Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

Ιάσων Δεπούντης: Πλησίασμα




                          Αγχιβασίη

Τώρα τα λόγια γίναν περιττά
και περιττή η σιωπή.
Μονάχα με σημεία θ' αποκρίνεται
κι άλλες φωνές οι μακρινές
θα σε καλούνε ποιητή

Οι φωνές σε κράζουν
άλλες φωνές - μνήμες νεκρών


ΑΚΑΤΟΙΚΗΤΗ ΝΥΧΤΑ (1962)

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

Γιάννης Δάλλας: Υδροχόος




Ζωή αρτεσιανή κάνε να γίνω
στη νέα έλευσή μου όπως μου ορίστηκε,
να γίνω ένας υδροφόρος για τους άλλους
μες στη σαχάρα των καιρών
να ρέω
κρουνός του λόγου από ψηλά και να τους ραίνω
εις μνήμην του ζωδιακού μου Υδροχόου


ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ (2015)

Γιάννης Δάλλας: Απειρωτάν




Πήρε απ' το χώμα της ανασκαφής
Το νόμισμα
το γιάλισε με το μανίκι κι έλαμψε
με την καινούργια επιγραφή: Απειρωτάν

Το γύριζε στις Τράπεζες... καμιά
δεν δεχόταν να το πριμοδοτήσει
Τα σύμβολά σας στα Μουσεία, τού 'λεγαν
Δεν είναι σύμβολα - είν’ η αρχαία συνταγή
μιας νομισματικής κοινής πολιτικής -
Κι οι μαντικές περιστερές που πέταξαν
κι ενώσαν δυο ηπείρους δυο ιερά
πώς δεν τη νοιώσαν δεν τη μάντεψαν
την επερχόμενη κατάρρευση;

(Καιροί πτωχεύσεων καιροί της αγοράς
Η Ενωμένη Ευρώπη φύλλα και φτερά
Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!)

Κι οι συνταγές σας στον Καιάδα, απάντησαν


ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ (2011)

Γιώργος Κοτζιούλας: Στου Δάλλα το ξεκίνημα




Ένα μικρό κλεφτόπουλο που ζήλεψε αντρειοσύνη
τα χειμαδιά δεν το κρατούν, το Λούρο τον αφήνει
και μ' άργανα λυπητερά, με σείσματα όλο ζόρκα
νεκροστολίζει ο μπράτιμος το Φεδερίκο Λόρκα.

1948


ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ (1953)

Κική Δημουλά: Επεισόδιο




Τότε που η γλώσσα με δασύτριχες
άναρθρες κραυγές χτυπούσε
την πήλινη καμπάνα του ουρανίσκου
κι εύληπτη ωστόσο αντιλαλούσε η επιβίωση

ἢ τὰν ἢ ἐπί τᾶς

χαράματα ξεκίναγε η πείνα
για το κυνήγι του αβέβαιου

κι είθε να γύριζε νικήτρια
αιμάσσοντας η πλάτη της αγρίμι
στου βέλους το φαρμάκι κρεμασμένο

κι ωσότου να χορέψει άγρια η πρόγευση
γύρω απ’ τη γδαρμένη προστασία της προβιάς
σουρούπωνε αθώα η ωμότης
κι ορεκτικό σιγοψηνότανε το βράδυ
στων αστεριών τη θράκα

τόσο λιτά χανότανε η μέρα.

Αλλεπάλληλοι τότε οι σεισμοί καθώς
η ογκώδης στρογγυλότητα της γης
ταπεινωμένη αντιστεκόταν
να ισορροπήσει επάνω στο λεπτότατο
νεοφερμένο της υπάρξεώς μας νήμα.

Σεισμός λογίζονταν κι ο έρωτας
με ανόητο επίκεντρο το σώμα
μα που γινόταν έκθαμβα αισθητός
και στις θαμμένες περιοχές της ευτυχίας
και στης απώτερης σποράς μας τους αγρούς.

Σβηστό ακόμα το ηφαίστειο της άμιλλας.
Καλύτερος μονάχα ο επιζών
κι απαρατήρητος τρελός εκείνος που
χάραζε σε βράχους το σχήμα της τροφής του
— ζώα και φόβο μη χαθούν.
Γαλήνιο πολίτευμα η αφάνεια.
Ώσπου ροβόλησαν από το αναπάντεχο
οι ταραξίες λέξεις διεφθαρμένοι κανταδόροι
παίζοντας ύμνο δόλιο.

Πρώτη χαιρέτησε η μουσικότης
ύστερα μίλησε η αγάπη αναπτύσσοντας
δια μακρών τις φυλακές της
με τους ελάχιστους κρατούμενους
κάπου στα μισά της λειτουργίας
έβγαλε δίσκο η ισότης
και τελευταία καταπέλτης
η φτιαξιά του καθενός μας προστάζοντας
τους ζυγούς λύσατε.

Οι λέξεις φταίνε. Αυτές
ενθάρρυναν τα πράγματα σιγά
σιγά ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν.

Πρωτύτερα ο θάνατος τί ήταν;
Μια στάθμευση πολύωρη μαυρίλας
πάνω στις ράγες του φωτός.

Μαλάκιο αηδές η ματαιότης.
Μιλώντας μεγαλοπιάστηκε
κι έλαβε σάρκα και οστά που
τα αφαιρεί βεβαίως από μας
κάθε φορά για να ορθοποδήσει.

Αθώα δόρατα και βέλη βιοπαλαιστικά
μιλώντας έγιναν Ζαΐρ Σεράγιεβο Νταχάου
— φύσει εκδορεύς η ιστορία.

Πως ήσουνα εχθρός μου δεν το ήξερες.
Οι λέξεις σού το είπαν.

Σ’ εκείνες πούλησε ο έρως το σεισμό του
κι ήρθε στην επιφάνεια

ότι δεν μ’ αγαπούσες.

Λέξεις ζηλότυπες κρυμμένες στην εκδίκηση
της Μήδειας κατασφάξανε Χρυσόμαλλο
το μητρικό της φίλτρο
με λέξεις τύφλωσε ο Οιδίποδας
τη μάνα ενοχή του
— λες και δεν είναι εκ γενετής
τυφλός ο πόθος

λέξεις θεάρεστες θάψανε κρυφά
νύκτωρ τον αδελφό τους, έκθετον
στα όρνια της ατίμωσης
— λες και θαμμένος παύει
να είναι ατίμωση ο θάνατος
ναι ναι, με λέξεις διαιωνίστηκε
θέατρο παγκοσμίου ακουστικής η τραγωδία μας

Κι όταν κλαίμε μην ακούς
τι ψεύδονται οι αδένες
τάχα πως νίπτουν δάκρυα τας χείρας των.
Δεν είναι δάκρυα.
Λέξεις ξαναχτυπούν
καιρό επιφυλαγμένες στο αλάτι τους
αυτές οι λέξεις άθλιες δε λένε να φυσήξουν
και τη θυσία μάς εμφυσούν στην άπνοιά τους

Δεν είναι λέξη ο καιρός. Είναι
ο κακοήθης όγκος της στιγμής.


ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙ (1998)

Κική Δημουλᾶ: Συμπληγάδες συγκρίσεις




Περιμένω. Σὲ φουαγιὲ θεάτρου.
Ὥσπου ν᾿ ἀρχίσει ἡ παράσταση
βλέπω τί παίζεται πλαγίως
ἐντὸς ἐνυδρείου ποὺ διασκεδάζει
τὴν ἀναμονή.

Τετράγωνο περίπου σὰν κουτὶ
παπουτσιῶν στὸ νούμερο τῆς ὑπερβολῆς.
Σὲ γωνία σφηνωμένο γιὰ νὰ γεύονται
διπλὴ ἀσφυξία οἱ τοῖχοι.
Μικρὰ ψαράκια ὅσο τὸ χρυσαφὶ τοῦ ἥλιου
ἐπάνω σὲ χρυσόμυγας ξεριζωμένο βόμβο
τρέχουν πανικόβλητα. Σκυλόψαρο τζάμι τὰ κυνηγᾷ.
Νᾶνος βυθός. Τὸν γαργαλάει εὔκολα
μὲ τὰ κοντά της δαχτυλάκια ἡ ἐπιφάνεια.

Συνθλίβεται ἡ πλεύση συχνὰ
στὶς συμπληγάδες πέτρες-χαλίκι
εὕρημα στεριανό.
Κάθε τόσο ἀγωγὸς κρυμμένος στέλνει
βίαιο ἀέρα φουρτουνιάζει κάπως ἡ ἀνία
φύκια ξεμαλλιάζονται μὲ πλαστικὸν
ὀλοφυρμό. Γιὰ λίγο
καταποντίζεται ἡ ὁρατότης. Ὥσπου
μισοπνιγμένη τὴν τραβᾶνε κατὰ πάνω
κάτι φυσαλίδες ὀξυγόνου μικρὲς
σὰν καρφίτσας κεφαλάκι ποὺ βγαίνουν
ἀπὸ τῶν ματιῶν μου τὴ λιγοστὴ φιάλη.

Τί λυπᾶσαι, χρυσόψαρα εἶναι
οὔτε ποὺ γνώρισαν θάλασσα ποτέ τους.

Καὶ μεῖς πόσο τάχα γνωρίσαμε;
Κι ὅμως τὸ νοσταλγοῦμε αὐτὸ τὸ διόλου.

Γεράσιμος Μαρκορᾶς: Τὸ πρῶτο ψυχοσάββατο




Αὐτός, ποῦ ’ς ἓνα λείψανο,
προτοῦ τὴ μάχη ἀφήσῃς,
δάκρυα θλιμμένα σ’ ἒκραξε,
ὦ Ἐλευθερία, νὰ χύσης,
τώρα εἶναι κρύος, ἀκίνητος,
μὲ χέρια σταυρωμένα,
καὶ κλάψαις ἀπὸ σένα
λὲς ποῦ ζητάει κ’ ἐκεῖ.

Θυμᾶσαι; - στὴν ἀκοίμητη,
λαμπρή του φαντασία
μέσ’ ἀπὸ Ἑλλήνων κόκκαλα
σ’ εἶδε νὰ βγῇς, ὦ Θεία,
μὲ ἀκονισμένο σίδερο,
ποῦ ἐδίψαε Τούρκων αἷμα,
μὲ πόθου βία στὸ βλέμμα
ποῦ ἐμέτρουνε τὴ γῆ.

Θυμᾶσαι πῶς ὁλόψυχα
σὲ χαιρετοῦσε τότες
ὁποῦ γιὰ σένα ἐπάλευαν
πλῆθος γενναῖοι στρατιώταις;
Ἂχ! τώρα πάλε ἀκούστηκε,
πρὶν ἡ πνοή του σβύσῃ,
ἀργὰ νὰ μουρμουρίσῃ
τὸ θεῖο χαιρετισμό.

Ἒλα γοργά· τῆς δάφνης σου
δὲν πρέπουν τὰ κλωνάρια
μόνον ἐκεῖ ποῦ ὁ πόλεμος
θερίζει παλληκάρια.
Σὰν ἓνα πλέξῃς ἂφθαρτο
λαμπρὸ στεφάνι, ὡς ξέρεις,
θρηνῶντας νὰ τὸ φέρῃς
ἒλα μὲ βία κ’ ἐδῶ.

Ἰδὲς μίαν ἂλλη Ἀθάνατη,
ποῦ ἀπὸ ψηλὰ κινάει
καὶ στὴν ἀχνὴ παλάμη της
τὸ μέτωπο βαστάει·
λύρα κρατεῖ, μὲ ὁλόμαυρο
μαγνάδι σκεπασμένη,
στὸ ξόδι ποῦ θὰ γένῃ
παγαίνοντας καὶ αὐτή.

Ἀγκαλιαστῆτε, κλάψετε
κ’ οἱ δύο ‘ς αὐτὸ τὸ σῶμα,
ποῦ λὲς καὶ ἀπὸ τὴ φλόγα σας
εἶν’ ἀναμμένο ἀκόμα.
Χαρὰ στὴ γῆ, ποῦ, ἀνοίγοντας,
θὰ λάβῃ, ὠιμέ! τὴ χάρη
στὰ σπλάχνα της νὰ πάρῃ
τὸ ἀτίμητο κορμί!

Ὢ! πέστε, Οὐρανογέννηταις,
τὶ θησαυρὸ θὰ κλείσῃ,
καὶ ὁ λάκκος ἀπ’ τὰ βάθη του
μὲ μιᾶς νὰ λαχταρίσῃ·
τ’ ἂστρα δροσιὰ νὰ ρίξουνε,
ἡ γῆ λουλούδια πλῆθος
στὸ εὐλογημένο στῆθος,
στὴν ἂσπρη κεφαλή.

Πέστε, ν’ ἀκούσουν Ἓλληνες,
φίλοι κ’ ἐχθροί μας ξένοι,
ποῦ δὲ θᾶ πάῃ κ’ Τέχνη του
στὸ μνῆμα ὡς πεθαμένη·
ὂχι· τὰ νέα της πλάσματα,
σὰ θεῖα πουλιά, μία μέρα
θὰ χύσουν στὸν ἀέρα
πρωτάκουστη φωνή.

Μ’ ἀγάπη αὐτὸς ἀνάσταινε,
βαθυὰ μὲ φόβο ἐκλειοῦσε
τὰ φλογερὰ πετούμενα
ποῦ ὁ νοῦς γεννοβολοῦσε.
Ἀνίσως τώρα ὠρφάνεψαν,
θνητὴ δὲν ἒχουν φύση·
ἂχ! ἒπρεπε νὰ ζήσῃ
καὶ αὐτὸς παντοτινά!

Καὶ ζῇ. Μὲ πλούσια χρώματα
ἡ θεία ψυχὴ μᾶς μένει
στὸ στίχο τὸν ἀθάνατο
πιστὰ ζωγραφισμένη·
ἐκεῖ τὸ πνεῦμα δείχνεται
μὲ ἀναλαμπὴ μεγάλη·
φέγγουν ἐκεῖ τὰ κάλλη
ὁποῦχε στὴ θωριά.

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2020

T.S. Eliot: The Dry Salvages (I)




I

I do not know much about gods; but I think that the river
Is a strong brown god—sullen, untamed and intractable,
Patient to some degree, at first recognised as a frontier;
Useful, untrustworthy, as a conveyor of commerce;
Then only a problem confronting the builder of bridges.
The problem once solved, the brown god is almost forgotten
By the dwellers in cities—ever, however, implacable.
Keeping his seasons and rages, destroyer, reminder
Of what men choose to forget. Unhonoured, unpropitiated
By worshippers of the machine, but waiting, watching and waiting.
His rhythm was present in the nursery bedroom,
In the rank ailanthus of the April dooryard,
In the smell of grapes on the autumn table,
And the evening circle in the winter gaslight.

    The river is within us, the sea is all about us;
The sea is the land's edge also, the granite
Into which it reaches, the beaches where it tosses
Its hints of earlier and other creation:
The starfish, the horseshoe crab, the whale's backbone;
The pools where it offers to our curiosity
The more delicate algae and the sea anemone.
It tosses up our losses, the torn seine,
The shattered lobsterpot, the broken oar
And the gear of foreign dead men. The sea has many voices,
Many gods and many voices.
                                              The salt is on the briar rose,
The fog is in the fir trees.
                                        The sea howl
And the sea yelp, are different voices
Often together heard: the whine in the rigging,
The menace and caress of wave that breaks on water,
The distant rote in the granite teeth,
And the wailing warning from the approaching headland
Are all sea voices, and the heaving groaner
Rounded homewards, and the seagull:
And under the oppression of the silent fog
The tolling bell
Measures time not our time, rung by the unhurried
Ground swell, a time
Older than the time of chronometers, older
Than time counted by anxious worried women
Lying awake, calculating the future,
Trying to unweave, unwind, unravel
And piece together the past and the future,
Between midnight and dawn, when the past is all deception,
The future futureless, before the morning watch
When time stops and time is never ending;
And the ground swell, that is and was from the beginning,
Clangs
The bell.

Derek Walcott: The Sea Is History




Where are your monuments, your battles, martyrs?
Where is your tribal memory? Sirs,
in that grey vault. The sea. The sea
has locked them up. The sea is History.

First, there was the heaving oil,
heavy as chaos;
then, like a light at the end of a tunnel,

the lantern of a caravel,
and that was Genesis.
Then there were the packed cries,
the shit, the moaning:

Exodus.
Bone soldered by coral to bone,
mosaics
mantled by the benediction of the shark's shadow,

that was the Ark of the Covenant.
Then came from the plucked wires
of sunlight on the sea floor

the plangent harps of the Babylonian bondage,
as the white cowries clustered like manacles
on the drowned women,

and those were the ivory bracelets
of the Song of Solomon,
but the ocean kept turning blank pages

looking for History.
Then came the men with eyes heavy as anchors
who sank without tombs,

brigands who barbecued cattle,
leaving their charred ribs like palm leaves on the shore,
then the foaming, rabid maw

of the tidal wave swallowing Port Royal,
and that was Jonah,
but where is your Renaissance?

Sir, it is locked in them sea-sands
out there past the reef's moiling shelf,
where the men-o'-war floated down;

strop on these goggles, I'll guide you there myself.
It's all subtle and submarine,
through colonnades of coral,

past the gothic windows of sea-fans
to where the crusty grouper, onyx-eyed,
blinks, weighted by its jewels, like a bald queen;

and these groined caves with barnacles
pitted like stone
are our cathedrals,

and the furnace before the hurricanes:
Gomorrah. Bones ground by windmills
into marl and cornmeal,

and that was Lamentations—
that was just Lamentations,
it was not History;

then came, like scum on the river's drying lip,
the brown reeds of villages
mantling and congealing into towns,

and at evening, the midges' choirs,
and above them, the spires
lancing the side of God

as His son set, and that was the New Testament.

Then came the white sisters clapping
to the waves' progress,
and that was Emancipation—

jubilation, O jubilation—
vanishing swiftly
as the sea's lace dries in the sun,

but that was not History,
that was only faith,
and then each rock broke into its own nation;

then came the synod of flies,
then came the secretarial heron,
then came the bullfrog bellowing for a vote,

fireflies with bright ideas
and bats like jetting ambassadors
and the mantis, like khaki police,

and the furred caterpillars of judges
examining each case closely,
and then in the dark ears of ferns

and in the salt chuckle of rocks
with their sea pools, there was the sound
like a rumour without any echo

of History, really beginning.

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020

Δημήτρης Καλοκύρης: Εργατικό δίκαιο




«Η τέχνη για την τέχνη!»
είπε στο τέλος ο υδραυλικός
πυροβολώντας την μπανιέρα.


Η ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ (1996)

Δημήτρης Καλοκύρης: Στρατευμένος ποιητής




Με το δάχτυλο στα πλήκτρα
της μηχανής ονειρεύεται
δάση εγκλίσεων
και ποταμούς επιρρημάτων φλογισμένους
ξαγρυπνώντας σε έρημα φυλάκια
στην παγωμένη Μακεδονία
της γλώσσας.

[ΦΕΒΡ. '92]


Η ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ (1996)