Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός: [Τροχός τίς ἐστιν ἀστάτως πεπηγμένος]



Τροχός τίς ἐστιν ἀστάτως πεπηγμένος,
ὁ μικρός οὗτος καὶ πολύτροπος βίος.
Ἄνω κινεῖται, καὶ περισπᾶται κάτω·
οὐχ ἵσταται γάρ, κἂν δοκῇ πεπηγέναι,
φεύγων κρατεῖται, καί μένων ἀποτρέχει.
Σκιρτᾷ δὲ πολλά, καὶ τὸ φεύγειν οὐκ ἔχει.
Ἕλκει, καθέλκει τῇ κινήσει τὴν στάσιν.
Ὡς οὐδὲν εἶναι τὸν βίον διαγράφων,
ἢ καπνόν, ἢ ὄνειρον, ἢ ἄνθος χλόης.


***


Ρόδα αστάτως καμωμένη,
η σύντομη, η πολύτροπη ζωή
Για τα πάνω τραβά, γκρεμοτσακίζεται·
είν' ασταθής, κι αν δείχνει καλοκαρφωμένη·
φεύγει κι όμως στέκει, μένει κι ολοτρέχει
Χοροπηδά εδώθε, 'κείθε, να ξεφύγει δε βολεί
Τη στασιμότητα, στη γρηγοράδα της, σέρνει και παρασέρνει
Ο γύρος που φέρνει, είν' ένα τίποτα -
θες καπνός, θες όνειρο ή θες ένας αγριανθός


Απόδοση στα νέα ελληνικά:
Βασίλης Πανδής

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015

Βασίλης Πανδής: Ρημαγμένος ύπνος


Είναι ένας άπληστος, ένας άωρος χειμώνας,
καμωμένος από σπασμένα ξύλα,
και δαγκώνει
Δεν έπρεπε να τον βγάλουμε απ' το κλουβί του
Βαραίνει την πλάτη μου τούτ' η αρρώστια
Τα πρωινά, μου δαγκώνει χέρια, πόδια, πλάτη,
αλλ' ασ' την λίγο ακόμα,
'τι είν' η παρηγοριά μου

Τόσοι χειμώνες διαβήκαν·
θα περάσει κι αυτός


Πρώτη δημοσίευση: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Τρίτη 25 Αυγούστου 2015

Νίκος Γκάτσος: Ἀμοργός



Κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ
καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων.
HPAKΛEITOΣ

Μὲ τὴν πατρίδα τους δεμένη στὰ πανιὰ καὶ τὰ κουπιὰ στὸν ἄνεμο κρεμασμένα
Οἱ ναυαγοὶ κοιμήθηκαν ἥμεροι σὰν ἀγρίμια νεκρὰ μέσα στῶν σφουγγαριῶν τὰ σεντόνια
Ἀλλὰ τὰ μάτια τῶν φυκιῶν εἶναι στραμένα στὴ θάλασσα
Μήπως τοὺς ξαναφέρει ὁ νοτιᾶς μὲ τὰ φρεσκοβαμένα λατίνια
Κι ἕνας χαμένος ἐλέφαντας ἀξίζει πάντοτε πιὸ πολὺ ἀπὸ δυὸ στήθια κοριτσιοῦ ποὺ σαλεύουν
Μόνο ν᾿ ἀνάψουνε στὰ βουνὰ οἱ στέγες τῶν ἐρημοκκλησιῶν μὲ τὸ μεράκι τοῦ ἀποσπερίτη
Νὰ κυματίσουνε τὰ πουλιὰ στῆς λεμονιᾶς τὰ κατάρτια
Μὲ τῆς καινούργιας περπατησιᾶς τὸ σταθερὸ ἄσπρο φύσημα
Καὶ τότε θά ῾ρθουν ἀέρηδες σώματα κύκνων ποὺ μείνανε ἄσπιλοι τρυφεροὶ καὶ ἀκίνητοι
Μὲς στοὺς ὁδοστρωτῆρες τῶν μαγαζιῶν μέσα στῶν λαχανόκηπων τοὺς κυκλῶνες
Ὅταν τὰ μάτια τῶν γυναικῶν γίναν κάρβουνα κι ἔσπασαν οἱ καρδιὲς τῶν καστανάδων
Ὅταν ὁ θερισμὸς ἐσταμάτησε κι ἄρχισαν οἱ ἐλπίδες τῶν γρύλων

Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν κι ἐσεῖς παλληκάρια μου μὲ τὸ κρασὶ τὰ φιλιὰ καὶ τὰ φύλλα στὸ στόμα σας
Θέλω νὰ βγεῖτε γυμνοὶ στὰ ποτάμια
Νὰ τραγουδῆστε τὴ Μπαρμπαριὰ ὅπως ὁ ξυλουργὸς κυνηγάει τοὺς σκίνους
Ὅπως περνάει ἡ ὄχεντρα μὲς ἀπ᾿ τὰ περιβόλια τῶν κριθαριῶν
Μὲ τὰ περήφανα μάτια της ὀργισμένα
Κι ὅπως οἱ ἀστραπὲς ἁλωνίζουν τὰ νιάτα.

Μιχαήλ Γλύκας: [Καθεὶς κοιμᾶται ὡς ἔστρωσεν, ὡς ἔσπειρεν θερίζει.]


Τῆς φυλακῆς ἡ κάκωσις, ἡ τσίκνα, τὸ καρβούνιν,
ἐγὼ τὸ ἐξεύρω μοναχός, ἐμέναν καίει μόνον,
μόνος ἐγὼ δαμάζομαι κ᾿ ἐγὼ τὴν πείραν ἔχω
Ἡ φυλακὴ καὶ ὁ θάνατος καὶ χείρων τοῦ θανάτου·
ἡ φυλακὴ καὶ κάματος καὶ χείρων τῆς καμίνου·
οἵαν ἂν εἴπῃς κόλασιν, παχυμερῶς κολάζει,
παχυμερῶς στενοχωρεῖ καὶ θλίβει καὶ δαμάζει·
ἡ θλίψης δὲ τῆς φυλακῆς, ἡ μέριμνα, ἡ ἀνάγκη
πολυμερής, πολύτροπος, πολυειδής, ποικίλη.
Καθ᾿ ὥραν φθάνει ὁ θάνατος, καθ᾿ ὥραν ἀποθνήσεις·
χωρὶς θαλάσσης πνίγεσαι, χωρὶς πυρὸς ἐξάπτεις,
μέλη καὶ μέλη τέμνεσαι καὶ δίχα μαχαιρίου·
οὐκ ἔναι πόνος πούποτε νὰ μὴ σὲ κατακρούσῃ.


Τοῦ ἰδίου
Στίχ. 138-163
οὐκ ἔναι πόνος πούποτε νὰ μὴ σὲ κατακρούσῃ·
φύλλον θροεῖ σε ἂν σαλευθῇ, πουλὶν ἂν ἴδῃς τρέμεις,
ἂν γένῃ κτύποτς πούποτε, μόδιν ἀγγέλους βλέπεις,
φοβεῖσαι μὴ ἔλθῃ μήνυμα τὸ οὐκ ἤθελες ν᾿ ἀκούσῃς,
ἀδημονεῖς, ἐννοιάζεσαι, συντρίβεσαι, τρομάσσεις,
βλέπεις ἡμέραν, θλίβεσαι, φοβεῖσαι ὡς οὐ πρέπει.
πάλιν τὴν νύκταν δειλιᾷς, τὸ τί νὰ φέρῃ οὐκ οἶδες,
στενοχωρεῖσαι, ἀγανακτεῖς, ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ προσκρούεις,
ὡς ἐννοιασμένον περπατεῖς καὶ ὡσὰν ἐνταλωμένον,
τόπον ἐκ τόπου μεριμνᾷς καὶ τόπος οὐ χωρεῖ σε·
λιποθυμεῖς, σκοτίζεσαι, κοντοανασαίνεις, πίπτεις,
κεῖται τὸ σῶμα σου νεκρόν, ἄψυχον τὴν τελείαν,
ὀψὲ καὶ μόλις γρηγορεῖς, μόλις ἐπαναφέρεις·
τὴν γῆν δαγκάνεις, εὔχεσαι, περακαλεῖς καὶ λέγεις:
«Χριστέ μου, δὸς ἀνάπαυσιν, Χριστέ μου, φέρε ὑπνίτζιν,
Χριστέ, παραμυθῆσον με, Χριστέ, ἀποκοίμισέ με,
νὰ παύσουν αἱ ὀδύναι μου, νὰ χαλαρώσῃ ὁ πόνος!»


Στίχ. 274-281
ἐλάκτισεν ὁ γάϊδαρος, καὶ δέρουσι τὸ σάγμα,
νὰ γίνῃ καλοπαίδευτον, ἄλλον νὰ μὴ λακτίσῃ.
Ἡ θάλασσα ζαλίζεται, βρυχᾶται, κυματίζει,
καὶ τὸν περάτην τὸν πτωχὸν ὡς πταίστην ἀνατάσσουν.
Ἄρτι καὶ νόμος ἀπρακτεῖ τελείως ὁ κελεύων:
ἃ παρ᾿ ἑτέρων γίνουται μὴ καταβλέπειν ἄλλους·
καὶ τί ὠφελοῦν τὰ περισσά, τὰ τοῦτα καὶ τὰ ἐκεῖνα,
ἐδῶ τὸ δός, ἐκεῖ τὸ δός, παρέκει οὐκ ἔλαθέ μας;


Στίχ. 285-301
Βλέπεις, ἀπῆρε με ἡ χολή, τὸ τί λαλῶ οὐκ ἐξεύρω,
ἔβρασεν ἡ καρδία μου, παρέκει οὐδὲν βαστάζω,
νὰ δώσω εἰς πέτραν καὶ λυθῶ, νὰ ποίσω θέαμα μέγα,
ἀπὸ στεναχωρίας μου νὰ πνίξω τὸν ἑαυτόν μου,
παντὶ νὰ γένῃ ἐξακουστόν, ὁ κόσμος νὰ θαυμάσῃ·
ναί, νὰ τὸ ποιήσω οὐ μέλει με, πολλὰ παρεπονήθην·
ἐγὼ ψηφίζω θάνατον, χρεωστῶ καὶ νὰ τὸν δώσω.
Ἦλθον εἰς κόσμον σήμερον, σήμερον ὑπαγαίνω·
ἔδε καὶ τί χολομανῶ καὶ τί βαρεὰ στριγγίζω,
καὶ λέγω τὰ οὐκ ἐνδέχονται καὶ τὰ μὲ οὐδὲν ἁρμόζουν;
Εἰς ἀστρικὸν καταπλοκῆς, εἰς ὥραν ἀδικίας,
ἡ μάννα μου μ᾿ ἐγέννησε δωρεὰν καὶ πεισματίζω·
μάτην, ψυχή μου, ἀδημονεῖς, μάτην περιστατεῖσαι·
ἐκεῖνο τὸ σὲ ἀπόκειται καὶ τὸ σὲ περιμένει,
εἰς τὸ ἐκ παντὸς θέλει ἐλθεῖν, μὴ κρούῃς καὶ λαμβάνῃς.
Ψυχή μου, παρακλήθητι, μὴ σὲ νικήσῃ ὁ πόνος,
μὴ πάθῃς τὶ μικρόψυχον καὶ νὰ χαροῦν οἱ ἐχθροί σου...


Καθεὶς κοιμᾶται ὡς ἔστρωσεν,
ὡς ἔσπειρεν θερίζει.


Ἂν ἴδῃς εἰς τὸ πέλαγον καράβιν κινδυνεῦον
ἐσὺ λέγεις ἀϊλλοίμονον κι ἐκεῖ θωροῦν ἀγγέλους.


Πηγή

Πέτρος Ζυφομούστης: [ὁ μεθυστὴς ἐξύπνησε, τρίβει τοὺς ὀφθαλμούς του...]


Ἄρχοντες νὰ ἠξεύρετε μικροί τε καὶ μεγάλοι:
ὁ μεθυστὴς ἐξύπνησε, τρίβει τοὺς ὀφθαλμούς του.
Κίτρινον εἶδεν οὐρανὸν γεμάτον πεταλούδας·
μὲ τὸ πηγούνι τὲς μετρᾷ, φυσᾷ κι᾿ ἀναχασμᾶται.
Πιθάριν μου γλυκύτατο, λιθάριν λυχνιτάριν,
πιθάριν μου ἐκλαμπρότατον, καλῶς ἱστορισμένο,
τῆς λύπης ἡ παρηγοριά καὶ τῆς χαρᾶς ἡ δόξα,
αὐθεντικὸν τὸ σχῆμα σου, φιλόσοφος ἡ γνώμη.
Καλῶς ἐπλάσθης ἐξ ἀρχῆς εἰς σχῆμα τοῦ ῥοδίου.
Ὡς γοῦν τὸ ῥόδον δροσερὸν κοκκινοπορφυρίζει
καὶ γέμει τὴν γλυκήτητα, τὴν δρόσον τοῦ λαιμοῦ μου.
Εἰς τοῦτο μόνον μὲ λυπεῖς, πὼς οὐκ αὐξάνεις, κλῆμα,
νὰ ὑπερβῇς τοῦ Ἀραρὰτ τὰ ὑψηλὰ τὰ ὄρη.
Ἐλαίαν τὴν καλόκαρδον θαυμάζουσιν οἱ πάντες,
ἀλλ᾿ οὖν εἰς ὅλα τὰ φυτὰ τὸ κλῆμα βασιλεύει.
Ὁ μοῦστος ὁλοζώντανος πηδᾷ καὶ κοντοβήχει.
Καὶ τοὺς νεκροὺς ἐξανιστᾷ ὁ εὔοσμος ὁ οἶνος
καὶ τοὺς ἀρρώστους ὁ καλὸς εἰς δύναμιν ἐγείρει.
Ἂν εὕρω τζίπουρον εἰς γῆν, σκύπτω, μυρίζομαί το,
κι᾿ ἡ εὐωδία του νικᾷ τὸν μόσχον τῆς Συρίας.
Ὁ ἄρτος οὐκ εὐφραίνει με, μόνον τὸ κρασοβόλιν
καὶ τὸ λαγομαγείρευμα τὸ λέγουσιν κρασάτο.
Κρασίν μου δοκιμώτατον εἰς πᾶσαν ἰατρείαν,
τῶν νέων ἡ θηριακή, τὸ αἷμα τῶν γερόντων,
κινεῖς τὰ οὖρα συνεχῶς, εὐφραίνεις τὴν καρδίαν,
ἀναβιβάζεις πνεύματα, τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀνδρίζεις.

Στίχ. 22-34
Χριστέ μου, νὰ ἐγένετο βουτζὶν ἀντὶ ἡλίου,
πρὸς τὴν εὐρυχωρίαν του νὰ εἶχεν καὶ τὸ βάθος,
καὶ νά ῾ταν ὁλογέματον καλὸν κρασὶ ἀκράτον.
Νὰ ἐγένετον ὁ οὐρανὸς καράβιν
καὶ αἱ νεφέλαι ἄρμενον, τιμόνιν τὸ φεγγάριν,
καραβοκύρης ἄνεμοι καὶ ναῦται αἱ ἀστέρες,
καὶ νὰ τὸν ἔκρουε σεισμὸς καὶ νά ῾πεφταν οἱ πίροι,
ὁ βοῦτζος νὰ ἐβρόντιζε καὶ ν᾿ ἄστραπτεν ἡ κοῦπα,
καὶ νὰ ποταμοφόριζεν ὁ ἄδολος ὁ οἶνος
καὶ νὰ ἦλθεν εἰς τὸ στόμα μου ἡ ἄβυσσος ἐκείνη·
ἂν τύχῃ νὰ ἐγέμιζεν ὁ στόμαχός μου ὁ δόλιος
καὶ ἡ πτωχὴ ἡ κοιλία μου νά ῾θελεν κυματίσει,
καὶ θάνατον τολμῶ εἰπεῖν ποσῶς δὲν ἐφοβούμουν.

Στίχ. 91-93
Ἂν ἔπιναν οἱ ἄγγελοι κρασίν ὥσπερ ἐμένα,
καὶ νὰ ἐκάθιζα ὁμοῦ μετὰ τῶν ἀρχαγγέλων,
εἰς ἑκατὸν νυχθήμερα ἤθελά τους μεθύσει.


Πηγή

Αθανάσιος Χριστόπουλος: Κατάρα



Να μη φθάσω, να μη ζήσω,
αν μια μέρα δεν μεθύσω!
Κι αν πεθάνω, να πεθάνω
στο ποτήρι μου απάνω.
Την αμέθυστη ζωή μου
να την έχουν οι εχθροί μου.
Μόν' εκείνοι όσο ζήσουν
να μη φθάσουν να μεθύσουν.
'Οπ' ο Βάκχος δεν σφυρίζει
κι η ποτήρα δεν γυρίζει,
η ζωή 'ν' τη αληθεία
αιωνία τυραννία.



Αθανάσιος Χριστόπουλος: Βαθρακός



Εσύ, φίλε μουσικέ,
φωνακλά μου βαθρακέ,
νερό πίνοντας γλυκά
κελαηδείς το ακακά.
Κι εγώ πίνοντας κρασί
με την κούπα τη χρυσή
μες στα δέντρα τ' ανθηρά
τραγουδώ το τερερά.
'Ελ' ας πίνομε μαζί,
ο καθένας όσο ζει,
και τον κόσμον τον καλόν
ας γελούμε σαν λωλόν.
Τύφλες νά 'χουν τα πολλά
και μεγάλα του καλά,
και τα πλέον θαυμαστά
εις το πιει μας εμπροστά.


Πηγή

Αθανάσιος Χριστόπουλος: Μακαριότητα



'Οταν πίνω το κρασάκι
στο χρυσό μου ποτηράκι
και ο νους μου ζαλισθεί,
τότ' αρχίζω και χορεύω
και γελώ και χωρατεύω,
κι η ζωή μ' ευχαριστεί.
Τότε παύουν οι φροντίδες,
τότε σβήνουν οι ελπίδες,
τότε φεύγουν οι καπνοί.
Κι η καρδιά μου γαληνίζει
και το στήθος μου αρχίζει
ν' ανασαίνει, ν' αναπνεί.
Για τον κόσμον δεν με μέλει.
ας γυρίζει όπως θέλει.
το κρασάκι μου να ζει!
Η κανάτα να μη στύψει,
απ' το πλάγι να μη λείψει,
ν' απεθάνομε μαζί!



Gotthold Ephraim Lessing: Ein trunkner Dichter leerte



Ein trunkner Dichter leerte
sein Glaß auf jedem Zug;
ihn warnte sein Gefährte:
Hör’ auf! du hast genug.
Bereit von Stuhl zu sinken,
sprach der: du bist nicht klug!
zuviel kann man wohl trinken,
doch nie trinkt man genug.


***


Ένας ποιητής κατέβαζε
ποτήρια απανωτά
Φτάνει, του λέει ο φίλος του
γιατ’ ήπιες αρκετά.
Κι εκείνος τού αποκρίθηκε:
Γιατί μιλείς κουτά;
Πολύ, μπορεί να πιει κανείς,
ποτέ όμως αρκετά!


Απόδοση στα ελληνικά:
Κ. Καρθαίος



Αγαθίας ο Σχολαστικός: [Πᾶσαν ἐγὼ τὴν νύκτα κινύρομαι...]


Πᾶσαν ἐγὼ τὴν νύκτα κινύρομαι· εὖτε δ' ἐπέλθηι ὄρθρος ἐλινῦσαι μικρὰ χαριζόμενος,
ἀμφιπεριτρύζουσι χελιδόνες, ἐς δέ με δάκρυ βάλλουσιν, γλυκερὸν κῶμα παρωσάμεναι.
ὄμματα δ' οὔ <τι> λάοντα φυλάσσεται· ἡ δὲ Ῥοδάνθης αὖθις ἐμοῖς στέρνοις φροντὶς ἀναστρέφεται.
ὦ φθονεραὶ παύσασθε λαλητρίδες· οὐ γὰρ ἔγωγε τὴν Φιλομηλείην γλῶσσαν ἀπεθρισάμην·
ἀλλ' Ἴτυλον κλαίοιτε κατ' οὔρεα καὶ γοάοιτε εἰς ἔποπος κραναὴν αὖλιν ἐφεζόμεναι,
βαιὸν ἵνα κνώσσοιμην· ἴσως δέ τις ἥξει ὄνειρος, ὅς με Ῥοδανθείοις πήχεσιν ἀμφιβάλοι.


***


Όλη τη νύχτα μοίρομαι κιάμα το φως προβάλει
και μου χαρίσει έν' ελαφρό πρωτοΰπνι, να σου εκεί
τα χελιδόνια γύρω μου περιλαλούν, και πάλι
το δάκρυ φέρνουν μου, σκορπούν το κώμα το γλυκύ
στέκουν υγρά τα μάτια μου και της Ροδάνθης πάλι
το μέλημα στα στήθη μου στριφογυρνάει σιγό
φθονερά, παύσετε, πουλιά, το μοιρολόγι αγάλι
της Φιλομήλας, τη λαλιά δεν έχω μάθει εγώ
κλαίτε τον Ίτυλον αλλού, μες στα βουνά, στα δάση
μες στην αυλή του Έποπος κάμετ' εσείς φωλιά,
ίσως μια στάλα κοιμηθώ κι όνειρον ίσως φθάσει
και στης Ροδάνθης κλίνει με γλυκά την αγκαλιά.


Απόδοση στα νέα ελληνικά:
Σίμος Μενάρδος

Ρουφίνος: [Λουσάμενοι͵ Προδίκη͵ πυκασώμεθα...]


Λουσάμενοι͵ Προδίκη͵ πυκασώμεθα καὶ τὸν ἄκρατον ἕλκωμεν κύλικας μείζονας αἰρόμενοι.
βαιὸς ὁ χαιρόντων ἐστὶν βίος· εἶτα τὰ λοιπὰ γῆρας κωλύσει͵ καὶ τὸ τέλος θάνατος.


***


Στεφάνια να φορέσουμε, Προδίκη, αφού λουστούμε, κι ας πιούμε ανέρωτο κρασί στις πιο μεγάλες κούπες.
Του χαροκόπου λιγοστές είν’ οι χαρές στον κόσμο, τι θα'ρθουνε τα γερατειά κι ο θάνατος στο τέλος.


Απόδοση στα νέα ελληνικά:
Ε.Π. Φωτιάδης


Πηγή

Federico García Lorca: Σερενάτα



ΣΕΡΕΝΑΤΑ
αφιερωμένη στον Λόπε δε Βέγα

Στον όχτο κάτω στο ποτάμι
η νύχτα κάνει μπάνιο, μπάνιο.
Κι απά’ στα στήθη της Λολίτας
απ’ το σενβντά τους σβήνουν τα κλαριά.

Απ’ το σενβντά τους σβήνουν τα κλαριά.

Η νύχτα τραγουδάει γυμνούλα
στου Μάρτη γύρω τα γιοφύρια.
Γλυφό νερό και μύριοι νάρδοι
της Λόλας πλένουν το κορμάκι.

Απ’ το σενβντά τους σβήνουν τα κλαριά.

Γλυκάνισο κι ασήμια η νύχτα
σκορπάει τις στέγες να φωτίσει.
Ασήμια και γυαλιά ποτάμια,
Γλυκάνισο και μούσκλια άσπρα.

Απ’ το σενβντά τους σβήνουν τα κλαριά.


Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.


Πηγή

Κ.Π. Καβάφης: Γκρίζα



Κυττάζοντας ένα οπάλλιο μισό γκρίζο
θυμήθηκα δυο ωραία γκρίζα μάτια
που είδα· θάναι είκοσι χρόνια πρίν ....

......................................................................

Για έναν μήνα αγαπηθήκαμε.
Έπειτα έφυγε, θαρρώ στην Σμύρνη,
για να εργασθεί εκεί, και πια δεν ιδωθήκαμε.

Θ’ ασχήμισαν — αν ζει — τα γκρίζα μάτια·
θα χάλασε τ’ ωραίο πρόσωπο.

Μνήμη μου, φύλαξέ τα συ ως ήσαν.
Και, μνήμη, ό,τι μπορείς από τον έρωτά μου αυτόν,
ό,τι μπορείς φέρε με πίσω απόψι.


Πηγή

Κ.Π. Καβάφης: Ο Δημάρατος



Το θέμα, ο Χαρακτήρ του Δημαράτου,
που τον επρότεινε ο Πορφύριος, εν συνομιλία,
έτσι το εξέφρασεν ο νέος σοφιστής
(σκοπεύοντας, μετά, ρητορικώς να το αναπτύξει).

«Πρώτα του βασιλέως Δαρείου, κ’ έπειτα
του βασιλέως Ξέρξη ο αυλικός·
και τώρα με τον Ξέρξη και το στράτευμά του,
νά επί τέλους θα δικαιωθεί ο Δημάρατος.

»Μεγάλη αδικία τον έγινε.
Ή τ α ν του Aρίστωνος ο υιός. Aναίσχυντα
εδωροδόκησαν οι εχθροί του το μαντείον.
Και δεν τους έφθασε που τον εστέρησαν την βασιλεία,
αλλ’ όταν πια υπέκυψε, και το απεφάσισε
να ζήσει μ’ εγκαρτέρησιν ως ιδιώτης,
έπρεπ’ εμπρός και στον λαό να τον προσβάλουν,
έπρεπε δημοσία να τον ταπεινώσουν στην γιορτή.

»Όθεν τον Ξέρξη με πολύν ζήλον υπηρετεί.
Με τον μεγάλο Περσικό στρατό,
κι αυτός στην Σπάρτη θα ξαναγυρίσει·
και βασιλεύς σαν πριν, πώς θα τον διώξει
αμέσως, πώς θα τον εξευτελίσει
εκείνον τον ραδιούργον Λεωτυχίδη.

»Κ’ η μέρες του περνούν γεμάτες μέριμνα·
να δίδει συμβουλές στους Πέρσας, να τους εξηγεί
το πώς να κάμουν για να κατακτήσουν την Ελλάδα.

»Πολλές φροντίδες, πολλή σκέψις και για τούτο
είν’ έτσι ανιαρές του Δημαράτου η μέρες·
πολλές φροντίδες, πολλή σκέψις και για τούτο
καμιά στιγμή χαράς δεν έχει ο Δημάρατος·
γιατί χαρά δεν είν’ αυτό που αισθάνεται
(δεν είναι· δεν το παραδέχεται·
πώς να το πει χαρά; εκορυφώθ’ η δυστυχία του)
όταν τα πράγματα τον δείχνουν φανερά
που οι Έλληνες θα βγούνε νικηταί.»


Πηγή

Κ.Π. Καβάφης: Από υαλί χρωματιστό



Πολύ με συγκινεί μια λεπτομέρεια
στην στέψιν, εν Βλαχέρναις, του Ιωάννη Καντακουζηνού
και της Ειρήνης Aνδρονίκου Aσάν.
Όπως δεν είχαν παρά λίγους πολυτίμους λίθους
(του ταλαιπώρου κράτους μας ήταν μεγάλ’ η πτώχεια)
φόρεσαν τεχνητούς.  Ένα σωρό κομμάτια από υαλί,
κόκκινα, πράσινα ή γαλάζια. Τίποτε
το ταπεινόν ή το αναξιοπρεπές
δεν έχουν κατ’ εμέ τα κομματάκια αυτά
από υαλί χρωματιστό. Μοιάζουνε τουναντίον
σαν μια διαμαρτυρία θλιβερή
κατά της άδικης κακομοιριάς των στεφομένων.
Είναι τα σύμβολα του τι ήρμοζε να έχουν,
του τι εξ άπαντος ήταν ορθόν να έχουν
στην στέψι των ένας Κυρ Ιωάννης Καντακουζηνός,
μια Κυρία Ειρήνη Aνδρονίκου Aσάν.



Κ.Π. Καβάφης: Το 25ον έτος του βίου του



Πηγαίνει στην ταβέρνα τακτικά
που είχανε γνωρισθεί τον περασμένο μήνα.
Pώτησε· μα δεν ήξεραν τίποτε να τον πουν.
Aπό τα λόγια των, κατάλαβε πως είχε γνωρισθεί
μ’ ένα όλως άγνωστο υποκείμενον·
μια απ’ τες πολλές άγνωστες κ’ ύποπτες
νεανικές μορφές που απ’ εκεί περνούσαν.
Πηγαίνει όμως στην ταβέρνα τακτικά, την νύχτα,
και κάθεται και βλέπει προς την είσοδο·
μέχρι κοπώσεως βλέπει προς την είσοδο.
Ίσως να μπει. Aπόψ’ ίσως ναρθεί.

Κοντά τρεις εβδομάδες έτσι κάμνει.
Aρρώστησεν ο νους του από λαγνεία.
Στο στόμα του μείνανε τα φιλιά.
Παθαίνεται απ’ τον διαρκή πόθον η σάρκα του όλη.
Του σώματος εκείνου η αφή είν’ επάνω του.
Θέλει την ένωσι μαζύ του πάλι.

Να μην προδίδεται, το προσπαθεί εννοείται.
Μα κάποτε σχεδόν αδιαφορεί.—
Εξ άλλου, σε τι εκτίθεται το ξέρει,
το πήρε απόφασι. Δεν είν’ απίθανον η ζωή του αυτή
σε σκάνδαλον ολέθριο να τον φέρει.


Πηγή

Ν.Γ. Πεντζίκης: Η θαλασσινή




Ν.Γ. Πεντζίκης: Συμβάν






Κυριακή 23 Αυγούστου 2015

Οι «Αντανακλάσεις» της Αναστασίας Κροκίδη



Γράφει ο Βασίλης Πανδής

Με έναν απ' τους πιο εμπνευσμένους τρόπους, μέσω της ανίχνευσης ενός απ' τους καίριους πυλώνες της συλλογικής αισθητικής, η εικαστικός Αναστασία Κροκίδη ψαύει το συλλογικό ασυνείδητο της σύγχρονης κοινωνίας, χαρτογραφεί τις μητροπόλεις του καιρού μας, ανοίγοντας παράθυρο στην κατανόηση του σύγχρονου κόσμου.

Δέκα άτιτλοι πίνακες μικρού μεγέθους μάς καλωσορίζουν και μας καλούν να δεξιωθούμε κάτι απ' την ομορφιά, απ' τη μυρωδιά των δρόμων. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο καθένας μας γίνεται ένας flâneur του 2015, «κρατώντας τη ζωή του», περιπλανώμενος στους πολύβουους δρόμους, καταφέρνοντας ν' ανταμωθεί με τους υπόλοιπους κάτω απ' το φέγγος των «Αντανακλάσεων». Εκεί, όπου οι ακίνητες κούκλες κι οι αεικίνητοι άνθρωποι ανταλλάσσουν ρόλους, συνθέτοντας ένα πρωτότυπο μωσαϊκό και δημιουργώντας μιαν αδιάσπαστη ενότητα, εμπρός στο φόντο της ανήσυχης πόλης.

Με τα λόγια της ίδιας της κ.Κροκίδη:
...Εμπρός από καλαίσθητες βιτρίνες αφέθηκα να με ταξιδέψουν στον τόπο της μόδας, της τέχνης, του χρώματος, να δεχθώ το παιχνίδι των αντανακλάσεων μέσα από τα τζάμια, το μπέρδεμα της κούκλας με τους ανθρώπους, τα κτήρια, τα φώτα, που μοιάζουν να γίνονται όλα ένα και να δημιουργούν το ρυθμό της πόλης. Αυτό με έκανε να φέρω τις βιτρίνες κοντά μας...

Πολυέλαιοι, κρεμάστρες, ρούχα• χαρακτηριστικές οι λεπτές αρμονίες των χρωμάτων τους - και πλείστα όσα εξ αυτών, απαλά. Όπως μια απαλή πνοή μπροστά στις ιδανικά απεικονισθείσες απ' το χέρι της Αναστασίας Κροκίδη βιτρίνες.

Τέσσερις πίνακες τοποθετημένοι στο κέντρο της έκθεσης [1]

Έτσι λοιπόν, όλοι οι πίνακες διακρίνονται για τα απαλά κι όμως, τόσο ζωντανά χρώματα (λόγου χάρη, ο πίνακας 7 στο κέντρο της έκθεσης). Άλλωστε, «Δεν είμαι μια παραφωνία σκέτη,/ μέσα στη θεία συμφωνία,/ της αδηφάγου Ειρωνείας χάριν,/ που με ταρακουνάει, με κατατρώει λίγο λίγο;», γράφει ο Κάρολος Μπωντλαίρ, η ψυχή της νεωτερικότητας. Συνεπώς, ποτέ οι «παραφωνίες» δεν ειναι εξοβελιστέες - πολλώ μάλλον δε όταν αυτές κάνουν το νεωτερικό και μετανεωτερικό τοπίο να φαντάζει ακόμα ομορφότερο, αποτελώντας την ίδια την ιστορία, την ίδια την ψυχή του.

Μια έκθεση την οποία πρέπει, ασφαλώς, να επισκεφθούμε. Μια έκθεση στην ποια, ασφαλώς, πρέπει να επιστρέψουμε με την πρώτη ευκαιρία.


Στο Παλαιό Φρούριο Κέρκυρας, στον ΙΝ Αγίου Γεωργίου, έως τις 30 Αυγούστου (8:00 π.μ. - 20:00 μ.μ.)

http://www.krokidi.com

[1]: Οι φωτογραφίες, απ' την προσωπική σελίδα της καλλιτέχνιδος στο Facebook.
[2]: Charles Baudelaire: L’Héautontimorouménos (Ο Αυτοτιμωρούμενος), Απόδοση στα ελληνικά: Βασίλης Πανδής, Ιδεοφορείν

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

Arthur Rimbaud: Mauvais sang (Κακό αίμα) - απόσπασμα



Me voici sur la plage armoricaine. Que les villes s’allument dans le soir. Ma journée est faite ; je quitte l’Europe. L’air marin brûlera mes poumons ; les climats perdus me tanneront. Nager, broyer l’herbe, chasser, fumer surtout ; boire des liqueurs fortes comme du métal bouillant, — comme faisaient ces chers ancêtres autour des feux.
Je reviendrai, avec des membres de fer, la peau sombre, l’œil furieux : sur mon masque, on me jugera d’une race forte. J’aurai de l’or : je serai oisif et brutal. Les femmes soignent ces féroces infirmes retour des pays chauds. Je serai mêlé aux affaires politiques. Sauvé.
Maintenant je suis maudit, j’ai horreur de la patrie. Le meilleur, c’est un sommeil bien ivre, sur la grève.


***


Και να που βρίσκομαι στην ακτή της Αρμορικής. Δεν πα' ν' ανάβουνε των πόλεων οι φωταψίες μες στη νύχτα. Σάμπως... Η δική μου μέρα ούτως ή άλλως έχει σβήσει πια. Την Ευρώπη εγκαταλείπω. Ο αγέρας ο αρμυροθαλασσινός θε να κάψει τα πλεμόνια μου· κλίματα χαμένα, εξωτικά, θα με μαυρίσουνε. Να κολυμπάω, να λιώνω στη χλόη, να κυνηγώ και πάνω απ' όλα, αναμφιβόλως, να καπνίζω· να πίνω πιοτά τόσο δυνατά όσο το λιωμένο μέταλλο - όπως κι εκείνοι οι αγαπημένοι πρόγονοί μας, τριγύρω καθισμένοι απ' τη φωτιά.
Ω, θα γυρίσω μαύρος, κατράμι, και ατσαλένια θα 'χω χέρια και ποδάρια, δέρμα σαν της νύχτας το σκοτάδι, σαλεμένο μάτι· θα βλέπουν -χα!- τη μάσκα ετούτη και θα λεν πως ασφαλώς, βεβαίως, βαστάω από ράτσα δυνατή! Θα κρατάω στα σεντούκια μου χρυσάφια· θα 'μαι βαρύς κι ασήκωτος. Οι γυναίκες, ξέρεις, ψοφάν για κάτι τέτοια καραβοτσακίσματα με μαύρη από τ' άγρια κλίματα την πέτσα. Θ' ασχοληθώ με τα κοινά, με την πολιτική, την εθνοσωτηρία. Θα σωθώ.
Προσώρας, είμαι καταραμένος, φρικιώ μ' ετούτην την πατρίδα τη δικιά μου. Το καλύτερο θα 'ναι ν' αναπαυτώ με του ύπνου το μεθύσι, σε μιαν ακρογιαλιά.


Απόδοση στα ελληνικά:
Βασίλης Πανδής

T.S. Eliot: Οἱ εὐθῦνες τοῦ λογοτέχνη



Θα ήθελα πρώτα  νὰ ὁρίσω μὲ ποιὰ σημασία θὰ χρησιμοποιήσω τὸν ὅρο «λογοτέχνης». Θὰ ἐννοῶ τὸ συγγραφέα ποὺ τὸ γράψιμο εἶναι γι' αὐτὸν πρῶτα ἀπ' ὅλα τέχνη, ποὺ τὸν ἀπασχολεῖ τὸ ὕφος ὅσο καὶ τὸ περιεχόμενο, καὶ ποὺ γιὰ νὰ καταλάβεις τὰ ἔργα του πρέπει καὶ τὸ ὕφος του νὰ νοιώσεις καὶ τὸ περιεχόμενό του νὰ καταλάβεις. Εἶναι ἰδιαίτερα ὁ ποιητὴς (καθὼς κι'  ὁ δραματικὸς ποιητής) καὶ ὁ μυ­θιστοριογράφος.  Ξεχωρίζοντάς τους, δὲν ἀρνιόμαστε τὸν τίτλο τοῦ «λογοτέχνη» σὲ συγγραφεῖς ποὺ καλλιεργοῦν πολλὰ ἄλλα εἴδη τοῦ λόγου· εἶναι μο­νάχα ἕνας τρόπος νὰ ἀπομονώσουμε τὸ πρόβλημα τῆς εὐθύνης τοῦ λογοτέχνη ὡς λογοτέχνη. Κι' ἂν ὅσα ἔχω νὰ πῶ ἀληθεύουν γιὰ τὸν ποιητὴ καὶ τὸ μυθιστοριογρά­φο, θὰ ἀληθεύουν καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους συγγραφεῖς κατὰ τὸ μέτρο ποὺ εἶναι «καλ­λιτέχνες».

Ἡ πρώτη εὐθύνη τοῦ λογοτέχνη εἶναι φυσικὰ ἡ εὐθύνη ἀπέναντι στὴν τέχνη του, αὐτὴ ποὺ οὔτε ὁ χρόνος οὔτε οἱ περιστάσεις μποροῦν νὰ τὴ μειώσουν ἢ νὰ τὴν ἀλλάξουν καὶ ποὺ τὴν ἔχουν καὶ οἱ ἄλλοι καλλιτέχνες: πρέπει δηλαδὴ νὰ δουλεύει ὅσο μπορεῖ καλύτερα τὸ ὑλικό του. Ἡ διαφορά του ἀπ' τοὺς ἄλλους καλλιτέχνες εἶναι ὅτι τὸ ὑλικό του εἶναι ἡ γλῶσσα του: δὲ ζωγραφίζουμε ὅλοι μας, οὔτε εἴμαστε ὅλοι μουσικοί, ὅλοι μας ὅμως μιλᾶμε.

Αὐτὸ γεννᾶ στὸ λογοτέχνη μιὰ εἰδικὴ εὐθύνη ἀπέναντι σὲ ὅσους μιλᾶνε τὴν ἴδια γλῶσσα, μιὰ εὐθύνη ποὺ δὲν τὴ συμμερίζονται ὅσοι δουλεύουν ἄλλες τέχνες. Ἀλλὰ γενικὰ οἱ εἰδικὲς εὐθύνες ποὺ ἐπωμίζεται σὲ κάθε περίσταση ὁ λογοτέχνης πρέπει νἄρχουνται σὲ δευτερότερη μοίρα ἀπὸ τὴ μόνιμην εὐθύνη ποὺ ἔχει σὰν τεχνίτης τοῦ λόγου. Δὲν εἶναι ὡστόσο κατὰ κανόνα ὁ λογοτέχνης ἀπορροφημένος ἀποκλειστικὰ μὲ τὴ δημιουργία ἔργων τέχνης. Ἔχει κι ἄλλα ἐνδιαφέροντα, ὅπως ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἐνδιαφέροντα ποὺ εἶναι πολὺ πιθανὸ νὰ ἀσκήσουν κάποια ἐπίδραση στὸ περιεχόμενο καὶ στὸ νόημα τῶν λογοτεχνικῶν του ἒργων.

خیام (Ομάρ Καγιάμ): [Μια και πηγαίνει ο δρόμος μας προς το νεκροταφείο...]



Για μένα που των μυστικών ανοιγοκλείει η θύρα
Όμοια και λύπη και χαρά μαζί τα δυο τα επήρα
Μια και στον κόσμο αυτόν εδώ όλα ένα τέλος θάχουν,
Πάμε παιδιά στο καπηλειό να φέρουμε μια γύρα

***

Το δυνατότερο κρασί που ο χρόνος έχει φτάσει,
Όλοι μας γύρω επίναμε σε χωματένιο τάσι,
Κι ήπιαμε μια φορά…και δύο. Μα ύστερα ένας ένας
Σιωπηλά μας ξέφυγε να πάει…να ησυχάσει.

***

Μια και πηγαίνει ο δρόμος μας προς το νεκροταφείο
Δίχως αγάπη και κρασί ειν’ η ζωή φορτίο.
Φιλόσοφε, πες μας λοιπόν, τι σκέπτεσαι για τούτα;
Το κέρδος ποιο να ξέρουμε του κόσμου το βιβλίο;


Πηγή

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ὁ Ξεπεσμένος Δερβίσης



Δύο, τρεῖς, πέντε, δέκα σταλαγμοί.
Ὅμοιοι μὲ τὸ μονότονον βῆμα τοῦ ἀγρύπνου ναύτου φρουροῦ εἰς τὴν κουβέρταν. Πλέει εἰς μαῦρα πέλαγα καὶ βλέπει οὐρανὸν καὶ θάλασσαν ἀγρίως χορεύουσαν, καὶ τυλιγμένος εἰς τὴν καπόταν του διασχίζει ἀκαριαίως τὸ σκότος μὲ τὴν ἐξανάπτουσαν καὶ ὑποσβήνουσαν λαμπυρίδα τοῦ τσιγάρου του.
Οἱ πετεινοὶ δὲν εἶχαν λαλήσει τὸ τρίτον λάλημα. Ἴσως εἶχαν τρομάξει ἀπὸ τὴν βαθεῖαν, θρηνώδη φωνὴν τοῦ σαλεπτσῆ, ὅστις εἶχεν ἀρχίσει τὸ φθινόπωρον, νύκτα, βαθιά, νὰ κράζῃ. Ἦτο ὡς κρωγμὸς ἀγνώστου ὀρνέου, τὸ ὁποῖον εἶχε χάσει τὸν ἀέρα του, καὶ εἶχεν ἐνσκήψει μέσα εἰς τὴν πόλιν, κ᾽ ἐζήτει ἁρπάγματα νὰ σπαράξῃ.
― Ζεστό! Βράζει!…
Ἔβραζεν, ἔβραζε, νύκτα, βαθιά. Ζεστὸν τὸ σαλέπι, πολὺ ζεστότερον τὸ στρῶμα. Μόνον ἡ φωνὴ τοῦ σαλεπτσῆ ἐτρόμαζε τοὺς πετεινούς.
Εἶχε βρέξει ὀλίγον, εἶτα ᾐθρίασε. Σταλαγμοί, σταλαγμοὶ ἔπεφταν ἀργὰ-ἀργά, ἀπὸ τὴν ὑδρορρόην ἐντὸς τῆς αὐλῆς.

*
* *

― Ἔ! καὶ ποῦ, σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμο;
Ἡ ἐπιφώνησις ἠκούσθη εἰς τὸ σκότος ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ σαλεπτσῆ.
Τὸ παράθυρον ἔτριξε, κράκ! ἀπὸ τὸ χαμηλὸν δωμάτιον τὸ βλέπον πρὸς τὸν δρόμον. Ἄνθρωπος προέκυψε τυλιγμένος μὲ σάλι. Ἔτεινε μέγαν κύαθον πρὸς τὸν σαλεπτσήν, ἀλλ᾽ οὗτος ἠργοπόρει.
Ὁ ἄνθρωπος ἔκυψε νὰ ἰδῇ.
Ὑψηλὴ μορφή, μὲ λευκὸν σαρίκι, μὲ μαύρην χλαῖναν καὶ χιτῶνα χρωματιστόν, εἶχε σταθῆ ἐνώπιον τοῦ σαλεπτσῆ.
― Ποῦ, σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμο;
― Μποὺ ντουνιὰ τσὰρκ φιλέκ*.
― Ἂσκ ὀλσούν*… ὑπεψιθύρισεν ὁ σαλεπτσής.
Δὲν εἶχε γνωρίσει τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ ἔνδυμα. Κάθε ἄλλος θὰ τὸν ἐξελάμβανεν ὡς φάντασμα. Ἀλλ᾽ αὐτὸς δὲν ἐπτοήθη. Ἦτο ἀπ᾽ ἐκεῖνα τὰ χώματα.

*
* *

Νάσος Βαγενάς: Φιλόσοφοι εναντίον ποιητών



Το πρόσφατο αφιέρωμα του περιοδικού Ποιητική στο θέμα «Ποίηση και φιλοσοφία», με κείμενα ελλήνων και ξένων φιλοσόφων, επαναφέρει στην ελληνική πνευματική επικαιρότητα τη λεγόμενη «διαμάχη φιλοσοφίας και ποίησης»· ένα ζήτημα αρχαίο τόσο, ώστε ήδη ο Πλάτων να το περιγράφει ως παλαιό, αφού εμφανίζεται με τον Ησίοδο και με ορισμένους Προσωκρατικούς. Με τους οποίους συντάσσεται ο Πλάτων στην Πολιτεία αμφισβητώντας τη γνωστική ικανότητα της ποίησης και επικρίνοντας τους ποιητές για ψευδολογία. Εκτοτε η «διαμάχη» αποτελεί ένα κατά καιρούς αναζωπυρούμενο ζήτημα της ιστορίας της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας.

Γιώργης Γιατρομανωλάκης: Ρεμβασμοί του Δεκαπενταύγουστου



«Ο Φραγκούλας ήτο μεγαλοκτηματίας. Είχε παμπόλλους ελαιώνας, αμπέλια αρκετά, και χωράφια αμέτρητα. Μόνον από τον αντίσπορον των χωραφιών ημπορούσε να μην αγοράζη ψωμί δι' όλου του έτους αυτός και η οικογένειά του. Οι δε ελαιώνες, όταν εκαρποφόρουν, έδιδον αρκετόν εισόδημα. Αλλ' επειδή δεν ειργάζετο ποτέ μόνος του, τα έξοδα "τον έτρωγαν"! Είτα, αυξανομένης της οικογενείας, συνηυξάνοντο και αι ανάγκαι. Και όσον ηύξανον τα έξοδα τόσον τα έσοδα ηλαττούντο. Ηλθαν "δυστυχισμένες χρονιές", αφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Είτα, διά πρώτην φοράν, έλαβεν ανάγκην μικρών δανείων. Δεν εφαντάζετο ποτέ ότι μία μικρή κάμπη αρκεί διά να καταστρέψη ολόκληρον φυτείαν. Απηυθύνθη εις έναν τοκογλύφον του τόπου. [...] Εως τότε δεν είχε συλλογισθή τοιαύτα πράγματα ο Φραγκούλης Φραγκούλας, ούτε τον έμελε ποτέ του περί χρημάτων. Αλλ' επ' εσχάτων είχε λάβει ανάγκην και δευτέρου και τρίτου δανείου, και οι δανεισταί προθύμως του έδιδαν, αλλ' απήτουν να τους καθιστά υπέγγυα τα καλλίτερα κτήματα, εκ των οποίων έκαστον είχε κατ' αυτόν εκτιμητήν δεκαπλασίαν αξίαν του ποσού του δανειζομένου».

Το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου» (1906), από όπου το παραπάνω απόσπασμα, δεν αναλύει με όρους μικρο- ή μακρο-οικονομίας την πτώχευση του πολύπαθου ήρωά του. Ούτε άλλωστε η οικονομική καταστροφή είναι ο μόνος «καημός» του Φραγκούλα. Δεν πρέπει όμως να μας διαφύγει ότι το θέμα του χρήματος, του δανεισμού, των χρεών και  της τελικής οικονομικής καταστροφής διατρέχει  από άκρη σε άκρη αυτό το εξαίσιο διήγημα. Ως γνωστόν, ο θείος πεζογράφος ούτε πτυχίο οικονομολόγου είχε ούτε οικονομικός αναλυτής ήταν. Ηταν όμως βαθύτατος γνώστης της ανθρώπινης φύσης και καθώς ο ίδιος διαβιούσε σε μεγάλη πενία (τιμή και δόξα του τελικά!) ήξερε πολύ καλά τα βασικά της οικονομίας. Δεν γνωρίζω αν έχει εκπονηθεί κάποια μελέτη για τις οικονομικές απόψεις του Σκιαθίτη και των ηρώων του, πιστεύω πάντως ότι η Φραγκογιαννού δεν θα ενεργούσε έτσι όπως ενήργησε αν η οικονομική κατάσταση του οίκου της ήταν διαφορετική.

Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

Γιώργος Βέλτσος: Δεκαπενταύγουστος



Σε λίγο θα επιστρέψουν και οι τελευταίοι παραθεριστές. Θα πρέπει να βρίσκονται στις θέσεις τους. Το «μηχάνημα» στην Αθήνα θέλει σάρκα. Θα πρέπει να του την πετάξουν.

«Κάνει ψύχρα, χάλασε ο καιρός αυγουστιάτικα» λέει κάποιος αφηρημένα, όπως εκείνο το «έρχεται εξ Ομονοίας» στο ποίημα του Σεφέρη για την Ελλάδα που πληγώνει.

Λόγια κι άλλα λόγια σε ένα βιβλίο που δεν έγραψαν γιατί στην προκυμαία προτίμησαν να κοιτούν άσκοπα πέρα, τα νησιά. Δεξιά, τη Σύρο. Στο βάθος αριστερά, τη Μύκονο.

Θα επιστρέψουν με κλιματιζόμενο φέρι μπόουτ. Η σφήκα όμως συνεχίζει να τους ψάχνει κι ας είναι το παράθυρο του ενοικιαζόμενου κλειστό. Και το κόκκινο εξανίσταται. Δεν το παρατηρούν πλέον οι ενοικιαστές. Μόνο του κάνει το γεράνι να υπερηφανεύεται που άντεξε τόσους ανθρώπους.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προσκύνησε αλλά παρέμεινε ελάχιστα. Είχε προηγηθεί κλιμάκιο της Αντιτρομοκρατικής καλού-κακού. Μόνο τον καιρό δεν πρόβλεψαν οι αρμόδιοι. Το συννεφόκαμα θα έφερνε βροχή κατά τη λιτανεία. Ισως πάλι κι όχι. Γι' αυτόν τον λόγο μη λες μεγάλη κουβέντα.

Τώρα φεύγουν και τα πολεμικά. Το δάφνινο στεφάνι που έριξαν το πρωί επιπλέει ακόμα δίπλα στη σημαδούρα με το βυθισμένο «Ελλη».

Το μεγάλο σύννεφο ακίνητο πίσω από τη Μεγαλόχαρη, σαν τον ιπτάμενο μάγο με τα σουραύλια σ' εκείνον τον πίνακα του Σαγκάλ. Κάτι θα ξέρει η Μετεωρολογική για το χαμηλό. Κι αυτό, γιατί ο ατμός στις χάλκινες σφυρίχτρες από τις τσιμινιέρες των βαποριών αναμειγνύεται με το πούσι, όπως η δεκαετία του '50 με τις ημέρες μας.

Τώρα γέρασες. Τίποτα δεν σου εξασφαλίζει το ανοίκειο του σθένους σου. Το αντιμετωπίζεις όμως. Ηττάσαι αλλά και πάλι εξ οικείων. Πολλά βέλη δεν είναι θανατηφόρα. Ατρωτος; Οχι βέβαια, φοβισμένος. Αυτό όμως που είναι εντυπωσιακό είναι ότι επιζείς παρά την αλλοπρόσαλλη ταλάντευση του εντόμου στις γλάστρες με τα κόκκινα γεράνια.

Ο Αίαντας, συνομήλικος, κοιτάει κι αυτός πέρα. Γλείφει τις πληγές. Τις επουλώνει η τρέλα. Γι' αυτό εκλιπαρώ να τελειώσει ανώδυνα. Υπάρχει τίποτα πιο ανεπαίσχυντο από το τέλος ενός ανθρώπου;

Φθονούν οι άνθρωποι όποιον κομπάζει όπως ο Αίαντας. Των Τρώων φόβητρο. Τώρα του εαυτού του. Πετάει στη θάλασσα ένα-ένα τα βότσαλα των ημερών του, αναγκασμένος από την επική παράδοση. Πέφτοντας κάνουν κύκλους στην επιφάνεια και ο ήρωας παρακολουθεί αφηρημένα τις αλλεπάλληλες περιφέρειες στα νερά. Ανεργος καπνίζει τα προσανάμματα στη φρυκτωρία που υποδαυλίζει η Αθηνά όρθια πίσω από την πλάτη του. Ποιον ειδοποιεί απέναντι ως τα παράλια της Μικράς Ασίας;

Εχουμε δει τη θεά να υπερίπταται αγκαλιά με τον μάγο πάνω από τη στέγη της εκκλησίας. Τον Αίαντα στον μόλο έχουμε δει. Αν άκουγε δελτίο καιρού, δεν το γνωρίζουμε. Χαιρετά από τη θέση του τους επιβάτες στο κατάστρωμα του «Αγγέλικα» καθώς περνά σε απόσταση αναπνοής με την Ελλη Λαμπέτη. Το πλοίο όμως κινείται ή ο μόλος;

Ενα κορίτσι στάθηκε δίπλα στον ήρωά μας και τον χάζευε. Το κατάλαβε; Διότι είναι ζήτημα ιδιοσυγκρασίας αν θα έπρεπε να την εκλάβει σαν την Παναγία, παιδίσκη, προσερχόμενη στον ναό.

Ο Αίαντας δόλωσε και έριξε ξανά, γιατί αυτός είναι ο προσωπικός μας θάνατος: να μην αντιλαμβανόμαστε τα Θεοφάνια πίσω από την πλάτη μας, ίσως γιατί μόνον όποιος θέλει επικοινωνεί με το άπειρο.

Ο Αίας ναυαγεί ακίνητος στο μπετόν. Βουλιάζει μπροστά στα μάτια των παραθεριστών που δεν μπορούν να βοηθήσουν. Η λύπη της ζωής του ξοδεύτηκε στην ερασιτεχνική αλιεία. Και νυν φρόνιμος νέον άλγος έχει, γράφει γι' αυτόν ο Σοφοκλής.

Αίαντα, τίποτα δεν εξασφαλίζει την αξιοπρεπή πενία σου. Κι όπως δεν υπάρχουν επαναλαμβανόμενες κινήσεις, δολώνεις και επανέρχεσαι μετά θάνατον στην τραγωδία μου. Είμαστε δυο φιγούρες στον ίδιο αμφορέα.

Εμείς κι ένα αρχαίο σκυλί. Ο αγγειογράφος τουλάχιστον μπόρεσε να απαλείψει την προοπτική.

Λόγια λοιπόν στο βιβλίο που δεν γράψαμε. Λόγια, όπως:

- Θέλω να δω τον Τεύκρο. Πού είναι ο Τεύκρος... Εγώ δ' απόλλυμαι.

- Κι εγώ. Σε βεβαιώ πως χάνομαι κι εγώ. Κι ας γελάνε για τα κακά που πάθαμε. Ισως, αν ζωντανούς δεν μας ήθελαν, να μας κλάψουν κάποτε πεθαμένους.

Και μόνον αυτό το πράγμα που είμαι, θα με κάνει να ζήσω.
Δεκαπενταύγουστος 1945-2015
Τήνος - Μύκονος


Πηγή

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου



Ἀνάμεσα εἰς συντρίμματα καὶ ἐρείπια, λείψανα παλαιᾶς κατοικίας ἀνθρώπων ἐν μέσῳ ἀγριοσυκῶν, μορεῶν μὲ ἐρυθροὺς καρπούς, εἰς ἔρημον τόπον, ἀπόκρημνον ἀκτὴν πρὸς μίαν παραλίαν βορειοδυτικὴν τῆς νήσου, ὅπου τὴν νύκτα ἑπόμενον ἦτο νὰ βγαίνουν καὶ πολλὰ φαντάσματα, εἴδωλα ψυχῶν κουρασμένων, σκιαὶ ἐπιστρέφουσαι, καθὼς λέγουν, ἀπὸ τὸν ἀσφοδελὸν λειμῶνα, ἀφήνουσαι κενὰς οἰμωγὰς εἰς τὴν ἐρημίαν, θρηνοῦσαι τὸ πάλαι ποτὲ πρόσκαιρον σκήνωμά των εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον ― ἐκεῖ ανάμεσα ἐσώζετο ἀκόμη ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Δὲν ὑπῆρχε πλέον οἰκία ὀρθή, δὲν ὑπῆρχε στέγη καὶ ἄσυλον, εἰς ὅλον τὸ ὀροπέδιον ἐκεῖνο, παρὰ τὴν ἀπορρῶγα ἀκτήν. Μόνος ὁ μικρὸς ναΐσκος ὑπῆρχε, καὶ εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου ὁ Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας εἶχε κτίσει μικρὸν ὑπόστεγον, καλύβην μᾶλλον ἢ οἰκίαν, λαβὼν τὴν ξυλείαν, ὅσην ἠδυνήθη νὰ εὕρῃ, καί τινας λίθους ἀπὸ τὰ τόσα τριγύρω ἐρείπια, διὰ νὰ στεγάζεται προχείρως ἐκεῖ καὶ καπνίζῃ ἀκατακρίτως τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμέν*, ἔξω τοῦ ναοῦ, ὁ φιλέρημος γέρων.

Τ.Κ. Παπατσώνης: Ρεμβασμός δεκαπενταύγουστου




Στη μνήμη Εκείνου που τον ρέμβασε

Άλαλα τα χείλη των όσων δεν κοπιάσαν
για ν' ακουμπήσουν τα ξαναμμένα κεφάλια τους
στα γόνατά σου τα μητρικά, που καταλύουν το μαύρο πάθος.
Άλαλα τα χείλη των όσων δεν διακρίναν, πως
συντρίβεις με το πόδι σου και συνθλάς την κεφαλή
του πανάρχαιου δράκοντα, που κέρδισε παίζοντας
κι' ύστερα τόχασε το μήλο. Άλαλα τα χείλη
των όσων δεν ποθήσαν το ξαπόσταμα της αρμογής
και την ασφάλεια, το απάγγειασμα της νηνεμίας.

Είσαι ένα λιμανάκι ελληνικού νησιού όλο κατάρτια
περήφανα υψωμένα· φτωχά καΐκια αραγμένα,
φτωχά, αλλά που γνωρίσαν την αντάρα και την τρομάρα,
που φορτωθήκαν μόχθο και μεταφέραν πλούτος.

Είσαι άσπρο ελληνικό ερημοκκλήσι δαρμένο
από την αντηλιά. Γύρω-γύρω αμπέλια, μποστάνια,
καρποφόρες συκιές και κάπου κάπου μοναχική
και κάποια ελιά. Χρυσοφρυγανισμένα τα χορτάρια
αχνίζουνε, άχυρο πια· κι' αντίς γι' αγγέλους, τα τζιτζίκια,
σου κανοναρχούνε το κάθε απομεσήμερο έως αργά
με το δικό τους τρόπο τον Παρακλητικό Κανόνα.
Αναστραμμένο σου θρονί, όλο αυτό το γαλάζιο
ενός απλού ουρανού, που πάλαι γίνηκε το Μέτρο των Δωριέων
και που αναπαύεται στεριωμένος στα χρυσάφια
του ευλογημένου μας πελάγους.

Άλαλα τα χείλη τους - και τι μπορούν ν' αρθρώσουν,
που τη φωνή τους κουκουλώνει η τύρβη μερονυχτίς,
ενώ σειέται απ' τις βουές ο Μέγιστος Ιππόδρομος
και πλημμυράει απ' τα αίματα των Μαρτύρων
κι' απ' τη μανία των Μονομάχων.

Αυτό το αίμα είναι που βοά, αυτό είναι που ρυπαίνει.

Εδώ χρειάζεται η βακτηρία του γίγαντα Ασκητή
του λευκοπώγωνα να επιβληθεί να τους σκορπίσει,
όλους τους ίππους και τους αναβάτες τους.

Εδώ χρειάζεται κοντύλι του Ζωγράφου, στη μοναξιά,
στην προσευχή και στην προσήλωση, με τα ζωογόνα
τα χρώματα τα πρώτα να ξαναγαλουχήσει
το βρέφος-Θεό, να ξαναγράψει τις πληγές της Αγάπης,
να ξαναδροσίσει τη ρίζα τη συμπονετική,
ν' αποδείξει τι απέραντη είναι η αγκαλιά της μητέρας,
να συναθροίσει πάλι εκ περάτων όλους εκείνους,
που με σέβας πολύ θα σταυρώσουν τα χέρια της Κόρης
με συνοδεία των αγγέλων, με ηχητικές αρμονίες
και θα ενεργήσουν όπως αξίζει την ταφή της,
ανοίγοντας το δρόμο για την καθέδρα τ' ουρανού,
όπου η αδιάκοπη Παράκληση.
Ενώ τα δέντρα
τα ευσκιόφυλλα στη λιτάνευση, καθώς το Σώμα
περνάει της Βασίλισσας, ριγούντα και φρίττοντα,
θα συγκλίνουν για προσκύνηση σκορπώντας
τη δροσιά τους με το ανέμισμα, ριπίδια της λατρείας,
αναστυλώνοντας όσους μαραίνονται κι' ασθμαίνουν
στις τροπικές τις λαύρες του καλοκαιριού μας,
μισοκαμένες θημωνιές κοντά στο αλώνι,
καπνοί, που διαλύουν
τις αυγουστιάτικες τις αμαρτίες μας.


Τότε μονάχα τ' άλαλα τα χείλη,
ίσως ερθεί στιγμή

και λαλήσουν.


Πηγή

Νίκος Καροῦζος: Αἰώρηση



τοῦ Θάνου Κωνσταντινίδη

Στὸν οὐρανὸ οἱ δυνατότητες
εἶναι μόνο συναρπαστικές.
Καθὼς κρεμόμουνα στὸν ἀέρα
κρατημένος ἀπὸ ἕνα κάτασπρο σύννεφο
σὲ μυθικὴ ὀθόνη τῆς φαντασίας
παρατηροῦσα τὶς τιμὲς
τῶν στοιχείων τοῦ αἵματός μου
κι ἄκουγα μία ἐκθαμβωτικὴ μουσικὴ πράξη
σχεδὸν ἐξωανθρώπινη
πρὸς τ᾿ ἀριστερὰ στὸ γεωγραφικὸ χάρτη
στὸ σημεῖο ποὺ βρίσκεται τὸ βουνὸ Τρόμος
τυλιγμένο πάντοτε μ᾿ ἀστραπὲς
καὶ ἔκπαγλες καταιγίδες.
Ἐκεῖ ἀνέβηκα μία φορά.
Ἐκεῖ πρωτάκουσα τὸ τραγούδι
ποὺ ἔλεγε ἀνήκουμε στὰ νερά.
Κι ἀπ᾿ τὴν ἄλλη ἔλαμπε ὁ Ἐκκλησιαστής.
Ἀπὸ καιρὸ γνώριζα πὼς τὸ αἷμα
περιέχει ὅλο τὸ μυστήριο
ποὺ δίνεται μὲ σημάδια
στὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ πλήρη ἀσυνέχεια.
Μήπως ἡ κυκλοφορία; -
διερωτήθηκε ὁ λαμπρὸς Καὶ αἰφνιδίως
ἦρθε στὸ μυαλό μου ὁ Λεονάρντο
ποὺ ἤξερε θεσπέσιες εἰδήσεις ἀπ᾿ τὸ σῶμα.


29 Αὐγούστου 1990

Δαρείος Ακύλας: [Ψέμα]




Martha Medeiros: Morre lentamente (Αργοπεθαίνει)



Aργοπεθαίνει
όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας,
την ίδια παίρνοντας μέρα τη μέρα διαδρομή,
όποιος περπατησιά δεν αλλάζει,
όποιος δεν τολμάει να φορέσει ένα χρώμα καινούργιο,
όποιος δεν μιλάει σ’ αγνώστους.

Αργοπεθαίνει όποιος κάνει την τηλεόραση ταγό του
και γκουρού.

Αργοπεθαίνει
όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος βάζει το μαύρο πάνω απ’ το άσπρο
και πάνω απ’ το ιώτα διαλυτικά,
όποιος στη δίνη δεν αφήνεται να πέσει
των συγκινήσεων που μεταμορφώνουν
τα μάτια σ’ αστέρια, τα χασμουρητά σε χαμόγελα,
και τα στήθη σε χτυποκάρδια και λάθη.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν σαρώνει από οργή το τραπέζι
όταν πρέπει,
όποιος δεν θυσιάζει το βέβαιο
για το αβέβαιο κυνήγι ενός ονείρου,
όποιος δεν τόλμησε καν μια φορά στη ζωή του
να κάνει πέρα τις συνετές συμβουλές.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν κάνει πανιά γι’ άλλους τόπους,
όποιος δεν ανοίγει βιβλίο,
όποιος δεν χάνεται στη μουσική,
όποιος δεν βρίσκει μέσα του γοητεία και χάρη.

Αργοπεθαίνει
όποιος τον έρωτά του ταπεινώνει,
όποιος δεν γυρεύει απ’ τους άλλους βοήθεια
όταν την έχει ανάγκη,
όποιος περνά τις μέρες του γκρινιάζοντας
για την κακή του τύχη ή τη βροχή που δεν σταματά.

Αργοπεθαίνει
όποιος παρατάει μια ιδέα προτού τη βάλει μπροστά,
όποιος δεν ρωτάει για όσα δεν ξέρει.

Γλιτώνουμε αυτόν τον θάνατο σε δόσεις
όταν θυμόμαστε ότι για να ‘σαι ζωντανός
θέλει προσπάθεια πολύ πιο δύσκολη από της ανάσας.

Γιάννης Σκαρίμπας: Ουλαλούμ




Ήταν σα να σε πρόσμενα Κερά
απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,
κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ' τα νερά
κι από τα δάσα.

Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει ήλιο και βροχή
και νειό φεγγάρι . . .

Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:

. . . Πως – να, θα μείνει ο κόσμος με το "μπά"
που μ' έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και - τάχας - σύγνεφα θαμπά
προς τη Σελήνη . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ·
κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωιμένα -
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.

Τόσο πολύ σ' αγάπησα Κερά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
Πάταγα γω - στραβός - μεσ' τα νερά;
κι εσύ κοντά μου . . .


Πηγή

Γιάννης Σκαρίμπας: Ταμάρα



Αλλόκοτη και μελαψή, ωραία και ιερή
λες έσερνε αγγελικές φτερούγες κι' επερπάτει
αδέξια και αμέριμνη, μ' εκείνην τη νωθρή
περπατησιά μια Θέαινας, σ' Ολύμπιο μονοπάτι.

Και μπόραε — όπως πάγαινε παχειά — κανείς διεί
στο φίνο της κι' εφαρμοστό μποτίνι ένα ποδάρι
χυτό, και μες στων ρούχων της το σούσουρο oι φαρδιοί
γοφοί της πώς θα λάμπανε— γυμνοί—σαν το φεγγάρι.

Το αίμα της μεσημβρινό, χυμένο λες — κει — να
σφυράει μες στο γυναικείο της κορμί — εμβατήριο τέλειο —
κι' είχε κάτω απ' τα βλέφαρα—βαμμένα με κινά—
μουχρό, βαρύ τριαντάφυλλο το σαρκικό της γέλιο.

Κι' εγώ την ειχ' αγάπη μου!.. Μια φλόγα και καπνός
ήταν ό,τι απ' τ' αγκάλιασμά-της πίναν μου οι πόροι,
ενώ με όμμα ατάραχο αυτή με εκύταε ως
τον πόθο μου τον γήινο να ενόγαε κι απόρει...

Κι' ήμουν ειδωλολάτρης της!. Ψηλά o εν ουρανοίς
Κύριος κι' οι Άγιοι του, για με πια ουδ' αρωτάγαν
κι' ενώ ουδ' εγώ αρώταγα, αρχαίου Ναού — αυτηνής —
— κολώνες που γκρεμίστηκαν— τα μπούτια της φωτάγαν...

Και πέθανε... Και με παπά τη θάψαμε! και να
—μ' αυλούς— οι τραγοπόδαροι Θεοί της σουραβλάνε
και γύρω απ' τον ειδωλολατρικό Σταυρό της, παγανά
και Σηλεινοί, στη μνήμη της χορεύουν και πηδάνε...


Πηγή


Γιάννης Σκαρίμπας: Φαντασία



Nάναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί
προς έναν δρόμο φειδωτό που σβει στα χάη,
και σένα του καπέλλου σου βαμμένη φανταιζί
κάποια κορδέλλα του, τρελλά να χαιρετάει.

Kαι νάν’ σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά
γι’ άστρα τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι’ αυτός ο άνεμος τρελλά, –τρελλά να μας σκουντά
όλο προς τη γραμμή των οριζόντων.

Kι’ όλο να λες, να λες, στα θάμβη της νυκτός
για ένα –με γυάλινα πανιά– πλοίο που πάει
όλο βαθειά, όλο βαθειά, όσο που πέφτει εκτός :
όξ’ απ’ τον κύκλο των νερών –στα χάη.

Kι’ όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί
πέρ’ από τόπους και καιρούς έως ότου –φως μου–
–καθώς τρελλά θα χαιρετάει κείν’ η κορδέλλα η φανταιζί,–
βγούμε απ’ την τρικυμία αυτού του κόσμου…

Σάββατο 15 Αυγούστου 2015

Νίκος Καρούζος: Ora et labora



Βουρ στα ζωύφια λατινικά.
Παναγία θεοτόκε νοικοκυρά μου
μη μ’ αφήνεις ανυπεράσπιστο στα σκυλιά
με τόσες όμορφες εικόνες σου
σ’ αυτό το σκουπιδότοπο (στο ύψος Παρθενώνας).
Θα συνεχίσω την ποίηση μονάχα για πλάκα
θα την κάνω κουρμπάνι
στα γοερά μου πεύκα κρεμαντούλα
ενάντια στου χρόνου την εφεύρεση
δοξάζοντας το πληγωμένο μάλαμα: τη μοναξιά μου
στα νόστιμα ερέβη που με περιμένουν
εκείθε απ’ τα κωμικά σας έαρα
προς τα ερείπια του σύμπαντος μονήρη
προς του νερού την κρέμαση στα βάραθρα
– μιαν ασώματη ρητορεία.
Τι τα ‘θελε και τα ‘φερνε τα γράμματα
ο Δαναός στην Αργολίδα.
Μόνον αυτοί που τρέφουν όνειρα απολαμβάνουν
την πραγματικότητα.

Γιώργος Σεφέρης: Με τον τρόπο του Γ. Σ.



Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.
Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου
γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου
καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ’ ακολουθούσε
ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου
ως που να βρούμε τα νερά του βουνού.
Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν
ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι κάπου στις αλαφρόπετρες
μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή
μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά
από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης.
Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών
και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της «Ωραίας Ελένης του Μενελάου»·
Χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα
μ’ έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.
Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο
με χτίκιασαν οι βαρκαρόλες.
Τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε
πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;
Ο ένας έρχεται από Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως «έρχεται εξ Ομονοίας»
«Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος» απαντά κι είν’ ευχαριστημένος
«βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό».
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει
δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι όλοι εμείς
δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια·
περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν. 
Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική
και δε βρίσκεται πουθενά·
αγοράζουν κουφέτα για να παντρευτούνε
κρατούν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται
ο άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σ’ ένα φόντο με πιτσούνια και με λουλούδια.
δέχουνταν το χέρι του γέρο- φωτογράφου να του στρώνει τις ρυτίδες
που είχαν αφήσει στο πρόσωπό του
όλα τα πετεινά τ’ ουρανού. 
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει
κι αν «ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς»
είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι
εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν
την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ.
Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά
σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης
καμμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει
ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ’ άσπρα και στα χρυσά. 
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει·
παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες...
το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ  ΩΝΙΑ 937.

Α/π "Αυλίς", περιμένοντας να ξεκινήσει.
Καλοκαίρι 1936

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

خیام (Ομάρ Καγιάμ): Με το φεγγάρι πιες




Ποίηση: خیام (Ομάρ Καγιάμ)
Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
1η εκτέλεση: Γιώργος Μιχαήλ
Δίσκος: Αγία Νοσταλγία (1993)




Αφού κανείς μας δεν μπορεί το αύριο να τ' ορίζει,
γλέντα τη δόλια σου καρδιά, που αγάπη βασανίζει
Με το φεγγάρι πιες κρασί, γιατί κι αυτό το αστέρι
αύριο θα ψάχνει να μας βρει, μ' άδικα θα γυρίζει.


خیام (Ομάρ Καγιάμ): Τρία ρουμπαγιάτ




Ποίηση: خیام (Ομάρ Καγιάμ)
Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
1η εκτέλεση: Γιώργος Μιχαήλ
Δίσκος: Αγία Νοσταλγία (1993)





Σήκω και δώσε μου κρασί, τα λόγια είναι χαμένα,
απόψε το χειλάκι σου θα 'ναι το παν για μένα
κι όσο για τα ταξίματα και για τα κρίματά μου,
τα βλέπω σαν τα κατσαρά μαλλιά σου μπερδεμένα

Για κείνα που δεν έκανα και που 'χω καμωμένα,
αν έχω τη ζωή σωστά είτε στραβά παρμένα,
αυτό θα 'ν' το μαράζι μου... Κρασί, λοιπόν - ποιος ξέρει
μη βγαίνει τούτ' η αναπνοή στερνή φορά από μένα

Όταν θελήσει η μοίρα μου τον κόσμο αυτό ν' αφήσω
και κάθ' ελπίδα για ζωή απ' την καρδιά μου σβήσω,
μια κούπα από τη στάχτη μου να φτιάξετε, συντρόφοι,
σαν θα γεμίζει με κρασί, μπορεί να ξαναζήσω

Ανδρέας Εμπειρίκος: Διάφανες αυλαίες



Ποίηση: Ανδρέας Εμπειρίκος
Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
1η εκτέλεση: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Δίσκος: Αγία Νοσταλγία (1993)




Είναι τα βλέφαρά μου
διάφανες αυλαίες.

Όταν τα ανοίγω βλέπω
μπρος μου ό,τι κι αν τύχει.

Όταν τα κλείνω βλέπω
μπρος μου ό,τι ποθώ.

Ασημάκης Πανσέληνος: Ύμνος στον Παρθενώνα



Του απολύτου ωραίου είσαι κορώνα,
το μάρμαρό σου είν’ άσπιλο σαν κρίνο…
(κάτι αν δεν πω για σένα, ω Παρθενώνα,
σπουδαίος ποιητής πώς θες να γίνω;)

Η Ελλάδα η ιερή κι η θεσπεσία
κοιτάει μια εσένα, μια τον αφαλό της,
όλη των Δυνατών η υποκρισία
έχει ανεβάσει εσένα σύμβολό της

Στο μάρμαρό σου ρέει θείος ιχώρας·
το λένε κι οι Ευρωπαίοι που είναι ωραίοι
στο νου και στην ψυχή, οι τρανοί της χώρας
και όλοι οι διεθνείς κατεργαραίοι

Ο δάσκαλός μου σ’ έβρισκε κολάι
ο γαλονάς για σένα θριαμβεύει
κι ο ποιητής, λεν, όταν καλοφάει,
μονάχα εσένα βλέπει και χωνεύει

Κι ο μπάρμπα Γιανακός σα φέρει πράμα,
τραβάει πελάτες γέρους, νιους, κοπέλες,
γιατί σ’ έχει κολλήσει για ρεκλάμα,
σ’ ένα βαρέλι απάνου με σαρδέλες


ΜΕΡΕΣ ΟΡΓΗΣ (1945)


Πηγή

Ηλίας Τανταλίδης: Η Κεράτσα




Ἡ κεράτσα Κρουσταλλένια ἔχει γνῶσι σὰν κουκούτσι,
     Καὶ μιὰ γλῶσσα σὰν παποῦτσι
Κι' ὅταν κάμνῃ νὰ λαλήσῃ φαναριώτικα καμπόσα,
Ὤ! νὰ διῆτε τότε πνεῦμα! ὤ! νὰ διῆτε τότε γλῶσσα!
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Χίλια λόγια της τρεχάτα.

Μὲ φακιόλι τρεμουσένιο καὶ μὲ κοντογοῦνι μῆλο
     Μὲ κορμὶ ὀρθὸ σὰν ξύλο.
'Σ ταὶς γειτόνισσες γυρίζει καὶ μωρολογεῖ τὰ ἴδια,
Κ' ἱστορεῖ τὰ δεκαπέντε της Συληβριᾶς ταξείδια,
     Κι' ὅλο πάτα, πάτα, πάτα,
     Πάγ' ἡ γλῶσσά της τρεχάτα.

Μὲ τὴν τσοῦρμα τὰ παιδιά της καὶ τὸν ἄνδρα τὸν τσιπλάκη,
     Καὶ μὲ μύδια 'ς τὸ πινάκι,
Εἰς ταὶς ἐξοχαῖς πηγαίνει, κ' ἐκεῖ πιάνεται, μαλλώνει,
Μὲ τσυριὲς καὶ μὲ κατάραις κάθε ἄνθρωπον φορτώνει˙
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Χίλια λόγια της ἀφράτα.

Δίχως ν' ἀγριομαλλώσῃ καὶ νὰ δείρ' ἢ νὰ ταὶς φάγῃ
     'Σ τὸ λουτρὸ ποτὲ δὲν πάγει.
- «Ἡ κεράτσα, ποῦ δὲν εἶχε εἰς τὰ ροῦχά της τριφύλλι,
(Ἔλεγε μίαν ἡμέραν, καὶ μὲ σουφρωμένα χείλη,
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Λόγι' ἀράδιαζε τρεχάτα).

Ποῦ ἡ νειόνυφή της κόρη βγῆκε δίχως νὰ τὴν ράνουν,
     Δίχως δαγερὲ νὰ βγάνουν,
Νὰ ζητῇ τὴν μισὴ γούρνα ὁποῦ ἔπιασα νὰ πιάσῃ,
Μὲ κουρελιασμένον τρύφτη καὶ ξεγανωμένο τάσι;…
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Νὰ ἰδῇ ἡ γουρλομάτα!

Ποιά ἐθάρρεψε πῶς εἶμαι; καμμιὰ τάχα τιποτένια;
     Ἐγὼ εἶμαι Κρουσταλένια,
Συννυφάδα τῆς Μαριώγκας ποὖχ' ἡ Φρόσω τοῦ Μιμήκου
Παρακόρη τῆς δευτέρας παρακόρης τοῦ Κυζίκου.
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Νὰ ἰδῇ ἡ σκαλοπάτα!»

Μὲ τὸν μέθυσόν της ἄνδρα ἡμερόνυκτα τὰ ἔχει,
     Καὶ πολλάκις τοῦ ταὶς βρέχει
Καὶ ἀφ' οὗ τὸν τσουμαδίσῃ ἔχει τὰ ὑστερικά της,
Κι' ἀραδιάζει γιὰ ταὶς προῖκαις καὶ τὰ διαζύγιά της,
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Χίλια λόγια σὰν σαλάτα.

- «Ἔξω, σκύλ', ἔξω τὸν λέγει, ξεκουμπίσου μὴν ἐμβαίνῃς,
     Ἢ 'ς τὸ κάτεργο πηγαίνεις˙ »
Φαγί θέλεις; πέτραις σκάσε! τώρα 'γὼ νὰ ξεπορτήσω,
Μὲσ' 'ς τὴν Πρωτοσυγγελία τὰ ρουχάκια μου νὰ σχίσω,
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Καὶ νὰ διῇς, Μπεκροκανάτα!

Μέσα 'ς τοῦ Ἁγίου Μέγα τὸ γιατάκι θὰ χωθῶ
     Νὰ τὸν ξεμολογηθῶ.
'Σ το πατριαρχεῖο φίλον κ' ἕναν εὐταξία ἔχω,
Καὶ εἰς τοῦ Πριμικηρίου κάθε δεκαπέντε τρέχω,
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Νὰ μὲ διῇς, Μπεκροκανάτα!

Ἕνα ἔχω χωρισμένο καὶ 'ς τὸ χέρι ἄλλον ἕνα
     Σὲ χρειάσθηκα κ' ἐσένα». -
Τοίχου, τοίχου κονδυλώντας αὐτός μόλις τὴν ἀκούει,
Καὶ αὐτὴ μὲ τὴν γαλέντσα τὸν φωνάζει καὶ τὸν κρούει,
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Ἔξω τὸν Μπεκροκανάτα

Δυὸ βαθμοὶ ἀκόμη λείπουν ἀπὸ τὴν κερατσιτσιά της
     Νὰ τὴν φύγουν τὰ μυαλά της˙
Κ' εἶναι λόγος ὅτι μέλλει νὰ σταλθῇ 'ς τὸν Κουδουνά,
Κι' ἂς φωνάζῃ μ' ἁλυσίδες τότ' ἐκεῖ παντοτινά,
     «Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα»,
     Σὰν τὴν λυσσιασμένη γάτα.


Πηγή

Ηλίας Τανταλίδης: Παίγνια




Ἐσεῖς ποῦ τῆς ἀγάπης βυζάξατε τὸ γάλα,
Ἀκόμη, δὲν μὲ λέτε νὰ πάθω ἔχω κιἄλλα;
Μικρὴ μικρὴ 'ς τὰ χρόνια ἀγάπησα μιὰ νέα,
Τρελλὴ σὰν χελιδόνι, σὰν πέρδικα ὡραία.
Δυὸ χρόνια μὲ παιδεύει, τὸ αἷμά μου τὸ πίνει,
Κοντά της δὲν μὲ θέλει, νὰ φύγω δὲν μ' ἀφίνει.
Τὴν λέγω -Ἔλα ἔλα, χρυσό μου Ἀγγελάκι,
Κ' ἐκείνη -Σκάσε σκάσε, μὲ λέγει, Διαβολάκι˙
Τὴν ἀγαπῶ τὴν λέγω, τὸ στόμα μου στουμπώνει˙
Ἀγάπα με τὴν λέγω, κ' ἐκείνη με κακιώνει.
Λαλῶ, τὴν πιάνει βούβα˙ σωπαίνω, μὲ κουφαίνει.
Γελῶ, τὰ κατεβάζει˙ θυμώνω, ξεθυμαίνει.
Θεέ μου! πῶς λυσσιάζει ἂν ὁμιλήσω ἄλλην!
Καὶ τί δὲν ὑποπτεύει ἂν σιωπήσω πάλιν!
'Σ τὸ πεῖσμά μου, κι' ἀκόμη 'ς τὸ πεῖσμα τὸ δικό της,
'Σ τὸ στῆθος ἔχ' ἀγάπη, κι' ὀργὴ 'ς τὸ πρόσωπό της.
Ἀγάπη ναί, ἀγάπη τὸ διαβολάκι ἔχει.
Ἀλλέως ὅταν φεύγω, κατόπι μου πῶς τρέχει;
Πῶς κάμνει πῶς κοιμᾶται διὰ νὰ τὴν κυττάξω;
Πῶς κάμνει πῶς θὰ πέσῃ διὰ νὰ τὴν ἁρπάξω!
Τὴν λέγ' -Ὁρίστε τοῦτο! τὰ φρύδια κάτω σέρνει.
Νὰ τὸ κρατήσω κάμνω; τ' ἁρπάζει καὶ τὸ παίρνει.
Τὴν κυνηγῶ, μὲ φεύγει˙ μὲ κυνηγᾷ ἂν φεύγω.
Ἐμβαίνει πρὶν νὰ ἔμβω, καὶ 'βγαίνει πρὶν νὰ ἔβγω.
Καμώνεται πῶς φεύγει καὶ πάντα εἶν' ἐμπρός μου.
Ἂν ἔλθω, λέγει -Φύγε! Ἂν φύγω -Ποῦ πᾶς, φῶς μου;
Κοιμοῦμαι, μὲ φυλάγει μονάχη ἀπ' ἐπάνω.
Ἐξύπνησ'; ἂν τὴν πιάσῃς˙ σὰν ἀστραπὴ τὴν χάνω.
Ἀλλοῦ ἐνόσῳ βλέπω ς' τὰ μάτια μὲ κυττάζει.
Ἐγύρισα, τὴν εἶδα; τὸ βλέμμα της τ' ἀλλάζει.
Μὲ τέτοια μὲ παιδεύει παράξενα παιχνίδια,
Καὶ μ' ἔχει ὅλ' ἡμέρα 'ς τὰ βάσανα τὰ ἴδια.
Δὲν πταῖς ἐσύ, μικρό μου˙ -ἐγώ, ποῦ νὰ μὴ σώσω!
Ποῦ πῆγα τόσον νέα εἰς πίκραις νὰ σὲ χώσω.
'Σ τὸ στόμα σου ἀκόμη ἐμύριζε τὸ γάλα.
Δὲν ηὗρα ν' ἀγαπήσω κορίτσια πιὸ μεγάλα;


Πηγή


Ηλίας Τανταλίδης: Ο ποιητής



Αὐτὸν ἐδῶ τὸν βλέπετε μὲ φρύδι' ἀνασυρμένα,
Μὲ σουφρωμένο μέτωπον, μὲ μάτια βουληγμένα;
      Σωπᾶτε κ' εἶναι Ποιητής!…
Μὲ τῆς πικρίας τὸ ραβδὶ τὰ σύμπαντα θὰ δείρῃ·
Γιανίτσαρος τῶν Ποιητῶν, ἁρπάζει τὸ σατίρι,
      Καὶ θὰ φανῇ Σατυριστής.

Σατυριστής… Ὡς κεραυνὸς βαστᾷ τὸν κάλαμόν του,
Τὰ βέλη του ἐβούτησε 'ς τὸν βραστερὸν θυμόν του,
      Φαρέτραν κρέμασε διπλῆν˙
Ἀπόλλων νυκτοπρόσωπος τεντώνει τὸ δοξάρι,
Τὸν κόσμον ὅλον σύσσωμον ὁ Διάβολος θὰ πάρῃ
      Μὲ πρῶτον τίναγμά του… Πλὴν

Ἐσκάλωσεν ἡ εὔροια τῶν στίχων του˙ σταθῆτε˙
Ἀκοῦτε τὸν Σατυριστήν; ἀγανακτεῖ, λυπεῖται,
      Τὸν κάλαμον συχνοβουτᾷ˙
'Σ τὰ εἴκοσί του δάκτυλα τὰ μέτρα συλλαβίζει,
Ἀλλάζει τὸ τετράδιον, τὸν ἵδρων του σκουπίζει,
      Τὸ καλαμάρι του πετᾷ.

Μὲ τὰς σβυσμένας λέξεις του λουλούδια σχεδιάζει.
Τοῦ στίχου ἡ κατάληξις ὀλίγο δὲν τεριάζει
      Καὶ τὴν ζητεῖ 'ς τὰ λεξικά.
Φυσᾷ, σφυρίζει, ξύνεται, ἀνάλατα τὰ κρίνει,
Καὶ σβύνει, γράφει ἄτυχα, καὶ σβύνει, γράφει, σβύνει.
      Ὤ! τί δεινὰ ποιητικά!

Πλὴν νὰ σού τον… ἐμπνέεται˙ τὰ φρύδια διέτε κάτου.
Ἐπῆρε δρόμ' ὁ κάλαμος˙ γελοῦν τὰ βλέμματά του.
      Ἰδέ, συνέλαβε, θαρρῶ.
Ἐγγαστρωμέν' ἡ Μοῦσά του 'ς τὸν σκάμνον πρὶν καθήσῃ,
Θ' ἀποβαλθῇ παράκαιρα, καὶ μέλλει νὰ γεννήσῃ
      Τετραμηνήτικο μωρό.

Ἐγέννησε… ἀκροατὰς ζητεῖ νὰ τ' ἀναγνώσῃ.
Φευγιό, παιδιά! τί στέκεσθε; θὰ μᾶς καταπλακώσῃ.
      Ἄφες μας, ἄφες, Ποιητή!
Νὰ ζῇ τὸ νεογέννητο! τ' αὐτιά μας μὴ πειράζῃς·
Εἰν' εὐτυχὲς τὸ Ποίημα, καὶ νὰ μᾶς τὸ διαβάζῃς
      Εἶν' τιμωρία περιττή.


Πηγή

Ingmar Bergman: Άγριες φράουλες







Ingmar Bergman: Χειμωνιάτικο φως





Tennessee Williams: Χαιρετισμούς από τη Βέρθα










Μονόπρακτο γραμμένο το 1941.
Μετάφραση Νίκος Γκάτσος. Σκηνοθεσία: Βασίλης Νικολαΐδης.
Ερμηνείες: Μαίρη Αρώνη, Ντίνα Κώνστα, Ναταλία Τσαλίκη.
Ηχογράφηση: 1988.