Τετάρτη 29 Μαΐου 2019

Ορέστης Αλεξάκης: Πρόσφυγες




Διωγμένοι από την όμορφη πατρίδα
τώρα στους δρόμους των γυμνών ωρών

νομάδες ουρανών
αλιείς άστρων

εμείς
οι δόλιοι πρόσφυγες
του απάνω κόσμου


Η ΛΑΜΨΗ (1983)

Ορέστης Αλεξάκης: Passato la fiesta




Έρχομαι λοιπόν ουρανέ μου
Ιδού εγώ επιστρέφων
Ιπτάμενος
Στα φτερά μιας σεμνής πεταλούδας
Ή στη ράχη της ελικόπτερης μέλισσας

Σε πολιτείες ημίρρευστου φωτός
όπου επιπλέουν αγάλματα
σπατάλησα τη σκόνη των ημερών
Συγκόμισα καρπούς – άμμο και χιόνι
Και πίκρα πολλή των διόδων
Τώρα ωριμάζω προς τη μοναξιά
Χαίρετε μικρά θαύματα της ύλης
Το σώμα μου μικραίνει
Λιγοστεύω
Δεν έχω σώμα πια να κατοικήσω
Ελαφρά αναθρώσκω προς το άπειρο

...................................................

Σημείωση για τον σκηνοθέτη:
Εδώ
Ακούγονται υπόκωφοι κρότοι
Μια φούγκα εγχόρδων Στο βάθος
ωχρά κλάξον κι απόμακρες
ιαχές αναστάσεων

Σταθερά κι ανεπαίσθητα
η σκηνή σκοτεινιάζει

Και πόσο βάθος Κύριε σ’ ένα τρίμμα αγάπης

Και πόση μουσική ουρανών
μέσα σε πάμφθηνα πράγματα


ΟΙ ΚΟΝΔΟΡΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΠΡΑΝΕΣ (1982)

Ορέστης Αλεξάκης: Πάροικος




Καθώς αμάξι γέρικο που τρίζει
Το σπίτι προχωρούσε στο σκοτάδι
Κουβαλώντας βαρύ φορτίο μνήμης

Μέσα η γριά με το μαβί κεφαλομάντιλο
Τα χέρια βουτηγμένα στο ζυμάρι
Το κουκούτσι της ψυχής λησμονημένο
Στα δικά του βυθισμένα παρελθόντα

Η Μαρία εντεκάχρονη κι ανώνυμη
Παρείσακτη στον κόσμο των δικαίων
Βιαζόταν κι άνοιγε φεγγίτες
Πότιζε αυγές μην ξεραθούνε
Ξεδίπλωνε ηλιοβασιλέματα

Πότε πρόλαβε κι αγκάλιασε θημωνιές;
Πότε πρόλαβε και φίλησε μαργαρίτες;
Πότε ταξίδεψε η Μαρία; Και τώρα
Εκατομμύρια πρόσχαρες παιδούλες
Κρυμμένες στ’ άστρα τους

Θα σου δώσουμε νερό να ξεδιψάσεις μου λένε
Θα σου ανοίξομε και άλλα μάτια πιο μέσα
Έχομε κι εμείς το δικό μας στάρι
Εσύ τι ξέρεις από ουρανό

Εγώ δεν ξέρω, βέβαια, λησμονήθηκα
Χρόνια σ’ αυτή την όχθη καρτερώντας
Τον σπλαχνικό ψαρά που θα με βγάλει αντίπερα

Εκεί που κύλησε το πρώτο πορτοκάλι μου
Εκεί που τα παιδιά βρήκαν τον κήπο τους
Κι οι γέροι με μια φλόγα πάνω στο κεφάλι τους

Μοιράζουν κάστανα στους ξυπόλητους


ΟΙ ΚΟΝΔΟΡΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΠΡΑΝΕΣ (1982)

Ορέστης Αλεξάκης: Ενδόκοσμος (Γ. Μαρία των άστρων)




Τώρα που βλέπω τη μορφή σου στη φεγγοβολή της
Ανατρέχω στις επίγειες αστροφεγγιές μας
Σ' αυτό το ρίγος από λίμνες κι αθέατα δάση
Σ' αυτό το φέγγος από αναπόληση και γυρισμό

Σ' έλεγα Μαρία για να σε διακρίνω
Από τ' άπειρα θαύματα των διαλογισμών μου
Για να δίνω πρόσωπο στους καθρεφτισμούς σου
Σ' έλεγα Μαρία για να σε κρατώ

Στο σπίτι που σε σκοτεινούς καιρούς ανθοφορούσε
Πριν σιδερόφραχτοι χειμώνες το γκρεμίσουν
Ήταν η έναυλη σιωπή σου μνήμη πατρίδας
Ήταν το δάκρυ σου έκλαμψη προσμονών

Ξέρω πως ψάχνεις να με βρεις στα μέσα σου άστρα
Κι εγώ σε ψάχνω ανάφτερη στα λυκαυγή μου
Πώς ζήσαμε τόσο κοντά του χωρισμού το στρόβιλο
Και τώρα πια πώς σμίγουμε σε μια στιβάδα φως


ΟΙ ΚΟΝΔΟΡΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΠΡΑΝΕΣ (1982)

Ορέστης Αλεξάκης: Βιογραφικά




I

Πρώιμα γεννήθηκα στη φλούδα των καιρών
Δεν ενσαρκώθηκα ολόκληρος
Έμειναν άνεμοι στις άκρες των χεριών μου
Ρίγη ουρανών στο δίχτυ των φλεβών μου
Ανεξιχνίαστο άπειρο στο στήθος μου όπου
Ιχνηλατούν τ’ οριακό σκοτάδι μου
Διάττοντες μνήμης


II

Κάποτε χάνω το πρόσωπό μου και μάταια ψάχνω
Να βρω σημάδια τόπου και χρόνου

Γίνομαι τότε κάτι σαν ένα ρίγος
Που διαπερνά τα πράγματα και τις εποχές τους

Σαν επιστρέφω τρέχω στον καθρέφτη
Αναζητώντας πάλι τον εαυτό μου

Ανακαλύπτω στο βυθό των ματιών μου
Ίχνη ξένων βλεμμάτων


III

Κρύβονται κι άλλα μυστικά στην ύπαρξή μου
Για παράδειγμα ο βόμβος των μελισσών
Το μνημειώδες κελάρυσμα των νερών
Νυχτερινών εντόμων φωταψίες

Όλα τούτα είναι σώμα μου και τα νιώθω
Όπως τα δάχτυλα ή τα χείλη μου
– αλλά ποιος είναι
Ο μικρός καμπούρης νάνος που διαβάζει
Στο κλειδωμένο υπόγειο της ψυχής μου
Μ’ ένα κερί μισοσβησμένης μνήμης
Μυστηριώδη έγγραφα προκτητόρων;



ΟΙ ΚΟΝΔΟΡΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΠΡΑΝΕΣ (1982)

Γιωργής Κότσιρας: Εγκώμιο (7)




Σηκώθηκες να ξαναδείς
Το σύνθημα χαρμόσυνο του ήλιου

Να ξεντυθείς τις έγνοιες σου
Στο χρώμα τ' ουρανού σου
Ροδοσταμιά στο χάραμα το μακρινό.

Όλα είταν ένα και το χτες και το αύριο

Ώρες που ανοίγουν φύλλα τα λουλούδια
Και παραστέκει από ψηλά της Σαλαμίνας η Θεά

Ουρανομέτωπη Θεά η ελληνική
Με κέρινα τριαντάφυλλα στο χέρι.

Παρθένα Παναγιά ρόδο μου αμάραντο
Μέρες του Μάη που οργιάζει η πεταλούδα
Κι ο ύπνος μερμηγκιάζει με όνειρα

Θαμπωτικά στάζει απ' τη χλόη μια μουσική!


Η ΛΑΜΨΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΡΑΣ (1983)

Γιωργής Κότσιρας: Εγκώμιο (5)




Σύννεφα σκοτεινά
Θάμπωσαν τη μεταξωτή σου αιθρία
Και στα φτερά του ράσου του ο παπάς
Σκέπαζε το νησί στη βαρυχειμωνιά

Κι άλλοτε η δίψα σου για λευτεριά
Σε τρομαγμένες ώρες
Πλάνταζε τις φωνές των αγριμιών!

Μάτια σκαμμένα στη νυχτερινή σου αγρύπνια
Να κρύψουν πάσχιζαν το βάσανό σου

Κι όταν κανοναρχούσαν τρικυμίες τη θάλασσα
Μεθούσε φως η ελληνική ψυχή
Μακριά αγναντεύοντας το γέρο ωκεανό.

Χαράς κι ελευθερίας ελπίδα αδούλωτη

Κι έκρυβες προαιώνιο θησαυρό
Το γούμενο στο εξωτικό νησί.


Η ΛΑΜΨΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΡΑΣ (1983)

Γιωργής Κότσιρας: Εγκώμιο (3)




Η χλόη τρυφερή στην ιστορία σου

Το χώμα καίει στο εκμαγείο σου
Για να χαράξει τις αδρές ρυτίδες της
Η αγρύπνια στων προγόνων τη ματιά.

Η φωτεινή συνείδηση απ' τους πελασγούς

Ίωνες στην κιονόκρανη κορμοστασιά
Με ξίφος στη θηκάρι αγέρωχο
Πατρίδα με τη θέρμη του Ήλιου

Στο παρελθόν προμήνυμα απ' το μέλλον!

Στο μετωπό σου ξέσκεπο και στα νερά
Λάμπει το αστέρι με δροσιάς αφρούς
Κι ένα φεγγάρι κάθε τόσο ραγισμένο.

Πόσοι δε βρόντηξαν από τον ουρανό θυμοί
Να σπάσουν τα παραθυρόφυλλά σου!

Ζης θαλερή στη φλόγα της σπιθοβολής
Με το ψωμί επιούσιο ευαγγέλιο

Κι έχεις στη θύμησή σου τη φωτιά
Σταυρό το ξίφος με το λιανοντούφεκο
Και το κρυμμένο σκοτεινό μαργαριτάρι

Πόσο το μέλλον φτάνει αργά στο παρελθόν!


Η ΛΑΜΨΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΡΑΣ (1983)

Γιωργής Κότσιρας: Εγκώμιο (1)




Να σε φωνάξω μέσα από τη μνήμη;

Κυλάς εδώ καθώς από το χέρι
Σ' έχουν πάρει πια οι νεφέλες

Εδώ που η Κύπριδα έχει αναδυθεί
Με τους γυαλιστερούς λαγόνες
Γυναίκα περπατώντας χλοερά νερά.

Κύματα κύματα η καρδιά του αφρού
Καθώς τα μάτια σφάλισες
Νύχτα να γεννηθείς
Σε βαθουλώματα που λάμπουν άστρα

Και η Σελήνη διπλομέτωπη
Σε μυστηριακή γιορτή
Κοιτούσε εκστατική το περιγιάλι.

Αποχαιρετισμός του Ορφέα- Θεέ!
Τι νύχτα φοβερή στο βάρος του νερού
Τι όραμα καθώς αναδυόταν η μορφή σου
Τι πέτρες στο νερό γυναίκα όλο μαργαριτάρι!

Αξέχαστη εποχή
Που σε πατρίδα ο έρωτας έχει υψωθεί
Στη χώρα τη θαλασσινή την Κύπρο
Κύπριδα- Ελένη

Όπου σας όρισε να ζήτε ο Απόλλων.


Η ΛΑΜΨΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΡΑΣ (1983)

Λευτέρης Πούλιος: Ερωτική γεωγραφία




ΑΓΑΠΗ γιγάντια εσωτερική εκκρεμότητα·
μήλο μουσκεμένο από σειρήνες
σε πιάνω ενώ η πραγματικότητα κατρακυλάει
μέσα απ' τα χέρια μου.
Κυνηγάω το όραμα με τα τραγίσια ποδάρια μου
βλέπω τον κόσμο να χάνεται μέσα στην απεραντοσύνη
της μηχανοκρατίας.
Ένας αρχαίος ουράνιος τρόμος με καταδιώκει
Αιθεροβατώ λυσσάω εξαίσια
εσύ κολυμπάς σ' ένα πέλαγο ματιών
κυλάς σαν ένα ποτάμι γεμάτο φεγγάρια.
Πάνω στα σκαλοπάτια τα ψόφια μας χάδια
μέσα στο δρόμο ποδοπατούν το φιλί μας
σε μια αστυνομική κλούβα φυλακισμένο το χαμόγελό σου.


*


ΠΡΟΣΤΑΞΕ τα σκυλιά σου που κάθονται
κάτω απ' τη βερικοκιά της αυλής
να με ξεσκίσουν, την καρδιά, το σηκώτι μου
κι ό,τι περιστοιχίζει τη σκέψη μου.
Εξ αιτίας της ομορφιάς που έχεις
όπως εγώ τις κοσμικές μου δονήσεις
προσφέρω τ' όνομά μου στη λήθη.
Αγάπα με, χάιδεψέ με, λιώσε με στο στόμα σου
διώξε από πάνω σου την αόριστη μελαγχολία
να ο καθρέφτης που μέσα του ταξιδεύεις.
Κυρία, αναισθητίστρια, αμαζόνα
άνιμα
ανακουφίστρια των πληγών του πραγματικού
μάγισσα παραδόξων εικόνων του πονηρού.


*


ΘΕΛΩ να σε πλάσω με λέξεις που καίνε και παραληρούν
εδώ στο παλαβόσπιτό μου.
Καθισμένος πάνω σε μια στραβοπόδαρη ακτίνα του φεγγαριού
στο καπάκι ενός κόσμου που βράζει
ακούγοντας γέλια από αόρατες κοιλιές
σκάβω τη μεγάλη κραυγή των ανθρώπων.
Πάνω σου τα λόγια μου άφηνε να συνδέονται.
Υπάρχει ο έρωτας
όπως υπάρχουν στεναγμοί φυλακών
μ' ένα μάτι τρελό κι αχαλίνωτο π' αγναντεύει την άβυσσο.
Υπάρχουν σεμνές σιωπές πλάι στο λυγμό
και το ψωμί ξεριζωμένο απ' το σκληρό χώμα.
Υπάρχει η αγάπη
όπως υπάρχει μέσα στα ανάθεμα της εργατιάς
η εκμεταλλεύτρια τάξη
και το απερίφραστο μπλε του θανάτου.
Υπάρχει ο έρωτας
όπως ο άνθρωπος χτισμένος σ' ένα θεμέλιο από δάκρυα.


*


Ο ΑΝΕΜΟΣ μαίνεται στις κόκκινες ανθήσεις
Το κορμί σου μέσα σε βελουδένιο τρεμούλιασμα
Τα χείλη του του αιδοίου σου σε σχήμα φασματικού τριαντάφυλλου
Το χέρι μου είναι ένα κι ένα για το στήθος σου
Οι φλόγες του δέρματός σου είναι η Τροία
Ο Αχιλλέας είναι στο άρμα των μαλλιών σου
Πάνω στον κόρφο σου παίζουν οι Μπητλς
κι ο πόθος δεμένο με κρατεί
στην άκρα γη που κόβεται
στ’ αυτί σου που ακούει την πτώση.


*


ΦΙΛΙ στο φιλί διασχίζω την ήπειρό σου
καλπάζω σα ζώο μαστιγωμένο στις πεδιάδες σου
στα ποτάμια και στις πόλεις σου
μέσα απ’ τους δύσβατους δρόμους του αίματος
κυνηγώντας το όπαμα της ηδονής.
Μαζί σου μεθάω και φτύνω
την άγουρη ομορφιά που ΄ναι ο κόσμος.


*

ΤΑ ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΑ φιλιά μας
μπορούν να διατρέξουν τον κόσμο όλο
αλλά η αγάπη δε μπορεί να σβήσει τις αποστάσεις
που μας χωρίζουν αιώνια
τον ένα απ’ τον άλλο.

Είσαι ένα νησί κατοικημένο από φωνές
και όστρακα
κι ήρθα σε σένα σα ναυαγός
ν’ αγγίξω το θαμμένο μέλι
στα σκοτεινά πέταλα των γοφών σου.


*


ΗΡΘΑΝ τα χέρια μου να μελετήσουν
τον άσπρο χάρτη του κορμιού σου, γυναίκα
με δέρμα λείο και στερεό
κυλώντας σαν ένα τόπι την υλική σιωπή.


*


ΤΟΝ ΗΧΟ ΤΟΥΤΟ της σιωπής ίσως να μην τον ερμηνεύεις
καθώς το στόμα σου γλείφει το σώμα μου
βασίλισσα στη χώρα της αθωότητας και της ενοχής.
Σπαθιά φτερουγίζουν γύρω μας και φρουρούν το φιλί μας.
Οι σωλήνες του καλοριφέρ βήχουν μες στο δωμάτιο
και στοιβάζονται στο μπάνιο κύματα του ηλεκτρικού.
Αυτή τη στιγμή βγάζεις διάτες και κηρύττεις τον πόλεμο.
Έξω στο δρόμο αγίους αποκεφαλίζουν
και κρεμάνε πουτάνες.
Ώρες τυφλές, πράξεις και λόγοι, αλήθεια
και ψέμα όλα είναι ένα.
Στις κούνιες μωρά ασφυκτιούν
στις πλατείες στρατοί συνάζονται και σκορπιούνται
κι όλα είναι ένα καθώς τα κορμιά μας
σμίγουν σε μια συνουσία αλλόφρονη.


*


ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΛΑΝΗΤΙΚΟ κύμα θα χαθεί.
Τώρα που η ψυχή σήκωσε την κεραία της
τίποτα να μην ταράξει την ώρα σου.
Εδώ χαρήκαμε το κορμί σου
και το κορμί μου.
Η δύναμη που μας κρατάει ψηλά
είναι αυτό το κύμα.
Πώς να σου μιλήσω για πράγματα που είναι
αβάφτιστα μέσα μας;
Ας κινηθούμε κι ας ακολουθήσουμε το κύμα
στην επόμενη εύνοιά του.



ΤΟ ΑΛΛΗΓΟΡΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ (1978)

Μιχάλης Κατσαρός: Η Μπαραμπαντού




Η Μπαραμπαντού έβγαλε Ορέστη
και νά την θέλει οίκο ν’ ανοίξει.
Κι έφερε ένα βαλιτσάκι –πού;–
  την αθλία – στην Ιντερνασιονάλ οδό.

Σκέψου απέναντι στον πύργο του δουκός
  με όλους τους αλιείς μαργαριταριών
  και μ’ όλα τα σέα και μέα.

Μας παριστάνει η Μπαραμπαντού τον άνδρα
Κι άνοιξε σπίτι ντύθηκε πριγκίπισσα
  – πέταξε τα μεταξωτά –
και μπάζει κόσμο και προσκεκλημένους
και τί χορούς και τί κρασιά και εβίβα.

Μα τί έχει και ο πρίγκιψ ο απέναντι
θυμώνει και ζητά πληροφορίες
αν
η Μπαραμπαντού έχει ολίγη τσίπα αν
  κοκκινίζει
      από ντροπή
με σπιτικό και με μπαούλο – πόσο θα
  κρατήσει.
Και βάζει κατασκόπους και ανθρώπους
να της το κλείσουν.

Μα εκείνη δεν υποψιάζεται τίποτα.
Ο πρίγκιψ πλούσιος επιτίθεται·
αυτή η νέα Πρίσκιλα μες Ορέστη νέο
δεν απαντά
νομίζει ότι δεν τη βλέπουνε.
Στο κάτω κάτω τί
αν ο πλούσιος αντίπαλός της
τη νικήσει
αυτή Μπαραμπαντού ήτανε
Μπαραμπαντού θα μείνει
και είναι έτοιμη η αθλία
να φωνάξει από τώρα:
Έ! Μαέστρο ντα-κάπο.


4 ΜΑΖΙΝΟ (1982)

Έκτωρ Κακναβάτος: Αιμόλυση




Για τ' όνειρό σου που μαχαιρώσανε στο υπογάστριο
τα πελώρια μάτια του, το χώμα
μούσκεμα στα ευθύφωνα
ρωτώ γι' αυτά και τ' άλλα που αποσιωπήθηκαν
για την πληγή μας
που έγινε ακατοίκητη.
Απ' την καταπακτή ξεμύτησε το σαμιαμίθι
 νύχτα το σκοινί της
το λεπίδι γλείφει τ' αχείλι του κόψε και κόψε
ολημερίς λαιμούς
ποιος κυνηγά το σφάχτη του;

η αιωνιότητα σέρνει πάλι το ξυλένιο της ποδάρι
κρότος
εδώ ξέρα
τριγύρω πέλαγο στεγνό κι ουρανός
άδειο κασόνι από ρέγγες,
τυμπανιστή τι τα 'κανες τα κόκκαλά σου;

Αδειάζομε τις τσέπες μας από εχτρό και ψίχουλα
η νοσταλγία το μπότζι της, ρωτώ το μαύρο
το κίτρινο το χρυσαφί μην είναι αυτά που θάψανε
το μόνο μου φωνήεν.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Έκτωρ Κακναβάτος: Ελλειψοειδής φιάλη




Διότι κατανυκτικώς τα χελιδόνια, που εννοείς
δεν ήρθαν φέτος,
διότι εσένα υπαινίσσομαι περιπαθή αυστριακέ
κατά κόσμον Δημήτριε
ότι σαράντα πλέθρα είτανε ξαρχής το μέτωπό σου
κ' είχε να πάρει απάνω κι άλλο
ότι το 'σβησε τ' αχνάρι μας άνεμος δυτικός χειροδικώντας.
Ρωτάμε πού και πότε χάθηκε η παραβολική μας πτήση,
πού είναι η χαρακιά που σύραμε στη γης
πού οι διαβήτες, πρώτος σερνάμενος και δεύτερος
και πέμπτος διασκελισμός κι ο διακόπτης
που σωπάσαμε;
Η σαρανταποδαρούσα μέσα μου δεν σε βρίσκει πια
φευγάτο και παράνομο
σκόρπισες και πας τ' ανέμου
έχασες κέντρα και αξόνια και τα ξιφήρη
χελιδόνια φέτος
ω και τούτη τη φορά Δημήτριε.
Η λέξη κάγκελο σκούζει που περνάς ο αυριανός
ο άταφος,
η χαλυβουργία πίσω σου ξεφωνίζει  ε γ ώ
μέσα στον παγετώνα,
δοξάρι αγριεμένο με γερακοκούδουνα κρούει
κρούει, χάνομαι.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Έκτωρ Κακναβάτος: Τοπίο με φλύκταινες




Δεν γίνεται αλλιώς σου λένε, τέλειωσε.
Ας πάει να μας κόβουνε εμένα εσένα
τα λειβάδια και τις φάμπρικες λουρίδες
κι ας μην αφήσουνε του αγέρα όχι προβιά
μα ούτε ίσκιο του συννέφου.
Του κάκου σου εξηγώ,
τι να την κάνεις την εξήγηση σα δεν έχεις
το νεφρί να στήσεις στα περάσματα μυδράλιο
τη ραχοκοκκαλιά σου
να τους γαζώσεις
ρίχνοντας απάνω τους και το στερνό σου κότσι
κι ας πάει να γεμίσει ο τόπος φλύκταινες
πελεκούδια ενέδρες σακατεμένα ασβεστοκάμινα
προσευχές τα ρέστα του εισιτηρίου μου
το μισό κορμί σου μια οργιά φυτίλι
που όλο τρίβεται απάνω μου και δε λέει ν' ανάψει.

Τέτοιο σκυλί που είμουνα και λυσσασμένος
δέθηκα χαμηλά σε κεφαλαίο ταφ
συνέχεια μού ρίχνανε απ' τα μπαλκόνια τους
με γκλοπ με φόλα με ό,τι νάταν
λίγο πιο ύστερα με θέλανε πάλι ηλεκτρολόγο τους
τσέπες γεμάτες κατσαβίδια καλώδια πρίζες
βερνίκι τα μαλλιά χωρίστρα ωραίος
η αγωνία τους έκανε πεζοδρόμιο
μου κολλούσε τρις την ώρα
δεν ύπαρχε τρόπος να ξεφύγω
μόνον ο λεξικογράφος Αναστάσης Ορλόφσκυ
γυάλιζε πού και πού τα ομοιοκατάληκτα.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Έκτωρ Κακναβάτος: Σονατίνα μ' ένα πλήκτρο




Ασήμι γυάλινο, η ψύχρα
χαράματα minores.
Στυφή συκιά η αίσθηση να υπάρχεις
το ατελείωτο που κίνησε πηλίκον
κι ο που ευδόκησε τόση διαίρεση άφαντος
μες στην ενάργεια των θαυμασίων.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Έκτωρ Κακναβάτος: Υποδορίως




Να γιατί κάθε αναφώνηση του αέναου είναι κλητική,
όπως η οίηση στις παραλήγουσες.
Ο λυρισμός γδύνεται το λοφίο του γίνεται αφή
το σκοτάδι αντιθέτως, είναι δρόμος, αλλάζει:
άρτος, ύστερα φύσημα.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Κυριακή 26 Μαΐου 2019

Ιάσων Δεπούντης: ωστόσο και νέα αποστολή στο διάστημα




εδώ στο στίχο & στην ποίηση βρίσκομαι στο δ
ιάστημα σε αποστολή

βλέπω πως τ' όχημα της λέξης μου είναι αριθμός

ξεκίνησα απ' την υπόθεση πως έχω τα σπαρτά στις φλόγες
πως εξακολουθώ τάχα να καίω τις σοδιές των αγγέλων
πως βλέπω τον κίνδυνο στις οριακές αφετηρίες του νου
πως βλέπω την εξέλιξη σαν μια εξωπραγματική σύλληψη
πως πιάνω τάχα στα χέρια μου υλικά του σύμπαντος

λ.χ. όνειρα προετοιμασίες αναμονές φαντασιώσεις έλξεις
λ.χ. πλήρωση κι έκπτωση στέρηση προδοσία δέος απελπισία
λ.χ. απάτες ψευδαισθήσεις σφαγές αλλοτριώσεις νεκρούς

λ.χ. πως έχω συντέλεια δική μου-μια θεωρία του διαβόλου
λ.χ. πως ανακάλυψη σημαίνει αποτυχία και κακό τέλος

πως λέω πού το πάει η κοινωνία της αφθονίας; απελπισία
πώς είναι δυνατό να λήστεψαν οι Έλληνες τη χώρα τους;
πώς είναι δυνατό να κατασπάραξαν τη γη τους λωποδύτες;
πώς είναι δυνατό να κλέψανε τα δάση της ακρογιαλιές της;
πώς είναι δυνατό να βάζουνε φωτιές να καίνε θησαυρούς;

πώς τώρα να μην αισθάνομαι ντροπή που ζω μακριά της;


ΚΕΦΑΛΙ ΑΠΟ ΡΟΛΟΪ (1985)


Σάββατο 25 Μαΐου 2019

Ιάσων Δεπούντης: [μα εδώ κάτι δοκιμάζεται πάλι]




μα εδώ κάτι δοκιμάζεται πάλι        θα φανερωθεί
η παρουσία του ποιητή στον πόλεμο των όπλων
θα γίνει εγγύηση για τη γαλήνη του τόπου

η ποίηση κάνει τότε την πρώτη της διαμαρτυρία -
συγκεκριμένα αυτό, δίνει τον ορισμό του κράτους
σε μιαν ανθρώπινη κραυγή, σε μιαν έκκληση τίμια
για συμφιλίωση, καταδίκη του πολέμου, αδερφοσύνη -

εδώ η ποίηση είναι πάλι ομόλογη με την αλήθεια
δίνει τον τέλειο ορισμό της Ειρήνης
στην τραγική κραυγή του Ανδανιέα Αριστομένη -
ποιος το περίμενε;

στα βάθη μιας ξεχασμένης εποχής
ποιος θα σκύψει υπομονετικά να βρει το σήμερα
στο χτες των Ελλήνων εμάς;


ΚΕΦΑΛΙ ΑΠΟ ΡΟΛΟΪ (1985)


Παρασκευή 24 Μαΐου 2019

John Keats: Ode on a Grecian Urn




Thou still unravish'd bride of quietness!
⁠Thou foster-child of Silence and slow Time,
Sylvan historian, who canst thus express
⁠A flowery tale more sweetly than our rhyme:
What leaf-fringed legend haunts about thy shape
⁠Of deities or mortals, or of both,
⁠⁠In Tempe or the dales of Arcady?
⁠What men or gods are these? what maidens loath?
What mad pursuit? What struggle to escape?
⁠⁠What pipes and timbrels? What wild ecstasy?

Heard melodies are sweet, but those unheard
⁠Are sweeter; therefore, ye soft pipes, play on;
Not to the sensual ear, but, more endear'd,
⁠Pipe to the spirit ditties of no tone:
Fair youth, beneath the trees, thou canst not leave
⁠Thy song, nor ever can those trees be bare;
⁠⁠Bold Lover, never, never canst thou kiss,
Though winning near the goal—yet, do not grieve;
⁠⁠She cannot fade, though thou hast not thy bliss,
⁠Forever wilt thou love, and she be fair!

Ah, happy, happy boughs! that cannot shed
⁠Your leaves, nor ever bid the Spring adieu;
And, happy melodist, unwearied,
⁠Forever piping songs forever new;
More happy love! more happy, happy love!
⁠Forever warm and still to be enjoy’d,
⁠⁠Forever panting and forever young;
All breathing human passion far above,
⁠That leaves a heart high sorrowful and cloy’d,
⁠⁠A burning forehead and a parching tongue.

Who are these coming to the sacrifice?
⁠To what green altar, O mysterious priest,
Lead’st thou that heifer lowing at the skies,
⁠And all her silken flanks with garlands drest?
What little town by river or sea-shore,
⁠Or mountain-built with peaceful citadel,
⁠⁠Is emptied of its folk, this pious morn?
And, little town, thy streets for evermore
⁠Will silent be; and not a soul to tell
⁠Why thou art desolate, can e’er return.

O Attic shape! Fair attitude! with brede
⁠Of marble men and maidens overwrought,
With forest branches and the trodden weed;
⁠Thou, silent form! dost tease us out of thought
As doth eternity: Cold Pastoral!
⁠When old age shall this generation waste,
⁠⁠Thou shalt remain, in midst of other woe
⁠Than ours, a friend to man, to whom thou say’st,
"Beauty is truth, truth beauty,"—that is all
⁠⁠Ye know on earth, and all ye need to know.

Τρίτη 21 Μαΐου 2019

Ι.Σ. Περιθειώτης: Μερικά δίστιχα για κερκυραϊκό λιανοτράγουδο με συνοδεία σφυρίχτρας




Νειοφαρισαίοι, υποκριτές, ναιναίδες, παπαγάλοι
συνέχεια σ' επαγρύπνηση πώς να φαντάζουν γι' άλλοι.
Χαζολογούν οι κύριοι, βελάζουν οι σινιόρες
κι ένα κονσέρτο ηκούετο από κούκους και μιλιόρες.
Το δείλι ο ήλιος που έγερνε μ' εθώρει λυπημένος
τι απ' την αυγή ως το σούρουπο σα νάμουν γερασμένος.
Είπαν πως έχασ' ευτυχώς κάθε του ακίδα
οδυνηρή, παράταιρος σε μια νωδών πανίδα...
Παληό κατάλοιπο είν' εδώ τ' ονόρε με ραχάτι
να βήχεις και να δείχνεσαι να πουν πως είσαι κάτι.
Σ' απόκρημνες βουνοπλαγιές αετοί είναι και πετρίτες
και μες στις σούδες ερπετά και ζάμπες και λεχρίτες.
Μες στου νησιού το πράσινο και μες στο ξενομάνι
λιγόστεψαν οι άνθρωποι εδώ, μπερκέτι οι τσαρλατάνοι.
Μες στο Μποσκέτο θα γελά στην πέτρα του ο Μαβίλης
ν' ακούει σιμά που τσαμπουνά «ποιτής» αδειοκοχύλης.


ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ (1975)

Ι.Σ. Περιθειώτης: Εκ βαθέων




Ήθελα ν' ανεβώ ψηλά-ψηλά, ναν' η κορφή του κόσμου,
νάναι πυρού καλοκαιριού πάμφωτο μεσημέρι
και κρουνηδόν στα μάτια μου να πέφτει τ' άγιο φως,
να κλείσω μες στα μάτια μου τον ήλιο - όλο τον ήλιο,
να κλείσω μες στα μάτια μου του κόσμου την εικόνα
σαν για στερνή φορά.
Ετούτος είναι ο πόθος μου - κι ο φόβος μου κρυφός -.
Ω! φίλε των ματιών, παιγνίδι εσύ της μέρας, ω φωτεινό μου αστέρι
τα μάτια σου, το φέγγος σου, τη δύναμή σου δόσμου
φτερό κ' εγώ στ' ανέμου τα φτερά
ν' ανέβω να καώ στο κάμα το δικό σου
προτού το πλούσιο σπίτι μου γίνει φτωχό κι ανήλιο
κατάκλειστο κι απόμερο σε σκοτεινό χειμώνα
προτού να γίνει ανάμνηση... στα μάτια μου το φως σου.


ΣΤΥΦΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ (1963)

Ι.Σ. Περιθειώτης: Απάνω σε μια βρύση




Ενώ όλα λεν πως ζω και βασιλεύω
αντίθετη όλως η δική μου γνώμη
και μια έγνοια μούγινεν απανωγόμι:
μεσημεριάζω τάχα ή βασιλεύω;
Και ψάχνω κι απορώ κι ανασκαλεύω
να δω τι γίνομαι κι αν ζω ακόμη
αν λειτουργούν του λογικού μου οι νόμοι...,
αν έρχομαι ή μήπως αλαργεύω.
Άνθρωποι δεν υπάρχουν να ρωτήσω
με τριγυρίζουν όλο πεθαμένοι
και τους μιλώ κι εκείνοι δεν μιλούνε
τότες λοιπόν με ποιόνε να μιλήσω...
Μπορεί και νάναι γλωσσολαθεμένοι.
Να ξέρανε τουλάχιστον ν' ακούνε.


ΣΤΥΦΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ (1963)

Ι.Σ. Περιθειώτης: Το είδος




Εψήθηκαν οι σκέψεις μου στη φλόγα της καρδιάς μου
κ' είναι στυφές στη γέψη τους οι αλήθειες οι δικές μου,
ωσάν τα πετροβλάσταρα σε ηλιοκαμένους βράχους,
που πίνουν την σκληρότητα της πέτρας που φυτρώσαν.


ΣΤΥΦΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ (1963)

Τετάρτη 15 Μαΐου 2019

Jorge Luis Borges: Επίκληση στον Τζόυς






Σκόρπιοι σε πρωτεύουσες σκόρπιες,
και ολομόναχοι και πολλοί-πολλοί,
παίξαμε πως ήμασταν ο Αδάμ ο πρωτόπλαστος,
που έδωσε ονόματα στα πράγματα.
Απ’ τις τεράστιες κατηφόρες της νύχτας
που συνορεύουν με τη χαραυγή
γυρεύαμε (το θυμάμαι ακόμα) τις λέξεις
για τη σελήνη, για τον θάνατο, για το πρωί
και για τις άλλες του ανθρώπου συνήθειες.
Υπήρξαμε ο ιμαζισμός, ο κυβισμός,
οι αποσυνάγωγοι και οι αιρέσεις
που τα πανεπιστήμια τα μωρόπιστα τόσο μα τόσο σέβονται.
Επινοήσαμε την έλλειψη της στίξης,
την παράλειψη των κεφαλαίων γραμμάτων,
τις στροφές εν είδει περιστεράς
των βιβλιοθηκαρίων της Αλεξάνδρειας.
Τέφρα των χειρών μας το έργο
και πυρκαγιά μεγάλη η  πίστη μας.
Εσύ, εν τω μεταξύ,
στις πόλεις της εκτόπισης,
σ’ εκείνη την εκτόπιση που ήταν
το μισητό και αγαπημένο σου όργανο,
εσφυρηλάτησες της τέχνης σου το όπλο,
ανέγειρες τους επίπονους λαβυρίνθους σου,
τους απειροστικούς και άπειρους,
μα και θαυμασίως ασήμαντους, νά ’ναι
πιο πυκνοκατοικημένοι και από την ίδια την ιστορία.
Θα πεθάνουμε χωρίς να έχουμε δει
το τέρας το δίμορφο ή το ρόδο
που αποτελούν το πολυδαίδαλο κέντρο σου,
η μνήμη φυλάει ωστόσο τα φυλαχτά της,
τους βεργιλιανούς αντίλαλους,
κι έτσι στους δρόμους της νύχτας εξακολουθούν να βρίσκονται
τα υπέροχά σου τάρταρα του κάτω κόσμου,
τόσες και τόσες διακυμάνσεις και μεταφορές δικές σου,
και τα χρυσάφια όλα της σκιάς σου.
Τί σημασία έχει η δική μας δειλία, αν υπάρχει στη γη
ένας και μόνο άνθρωπος γενναίος;
Τί σημασία έχει η θλίψη, αν υπήρχε μες στα χρόνια
κάποιος που είπε πως είναι ευτυχισμένος;
Και ποιόν ενδιαφέρει η χαμένη γενιά μου,
τούτος ο θολός στ’ αλήθεια καθρέφτης,
αν τα βιβλία τη δικαιώνουν τα δικά σου;.
Εγώ είμαι οι άλλοι. Είμαι όλοι εκείνοι
που διασώθηκαν από το πείσμα και την αυστηρότητά σου.
Είμαι εκείνοι όλοι που, ενώ δεν τους γνωρίζεις, ακόμα τους σώζεις.


Κώστας Μαυρουδής: Με τον Μιχάλη Κατσαρό, 1978




Κυριακή στο Μοναστηράκι. Τρώμε με τον Μιχάλη Κατσαρό. Κουβεντιάζει με δύο Ιάπωνες στα «ιαπωνικά», στο διπλανό τραπέζι, και σε μένα μεταφράζει ό,τι συζητούν στα «αραβικά».
«Η γλώσσα κάποτε, μου λέει, ήταν για όλους τους ανθρώπους κοινή. Σαν ένα ρόδι πριν να σπάσει και οι μικροί σπόροι του σκορπιστούν παντού. Ο ποιητής κατέχει την πρώτη αρχή».


[Κώστας Μαυρουδής: «Με εισιτήριο επιστροφής», εκδ. Πλέθρον]

Έκτωρ Κακναβάτος: Πυξίδα




Εριστικός σχεδόν ημέρα εχτρεύομαι τη λέξη βέβαια,
συνήθισα τη μοναξιά και το σκυλί της.
Είμαι λοιπόν με τ` αγριολίθαρα και τον ασβέστη
που κουφάθηκε με το λιόκαμα.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Έκτωρ Κακναβάτος: Διέγερση κυλίνδρου




Η όψη σου στο τέλος ράγισε από μια λέξη.
Σέρνοντας φωνή όπως μελάνι ανέβαινε τα γάγγλια της.
Φεγγάρια αλλόκοτα ξοπίσω της, εσύ
έτσι παράγωνος που έγινες σχεδόν ακροτελεύτιος
πού να χωρέσεις;
Το βράδυ αργά, μ' έναν Μεφιστόφελε
πάλι πεθαίνεις
από ύψος.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Έκτωρ Κακναβάτος: Οπίσθια όψις του μέλλοντος




Σαστισμένος με τα πράσινα όπως νέφος
όταν ξεκινάει από τον Φλιούντα
ύπαρχες χτες ως χλωράσβεστος.
Τελευταία σου ευκαιρία το πίφερο του ακκάδιου Μπούα
λόγω που στα πρόσφατα οχτακόσιες χιλιάδες χρόνια
μόνο αυτός υγροποιώντας ανευρέτου ανάθρωσκε
με το κοντάρι του Αη Μηνά ως τρίσβαθο της Γορτυνίας.
Α, η κορφούλα δυόσμου πάνω στους ώμους του
άπιαστη χορταριά ψηλά σε ντάπια
κι η φωνή του:

μη μου άπτεσθε του μυαρού οι Τόσκηδες.

Παρότι γενναίος έτρεμε τον χημικό τύπο της σιλικόνης.
Στ’ άλλα ρυπαρά τα φώτα σβήνανε·
βαθιά του αιμάτου άγλωσσο κουφό το άκαρι έπλεε
ο μόνος γήινος


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Έκτωρ Κακναβάτος: Προλύτης




Μετά που έλυσε το αίνιγμα γυμνώθηκε.
Ερεθισμένος πήδησε το μυαλό του
ύστερα βγήκε στο μπαλκόνι.
Ανεβασμένη στο κοντάρι άσπρη
τρίβονταν στον άνεμο η φωνή του.
Βαθιά του ορίζοντα οι καπνοί σήκωναν τα κωδωνοστάσια,
ένιωσε που η ηδονή του
ένδοξη πιά βούλιαζε στον Γαλαξία.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Γιωργής Κότσιρας: Εξαλλαγή




Σαν σκύλος
Έζησε στη γη.

Στον ουρανό
Θα γίνει Άγγελος;


Η ΛΑΜΨΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΡΑΣ (1983)

Γιωργής Κότσιρας: Από τον ελαιώνα




Μην το ξεχνάτε, δεν αναστήθηκα
Το βράδυ εκείνο που νομίζετε.

Έμεινα ζωντανός για πάντα
Σαν ανέσπερο φως λυχνίας

Σ' εκείνο το όρος με τις ελιές.


Η ΛΑΜΨΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΡΑΣ (1983)

Γιωργής Κότσιρας: Οδοιπορία




Έζησα τη ζωή μου Κύριε
Σαν ένα όνειρο εφήμερο
Σε ύπνο με ορθάνοιχτα μάτια.

Και τώρα οδοιπορώ
Στην ερημιά με το ραβδί μου
Χωρίς να βλέπει κανείς

Ότι δεν έχω τα μάτια μου.


Η ΛΑΜΨΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΡΑΣ (1983)

Γιωργής Κότσιρας: Χαρά που μοιάζει θλίψη




Το δέντρο του ουρανού έχει φύλλα δροσερά
Κι ένα φεγγάρι που δε θεραπεύει η μνήμη.

Είναι κάποια αναστάσιμη γιορτή
Και φέγγει λαμπερό το περιβόλι
Στη σκόνη αμάραντο των λουλουδιών.

Αχ η παλίρροια πώς με αναστατώνει των πουλιών
Πώς με τρομάζει η πίκρα στη χαρά των λουλουδιών
Τα καταβροχθισμένα φύλλα και τα σαρκοβόρα έντομα.

Γέμισε ο ύπνος με φτερούγες τ' όνειρό μου
Και μια ευωδιά από ρίγανη κι από θυμάρι
Με θλίψη χρωματίζει τη χαρά μου.

Βρέχει μια λυπημένη βροχή
Σαν αχνοφέγγει ο ύπνος στ' όνειρο
Κι ας λάμπει καλοκαίρι ο ουρανός.

Έχει το χρώμα της χαράς η πίκρα μου
Κι ας είναι τόσο λυπημένη η περιδιάβασή μου
Κι ας είναι μια χαρά Θεού μες στην ψυχή σας!


Η ΛΑΜΨΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΡΑΣ (1983)

Κυριακή 12 Μαΐου 2019

Elizabeth Bishop: Invitation To Miss Marianne Moore




From Brooklyn, over the Brooklyn Bridge, on this fine morning,
     please come flying.
In a cloud of fiery pale chemicals,
     please come flying,
to the rapid rolling of thousands of small blue drums
descending out of the mackerel sky
over the glittering grandstand of harbor-water,
     pl ease come flying.

Whistles, pennants and smoke are blowing. The ships
are signaling cordially with multitudes of flags
rising and falling like birds all over the harbor.
Enter: two rivers, gracefully bearing
countless little pellucid jellies
in cut-glass epergnes dragging with silver chains.
The flight is safe; the weather is all arranged.
The waves are running in verses this fine morning.
     Please come flying.

Come with the pointed toe of each black shoe
trailing a sapphire highlight,
with a black capeful of butterfly wings and bon-mots,
with heaven knows how many angels all riding
on the broad black brim of your hat,
     please come flying.

Bearing a musical inaudible abacus,
a slight censorious frown, and blue ribbons,
     please come flying.
Facts and skyscrapers glint in the tide; Manhattan
is all awash with morals this fine morning,
     so please come flying.

Mounting the sky with natural heroism,
above the accidents, above the malignant movies,
the taxicabs and injustices at large,
while horns are resounding in your beautiful ears
that simultaneously listen to
a soft uninvented music, fit for the musk deer,
     please come flying.

For whom the grim museums will behave
like courteous male bower-birds,
for whom the agreeable lions lie in wait
on the steps of the Public Library,
eager to rise and follow through the doors
up into the reading rooms,
     please come flying.
We can sit down and weep; we can go shopping,
or play at a game of constantly being wrong
with a priceless set of vocabularies,
or we can bravely deplore, but please
     please come flying.

With dynasties of negative constructions
darkening and dying around you,
with grammar that suddenly turns and shines
like flocks of sandpipers flying,
     please come flying.

Come like a light in the white mackerel sky,
come like a daytime comet
with a long unnebulous train of words,
from Brooklyn, over the Brooklyn Bridge, on this fine morning,
     please come flying.

Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

Λευτέρης Πούλιος: [Μάρκο]




Μάρκο έσπασε τον μπαγλαμά της η μούσα
όταν βγήκες για τελευταία φορά
κι έπαιξες μπροστά στο κοινό
την γκρίζα ιωνική σου άρπα από χρυσάφι;
Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά δραπέτευσαν
στον Άρη τρικλίζοντας πάνω στους ήχους
της φωνής σου.
Σε τι κόσμο βρισκόσουν δάσκαλε όταν
βγήκες να κάνεις την τσάρκα σου
σαν το σοφό Σωκράτη, έβλεπες
τη μικρή τότε νόστιμη άσπρη Αθήνα
σαν μία γκόμενα;
Ήσουνα γέρος και άγιος Μάρκο
όταν σε είδα να τραγουδάς πλέι-μπακ
απ' την ψαροκασέλα της τηλεόρασης


ΕΝΑΝΤΙΑ (1983)

Έκτωρ Κακναβάτος: Ο τοίχος αμφίων και άλλα ασώματα




Τώρα που 'ναι στη βράση του το σίδερο
ζητάμε από την πυρκαγιά βροχή
απ' τη γελοία θεια μας τον έρωτα
από τον παπα-Σεραφείμ τα έκθετα της τριετίας
την αϋπνία και τον Υψηλάντη της.
Αμ τι νομίσατε πως θα 'ναι πια μιαν άνοιξη
«ανάκουστος κιλαηδισμός και λιγοθυμισμένος;»;
ή τάχαμ μεσημέρι δώδεκα ο κάποιος άναψε κερί
και πάει ψάχνοντας, δηλαδή ο σφυγμός μου
κι η καρδιά σου ωραία κόρη του Κραβασαρά
και τέτοια;

Το πράγμα είναι τώρα δύσκολο
κι εσύ παράθυρο ανοιχτό στην οσφύ μου.
Τώρα ο Αμφίων το ψηλό καπέλο κι η κιθάρα του
ποδηλασία μες στην χλωροφύλλη,
η στραβοτιμονιά του οδηγού
το τραμ που ανατράπηκε η ψυχή μας
από κάτω είναι στριγγιά,
που μ' έκανε άσπρο τοίχο ατέλειωτο.
Εσύ λοιπόν βυζαίνεις το αυτί το μέσα μου
το μόνο μου ακροκέραμον.

Γλιστρούν επάνω μου τα χέρια σου
όπως ξέρουν να πεινούν μόνον οι πέτρες.

Το κορμί σου πλάι μου είναι μια θάλασσα τριώροφη
κι είμαι νοτιάς και κληρωτός
ή ένας των Ανδεγαυών στοιχειό του πύργου
που μιλάει με τα κόκαλά του όπως με κλαρίνα,
κι έτσι που το κεφάλι μου είναι διψήφιο
όπως ρολόι του τοίχου ενώ ως τα χθες
ήτανε σκεύος παλιγγενεσίας
με το σήμερα και με το αύριο θα κυλήσει
καταγής ασώματο
καταυγάζοντας στεριές και θάλασσες
όπως η εντελέχεια τις κλειτορίδες.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Έκτωρ Κακναβάτος: Ορτύκι




Μέσα στη μνήμη πήγαινε, ερχότανε
ένα χτυπημένο ορτύκι,
ξοπίσω του ο αγριοπήγανος ύστερα το μολύβι,
δαγκάνοντας το σύννεφο φτύνοντας θειάφι
ψάχνεις μέσα σου,
ακόμα η θύελλα στράφτει δισκοπότηρο
η οργή δεν τό ’πνιξε το ουρλιαχτό της.

Γενιά του αγριόχοιρου
έχεις ακόμα μάκρος


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Έκτωρ Κακναβάτος: Μόνο τον αγέρα λέω αγέρα




Ι

Από τα χρώματα α θες να ξέρεις μόνο το νερό
κι η ζέστα της μασχάλης σου μπορούνε πια να ισχυρογνωμονούμε.
Τώρα κι απ' τον ασβέστη πιότερο μακρινή
είναι η πόρτα μας που αρνιότανε την άλλη σημασία της
κι έμνησκε μόνο σανίδι νυχτόβιο.
Το κρανίο μου είναι σπίτι που ερειπώθηκε
φύγανε όλοι.
Τις νύχτες μόνο από το υπόγειο αναθρώσκει
ο Ιωάννης σιδερένιος,
ο ένας μαστός του είναι κορνέττα ο άλλος φρύγανο.
Σηκώνοντας ψηλά το αντμήνσιον λέγει φρυγικά απαρέμφατα
ύστερα χάνεται κόκκινος όπως αντίδωρο
ή άλιωτος με τους δωδέκατους φυσάει ως απηλιώτης.
Τότε η Σκύλα η Χάρυβδη πνίγουν τα πράγματα,
πέφτουνε πάνω τους θεόγυμνες όπως γεωμετρίες
αφρισμένες, ο χρόνος κατρακυλάει όπως γκρανκάσα.
Έξω λοιπόν η Δαμασκός απ' τον προορισμό μας
και η οπλασκία της και του Ιωσήφ των Ρωγών
το άμφιο κι η μεσαία κερκίδα.
Το μυαλό μου εμένα είναι αγόρι των αλαλαγμών
πίσω σερνάμενοι πάνε οι πέντε άνεμοι της Τροίας
το αίμα τους λέρωνετην αμμοδόχο.
Τελευταίο χώμα ένα σταμνί ρίχτηκε ξο-
πίσω του στη μεσαυλή και ετζακίστη.



ΙΙ

Άραγε πώς
από ποιο λάθος να 'ρχεται με ποιο σε χάνω
και φεύγεις κι όλα μου τα θέρισες τα όστρακα
τις εφτά ψυχές μου τη φωτιά
τα χέρια μου ξεσένοντας αιθάλες;
Ω να 'ξερες
γιατί ονοματίζω εξαρχής τα πράγματα
και λέω εγκρεμό το κάθε που εβουβάθη
και λέω ταξίδι το ινιακό του Διοκλή
που τελευτώντας η αστροφεγγιά εσχίστη
κι έχασα το αγιάρι μου
και μόνο τον αγέρα λέω αγέρα
γιατί μόνο ελόγου του μπορεί και είναι ο μύθος του
και να γιατί μέσα στην πέτρα
πέτρα πάλι ονοματίζω την ευαισθησία μου
ότι χαμόγελο δεινοθηρίου ήτανε κάποτε
ο νυν Βαβύλας.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Έκτωρ Κακναβάτος: Κωνικός Νοέμβρης



 
Αλαλιασμένος έτρεχε πίσω απ’ την εξάτμιση·
Συμμάζωχνε τα πεπτικά του όπως όπως
το παχύ το τυφλό το σιγμοειδές
παρατατικός ταξίαρχος.
Χυμένες κατεπάνω του οι σφήκες σύννεφο
έζεχνε ψοφίμι ο μυελός των επωμίδων
το στομάχι να ξερνά ηγήτορες, το πάγκρεας
πορτοκαλί σιδερικό τινάχτηκε στο βάραθρο,
η φωνή του επάνω στο φεγγάρι ετζακίστη
σκόρπισε κι η χολή φελόνι,
μακρύ συλλείτουργο ίσα κάτω την Τσίμοβα.

Προωθημένος διεθνής ραβδούχος νοικιασμένος
με την ώρα σε κώχευεν ο πόρφυρας
μάτι κρύο έμπυο…μα οι μικρές εκείνες;
εκείνες του νερού που δεν λυγίσανε
που δεν ελύγιζαν ποτέ με την γεωδαισία;
λέω για τις σημαντικές ικτίδες των λαβυρίνθων.

Αλαφρωμένος, τρίχρωμος, τσέπες γεμάτες χελιδόνια
εφηβικά εξανθήματα στύσεις κι άλλα τέτοια
της ευθυβολίας, ομολόγησε πως όχι σπάνια
αυτιάζονταν ελευθερίαν ήτοι αρχαίο κρουστό
οιονοσκόπων· ύστερα χιόνισε όπως θυμάσαι.
Μούμιες ψαριών γελούσανε μες στ’ασπρογάλαζο.
Τέλος πήδησε στο κενό ο θεότρελλος κ’ εχάθη·
κάποτε το ’χε πει: όπου να’ναι ταξιδεύω  με χιονοστιβάδες.

Εκείνους τους χρόνους άκουγε : αχ
Ευκαιρία που χάθηκε με την σπληνεκτομή.
Εσύ πηγαίνοντας κατά τα Πατήσια ή ετούτο:
πόσες μέρες ακόμη του μένουνε του ήλιου;
Τα τανκς μεταδοτικά δισύλλαβα άνοιγαν δρόμο
του βροντόσαυρου, καταμεσί οδόφραγμα
κωνικός Νοέμβρης
Μετρούσες, πάλι ακέφαλο έψιλον πετρωμένο ήτα
Το άλφα πολτός από τον φάλαγγα.
Στο στενό τι ήθελες μ’ εκείνη την αφίσσα
εσύ ένας σκύλος σε στάση εμετού;
Σου είπα μη από τα φαρμακεία τους μην περνάς
σου τη στήνουν πάλι ούθε κι αν περάσεις
πρόσεχε πού πατάς πρόσεχε τις πρόκες,
εσένα το λέω με την ουρανομήκη ανεμόσκαλα
φωλιά του πυρετού, ερωδιέ,
με τα βροντώδη τσόκαρα.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Έκτωρ Κακναβάτος: Πολτός αρρεναγωγείου




Σε πήρανε γι' ανάκριση, ποιος είδε σιωπή
να ξηλώνει τους ρεζέδες;
Σκουτάρι και μπαλτάς του Οστρογότθου
ώσπου τον σκέβρωσες και τούτον τον μαρκονιστή
τανάλια αλλοίθωρη δόντι από ναυτία.
Ρωτάνε τα στοιχεία σου, η σιωπή δουλεύει
στους ρεζέδες, βάζουν μπροστά τον καθετήρα.
Σχήμα προσώπου; οχτώ
Όνομα; καταρροϊκός γραμμοσύρτης
Θρήσκευμα; εξανθηματικός πλαγίαυλος
Επάγγελμα; Πατραϊκός κόλπος.
Άφρισαν, τώρα θα σε φτιάξουν'
πέφτεις πολτώδης συνοδεία ούρων.

Ιδίως το παρόν ή το ισότοπό του
δηλαδή αρρεναγωγείον με πτερύγια,
αντιθέτως ο διακαής Ανάχαρσης αυνανιστής
μ' ανεστραμμένο πένθος, απλώνει την προβιά του
έτοιμος να πηδηθεί σαν αρουραία σε ρωτάει πάλι
και πάλι με διακόσια βολτ στα γεννητικά σου.
Ριγωτός του βούρδουλα πισωπατάς
η κλούβα πίσω σου ορθάνοιχτη κι ο οισοφάγος
ο τοίχος πρήστηκε είναι βοιωτός
μάχεται την ξεραΐλα το αποσμητικό "άει πνίξου"
τον Ησίοδο... τι είναι πλους; τι είναι το πολτώδες;

Εισαγγελεύει η αφεντιά τους το Νυν το Αεί,
δυσανάγνωστο το Είναι της φιλοσοφίας,
δεν τελειώνομε με δαύτα των πιθήκων,
το πάνε ξεπιτούτου να πεις απεταξάμην,
στείλτους στ' ανάθεμα, μη λες.
Κρατάμε ακόμα.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Δ.Π. Παπαδίτσας: Ερμηνεία πρώτη (Ι)




Ι

Μέσα σ' ένα όνειρο μπόρεσα κι έγινα γίγαντας μιας ενάρετης θέας
Το χέρι μου έμαθε τη σαγήνη του βάρους και το ξάγναντο της ελαφράδας
Ήρθαν μυστικά όλων των χρωμάτων κι όλων των φωνών που μετά βίας τα συγκράτησα
Διότι γύρευαν να με θανατώσουν σε στάση παρηγορίας
Και διότι ακόμη τα δοξαστικά τους αρώματα με ήθελαν γύρη τους κι εγώ δεν ξέρω πότε κι από ποιον άνεμο σκορπισμένη πάνω στις άλλες γύρινες προετοιμασίες

Ήμουν συντετριμμένος και σκουλήκι μπρος στην αγάπη, που σε στιγμές ηρεμίας προφήτευε βίους ενάρετους και νύχτες έναστρες εντός μου να με απολυτρώνουν από το βάρος της ταπεινής πράξης που σφραγίζει το στόμα κάθε μεγαλείου

Πολλές φορές χωρίς να το περιμένω η ματιά του Ιωάννη σαν αξίνα μ' έσκαβε κι ύστερα το αδύνατο χέρι του που θέριζε αστραπές
Μου 'ριχνε μερικούς ταπεινούς σπόρους
Έτσι από μέσα μου ξεπετάχτηκαν τόσα δάση και τόσα θηρία που ταιριάζουν στα δάση
Κι όλα τα μυστικά του θεού που τα γέννησαν δάση

Τώρα μπορώ να σας ρίξω μια ματιά σαν κεραυνός που καίει ένα βοσκό
Και να δείτε μια στιγμή την όψη μου
Να με δείτε στον ύπνο σας εαυτό σας γεμάτο συντριβή για το κακό που έκαμε στον πλησίον και σήμερα απελπιστικά μετανιώνει

Τώρα μπορώ να σας προσκαλέσω γιατί κι εγώ όσο ήμουν τιποτένιος έκρυβα το πρόσωπό μου


ΔΥΟ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ (1966)

Μιχάλης Κατσαρός: λ




Λουλούδια με πλάγια τέχνη μικρή
λουλούδια με γωνία παρθενική.

Το είχα μελετήσει πρώτα
εκεί στου Ματίνα
εκεί στην Ευγενική
εκεί, ακόμα πιο πριν
πιο πριν ακόμα, όταν
μου φώναζαν από μπαλκόνια
άμμα μος σολού
όταν πλάγιοι δρόμοι κορυφούντο
σε παλιά ρημαγμένα σοκάκια.

Το είχα δει σε μαύρες πλάκες
άσπρο σαν γάλα νταμαριού
το είδα όταν το έσκαγε
                        να περπατήσει αλλού.

Το πλάγιο τεχνικό λουλούδι.

Ο γίγας της Ρωσσίας ο παλιός
το έφερνε χαραγμένο
ο γίγας της Ρωσσίας ο νέος
το έχει χαραγμένο
αρχικό και ονομαστικό
όρθιο με ευθείες οριζόντιες το έχει
καθώς πάνω στο ψημένο χώμα.
Το γράφω ποίημα αρεστό
για παρελθον και για μέλλον
το φέρω στην τσέπη μου
φρέσκο λεπτό σαν άγαλμα
                 Αρχιεπισκόπου
το ένα αυτό λεπτό λέω για κείνο.

Στένεψαν τα όρια του λουλουδιού
στην έννοια να περάσω.
Στένεψα το πλατύ ποτάμι
μισώντας.

Με μάγεψες εσύ γραφή
και τα λουλούδια μαραθήκαν
τα πρώτα εκεί που φύτεψα
στο περιβόλι.

Περίεργο, δεν βρήκα άλλη
λέξη για σένα τίποτα
μονάχα το λουλούδι
μονάχα το λουλούδι
και όχι.

Να κλείσω είναι καιρός
είναι ώρα
είναι το πλοίο έτοιμο
μας πέρνει όσο
να επιμένεις.

Λάκησε γρήγορα στα λουλούδια.


ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙΟΝ (1978)

Μιχάλης Κατσαρός: κ




Κατσαρός λέγομαι επίθετον παραληφθέν
από ετών
ποιητής το επάγγελμα στίχων
κι' ακόμα ποιητής
                    ωδών και τραγουδιών.
Ας πω και για μένα
όπως ρήτωρ για την Μαρία
                    από άμβωνα κρητικόν.
Όχι ποιος είμαι και τι ζητώ
αλλά τι κάνω μία μέρα.

Πιστέψατέ με ξυπνώ
                    σε σεντόνια όπου τα υφαίναν
ειδικώς για ηδονή
και πλένω το πρόσωπό μου.

Μετά περπατώ σε αλλέες
πάρκα δρόμους καφετηρίες
μετά μπαίνω σε τρόλεϋ
λεωφορεία τραίνα και
                    εστιατόρια
θαυμάζω κότες ψητές
                    ίστερ λαμ
                    πομ ντε τερ
                    βόδια
                    αρνιά
                    αρακά
κατάλογοι μαγειρείων ρεστωράν
και γράφω:
                    0 + 0 = 0.
Πιστέψατέ με γράφω ποιήματα
όπως αυτό το βιβλίο και το άλλο
και πάω στο σινεμά
βλέπω το έργο
βλέπω το γήπεδο
βλέπω τη σκηνή θεάτρου.

Το βράδυ πάντα γράφω επιστολές
σε φίλους εραστές και γυναίκες
με χρυσά φύλλα συκής ντροπής
και αργά τα μεσάνυκτα κοιμάμαι
τέλειωσε η ημέρα έζησα και
                    διηγούμαι
σαν ποιητής και γω για μένα.

Τι να προσθέσω, ότι όλη η μέρα
είχε από μένα κατέβει
ότι ο ήλιος έλαμπε και ότι
έζησα σαν Ντενίσοβιτς μια μέρα;

Αν είναι περίεργη τότε
φορέστε μια κάπα
και όλοι, ας κατεβείτε επιτέλους
να ζήσετε πάλι
αυτή τη δική μου μέρα

Κατσαρός λέγομαι
Πιστέψτε με, δεν θα με συναντήσετε.


ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙΟΝ (1978)

Μιχάλης Κατσαρός: ι




Ίον και ρόδον μοσχοβολούντα
και Ιόνιον Καλβικόν.

Κόσμος παλαιός ανέπαφος ωραίος
αραβικός Έλληνας και κόσμος νέος
με ζωή γραμμάτων νοσταλγικά.

Τον υιόν μου φώναξαν τα πλήθη
τον υιόν μου ο θεός
τον υιόν μου η Μαρία
και γω φωνάζω τον Κούντιαρ
ένα νέο άγνωστο όνομα
τοποθετημένο στο λόφο Ταρσού
απέναντι από Ρεκόρ αράπη.

Ίον και άνθος Αιγυπτιακόν.

Γραμμένο σε νομίσματα Φαραώ
γραμμένο σε υπογραφές παράνομες
γραμμένο στον άργιλο με το χέρι
με γραφή ζωντάρ και γραφή.

Ίον με ανεμόπτερα φωτογραφημένο.

Ποιος θα προσθέσει ποιος
τις συλλαγές για την Τροία
ποιος σε ποιον θα προσθέσει.

Ίον χωρίς άνθος με φιλί
γύρω στο χρυσό στεφάνι.

Και να το βλέπω καθώς φωτερό
κινάει ως άλλο γεννηθέν
με σχέδια αρεστά απλά
να ζει να υπάρχει μόνο
και να το βλέπω μη-
με φόβο μήπως συλληφθεί
από ζητιάνους φαλλικών
φαύνους ερώτων.

Ίον ανεσπέρου φωτός Ίον.

Κινούμενος μέσα σε ωκεανούς
και γαίες όρη.

Κινούμενον μικρόν σε δωμάτια
και σε εστητικά αλώνια
Ίον παιδικόν παλαιόν
των φιλιών εαρινών Ίον.

Αγνόν απρόσιτον όχι
παρθένον άμαθον στη ζωή
ορατικόν απέκτησες Ίον
ιδών πρώτον την μορφή μου.

Ύμνοι για σένα.


ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙΟΝ (1978)

Μιχάλης Κατσαρός: ε




Ε, συ... Έλα δω. Πιο κοντά, άκου.
Όταν κυλιόμουνα στα χώματα
και στα νερά στα φύλλα
όταν στον αέρα κυκλοφορούσα
πάνω μου επικάθητο
στη γυμνή σάρκα μου
ήχος ή βουή φωτιάς ή κελαδισμοί
φωνή από μυριάδες στόματα πρώτα
πάνω μου οι λάσπες και τα ρετσίνια
που απ' το ίδιο μου το σώμα εβγαίναν.
Με τρώγανε, με ρίχνανε μέσα μου
κι' έμενες εσύ ανίδεος για το τι γίνηκε.
Ε, συ ποιος είσαι;
Ούτε με γνώρισες ποτέ ούτε και
τώρα
που φάτσα-φάτσα είμαστε μετά
από αιώνες
κι' ούτε είμαι εγώ ούτε εσύ ούτε
ούτε ο ονομαστός Ελπίνορας και Ερμογένης
ούτε ο Όνορος και ούτε
ο παιδικός ωραίος Περικλής
κανείς από εσένα με το λαό σου
τώρα
κανείς από εσένα με το λαό σου
τώρα
κανείς από την παρθενία σου
και το ναό σου
κανείς από τον ολοστρόγγυλο σταυρό
κι' από μηδέν κανείς και ένας.

Ε, συ.
Κι' ούτε εγώ και τίποτα από
τις φράσεις
και τις ωραίες και βαρειές οπτασίες.

Εστίες παλιές με γνώρισαν
Εμπορικά καράβια
Έτη ακίνητα ακόμα
με είδαν όπως ήμουνα
και έτη μικρά και έτη ξένα.

Ονόματα δικά μου, ξένα
και θάλασσες βουνά και αερικά
και να μην είμαι.
Τα πεύκα οι δρυς οι πλάτανοι
και νάμαι
και να μην είμαι
οι ήχοι, οι φωτεινές γραμμές και τ' άλλα
και νάμαι και να μην είμαι
εσύ
και νάμαι εγώ εσύ μαζί
και χώρια.

Ε, συ τι θέλεις;


ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙΟΝ (1978)

Μιχάλης Κατσαρός: β




Βίος και τέχνη ή θεός και άνθρωπος
μαζί τραβάνε.
Ο ένας κρατημένος απ' τον άλλο
γιατί δεν είναι τίποτα παλαιό.
Πρώτη φορά συμβαίνει νάναι ο άνθρωπος
υπαρκτός-
Πρώτη φορά
λίγο χρονικό διάστημα
απ' τον παππού σου μέχρι εσένα.

Εμείς που περπατήσαμε αργά
είμαστε όλοι μ' όλη τη μνήμη μας
όπως βρεθήκαμε εκτός του σώματος
και ταχυτήτων.

Εσείς φορέσατε τροχούς ιλίγγου
και μικροί διανύσατε το χρόνο
και η μνήμη σας εξέχασε
ποιοι είστε.
Ένα βήμα στο Άργος δικό μας
χιλιάδες εσείς σ' άγνωστες χώρες
ένα βήμα εμείς
εσείς γεννιές αλλότριες με ανθρώπους
με μηχανήματα ή χωρίς
με φονικές μάχες ή όχι
με γράμματα ή πέτρες
με -
Μη προχωρήσετε μη
εκεί σταθείτε μη
αργήσατε αλλοίμονο να ρθείτε.

Πρώτη φορά μάς συμβαίνει η ζωή-
πρώτη φορά μάς φέρνετε λουλούδια.

Εμείς εσείς με τύμπανα, κρουστά
ωραίοι λίγο λυπητεροί - εσείς
εμείς με ένα βήμα
πάλι εσείς -εμείς- τα όλα.

Μη προχωρήσετε. Αργά.


ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙΟΝ (1978)

Κυριακή 5 Μαΐου 2019

Edgar Lee Masters: Silence




I have known the silence of the stars and of the sea,
And the silence of the city when it pauses,
And the silence of a man and a maid,
And the silence of the sick
When their eyes roam about the room.
And I ask: For the depths,
Of what use is language?
A beast of the field moans a few times
When death takes its young.
And we are voiceless in the presence of realities --
We cannot speak.

A curious boy asks an old soldier
Sitting in front of the grocery store,
"How did you lose your leg?"
And the old soldier is struck with silence,
Or his mind flies away
Because he cannot concentrate it on Gettysburg.
It comes back jocosely
And he says, "A bear bit it off."
And the boy wonders, while the old soldier
Dumbly, feebly lives over
The flashes of guns, the thunder of cannon,
The shrieks of the slain,
And himself lying on the ground,
And the hospital surgeons, the knives,
And the long days in bed.
But if he could describe it all
He would be an artist.
But if he were an artist there would be deeper wounds
Which he could not describe.

There is the silence of a great hatred,
And the silence of a great love,
And the silence of an embittered friendship.
There is the silence of a spiritual crisis,
Through which your soul, exquisitely tortured,
Comes with visions not to be uttered
Into a realm of higher life.
There is the silence of defeat.
There is the silence of those unjustly punished;
And the silence of the dying whose hand
Suddenly grips yours.
There is the silence between father and son,
When the father cannot explain his life,
Even though he be misunderstood for it.

There is the silence that comes between husband and wife.
There is the silence of those who have failed;
And the vast silence that covers
Broken nations and vanquished leaders.
There is the silence of Lincoln,
Thinking of the poverty of his youth.
And the silence of Napoleon
After Waterloo.
And the silence of Jeanne d'Arc
Saying amid the flames, "Blessed Jesus" --
Revealing in two words all sorrows, all hope.
And there is the silence of age,
Too full of wisdom for the tongue to utter it
In words intelligible to those who have not lived
The great range of life.

And there is the silence of the dead.
If we who are in life cannot speak
Of profound experiences,
Why do you marvel that the dead
Do not tell you of death?
Their silence shall be interpreted
As we approach them. 

William Carlos Williams: Sonnet in Search of an Author




Nude bodies like peeled logs
sometimes give off a sweetest
odor, man and woman

under the trees in full excess
matching the cushion of

aromatic pine-drift fallen
threaded with trailing woodbine
a sonnet might be made of it

Might be made of it! odor of excess
odor of pine needles, odor of
peeled logs, odor of no odor
other than trailing woodbine that

has no odor, odor of a nude woman
sometimes, odor of a man.

William Carlos Williams: Nantucket




Flowers through the window
lavender and yellow

changed by white curtains –
Smell of cleanliness –

Sunshine of late afternoon –
On the glass tray

a glass pitcher, the tumbler
turned down, by which

a key is lying – And the
immaculate white bed