Την άλλη μέρα οι γυναίκες Μαρία από τα Μάγδαλα
Μαρία του Κλωπά κι η άλλη Μαρία
μ’ ονειρευόταν μηχανικόν
πατέρα των παιδιών τους με παντούφλες
φαϊ καλό αστραφτερά πουκάμισα
τσάκιση, κουμπιά μαλαματένια
οι σημαίες μας όμως
στάζουν ακόμα το χιονόνερο
στις γωνιές συνθήματα παίζουν τους καστανάδες
ξήλωνε αν το μπορείς σανίδες από μέσα σου
μπήγοντας σταυρούς και μάκρος
Φτάνει που τόσα θάψαμε μες στα συρτάρια μας.
Έδειχνα του Αλιάκμονα το χαρακίρι μου
πόδι βουλιαγμένο στο κατράμι
το πηγάδι τυλιγότανε το φίδι του
ξέσκεπο το ένα μου δόντι φάνταζε άσπρο
όπως η ηχώ μες στο φαρμάκι
οι ρουφήχτρες μάτια είκοσι στόματα εννιά
κουρσεύανε την άσφαλτο
η πατρίδα μ’ έχανε στο τάβλι.
Τώρα δεμένος χειροπόδαρα ξερνώ το ατσάλι μου
μέσα σε βούτες, πίνω φιδόχορτο,
βυζαίνω την τσουκνίδα,
μου ρίχνει πετονιά ο θάνατος τη νύστα του,
στον Κεραμεικό σκυφτό βουβάλι
σκάβει το χώμα με ζητά
οσμίζεται μυαλά και όρχεις Αθηναίων
γλείφει τα νύχια του
παρακαλάς να πω τη λέξη ταίριαξε
και να τελειώσω
αεί χάσου λοιπόν από μπροστά μου νικητή
φερέγγυον πρόσωπον.
ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου