Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Οδυσσέας Ελύτης: Το Μονόγραμμα (IV)



                                         IV
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς
Είμ' εγώ, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, μ'ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς
Που μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς

Σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει

Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς

Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.


ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ  (1971)


***


Το συγκεκριμένο απόσπασμα έχει μελοποιηθεί από το Γιάννη Ζουγανέλη και ερμηνευθεί από το Βασίλη Παπακωνσταντίνου:



Γιώργος Σεφέρης: «Δεν έχω έναν άνθρωπο ούτε κοντά μου ούτε μακριά μου...»



13 Φεβρουαρίου 1932

Ένας άνθρωπος βρίσκεται σ’ ένα περιβόλι μπροστά σ’ ένα πηγάδι κι ένα πράσινο δέντρο. Παίρνει μια πέτρα και τη ρίχνει στο πηγάδι προσέχοντας ν’ ακούσει τον αντίλαλο. Δεν ακούγεται τίποτε, αλλά τη στιγμή που η πέτρα θα ’πρεπε να ‘χει αγγίξει το νερό, σπάει ένα συννεφάκι πάνω από το δέντρο και το ποτίζει με μια ψιλή βροχή. Αυτή την εντύπωση έχω άμα διαβάζω τα γράμματά σου: η απάντηση έρχεται από αλλού.

Δεν έχω έναν άνθρωπο ούτε κοντά μου ούτε μακριά μου. Είναι περίεργο και πικρά διασκεδαστικό τώρα πια να παρακολουθώ πώς απομακρύνουνται οι άνθρωποι από μένα. Μη νομίζεις πως ξεχνώ ότι η ευγένεια του ανθρώπου είναι να δίνει.


ΜΕΡΕΣ Β'


Πηγή

Μανώλης Ρασούλης: Ντύθηκες Μακρυγιάννης τις αποκριές



Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
1η εκτέλεση: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Δίσκος: Για μια μέρα ζωής (1980)



Ντύθηκες Μακρυγιάννης τις αποκριές
κι άρχισες να μιλάς για ελευθερία
σ’ εμάς που ακόμα δεν έκλεισαν οι πληγές
και τρέχουν μια πηχτή θανάσιμη ιστορία.

Ήρωά μου, αίνιγμά μου
και στο τρόλεϊ γείτονά μου
ανθρωπάκο καθημερινέ
σ’ έχω συνεταίρο
για τα περαιτέρω
ένοχε μαζί κι αθώε μου εαυτέ.

Έλεγες ήρθα να σας λύσω τα δεσμά
και μες στου Φλόκα είσαι δύο αιώνες
καφέ να πίνεις και η λήθη να κερνά
ποιος θ’ ανταμείψει πια τους τόσους μας αγώνες;

Λέοντας, χαμαιλέοντας κι οδηγητής
κι όλοι ντυμένοι πάντα κάποιον άλλο
εγώ, εσείς κι αυτοί στο τέλος της γιορτής
θα μοιραστούμε της αλήθειας το ρεγάλο.

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

جبران خليل جبران (Χαλίλ Γκιμπράν): «Να λυπάστε το έθνος που...»



«…Ο Αλ Μουσταφά έμεινε σιωπηλός,
κοίταξε μακριά προς τους λόφους και τον απέραντο αιθέρα,
γινόταν μάχη μες στη σιωπή του.
Και μετά είπε:
Φίλοι και συνοδοιπόροι μου,
...Να λυπάστε το έθνος που φορά ένα ρούχο που δεν το έχει υφάνει,
που τρώει ψωμί που δεν το έχει θερίσει
και πίνει κρασί που δεν έχει τρέξει απο το πατητήρι του…
Να λυπάστε το έθνος που ονομάζει ένα βίαιο άνθρωπο ήρωα….
Να λυπάστε το έθνος που περιφρονεί το πάθος του στο όνειρο
κι ωστόσο γίνεται σκλάβος στο ξύπνιο του…
Να λυπάστε το έθνος που δε σηκώνει τη φωνή του
και δεν ξεσηκώνεται παρά μόνο όταν ο λαιμός του βρίσκεται ανάμεσα στο σπαθί και την πέτρα….
Να λυπάστε το έθνος που ο κυβερνήτης είναι αλεπού,
ο φιλόσοφός του ταχυδακτυλουργός
και η τέχνη του, τέχνη μπαλώματος και μιμικής….
Να λυπάστε το έθνος που υποδέχεται τον καινούργιο κυβερνήτη με σαλπιγκίσματα
και τον αποχαιρετά με γιουχαΐσματα,
για να καλοσωσορίσει και πάλι κάποιον άλλον με σαλπιγκίσματα….
Να λυπάστε το έθνος που οι σοφοί του σώπασαν με τα χρόνια
και που οι δυνατοί του άντρες είναι ακόμα στη κούνια….
Να λυπάστε το έθνος που είναι χωρισμένο σε κομμάτια
και που κάθε κομμάτι θεωρεί τον εαυτό του ένα έθνος...»


Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ (1933)



Φώτης Κόντογλου: Η Νησοπούλα



Αδελφέ μου, ξέρω πως είσαι κ’ εσύ κουρασμένος από την ταραχή του κόσμου. Έλα λοιπόν να πάμε πάλι στα μέρη που ζούσανε εκείνοι οι απλοί άνθρωποι, να ξεφύγουμε για λίγον καιρό απ’ τα’ άσπλαχνα τα δόντια ετούτης της ρόδας που γυρίζει δίχως να πάψει, μέρα- νύχτα, και που αλέθει αλύπητα, μυαλά, καρδιές, κορμιά, ψυχές.
Εκεί πέρα τα βουνά κ’ οι βράχοι κάθουνται στην ερημιά και σε καλωσορίζουνε σαν να’ ναι γκαρδιακοί φίλοι σου·και, μ’ όλο που φαίνουνται άγριοι, στ’ αληθινά είναι πιο ήμεροι από τα βουβά τα σπίτια που χτίζουνε στις πολιτείες, αυτές τις πολυκατοικίες, που είναι σαν νοσοκομεία, άσπλαχνοι τάφοι για τους ζωντανούς ανθρώπους. Απάνω σε κείνα τα βλογημένα βράχια είναι φυτρωμένα πράσινα αγριοπρινάρια και, σαν φυσά το δροσερό τα’ αγέρι, σιγοβουϊζουνε και σε νανουρίζουνε όπως έκανε η μάνα σου, για ν’ αποκοιμηθεί γλυκά το κουρασμένο το κορμί σου και το βασανισμένο πνεύμα σου. Όρνια και αϊτοί γυροφέρνουνε από πάνω τους, μα κι αυτά είναι βλογημένα, δεν σε πειράζουνε σε τίποτα, μονάχα τρώνε τα κουφάρια που έφυγε πια η ψυχή από μέσα. Εδώ όμως, μέσα στη γέεννα της πολιτείας, ο αγιούπας της έγνοιας και της απελπισίας στέκεται κουρνιασμένος ολοένα δίπλα σου, ανύσταχτος μέρα- νύχτα, και περιμένει να σφαλήξεις τα μάτια σου και να ξαποστάσει λίγο το κορμί σου, για να χώσει στο στήθος σου τη σιδερένια μύτη του, να φάγει το συκώτι σου ολοζώντανο. Μα το συκώτι ξαναγίνεται πάλι την άλλη μέρα, ώστε να’ χει θροφή ο αγριοκόρακας ετούτος, και μην ελπίζεις να βρεις ποτές έλεος.
Πολλοί θα πούνε πως είμαι ακοινώνητος άνθρωπος, ένας μονόχνωτος, και πως γι’ αυτό βλέπω με τέτοια μάτια τον κόσμο. Τους βεβαιώνω πως έχουνε δίκιο, ας έζησα και σε μεγάλες πολιτείες.
Καλά όμως εγώ·αλλά γιατί μου γράφουνε πολλοί άνθρωποι κοινωνικοί, και μου λένε πως είναι κουρασμένοι από τη ζωή που κάνουμε, και πως τους ξεκουράζουνε αυτά που γράφω για την απλή ζωή; Ποιος είπε πως η συναναστροφή ανάμεσα στους ανθρώπους, η φιλία κ’ η αγάπη, πώς δεν είναι βλογημένα πράγματα; Πλην η μηχανική ζωή, αυτή ίσια- ίσια αποστραγγίζει τον άνθρωπο από τα έμορφα αισθήματα που τον δένουνε με τους άλλους, γιατί, όπως η μηχανή δεν έχει αισθήματα, έτσι κι ο άνθρωπος, που την έβαλε παντού και σ’ όλα αυτή τη μηχανή, σε κάθε τι της ζωής του, καταντά σιγά- σιγά κι αυτός ο ίδιος μια νεκρή κι αδιάφορη μηχανή. Η φωνή του κ’ η ακουή του γινήκανε τηλέφωνο και ραδιόφωνο, το μάτι του θρέφεται με τις φωτογραφίες και με τα παγωμένα ηλεκτρικά εκείνα σωληνάρια, που βάζουνε στα μαγαζιά τη νύχτα και θαρρείς πως βρίσκεσαι στον Άδη πεθαμένος. Όλα δουλεύουνε με κουμπιά και με νούμερα, η ψυχή του ανθρώπου ρήμαξε και νέκρωσε, και θα γίνει στο τέλος σαν τους σβησμένους κρατήρες του φεγγαριού. Όλα είναι από πριν λογαριασμένα. 2+2=4. Μα 2+2=4 είναι ο θάνατος όπως λέγει ο Ντοστογέφσκης, κι όχι η ζωή, κι ας το λέμε ζωή. Κι ο σβησμένος κρατήρας, αν είχε μιλιά και τον ρωτούσες, θα’ λεγε πως ζει κι αυτός. Ο σημερινός άνθρωπος θαρρείς πως σηκώνει στην πλάτη του ένα τελώνιο, που τον βαρά μ’ ένα καμουτσί και τρέχει σαν ζουρλός. Από τη βιασύνη του, δεν έχει καιρό να κοιτάξει τίποτα άλλο, παρά πώς να τρέχει πιο γλήγορα, χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Τον δρόμο του κόσμου δεν τον κανονίζει πια ο άνθρωπος, ο βασιλέας της κτίσης, αλλά η μηχανή, αυτό το βουβό τέρας που βαστά μια βουκέντρα και τον κεντά αλύπητα το σκλάβο του, τον άνθρωπο, η μηχανή, αυτό το είδωλο του Βάαλ, που το’ φτιαξε με τα χέρια του ο άνθρωπος, και που για τούτο νόμιζε ο ανόητος πως θα του είναι υπάκουο, πλην αυτό είναι ένας δαίμονας που έστησε το θρονί του απάνω στον τάφο της ανθρώπινης καρδιάς.
Στα παλιά τα χρόνια, ήτανε ένας τύραννος Φάλαρης, άνθρωπος σκληρόκαρδος, που χαιρότανε να σοφίζεται λογιών- λογιών βασανιστήρια για τους εχθρούς του. Ένας τεχνίτης λοιπόν του 'φτιαξε ένα βόδι μπρούτζινο, κι άνοιγε η κοιλιά του και ρίχνανε μέσα τους δυστυχισμένους που ήθελε να βασανίσει ο Φάλαρης, κ' ύστερα βάζανε φωτιά κάτω από την κοιλιά του και πύρωνε εκείνο το μπακιρένιο το βόδι και ψηνόντανε ζωντανοί οι άνθρωποι. Αλλά η τέχνη του μάστορα ήτανε πως είχε βαλμένο στο λαιμό του βοδιού κάποιο τεχνικό όργανο, ώστε οι φωνές που βγάζανε αυτοί που ψηνόντανε στην κοιλιά του βοδιού, αλλάζανε και γινόντανε μια χαρούμενη και γλυκύτατη μελωδία, κι ο Φάλαρης καθότανε με τους φίλους του και γλεντούσε, τρώγοντας και πίνοντας κι ακούγοντας εκείνη την ανοιχτόκαρδη μουσική. Για τούτο, τίμησε πολύ τον τεχνίτη που έφτιαξε αυτό το ωραίο έργο, και τον έβαζε πλάγι του στο τραπέζι, και κείνος καμάρωνε σαν άρχοντας. Μα σε λίγον καιρό, όπως γίνεται πάντα, η αγάπη που του είχε ο Φάλαρης γύρισε με μιας σε έχθρητα, και τον σφάληξε κι αυτόν στην κοιλιά του βοδιού και ψήθηκε. Μ' αυτόν λοιπόν τον τετραπέρατο μάστορα μπορεί να παρομοιαστεί κι ο άνθρωπος, που έκανε τις μηχανές με την ιδέα πως θα γλεντά και πως θα γίνει ευτυχισμένος, και βάζει μέσα στην κοιλιά τους τις δικές του τις σάρκες και ψήνουνται και θαρρεί  πως ακούγει μια μαγευτικιά μελωδία, ενώ στ' αληθινά είναι η αγωνία η δική του που κράζει, ως που να ψηθεί ολότελα και να καρβουνιάσει κορμί, ψυχή και καρδιά. Και τότε νιώθει πως ο ίδιος έφτιαξε με τα χέρια του τον χαμό του, όπως το κατάλαβε και κείνος ο τεχνίτης του Φαλάρη την ώα που ψηνότανε στην κοκκινισμένη κοιλιά του βοδιού που 'χε φτιάξει.
Απ' όσο ξέρω κ' εγώ σαν άνθρωπος, αυτό πιστεύω. Όποιοι δεν συμφωνάνε μαζί μου, ας με γράψουνε στο τεφτέρι που γράφουνε τους χαζούς. Οι λιγοστοί που νιώθουνε τον κόσμο όπως τον νιώθω εγώ, ας έρθουνε μαζί μου να πάμε κατά τα μέρη που δεν υπάρχει καμιά μηχανή, κανένα τέτοιο πονηρό είδωλο, εκεί που η πλάση κι ο άνθρωπος όπως τα έκανε ο θεός, απλά και βλογημένα, εκεί που δε βιάζεται κανένας, μήτε έχει ταραχή στο μυαλό του, γιατί δεν τρέχει να πιάσει το διάβολο, να τον βάλει στο μπουκάλι.


ΤΟ ΑΪΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ (1962)
(απόσπασμα από το κεφάλαιο "Η Νησοπούλα")

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Για το Μίλτο Σαχτούρη







Πυθαγόρας: Μακρυγιάννης, Παλαμάς



Στίχοι: Πυθαγόρας
Μουσική: Γιώργος Κατσαρός
1η εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης & Χορωδία
Δίσκος: Μικρές Ώρες (1972)


Απ’ τη μια μεριά ο χάρος
κι απ’ την άλλη, όλο θάρρος
ο μεγάλος μας Λαός
Μες στα κρίνα, μες στον Μάη
με τα δόντια πολεμάει
το σκοτάδι με το φως.

Τράβα χάρε το δρεπάνι
αν μπορείς και αν τολμάς
Δεν νικάς τον Μακρυγιάννη
δεν πεθαίνει ο Παλαμάς

Το σκοτάδι είν’ ο χάρος
κι απ’ την άλλη όλο θάρρος
ο μεγάλος μας Λαός
Μες στα μαρμαρένια αλώνια
όπως στα παλιά τα χρόνια
νικητής είναι το φως.


Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

Ιωάννης Πολέμης: Ο χρυσός και το μάρμαρο



Λέγει ο χρυσός στο μάρμαρο :
- Στα πέρατα του κόσμου
ποιος ήλιος λάμπει ωσάν εμέ, ποιο φως έχει το φως μου;
Εγώ τον κόσμο κυβερνώ, την ευτυχία υφαίνω,
ποδοπατώ την εμορφιά, την ασχημιά ομορφαίνω.
Εγώ οδηγώ στα σκοτεινά του κλέφτη μου το χέρι,
εγώ ακονίζω του φονιά το δίκοπο μαχαίρι.
Εγώ αγοράζω την τιμή και την πουλώ στο δρόμο,
εγώ νικώ την αρετή, καταπατώ τον νόμο.
Περίσσες είν΄ οι χάρες μου, κ΄ η δύναμή μου μόνη
κρεμνίζει θρόνους απ΄ εδώ, θρόνους εκεί στηλώνει...
Εσύ τι κάνεις, μάρμαρο;
Και τ΄ απαντάει εκείνο :
- Εγώ σε τάφου σκοτεινιά την δύναμή σου κλείνω.


Ημερολόγιον Σκόκου, τόμος 15 (1900), σελίδα 86


Πηγή

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

186 χρόνια από τη γέννησή του Λέοντος Νικολάιεβιτς Τολστόι (Лев Николаевич Толстой)



Ο Παππούς και το εγγονάκι

O παππούς είχε γεράσει πολύ. Τα πόδια του δεν τον πήγαιναν, τα μάτια του δεν έβλεπαν, τ’ αυτιά του δεν άκουγαν. Δόντια δεν είχε. Κι όταν έτρωγε, του χυνόταν το φαγητό. O γιος του και η νύφη του δεν τον έβαζαν πια μαζί τους στο τραπέζι, αλλά του ’διναν να φάει πάνω στη μεγάλη χτιστή χωριάτικη θερμάστρα όπου πλάγιαζε.
Κάποτε που του βάλανε να φάει στο πήλινο πιάτο, του ξέφυγε από τα χέρια, έπεσε κι έσπασε. Η νύφη του άρχισε τότε να τον μαλώνει πως όλα τα χαλάει στο σπίτι και σπάει τα πιάτα. Τέλος του είπε πως αποδώ και πέρα θα του 'διναν να τρώει στην ξύλινη γαβάθα. O παππούς αναστέναξε μόνο και δεν είπε τίποτα.
Μια μέρα ο άντρας με τη γυναίκα του παρακολουθούσαν που ο γιος τους μαστόρευε κάτι σκαλίζοντας ένα μικρό κούτσουρο. O πατέρας λοιπόν τον ρώτησε:
«Τι φτιάχνεις εκεί, Μίσα;».
Κι ο Μίσα απαντά:
«Φτιάχνω μια μεγάλη γαβάθα, πατερούλη. Όταν εσύ κι η μάνα μου γεράσετε, θα σας ταΐζω σ' αυτήν τη γαβάθα».
O άντρας κι η γυναίκα του κοιτάχτηκαν και δάκρυσαν. Νιώσανε ντροπή που είχαν προσβάλει τον παππού. Κι από τότε τον βάλανε να τρώει μαζί τους στο τραπέζι και τον πρόσεχαν όπως πρέπει.


Πηγή

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Άλκης Αλκαίος: Σαν πλανόδιο τσίρκο



Στίχοι: Άλκης Αλκαίος
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
1η εκτέλεση: Δημήτρης Μητροπάνος
Δίσκος: Στου αιώνα την παράγκα (1996)


Σαν πλανόδιο τσίρκο τη ζωή μου τη σκόρπισα
σε σταθμούς και πλατείες πού με πας δε σε ρώτησα
τώρα δίχως πυξίδα τα ταξίδια μου κάνω
τη φωνή σου ακούω μα τι λες δε σε πιάνω

Ελλάδα Βέμπο μου και Μαίριλιν Μονρόε
Ελλάδα Ελύτη μου και Έντγκαρ Άλλαν Πόε
Ελλάδα μάγισσα, παρθένα και τροτέζα μου
Ελλάδα Τούμπα, Αλκαζάρ και Καλογρέζα μου

Μια φορά μου γεννούσες ένα πάθος παράφορο
τώρα παίζεις παιχνίδι που μ’ αφήνει αδιάφορο
δεν κερδίζω δε χάνω σ’ αγαπώ και σ’ αρνιέμαι
κι από ένα κλαράκι του γκρεμού σου κρατιέμαι

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

«Ποίηση είναι πόλεμος προς τον χρόνο και τη φθορά»



«Οπως βλέπετε, σ' αυτά τα πενήντα τετραγωνικά εργάζομαι και ζω εδώ και πολλά χρόνια. Ούτε είχα ούτε θα ήθελα να έχω ποτέ περισσότερα. Οχι ότι παρασταίνω τον ασκητή. Ο άνθρωπος, πιστεύω, δεν πρέπει να στερείται από τίποτα. Πρέπει, όμως, να αρκείται και στα απαραίτητα. Η πολυτέλεια, το περιττό, σε απομακρύνουν από το ουσιώδες, σε διαλύουν.
Είμαι υπέρ της «βασικής ζωής» και αυτή θα έπρεπε νομίζω να εξασφαλίζει σε όλους μια ιδανική πολιτεία. Σημειώστε ότι χρειάστηκε να φτάσω στα μισά της ζωής μου για να την εξασφαλίσω κι εγώ. Ναι, αγαπώ τ' αντικείμενα και ζω μαζί τους. Οταν ταξιδεύω, μου λείπουν. Τίποτα απ' ό,τι βλέπετε εδώ δεν είναι ακριβό ή πολύτιμο. Εχουν, όμως, όλα για μένα μια σημασία, συνδέονται με την ποίησή μου, τη ζωή μου, τα ταξίδια μου. (...)»

(Στη Σούλα Αλεξανδροπούλου, «Η Καθημερινή», 2 Νοεμβρίου 1975)


***


«Οσο περνάν τα χρόνια, τόσο και περισσότερο η δημοσιότητα με τρομάζει. Με απωθεί, θα έλεγα. Ως και τα βιβλία μου, όταν τα βλέπω στη βιτρίνα, αισθάνομαι παράξενα. Τι να με κάνετε, λοιπόν, εμένα; Δεν είμαι καμωμένος για τη βιτρίνα. Πολλοί νομίζουν ότι αυτό είναι έλλειψη φιλοδοξίας. Καθόλου. Απλούστατα, δεν καταλαβαίνω τι σόι φιλοδοξία είναι να είσαι δαχτυλοδειχτούμενος και να σε υποδέχονται με χειροκροτήματα. Εμένα η φιλοδοξία μου είναι να αισθάνομαι τρυπωμένος με τη μορφή βιβλίων στη τσάντα κάποιου νέου ή κάποιας κοπέλας, σε ώρες μοναξιάς. Η μυστική επικοινωνία είναι το παν. Και η διάρκεια.
Ποίηση για μένα είναι πόλεμος προς τον χρόνο και τη φθορά. Κλεισμένος στα πενήντα τετραγωνικά μου, συνεχίζω αυτόν τον πόλεμο. Και άσχετα εντελώς αν βγαίνω ΝΙΚΗΤΉΣ ή όχι, σε μια τέτοιου είδους μάχη, ομολογώ, βρίσκω την ύψιστη ικανοποίηση. Σε μιαν εποχή θριάμβου των ποσοτικών εκτιμήσεων, βλέπω την ποίηση σαν τη μόνη ενδεδειγμένη να διαφυλάξει το ιερό και απαραβίαστο της ανθρώπινης προσωπικότητας».

(Στον Γιάννη Φλέσσα, «Το Βήμα της Κυριακής», 24 Δεκεμβρίου 1978)


Πηγή

Κ.Π. Καβάφης: [Ένας νέος ποιητής μ’ επεσκέφθηκε]



Ένας νέος ποιητής μ’ επεσκέφθηκε. Ήταν πολύ πτωχός, εζούσε από την φιλολογική του εργασία, και με φαίνονταν σαν κάπως να λυπούνταν βλέποντας το καλό σπίτι που κατοικούσα, τον δούλο μου που τον έφερε ένα καλό σερβιτό τσάι, τα ρούχα μου τα καμωμένα σε καλό ράπτη. Είπε: «Τι φρικτό πράγμα να έχη κανείς να παλεύη να βγάζη τα προς το ζην, να κυνηγάς συνδρομητάς για το περιοδικό σου, αγοραστάς για βιβλίο σου».
     Δεν θέλησα να τον αφήσω στην πλάνη του και τον είπα μερικά λόγια, περίπου σαν τα εξής. Δυσάρεστη και βαρυά η θέσις του – αλλά τι ακριβά που με κόστιζαν εμένα η μικρές μου πολυτέλειες. Για να ταις αποκτήσω βγήκα απ’ την φυσική μου γραμμή κ’ έγινα ένας κυβερνητικός υπάλληλος (τι γελοίο), και ξοδιάζω και χάνω τόσες πολύτιμες ώρες την ημέρα (στες οποίες πρέπει να προστεθούν  και η ώρες καμάτου και χαυνώσεως που τες διαδέχονται). Τι ζημιά, τι ζημιά, τι προδοσία. Ενώ εκείνος ο πτωχός δεν χάνει καμμιά ώρα· είναι πάντα εκεί, πιστό και του καθήκοντος παιδί της Τέχνης.
     Πόσες φορές μες στην δουλειά μου μ’ έρχεται μια ωραία ιδέα, μια σπάνια εικόνα, σαν ετοιμοκαμωμένοι αιφνίδιοι στίχοι, και αναγκάζομαι να τα παραμελώ, διότι η υπηρεσία δεν αναβάλλεται. Έπειτα σαν γυρίσω σπίτι μου, σαν συνέλθω κομμάτι, γυρεύω να τ’ ανακαλέσω αλλά πάνε πια. Και δικαίως. Μοιάζει σαν η Τέχνη να με λέγη  «Δεν είμαι δούλα εγώ· για να με διώχνης σαν έρχομαι, και νάρχομαι σαν θες. Είμαι η μεγαλήτερη Κερά του κόσμου. Και αν με αρνήθηκες – προδότη και ταπεινέ – για το ελεεινά σου καλό σπίτι, για τα ελεεινά σου καλά ρούχα, για την ελεεινή καλή σου κοινωνική θέσι, αρκέσου μ’ αυτά λοιπόν (αλλά πού μπορείς ν’ αρκεσθής), και με τες λίγες στιγμές που όταν έρχομαι συμπίπτει να ήσαι έτοιμος να με δεχθής, βγαλμένος στην πόρτα να με περιμένης, όπως έπρεπε να ήσαι κάθε μέρα».

Ιούνιος 1905


(Γ.Π. Σαββίδης, «Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής», Μικρά Καβαφικά, Β´, Ερμής, 1987)



Νικηφόρος Βρεττάκος: Γράμμα στὸν ἄνθρωπο τῆς πατρίδας μου



...Μὴν μὲ μαρτυρήσεις!
Καὶ προπαντὸς νὰ μὴν τοῦ πεῖς πὼς μ᾿ ἐγκατέλειψεν ἡ ἐλπίδα!
Καθὼς κοιτᾷς τὸν Ταΰγετο, σημείωσε τὰ φαράγγια
ποὺ πέρασα. Καὶ τὶς κορφὲς ποὺ πάτησα. Καὶ τὰ ἄστρα
ποὺ εἶδα. Πές τους ἀπὸ μένα, πές τους ἀπὸ τὰ δακρυά μου,
ὅτι ἐπιμένω ἀκόμη πὼς ὁ κόσμος
εἶναι ὄμορφος!


Πηγή

Νικηφόρος Βρεττάκος: Ἀνάμνηση ἀπ᾿ τὸν Ταΰγετο



Ἔστηνε ἡ Ἄνοιξη τὴν προτομή μου
σὲ μικροὺς λόφους εἰρήνης,
ἔλαμπε καθισμένο στὸ ραβδί μου ἕνα πουλὶ ἀπὸ φῶς
κ᾿ ἔβρεχε ἰριδισμοὺς στὰ πρόβατα τὸ αἰώνιο σέλας τῆς ἀγάπης.
Μὲς στὴ σιωπή, τὸ θαλασσὶ φλοίβησμα τοῦ αἱματός μου
ἀνάδινε τὸν ἦχο τοῦ ἀδραχτιοῦ τῆς μητέρας μου,
ποὺ ὕφαινε στῶν σταχτιῶν τὸ πράσινο καὶ τὸ λευκὸ μαλλὶ τοῦ αὐγερινοῦ.
Μικρὸς Ἑωσφόρος τοῦ φωτὸς στοῦ Εὐρώτα τὶς ροδοδάφνες,
ἔπαιρνα δίπλα τὰ βουνὰ βρεγμένος ἀπὸ τὸ φεγγάρι
μὲ δυὸ ἄσπρους κρίνους στὴν καρδιά,
μ᾿ ἑφτὰ σημαῖες στὰ χείλη,
κι ἀπάνω ἀπὸ τῶν γερακιῶν τὶς ἀτελεύτητες μοναξιὲς
ἐπόπτευα τὸ σύμπαν, θησαυρίζοντας τοπία
κι ἀλλοτινὰ φῶτα στὴ μνήμη μου.



Ο Γιάννης Ρίτσος απαγγέλλει: «Ρωμιοσύνη»





Για το κείμενο μεταφερθείτε εδώ.


*: Στην κιθάρα ο Νότης Μαυρουδής.


Κ.Π. Καβάφης: Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς, 628–655 μ.X.



Με λόγια, με φυσιογνωμία, και με τρόπους
μια εξαίρετη θα κάμω πανοπλία·
και θ’ αντικρύζω έτσι τους κακούς ανθρώπους
χωρίς να έχω φόβον ή αδυναμία.

Θα θέλουν να με βλάψουν. Aλλά δεν θα ξέρει
κανείς απ’ όσους θα με πλησιάζουν
πού κείνται η πληγές μου, τα τρωτά μου μέρη,
κάτω από τα ψεύδη που θα με σκεπάζουν.—


Pήματα της καυχήσεως του Aιμιλιανού Μονάη.
Άραγε νάκαμε ποτέ την πανοπλία αυτή;
Εν πάση περιπτώσει, δεν την φόρεσε πολύ.
Είκοσι επτά χρονώ, στην Σικελία πέθανε.


Πηγή

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Οδυσσέας Ελύτης: Η Γένεσις (αποσπάσματα)



[...]

Ένιωσα ήρθε κι έσκυψε
πάνω απ' το λίκνο μου
ίδια η μνήμη γινάμενη παρόν
τη φωνή πήρε των δέντρων, των κυμάτων:
"Εντολή σου, είπε, αυτός ο κόσμος
και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι
Διάβασε και προσπάθησε
και πολέμησε"  είπε
"Ο καθείς και τα όπλα του",  είπε
Και τα χέρια του άπλωσε όπως κάνει
νέος δόκιμος Θεός για να πλάσει μαζί αλγηδόνα κι ευφροσύνη.

[...]

καθαρό παλιννοστούσε το αίμα
και τα τέρατα έπαιρναν την όψη ανθρώπου
Τόσο εύλογο το Ακατανόητο

[...]

       Ο Αχειροποίητος
με το δάχτυλο έσυρε τις μακρινές
γραμμές
  ανεβαίνοντας κάποτε ψηλά με οξύτητα
  και φορές πιο χαμηλά οι καμπύλες απαλές
  μία μέσα στην άλλη
στεριές μεγάλες που ένιωσα
να μυρίζουνε χώμα όπως η νόηση

[...]

ΑΛΛΑ ΠΡΙΝ ακούσω αγέρα η μουσική
που κινούσα σε ξάγναντο να βγω
(μιαν απέραντη κόκκινη άμμο ανέβαινα
με τη φτέρνα μου σβήνοντας την Ιστορία)
            πάλευα τα σεντόνια Ήταν αυτό που γύρευα
            και αθώο και ριγηλό σαν αμπελώνας
            και βαθύ και αχάραγο σαν η άλλη όψη τ' ουρανού
Κάτι λίγο ψυχής μέσα στην άργιλο
          Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
                        Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ' εικόνα και ομοίωσή μου:
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
"Κάθε λέξη κι από 'να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος" είπε

[...]

Και η Νύχτα πανσές
παλιάς
πριονισμένης από νοσταλγία Σελήνης
με του έρημου μύλου τα χαλάσματα και την άκακη ευωδιά τής κόπρου
πήρε μέρος μέσα μου
Διαστάσεις άλλαξε στα πρόσωπα· μοίρασε αλλιώς τα βάρη
Το σκληρό μου σώμα ήταν η άγκυρα κατεβασμένη μέσα στους ανθρώπους
           όπου ήχος άλλος κανείς
           μόνο γδούποι γόοι και κοπετοί
           και ρωγμές επάνω στην ανάστροφη όψη
Ποιας φυλής ανύπαρχτης ο γόνος να 'μουν
             τότε μόνο ενόησα
που η σκέψη του Άλλου
διαγώνια σαν ακμή γυαλιού
και Ορθόν ως πέρα με χάραζε
        Είδα μέσα στα σπίτια καθαρά σαν να μην ήταν τοίχοι
        με το λύχνο στο χέρι να περνούν γερόντισσες
        τα χαράκια στο μέτωπο και στο ταβάνι
και άλλοι νέοι με το μουστάκι που έζωναν άρματα στη μέση τους
αμίλητοι
δύο δάχτυλα πάνω στη λαβή
εδώ κι αιώνες.
"Βλέπεις, είπε, είναι οι Άλλοι
και δε γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα
και δε γίνεται μ' Αυτούς χωρίς, Εσύ
Βλέπεις, είπε, είναι οι Άλλοι
               και ανάγκη πάσα να τους αντικρίσεις
η μορφή σου αν θέλεις ανεξάλειπτη να 'ναι
και να μείνει αυτή.
              Επειδή πολλοί φορούν το μελανό πουκάμισο
              και άλλοι μιλούν τη γλώσσα των χοιρογρυλλίων
              και είναι οι Ωμοφάγοι και οι Άξεστοι του Νερού
              οι Σιτόφοβοι και οι Πελιδνοί και οι Νεοκόνδορες
              ορμαθός και αριθμός των άκρων του σταυρού
της Τετρακτίδος.
Αν αλήθεια κρατήσεις και τους αντικρίσεις, είπε,
η ζωή σου θ' αποκτήσει αιχμή και θα οδηγήσεις, είπε
         Ο καθείς και τα όπλα του, είπε
Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ' τον ουρανό
            Πέρασε μέσα μου Έγινε
            αυτός που είμαι




ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ (1959) - αποσπάσματα (σελ. 13, 14, 16, 22-23)

Ο Μάνος Ελευθερίου για τη «γυναίκα που πέθανε δύο φορές»



Charles Bukowski: A Smile To Remember (Ένα χαμόγελο να θυμάσαι)



we had goldfish and they circled around and around
in the bowl on the table near the heavy drapes
covering the picture window and
my mother, always smiling, wanting us all
to be happy, told me, 'be happy Henry!'
and she was right: it's better to be happy if you
can
but my father continued to beat her and me several times a week while
raging inside his 6-foot-two frame because he couldn't
understand what was attacking him from within.

my mother, poor fish,
wanting to be happy, beaten two or three times a
week, telling me to be happy: 'Henry, smile!
why don't you ever smile?'

and then she would smile, to show me how, and it was the
saddest smile I ever saw

one day the goldfish died, all five of them,
they floated on the water, on their sides, their
eyes still open,
and when my father got home he threw them to the cat
there on the kitchen floor and we watched as my mother
smiled



***



Είχαμε κάτι χρυσόψαρα που γυρνούσαν γύρω γύρω
μες στη γυάλα, πάνω στο τραπέζι, κοντά στις βαριές κουρτίνες,
που κάλυπταν το μ' ανεμπόδιστη θέα παράθυρο· και
η μάνα μου, πάντα χαμογελαστή, που μας ήθελε όλους
χαρούμενους, μου είπε: «να 'σαι χαρούμενος, Χένρυ!»
Κι είχε δίκιο: είναι καλύτερο να 'σαι χαρούμενος - αν
μπορείς
Μα ο πατέρας μου συνέχιζε να τη χτυπάει κι εκείνη, αλλά κι εμένα πολλές φορές
τη βδομάδα, καθώς
ήταν βουτηγμένος στη μανία σύγκορμος
και το ίσαμε 1,88 μπόι του όλο δεν μπορούσε
να αντιληφθεί τι του επετίθετο από μέσα

Η μάνα μου, φτωχά μου ψαράκια,
θέλοντας να 'ν' χαρούμενη κι η ίδια -χτυπημένη δυο ή τρεις φορές
τη βδομάδα, να μου λέει να 'μαι χαρούμενος εγώ:
«Χαμογέλα, Χένρυ!
Γιατί δε χαμογελάς ποτέ;»

Και τότε θα χαμογελούσε για να μου δείξει πώς· κι ήταν το
πιο θλιμμένο χαμόγελο που 'χω ιδεί ποτές

Μια μέρα τα χρυσόψαρα ψοφήσαν -και τα 5 τους·
επέπλεαν στο νερό, με τις σκιές τους και τα
μάτια τους ακόμα ανοιχτά
Και όταν ο πατέρας μου ήρθε σπίτι, τα 'ριξε στη γάτα,
εκεί στης κουζίνας το πάτωμα· κι εμείς βλέπαμε, καθώς η μάνα μου
χαμογελούσε


Απόδοση στα ελληνικά:
Βασίλης Πανδῆς

Νικηφόρος Βρεττάκος: Μιὰ μυγδαλιὰ καὶ δίπλα της...



Μιὰ μυγδαλιὰ καὶ δίπλα της,
ἐσύ. Μὰ πότε ἀνθίσατε;
Στέκομαι στὸ παράθυρο
καὶ σᾶς κοιτῶ καὶ κλαίω.

Τόση χαρὰ δὲν τὴν μποροῦν
τὰ μάτια.
Δός μου, Θεέ μου,
ὅλες τὶς στέρνες τ᾿ οὐρανοῦ
νὰ στὶς γιομίσω.


Πηγή

Νικηφόρος Βρεττάκος: Ἕνας μικρότερος κόσμος



Ἀναζητῶ μίαν ἀκτὴ νὰ μπορέσω νὰ φράξω
μὲ δέντρα ἢ καλάμια ἕνα μέρος
τοῦ ὁρίζοντα. Συμμαζεύοντας τὸ ἄπειρο, νἄχω
τὴν αἴσθηση: ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε μηχανὲς
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγες· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουν στρατιῶτες
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ὅπλα
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγα, στραμμένα κι αὐτὰ πρὸς τὴν ἔξοδο
τῶν δασῶν μὲ τοὺς λύκους· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ἔμποροι
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι σε ἀπόκεντρα
σημεῖα τῆς γῆς ὅπου ἀκόμη δὲν ἔγιναν ἁμαξωτοὶ δρόμοι.
Τὸ ἐλπίζει ὁ Θεὸς
πὼς τουλάχιστο μὲς στοὺς λυγμοὺς τῶν ποιητῶν
δὲν θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει ποτὲς ὁ παράδεισος.


Πηγή

Κώστας Βάρναλης: Ο Τρελός



Μπροστά πολύ πολύ από το τρομαγμένο πλήθος προχωρεί 
χορεύοντας και τραγουδώντας ένας που τρελάθηκε.

Είχα γυναίκα, είχα και ζα,
είχα μια Βάσω με βυζά,
μα προκοπή δεν είχα.
Σε ποιό χαρέμι να παχαίνει
στα μαξιλάρια ξαπλωμένη
μασώντας τη μαστίχα.

Μ’ αν κυλίσει μια ο τροχός
και στην Πόλη μπούμε,
σκλάβες χανουμόπουλα
πὄχει να τραβούμε.

Άι! με το γύφτικο ζουρνά,
με νταγερέ, που κουδουνά,
σύρε σκοπόν αντάμικο.
Εστράβωσα τη φέσα μου,
έρωτας που ’ναι μέσα μου
για να χορέψω τσάμικο.

Κάνε θάμα, πλόσκα μου,
ξύλο τσιμισίρι,
γίνε βρύση γάργαρη
με χιλιάδες πίροι.

Να ’στε γεροί, να ’στε καλά
με τα τσαπράζια τα πολλά
και τα μεγάλα ονόματα,
κοτζαμπάσηδες όλοι πρώτης
και με τους διάκους ο δεσπότης
— τζιλβέδες και καμώματα!

Χίλια χέρια κι άρματα
να ’χα να σας φράξω,
να ’χα και δυο κέρατα
τον οχτρό να σκιάξω!

Για να βαστάξει, όσο μπορεί,
το μακελειό, να ’στε γεροί,
της Πένας αντρειωμένοι!
Κανοναρχάτε τ’ όνομά μας,
σίντας η Δόξα μελετά μας
τα σκελετά γερμένη.

Να ’χαμ’ ένα βασιλιά,
για να μας θαμπώνει,
με λειρί στο κούτελο,
με φωνή τρομπόνι!

Σου φτάνουν σένα τα χωριά
της Ρούμελης και του Μοριά
και να ’ν’ πολλά σου τα έτη!
Μα η Έγριπο με το μπουγάζι,
που πλήθιο ψάρι κατεβάζει,
δικό μου βιλαέτι!

Έχω τρύπα στο βρακί,
λίγδα στην καπότα μου,
έχω ψείρα σαν κουκί
και βρωμούν τα χνότα μου.

Έχω νοήματα σοφά!
Σ’ αγιονορίτικο σοφά
στα λάδια και στα πάχη
κολύμπησα, μα πάντα μένει
άδεια η κοιλιά και τουρλωμένη
— ανεμογκάστρι θα ’χει!

Τί λαμπρός που ’ν’ ο καιρός,
πόσο εγώ ’μαι ωραίος!
Έφαγα έναν πόντικα,
δόξα να ’χει ο θέος!

Η σάρκα και τα κόκαλα,
λάσπη πολλή και φρόκαλα,
Πατρίδα μου, χαλάλι σου!
Σαν είν’ οι αφέντες σου δικοί,
θα ’ναι κι η ζήση σου γλυκή
κι ανέγνιο τα κεφάλι σου!

Το χαράτσι, τα παιδιά,
μοναχός να κρίνεις,
άλλο να σ’ τα παίρνουνε
κι άλλο ναν τα δίνεις.

Όλα εδώ χάμου ψεύτικα.
Δε σ’ έζησα, ονειρεύτηκα,
μαύρη ζωή, όλη πίκρα.
Μα θα χαρώ σε, Λευτεριά,
αιώνια Αλήθεια κι Ομορφιά,
σαν θα περάσω Αντίκρα.

Να ’χαμ’ ένα βασιλιά,
δράκο με χοντρόλαιμο,
σέρτικο κι αράθυμο,
για να κάνει πόλεμο!

Άμποτε λίγο να δυνόμουν
για μια στιγμή να τρελαινόμουν,
ο σαλεμένος νους
και τα κλεισμένα τσίνορα
να μην ξαμώνουν σύνορα
και χώριους ουρανούς!

Να ιδώ τον κόσμο ανάποδα
τον αδερφό μου ξένο
και τον οχτρόν αδέρφι μου
αδικοσκοτωμένο.

Μια μπάλα στο κούτελο τον πάει ίσα Αντίκρα, στο βασίλειο 
της Λευτεριάς, της Αλήθειας και της Ομορφιάς! Δεν 
πρόφταξε να ιδεί τον κόσμο ανάποδα. 

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Charles Bukowski: A challenge to the dark (Μια πρόκληση στο σκοτάδι)



shot in the eye
shot in the brain
shot in the ****
shot like a flower in the dance

amazing how death wins hands down
amazing how much credence is given to idiot forms of life

amazing how laughter has been drowned out
amazing how viciousness is such a constant

I must soon declare my own war on their war
I must hold to my last piece of ground
I must protect the small space I have made that has allowed me life

my life not their death
my death not their death…


***


Χτυπημένος στο μάτι
Χτυπημένος στο μυαλό
Χτυπημένος στα ****
Χτυπημένος σαν ένα λουλούδι στο χορό

Απίστευτο το πώς ο θάνατος κατανικά
Απίστευτο το πώς η πίστη δίνεται σ' ηλίθιες μορφές ζωής

Απίστευτο το πώς το γέλιο καταπνίγεται
Απίστευτο το πώς η μοχθηρία ειν' τόσο σταθερή

Πρέπει συντόμως να κηρύξω το δικό μου πόλεμο στον πόλεμό τους
Πρέπει να κρατήσω το έσχατο κομμάτι γης μου
Πρέπει να προστατεύσω το μικρό χώρο που 'χω κάμει και μου επέτρεψε να ζω

Η ζωή μου κι όχι ο θάνατός τους
Ο θάνατός μου κι όχι ο θάνατός τους


Απόδοση στα ελληνικά:
Βασίλης Πανδῆς


Μάρκος Βαμβακάρης: Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια



Στίχοι: Μάρκος Βαμβακάρης
Μουσική: Μάρκος Βαμβακάρης
1η εκτέλεση: Μάρκος Βαμβακάρης & Κώστας Ρούκουνας & Στράτος Παγιουμτζής
Δίσκος: Δίσκος 78 στροφών (1936)



Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια,
κατσαρά μαύρα μαλλιά
άσπρο πρόσωπο σαν κρίνος
και στο μάγουλο ελιά

Τέτοια ομορφιά ποτές μου
αχ! τσαχπίνα μου γλυκιά
δεν την έχω απαντήσει
εις ετούτο το ντουνιά

- Γεια σου, Μάρκο μου Καρούζο!
- Γεια σου, Ρούκουνα Κεπούρα!

Μαυρομάτα μου για `σένα
εκατάντησα τρελός
Θα πεθάνω δεν αντέχω
έχω γίνει φθισικός

Πόνους έχω εγώ κρυμμένους
μες στα φύλλα της καρδιάς
με τα μάγκικά σου μάτια
όταν φως μου με κοιτάς