Λένε του Γιάννη οι εχθροί
ποιος είν’ αυτός που μοίρασε τ’ αστέρια;
Ο σκοτεινός αλήτης
έχοντας μια διάχυτη χαρά στο χλοϊσμένο στήθος
και τη μεγάλη λύπη σε αρραβώνα της καρδιάς.
Απ’ το θεό αλητεύει σαν τους ποταμούς
καθώς ο αρχαίος εκείνος φυγάς με τη φωτιά στα σωθικά
του μαινομένου σώματος υπήκοος
ώσπου τον κύλησε φρικτά
μέσα στο ηφαίστειο η ορμή άλλ’ όμως
εκεί ψηλά μονάχα έρωτας το σώμα του ανεστήθη.
Λένε του Γιάννη οι εχθροί
την ξύλινη σκάλα θα γκρεμίσουμε
και πώς να φτάσεις μέχρι τ’ άστρα;
μα έχει αυτός με τις αχτίδες του φωνή και τραγουδά:
Ο ήλιος είναι μαχαιριές μέσ’ στα κλειστά φυλλώματα.
Κελί μου κατασκότεινο
εγώ που φεύγω το πρωί και τρέχω έρημος
τον τάφο θα νικήσω.
Θέλεις το μήλο της αυγής
έτσι όπως χάνεται πέρα στα λιόδεντρα
και δείχνει την άλιωτη αγάπη εδώ στο στέρνο
θυμήσου ένα παιδί προς τα ουράνια
τον άμισθο καιρό γυρίζοντας – χυνότανε στα χορτάρια
και με το γέλιο ανέβαζε τον πύργο του ονείρου του πάλι.
Τώρα δεν παίζει τον ανήλιαγο
και τη βασιλική τουλίπα κόκκινη δεν την ξαναχαρίζει
στη μικρή Ελένη με το τρενάκι των πέντε χρόνων...
Απ’ το λαιμό της γυναίκας άρχισε η προσευχή μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου