Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

Βασίλης Πανδής: [Δεν θυμάμαι ποιος είμαι...]


Δεν θυμάμαι ποιος είμαι,
ακουμπώντας έτσι στο φτερό,
αφουγκραζόμενος της νύχτας τον γκριζοκίτρινο δρόμο

Δεν βαστάω άλλο ν' ακούω
τους αρμούς της νύχτας
να τρίζουνε -
κι όμως,
σε μια ξέρα, με τα χέρια σταυρωμένα,
πίνω ασπροκόκκινα δόντια
απ' το σάπιο μπουκάλι
κι αρρωσταίνει η πλάση γύρω μου
και πάνω μου τα χέρια της απλώνει τα τώρα πια μιασμένα

Βυζαίνεις κι εσύ απ' τη μεγάλη θηλή της οικουμένης,
μες στα πορτοκαλιά νερά και στα πρωτοτόκια
βουτηγμένη και πνιγμένη,
απ' ανοιχτά παράθυρα κοιτάζοντας ολοένα,
ψάχνοντας μες στ' άδεια δωμάτια
τους ήχους

Δεν θα γλιτώσουμε ποτέ από τούτον τον βραχνά -
μόνο σε μια σταγόνα της μνήμης κλεισμένοι μέσα,
θ' αναζητούμε δρόμους γνωστούς

Μια πνοή μ' απόμεινε, σ' αυτά τα χρόνια,
σ' αυτά τα μέρη,
και στο τσάκισμά της το γοργό,
θα σπάσει της εμορφιάς το πρόσωπο


***


1η δημοσίευση στο tovivlio.net

Βασίλης Πανδής: Άλλοτε


Άλλοτε
εκρέμαγα
ένα νέο νερό στο πέτο μου,
αχνάρι της παραφοράς,
το κουρεμένο αύριο

Αλλά
η θέρμη της ρέμβης παραμένει
και τα μαλλιά σου ζώνουν μιαν ολάκερη ζωή

Αλλά
δεν γεφυρώνονται τα χάσματα,
δεν σπάνε και τα τείχη -

είμαστε πολύ μικροί
και δεν χωράω άλλο στη θύμηση


***


1η δημοσίευση στο fractalart.gr/


Βασίλης Πανδής: [Σε συναντώ στο δρόμο τυχαία...]


Σε συναντώ στο δρόμο τυχαία
την καθορισμένη μέρα κι ώρα
με της συνενοχής το βλέμμα
Στα σεντόνια της ανημπόριας
ξημερώνει ολοκόκκινος ο Μάης
κι όλη η ιστορία της Ποίησης,
γεωγραφία της χαμένης πατρίδας,
που απλώνονται απ' άκρη σ' άκρη της
φαράγγια τερπνά

Σ” αραχνένιους ιστούς μπλεγμένοι,
τσιγάρο ανάβουμε,
να φέρουμε ένα φαρμάκι πιο κοντά,
να πάνε κάτω τ” άλλα τα πλιότερο πικρά

Μην αφήνεις άλλο το νερό
να τρέχει μες απ” τα χέρια σου
Σε λίγο
κύματα σκουριασμένα θα τρέχουν
και θα σαρώνουν τα βουνά και τα κορμιά μας,
όσο να γκρεμοτσακιστούν
οι βαριές πέτρες
που μάζευα όλη μέρα

Φύσα έξω απ” το παράθυρο την απολιθωμένη πεταλούδα
που “χει χάσει πια το περιτύλιγμά της
και μας καίει τους μηρούς
Φέρε μια γύρα,
ν” ακούσω μέσα μου τα βήματά σου

Κι αν βγεις έξω, τι θα ιδείς;
Μόνο το χίλιντρα που χιμάει με τη λαύρα στη γλώσσα

Άσε
Καλά είμαστε κι εδώ


***


1η δημοσίευση στο fractalart.gr/

Ο Νίκος Καρούζος απαγγέλλει Νίκο Καρούζο




Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

Μια βραδιά με τον Edgar Allan Poe





Στρ (ΤΘ) Βελισσάρης Θεόδωρος: Θητεία. Μέρος Ι: Αυλώνας


Νεοσύλλεκτοι

Πρώτο θέμα μέχρι τώρα, στο καψιμί, στο φαγητό και στους θαλάμους, πλαισιωμένο με ψιθύρους ή τρανταχτά γέλια· το χέσιμο. «Ρουκέτες που βρίσκουν στόχο», «μια μεγάλη δίχως σάλιο», κι οι πιο καημένοι να γκρινιάζουν πέντε μέρες τώρα για μια κένωση που δεν ήρθε ακόμα. Φαίνεται πως οι λαβύρινθοι των αποχετεύσεων οδηγούν σε κάτι που μοιάζει με την ελευθερία.


Ο κ. Υπίλαρχος

«Η σχέση μου μαζί σας είναι παρόμοια με τη σχέση πατέρα και γιου» μας είπε, και νιώσαμε κάπως αυτή την παράδοξη συμπάθεια που ένιωθαν κάποιοι έγκλειστοι για τους βασανιστές τους, πριν συνεχίσει: «ή, σαν τη σχέση μου με τη γκόμενά μου. Στο τέλος, θα τη γαμήσω».


Αυγερινός κι αποσπερίτης

Εσύ αστεράκι που μας συντροφεύεις με συνέπεια, πρωί και βράδυ στην αναφορά, εσύ το ίδιο, Αφροδίτη, μου θυμίζεις τη λαμπρή δύναμη του λόγου και της γνώσης, εδώ, στην καρδιά του παραλόγου.


Γαλλική κουλτούρα

Εμπρός…! (δυναμικά)
Μουρς! (κοφτά).

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2015

Μάνος Χατζιδάκις: Νίκου Γκάτσου Αμοργός







Λέων Στ' ο Σοφός: [Γλυκοτόρνευτοι τάφοι]



Γλυκοτόρνευτοι τάφοι,
σκότους μεστοί τε καὶ γνόφου,
μυχὸς ἀπύθμαντος ἄλλος
καὶ ἀντρονύχιος χάσμη,
ἐν ἀποκρύφοις τηροῦνται,
πᾶσι λυγρῶς τοῖς βιοῦσι,
δεινῶς ἐκεῖσε κοιτάζων,
ὁ ἄγριος αἱμοπότης.

Τάνια Ρούμκου: Σα σύννεφο




ΑΦΘΑΡΤΟ ΡΟΔΟ (2012)

Θεόδωρος Πρόδρομος: [Πόθοι μου, πόθοι, πόθοι μου, ἔρωτες, ἔρωτές μου...]


Πόθοι μου, πόθοι, πόθοι μου, ἔρωτες, ἔρωτές μου
μικροὺς σᾶς ἐπαρέλαβα καὶ ἄγουρους σᾶς ἐποῖκα
καὶ εἰς τὴν καρδιάν μου ηὐξήθητε κι᾿ ἐγίνεσθε μεγάλοι.
Κι᾿ ἐδάρτε ὅταν ἠνδράθητε καὶ ἤλπιζα εὐχαριστίαν,
μάλιστα δαπανεῖτε με καὶ κατατέμνετέ με.
Οὐκ οἷδα ἀχαριστότερον εἰς τὸν παρόντα βίον.

Θεόδωρος Πρόδρομος: [Ἔκτισα πύργον ὀχυρόν, ἐγχώρυγον τοῦ πόθου...]


Ἔκτισα πύργον ὀχυρόν, ἐγχώρυγον τοῦ πόθου,
καὶ ἔλεγα ὅτι ἔνι ἀπρόδοτος, τίς νά μὲ τὸν ἐπάρῃ;
ἀρτίως θωρῶ προδίδοτας καὶ ὅτι ἀπληκεύουν ξένοι·
ἀνάθεμά με ἀπὸ τὸν νοῦν, ἂν ἀνακτίσω πύργον
κι οὐδὲν τσεργώνω ὡς ἔτυχε καὶ κατουνεύω ὡς εὕρω.




Θεόδωρος Πρόδρομος: Ἐπί ἀποδήμου τῇ φιλίᾳ


ΠΕΡΙΟΧΗ
Φιλία ὑπ᾿ ἀνδρὸς αὐτῆς τοῦ κόσμου ἤτοι βίου ἀνθρωπίνου ἐκβέβληται· συνεζεύχθη Δ᾿ αὐτῷ ἡ μαχλὰς Ἔχθρα, συμβουλευσάσης Μωρίας τῆς θεραπαινίδος αὐτοῦ.

ΞΕΝΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΙΑ
Ξ. Ὦ Φιλία δέσποινα, πάντιμον κάρα,
ποῖ καὶ πόθεν; Καὶ ταῦτα μεστὴ δακρύων,
στυγνή, κατηφής, τὴν κόμην ἐσκυλμένη,
κύπτουσα πρὸς γῆν, ὠχριῶσα τὴν χρόαν,
χιτώνιον πενθῆρες ἠμφιεσμένη,
ἀττημελὴς τὸ ζῶσμα, καὶ τὸ βλαυτίον,
καὶ τὴν κακίστην ἀλλαγὴν ἠλλαγμένη.
Ὁ δὲ στολισμὸς ὁ πρίν, ἡ δὲ πορφύρα,
ἡ δ᾿ εὐπρέπεια, καὶ τὸ τοῦ χείλους ῥόδον,
ὁ δὲ πλόκαμος, ἡ δὲ τῆς ζώνης χάρις,
αἱ δ᾿ ἀρβυλίδες, ἡ δὲ λοιπὴ σεμνότης,
ᾤχοντο πάντα πρὸς τὸ μηδὲν ἀθρόα.
Καὶ νῦν γυναιξὶν ἐμφερὴς θρηνητρίαις,
στυγνὴ βαδίζεις. Ἀλλὰ ποῖ δὴ καὶ πόθεν;
Φ. Γῆθεν πρὸς αὐτὸν τὸν Θεὸν καὶ πατέρα.
Ξ. Ἔρημος οὖν ὁ κόσμος ἐστὶ φιλίας;
Φ. Ἔρημος, ὃς τοσοῦτον ἐξύβριζέ με.
Ξ. Ὕβριζε;
Φ. Καὶ θύραθεν ἐξέῤῥιπτέ με.
Ξ. Θύραθεν;
Φ. Ὥστε καὶ νομισθῆναι θανεῖν.
Ξ. Εἴτ᾿ ἐξέκεισο;
Φ. Καὶ μεμαστιγωμένη.
Ξ. Μελαγχολᾷν τὸν κόσμον ἄντικρυς λέγεις
οὕτω μανικῶς ἐμπαροινήσαντά σοι.
Φ. Τί δ᾿, ἂν τὰ λοιπὰ τῶν ἐμῶν παθῶν μάθῃς;
Νῦν μὲν κατ᾿ ἀμφοῖν πυγμαχοῦντος ταὶν γνάθοιν,
νῦν δ᾿ ἐνθοροῦντος λὰξ κατ᾿ αὐτῆς γαστέρος.
Ἐῶ τὰ λοιπὰ καὶ τὰ μείζονα, ξένε·
ἢ γὰρ μαθών, ἤλγησας ἂν τὴν καρδίαν.
Ξ. Μὴ μὰ πρὸς αὐτοῦ τοῦ πατρός σου, Φιλία.
Μηδὲν σιγήσῃς, ἀλλά μοι τὸ πᾶν φάθι.

Андре́й Тарко́вский (Αντρέι Ταρκόφσκι): Η Θυσία







Παύλος Νιρβάνας: Ο εκφυλισμός της οθόνης



Εφημερίδα Εστία, 6 Οκτωβρίου 1929

-Είσθε υπέρ του βωβού ή υπέρ του ομιλούντος κινηματογράφου;
Ο άνθρωπος προς τον οποίον έγινε η επίκαιρος αυτή ερώτησις, εθύμωσε.
-Γιατί σας παρακαλώ ονομάζετε βωβόν τον κινηματογράφο, που είχαμε ως τώρα, και θα τον νοσταλγήσωμεν γρήγορα -να μου το θυμηθήτε- αν τον χάσωμεν;
-Διότι απλούστατα, είνε βωβός. Μήπως ομιλούν τα προσωπά του;
-Δεν ομιλούν είπατε; Ιδού η μεγάλη πλάνη και η μεγάλη συκοφαντία. Δεν ομιλούν, κύριε, τα πρόσωπα της παντομίμας, που προσπαθούν να συνεννοηθούν με νεύματα και χειρονομίας. Τα πρόσωπα του κινηματογράφου, όχι μόνο ομιλούν, αλλά και ομιλούν με ένα εκλεκτόν τρόπον. Εν πρώτοις, δεν λένε ποτέ ανοησίες, όπως τα πρόσωπα του φωνηέντος θεάτρου. Έπειτα, δεν φλυαρούν ποτέ περί πραγμάτων περιττών, δεν κάνουν πνεύμα υπόπτου ποιότητος δεν διαπράττουν καλαμπούρια, δεν εκστομίζουν σαχλαμάρες με αξιώσεις φιλοσοφίας. Και όμως, συνεννοούνται μεταξύ των θαυμάσια.
-Μεταξύ των μπορεί, αλλά δεν συνεννοούνται με τον θεατήν.
-Λάθος κάνετε, κύριε. Αν δεν συνεννοούντο με τον θεατήν, ο θεατής θα έπαιρνε το καπελλάκι του και θα επήγαινε περίπατον. Και όμως, είδατε με πόσην προσοχή παρακολουθεί το δράμα. Προσπαθεί να μη χάση ούτε λέξιν. Και είνε τόσον βέβαιον αυτό, ώστε κανείς θεατής κινηματογράφου δεν ανέχεται να ομιλούν δίπλα του. Η νεκρική σιωπή, που βασιλεύει εις μιαν αίθουσαν κινηματογράφου δεν παρατηρείται ποτέ εις μιαν αίθουσαν θεάτρου, όπου όλοι ομιλούν ελευθέρως και σχολιάζουν και κρίνουν και θορυβούν παντοιοτρόπως. Αν τα πρόσωπα της οθόνης δεν ωμιλούσαν, δεν θα υπήρχε κανείς λόγος να βουβαίνονται οι θεαταί. Και υπό την έποψιν αυτήν ο παλαιός κινηματογράφος είνε πράγματι βωβόν θέατρον. Αλλά βωβόν εις την πλατείαν, όχι εις την σκηνήν.
-Ονομάζετε, λοιπόν, ομιλίαν τους γραπτούς διαλόγους, που προβάλλονται επί της οθόνης, μεταξύ των σκηνών;
-Ο Θεός να με φυλάξη, κύριε. Είναι η μόνη περίστασις, που τα πρόσωπα του κινηματογράφου εκστομίζουν κοινοτοπίες, με το χειρότερον δυνατόν ύφος. Παρατηρήστε δύο ερωτευμένους της οθόνης. Νομίζετε, ότι ομιλούν την γλώσσαν των αγγέλων, που δεν ακούσθηκε ποτέ από ανθρώπινα χείλη. Όταν η οθόνη αναλάβη να μας πληροφορήση εγγράφως, τι λένε μεταξύ των, ο θεατής καταλαμβάνεται από αηδίαν. Γι' αυτό ακριβώς, όσον χειροτέρα είνε μια ταινία, τόσον περισσότερον γραπτόν κείμενον μας παρουσιάζει. Η καλλιτέρα ταινία είνε εκείνη, που έχει τα ολιγώτερα γράμματα και μας αφήνει να συνεννοούμεθα απ' ευθείας με τους ήρωάς της.
Και ο εχθρός του ομιλούντος κινηματογράφου κατέληξεν:
-Αύριον θα αρχίσουν να ομιλούν και οι ήρωες της οθόνης, όπως ομιλούν και οι ήρωες της σκηνής. Και τότε οι κουφοί, που είνε ήδη οι ευτυχέστεροι από τους θεατάς του θεάτρου, θα είνε και οι ευτυχέστεροι των θεατών της εκφυλισμένης οθόνης.


Πηγή

Μουσική Γιώργου Χριστιανάκη για τον Μίλτο Σαχτούρη: Ο συλλέκτης


























Μαζεύω πέτρες γραμματόσημα
πώματα από φάρμακα
σπασμένα γυαλικά
πτώματα από τον ουρανό
λουλούδια
κι ό,τι το καλό
σ' αυτόν τον άγριο κόσμο
κινδυνεύει
ψηλά κοιτάζω σαν χαρταετός
ο Σταυραετός να φεύγει
αγγίζω δίχως φόβο
ηλεκτροφόρα σύρματα
αυτά δε με αγγίζουν
ο ήλιος μαζεύει τις ημέρες μου
γελώντας
μονάχα η ψυχή στ' αυτί μου
ψιθυρίζει λέγοντας
σκοτείνιασε, σκοτείνιασες
γιατί:
γιατί είσαι τρομαγμένος



Jules Supervielle: Η θάλασσα η μυστική



Όταν τίποτα δεν την κοιτάζει
Η θάλασσα δεν είναι άλλο θάλασσα·
Είναι ό,τι είμαστε όλοι εμείς
Ώσπου τίποτα δεν θα μας βλέπει.
Έχει ψάρια άλλα όπως
Και κύματα έχει άλλα.
Είναι η θάλασσα για τη θάλασσα
Και για όσους την ονειρεύονται
Όπως κάνω κι εγώ εδώ τώρα.


Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.



Wisława Szymborska: Σε κάποιους αρέσει η ποίηση



Σὲ κάποιους,
ὅπως λέγεται, ὄχι σὲ ὅλους.
Ὄχι στοὺς πιὸ πολλούς, μὰ ὄχι καὶ σὲ λίγους.
Καὶ δὲν ὑπολογίζονται ἐδῶ τὰ σχολεῖα, ὅπου εἶναι ὑποχρεωτική,
οὔτε οἱ ἴδιοι οἱ ποιητὲς
ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὸ δύο τοῖς χιλίοις τῶν ἀνθρώπων.

Τοὺς ἀρέσει
ὅπως τοὺς ἀρέσει καὶ ἡ φιδεδόσουπα,
ὅπως τοὺς ἀρέσουν οἱ φιλοφρονήσεις καὶ τὸ γαλάζιο χρῶμα,
ὅπως τοὺς ἀρέσει ἕνα παλιὸ κασκόλ,
ὅπως τοὺς ἀρέσει νὰ κάνουν καὶ νὰ περνάει τὸ δικό τους,
ὅπως τοὺς ἀρέσει νὰ χαϊδεύουνε σκύλους.

Ἡ ποίηση —
τί εἶναι ὅμως ἡ ποίηση;
Πλείονες τῆς μιᾶς ἀπαντήσεις
ὑπάρχουν γι᾽ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση.
Οὔτε κι ἐγὼ ξέρω, μὰ τὴν ἀκολουθῶ ἀνεπιγνώτως,
καὶ κρατιέμαι ἀπὸ πάνω της
σὰν νά ᾽ναι ἡ κουπαστὴ
τῆς σκάλας ἢ κάποιου πλοίου.


Μετάφραση:
Γιῶργος Κεντρωτής.


Πηγή

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

Δίπτυχο: Κ.Π. Καβάφης & Walt Whitman



Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ:
Από την σχολήν του περιωνύμου φιλοσόφου

Έμεινε μαθητής του Aμμωνίου Σακκά δυο χρόνια·
αλλά βαρέθηκε και την φιλοσοφία και τον Σακκά.

Κατόπι μπήκε στα πολιτικά.
Μα τα παραίτησεν. Ήταν ο Έπαρχος μωρός·
κ’ οι πέριξ του ξόανα επίσημα και σοβαροφανή·
τρισβάρβαρα τα ελληνικά των, οι άθλιοι.

Την περιέργειάν του είλκυσε
κομμάτ’ η Εκκλησία· να βαπτισθεί
και να περάσει Χριστιανός. Μα γρήγορα
την γνώμη του άλλαξε. Θα κάκιωνε ασφαλώς
με τους γονείς του, επιδεικτικά εθνικούς·
και θα του έπαυαν —πράγμα φρικτόν—
ευθύς τα λίαν γενναία δοσίματα.

Έπρεπεν όμως και να κάμει κάτι. Έγινε ο θαμών
των διεφθαρμένων οίκων της Aλεξανδρείας,
κάθε κρυφού καταγωγίου κραιπάλης.

Η τύχη του εφάν’ εις τούτο ευμενής·
τον έδωσε μορφήν εις άκρον ευειδή.
Και χαίρονταν την θείαν δωρεάν.

Τουλάχιστον για δέκα χρόνια ακόμη
η καλλονή του θα διαρκούσεν. Έπειτα —
ίσως εκ νέου στον Σακκά να πήγαινε.
Κι ΑΝ εν τω μεταξύ απέθνησκεν ο γέρος,
πήγαινε σ’ άλλου φιλοσόφου ή σοφιστού·
πάντοτε βρίσκεται κατάλληλος κανείς.

Ή τέλος, δυνατόν και στα πολιτικά
να επέστρεφεν —αξιεπαίνως ενθυμούμενος
τες οικογενειακές του παραδόσεις,
το χρέος προς την πατρίδα, κι άλλα ηχηρά παρόμοια.


***





WALT WHITMAN:
When I heard the learn'd astronomer (Όταν άκουσα τον περισπούδαστο αστρονόμο)
Απόδοση στα ελληνικά: Βασίλης Πανδής


Όταν άκουσα τον περισπούδαστο αστρονόμο·
Όταν οι αποδείξεις, οι αριθμοί αράδα βρέθηκαν εμπρός μου·
Όταν είδα και τους χάρτες, τα διαγράμματα, για τις προσθέσεις, τις διαιρέσεις, τις μετρήσεις·
Όταν καθόμουν και άκουγα τον αστρονόμο, στο αμφιθέατρο, όπου μες σε χειροκροτήματα
πολλά ανάμεσα έδινε διαλέξεις,
πόσο γρήγορα, πόσο ανεξήγητα εκουράστηκα, βαρέθηκα,
ώσπου, γλιστρώντας έξω, μονάχος πλανήθηκα πια
στη μυστικιστική υγρασία του νυχτερνού αγέρα και πότε πότε
εκοίταζα ψηλά, τους αστέρες, μες στην απόλυτη σιωπή


Απόδοση στα ελληνικά:
Βασίλης Πανδής

Κ.Π. Καβάφης: Η αρχή των



Η εκπλήρωσις της έκνομής των ηδονής
έγινεν. Aπ’ το στρώμα σηκωθήκαν,
και βιαστικά ντύνονται χωρίς να μιλούν.
Βγαίνουνε χωριστά, κρυφά απ’ το σπίτι· και καθώς
βαδίζουνε κάπως ανήσυχα στον δρόμο, μοιάζει
σαν να υποψιάζονται που κάτι επάνω των προδίδει
σε τι είδους κλίνην έπεσαν προ ολίγου.

Πλην του τεχνίτου πώς εκέρδισε η ζωή.
Aύριο, μεθαύριο, ή με τα χρόνια θα γραφούν
οι στίχ’ οι δυνατοί που εδώ ήταν η αρχή των.


Πηγή

Αλέξης Αντωνόπουλος: Εδώ



Δύο εβδομάδες μετά το ατύχημα
ο μπαμπάς κι η μαμά
μπορούσαν να με κοιτάξουν, φευγαλέα, στα μάτια.

Μια μέρα,
ενώ η τηλεόραση έπαιζε το νέο κλιπ ενός ράπερ,
η μαμά κι ο μπαμπάς φαινόντουσαν χαρούμενοι.

Μου έλεγαν για το λυκόσκυλο μας που φοβόταν να μπει στο τζιπ
και γελούσαν, και μου έδειχναν φωογραφίες απ’ το συμβάν
και εγώ τους άκουγα προσεχτικά, και όταν τελείωσαν
τους ευχαρίστησα για τα πάντα
τους είπα πως είναι οι καλύτεροι γονείς που θα μπορούσα να έχω
και τους ζήτησα να με σκοτώσουν.

Η παύση ήταν αναμενόμενη.
Η έκφραση στα πρόσωπα τους,
σαν να προσπαθούσαν ήδη να ξεχάσουν
αυτό που μόλις άκουσαν,
ήταν αναμενόμενη.

Εκμεταλλεύτηκα την παύση.
Τους εξήγησα πως θα το έκανα εγώ
αν μπορούσα να κουνήσω έστω ένα δάχτυλο
πως έχω προσπαθήσει να κρατήσω την αναπνοή μου

αλλά το ηλίθιο σώμα μου δεν μ’ αφήνει
κάθε φορά
κάθε
φορά
το σώμα μου θ’ αναπνεύσει στο τέλος
ηλίθιο
γαμημένο
σώμα

πως έχω προσπαθήσει να κρατήσω την αναπνοή μου
αλλά δεν τα καταφέρνω.

Τους είπα, επίσης,
πως σίγουρα θα υπάρχουν sites
που θα γράφουν για το πώς μπορεί να γίνει
και πως δεν χρειάζεται άλλωστε να το κάνουν αυτοί
γιατί υπάρχουν χώρες, κάτι τέτοιο είχα διαβάσει παλιά
που οι γιατροί το κάνουν για σένα
και μάλιστα ένας ηλικιωμένος είχε οργανώσει πάρτι πριν

ΣΚΑΣΕ.

Η δισύλλαβη εντολή του πατέρα μου διακόπτει τον ειρμό μου.

Η μητέρα μου κλαίει.
Τώρα κι ο πατέρας μου κλαίει.

Από δω και πέρα
ο χρόνος χάνεται
με ξεγελάει.

Ο πατέρας μου με κοιτάζει σαν να τους είχα χτυπήσει
σε μια προηγούμενη ζωή
και μου απαριθμεί τις θυσίες τους
αλλά έγινε χθες αυτό;

Όχι, πρέπει να έχουν περάσει εφτά χρόνια από τότε.

Έχω μπερδευτεί λίγο, συγνώμη.

Η Νάντια είναι καλά,
αν και δεν με κοιτάζει πια στα μάτια.
Κρίμα, αφού για τα μάτια της την ερωτεύτηκα.
Για τα μάτια της και το χαμόγελο της·
μα και το χαμόγελο της δεν είναι πια το ίδιο.

Μου διαβάζει τη Θεία Κωμωδία στα ιταλικά
και στο πέμπτο canto του Inferno
προσπαθώ να γευτώ τη χώρα
ανάμεσα στον ώμο και τον λαιμό της·
να γευτώ τις λέξεις που διαβάζει
την ποίηση ολόκληρη
τον Θεό.

Όμως είναι πολύ μακριά
και τα χέρια μου δεν μπορούν να τη φέρουν εδώ.

Όταν ο Δάντης καταφέρνει να δει τ’ αστέρια
της ζητάω να με σκοτώσει.
Και ακολουθεί η παύση.
Και ακολουθεί το κλάμα:
Δάκρυα που θα έπρεπε να κυλάνε
στο δικό μου δέρμα.

Πάει καιρός πια.
Πού να βρίσκεται σήμερα η Νάντια;
Νόμιζα ότι μου μιλούσε πριν
αλλά ήταν η τηλεόραση.

Προσπαθώ να σταματήσω την καρδιά μου.
Όλη μου η ύπαρξη
βρίσκεται ανάμεσα στους χτύπους
και προσπαθώ να τεντωθώ, ν’ απλωθώ
ανάμεσα στους χτύπους
και να σταματήσω τους χτύπους
για πάντα.

Κάποιες φορές, αισθάνομαι πως τα έχω καταφέρει
πως ο επόμενος χτύπος δεν θα έρθει
και τότε ο χτύπος έρχεται
και δεν καταλαβαίνω
γιατί δεν σου επιτρέπουν να σταματήσεις την καρδιά σου.

Άλλες φορές, προσπαθώ να γίνω κάποιος άλλος.
Εκείνες τις φορές, πιστεύω πως μπορώ να γίνω κάποιος άλλος.

Και γίνομαι η Νάντια
όχι, γίνομαι ο άντρας που γεύεται τις λέξεις της Νάντιας
και γίνομαι το λυκόσκυλο που φοβάται να μπει στο αμάξι
και γίνομαι μια ψυχή που διαβάζει ένα ποίημα
ένα ποίημα που εξιστορεί μια κόλαση
μια κόλαση για την οποία η ψυχή διαβάζει, μα δεν βιώνει.

Τώρα, ως η ψυχή που διαβάζει, φτάνω στο τέλος του ποιήματος.
Είναι μονάχα ένα ποίημα που διαβάζω. Δεν είμαι εδώ.
Ναι, δεν είμαι εδώ. Δεν είμαι εδώ.

Να, το ποίημα βρίσκεται μπροστά μου.
Κοιτάζω γύρω μου, βλέπω κάτι όμορφο. Θέλω να το αγγίξω.
Αφήνω το ποίημα μόνο του, δεν με χρειάζεται πια.

Αγγίζω ό,τι άγγιξε τα μάτια μου.

Θυμάμαι.
Θυμάσαι.


___

Το παραπάνω ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή ΕΔΩ (εκδόσεις Πασιφάη).


Πηγή

Αλέξης Αντωνόπουλος: Ο άνθρωπος με το παράξενο πρόσωπο



Στο διάλειμμα, προσπάθησα να δω πού καθόταν ο άνθρωπος με το παράξενο πρόσωπο. Όχι για να συνειδητοποιήσω αν για το πρόσωπο του ευθυνόταν κάποια γενετική μετάλλαξη ή κάποιο ατύχημα˙ για να το συνειδητοποιήσω αυτό θα έπρεπε να τον κοιτάξω προσεχτικά, και αν έβλεπε το βλέμμα μου, δεν θα καταλάβαινε, και τότε μικρά πράγματα όπως το να κοιμάμαι τα βράδια θα γινόντουσαν ακόμα πιο δύσκολα. Δεν ήταν η περιέργεια το κίνητρο μου για να δω πού καθόταν ο άνθρωπος με το παράξενο πρόσωπο.

Ο άνθρωπος με το παράξενο πρόσωπο καθόταν στην τελευταία σειρά του κινηματογράφου. Κρυβόταν. Σε μια άδεια σειρά, μόνος. Περίμενε υπομονετικά να σβήσουν επιτέλους τα φώτα και να ξεκινήσει πάλι η ταινία. Δεν κοιτούσε κανέναν.

Μια καλή ιδέα που είχαν όταν εφηύραν τον κινηματογράφο, ήταν πως οι χαρακτήρες στη οθόνη δεν μπορούνε να σε δούνε, κι ας μπορείς εσύ να τους δεις. Ήταν μια εξαιρετικά έξυπνη απόφαση, αφού έδωσε την ευκαιρία σε ανθρώπους με παράξενα πρόσωπα και σε ανθρώπους τρομαγμένους να κρύβονται αλλά παράλληλα να ζούνε. Το κόλπο είναι να αποφεύγεις τα βλέμματα μέχρι να ξεκινήσει η ταινία. Όταν ξεκινήσει η ταινία, όλα είναι εντάξει. Οι χαρακτήρες δεν μπορούνε να σε δούνε. Γελάς μαζί τους, φοβάσαι γι’ αυτούς, τους ερωτεύεσαι. Το μόνο αρνητικό είναι πως μερικές φορές, αν τους αγαπήσεις πολύ, πιστεύεις, και όταν η ταινία τελειώσει και τα γαμημένα φώτα ανάψουν, αισθάνεσαι προδομένος.

Οι ποιητές έχουμε αποτύχει. Χαρτογραφούμε με το νωπό μελάνι μας τόσες χώρες της ομορφιάς, αλλά αφήνουμε άλλες περιοχές της ίδιας ηπείρου στο σκοτάδι, εκεί που ο άνθρωπος με το παράξενο πρόσωπο θα προσπαθήσει να κρυφτεί και σήμερα. Ενώ θα έπρεπε να θυμώνουμε. Που λέξεις συνεχίζουν να κάνουν ανθρώπους να κρύβονται επειδή ποτέ δεν καταλάβαμε τον ορισμό τους˙ εμείς, όλοι εμείς που τις χρησιμοποιούμε για να ζωγραφίσουμε άτσαλα τις μυστικιστικές μελωδίες της ψυχής μας.

Άραγε αν το γράψω εδώ, να το διαβάσει κάποτε; Δεν ήταν η περιέργεια το κίνητρο μου για να δω πού καθόταν. Ήταν η ομορφιά του.


___

Το παραπάνω κείμενο περιλαμβάνεται στη συλλογή ΕΔΩ (εκδόσεις Πασιφάη).


Πηγή

Βασίλης Πανδής: Τέσσερα Ποιήματα


Πρώτη παρουσίαση: www.poiein.gr


ΤΕΤΡΑΦΑΡΜΑΚΟΝ

Η πίστευσις η περί της χρείας
Ανθρώποι που φύγαν,
χαθήκαν, μισοφώτιστοι, στη νύχτα•
αιωνίως πιστοί,
ευλαβικώς ξυραφένιοι
Μακαρίζω σε,
ότι καθαρός πάσης παιδείας
επί παρα-
ποίησιν
ώρμησας
κι ότι το λάθος σου
ήρθε στην κατάλληλην ώρα
Όλα στην κατάλληλην ώρα τους
Τότες
Τώρα
Μη φοβού


***


ΧΘΑΜΑΛΟΤΗΣ

Κάποιο δάχτυλο χοντρό
προχωρά
και ψαχουλευτά
φαντάζει γράμμα κεφαλαίο
που ορθώνεται απ’ την απορία
Τσαλακώνεται και προχωρά
Τσαλακώνεται, μα προχωρά
Τσαλακώνεται κι ας προχωρά
Είναι μικρή η ζωή του
και όλο και μικραίνει
και όλο κι εκείνο προσπαθεί
να της ξεφύγει,
προσπαθεί να την ισιώσει,
απορίες να λύνει,
ώσπου κι αυτό να το βαρεθεί


***


Η ΡΩΓΜΗ

Η ρωγμή• ψιλή ψιλή ρωγμή• κι ύστερα μια κατεβασιά• σαν σεντόνι• καθαρό μαύρο• έβλεπες τη φρίκη της γέννας ν’ αστράφτει• όρθια τ’ αστέρια χειροκροτούσαν• δεν τους χαλάσαμε και πάλι το χατήρι• σάμπως και το κάμαμε ποτές;
Προχωρήσαμε• ε όχι δα και τόσο πολύ• λίγο ακόμα• ακόμα• εμπρός• εμπρός


***


ΠΟΥΘΕΝΑ

Στις λευκές σελίδες
ανατρέχω για να βρω τους στίχους
που εσύ μου χάρισες
Στο λευκό σου κορμί
ανατρέχω για να βρω τους στίχους
που με το δικό μου χέρι
έγραψες
Μα πουθενά


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Βασίλης Πανδής ζει στην Κέρκυρα. Φοιτητής, τώρα, στο τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Μεταφράζει αρχαία ελληνική, αγγλόφωνη και γαλλική ποίηση.


πηγή