Τετάρτη 29 Μαΐου 2019

Ορέστης Αλεξάκης: Πάροικος




Καθώς αμάξι γέρικο που τρίζει
Το σπίτι προχωρούσε στο σκοτάδι
Κουβαλώντας βαρύ φορτίο μνήμης

Μέσα η γριά με το μαβί κεφαλομάντιλο
Τα χέρια βουτηγμένα στο ζυμάρι
Το κουκούτσι της ψυχής λησμονημένο
Στα δικά του βυθισμένα παρελθόντα

Η Μαρία εντεκάχρονη κι ανώνυμη
Παρείσακτη στον κόσμο των δικαίων
Βιαζόταν κι άνοιγε φεγγίτες
Πότιζε αυγές μην ξεραθούνε
Ξεδίπλωνε ηλιοβασιλέματα

Πότε πρόλαβε κι αγκάλιασε θημωνιές;
Πότε πρόλαβε και φίλησε μαργαρίτες;
Πότε ταξίδεψε η Μαρία; Και τώρα
Εκατομμύρια πρόσχαρες παιδούλες
Κρυμμένες στ’ άστρα τους

Θα σου δώσουμε νερό να ξεδιψάσεις μου λένε
Θα σου ανοίξομε και άλλα μάτια πιο μέσα
Έχομε κι εμείς το δικό μας στάρι
Εσύ τι ξέρεις από ουρανό

Εγώ δεν ξέρω, βέβαια, λησμονήθηκα
Χρόνια σ’ αυτή την όχθη καρτερώντας
Τον σπλαχνικό ψαρά που θα με βγάλει αντίπερα

Εκεί που κύλησε το πρώτο πορτοκάλι μου
Εκεί που τα παιδιά βρήκαν τον κήπο τους
Κι οι γέροι με μια φλόγα πάνω στο κεφάλι τους

Μοιράζουν κάστανα στους ξυπόλητους


ΟΙ ΚΟΝΔΟΡΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΠΡΑΝΕΣ (1982)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου