Παρασκευή 27 Ιουλίου 2018

Theodore Roethke: In a Dark Time



In a dark time, the eye begins to see,
I meet my shadow in the deepening shade; 
I hear my echo in the echoing wood—
A lord of nature weeping to a tree.
I live between the heron and the wren, 
Beasts of the hill and serpents of the den.

What’s madness but nobility of soul
At odds with circumstance? The day’s on fire! 
I know the purity of pure despair,
My shadow pinned against a sweating wall. 
That place among the rocks—is it a cave, 
Or winding path? The edge is what I have.

A steady storm of correspondences!
A night flowing with birds, a ragged moon, 
And in broad day the midnight come again! 
A man goes far to find out what he is—
Death of the self in a long, tearless night, 
All natural shapes blazing unnatural light.

Dark, dark my light, and darker my desire. 
My soul, like some heat-maddened summer fly, 
Keeps buzzing at the sill. Which I is I?
A fallen man, I climb out of my fear. 
The mind enters itself, and God the mind, 
And one is One, free in the tearing wind.

Τρίτη 24 Ιουλίου 2018

Εις μνήμην Μάνου Ελευθερίου






Μάνος Ελευθερίου: Ακτινογραφία θώρακος




Στον Άδη πάνε οι φίλοι μας μονάχοι
και τα κρυφά τους πένθη αιμορραγούν.
Το στόμα τους μυρίζει μοσχοκάρφι,
κουράστηκαν μυστήρια να εξηγούν.
Ανυπεράσπιστοι, μοιραίοι θεατρίνοι,
με τα μαλλιά λουσμένα μπριγιαντίνη.

Η νύχτα έχει καρφίτσες και βελόνες,
καρφιά και δηλητήρια και σχοινιά.
Ποιός γάμος μυστικός, ποιοί αρραβώνες
θα γίνουν μες τους κήπους του φονιά;
Ο κόσμος μονοσύλλαβος και τρέμει,
ευνούχος τρομαγμένος στο χαρέμι.

Μες στο μυαλό μας καίει ένα ρουμπίνι,
σπασμένο δάκρυ κόκκινου κραγιόν.
Κι όλα θυμίζουν μια δικαιοσύνη
και τον καπνό, που θα ’ρθουν, γυναικών.
Ποιός δίνει στη ζωή του προθεσμίες,
σαν ασκητής χωρίς επιθυμίες;

Ξεφεύγεις κάθε βράδυ απ’ τις βιτρίνες
μιας επαρχίας πάντα, μαγαζιού.
Και ντύνεσαι λαμέ και οργαντίνες
και τραγουδάς τραγούδια του συρμού.
Δεν είσαι εσύ. Μην παίζεις, μην πειράζεις.
Στην αμαρτία το αίμα σου μην τάζεις.

Φόρεμα πράσινο. Στο πλάι πιέτες,
τακούνια καμωμένα από φελλό.
Τι σου ’μαθαν οι σκόρπιες οι κουβέντες;
Ποιό σκηνικό θυμάσαι απατηλό;
Απ’ όλα αυτά τι σου ’μεινε στη μνήμη;
Μες στ’ άστρα της αρρώστιας, ποιό αγρίμι;

Εργόχειρο παλιού φυλακισμένου,
σταυρός φτιαγμένος μ’ άχυρα χρυσά.
Το αίμα ευλογεί του σκοτωμένου
κι ο θυμωμένος Άγγελος λυσσά.
Τι πρόλαβες, τι ξέρεις από κείνα;
Πουκάμισα ριγέ, χασές, ποπλίνα.

Μες στις παλιές κρυφές φωτογραφίες,
κυλάει φρικτός ο θρήνος ημερών.
Σκιές και φως. Σαν ακτινογραφίες,
του θώρακος, της πλάτης, των φτερών.
Δίπλα σου πάντα οι άγιοι στρατηλάτες
πενθούν για τις δικές μας αυταπάτες.

Στον Άδη πάνε οι φίλοι κι άλλοι φίλοι
μονάχοι, ανυπεράσπιστοι, βουβοί.
Με τη φωνή κλεισμένη σε κοχύλι
την ύστατη να βρούνε αμοιβή.
Εκεί που βρίσκουν όλα θεραπεία.
Στο πέραν. Στο ποτέ. Στην ουτοπία.


Η ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ (2003)

Μάνος Ελευθερίου: Είν’ αρρώστια τα τραγούδια




Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη
Δίσκος: Δελτίο καιρού (1980)


Είν’ αρρώστια τα τραγούδια που αγαπάς να λέω,
αναμμένο καρβουνάκι που κρατώ και κλαίω

Είν’ αρρώστια τα τραγούδια - τι θαρρείς;
Βρες αγάπες άλλες, φως μου, να χαρείς
Τα τραγούδια που έχουν αίμα και καρδιά
είν’ αρρώστια που δε γίνεται καλά

Αφορμές μου δίνεις πάντα και σκοπούς ν’ αρχίζω
μα για ξένες υποθέσεις που μιλούν στραγγίζω

Είν’ αρρώστια τα τραγούδια - τι θαρρείς;
Βρες αγάπες άλλες, φως μου, να χαρείς
Τα τραγούδια που έχουν αίμα και καρδιά
είν’ αρρώστια που δε γίνεται καλά

Σαν το σπίρτο που ’χει πέσει στο ξερό χορτάρι
είναι κείνα τα τραγούδια που μας έχουν πάρει

Είν’ αρρώστια τα τραγούδια - τι θαρρείς;
Βρες αγάπες άλλες, φως μου, να χαρείς
Τα τραγούδια που έχουν αίμα και καρδιά
είν’ αρρώστια που δε γίνεται καλά

Μάνος Ελευθερίου: Το δηλητήριο που πίνεις



Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Πρώτη εκτέλεση: Σταύρος Ξαρχάκος
Άλμπουμ: 7 Ελεγείες και Σάτιρες (2017)



Πάνω στην κόκκινη κουβέρτα
ρίχνεις πασιέντζες μοναχή
και ξαναρχίζεις την κουβέντα
με τη χαμένη σου ψυχή

Κι ένας ρεμπέτης στρατηλάτης
λεν τα χαρτιά σου πως θαρθεί,
σα νικημένος τρομοκράτης
μπροστά σου να προσευχηθεί

Το δηλητήριο που πίνεις
είναι για σένα γιατρικό
κι όπως τη χρήση ασπιρίνης,
το 'χει η καρδιά σου εφεδρικό

Το φόρεμά σου στην κρεμάστρα
μυρίζει πεύκο κι εξοχές
κι όλο ξηλώνει χάντρα χάντρα
σε κάθε στάλα απ' τις βροχές

Κι ούτε σου βγαίνουν οι πασιέντζες
κι ούτε κανείς τηλεφωνεί
και μόνο μέσα απ' τα τραγούδια
ακούς ερωτική φωνή

Μάνος Ελευθερίου: Περίοπτοι



Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Γιώργος Καζαντζής
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας
Δίσκος: Έρωτας ή τίποτα (2018)


Περίοπτοι υπάλληλοι που μπήκανε με μέσον -
μόνο αυτοί προβλέπουνε τα χρόνια σκοτεινά
Πίνουν καφέ, ξανά καφέ και φρέντο και εσπρέσο
Κάτι στα σπλάχνα τους σκιρτά, κάτι τους τριγυρνά

Γιατροί κρατούν τις σύριγγες και μόρτες το αφιόνι
και οι μεγάλοι κι οι τρανοί υμνούν τη Χαλιμά
Ποτέ δε θα ‘ρθει ένα πουλί, δε θα ‘ρθει ένα αηδόνι,
κάποιο τραγούδι να μας πει γλυκό του Παλαμά

Εκεί που ζούσαν θερμαστές, στης κόλασης τον πάτο,
δεν έφτασε καμιά φωνή που να ‘χει γιατρικά,
να πάει ο κόσμος πιο μπροστά, να σηκωθεί από κάτω,
να μάθει ποιος του σκότωσε ζωή κι ιδανικά

Στρατιώτες βγαίνουν απ‘ το φως κι από τον Κάτω Κόσμο
με λάβαρα, εξαπτέρυγα κι αγγέλων τα φτερά
Οι γκόμενες δεν έμαθαν τι είναι να ζεις με τρόμο -
γι’ αυτές ο έρωτας ξυπνά σε δροσερά νερά

Μάνος Ελευθερίου: Τα πρώτα λόγια



Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Παραδοσιακό (διασκευή: Σταύρος Κουγιουμτζής)
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας
Δίσκος: Μικρές Πολιτείες (1974)



Τα πρώτα λόγια του Χριστού
κοντά στον Ιορδάνη
σου φόρεσα στεφάνι
κι αγγέλοι τα κρατούν

Σε πήραν μια, σε πήραν δυο
και με δεμένα μάτια,
μα εγώ στα σκαλοπάτια
του κόσμου σε ζητώ

Κι ο κόσμος ήταν το κερί
κι οι τέσσερις ανέμοι,
εγώ το φως που τρέμει
και συ ροδιά μικρή

Μάνος Ελευθερίου: Τώρα που θα φύγεις



Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας
Δίσκος: Μικρές πολιτείες (1974)


Τώρα που θα φύγεις,
πάρε μαζί σου για φυλαχτό
μυρτιά και πικροδάφνη
και της Φραγκογιαννούς τα πάθη

Και στρώσε τη ζωή σου
μ’ αγρύπνια και μαράζι
για του καιρού τ’ αγιάζι
Και για την αμοιβή σου,
νερό του παραδείσου
θα γινώ

Τώρα που θα φύγεις,
πάρε μαζί σου και το Χριστό

Μάνος Ελευθερίου: Του κάτω κόσμου τα πουλιά



Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας
Δίσκος: Μικρές πολιτείες (1974)


Φαρμακωμένος ο καιρός παραμονεύει,
μες τα στενά του κάτω κόσμου να σε βρει,
και δεκατρείς αιώνες άνεργος γυρεύει
την κιβωτό σου και το αίμα να σου πιει

Σε καρτερούν μαστιγωτές και συμπληγάδες
Μες τα μαλάματα μια νύφη ξαγρυπνά
κι έχει στ’ αυτιά της κρεμασμένες τις Κυκλάδες
κι ειν’ το κρεβάτι της λημέρι του φονιά

Κρυφά τα λόγια τα πικρά μες το κοχύλι,
κρυφά της θάλασσας τα μάγια στο βοριά
Θα σβήσει κάποτε στο σπίτι το καντήλι
και μήτε πόρτα θα `βρεις μήτε κλειδαριά

Του κάτω κόσμου τα πουλιά και τα παγόνια
με φως και νύχτα σου κεντούν μια φορεσιά
Άνθρωποι τρίζουν κι ακονίζουν τα σαγόνια,
πηδούν και τρέχουν και σε φτάνουν στα μισά

Μάνος Ελευθερίου: Τα χρέη της καρδιάς σου



Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας
Δίσκος: Μικρές πολιτείες (1974)



Προτού να πας για το στερνό ταξίδι,
προτού να απλώσεις ρίζα στο νερό,
θα μάθεις πόσο σάπιο είναι σανίδι
και δυο και τρεις ελπίδες στον καιρό

Και πριν μες τη ζωή σε ταξιδέψει
και πριν σε πάρει η αγάπη μια στιγμή,
θα δεις τον κόσμο αυτό να λιγοστέψει,
γιατί φυσάει κακό και πληρωμή

Πριν ρίξεις στα βαθιά την άγκυρά σου
και πριν σε βρει καημός για να σκεφτείς,
λογάριασε τα χρέη της καρδιάς σου,
για να ‘χεις γυρισμό, να δικαστείς

Μάνος Ελευθερίου: Πρώτη του Δεκέμβρη



Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Γιάννης Σπανός
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας
Δίσκος: Οι Μάηδες, οι ήλιοι μου (1978)



Σου γράφω πρώτη του Δεκέμβρη
Είναι μεσάνυχτα βαθιά
Κοιμάται ο κόσμος τώρα πια
μ’ έναν καημό που να μη σε βρει

Σε λίγο αρχίζουν μεταθέσεις
κι ίσως με φέρουν προς τα κει
Παρασκευή με Κυριακή
θά `χω καινούργιες υποσχέσεις

Μια κάρτα στέλνω στην παρέα
τη λίμνη του Αλή Πασά
Εδώ, σαν πιάνει να φυσά,
θυμίζει Μάρτη στον Περαία


Μάνος Ελευθερίου: Παραπονεμένα λόγια



Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας
Δίσκος: Σεργιάνι στον κόσμο (1979)


Στης ανάγκης τα θρανία
και στης φτώχειας το σχολειό
μάθαμε την κοινωνία
και τον πόνο τον παλιό

Παραπονεμένα λόγια
έχουν τα τραγούδια μας,
γιατί τ’ άδικο το ζούμε
μέσα από την κούνια μας

Το σεργιάνι μας στον κόσμο
ήταν δέκα μέτρα γης,
όσο πιάνει ένα σπίτι
και ο τοίχος μιας αυλής

Μάνος Ελευθερίου: Τη ζωή μου μη διαβάζεις



Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας
Δίσκος: Σεργιάνι στον κόσμο (1979)



Τη ζωή μου μη διαβάζεις,
μην κοιτάς τα γράμματα,
τα ’χουν κάψει, τα ’χουν λιώσει
στεναγμοί και κλάματα

Χίλιους τόπους και γεφύρια
πέρασα για να σε βρω,
σα να γέμιζα ποτήρια
και χανόταν το νερό

Βγήκες για να σεργιανίσεις
τη ζωή νωρίς νωρίς,
μα ήταν τύχη να μ’ αφήσεις
μεσονύχτι, ώρα τρεις

Μάνος Ελευθερίου: Κάτω απ’ τη μαρκίζα



Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Γιάννης Σπανός
Πρώτη εκτέλεση: Βίκυ Μοσχολιού
Δίσκος: Η Βίκυ Μοσχολιού τραγουδά Σπανό (1977)



Ό,τι από σένα τώρα έχει μείνει
σε μια φωτογραφία της στιγμής
είναι αυτό που δεν τολμούν τα χείλη
σ’ εκείνο το τοπίο της βροχής

Όλα μου λεν πως έχεις κιόλας φύγει
κι ας λάμπει η ξεγνοιασιά της εκδρομής
Εσύ όπου να πας, σ’ όποιο ταξίδι, 
σε λάθος στάση θα κατεβείς

Χρόνια μετά και κάτω απ’ τη μαρκίζα,
σε βρήκα που `ρθες, για να μη βραχείς 
Ίδια η βροχή, τα μάτια σου τα γκρίζα,
μα τίποτα, όπως πάντα, δε θα πεις

Μονάχα εγώ ρωτώ χωρίς ελπίδα
πού μένεις, πού κοιμάσαι και πώς ζεις, 
κι εσύ που ξέρεις όσα η καταιγίδα
δεν έχεις κάτι για να μου πεις

Μάνος Ελευθερίου: Ώρα αναχωρήσεως



Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Γιάννης Σπανός
Πρώτη εκτέλεση: Βίκυ Μοσχολιού
Δίσκος: Η Βίκυ Μοσχολιού τραγουδά Σπανό (1977)



Παίζαν τα γραμμόφωνα
μες στα καφενεία,
παίζαν το Μινόρε της αυγής
κι έγραφα ασταμάτητα
την δική σου ανία
και της σκοτωμένης μου ζωής

Ώρα αναχωρήσεως
άκουγα για τρένα
Μόνο εγώ δεν πήγα πουθενά
Σε όσα ξαναγύρισα
τά ’βρα που πεθαίναν
μέσα σ’ έναν μίζερο βραχνά

Κάποιοι φίλοι απ’ τον στρατό
κάποτε σου γράφουν
για τις δυσκολίες που περνούν
κι είναι σαν γραμμόφωνα
που, όσοι πόνοι νά ’ρθουν,
φταίει η κοινωνία θα σου πουν

Μάνος Ελευθερίου: Σ’ αυτό το σπίτι τ’ ορφανό



Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Γιάννης Σπανός
Πρώτη εκτέλεση: Βίκυ Μοσχολιού
Δίσκος: Η Βίκυ Μοσχολιού τραγουδά Σπανό (1977)



Σ’ αυτό το σπίτι τ’ ορφανό,
που δεν εγνώρισε ουρανό
μήτε και καλοσύνη,
ξανάρθες μια Παρασκευή
κι είχες την πίκρα τη βουβή
που μόνο ο κόσμος δίνει

Στην ίδια πάντα τη γωνιά,
όταν σε πήραν σαν φονιά
κρέμασες το σακάκι
και το καπέλο στο καρφί,
σαν να κρεμούσες μια ζωή
σφαγμένη στο σοκάκι

Και στο τραπέζι μια στιγμή
πάλι μοιράζεις το ψωμί
και το κρασί στα ίσια,
μα αυτός ο τόπος που πονάς
μας διώχνει κι ας τον σεργιανάς
σα νύχτα πελαγίσια

Μάνος Ελευθερίου: Πέφτει μια βροχή



Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Γιάννης Σπανός
Πρώτη εκτέλεση: Βίκυ Μοσχολιού
Δίσκος: Η Βίκυ Μοσχολιού τραγουδά Σπανό (1977)



Πέφτει μια βροχή και μια θλίψη όλη νύχτα
μες στα χαμηλά τα εργατικά τα σπίτια
κι ένα κερί σαν καρδιά που τρεμοσβήνει
δείχνει κι αυτό πως για σένα ξαγρυπνώ

Γράμματα πικρά, μου γυρίζουν όλα πίσω,
μα κι αν σ’ έβρισκαν, τίποτα δε θα κερδίσω
Έμαθα πια πώς να ζει κανείς μονάχος
και να ξυπνά μ’ ένα όνειρο βραχνά

Είναι μια βροχή και που συνεχίζει χρόνια,
μα δεν νιώθεις πια τον δικό μου τον αγώνα
Ξένος περνάς και σαν ξένος τι σε νοιάζει
που μια ζωή έχει πια κομματιαστεί

Μάνος Ελευθερίου: Η διαθήκη



Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Χρήστος Νικολόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Χάρις Αλεξίου
Δίσκος: Εμφύλιος έρωτας (1984)


Όταν ρυθμίσετε λοιπόν τη διαθήκη
και το μερίδιο δοθεί του καθενός,
εμένα αφήστε μου το δρόμο που μου ανήκει,
αυτόν που διάλεξα να πάρω μοναχός

Σε διαθήκη με σημαίες και συνθήματα,
εγώ είμαι ελεύθερος αέρας που φυσά,
εγώ έχω φίλους τα βουνά κι όλα τα κύματα,
εγώ έχω αδέλφια τα ποτάμια, τα πουλιά

Στη διαθήκη σας εγώ δεν έχω θέση
Σαν το μυρμήγκι με είχατε όλοι από καιρό
Κι εγώ που έχω με το τίποτα πονέσει
και μ’ ένα ψίχουλο συνήθισα να ζω

Μάνος Ελευθερίου: Ποιος τη ζωή μου



Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Φαραντούρη
Δίσκος: Τα τραγούδια του αγώνα (1974)



Ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά,
να την ξεμοναχιάσει μες στη νύχτα;
Ουρλιάζουν και σφυρίζουν φορτηγά
Σαν ψάρι μ’ έχουν πιάσει μες στα δίχτυα

Για κάποιον μες στον κόσμο είν’ αργά
Ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά;

Ποιος τη ζωή μου, ποιος παραφυλά;
Στου κόσμου τα στενά ποιος σημαδεύει;
Πού πήγε αυτός που ξέρει να μιλά,
που ξέρει πιο πολύ και να πιστεύει;

Μάνος Ελευθερίου: Άλλος για Χίο τράβηξε




Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Δήμος Μούτσης
Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Μητροπάνος
Δίσκος: Άγιος Φεβρουάριος (1972)


Στα καλντερίμια συζητούν
ως το πρωί γειτόνοι,
μα σκοτεινιάζει ο καιρός
και στις καρδιές νυχτώνει

Άλλος για Χίο τράβηξε, πήγε
κι άλλος για Μυτιλήνη
κι άλλος στης Σύρας τα στενά
αίμα και δάκρυα πίνει

Σε πανηγύρι και γιορτή
απ’ την Αγιά Μαρκέλλα,
σ’ αγόρασα χρυσή κλώστη
και κόκκινη κορδέλα

Μάνος Ελευθερίου: Ο χάρος βγήκε παγανιά



Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Δήμος Μούτσης
Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Μητροπάνος
Δίσκος: Άγιος Φεβρουάριος (1972)



Ο χάρος βγήκε, βγήκε παγανιά
μεσ’ στη δική μου γειτονιά
κι από τον πολύ συλλογισμό
έχασε το λογαριασμό

Κι από μια πόρτα χαμηλή
κι από μια σκοτεινή αυλή
βγήκε κλεφτά, κλεφτά ο σιδεράς,
ο σιδεράς και του είπε λόγια της χαράς
Ο χάρος βγήκε, βγήκε παγανιά
μεσ’ στη δική μου γειτονιά

Ο χάρος βγήκε, βγήκε παγανιά
και θέρισε μια γειτονιά
κι έγινε μαύρος ουρανός
κι ανεμοζάλη και καπνός

Θωμάς Κοροβίνης: [Ο Ελευθερίου είναι θιασώτης του ετοιμόγκρεμνου]




«Ο Ελευθερίου είναι εραστής του απροσδόκητου, θιασώτης του ετοιμόγκρεμνου, λάτρης του απολησμονημένου, ανάδοχος παραγκωνισμένων κομπάρσων και συλλέκτης ανεπίδοτων ηδονών. Ο "πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων" καθορίζει την τέχνη του και ανιχνεύεται στις πηγές της παπαδιαμάντειας ταπεινοφροσύνης, στις οποίες καταφεύγει για να συντηρήσει την ανθρωπιά του και να μεταλαμπαδεύσει τις αξίες του»


Πηγή

Γιάννης Βαρβέρης: Η ποίηση του Μάνου Ελευθερίου




Το ποιητικό βλέμμα είναι η βρυσομάνα που ποτίζει όλο το έργο του Μάνου Ελευθερίου, ακόμα και το πεζογραφικό ή το ιστορικό-δοκιμιακό ως προς τις επιλογές του. Ο ποιητής είναι εκείνος που θερμαίνει τον στιχουργό, γι’ αυτό και ο στιχουργός είναι σχεδόν πάντα αυτοβιογραφικός, το δε τραγούδι άμεσα ανταλλάξιμο, αν το θελήσεις, με ποίημα.
“Συνοικισμός', “Μαθήματα μουσικής', “Τα ξόρκια', “Αγρυπνία στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου για το σκοτεινό τρυγόνι', “Τα όρια του μύθου', “Το μυστικό πηγάδι', “Αναμνήσεις από την όπερα', “Το νεκρό καφενείο', “Η Πόρτα της Πηνελόπης' είναι οι, επίτηδες, αχρονολόγητοι  τίτλοι των ποιητικών του συλλογών. Και δεν τις χρονολογώ γιατί διέπονται όλες από περίπου κοινά χαρακτηριστικά και μια ομοιογένεια εντελώς προσωπικού ύφους, το οποίο μετατοπίζεται εκάστοτε ελαφρά ανάλογα με τις θεματικές ανάγκες. Κοινή ωστόσο είναι η αίσθηση οτι ο Ελευθερίου θεωρεί ακόμα και την ποίηση μάταιη πράξη και τον ποιητή αυτόβουλο θύμα-παρανάλωμα του πυρός. Ακούστε:

“Την ώρα που έγραφε το μαύρο τ’ όνειρο
της νύχτας
το λευκό χαρτί σιγά σιγά καιγότανε στην άκρη.

Σιγά σιγά κι από τον άκρη γίνηκαν
κι όλα τ’ άλλα.
Ώσπου με πνίξαν οι καπνοί
κι έμεινα δίχως σπίτι.'

Η ποίηση του Ελευθέρίου συνομιλεί τόσο με το δημοτικό τραγούδι και τον υπερρεαλισμό, σχετιζόμενη κάπως με τον πρώιμο Ελύτη και με τον Γκάτσο, όσο και με τις μορφές που εξυπηρετούν το ευλαβικό συντεχνιακό συναίσθημά του όπως ο Παπαδιαμάντης και ο Σολωμός. Η γλώσσα του δεν εγκαταλείπει ποτέ τον ρυθμικό και μουσικό βηματισμό της, άλλοτε όμως παρουσιάζεται ειδυλλιακότερη και ειρηνικότερη και άλλοτε τολμηρή, σκληρή και σπανίως παράφορη.
Άλλοτε πάλι η γλώσσα του, το θέμα και η φόρμα έρχονται να συναντήσουν την decadence των μεσοπολεμικών ποιητών μας. Ακούστε:

“Στον Άδη πάνε οι φίλοι κι άλλοι φίλοι
μονάχοι, ανυπεράσπιστοι, βουβοί.
Με τη φωνή κλεισμένη σε κοχύλι
την ύστατη να βρούνε αμοιβή.
Εκεί που βρίσκουν όλα θεραπεία.
Στο πέραν. Στο ποτέ. Στην ουτοπία.'

Όλος ο Ελευθερίου ανήκει με διακριτικό φανατισμό στην παρακμή. Την παρακμή αυτή εξοστρακίζουν στα ποιήματά του ένας σπάνιος λυρισμός χωρίς ίχνος γλυκερότητας και ένας απαρηγόρητος σπαραγμός χωρίς ίχνος ταπεινού παραπόνου και ιδίωψς χωρίς ελπίδα. Ο πληθυσμός του συνίσταται σε ανθρώπους κυνηγημένους ή πικραμένους, ανεξαρτήτως τάξεως, χρόνου ή χώρου. Ο χώρος πάντως είναι συνηθέστατα αστικός και κατά προτίμηση εντοπίζεται σε πλοία, σε μπαρ, σε καφενεία, όπου η ματαίωση, η μνήμη ή η φωτογραφία ευδοκιμούν κι ανθίζουν ευκολότερα.
Καθώς οι συλλογές προχωρούν ο Ελευθερίου συμμετέχει και σε μια πεισιθανάτια διάθεση, λυρική αλλά όχι καρυωτακική και με γενναιότητα αποτραβηγμένη “δίχως των δειλών τα παρακάλια και παράπονα'. Ίσως βέβαια σ’ αυτό τον βοηθάει ένα από την πρώτη νεότητα επισημασμένο θρησκευτικό συναίσθημα που όμως περισσότερο θεολογεί παρά θρησκεύεται. Και τούτο επειδή το “θεολογείν' έχει, αντίθετα προς το “θρησκεύεσθαι' μια πλατειά ελευθερία και μια αφείδώλευτη διαθεσιμότητα που τόσο του ταιριάζουν.
Αυτός ο ακριβός ποιητής, μέσα στη γενική του γενναιοδωρία, έστειλε με αγάπη πολλά από τα ποιητικά παιδιά του στο σχολείο της μουσικής όπου και αρίστευσαν χαριζόντάς μας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πολλή και γνήσια ομορφιά, γνωρίζοντας. Όμως, όπως λέει σ’ ένα στίχο του:

“πόσο πόσο η ομορφιά είναι υπόσχεση θανάτου'

1/4/09

(Oμιλία σε εκδήλωση προς τιμή του Μάνου Ελευθερίου)


www.poiein.gr

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018

Dylan Thomas: I see the boys of summer



I
I see the boys of summer in their ruin
Lay the gold tithings barren,
Setting no store by harvest, freeze the soils;
There in their heat the winter floods
Of frozen loves they fetch their girls,
And drown the cargoed apples in their tides.

These boys of light are curdlers in their folly,
Sour the boiling honey;
The jacks of frost they finger in the hives;
There in the sun the frigid threads
Of doubt and dark they feed their nerves;
The signal moon is zero in their voids.

I see the summer children in their mothers
Split up the brawned womb’s weathers,
Divide the night and day with fairy thumbs;
There in the deep with quartered shades
Of sun and moon they paint their dams
As sunlight paints the shelling of their heads.

I see that from these boys shall men of nothing
Stature by seedy shifting,
Or lame the air with leaping from its heats;
There from their hearts the dogdayed pulse
Of love and light bursts in their throats.
O see the pulse of summer in the ice.

II
But seasons must be challenged or they totter
Into a chiming quarter
Where, punctual as death, we ring the stars;
There, in his night, the black-tongued bells
The sleepy man of winter pulls,
Nor blows back moon-and-midnight as she blows.

We are the dark derniers let us summon
Death from a summer woman,
A muscling life from lovers in their cramp
From the fair dead who flush the sea
The bright-eyed worm on Davy’s lamp
And from the planted womb the man of straw.

We summer boys in this four-winded spinning,
Green of the seaweeds’ iron,
Hold up the noisy sea and drop her birds,
Pick the world’s ball of wave and froth
To choke the deserts with her tides,
And comb the county gardens for a wreath.

In spring we cross our foreheads with the holly,
Heigh ho the blood and berry,
And nail the merry squires to the trees;
Here love’s damp muscle dries and dies
Here break a kiss in no love’s quarry,
O see the poles of promise in the boys.

III
I see you boys of summer in your ruin.
Man in his maggot’s barren.
And boys are full and foreign to the pouch.
I am the man your father was.
We are the sons of flint and pitch.
O see the poles are kissing as they cross.

Dylan Thomas: Our eunuch dreams




I
Our eunuch dreams, all seedless in the light,
Of light and love the tempers of the heart,
Whack their boys’ limbs,
And, winding-footed in their shawl and sheet,
Groom the dark brides, the widows of the night
Fold in their arms.

The shades of girls, all flavoured from their shrouds,
When sunlight goes are sundered from the worm,
The bones of men, the broken in their beds,
By midnight pulleys that unhouse the tomb.

II
In this our age the gunman and his moll
Two one-dimensional ghosts, love on a reel,
Strange to our solid eye,
And speak their midnight nothings as they swell;
When cameras shut they hurry to their hole
down in the yard of day.

They dance between their arclamps and our skull,
Impose their shots, showing the nights away;
We watch the show of shadows kiss or kill
Flavoured of celluloid give love the lie.

III
Which is the world? Of our two sleepings, which
Shall fall awake when cures and their itch
Raise up this red-eyed earth?
Pack off the shapes of daylight and their starch,
The sunny gentlemen, the Welshing rich,
Or drive the night-geared forth.

The photograph is married to the eye,
Grafts on its bride one-sided skins of truth;
The dream has sucked the sleeper of his faith
That shrouded men might marrow as they fly.

IV
This is the world; the lying likeness of
Our strips of stuff that tatter as we move
Loving and being loth;
The dream that kicks the buried from their sack
And lets their trash be honoured as the quick.
This is the world. Have faith.

For we shall be a shouter like the cock,
Blowing the old dead back; our shots shall smack
The image from the plates;
And we shall be fit fellows for a life,
And who remains shall flower as they love,
Praise to our faring hearts.

William Blake: Contemplation




WHO is this, that with unerring step dares tempt the wilds, where only Nature’s foot hath trod? ’Tis Contemplation, daughter of the grey Morning! Majestical she steppeth, and with her pure quill on every flower writeth Wisdom’s name; now lowly bending, whispers in mine ear, ‘O man, how great, how little, thou! O man, slave of each moment, lord of eternity! seest thou where Mirth sits on the painted cheek? doth it not seem ashamed of such a place, and grow immoderate to brave it out? O what an humble garb true Joy puts on! Those who want Happiness must stoop to find it; it is a flower that grows in every vale. Vain foolish man, that roams on lofty rocks, where, ’cause his garments are swoln with wind, he fancies he is grown into a giant! Lo, then, Humility, take it, and wear it in thine heart; lord of thyself, thou then art lord of all. Clamour brawls along the streets, and destruction hovers in the city’s smoke; but on these plains, and in these silent woods, true joys descend: here build thy nest; here fix thy staff; delights blossom around; numberless beauties blow; the green grass springs in joy, and the nimble air kisses the leaves; the brook stretches its arms along the velvet meadow, its silver inhabitants sport and play; the youthful sun joys like a hunter roused to the chase, he rushes up the sky, and lays hold on the immortal coursers of day; the sky glitters with the jingling trappings. Like a triumph, season follows season, while the airy music fills the world with joyful sounds.’ I answered, ‘Heavenly goddess! I am wrapped in mortality, my flesh is a prison, my bones the bars of death; Misery builds over our cottage roofs, and Discontent runs like a brook. Even in childhood, Sorrow slept with me in my cradle; he followed me up and down in the house when I grew up; he was my schoolfellow: thus he was in my steps and in my play, till he became to me as my brother. I walked through dreary places with him, and in church-yards; and I oft found myself sitting by Sorrow on a tomb-stone.’

Απαγγέλλει ο Paul Celan: Todesfuge







Βασίλης Μιχαηλίδης: [Σὺ ποῦ σκοτώθης γιὰ τὸ φῶς]




Τῷ ἀπαγχονισθέντι Ἀρχιεπισκόπῳ Κύπρου Κυπριανῷ

Σὺ ποῦ σκοτώθης γιὰ τὸ φῶς σήκου νὰ δῇς τὸν ἥλιο,
ξύπνα, νὰ δεὶς τὸ αἷμα σου πῶς ἔγινε βασίλειο.


Δευτέρα 9 Ιουλίου 2018

Κατίνα Βλάχου: Όνειρo του καλοκαιριού




Ανοίγω το παράθυρο και βλέπω ουρανό
Αστράφτει η θάλασσα μακριά και λάμπει ο ήλιος πάνω
Πανιά ανοίγω στ' όνειρo και κάθε δειλινό
μνήμες πετούνε σαν πουλιά• πετώ μαζί και κάνω
ταξίδια ατέλειωτα του νου
Σε βρίσκω και σε χάνω
αγάπης ώρα δυνατή. Παλιάς αγάπης δώρο
Σε βλέπω μες στα κύματα
Σε βλέπω και στα βράχια
Στην άμμο την κατάξανθη
Στα πεύκα και στα στάχυα
Απλώνομαι και χάνομαι μέσα στη θύμησή σου
Με ταξιδεύεις και πετώ, ψυχή κι εγώ, μαζί σου

Τάσος Κόρφης: Η θάλασσα γίνεται κήπος




Μικραίνει ο κόσμος κι η θάλασσα γίνεται κήπος.
Στερεύουν το φως στις γυμνές αποβάθρες. Μ' ασβέστη
σκεπάζουν τα δάκρια. Σεντόνι λευκό χειρουργείου
σκεπάζει τ' ανήσυχα χέρια.

Μικραίνει ο κόσμος μα εσύ, ματωμένη καρδιά μου, πολύκαρπο ρόδι,
και πάλι μαζί σου με πας ταξιδιώτη για ναυάγιο και πάλι
και πάλι σκιρτά σαν πουλί μες στο χιόνι, σαν ελπίδα αιχμαλώτου.


ΕΡΓΟΧΕΙΡΑ (1977)

Τάσος Κόρφης: Φυρονεριά




Χρώμα πάνω στο χρώμα, πώς να σωθείς καρδιά;
Στα βίντσια της συνήθειας κρεμάσαν τα παιδιά.
Πνίγηκε η θάλασσα η βαθειά σε μια νεκρή αμμουδιά.
Φυρονεριά.

Πού βρίσκονται; Πού βρίσκομαι; Διπλώνει το πανί.
Για τα φορτία που χάσαμε κανένας δεν πονεί.
Κουφάρια τ' άσπρα κύματα. Του ναυαγού η φωνή
με τυραννεί.

Και να 'ξερες, ω να 'ξερες ποιος το χορό κρατεί.
Ποιος θα φανεί κι αν θα φανεί στην άδεια κουπαστή.
Σ' αγγέλου χέρια θα βρεθείς, σε δάχτυλα ληστή
βασανιστή;


ΕΡΓΟΧΕΙΡΑ (1977)

Τάσος Κόρφης: Ο κολυμβητής με το walkie-talkie




Και πάλι, χειμερινοί κολυμβητές, αναζητώντας
πολύτιμα όστρακα κοντά στα Κύθηρα, σκοντάψαμε
σε μπρούντζινη, εφηβική ομορφιά, νεκρή στην κάτασπρη άμμο.
Πρόσωπο ανέγγιχτο απ' τη στριδώνα, που έλαμπε
ακόμα και χωρίς μάτια, χέρια: κουπιά σε ορτσάρισμα
ακούραστα για το καινούργιο
και μες στη μέση του -βαρίδι του θανάτου- ένας μικρός πομπός.
Τι να 'θελε να πει ο έφηβος κολυμβητής, ποιο σήμα του να δώσει
στ' ανήσυχα καράβια που ομορφαίνουν
τη θάλασσα;


ΕΡΓΟΧΕΙΡΑ (1977)

Τάσος Κόρφης: [Νειότη πασίχαρη σ' ένα φθινόπωρο]




Νειότη πασίχαρη σ' ένα φθινόπωρο. Σ' έρημους δρόμους
που πλάνης για πλάνες γυρίζω, άστραψε ο κόσμος.


ΕΡΓΟΧΕΙΡΑ (1977)

Τάσος Κόρφης: [Πόσο γρήγορα]




Πόσο γρήγορα απλώθηκες μέσα μου
κηλίδα μύρου σε νεκρή θάλασσα.


ΕΡΓΟΧΕΙΡΑ (1977)

Σάββατο 7 Ιουλίου 2018

Στέφανος Ροζάνης: [Μόνο ο ποιητής θυμάται]


Περικλής Κοροβέσης και Στέφανος Ροζάνης

«Η ποίηση θυμάται πράγματα που δεν μπορεί να θυμηθεί παρά μόνο αυτή»*. Σταματώ εδώ, σ' αυτό το σταυροδρόμι όπου οι ποιητές υπερασπίζονται τον εαυτό τους μπροστά στον άχρηστο καιρό, στις φιλολογικές κακώσεις που υποφέρουν τα ποιήματα (ζώντων και τεθνεώτων, προπαντός τεθνεώτων) από τους «υποψιασμένους» λόγιους: η «Γυναίκα της Ζάκυνθος» - δύο ή τρεις ή πόσες (;) γραφές, έτσι για να μην θυμάται τίποτε το ποίημα από τον εαυτό του και να χάνει τα λόγια του και να ψευδίζει μιξοβάρβαρα ελληνικά· τα «Carmen Seculare», ποιος στίχος πρώτος στη θέση του πρώτου, και ποιος άλλος στη θέση του άλλου, και η αγωνία του Πολυλά, που αγαπούσε τα ποιήματα πιο πολύ κι από τον ποιητή τους, ανυπεράσπιστη.
Σταματώ εδώ, σ' αυτό το σταυροδρόμι. Με σταματούν τα πράγματα που μόνο η ποίηση θυμάται. Που σημαίνει: μόνο ο ποιητής θυμάται. Διότι τα πράγματα τού εδόθηκαν του ποιητή, οι εικόνες και οι υπνοφαντασίες του. Κι ο εφιάλτης του είναι να θυμηθεί τα πράγματα που του εδόθηκαν· να τα βγάλει στο φως και ν' ακολουθήσει τη μοίρα τους.
[...]

*Μάριος Μαρκίδης, «Το σήμαντρο της ζωής μας», Σημειώσεις, τεύχος 33, Ιούνιος 1989


ΣΟΛΩΜΙΚΑ (2017)