Αρχίζω πάλι έλικας, ο μπουνέντης εναντίον
Ταξιδεύω όπως το μελάνι δίχως τα πόδια του
γίνεται μέρα γίνεται νυξ, τρίτη από κρίσεως κόσμου,
η κίνηση εμφυσάται ως κύκλωμα εκμαυλισμών
το πετρέλαιο μπαίνει στον καιάδα του
η γεωγραφία στα έγκατα
ο γιος μου στο ορατόριο του,
τέλος ρίχνεται στις οδύνες του το μέταλλον Λυσιμαχία,
γίνεται μέρα γίνεται νυξ
γίνεται πάλι νυξ και πάλι.
Τότε ως εν σπηλαίω τίκτεται στα καλά του καθουμένου
άρρεν αγριωπόν το κανονικόν πεντάγωνον.
Η διαίσθησή μου επικρέμαται (το επί είναι η εφεύρεσή της)
ως μετόπισθεν ή κομιτάτο ή ο λόχος του.
Ω τι ανίδεος και να εκτροχιάσει κοτζάμ τρένο
τι άσχετος και να ποιήσει το πρώτο του πτώμα
τόσο τέλειο, να το αποθεώσει,
να κόψει το ρεύμα πάνω που θ’ άρχιζε η διάσκεψη
πάνω που θα πετύχαιναν την αμνηστία τους οι κυνοκέφαλοι.
Η διαίσθησή μου παίρνει όλες τις ευθύνες
βρίσκει τα ύποπτα στη χάρτα του ωκεανού, που τάχατες
απεξηράνθη, γίνεται νησί όπως ο Μπρεχτ και η κοτσίδα του
όπως η πόρτα μας και η κακοτοπιά της,
βασανίζει τον βρικόλακα μέσα στην κλειδαριά του
και τον ύπνο μου που πριόνισε τον γρύλο του
και που δεν άντεξε ως διάδρομος
παρά κατάντησε σοβαρόν στοιχείον ώσπου τον έθαψα.
Στην επιφάνεια τώρα πλέουνε τα ξυλοπάπουτσά του
με άλλους σκοτωμένους πετεινούς.
Σάστισες
κι όμως για τα σαραντατόσα τόπια βουβαμάρας
σου μιλώ, που σε τυλίξανε
για το τυφλό έντομο με το ετρουσκικό επίθετο
ελευθερία, που κούφανε το Ρότερνταμ πετώντας χαμηλά
εκεί που η Μεσόγειος πουλάει τα παιδιά της
τα στυγερά της θεωρήματα κι άλλα θεσπέσια ξύλα.
Δεν είναι αυτό καρδιογράφημα; δεν είναι τράκο
αμφιβληστροειδών σαν κοιταχθήκαμε κατάματα
κι ο βρυχηθμός του;
τότες τι είναι γεωγραφία; τι είναι πετρέλαιο
που τηνε κέρδισε στο ζάρι και την έφαγε ο κανίβαλος;
Ολοένα κατηφόριζε καβάλα στον ελέφαντά του ο Ανίβας
μ’ αυτά και μ’ αυτά με κάνανε δημότη Χαιρωνείας.
ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου