Κυριακή 18 Αυγούστου 2019

Χρήστος Μπράβος: Ήμερος ύπνος




στον Χρήστο Κεραμίδα

Χιόνι σεντόνι τρυφερό για του φιδιού τον ύπνο.
Χιόνι και πένθιμο σκυλί βραχνός προφήτης.

Με νύχια παγωμένα ο λύκος κρύβεται.
Με φόβο οι ζωντανοί την πόρτα κλείνουν.

Κοιτάς απ’ το παράθυρο: Καπνίζουν τα πηγάδια.
Χιόνι· κι ανάψαν τη φωτιά στον κάτω κόσμο.

Ο κυνηγός στο πέρασμα το σπίρτο πίνει.
Τον λύκο, που εχύμηξε πίσω του, δεν τον βλέπει.

Νύχτα με πένθιμο σκυλί στον σάπιο φράχτη.
Κι οι πεθαμένοι ακούν· και περιμένουν.

Χρήστος Μπράβος: Σονέτο του σκοτεινού θανάτου




Της νύχτας και του ανέμου Federico
García Lorca, πέφτει π έ ν τ ε η ώρα.
Τ’ άλογο πάει μιαν άδεια νεκροφόρα•
στ’ αλώνι πολεμά ταύρος με λύκο.

Σε παίρνει η δημοσιά, για να σε βγάλει
κει που η αστραπή κλωσσάει την αστραπή της.
Του φεγγαριού το πέταλο, μαγνήτης,
σέρνει το ματωμένο σου κεφάλι

κουρέλια φασκιωμένο της παντιέρας.
Φυσάει σκοτεινού θανάτου αέρας –
και πού να είν’ εκείνο τ’ άσπρο σάλι
που σού ’ριξε, όταν σ’ έπαιρναν, η νύφη;

Σκυλί τρελό τα κόκαλά του γλείφει
και σ’ άλλον κόσμο αρχίζει καρναβάλι.


ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ (1996)

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019

Νίκος Καρούζος: Φοβερός από μειλιχιότητα




Φεύγω απ’ το στόμα μου φεύγω απ’ το μυαλό μου
δεν έχει όρια η κωμωδία της γλώσσας
τα διάπυρα σημάδια του Δήθεν εντειχισμένα στο στήθος.
Φεύγω απ’ τα χέρια μου φεύγω απ’ τη στύση
διατρέχοντας ηχηρά το νευρικό μου σύστημα
είμαι σαν άκοπο βιβλίο που πάλιωσε
στα μαυρισμένα ράφια της θεότητας
διαθέτω μονάχα την Άνοιξη διαθέτω τ’ αστέρια
είμαι άλλωστε εγώ που ταρίχευσα
μαζεύοντας όσο μπόρεσα χημικό σκοτάδι –
την καθημερινότητα.


ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ (1979)

Νίκος Καρούζος: Ρυμηδόν ή κάπως




Μου φαίνεται πως είμαι στου φωτός τα πρόθυρα
τρισέρημος από σπίθες του μέλλοντος.
Λατρεύω την απόλαυση βυσσινιά, τη στύση μέσα στο ρόδο.
Σα να ’χω πάθει λεκτική αφυδάτωση σα να ’χω
ξεράσει βοερά στην αχραντοσύνη.
Δεν είναι τρόπος ετούτος να αρρωσταίνω στα ύψη μου
πλήρης από ένδοξη υγεία.
Λαλούν καμπύλες σήμερα μ’ αρώματα
στη φλογισμένη κόλαση της αφής μου
στο θαλερό κι απόλυτο κορμί σου ω Ανώνυμη
τέτοιος θρίαμβος
και του ορθόστητου λαιμού σου το γλυπτό
λες από ύλη κάτασπρου αγγέλου.
Δεν ήξερα τον έρωτα έτσι τραγουδιστό κι αρωματάρη
το βόγγημα του γαλαξία ωσάν ένα
κυμάτισμα λευκότητας. Από πότε
γνωρίζομαι εγώ με την όραση;
Είμαι στο τέρμα του μυαλού μ’ ένα χαμόγελο
κρεουργημένο.
Είχα δύο-τρία σύγνεφα στα χέρια μου δεν τα ’χω
τα θεϊκά κουσούρια της θάλασσας αγναντεύοντας
κι αυτό ψηλά κατάντικρυ
το πλαδαρό φεγγάρι που σεληνιάζεται (τι πάθος)
απόψε ειν’ ορείχαλκος και παρακμάζει καμπουριάζοντας.
Τι είναι τούτος ο αγέρας, βιολονίστας;
τι ειν’ ο θάνατος ανήμερα στη ζήση;
Κανένας πεθαμένος δε μετέχει στα τριαντάφυλλα
κι ας λέμε -, η γερόντισσα του ερχόμενου αιώνα
η νιόπαντρη χημεία το ξέρει
χορταριάζοντας αλλιώς τους τάφους.


ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ (1979)

Νίκος Καρούζος: Σύντομη μαγνητοφώνηση




Το φεγγάρι κατευνάζει κάποτε
συνήθως όμως αναστατώνει
θρασύνεται διαστέλλεται στη λαγνική
του μαύρου κοινοκτημοσύνη.
Γιατί να μας εφευρίσκει ο θάνατος;
Ερείπιο από ναυτία, γιομάτος καρβουνόσκονη
κι απόκληρος εγώ από άνηθο
στα ανοιχτά της απελπισίας
αιμάσσοντας ακατάπαυστα
μεσ’ στη διάνοια-νοσοκομείο
(θυμάσαι τ’ αγριόχορτα
την ιταμή τους αδράνεια
θυμάσαι ω Μελάμφυλλη τα υδραργυρικά μας
μεσημέρια σαν του Ζόφου κατώφλια…).
Θα την κάνω λαμπερό την απόγνωση μάρμαρο
τη ζαριά μου θαν τη ρίξω στην ανέραστην άβυσσο
χαρίζοντας τις εξάρες μου
στην Άφαντην Αγριότητα που μ’ έφερε
σ’ αυτό τον κόσμο-μπαλτά που κατακόβει
τη φουκαριάρα μοίρα μου ωσάν
τρυφερό χοιρομέρι.
Καταχωνιάζομαι
καταστροφή
κατάμεστη
καταδίκη.


ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ (1979)

Νίκος Καρούζος: [η τρομερή τοξίνη της αιτιότητας...]




η τρομερή τοξίνη της αιτιότητας
κ’ η ανάσα μου ζεμένη χαρμόσυνα
στην αγγελούδα μου λησμοσύνη
κι ανθίζει σκότος αναδείχνεται στην όραση
ο θείος νεανίας
αστράφτοντας από γνώριμες λάμψεις
νερά κι αθάνατα πράματα.


ΑΠΟΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ (1978)

Νίκος Καρούζος: [Χέρσος ο πόνος του έρωτα...]




Χέρσος ο πόνος του έρωτα δίχως
του καιρού την εξάρθρωση
ο αγρός της φλόγας μου το αύθαδες έαρ
η πυροστιά του απείρου η σκέψη μας
κι ο μαστός της μητέρας παλιορκούμενος
από τέτοια γευστική ευγνωμοσύνη
/ διακοπή ρεύματος /
δάκνοντας ανεπίληπτα τους γλουτούς
της ειμαρμένης
τα νοήματα: τις ραφές τα στριφώματα
της έκπαγλης ματαιότητας
/ανάβω τσιγάρο
μόλις τ’ άναψα/


ΑΠΟΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ (1978)

Νίκος Καρούζος: Τρυφερά ερωτήματα




Δεν είναι πάντα το νερό σαν ξόδι και η κίνηση;
Δεν είναι μια μακρόσυρτη κηδεία το ποτάμι
κ’ οι λιτανείες των ήχων ανάμεσα
σε σκονισμένα γιασεμιά και τριαντάφυλλα;
Σου γράφω λοιπόν...
Οι άγγελοι θα γίνουν επιθετικότεροι
κι όλο το Σύμπαν από κάποιο δρόμο φρικαλέο
θα χωρέσει κάποτε σε μια δαχτυλήθρα.
Ό,τι στο στήθος μοιάζει με κειμήλιο
θέλω ναν το πετάξω.


ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΑΣΜΑΤΑ (1974)

Νίκος Καρούζος: Στιχάκια του γέροντα Βενέδικτου τη νύχτα




Για δες απόψε τη φεγγαράδα:
τι χυδαιότητα τι φασουλάδα!
Το φεγγαράκι εγώ μονάχα χαιρετίζω
το λιγνό χορταράκι γευματίζω.
Σαν πρώτος θέλω να ’ρχομαι στο μέγα τίποτα
γιατί και το φραγγέλιο
υπάρχει μεσ’ στο ευαγγέλιο
μα όμως
του Τρότσκυ τη διαρκή επανάσταση
τη γκρέμισα στου Ιησού τη διαρκή συγγνώμη.


ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΑΣΜΑΤΑ (1974)

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2019

Οδυσσέας Ελύτης: Και με φως και με θάνατον (12)




Λίγο για μια στιγμή να παίξεις πάνω στην κιθάρα σου
Τα ονόματα της Παναγίας και θα δεις

Ε ε Χρυσομαλλούσα
Ε ε Χρυσοσκαλίτισσα

Να ξεπετιέται πάλι το βουνό με τ' άσπρο σπίτι στην πλαγιά

Τ' άλογο με τα δύο φτερά

Και η άγρια φράουλα της θάλασσας

Λάμπουσα και Κανάλα μου και Παραπορτιανή μου

Θα δεις την πράσινη ψαρόβαρκα σκαμπανεβάζοντας να χάνεται

μέσα στ' αραποσίτια
Τον Μήτσο με τις τρίχες και με τ' αλυσιδάκι στο λαιμό

Ε Παναγιά Τα Μάγκανα
Ε Παναγιά Τόσο Νερό

Να βλαστημάει και ν' ανεβάζει ανίδεος μες στα δίχτυα του

Τέσσερα-πέντε αρχαία ελληνικά

Το τέλλεσθε και το νηυσί, το μέλεα και το κρίναι σα

Καρυστιανή κι Ακλειδιανή
Δαφνιώτισσα κι Αργιώτισσα

Που μια στιγμή τα παίζεις πάνω στην κιθάρα σου
Κι απ' τ' αναμμένο πέλαγο αντικρύ σου ακούς

Έι Κρουσταλλένια έι Δροσιανή
Έι Παναγιά του Νίκους

Να σχίζεται στα δύο τ' ουρανού το καταπέτασμα

Κι ένας παμπάλαιος έφηβος απαράλλαχτος εσύ

Να κατεβαίνει - κοίτα:

Στα κύματα μ' ένα καμάκι ορθός και στους αφρούς να πλέει

Σπηλιώτισσα και Μερσινιά και Θαλασσίτρα μου έι!


Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ (1985)

Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

Νίκος Καρούζος: Η συντομία του ονείρου




Τρέχει μέσ’ στα χαράματα το ελάφι
που είναι η χαρά μου τόσος αντίλαλος
εδώ που κατοικώ
ένα πουλί από καπνό ανέρχεται στο ξημέρωμα.
Ιδού ο Τρέχων
έχει σφάξει το αρνί στις πηγές των υδάτων.
Θριαμβική νεφέλη όχημα παλαιό ιδού ο Τρέχων
και το σύρουν
άλογα τρυπημένα στα λάμποντα πλευρά.
Μέσα στο όχημα βρίσκομαι και πηγαίνω
προς τον άγνωστο προορισμό μου.

Νίκος Καρούζος: Λυτή ως το θάνατο




Δε με τρομάζει κανένα σώμα έλεγες
όταν έρημη στο ρουμάνι των βλαστήσεων
έκλεινες τους χυμούς της πυρκαγιάς
που είναι τα στήθη σου.
Εγώ τότε στους ώμους του προφήτη έβλεπα
τον Ιερό να μιλά
με το στεφάνι του πυρός ολόγυρα στο κεφάλι
σμήνος αγγέλων
και τον ποιητή βαθύν αέρα...
Τι θα έκανα τις πράξεις μου
αν δεν υπήρχε ο θάνατος.

Νίκος Καρούζος: Εγώ υπάρχω




Κάτω απ’ την κυανή αιχμαλωσία τ’ ουρανού
είμαι ο ταμίας της τύχης μου.
Φίλος του νερού άνωθεν
κι ο ουρανός
συνάλλαγμα της ταπεινώσεως.

Νίκος Καρούζος: Πληγές απ' το θέρος του βραδινού καιρού




Λένε του Γιάννη οι εχθροί
ποιος είν’ αυτός που μοίρασε τ’ αστέρια;
Ο σκοτεινός αλήτης
έχοντας μια διάχυτη χαρά στο χλοϊσμένο στήθος
και τη μεγάλη λύπη σε αρραβώνα της καρδιάς.
Απ’ το θεό αλητεύει σαν τους ποταμούς
καθώς ο αρχαίος εκείνος φυγάς με τη φωτιά στα σωθικά
του μαινομένου σώματος υπήκοος
ώσπου τον κύλησε φρικτά
μέσα στο ηφαίστειο η ορμή άλλ’ όμως
εκεί ψηλά μονάχα έρωτας το σώμα του ανεστήθη.
Λένε του Γιάννη οι εχθροί
την ξύλινη σκάλα θα γκρεμίσουμε
και πώς να φτάσεις μέχρι τ’ άστρα;
μα έχει αυτός με τις αχτίδες του φωνή και τραγουδά:
Ο ήλιος είναι μαχαιριές μέσ’ στα κλειστά φυλλώματα.
Κελί μου κατασκότεινο
εγώ που φεύγω το πρωί και τρέχω έρημος
τον τάφο θα νικήσω.
Θέλεις το μήλο της αυγής
έτσι όπως χάνεται πέρα στα λιόδεντρα
και δείχνει την άλιωτη αγάπη εδώ στο στέρνο
θυμήσου ένα παιδί προς τα ουράνια
τον άμισθο καιρό γυρίζοντας – χυνότανε στα χορτάρια
και με το γέλιο ανέβαζε τον πύργο του ονείρου του πάλι.
Τώρα δεν παίζει τον ανήλιαγο
και τη βασιλική τουλίπα κόκκινη δεν την ξαναχαρίζει
στη μικρή Ελένη με το τρενάκι των πέντε χρόνων...
Απ’ το λαιμό της γυναίκας άρχισε η προσευχή μου.

Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

R.S. Thomas: The Gap In The Gedge




That man, Prytherch, with the torn cap,
I saw him often, framed in the gap
Between two hazels with his sharp eyes,
Bright as thorns, watching the sunrise
Filling the valley with its pale yellow
Light, where the sheep and the lambs went haloed
With grey mist lifting from the dew.
Or was it a likeness that the twigs drew
With bold pencilling upon that bare
Piece of sky? For he's still there
At early morning, when the light is right
And I look up suddenly at a bird's flight.

R.S. Thomas: The Moon in Lleyn




The last quarter of the moon
of Jesus gives way
to the dark; the serpent
digests the egg. Here
on my knees in this stone
church, that is full only
of the silent congregation
of shadows and the sea's
sound, it is easy to believe
Yeats was right. Just as though
choirs had not sung, shells
have swallowed them; the tide laps
at the Bible; the bell fetches
no people to the brittle miracle
of bread. The sand is waiting
for the running back of the grains
in the wall into its blond
glass. Religion is over, and
what will emerge from the body
of the new moon, no one
can say.

But a voice sounds
in my ear. Why so fast,
mortal? These very seas
are baptized. The parish
has a saint's name time cannot
unfrock. In cities that
have outgrown their promise people
are becoming pilgrims
again, if not to this place,
then to the recreation of it
in their own spirits. You must remain
kneeling. Even as this moon
making its way through the earth's
cumbersome shadow, prayer, too,
has its phases.

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2019

Τάκης Σινόπουλος: Μαρία




Έξω από το παράθυρο έλαμπε το πέλαγος.
Θα τρελαθώ αν χαθεί το πέλαγος, είπε η Μαρία.
Έκρυβε με τα χέρια τη γυμνότητα,
παράφορη γυρίζοντας
με μια τρομαχτικήν απόγνωση σ’ όλα τα κέντρα
σ’ όλους τους κινηματογράφους της πρωτεύουσας.
Τον γύρευε. Ρωτούσε τους πορτιέρηδες επίμονα.
Παραξενεύονταν που δεν τον είχε ιδεί κανείς.
Πού νάναι; πού είναι; πες μου τώρα πες μου εσύ.
Πάντα γυμνή τόσο άμυαλη. Και ξάφνου
μέσα στο φως: Λευτέρη! φώναξε
κι όρμησε πάνω του. Μα εκείνος
ήταν βουβός πολύ βουβός ένας χαμένος
ίσκιος. Και την έσυρε. Και πέθαναν.
Τους πήρε το τιμόνι στον κατήφορο, τους τσάκισε
τα κόκκαλα και τα νεφρά. Πολύν καιρό
κατόπι μας βασάνισε η ψυχή τους.


ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Β' (1957)

Τάκης Σινόπουλος: Η θάλασσα Ι




Ξερό τοπίο. Μαρμαρωμένος ουρανός.
Αλάτι πέτρα φως το μεσημέρι ακίνητο.
Πιο πέρα λάμποντας η θάλασσα -
Χτυπούν τα τύμπανα χτυπούνε στο νησί.
Μια μέρα κόκκινη, μια μέρα μαύρη.
Μια μέρα φως πάνω στο φως -
                                             Μαύρο διαμάντι η θάλασσα.

Πέτρα και φως. Αλάτι φως. Μια πέτρα ο ήλιος.
Σήμερα κι αύριο περιμένοντας την άνοιξη.
Άνοιξη ελπίζοντας ποιαν άνοιξη;
Το φως τι θα σου φέρει; Φως πάνω στο φως.
Τι θα σου φέρει η θάλασσα;
Και τώρα μεσημέρι  με ήλιο κάτω από
τον ήλιο η θάλασσα –
                                       κατάμαυρο διαμάντι η θάλασσα.


ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Β' (1957)

Τάκης Σινόπουλος: Η θάλασσα ΙΙ




Λύθηκε η θάλασσα. Έσπασε η σιωπή της θάλασσας.
Ο αγέρας γύμνωσε το πρόσωπο της γης από την άνοιξη.
Του ήλιου το μέγα φως καπνίζει στα χαλάσματα της θάλασσας.
Και στο γιαλό οι φωνές
φωνάζουν φύγε από τη θάλασσα
χαιρέτησε τώρα τη θάλασσα χαιρέτησε
που λάμπει ανάστατη ανεβαίνοντας.
Και φύγε φύγε με το πρώτο χτύπημα του τύμπανου.
Πιο πέρα θα σε πάρουνε τα δάση -αυλοί και φόρμιγγες-
σε μια άλλη ζωή. Φύγε θα σε ξεκάνει η θάλασσα.
Φύγε απ' τη θάλασσα για να σωθείς
να ζήσεις να επιζήσεις.


ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Β' (1957)

Τάκης Σινόπουλος: Ντοάνα




Τσακίζεις τούτο το κλαδί τσακίζεις τ' άλλο
μα το νερό που γύρευες δεν είναι εδώ.
Περνάς τα χώματα περνάς τις πέτρες
μα δε θα βρεις τ' άσπρο ποτάμι.
Ξέρες μονάχα κι άμμους κι ερημιά
θάμνα στον ήλιο κόκκινα
πιο πέρα σίδερα και ξύλα. Φώναξε.
Θ' ακούσουν τη φωνή σου και θ' αποκριθούν
μ' όμοια φωνή. Μα δε θυμούνται πια
πότε ήρθαν τι γυρεύουνε
σ' αυτό το πέρασμα
το σκοτεινό.
                  Μην προχωρήσεις.
Θα σε ρημάξει η σκόνη θα σε καταπιεί
και μη φωνάξεις.
Έτσι μέσα στο φως τ' απέραντο τ' άσπρο ποτάμι
δε θάρθει πρόσμενε ποτέ δε θάρθει
τ' άσπρο ποτάμι
τ' άσπρο ποτάμι.


*Ποτάμι του Μωριά, ο Ερύμανθος.


ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Β' (1957)




Ορέστης Αλεξάκης: Ο περιπατητής της παραλίας




Βρίσκω εκκωφαντικά τα γεγονότα
τις διατυπώσεις πληκτικές
το όλον έργο περιττό και χρονοβόρο
Κι αν ίσως κάποτε συμπράττω
θύμα κι εγώ μοιραίων συσχετισμών
όμως κρατώ τις όποιες αποστάσεις
τεκμήρια της αθωότητός μου
Γι’ αυτό αποφεύγω τους
συνωστισμούς
και προτιμώ τις άδειες παραλίες
φίλος και μνήμων των κυμάτων πάντα
πιστός ακροατής
των οριζόντων
Γι’ αυτό αποφεύγω να
συνομιλώ
και με τον ίδιο ακόμη τον εαυτό μου
Θέλω ν’ ακούω ψιθύρους ουρανών
θέλω ν’ ακούω τριγμούς
πέραν των τάφων

Σβήστε λοιπόν αυτούς τους προβολείς
μη με διαλύετε στους
ορυμαγδούς σας
αφήστε ν’ αφουγκράζομαι γκρεμούς
αφήστε να θωπεύω
τους νεκρούς μου


Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ (1989)

Ορέστης Αλεξάκης: Η μεταμόρφωση




Ξάφνου
ξυπνά στο στήθος σου ο νεκρός
– ο εσταυρωμένος
άγνωστος
εαυτός σου –

πετάει το σάβανο
τα χώματα
τις ρίζες

κι έτσι αμιγής κι ας τραφτερός σαν χιόνι
τη φοβερή του λάμψη εξακοντίζει.

Κι εσύ
– το σκιερό του τμήμα –
που εξορισμένος απ’ το φως
χρόνια και χρόνια
λαθροβιούσες στο
νεκρό του σώμα

μαζεύεις τώρα τα τυφλά πουλιά σου
τα κεραυνόπληκτα κλαδιά σου
τα ματωμένα νυχτολούλουδά σου

και σιωπηλός στα υπόγεια καταφεύγεις

– στην πιο κρυφή της ύπαρξής σου κατακόμβη –

καθώς Εκείνος
σ’ όλη του τη δόξα

το σκοτεινό σαρκίο σου καταυγάζει.


Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ (1989)

Δημήτρης Κοσμόπουλος­: «Ακούσατε τη γύρω μελωδία;» Αναφορά στην ποίηση του Ορέστη Αλεξάκη




Οταν ένας αληθινός ποιητής φεύγει από τον κόσμο, αφήνει το τραγούδι. Μέσα σ’ αυτό, πλατύτερο με την πολύσημη απουσία του, αντικρύζουμε το πρόσωπό του εκτυπότερο, τώρα που έχει διαβεί το ποτάμι. Αυτό είναι, άλλωστε το μυστήριο της ύπαρξης των ανθρώπων. Όταν φεύγουν, τα ίχνη από το πέρασμά τους διακρίνονται τηλαυγέστερα και με τον τρόπο που το μυστήριο της ζωής ορίζει. Η απουσία τους ανοίγει σαν το κουκκούλι του μεταξοσκώληκα για να φανερωθεί μέσα από τα ίχνη των έργων και της φωνής τους περισσότερο αληθινό, στις πραγματικές του διαστάσεις, το πρόσωπό τους.
Το μυστήριο και το μυστικό του να υπάρχεις. Αυτονόητο στην σπατάλη του καθημερινού οριζόντιου χρόνου, αλλά μέγα δώρο και συνάμα άχθος, όταν σταθείς και νιώσεις τον κόσμο και τα πράγματα ουσιαστικώτερα. Η βασική ορίζουσα της ποιητικής τέχνης του Ορέστη Αλεξάκη, ήδη από την δεκαετία του ’60, υπήρξε αυτή η διήκουσα σταθερά βλέμματος προς την ζωή, τον κόσμο, τον συνάνθρωπο. Και το βλέμμα του παλινδρόμησε και παλινώδησε με προσήλωση ασκητικής συνέπειας, από το ερώτημα του προς τι να υπάρχω, και την ποιητική του ανίχνευση, μέχρι την τραγική και ειλικρινή παραδοχή ότι το ερώτημα μας ξεπερνά. Ότι η απάντηση κατ’ άνθρωπον, δεν μπορεί παρά να είναι αριθμού πληθυντικού. Ότι παραμένουμε αδαείς και απολύτως συντετριμμένοι, στα βράχια των ατελέσφορων απαντήσεων, επιστρέφοντας πάντοτε στην αρχέγονη παραδοχή ότι το μυστικό της ζωής και του κόσμου αποκαλύπτεται μόνο σε όσους παραδέχονται το ατελέσφορο των δυνατοτήτων τους και συνδέονται μ’ ένα νόημα οριστικής αλήθειας που όπως έλεγε ο Βιτγκενστάιν, δεν μπορεί παρά να έρχεται έξω από το όρια των πεπερασμένων δυνατοτήτων μας, ως διαρκώς τελειούμενη στο γίγνεσθαί της, σχέση. Έτσι ομολογεί ο ίδιος ο ποιητής Αλεξάκης με την αφοπλιστική ειλικρίνεια του τραγικού βιώματος του υπάρχειν στο τέλος σχεδόν της ποιητικής του διαδρομής, «σαν ώριμος από καιρό», στο ποίημα Αδαής, που μας εμπιστεύτηκε για το περιοδικό Νέα Ευθύνη, (τεύχος 21, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2014):

Όχι /ποτέ δεν έμαθα ποιος είμαι /ποιος είναι ο χώρος που με περιέχει /ποιος με κατέχει ποιος με κατοικεί /ποιος μέσα από τα μάτια μου κοιτάζει / Κι ούτ΄έχω μάθει / ποιος μ’ έφερε σ’ αυτή την άγρια στέπα / τι λέν τα γύρω σκοτεινά βουνά / τι μαρτυρούν τα μαύρα πετεινά / και πού ο Αθέατος Ξεναγός με πάει / κι ούτε που ξέρω ποιος επιστατεί / ποιος κι αν αξιολογεί τα πεπραγμένα / ποιος τις βαθιές σιωπές ιχνηλατεί / ποιος τις μικρές απαντοχές διαψεύδει / Κι ούτε που ξέρω / πόσα ναυάγια σέρνει στο βυθό / κι αν έχει ακτές ο ωκεανός του χρόνου / ανίδεος προχωρώ Μαγδαληνή / ένα μικρό σαν σκόνη σκουπιδάκι / που λάμπει μια στιγμή προτού χαθεί / μές στον αιώνιο στρόβιλο του κόσμου

Η ποιητική τέχνη του Αλεξάκη εμφανίζεται εξ αρχής ασκητική: «κλεισμένος στο κελί της ύπαρξής σου / το αληθινό σου πρόσωπο ανασύρεις / αυτό που δεν το δείχνουν οι καθρέφτες». (Ο μεταμφιεσμένος χρόνος, 2005). Έτσι μόνον ο ποιητής μπορεί να πραγματωθεί ως κοινωνικό όν. Γιατί οφείλουμε να το πούμε ότι μόνο με το βλέμμα του παρεπίδημου, του ξένου, μόνο με τη στάση της αποταγής και της άρνησης του δεσμωτηρίου του χρόνου μπορεί για τον Αλεξάκη να οικοδομηθεί μια αληθινή κοινωνική συνείδηση ως ποιητική επιταγή. Μόνο με την αποταγή και την αναχώρηση από τα τρέχοντα, μόνο με την αναμέτρηση προς τα ουσιώδη ερωτήματα, καθίσταται δυνατό ο άνθρωπος να συνυπάρξει και να μαρτυρήσει την ανάγκη της ζωής ως αλήθειας μέσα από την συνύπαρξη, όχι με προκατασκευασμένους ντετερμινισμούς, που εξαντλούν την ύπαρξη και την κοινωνία στην φτηνή μεταφυσική της κρεατομηχανής των ιδεοληψιών:

Έτσι Δημήτρη ξετυλίγονται τα μέλλοντα / μ’ ανοιχτά στήθη σ’ όλα τα ενδεχόμενα / χωρίς μπουκέτα και υποκλίσεις / χωρίς μπροσούρες και εισηγήσεις [] λοιπόν μπορούμε / μ’ ένα χέρι / μισό χέρι / δίχως χέρι / μόνο με την κρυγή την σφηνωμένη / την τσακισμένη περηφάνια / το εμβατήριο των βουβών ματιών / το χείμαρο μιας άλλης ραψωδίας.
(Το ποίημα «Εμιγκράτσια»,
από την συλλογή Οι Κόνδορες και το Αντιπρανές, 1982).

Στην ποίηση του Ορέστη Αλεξάκη, μια ποίηση όπως προείπαμε βλέμματος και στάσεως, η οντολογική παράμετρος γεννάει επομένως μιαν πρωτόφαντα αληθινή κοινωνική ευαισθησία. Η ασκητική ποιητική πράξη οδηγεί το ποιητικό αποτέλεσμα στις παρυφές της σιωπής, δίχως ολωσδιόλου ο ποιητής να αρνείται το δράμα της ιστορίας. Άλλωστε η οντολογία του έχει -επειδή ακριβώς εκφράζεται με ποιητικούς όρους στο ποιητικό αποτέλεσμα και όχι με όρους διανοητικών προσαρμογών- έχει λοιπόν την ολότμητη διάσταση της καθολικότητας που μόνο η αληθινή ποίηση μπορεί να χαρίσει. Θέλω να πω, ότι είναι η υπαρκτική αγωνία του Αλεξάκη, η οποία τροφοδοτεί τα κοινωνικά του αιτούμενα, και τούμπαλιν. Να η κεντρικότερη έκφανση της παλινωδίας την οποία προσπαθήσαμε να περιγράψουμε.
Όλα αυτά βεβαιότατα επιτυγχάνονται και τελεσιουργούνται στο μορφικό πεδίο. Επιτυγχάνονται δηλαδή στο πεδίο του ποιητικού αποτελέσματος. Και εδώ υποχρεούμαστε να αναγνωρίσουμε μιαν άλλη οφειλή, που η νεώτερη ποίησή μας χρωστά στον Ορέστη Αλεξάκη. Από πολύ νωρίς, από τις πρώτες του ποιητικές απόπειρες, και με πιο ρηξικέλευθο τρόπο στις κατακτήσεις της ωριμότητός του, ο Αλεξάκης δεν εφησυχάζει στην πεπατημένη μιας έκφρασης που ήδη από την εποχή της γενιάς του στην συντριπτική της πλειοψηφία βαλτώνει στον αναμηρυκασμό της μορφικής πλαδαρότητας, η οποία θεωρουμένη ως πανάκεια στην εύκολη ασυδοσία της οδήγησε και στις επόμενες δεκαετίες στα διασκεδαστικά φαινόμενα τα οποία σήμερα κυριαρχούν συμπαρασύροντας στην φαιδρότητά τους και την συντριπτική πλειοψηφία της κατάφασης της κριτικής.
Ως ένας γνήσιος λυρικός ο Αλεξάκης τολμά. Έχοντας βαθιά αίσθηση της ενότητας της λυρικής παράδοσης είναι από τους λίγους, που από την γενιά του και μετά, δημιουργούν μιαν διαφορετική ευταξία στην ποιητική έκφραση, προσφεύγοντας στην ομοιοκαταληξία, στην εμμετρότητα και στην δημιουργική ανάκρασή τους με τις κορυφώσεις της μοντερνιστικής έκφρασης (η οποία στη σημερινή σύγχυση τεχνηέντως λησμονείται, ότι βασικό συστατικό της έχει την εσωτερική ρυθμική αγωγή του λόγου που απαιτεί η ποιητική έκφραση κι ότι δεν είναι χυλός ή πολτός στιχοποιημένων «μεγαλεπήβολων» σκέψεων.)
Δεν είναι μόνο τα έμμετρα ποιήματα της συλλογής Μου γνέφουν του 2000, αλλά τα ομοιοκατάληκτα και έμμετρα ποιήματα τα οποία διασχίζουν όλο το ποιητικό του έργο. Από την γονιμοποίηση των μορφικών κανόνων του σονέττου μέχρι την χρήση των εύρωστων κατακτήσεων του δεκαπεντασύλλαβου, των τροχαϊκών και των αναπαίστων και μέχρι την συνομιλία με την επτανησιακή παράδοση των δεκατρισύλλαβων και των ενδεκασύλλαβων:

Κοιτώ μέσα στα μάτια σου βροχές / Διακρίνω φώτα και σκιές να τρέχουν / Υπνοβατώ χωρίς να με προσέχουν / καθώς κυλούν στα βάραθρα εποχές. [] Κι όλο ζητώ κι όλο επιμένω / στην ύπαρξή μου να γυρνώ / σαν βλέμμα σε γυμνό ουρανό / σαν επιβάτης σ’ άδειο τρένο.

Ας προσέξουμε: επειδή πολύς θόρυβος γίνεται, δεν πρόκειται περί «επιστροφής», όπως απροϋπόθετα και με παρελθοντολαγνική διάθεση ρετρό θεωρητικολογούν σήμερα αδέξιοι μιμητές του είδους. «Η ρίμα εκθέτει ανεπανόρθωτα» έλεγε άλλωστε ο πολυνούστατος Παλαμάς. Αντιθέτως στην περίπτωση του Αλεξάκη, όπως και λίγων άλλων, έχουμε να κάνουμε με αυτό που έγραφε στα Μελετήματά του ένας άλλος κορυφαίος του μοντερνισμού και μαιτρ του είδους, επίγονος του Παλαμά και μέχρι σήμερα μέγας άγνωστος, ριγμένος στην επιτίμηση των ποιηματογράφων, βαρυνόμενος με το αμάρτημα της πολυγραφίας, ο Γιάννης Ρίτσος:

[] Το θέμα δεν κάνει το έργο. Οφείλουμε να σεβόμαστε αυτό που μας παραδόθηκε, αφομοιώνοντας το παρελθόν, και δημιουργώντας μια φόρμα του παρόντος με στοιχεία του μέλλοντος.

Εκτός όλων των άλλων, ακριβών για την ποιητική μας έκφραση ο Ορέστης Αλεξάκης είναι από εκείνους που επανέφεραν τον στίχο ως θεμελιώδη μονάδα στην πυρηνική ανάπτυξη του ποιήματος. Ας τον διαβάζουμε.


Πηγή

Κωστής Παλαμάς: [Σιγά…]




«—ΣΙΓΑ. Μην τρέμεις. Είμαστε των τραγουδιών οι Μοίρες,
φτερά αρμονίας φέρνουμε
στα ψυχομαχητά,
κι αγνάντια στα χαροπαλέματα
τα μουσικά ανυψώνουμε παλάτια,
και με φιλιά σα ροδοστάματα
γλυκά τα παραδίνουμε τα μάτια
στην αξημέρωτη νυχτιά.
Φως και φυτό, την κάθε υπέρτατη
λαχτάρα, που έφεξε και βλάστησε
μες στην καρδιά
κι έπνιξε γύρω της και θάμπωσε
κάθε άλλο βλαστομάνημα,
κάθε άλλη αστροφεγγιά,
τη μια λαχτάρα την υπέρτατη,
η θάλασσα του Τίποτε προτού να σε σκεπάσει,
φτωχή ζωούλα, που έζησες και τώρα σιγοσβείς,
πιοτό σού την εκάμαμε.
Στο διαμαντένιο τάσι
τον ουρανό σού φέρνουμε
για να τον πιεις.

Ξένε, σκληρά σού αυλάκωσε ο καιρός
τα μάγουλά σου,
κι είσαι σα βράδυ, ξένε, και λαμποκοπάς
από το χιόνι απάνου στα μαλλιά σου.
Ξένε, ταράζει ο βόγκος σου,
ξένε, σπαράζει το ξεψύχισμά σου·
του Ύμνου με τα χίλια στόματα
η γόησσα βρύση
από ποιό στόμα της ποθείς
να σε ποτίσει;

Του κόσμου το πολύβοο
τραγούδι θέλεις;
Ή το τραγούδι της ολύμπιας ομορφιάς,
που λάμπει αθάνατη στην πέτρα της Πεντέλης;
Του κάμπου θέλεις του κατάσπαρτου
το καταπράσινο τραγούδι;
Ή το τραγούδι του σπιτιού του ειρηνικού,
ή το τραγούδι της βροντής και των ανέμων,
ή το τραγούδι της κορφής που ξεχωρίζει,
ή το τραγούδι των ηρώων και των πολέμων;
Το τραγούδι διψάς του ωκεανού,
ή το τραγούδι του ωκεάνιου νου;
Μη θέλεις το τραγούδι
κάποιου παράδεισου αποπέρα,
γιά κάποιας γης αποδώ κάτου;
Ή το τραγούδι της ζωής
ή το τραγούδι του θανάτου;»

«—Τραγούδι τραγουδήστε μου χιλιοτραγουδημένο
τραγούδι και χιλιόκαλο,
με το πανάρχαιο το βιολί το μεταχειρισμένο,
με το γλυκό γλυκό βιολί.
Της Νιότης τραγουδήστε μου το αφρόντιστο τραγούδι,
και το τραγούδι των ολόχλωρων καρδιών·
τα μάτια, ω Μοίρες, κλείστε μου
με το βιολί των είκοσι χρονών…»


1902


Η ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ (1904)

Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

Διομήδης Βλάχος: Τελευταία επιθεώρηση




Όταν βραδιάζει κάνει την τελευταία επιθεώρηση
άγρυπνα να 'ναι τα βήματα
απάνω στις επάλξεις
δάχτυλο στη σκανδάλη, σίδερο τα παραθυρόφυλλα
μανταλωμένη
της μπόρας ν' αντιστέκεται η καστρόπορτα·
ανταριασμένος ταπώνει τ' αυτιά σφαλίζει τα μάτια
να μην ακούει τ' αλύχτισμα
των σκύλων που ζυγώνουν
να μη θωρεί να λάμπουν αστραπή
μες στο σκοτάδι τα στιλέτα.

Μεσάνυχτα, γονατιστός μπρος στο βωμό
ψέλνει το κύκνειο άσμα του ο Πρίαμος
της Τροίας ο στερνός ο τύραννος.


ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ (1984)

Διομήδης Βλάχος: Παλαιοντολογική έρευνα




Η διάρκεια που σκεπάζει τα βλέφαρα
με σαράντα στρώματα βασάλτη
αύριο θα πληρώσει το μάκρος της.

Απολιθώματα ψαριών
θ' ανακαλύψουν τότε τα νεύρα τους
ένα δεμάτι χόρτα
τις σάρκες κομμάτια στα βράχια
το αίμα στου ξυραφιού την κόψη
και θα χυμήξουν ένα μπουλούκι στο πέλαγος
μ' αλαλαγμούς από απαγορευμένα επίθετα
ζητώντας πίσω παρθένα τη βιασμένη θάλασσα.
Ποιος λιμενοβραχίονας θ' αντέξει τότε;
Εκατομμύρια χρόνια στο βυθό πώς να κρατηθούν
το καθένα κι από ένα μαργαριτάρι
αστράφτοντας στο μέτωπο;
Ως κι οι Άλπεις που τα κρατούν στα σπλάχνα τους
θα γείρουν το κεφάλι λέγοντας:
Αφήστε τα, δεν είναι τρέλα
νεανική που θα περάσει
είναι γραμμένο να πάμε σφαγμένοι
από τα πρωτοτόκια μας.

Εξαίσια μέρα και ώρα του τεταρτογενούς αιώνα
η αμοιβή σου είναι ότι περιμένεις σωπαίνοντας
χωρίς σύμφωνα
με τα εφτά φωνήεντά σου ενωμένα
σε εναγώνιο βρυχηθμό.


ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ (1984)

Διομήδης Βλάχος: Τυφλός μάντης




Πορεία στον Τροπικό του Καρκίνου
κι αναζητάς τη φωνή σου
πού σκόρπισε ηφαιστιογενής τέφρα
να τη σέρνουνε τσακίδια οι τέσσερις άνεμοι.
Πού είναι τώρα τα φωνήεντα της δικαιοσύνη
και σε ποιο τέλμα βούλιαξε
η πατημασιά απ’ το πέταλο σου; Ήσουνα της γενιάς μου η γαλαζόπετρα
τ’ αστραφτερό σπαθί
τώρα συρρικνωμένο μέσα στο θηκάρι του
κι ο χτεσινός δρόμος που μέχρι δω
μας έφερε γυμνούς σαν τους πρωτόπλαστους.

Ποιος είδε καλοκαιριάτικα τ’ απομεσήμερο
να πηγαίνει ο βρικόλακας του Τειρεσία
ανεβαίνοντας τα σοκάκια της Θήβας χαρούμενος
σίγουρος πως επαληθεύτηκε η προφητεία του
μη μπορώντας να δει την παραχάραξη του τοπίου
εβγήκε γελασμένος
καθότι, τυφλός ο γέροντας ετούτος.
Μόνο τους θρήνους άκουγε
καθώς στα χέρια των νυχτόβιων
εσπάραζε φριχτά παραμορφωμένο
το ωραίο κεφάλι του Μακρυγιάννη.


ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ (1984)

Έκτωρ Κακναβάτος: Το ενδέκατο καλοκαίρι ενός αντι-κλασικού




Σκούντρησε πάνω σε αντισυνάρτηση.
Τότες τους ήρθε πρώτος αυτός ένας ενδέκατος
να πει για τη φωνή του
που αφού τόσες φορές εχάθη θα 'βγαινε πια κατάσπρη
και πως η πάθηση του των νεφρών
λέω η λύπη του, στο κάτω κάτω μόνο λουλακί,
θα 'δινε απέναντι όπως το κάθε χελιδόνι
ή κάτι πιο πλαγιογώνιο.
Πήραν να τον γαυγίζουνε τα πυραμιδοειδή
οι καύτρες κι άλλα ξυλάρμενα,
η πέρα στεριά κάθε που τον έβλεπε
έκοβε τις πρυμάτσες, έφευγε,
κ' η θάλασσα ο Αναξιμένης ο Πετρόμπεης
οι αριστεροί ετεοκρήτες κι άλλες λοφοσειρές
του Σεπτεμβρίου
βαλθήκανε με κεκραγάρια και στουρναρόπετρες
ν' ανοίγουνε τη φλέβα του,
ακούστηκε χτύπος έναστρος των πλατανιών
η αντισυνάρτηση έγινε κομμάτια.

Ανήμερα των συντελείων βγάλανε απ' τα νερά
την ισότροπη ευθεία τόσο κάθετη στον εαυτό της
που του λιμενάρχη η γυναίκα, μια παλούκω,
του χώθηκε στον θυρεοειδή.
Τότες ο αδελγής επήδησε τον θυρωρό του
ως τα χτες ηλικιωμένον άνθρωπο
που μια στιγμής εφάνταξε στην εφηβεία ολάσπρος
από τον ξαφνικόν ηδονισμό
κ' ύστερα στο βυθό ευθυτενής καρφώθηκε
ανάμεσα στις σμέρνες.

Δεν έμενε πάρεξ ένας γαρμπής να πάρει
αυτά τα φρόκαλα, γράφτηκε βλέπεις του παρακεντέ
να μας εσώσει
λες και χαθήκανε οι δοξαστικοί ανέμοι
και να πώς μας έσωσεν ετούτος:
σκάβοντας με τα πισινά του όπως σκυλί
ξέχωσε μια προελλαδική μασέλα στις Σπέτζιες
το μόνο από τα λυκαυγή πτηνά εφέτος,
αυτόν είταν όλο.

Διάβηκε λοιπόν κι αυτό το καλοκαίρι.
Οι άλλοι κλασικοί πήγανε βέβαια του χαμού
σκοτεινιασμένοι.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Έκτωρ Κακναβάτος: Σκυρόδεμα




Ποδήρης Λανσελότος ντυμένος σίδερο
απέναντι ζεστό λιθάρι σημάδι του κάρβουνου
κι ανάμεσό τους όλος λέπια ο μύθος.

Ακούγοντας τον Γαλαξία μάντευες σχήματα·
μπήκαμε τότες στην ερώτηση: ίνα τι οι μπετονιέρες
επληθύνθησαν και κατακυριέψανε τη γης;

Μες στην απελπισιά του ο πλαστικός φαλλός
γύρευε να περιτμηθεί·
το ηλεκτρικό αλλελούια παράδερνε
όπως στην αιχμαλωσία του ο γορίλας.
Α η παραφορά του που τον βιάζανε απανωτά
δίνοντας όλα του τα καλλίγραμμα ο γύψος.

Ένα κουρέλι απ' το χαρτένιο Σάββατο
ματαίωνε όλα τα τοπία μέσα μου
από το πρόσωπό σου,

ο χρόνος άσχετος
γάβγιζε τα πρωτοτόκια του.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Έκτωρ Κακναβάτος: Οι ώχρες




«Φέρτε τον μπροστά μου που γελά
εκείνον δεξιά τον δεύτερο.
Στήσε τον να με κοιτά στα μάτια
όταν μιλάω».
Αυτός,
ιδού κατάπτυστος τάχαμ πιλότος
ή λίγδης μες στ' Ανάπλιν.
Παρότι με ληθαργικά κατράμια ο Τάμεσις
εξόρκισε την ιλαρά του,
μ' όλο που κάτω από μουσαμπάδες
σε κήτη των μαούνων μυηθείς,
νυν ξέμπαρκος αν και Φληβάς
δεν νογά καταπού πέφτει η θάλασσα
κι ακόμα μη αντέχοντας όγδοος και εγελιανός
έγινε ουρλιαχτό της Γκιώνας, έφυγε.
Ξοπίσω του το χακί μυαλό μου έριχνε
όπως εξάσφαιρο.

Τέλος πήρε να φυσά πράσινος άνεμος
η τοιχογραφία σκοτείνιασε
ξάφνου, οι ώχρες, φώναξα, οι ώχρες
ιδού ιδεατόν σημείον αδελφοί, η μόνη εμβασία
ελκομένη στη χόβολη.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Νίκος Εγγονόπουλος: Περί ύψους




Certes, I'artiste désire s'élever,... mais I'homme doit rester obscur.
Paul Cezanne


Ο ιταλός πυροτεχνουργός έχει εγκαταστήσει το λιτό κι απέριττο, το φτωχικό εργαστήριό του, επί της κορυφής του αττικού λόφου. Εκεί ασχολείται νυχθημερόν με τα άπειρα πειράματά του και με την Παρασκευή των διάφορων προϊόντων του επιτηδεύματός του: βαρελότα, χαλκούνια, και άλλα "μαϊτάπια". Γιατί αυτός είναι που προμηθεύει τους πανηγυριστάς τις παραμονές των μεγάλων εορτών της Ορθοδοξίας, αλλά κι αυτός είναι, πάλι, που τις νύχτες των εθνικών επετείων, διακοσμεί τους ουρανούς μας με λογής - λογής φανταχτερά λουλούδια, μ' εκθαμβωτικά πλουμιά και με ταχύτατες ρουκέτες που καταλήγουν σε μυριόχρωμη βροχή από σπίθες. Σπανίως εγκαταλείπει το έργο, όμως, τα βράδια, ενίοτε, περιφέρει τη σακαταμένη κι αλαμπουρνέζικη σιλουέτα του, από καπηλειό σε καπηλειό, χρησιμοποιώντας, κατά προτίμηση, τα σκοτεινότερα στενά της αγοράς. Το επάγγελμά του είναι άκρως επικίνδυνο: πυρίτις, κι εσθ' ότε δυναμίτις, είναι η πρώτη ύλη των εργοχείρων του. Η παραμικρή απροσεξία αρκεί κι επέρχεται η τρομερά καταστροφή: μέσα σε εκκωφαντικό κρότο τινάζονται στο καθαρό πρωινό και το εργαστήρι κι ο πυροτεχνουργός μαζί, και βλέπουμε να στριφογυρνούν ψηλά στον αέρα, ώρες, κι ο Ιταλός και τα σανίδια της μπαράγκας και πηχτά σύγνεφα σκόνης, ενώ μιαν έντονη μυρωδιά μπαρούτης απλώνεται παντού.
Όμως ποτέ δεν επέρχεται το μοιραίον, γιατί υπάρχει κάτι. Ένα μυστικό. Κι αυτό το μυστικό είναι απλούστατα η σύζυγος που γρηγορεί. Πράγματι, η γυναίκα του, δική μας: ευλαβική κι ορθόδοξος χριστιανή, ξημεροβραδιάζεται στις εκκλησίες, και κάνει βαθιές μετάνοιες, κι όλο προσεύχεται για δαύτονε. Κι έτσι τονε κρατά στη ζωή.
Μάλιστα, κάτω στην χαράδρα που περιβάλλει τον αττικό λοφίσκο, εκεί, η μαύρη, έχει σπείρει τον κόσμο μ' αναρίθμητα προσκυνητάρια, τα περισσότερα μαρμάρινα, άλλα ταπεινότερα, όπως όλα με εικόνα Θεοτόκου ή άλλου αγίου, κι όλα με μια θυρίδα, για τα λεφτά. Κάθε τόσο συλλέγει υπομονετικά τα χρήματα, και το μεγαλύτερο μεν μέρος διαθέτει γι' αγαθοεργούς σκοπούς, ενίσχυση απόρων, ανακούφιση ασθενών, αποπεράτωση εκκλησιών, κι ένα άλλο μέρος το φυλά προσεκτικά, καθώς σκοπεύει μ' αυτό, εν καιρώ, ν' ανεγείρη εκκλησία τιμωμένη με τ' όνομά της Αγίας Αικατερίνης.
(Πιο πέρα, στη χαράδρα, κάποιος έχει εγκαταστήσει κυψέλες, μελισσιών, σ' ένα χωράφι, και, πιο πέρα ακόμη, μέσα σε περιβόλι, είναι τα ερείπια μισοχτισμένου αρχοντικού).
Αυτή η ιστορία του Ιταλού είναι κι η ιστορία η δικιά μας, Ελένη. Δεν είμαι εγώ ο πυροτεχνουργός; Τα ποιήματά μου δεν είναι Πασχαλινά χαλκούνια, κι οι πίνακές μου καταπλήσσοντος κάλλους νυχτερινά υπέρλαμπρα μετέωρα του Αττικού ουρανού; Κι όμως, εάν ακόμη δεν με κατασπαράξανε αλύπητα, να πετάξουνε τις σάρκες μου στα σκυλιά, αυτό δεν το χρωστάω σ' εσένα, στη μεγάλη στοργή σου και στην αγάπη σου; Το ξέρω, μη μου το κρυφτείς, το ξέρω σου λέω: προσεύχεσαι για μένα!
Μάζευε τα λεφτά των προσκυνηταριών μας και σκόρπαε, με τ' άγια λευκά σου χέρια, το καλό παντού. Όμως κράτα ένα μέρος, να συγκεντρώσωμε, κι εμείς, λίγο - λίγο ένα ποσό, για ν' ανεγείρουμε μιαν εκκλησία αφιερωμένη στην Βασίλισσα που είχε τ' όνομά σου. Εκεί μέσα, σ' αυτή την εκκλησία θε να σε παντρευτώ. Γιατί είσαι ωραία. Γιατί είσαι ωραία, έχεις την πιο ευγενική κι υπερήφανη ψυχή, και σ' αγαπώ παράφορα.




Δευτέρα 5 Αυγούστου 2019

Τάκης Σινόπουλος: Άσμα VIII




[...]

                                                                        Στου Αλκίνοου το νησί -
πώς να σ' αγγίξω εσένα δροσερέ κλώνε μηλιάς -
θα σε ρωτήσουνε τι θέλεις τότες
ο Βασιλέας με φύκια ως το λαιμό και το τσιμπούκι του
καπνίζοντας ακόμα δυνατά τ' απομεσήμερο
μετά το φονικό που βούιξαν οι Μυκήνες
τα καφενεία σφαλίξανε στοιβάξανε
πρόχειρα τις καρέκλες πανταχού παρούσα η μαντική φωνή
κάτασπροι γέροντες στις έρημες αυλές
κι ακόμα καλοκαίρι εκεί φυσούσε
διαβολεμένος άνεμος παντού φέρνοντας αίμα απ' το λουτρό
κι ακόμα καλοκαίρι εκεί
                                                κι αλλού με την Ελένη ολάκερη
στον κόσμο που καιγόταν.

                                                                 Πλάγιασε τώρα κι άκου
σημαίνει δυνατά το τύμπανο πάνω από τα νερά
του ποταμιού. Μες στον αχό της μέρας που άνοιγε στίφη κλαδιών
σε δάσος πορφυρό πεύκα και δρυς κι ελάτια
πυκνά σα νάταν πέλαγο η φωνή
του παγωμένου κότσυφα μες στην πρωινή ασημένια καταχνιά
πιο κάτω ο ψίθυρος τον ύπνο εσάλευε. Κοιμήσου. Στο νησί -
                                                                      το τύμπανο ταμ ταμ -
του Αλκίνοου εσήμαινε μες στο μενεξελί μαύρο νερό.


ΑΣΜΑΤΑ Ι-ΧΙ (1953)

Σάββατο 3 Αυγούστου 2019

Mark Strand: The Sleep




There is the sleep of my tongue
speaking a language I can never remember—
words that enter the sleep of words
once they are spoken.

There is the sleep of one moment
inside the next, lengthening the night,
and the sleep of the window
turning the tall sleep of trees into glass.

The sleep of novels as they are read is soundless
like the sleep of dresses on the warm bodies of women.
And the sleep of thunder gathering dust on the sunny days
and the sleep of ashes long after.

The sleep of wind has been known to fill the sky.
The long sleep of air locked in the lungs of the dead.
The sleep of a room with someone inside it.
Even the wooden sleep of the moon is possible

And there is the sleep that demands I lie down
and be fitted to the dark that comes upon me
like another skin in which I shall never be found,
out of which I shall never appear.

Mark Strand: Moon




Open the book of evening to the page
where the moon, always the moon, appears
between two clouds, moving so slowly that hours
will seem to have passed before you reach the next page
where the moon, now brighter, lowers a path
to lead you away from what you have known
into those places where what you had wished for happens,
its lone syllable like a sentence poised
at the edge of sense, waiting for you to say its name
once more as you lift your eyes from the page
and close the book, still feeling what it was like
to dwell in that light, that sudden paradise of sound.

Mark Strand: The Ghost Ship




Through the crowded street
It floats

Its vague
Tonnage like wind.

It glides
Through the sadness

Of slums
To the outlying fields.

Slowly,
Now by an ox,

Now by a windmill,
It moves.

Passing
At night like a dream

Of death,
it cannot be heard;

under the stars
It steals.

Its crew
And passengers stare;

Whiter than bone,
Their eyes

Do not
Turn or close.

Mark Strand: The Dead




The graves grow deeper.
The dead are more dead each night.

Under the elms and the rain of leaves,
The graves grow deeper.

The dark folds of the wind
Cover the ground. The night is cold.

The leaves are swept against the stones.
The dead are more dead each night.

A starless dark embraces them.
Their faces dim.

We cannot remember them
Clearly enough. We never will.