ στῆθος σου,
φαιδρὸν τὸν οὐρανὸν
ἔχεις, καὶ ἀπὸ τὰ δένδρα σου
πολλὴ πάντοτε κρέμεται
καρποφορία. 55

ιβ´.
Καθὼς προτοῦ νυκτώσῃ,
μέσα εἰς τὸν κυανόχροον
αἰθέρα, μόνος φαίνεται
λάμπων γλυκὺς ὁ ἀστέρας
τῆς Ἀφροδίτης. 60

ιγ´.
Καθὼς μυρτιὰ ὑπερήφανος
ἀπ᾿ ἄνθη φορτωμένη
καὶ ἀπὸ δροσιὰν ἀστράπτει,
ὅταν ἡ αὐγὴ χρυσόζωνος
τὴν χαιρετάῃ· 65

ιδ´.
Οὕτω τὸ κῦμα Ἰκάριον
κτυποῦσα ἡ βάρκα, βλέπει
σὲ εἷς τὰ νησία ἀνάμεσα
λαμπρὰν καὶ ὑψηλοτάτην,
καὶ ἀγαλλιάζει. 70

ιε´.
Τί ἐγίνηκαν ἡ ἡμέραι,
ὅτε εἰς τὰς κορυφὰς
τοῦ Κερκετέως δενδρόεντος
ἐχόρευον ἡ τέχναι
στεφανωμέναι. 75

ις´.
Ἔρχονται, ὦ μακαρία
νῆσος, ἔρχονται πάλιν·
τὸ προμηνύουσι τ᾿ ἄντρα σου
φλογώδη, ἐξ ὧν μυρίαι
μάχαιραι ἐκβαίνουν. 80

ιζ´.
Ὡς ἡ σφῆκες μαζόνονται
ἐπὶ τὰ ὀλίγα λείψανα
σπαραγμένης ἐλάφου,
ἢ ταύρου ὁποὺ ἐκατάντησε
δεῖπνον λεαίνης, 85

ιη´.
Ἀλλ᾿ ἂν βροντήσῃ ἐξαίφνης,
πετάουν εὐθὺς καὶ ἀφίνουσι
τὴν ποθητὴν τροφήν,
ὑπὸ τὰ δένδρα φεύγουσαι
καὶ ὑπὸ τοὺς βράχους· 90

ιθ´.
Οὕτως, εἰς τὰ παράλια
ἀσιατικά, τὰ πλήθη
ἀγαρηνὰ ἀναρίθμητα
βλέπω ῾νὰ ἐπισωρεύονται,
ὅμως ματαίως. 95

κ´.
Σάλπιγγα μεγαλόφθογγος
«οἱ Σάμιοι», κράζει, «οἱ Σάμιοι»
καὶ ἰδοὺ τὰ πόδια τρέμουσι
μυρίων ἀνδρῶν καὶ ἀλόγων
θορυβουμένων. 100

κα´.
«Οἱ Σάμιοι»· - καὶ ἐσκορπίσθησαν
τῶν ἀπίστων αἱ φάλαγγες. -
Ἄ, τί, ὦ δειλοί, δὲν μένετε
῾νὰ ἰδῆτε, ἂν τὸ σπαθί μας
κοπτερὸν ἦναι; 105

κβ´.
Ἔρχονται, πάλιν ἔρχονται
χαρᾶς ἡμέραι, ὦ Σάμος·
τὸ προμηνύουν οἱ θρίαμβοι
πολλοὶ καὶ θαυμαστοί,
ποὺ σὲ δοξάζουν. 110

κγ´.
Νῆσος λαμπρὰ εὐδαιμόνει·
ὅτε ἡ δουλεία σὲ ἀμαύρονε,
σ᾿ εἶδον· ἄμποτε νἄλθω
῾νὰ φιλήσω τὸ ἐλεύθερον
ἱερόν σου χῶμα. 115

κδ´.
Ἐὰν φιλοτιμούμεθα
῾νὰ τὴν ῾ξαναποκτήσωμεν
μ᾿ ἵδρωτα καὶ μὲ᾿ αἷμα,
καλὸν εἶναι τὸ καύχημα
τῆς ἀρχαίας δόξης. 120


ΩΔΑΙ: ΛΥΡΙΚΑ (1826)


Πηγή


***


Οι τρεις πρώτες στροφές του ποιήματος έχουν μελοποιηθεί από το Μίκη Θεοδωράκη. Ακούστε το:


Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Άκης Πάνου: Προσευχή του καλού ραγιά



Στίχοι: Άκης Πάνου
Μουσική: Άκης Πάνου
1η εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας
Δίσκος: Θέλω να τα πω (1982)



Σ' ευχαριστώ Θεούλη μου
που μ’ άφησες να ζήσω
άλλη μια μέρα τον αγά
να τον υπηρετήσω

Να 'ναι καλά ο κύρης μου
τον πόλεμο να παίρνει
κι ας μπαίνει στο κονάκι μου
τα βράδια και με δέρνει

Να 'χει το γιαταγάνι του
γερό κι ακονισμένο
κι ας πάρει το κεφάλι μου
το χιλιοκολασμένο

Κ.Π. Καβάφης: Νομίσματα



Νομίσματα με ινδικές επιγραφές.
Είναι κραταιοτάτων μοναρχών,
του Εβουκρατιντάζα, του Στρατάγα,
του Μεναντράζα, του Εραμαϊάζα.
Έτσι μας αποδίδει το σοφό βιβλίον,
την ινδική γραφή τής μιας μεριάς των νομισμάτων.
Μα το βιβλίο μας δείχνει και την άλλην
που είναι κιόλας κ’ η καλή μεριά
με την μορφή του βασιλέως. Κ’ εδώ πώς σταματά ευθύς,
πώς συγκινείται ο Γραικός ελληνικά διαβάζοντας,
Ερμαίος, Ευκρατίδης, Στράτων, Μένανδρος.


Πηγή

Κ.Π. Καβάφης: Στες Σκάλες



Την άτιμη την σκάλα σαν κατέβαινα,
από την πόρτα έμπαινες, και μια στιγμή
είδα το άγνωστό σου πρόσωπο και με είδες.
Έπειτα κρύφθηκα να μη με ξαναδείς, και συ
πέρασες γρήγορα το πρόσωπό σου κρύβοντας,
και χώθηκες στο άτιμο το σπίτι μέσα
όπου την ηδονή δεν θά ’βρες, καθώς δεν την βρήκα.

Κι όμως τον έρωτα που ήθελες τον είχα να σ’ τον δώσω·
τον έρωτα που ήθελα — τα μάτια σου με το ’παν
τα κουρασμένα καί ύποπτα — είχες να με τον δώσεις.
Τα σώματά μας αισθανθήκαν και γυρεύονταν·
το αίμα και το δέρμα μας ενόησαν.

Aλλά κρυφθήκαμε κ’ οι δυο μας ταραγμένοι.


Πηγή

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Κ.Π. Καβάφης: Αδύνατα




Μία χαρά υπάρχει πλην ευλογητή
μία παρηγορία εν αυτή τη λύπη.
Aπό το τέλος τούτο πόσοι συρφετοί
λείπουν χυδαίων ημερών, πόση ανία λείπει!

Είπεν είς ποιητής· «Είναι αγαπητή
η μουσική που δεν δύναται να ηχήσει».
Κ’ εγώ θαρρώ ότι η πλέον εκλεκτή
είν’ η ζωή εκείνη που δεν δύναται να ζήσει.



Οδυσσέας Ελύτης: Ρήμα το Σκοτεινόν



Eίμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς, και Hλίου του Kρυπτού ώστε
Oι όχι ενήμεροι των ουρανίων να μ' αγνοούν. Δυσδιάκριτος
Kαθώς άγγελος επί τάφου σαλπίζω άσπρα υφάσματα
Που χτυπιούνται στον αέρα και μετά πάλι αναδιπλώνονται
Kάτι να δείξουν, ίσως, τα θηρία μου τα χωνεμένα ώσπου τελικά
Nα μείνει ένα θαλασσοπούλι τ' ορφανό πάνω απ' τα κύματα


Όπως και έγινε. Όμως χρόνια τώρα μετέωρος κουράστηκα
Kι έχω ανάγκη από γης που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη
Mάνταλα πόρτες κρυφακούσματα κουδούνια· τίποτε. A
Πιστευτά πράγματα μιλήστε μου! Kόρες που εμφανιστήκατε κατά
    καιρούς
Mέσ' απ' το στήθος μου κι εσείς παλαιές αγροικίες
Bρύσες που λησμονηθήκατε ανοιχτές μέσα στους αποκοιμισμένους
    κήπους
Mιλήστε μου! Έχω ανάγκη από γης
Που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη


Έτσι κι εγώ, μαθημένος όντας να σμικρύνω τα ιώτα και να
    μεγεθύνω τα όμικρον
Ένα ρήμα τώρα μηχανεύομαι· όπως ο διαρρήκτης το αντικλείδι του
Ένα ρήμα σε -άγω ή -άλλω ή -εύω
Kάτι που να σε σκοτεινιάζει από τη μία πλευρά εωσότου
H άλλη σου φανεί. Ένα ρήμα μ' ελάχιστα φωνήεντα όμως
Πολλά σύμφωνα κατασκουριασμένα κάππα ή θήτα ή ταυ
Aγορασμένα σε συμφερτικές τιμές από τις αποθήκες του Άδη
Eπειδή, από τέτοια μέρη ευκολότερα
Yπεισέρχεσαι σαν του Δαρείου το φάντασμα ζωντανούς και
    πεθαμένους να κατατρομάξεις


Eδώ βαρεία μουσική ας ακούγεται. Kι ανάλαφρα τα όρη ας
Mετατοπίζονται. Ώρα να δοκιμάσω το κλειδί. Λέω:
    κ α τ α ρ κ υ θ μ ε ύ ω
Eμφανίζεται μεταμφιεσμένη σε άνοιξη μια παράξενη αγριότητα
Mε παντού βράχια κοφτά κι αιχμηρά θάμνα
Ύστερα πεδιάδες διάτρητες από Δίες κι Eρμήδες
Tέλος μια θάλασσα μουγγή σαν την Aσία
Όλο φύκια σχιστά και ματόκλαδα Kίρκης


Ώστε λοιπόν, αυτό που λέγαμε "ουρανός" δεν είναι· "αγάπη" δεν·
    "αιώνιο" δεν. Δεν
Yπακούουν τα πράγματα στα ονόματά τους. Πλησιέστερα του
σκοτωμού
Kαλλιεργούνται οι ντάλιες. Kι ο βραδύς κυνηγός μ' αιθερίου
    θηράματα
Eπιστρέφει κόσμου. Kι είναι πάντοτε -φευ- νωρίς. Aχ
Δεν υποψιαστήκαμε ποτέ πόσο υπονομευμένη από θεότητα είναι
H γη· τι χρυσός ρόδου αέναου της χρειάζεται ν' αντισταθμίζει
Tο κενό που αφήνουμε, όμηροι όλοι εμείς μιας άλλης διάρκειας
Που η σκιά του νου μάς αποκρύπτει. Aς είναι


Φίλε συ που ακούς, ακούς της ευωδιάς των κίτρων
Tις μακρινές καμπάνες; Ξέρεις τις γωνιές του κήπου όπου
Eναποθέτει τα νεογνά του δειλινός ο αέρας; Oνειρεύτηκες
Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να το τρέχεις
Mη γνωρίζοντας πια Eρινύες; Όχι. Nα γιατί καταρκυθμεύω
Που οι βαριές υποχωρούν αμπάρες τρίζοντας κι οι μεγάλες θύρες
    ανοίγονται
Στο φως του Ήλιου του Kρυπτού μια στιγμούλα, η φύση μας η
    τρίτη να φανερωθεί
Έχει συνέχεια. Δε θα την πω. Kανείς δεν παίρνει τα δωρεάν
Στον κακόν αγέρα ή που χάνεσαι ή που επακολουθεί γαλήνη


Aυτά στη γλώσσα τη δική μου. Kι άλλοι άλλα σ' άλλες. Aλλ'
H αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.


ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ (1991)


Πηγή

Κώστας Λαχάς: Δημώδες



Στίχοι: Κώστας Λαχάς
Μουσική: Θάνος Μκρούτσικος
1η εκτέλεση: Θάνος Μικρούτσικος & Δημήτρης Μητροπάνος
Δίσκος: Στου αιώνα την παράγκα (1996)


Πάλι εξόριστος και χάνομαι στην πόλη
ένας ακτήμονας της νύχτας μοναχός
ναυαγισμένος Τειρεσίας σε φορμόλη
σφάζουν κριάρια και σηκώνεται αχός

Άλωνα μπίρομ Σάλωνα, Εκβάτανα και Σούσα
στο βάθος τα Πετράλωνα, η Άρτα και η Προύσσα
Άλωνα μπίρομ Σάλωνα, Εκβάτανα και Σούσα
στο βάθος τα Πετράλωνα, η Άρτα και η Προύσσα

Πέφτουν τα οδοφράγματα κι η νύχτα Ιανός
πίσω από σπασμένες διαθλάσεις
ένας καθρέφτης και γελά ο ουρανός
κι ο Ιωνάς μέσα στο κήτος της θαλάσσης

Άλωνα μπίρομ Σάλωνα, Εκβάτανα και Σούσα
στο βάθος τα Πετράλωνα, η Άρτα και η Προύσσα
Άλωνα μπίρομ Σάλωνα, Εκβάτανα και Σούσα
στο βάθος τα Πετράλωνα, η Άρτα και η Προύσσα

Κ.Π. Καβάφης: Δευτέρα Oδύσσεια



                        Dante, Ιnferno, Canto ΧΧVΙ
                        Τennyson, «Ulysses»

Οδύσσεια δευτέρα και μεγάλη,
της πρώτης μείζων ίσως. Aλλά φευ
άνευ Ομήρου, άνευ εξαμέτρων.

Ήτο μικρόν το πατρικόν του δώμα,
ήτο μικρόν το πατρικόν του άστυ,
και όλη του η Ιθάκη ήτο μικρά.

Του Τηλεμάχου η στοργή, η πίστις
της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας,
οι παλαιοί του φίλοι, του λαού
του αφοσιωμένου η αγάπη,
η ευτυχής ανάπαυσις του οίκου
εισήλθον ως ακτίνες της χαράς
εις την καρδίαν του θαλασσοπόρου.

Και ως ακτίνες έδυσαν.

                        Η δίψα
εξύπνησεν εντός του της θαλάσσης.
Εμίσει τον αέρα της ξηράς.
Τον ύπνον του ετάραττον την νύκτα
της Εσπερίας τα φαντάσματα.
Η νοσταλγία τον κατέλαβε
των ταξιδίων, και των πρωινών
αφίξεων εις τους λιμένας όπου,
με τί χαράν, πρώτην φοράν εμβαίνεις.

Του Τηλεμάχου την στοργήν, την πίστιν
της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας,
τους παλαιούς του φίλους, του λαού
του αφοσιωμένου την αγάπην,
και την ειρήνην και ανάπαυσιν
του οίκου εβαρύνθη.
                        Κ’ έφυγεν.

Ότε δε της Ιθάκης αι ακταί
ελιποθύμουν βαθμηδόν εμπρός του
κι έπλεε προς δυσμάς πλησίστιος,
προς  Ίβηρας, προς Ηρακλείους στήλας,—
μακράν παντός Aχαϊκού πελάγους,—
ησθάνθη ότι έζη πάλιν, ότι
απέβαλλε τα επαχθή δεσμά
γνωστών πραγμάτων και οικιακών.
Και η τυχοδιώκτις του καρδιά
ηυφραίνετο ψυχρώς, κενή αγάπης.



Κ.Π. Καβάφης: Θεατής Δυσαρεστημένος



«Aπέρχομαι, απέρχομαι. Μη κράτει με.
Της αηδίας και ανίας είμαι θύμα.»
«Πλην μείν’ ολίγον χάριν του Μενάνδρου. Κρίμα
τόσον να στερηθής.» «Υβρίζεις, άτιμε.

»Μένανδρος είναι ταύτα τα λογίδια,
άξεστοι στίχοι και παιδαριώδες ρήμα;
Άφες ν’ απέλθω του θεάτρου παραχρήμα
και λυτρωθείς να στρέψω εις τα ίδια.

»Της Pώμης ο αήρ σ’ έφθειρεν εντελώς.
Aντί να κατακρίνης, επαινείς δειλώς
κ’ επευφημείς τον βάρβαρον — πώς λέγεται;

»Γαβρέντιος, Τερέντιος; — όστις απλώς
διά Λατίνων ατελλάνας ων καλός,
την δόξαν του Μενάνδρου μας ορέγεται.»



Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Νίκος Κούνδουρος: 1922



'

Άλκης Αλκαίος: Κιφ



Στίχοι: Άλκης Αλκαίος
Μουσική: Μάριος Τόκας
1η εκτέλεση: Δημήτρης Μητροπάνος
Δίσκος: Εντελβάις (1999)



Τα σύνορα που πέρασα δεν είχανε φρουρό
μόνο λίγα γεράκια διψασμένα
Στα γόνατά μου αράξανε ζητώντας μου νερό
και πώς να τα χορτάσω τα καημένα;

Σε πολιτεία βρέθηκα που 'ψαχνα για καιρό,
στου ονείρου μου τον χάρτη τον κρυμμένο
Πάω να την ψηλαφίσω τρέχω να τη χαρώ
κι αυτή με προσπερνάει με βλέμμα ξένο

Στην αγορά ζωήλατα και ξωτικά πουλιά
και κράχτες που σωσίβια διαλαλούνε
αγόρασα από ένα σε δυο γυμνά παιδιά
κι εκείνα ζαρωμένα μ' απαντούνε:

"Οι δοκιμές μας γέρασαν νωρίς στον κόσμο αυτό
κι αν τόσο θες να κάνεις μια αβαρία,
δώσε μας λίγο πράσινο Κιφ Μαροκινό
και θα στο ξεπληρώσει η Ιστορία".

Στο πάρκο ένας μπατίρης μου ζάλιζε τ’ αυτιά
πως ήσουν τράπουλα σημαδεμένη
Στους τέσσερις ανέμους σκορπίσαν τα χαρτιά
Πού να σε ψάξω χώρα μου χαμένη;

Στον ώμο το δισάκι μου σε σας ξαναγυρνώ,
φωτιά, νερό, αέρα μου και χώμα
Δε βγαίνουνε τα όνειρα σε πλειστηριασμό
Δεν παίχτηκε η παρτίδα μας ακόμα

Κ.Π. Καβάφης: «Nous n’osons plus chanter les roses»




Εγώ φοβούμενος τα τετριμμένα
πολλούς μου λόγους αποσιωπώ.
Εν τη καρδία μου είναι γραμμένα
πολλά ποιήματα· και τα θαμμένα
εκείνα άσματά μου αγαπώ.

Ω πρώτη, αγνή, μόνη ελευθερία
της ήβης προς την ηδονήν ροπή!
Ω μέθη των αισθήσεων γλυκεία!
Τας θείας σας μορφάς κοινοτοπία
φοβούμαι μη υβρίση ποταπή.
..............................................



Κ.Π. Καβάφης: Τρόμος



                        Την νύκτα, Δέσποτα Χριστέ μου,
                τον νου και την ψυχή μου φύλαττέ μου
                σαν γύρω μου αρχινούν και περπατούνε
        Όντα και Πράγματα που όνομα δεν έχουν
και τ’ άσαρκα ποδάρια των στην κάμαρή μου τρέχουν
και κάμνουν στο κρεβάτι μου κύκλο για να με διούνε —
                και με κοιτάζουν σαν να με γνωρίζουν
σαν να καγχάζουν άφωνα που τώρα με φοβίζουν.

                        Το ξέρω, ναι, με καρτερούνε
                σαν βδελυρούς καιρούς να μελετούνε
οπόταν ίσως σέρνομουν μαζί των — μες στο σκότος
με τα όντα και τα πράγματα αυτά ανακατευμένος.
        Κι αποφρενιάζουν ο καιρός να ξαναρθεί ο πρώτος.
        Μα δεν θα νά ’ρθει πια ποτέ· γιατί είμαι εγώ σωμένος,
                        εις του Χριστού τ’ όνομα βαπτισμένος.

                        Τρέμω σαν αισθανθώ το βράδυ
                σαν νιώσω που μες στο βαθύ σκοτάδι
                επάνω μου είναι μάτια καρφωμένα....
        Κρύψε με από την όρασί των, Δέσποτά μου.
Και σαν μιλούν ή τρίζουνε, μη αφήσεις ώς τ’ αυτιά μου
κανέν’ από τα λόγια των νά ’ρθει τα αφορεσμένα,
        μην τύχει και μες στην ψυχή μου φέρουν
καμιά φρικώδη ανάμνησι απ’ τα κρυφά που ξέρουν.


Πηγή

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Κωστὴς Παλαμᾶς: Ἡ νίκη



Ἐδῶ στὸ ἑλληνικὸ τὸ χῶμα,
τὸ στοιχειωμένο καὶ ἱερό,
ποὺ τὸ ἴδιο χῶμα μένει ἀκόμα
κι ἀπ᾿ τὸν ἀρχαῖο τὸν καιρό,

στὸ χῶμα τοῦτο πάντα ἀνθοῦνε
κ᾿ ἔχουν ἀθάνατη ζωὴ
καὶ μᾶς θαμπώνουν, μᾶς μεθοῦνε
νεράιδες, ἥρωες, θεοί!

Εἶδα τὴ Νίκη τὴ μεγάλη,
τὴ Νίκη τὴν παντοτεινή!
Τὴν εἶδα ἐμπρός μου νὰ προβάλλῃ
μὲ φορεσιὰ ὁλοφωτεινή.

Ἀσύγκριτη σὰν τὴν ἰδέα,
σὰν ὄνειρο λαχταριστή,
εἶδα τὴ Νίκη τὴν ἀρχαία,
τὴ Νίκη τὴν κυματιστή!

Τὴν εἶδα. Μὲ τὸ πέταμά της
δὲν ἔφευγε στοὺς οὐρανούς,
ἐκεῖ ποὺ δύσκολα σιμά της
μπορεῖ νὰ κρατηθῆ κι ὁ νοῦς.

Δὲν ἔτρεχε νὰ φτάσῃ πρώτη,
νὰ στεφανώσῃ φτερωτὴ
τὸ λιονταρόκαρδο στρατιώτη,
τὸν ἐμπνευσμένο τὸν ποιητή.
...
Τὴν εἶδα νὰ περνᾶ μπροστά μου
μὲ φορεσιὰ ὁλοφωτεινὴ
καὶ λύγισα στὴ γῆ ἐκεῖ χάμου
κ᾿ ἔκραξα μὲ τρανὴ φωνή,

γονατιστός, μὲ θαμπωμένα
μάτια, μὲ λαύρα περισσή:
«Χαῖρε θεά, χαῖρε παρθένα,
Ὦ Νίκη, ὦ Νίκη, ὦ Νίκη Ἐσύ!

Ἐσὺ ποὺ δείχνεις πὼς ἀνθοῦνε
ἐδῶ μ᾿ ἀθάνατη ζωή,
πῶς μᾶς ἐμπνέουν καὶ μᾶς μεθοῦνε
νεράιδες, ἥρωες, θεοί!»


Πηγή

Ζαχαρίας Παπαντωνίου: Ἡ προσευχὴ τοῦ ταπεινοῦ



Κύριε, σὰν ἦρθεν ἡ βραδιά, σοῦ λέω τὴν προσευχή μου.
Ἄλλη ψυχὴ δὲν ἔβλαψα στὸν κόσμο ἀπ᾿ τὴ δική μου.
Ἐκεῖνοι ποὺ μὲ πλήγωσαν ἦταν ἀγαπημένοι.
Τὴν πίκρα μου τὴ βάσταξα. Μοῦ δίνεις καὶ τὴν ξένη.
Μ᾿ ἀπαρνηθῆκαν οἱ χαρές. Δὲν τὶς γυρεύω πίσω.
Προσμένω τὰ χειρότερα. Εἶν᾿ ἁμαρτία νὰ ἐλπίσω.
Σὰν εὐτυχία τὴν ἀγαπῶ τῆς νύχτας τὴ φοβέρα.
Στὴν πόρτα μου ἄλλος δὲν χτυπᾷ κανεὶς ἀπ᾿ τὸν ἀγέρα.
Δὲν ἔχω δόξα. Εἶν᾿ ἥσυχα τὰ ἔργα ποὺ ἔχω πράξει.
Ἄκουσά τη γλυκιὰ βροχή. Τὴ δύση ἔχω κοιτάξει.
Ἔδωκα στὰ παιδιὰ χαρές, σὲ σκύλους λίγο χάδι.
Ζευγᾶδες καλησπέρισα ποὺ γύριζαν τὸ βράδυ.
Τώρα δὲν ἔχω τίποτα νὰ διώξω ἢ νὰ κρατήσω.
Δὲν περιμένω ἀνταμοιβή. Πολύ ῾ναι τέτοια ἐλπίδα.
Εὐδόκησε ν᾿ ἀφανιστῶ χωρὶς νὰ ξαναζήσω...
Σ᾿ εὐχαριστῶ γιὰ τὰ βουνὰ καὶ γιὰ τοὺς κάμπους ποὺ εἶδα.


ΤΑ ΘΕΙΑ ΔΩΡΑ (1932)


Πηγή

Κ.Π. Καβάφης: Εν τη Oδώ



Το συμπαθητικό του πρόσωπο, κομμάτι ωχρό·
τα καστανά του μάτια, σαν κομένα·
είκοσι πέντ’ ετών, πλην μοιάζει μάλλον είκοσι·
με κάτι καλλιτεχνικό στο ντύσιμό του
— τίποτε χρώμα της κραβάτας, σχήμα του κολλάρου —
ασκόπως περπατεί μες στην οδό,
ακόμη σαν υπνωτισμένος απ’ την άνομη ηδονή,
από την πολύ άνομη ηδονή που απέκτησε.



Πηγή

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Ντῖνος Χριστιανόπουλος: Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας



Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
ποτὲ δὲ λένε τὴν ἀλήθεια
ὁ κόσμος ὑποφέρει καὶ πονᾷ
κι ἐσεῖς τὰ ἴδια παραμύθια

Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
εἶναι πολὺ ζαχαρωμένα
ταιριάζουν σὲ σοκολατόπαιδα
μὰ δὲ ταιριάζουνε γιὰ μένα


ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1992)


Πηγή


***


Το παραπάνω ποίημα έχει μελοποιηθεί από το Διονύση Σαββόπουλο:



Τάκης Σινόπουλος: Ο καιόμενος



Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.


ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Β' (1957)

Μήτσος Παπανικολάου: Μέσα στην βουή του δρόμου



Μέσα στην βουή του δρόμου
Ήταν να βρω το όνειρο μου,
Να το βρω και να το χάσω
Κι ούτε πια που θα το φτάσω.

Μια στιγμή πέρασε μπρος μου
Κι ήταν η χαρά του κόσμου,
Η χαρά που μας ματώνει
Σαν οι πιο μεγάλοι πόνοι.

Πέρασε όπως περνούνε
Όσα Δε θα ξαναρθούνε-
Πουλιά που χουν φτερουγίσει
Σύννεφα μέσα στη δύση

Κι άφησε στο πέρασμά του
-Πέρασμα ζωής, θανάτου-
Στην καρδιά μου Σα σφραγίδα
Ώ…την πεθαμένη ελπίδα

Μια ελπίδα πεθαμένη
Που μας ζει και μας πεθαίνει
Κι όλα μας τραβάει δω κάτου
Ως την πόρτα του θανάτου.

Όνειρο γλυκό και ξένο
Και παντοτινά χαμένο
Σε κρατώ στο νου μου ακόμα
Σαν τριαντάφυλλο στο στόμα

Όταν πέρασες με πήρες
Κι όλες μου άνοιξες τις θύρες
Με το μαγικό κλειδί σου
Του χαμένου παραδείσου.

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Η Αγάπη


Και ποια είναι η πιο μεγάλη δύναμη στον κόσμο;
Η Αγάπη
Τα μόνα δεσμά που δε σπάνε
είναι τα δικά της
Αυτή δεν πεθαίνει ποτέ
Και τούτο επειδή πρέπει απαραιτήτως να τη μοιράζεσαι·
επειδή πρέπει απαραιτήτως η καρδιά σου να γίνει
κιβωτός που κουβαλά όλους τους άλλους αιωνίως

8.X.2014
Βασίλης Πανδῆς

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Κώστας Κρυστάλλης: Τραγούδια δίστιχα



    Εγώ για εσένα τραγουδώ και λες δε σ' αγαπάω,
    Και λες με τα τραγούδια μου πως τον καιρό περνάω;

    Νάξερα μάγια νάκαμνα τη γνώμη να σ' αλλάξω,
    Γιατί μ' αυτήν την γνώμη σου με κάμνεις να πλαντάξω.

    Ανάθεμα τα μάτια μου πώς είνε μαθημένα,
    Σαν δε σε βλέπουνε συχνά να κλαίνε τα καϋμένα.

    Όλα τα μάτια είνε στεγνά και τα δικά μου κλαίνε,
    Φωτιά 'ςτά στήθηα μ' άναψαν και την καρδιά μου καίνε,

    Φωτιά τρώει το σίδερο και σάρακας το ξύλο,
    Και συ μου τρως τα νειάτα μου, σαν άρρωστος το μήλο.

    Στους κάμπους αναστέναξα κ' είπα δυο τραγουδάκια,
    Κι όλα τα δένδρα εμάρανα κι' όλα τα λουλουδάκια.

    Νυχτόημερα του ποταμού τα ρέμματα ρωτάω,
    Μην είδαν σε καμμιά μεριά εκείνη που αγαπάω.

    Αγάλια αγάλια περπατώ και σαν αναστενάζω,
    Πώς δε ραγίζουν τα βουνά μονάχος μου θαυμάζω.

    Πέφτω με χίλια ονείρατα και σαν ξυπνάω, αλλοιά μου!
    Βλέπω μονάχα γύρα μου τη μαύρη ξενητειά μου.

    Με ρώτησεν ο ουρανός για ποιάν αναστενάζω,
    — Γι' αυτήν που σώχει τόνομα, με πόνο του φωνάζω.

    'Σάν βγαίνει ο ήλιος την αυγήν μαραίνει τα χορτάρια,
    'Σάν βγαίνει κ' αγάπη μου μαραίνει παλληκάρια.

    Ήθελα νάμουνα πουλί, να στήσω τη φωληά μου,
    Μέσ' 'ςτής αυλής σου το δενδρί ν' ακούης τη λαλιά μου.

    Μακρυά μαλλάκια θέλω εγώ και μάτια θέλω μαύρα,
    Που απ' όξω είν' κάρβουνα σβυστά και μέσα έχουν τη λαύρα.

    Κι' αν πάρω δίπλα τα βουνά και με τ' αγρίμια αν ζήσω,
    Τον εδικό σου τον καϋμό δε θα τον λησμονήσω,

    Έλα να πάμ' εκεί που λες, που ισκιώνουνε πλατάνια,
    Και τρέχουν λαγαρά νερά, να βάλουμε στεφάνια.

    Βολαίς βολαίς μεσάνυχτα ξυπνάω με λαχτάρα.
    Και 'ςτήν πικρή την ξενητειά ρίχνω βαριά κατάρα.

    Όποιος μ' ακούει να τραγουδώ, λέει πώς δεν έχω πόνο,
    Κ' εγώ με τα τραγούδια μου τον πόνο ξαλαφρόνω.


Πηγή

Νικηφόρος Βρεττάκος: Περιφρόνηση


Ο Ταΰγετος υπό το βλέμμα του Ν. Βρεττάκου

Καὶ τὶς ἀχτίδες σου, ἥλιε, θὰ στὶς ἐπιστρέψω.
Στοῦ σύμπαντος τὸν ὀργασμό θὰ ζεσταθῶ,
θἄχω ἐξοφλήσει πιὰ στὴ γῆ κάθε μισθό –
καὶ τὶς ἀχτίδες σου θὰ σοῦ τὶς ἐπιστρέψω.

Τίποτα λογαριάζω πώς δὲν σοῦ χρωστῶ.
Μέσα στὸν τάφο μου τὸ σῶμα θ’ ἀντιστρέψω –
καὶ τὶς ἀχτίδες σου θὰ σοῦ τὶς ἐπιστρέψω,
στὴ σκληρὴ πλάκα μου διαθλῶντας σου τὸ φῶς.

Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης: Ἐπέσανε τὰ Γιάννενα



Ἐπέσανε τὰ Γιάννενα, σιγὰ νὰ κοιμηθοῦνε,
ἐσβήσανε τὰ φῶτα τους, ἐκλείσανε τὰ μάτια.
Ἡ μάννα σφίγγει τὸ παιδὶ βαθιὰ στὴν ἀγκαλιά της,
γιατὶ εἶναι χρόνοι δίσεκτοι καὶ τρέμει μὴν τὸ χάσει.
Τραγούδι δὲν ἀκούγεται, ψυχὴ δὲν ἀνασαίνει.
Ὁ ὕπνος εἶναι θάνατος καὶ μνῆμα τὸ κρεβάτι
κι ἡ χώρα κοιμητήριο κι ἡ νύχτα ρημοκλήσι.
Ἄγρυπνος ὁ Ἀλὴ πασᾶς, ἀκόμη δὲ νυστάζει,
κι εἰς ἕνα δέρμα λιονταριοῦ βρίσκεται ξαπλωμένος.
Τὸ μέτωπό του εἶναι βαρύ, θολό, συγνεφιασμένο
καὶ τὄβαλεν ἀντίστυλο τὸ χέρι του, μὴν πέσει.
Χαϊδεύει μὲ τὰ δάκτυλα τὰ κάτασπρα του γένια,
ποὺ σέρνονται στοῦ λιονταριοῦ τὴν τρομερὴ τὴ χαίτη.
Ἀγκαλιασμένα τὰ θεριά, σοῦ φαίνονται πὼς ἔχουν
ἕνα κορμὶ δικέφαλο, τὸ μάτι δὲ γνωρίζει
ποιὸ τάχα νἆν᾿ τὸ ζωντανὸ καὶ ποιὸ τὸ σκοτωμένο.


Πηγή

Ναπολέων Λαπαθιώτης: Στὴ φυλακὴ



Στὴ φυλακὴ μὲ κλείσανε
οἱ δυνατοὶ τοῦ κόσμου
κι ἔσπασα πόρτες, κλειδωνιές,
νά ῾ρθω σὲ σένα, Φῶς μου!

Τὰ σίδερα λυγίσανε
ἀπὸ τὸ βογγητό μου
καὶ στέρεψαν γιὰ νὰ διαβῶ,
κι οἱ ποταμοὶ τοῦ δρόμου...

Καὶ σὰ τρελός σε γύρεψα,
μὰ σὺ δὲν ἐφαινόσουν!
Καὶ πικραμένος, γύρισα
νὰ μὲ ξανακλειδώσουν...


Πηγή

Η Αλήθεια


Μη γυρίζεις άλλο πια την πλάτη,
μην κλείνεις τα μάτια
στην Αλήθεια

Μπορεί πολλές φορές
να 'ναι αρκετά μπερδεμένη,
όμως τούτο δε σημαίνει
ότι το ψέμα είναι απλούστερο

Θυμήσου ότι η Αλήθεια
ελευθερώνει


31.VIII.2014
Βασίλης Πανδῆς

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Πρέπει


Για να ζεσταθείς από το φως
πρέπει να 'χεις παγώσει απ' το σκοτάδι

Για να πλεύσεις σε πελάγη ευτυχίας
πρέπει να 'χεις αντιμετωπίσει
τις φουρτουνιασμένες θάλασσες της θλίψης

Για να χαρείς το πράσινο της όασης
πρέπει να 'χεις περιπλανηθεί στην ξερή έρημο

Για να νιώσεις τη δύναμη της αλήθειας
πρέπει οικτρά να έχεις πλανηθεί

Για ν' αναστηθείς
πρέπει πρώτα να πεθάνεις


2.VIII.2014
Βασίλης Πανδῆς

Κώστας Καρυωτάκης: Γραφιάς



Οἱ ὧρες μ’ ἐχλώμιαναν, γυρτός που βρέθηκα ξανά
στο ἀχάριστο τραπέζι.
(Ἀπ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο στον τοῖχο ἀντικρινά
ὁ ἥλιος γλιστράει και παίζει.)

Διπλώνοντας το στῆθος μου, γυρεύω ἀναπνοή
στη σκόνη τῶν χαρτιῶ μου.
(Σφύζει γλυκά και ἀκούγεται χιλιόφωνα ἡ ζωή
στα ἐλεύθερα τοῦ δρόμου.)

Ἀπόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου και ὁ νοῦς,
ὅμως ἀκόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς.
Σα να ‘χουν βγεῖ σε τάφο.)


ΝΗΠΕΝΘΗ (1921)

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Γιάννης Ρίτσος: [Τι ήσυχα που γκρεμίζεται...]



286. Τι ήσυχα που γκρεμίζεται μέσα στην ποίηση ο χρόνος.


ΜΟΝΟΧΟΡΔΑ (1979)

Ο Δημήτρης Χριστοδούλου απαγγέλλει







Κώστας Καρυωτάκης: Άνοιξη



Ἔτσι τοὺς βλέπω ἐγὼ τοὺς κήπους.

Στὸν κῆπο ἀπόψε μου μιλεῖ μιὰ νέα μελαγχολία.
Βυθίζει κάποια μυγδαλιὰ τὸν ἀνθοχαμόγελό της
στοῦ βάλτου τὸ θολὸ νερό. Καὶ ἡ θύμηση τῆς νιότης
παλεύει τόσο θλιβερὰ τὴν ἄρρωστη ἀκακία...

Ἐξύπνησε μία κρύα πνοὴ μὲς στὴ σπασμένη σέρα,
ὅπου τὰ ρόδα εἶναι νεκρὰ καὶ κάσα ἡ κάθε γάστρα.
Τὸ κυπαρίσσι, ἀτελείωτο σὰ βάσανο, πρὸς τ᾿ ἄστρα
σηκώνει τὴ μαυρίλα του διψώντας τὸν ἀέρα.

Καὶ πᾶνε, πένθιμη πομπὴ λές, τῆς δεντροστοιχίας
οἱ πιπεριὲς καὶ σέρνονται τὰ πράσινα μαλλιά τους.
Οἱ δυὸ λατάνιες ὕψωσαν μὲς στὴν ἀπελπισιά τους
τὰ χέρια. Κι εἶναι ὁ κῆπος μας κῆπος μελαγχολίας.


Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΑΜΑΤΩΝ (1919)

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Άλκης Αλκαίος: Ατάκες



Στίχοι: Άλκης Αλκαίος
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
1η εκτέλεση: Δημήτρης Μητροπάνος
Δίσκος: Στου αιώνα την παράγκα (1996)



Πόσο σου πήγαιν’ η βροχή
κείνο το βράδυ του Γενάρη
κι έλεγες μέσα στην βοή:
«Κανένα μέλλον δεν μπορεί
αυτό που ζούμε να μας πάρει»

Τώρα ποζάρεις στο γυαλί
σαν θεατρίνα στη σκηνή
Τι να σου λέω για το χθες
για τις καμένες μας Ιθάκες;
Εσύ γυρεύεις παρτενέρ
για να σου δίνει τις ατάκες

Πόσο σου πήγαινε το φως
κείνο το χάραμα του τρόμου
κι έμοιαζες μες στα γέλια σου
και στα χρυσά κουρέλια σου
φευγάτη Παναγιά του δρόμου

Τώρα ποζάρεις στο γυαλί
σαν θεατρίνα στη σκηνή
Τι να σου λέω για το χθες
για τις καμένες μας Ιθάκες;
Εσύ γυρεύεις παρτενέρ
για να σου δίνει τις ατάκες

Γιάννης Ρίτσος: Αρχαίο θέατρο



Όταν, κατά το μεσημέρι, βρέθηκε στο κέντρο του αρχαίου θεάτρου,
νέος Έλληνας αυτός, ανύποπτος, ωστόσο ωραίος όπως εκείνοι,
έβαλε μια κραυγή (όχι θαυμασμού· το θαυμασμό
δεν τον ένιωσε διόλου, κι αν τον ένιωθε
σίγουρα δε θα τον εκδήλωνε), μια απλή κραυγή
ίσως απ' την αδάμαστη χαρά της νεότητάς του
ή για να δοκιμάσει την ηχητική τού χώρου. Απέναντι,
πάνω απ' τα κάθετα βουνά, η ηχώ αποκρίθηκε –
η ελληνική ηχώ που δε μιμείται ούτε επαναλαμβάνει
μα συνεχίζει απλώς σ' ένα ύψος απροσμέτρητο
την αιώνια ιαχή του διθυράμβου.


ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΣΕΙΡΑ ΠΡΩΤΗ (1963)

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

Charles Baudelaire: Σαν πρόλογος



ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ἡ κούνια μου ἀκουμποῦσε στὴ βιβλιοθήκη, Βαβὴλ σκοτεινόν, ὅπου μυθιστόρημα, ἐπιστήμη, μυθολογία, τὰ πάντα, ἡ λατινικὴ τέφρα καὶ ἡ ἑλληνικὴ σκόνη, ἀνακατευόσαντε. Δὲν ἤμουν μεγαλύτερος ἀπὸ ἕνα βιβλίο.

Δυὸ φωνὲς μοῦ μιλοῦσαν. Ἡ πρώτη, ὕπουλη καὶ σταθερή, ἔλεγε: «Ἡ Γῆ εἶναι ἕνα γλύκισμα ὡραῖο· μπορῶ (καὶ ἡ εὐχαρίστησή σου θά ῾ναι τότε χωρὶς τέλος!) νὰ σοῦ δώσω μίαν ὄρεξη παρόμοια μεγάλη». Καὶ ἡ δεύτερη: «Ἔλα! ὤ, ἔλα στὸ ταξίδι τῶν ὀνείρων, πέρα ἀπὸ τὸ δυνατό, πέρα ἀπὸ τὸ γνωρισμένο!».Καὶ ἡ φωνὴ αὐτὴ ἐτραγουδοῦσε ὅπως ὁ ἄνεμος στὶς ἀκρογιαλιές, φάντασμα ποὺ κλαυθμυρίζει καὶ κανεὶς δὲν ξέρει πούθε ἦρθε, ποὺ χαϊδεύει τὸ αὐτὶ κι ὅμως τρομάζει. Σοῦ ἀπάντησα: «Ναί! γλυκιὰ φωνή!».

Ἀπὸ τότε κρατάει αὐτὸ ποὺ μπορεῖ, ἀλίμονο! νὰ εἰπωθεῖ πληγή μου καὶ πεπρωμένο μου. Πίσω ἀπὸ τὶς σκηνοθεσίες τῆς ἀπεράντου ὑπάρξεως, στὸ μελανότερο τῆς ἀβύσσου, βλέπω καθαρὰ κόσμους παράξενους, καί, θῦμα ἐκστατικὸ τῆς ὀξυδέρκειάς μου, σέρνω φίδια ποὺ μοῦ δαγκάνουν τὰ πόδια. Κι ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἀγαπῶ τόσο τρυφερά, καθὼς οἱ προφῆτες, τὴν ἔρημο καὶ τὴ θάλασσα, γελῶ στὰ πένθη κλαίω στὶς γιορτές, βρίσκω μία γεύση γλυκιὰ στὸ πικρὸ κρασί, νομίζω πολλὲς φορὲς γιὰ ψέματα τὶς ἀλήθειες, καί, μὲ τὰ μάτια στὸν οὐρανό, πέφτω σὲ γκρεμούς.

Ἀλλὰ ἡ Φωνὴ μὲ παρηγορεῖ καὶ λέει: «Κράτησε τὰ ὄνειρά σου· οἱ συνετοὶ δὲν ἔχουν ἔτσι ὡραῖα σὰν τοὺς τρελούς!»

CHARLES BAUDELAIRE


Μετάφραση Κώστα Καρυωτάκη
ΝΗΠΕΝΘΗ (1921)

Βασίλης Πανδής: Αποκάλυψη


Δια χειρός Γιάννη Μόραλη

Για ώρες κοιτούσε μηχανικά το ρολόι του
κι ούτε ήξερε πού και γιατί κοιτούσε
Ώσπου κάποιαν ώρα, σα να ένιωσε μέσα του
ένα ξαφνικό ανοιξιάτικο αστραπόβροντο, τρομακτικό και ζωογόνο,
σα να ξύπνησε μέσα του κάτι,
σα να του 'γινε κάποια αποκάλυψη
Κοίταξε και πάλι το ρολόι και κατάλαβε
Άφησε το βαρύ ποτήρι με τη λιγοστή μπύρα που 'χε απομείνει
κι είπε:
«Χρειάζομαι περισσότερο ουρανό!»

Ύστερ' από χρόνια, ευτυχισμένος πια,
θυμότανε τον τρόμο από κείνο το φοβερό αστραπόβροντο
και μια βεβαιότητα εγλίστρησ' απ' τα χείλη του:
«Ό,τι φοβόμαστε μας δίνει ζωή»


23.VII.2014
Βασίλης Πανδῆς

Κ.Π. Καβάφης: Στα 200 π.X. & Νίκος Εγγονόπουλος: Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων



«Aλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων—»

Μπορούμε κάλλιστα να φαντασθούμε
πως θ’ αδιαφόρησαν παντάπασι στην Σπάρτη
για την επιγραφήν αυτή. «Πλην Λακεδαιμονίων»,
μα φυσικά. Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται
για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν
σαν πολυτίμους υπηρέτας. Άλλωστε
μια πανελλήνια εκστρατεία χωρίς
Σπαρτιάτη βασιλέα γι’ αρχηγό
δεν θα τους φαίνονταν πολλής περιωπής.
A βεβαιότατα «πλην Λακεδαιμονίων».

Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται.

Έτσι, πλην Λακεδαιμονίων στον Γρανικό·
και στην Ισσό μετά· και στην τελειωτική
την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός
που στ’ Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι:
που απ’ τ’ Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κ’ εσαρώθη.

Κι απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,
την νικηφόρα, την περίλαμπρη,
την περιλάλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη: βγήκαμ’ εμείς·
ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.

Εμείς· οι Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς,
οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας,
κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς.

Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!


Πηγή


***

Νίκος Εγγονόπουλος: Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων, 1963

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

«Αυτό είναι το πρόβλημα με το ποτό, σκέφτηκα...»



«Αυτό είναι το πρόβλημα με το ποτό, σκέφτηκα, καθώς έβαζα να πιω ένα ποτό. Αν συμβεί κάτι κακό, πίνεις για να ξεχάσεις· αν συμβεί κάτι καλό, πίνεις για να γιορτάσεις· αν δεν συμβαίνει τίποτα, πίνεις μπας και συμβεί κάτι.»


Τσαρλς Μπουκόφσκι: Γυναίκες, μετάφραση-επίμετρο Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη, εκδ. Μεταίχμιο, 2013, σελ. 284

Κώστας Καρυωτάκης: [Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα]



Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
είδα το βράδυ αυτό.
Kάποια χρυσή, λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.
Kαι στην καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.
Στα χέρια το παλτό,
στ' ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Hλεκτρισμένη από φιλήματα
θα 'λεγες την ατμόσφαιρα.
H σκέψις, τα ποιήματα,
βάρος περιττό.

Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιαν ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες,
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.


ΕΛΕΓΕΙΑ ΚΑΙ ΣΑΤΙΡΕΣ (1927)

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Συνέντευξη του Οδυσσέα Ελύτη στο Ρένο Αποστολίδη (1958)




Ζητεῖται ἡ γνώμη σας, κύριε Ἐλύτη, ἡ ἐντελῶς ἀνεπιφύλακτη καί ἀδέσμευτη, ἐπάνω σέ ὅ,τι θεωρεῖτε ὡς τήν πιό κεφαλαιώδη κακοδαιμονία τοῦ τόπου. Ἀπό τί κυρίως πάσχουμε καί τί πρωτίστως μᾶς λείπει; Ποιά θά ὀνομάζατε «πρώτη μάστιγα» τῆς νεοελληνικῆς ζωῆς;

Ἀπό τί πάσχουμε κυρίως; Θά σᾶς τό πῶ ἀμέσως: ἀπό μιά μόνιμο, πλήρη, καί κακοήθη ἀσυμφωνία μεταξύ τοῦ πνεύματος τῆς ἑκάστοτε ἡγεσίας μας καί τοῦ «ἤθους» πού χαρακτηρίζει τόν βαθύτερο ψυχικό πολιτισμό τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ στό σύνολο του!

Ἄ! Ἀρχίσαμε!… Μόνιμος, πλήρης καί κακοήθης ἀσυμφωνία!…

Βεβαίως! Ἀλλ᾿ ἀφῆστε με νά συνεχίσω. Αὐτή ἡ ασυμφωνία δέν εἶναι μιά συγκεκριμένη κακοδαιμονία, εἶναι, ὃμως, μιά αἰτία πού ἐξηγεῖ ὃλες τίς κακοδαιμονίες, μικρές καί μεγάλες, τοῦ τόπου αὐτοῦ. Ἀπό τήν ἡμέρα πού ἔγινε ἡ Ἑλλάδα κράτος ἕως σήμερα, οἱ πολιτικές πράξεις, θά ἔλεγε κανένας, ὅτι σχεδιάζονται καί ἐκτελοῦνται ἐρήμην τῶν ἀντιλήψεων γιά τή ζωή, καί γενικότερα τῶν ἰδανικῶν πού εἶχε διαμορφώσει ὁ Ἑλληνισμός μέσα στήν ὑγιή κοινοτική του ὀργάνωση καί στήν παράδοση τῶν μεγάλων ἀγώνων γιά τήν άνεξαρτησία του. Ἡ φωνή  τοῦ  Μακρυγιάννη δέν ἔχει χάσει, οὔτε σήμερα ἀκόμη, τήν ἐπικαιρότητά της. Σημειῶστε ὅτι δέν βλέπω τό πρόβλημα ἀπό τήν ἀποκλειστική κοινωνική του πλευρά, οὔτε κάνω δημοκοπία.

Δημοκοπία ἀσφαλῶς ὄχι. Πολιτική, ὅμως, ναί. Τό ἐντοπίζετε, δηλαδή, [τό πρόβλημα] κυρίως μέσα στόν χώρο τῆς πολιτικῆς – ἤ κάνω λάθος; Στό κέντρο μάλιστα τοῦ δικοῦ της χώρου. Ἐκεῖ μᾶς πάει τό πρόβλημα πού θέσατε, τῶν σχέσεων μεταξύ λαοῦ καί ἡγεσίας.

Μά ναί. Γιατί εἶναι βασικό. Εἶναι πρῶτο… κι ἄς εἶμαι ποιητής, ἐγώ πού τό λέω, μακριά πάντα ἀπό τήν «πολιτική». Κοιτάξτε: ὁ λαός αὐτός κατά κανόνα ἐκλέγει τήν ἡγεσία του. Καί ὅμως, ὅταν αὐτή ἀναλάβει τήν εὐθύνη τῆς ἐξουσίας –εἴτε τήν ἀριστοκρατία ἐκπροσωπεῖ εἴτε τήν ἀστική τάξη εἴτε τό προλεταριάτο–, κατά ἕναν μυστηριώδη τρόπο ἀποξενώνεται ἀπό τή βάση πού τήν ἀνέδειξε, καί ἐνεργεῖ σάν νά βρισκόταν στό Τέξας ἤ στό Οὐζμπεκιστάν!

Στό Τέξας καί στό Οὐζμπεκιστάν; Ποιητικές χῶρες!… Ἤ μήπως θέλετε νά πεῖτε: «Σάν νά βρισκόταν στή χώρα τοῦ ἑκάστοτε ρυθμιστικοῦ ‘‘ξένου παράγοντος’’; Τοῦ ἑκάστοτε… ‘‘προστάτου’’ μας;» Μήπως ἐκεῖ ἀκριβῶς ἔγκειται τό κακό;

Τό εἶπα μέ τρόπο, ἀλλά βλέπω ὅτι τό θέλετε γυμνό. Καί δέν ἔχω ἀντίρρηση νά τό ξαναπῶ φανερά, καί πιό ἔντονα: ἕνας ἀπό τούς κυριότερους παράγοντες τῶν «παρεκκλίσεων» τῆς ἡγεσίας ἀπό τό ἦθος τοῦ λαοῦ μας, εἶναι ἡ ἐκ τοῦ ἀφανοῦς καί ἐκ τῶν ἔξω «προστατευτική» κατεύθυνση. Ἀποτέλεσμα καί αὐτό τῆς ἀπώλειας τοῦ ἕρματος, τῆς «παράδοσης». Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι στήν ἐποχή μας ἡ ἀλληλεξάρτηση τῶν ἐθνοτήτων εἶναι τόση, πού ἡ πολιτική δέν μπορεῖ ν᾿ ἀγνοήσει, ὥς ἕναν βαθμό, αὐτό πού θά λέγαμε «γενικότερη σκοπιμότητα». Ὅμως, ὑπάρχει τεράστια διαφορά ἀνάμεσα στήν «προσαρμοστική πολιτική» καί στή δουλοπρέπεια! Αὐτό εἶναι τό πιό εὐαίσθητο σημεῖο τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, «τό τιμιώτατόν του»! Καί αὐτό τοῦ καταπατοῦν συνεχῶς, κατά τόν ἐξοργιστικότερο τρόπο, οἱ ἐκπρόσωποί του στήν ἐπίσημη διεθνῆ σκηνή!

Κι ὁ «ἐπίσημος» ὅρος τῆς δουλοπρέπειας αὐτῆς, κύριε Ἐλύτη; Μήπως εἶναι ὑποκριτικότερος ἀπ᾿  τό «προσαρμοστική πολιτική»; Ἐξοργιστικότερος;

Δέν μ᾿ ἐνδιαφέρει ὁ ἐπίσημος ὅρος τῆς δουλοπρέπειας. Μ᾿ ἐνδιαφέρει ἡ οὐσία. Κι ἐκεῖνο πού ξέρω εἶναι ὅτι μ᾿ αὐτά καί μ’ αὐτά ἐφτάσαμε σέ κάτι πού θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά ὀνομάσω «ψευδοφάνεια». Ἔχουμε, δηλαδή, τήν τάση νά παρουσιαζόμαστε διαρκῶς διαφορετικοί απ’ ὅ,τι πραγματικά εἴμαστε. Καί δέν ὑπάρχει ἀσφαλέστερος δρόμος πρός τήν ἀποτυχία, εἴτε σάν ἄτομο σταδιοδρομεῖς εἴτε σάν σύνολο, ἀπό τήν ἔλλειψη τῆς γνησιότητας. Τό κακό πάει πολύ μακριά. Ὅλα τά διοικητικά μας συστήματα, οἱ κοινωνικοί μας θεσμοί, τά ἐκπαιδευτικά μας προγράμματα, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τούς Βαυαρούς, πάρθηκαν μέ προχειρότατο τρόπο ἀπό ἔξω, καί κόπηκαν καί ράφτηκαν ὅπως ὅπως ἐπάνω σ᾿ ἕνα σῶμα μέ ἄλλες διαστάσεις καί ἄλλους ὅρους ἀναπνοῆς.

«Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΕΠΕΤΥΧΕ ΩΣ ΓΕΝΟΣ ΑΛΛ᾿ ΑΠΕΤΥΧΕ ΩΣ ΚΡΑΤΟΣ»

Ὥστε, λοιπόν, ζητᾶτε «δικούς μας ὅρους ἀναπνοῆς»!

Ναί. Καί δέν πρόκειται βέβαια γιά «προγονοπληξία». Τά λέω, ἄλλωστε, αὐτά ἐγώ πού, σ᾿ ἕναν τομέα ὅπως ὁ δικός μου, κήρυξα μέ φανατισμό τήν ἀνάγκη τῆς ἐπικοινωνίας μας μέ τό διεθνές πνεῦμα, καί πού σήμερα μέ ἐμπιστοσύνη ἀποβλέπω στή διαμόρφωση ἑνός ἑνιαίου εύρωπαϊκοῦ σχήματος, ὅπου νά ἔχει τή θέση της ἡ Ἑλλάδα. Μέ τή διαφορά ὅτι ὁ μηχανισμός τῆς ἀφομοιώσεως τῶν στοιχείων τῆς προόδου πρέπει νά λειτουργεῖ σωστά, καί νά βασίζεται σέ μιά γερή καί φυσιολογικά ἀναπτυγμένη παιδεία. Ἐνῶ σ’ ἐμᾶς, ὄχι μόνον δέν λειτουργεῖ σωστά, ἀλλά δέν ὑπάρχει κἄν ὁ μηχανισμός αὐτός γιά νά λειτουργήσει! Καί μέ τή διαφορά ἀκόμη ὅτι, ἐκτός ἀπό ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, ἡ ἡγετική μας τάξη, στό κεφάλαιο τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, ἔχει μαῦρα μεσάνυχτα! Κοιτάξετε μέ προσοχή τά ἔντυπα πού εκδίδει ἡ ἴδια, ἤ πού προτιμᾶ νά διαβάζει, τά διαμερίσματα ὅπου κατοικεῖ, τίς διασκεδάσεις πού κάνει, τή στάση της ἀπέναντι στή ζωή. Οὔτε μιά σταγόνα γνησιότητας! Πῶς θέλετε, λοιπόν, ν᾿ ἀναθρέψει σωστά τή νέα γενιά; Ἀπό τά πρῶτα διαβάσματα πού θά κάνει ἕνα παιδί ὥς τά διάφορα στοιχεῖα πού θά συναντήσει στό καθημερινό του περιβάλλον, καί πού θά διαμορφώσουν τό γοῦστο του, μιά συνεχής καί άδιάκοπη πλαστογραφία καί τίποτε ἄλλο!
Θά μοῦ πεῖτε: εἶσαι λογοτέχνης, καλαμαράς, καί βλέπεις τά πράγματα ἀπό τή μεριά πού σέ πονᾶνε. Ὄχι, καθόλου! Καί νά μοῦ έπιτρέψετε νά ἐπιμείνω. Ὅλα τά ἄλλα κακά πού θά μποροῦσα νά καταγγείλω –ἡ ἔλλειψη οὐσιαστικῆς ἀποκεντρώσεως καί αὐτοδιοικήσεως, ἡ ἔλλειψη προγραμματισμοῦ γιά τήν πλουτοπαραγωγική ἀνάπτυξη τῆς χώρας, ἀκόμη καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀσκεῖται ἡ ἐξωτερική μας πολιτική– εἶναι ζητήματα βαθύτερης ἑλληνικῆς παιδείας! Ἀπό τήν ἄποψη ὅτι μόνον αυτή μπορεῖ νά προικίσει ἕναν ἡγέτη μέ τήν ἀπαραίτητη εὐαισθησία πού χρειάζεται γιά νά ἐνστερνιστεῖ, καί ἀντιστοίχως νά ἀποδώσει, τό ἦθος τοῦ λαοῦ. Γιατί αὐτός ὁ λαός, πού τήν ἔννοιά του τήν ἔχουμε παραμορφώσει σέ σημεῖο νά μήν τήν ἀναγνωρίζουμε, αὐτός ἔχει φτιάξει ὅ,τι καλό ὑπάρχει – ἄν ὑπάρχει κάτι καλό σ᾿ αὐτόν τόν τόπο! Καί αὐτός, στίς ὧρες τοῦ κινδύνου, καί στό πεῖσμα τῆς συστηματικῆς ἡττοπαθείας τῶν ἀρχηγῶν του, αἴρεται, χάρη σ᾿ ἕναν ἀόρατο, εὐλογημένο μηχανισμό, στά ὕψη πού ἀπαιτεῖ τό θαῦμα!
Ὅσο, λοιπόν, καί ἄν εἶναι λυπηρό, πρέπει νά τό πῶ: ὁ Ἑλληνισμός, γιά τήν ὥρα τουλάχιστον, ἐπέτυχε ὡς γένος, ἀλλ᾿ ἀπέτυχε ὡς κράτος! Καί παρακαλῶ νύχτα μέρα τόν Θεό, καί τό μέλλον, νά μέ διαψεύσουν.

Πρίν κλείσομε, κύριε Ἐλύτη, τη συνέντευξη, κάτι πού ἐθίξατε στήν ἀρχή, τό τῆς παλαιᾶς ὑγιοῦς κοινοτικῆς ὀργανώσεως τοῦ λαοῦ μας, πού ἔχει χαθεῖ πιά, πῶς νομίζετε ὅτι θά μποροῦσε ν’ ἀναβιώσει; «Αν κατεβάλλετο προσπάθεια», πρός ποιά κατεύθυνση;

Σέ μιάν ἀναβίωση αὐθεντική δέν εἶναι δυνατόν πιά νά ἐλπίζουμε – ἀλίμονο! Ἑκατόν τριάντα καί πλέον ἔτη ἀχρησίας εἶναι ἀρκετά γιά ν᾿ ἀτροφήσουν ἀκόμη καί οἱ πιό ζωντανοί θεσμοί. Ὡστόσο, ὑπάρχει τρόπος νά πλησιάσουμε, μέ σωφροσύνη καί μελέτη, στή λύση τοῦ προβλήματος, καί αὐτό σαφώς πρός τήν πλευρά τῆς αὐτοδιοικήσεως, μέ τήν πιό αὐστηρή της ἔννοια.
Δέν εἶμαι ἀρμόδιος βέβαια νά σᾶς προτείνω σχέδια. Θά ἤθελα μόνο νά κάνω δύο παρατηρήσεις: ἡ μία εἶναι ὅτι κάθε ἀπόπειρα πρός τήν κατεύθυνση αὐτή θά πρέπει νά βασιστεῖ στή φυσική καί ἱστορική διαίρεση τῆς χώρας σέ μεγάλα διαμερίσματα, πού εἶναι μιά πραγματικότητα δοσμένη, καί ὄχι στή θεωρητική τῆς γεωοικονομίας, ὅπως ἄκουσα νά ὑποστηρίζεται ἀπό πολλούς. Θά εἶναι μεγάλο σφάλμα νά παραγνωριστοῦν οἱ ψυχολογικοί παράγοντες, ἀπό τούς ὁποίους πολλές φορές ἐξαρτᾶται τό μεγαλύτερο μέρος της ἐπιτυχίας. Ἡ ἄλλη παρατήρηση εἶναι ὅτι τά μεγάλα αὐτά διαμερίσματα (μέσα στά ἑλληνικά μέτρα πάντοτε) θά πρέπει νά ὑποδιαιρεθοῦν σέ πολλές μικρές μονάδες, στενότερες καί ἀπό τήν ἐπαρχία, μέ ἀρχές δικές τους καί μέ τή δυνατότητα γιά κοινοπραξίες, προπάντων σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τή γεωργία. Γιατί ὁ πρῶτος ἀντικειμενικός σκοπός εἶναι νά λυτρωθεῖ ὁ πολίτης ἀπό τό «ταμπού» τῆς ἐξουσίας! Καί θά λυτρωθεῖ μόνον ἄν ἔχει τρόπο νά παρακολουθεῖ ἀπό κοντά ποῦ καί πῶς ἀξιοποιοῦνται οἱ θυσίες του, οἰκονομικές καί ἄλλες, πού σήμερα καταβροχθίζονται ἀπό ἕνα μακρινό καί ἀόρατο Φάντασμα.


Εφημερίδα «Ἐλευθερία», 15 Ιουνίου 1958