Σάββατο 4 Μαΐου 2019

Ελένη Λαδιά: Η έννοια της Διάρκειας στην ποίηση του Δ.Π. Παπαδίτσα




Η Εν Πάτμω συλλογή έχει θεωρηθεί σταθμός για την ποίηση του Δ.Π. Παπαδίτσα, μεγαλειώδης καθώς είναι σε υψηλόφρονα νοήματα αλλά και σε ένα θαυμαστόν ποιητικόν ύφος, που παραπέμπει στον Ανδρέα Κάλβο, όπως ομολογεί ο ίδιος ο ποιητής. Ο τόπος της Πάτμου γίνεται σημείον τομής των δύο κόσμων, μικρόκοσμου και μακρόκοσμου, ένα κάτοπτρον, όπου συγκλίνουν οι ακτίνες των πάντων.

Η σύνθεση «Διάρκεια» από την Εν Πάτμω συλλογή είναι κατάφορτη συμβόλων και νέων εννοιών, όπως σχεδόν ολόκληρη η ποίηση του Δ.Π. Παπαδίτσα.

Ως προμετωπίδα βάζει ο ποιητής μία ορφική λέξη, που μετά από χρόνια θα μας βασάνιζε η απόδοσή της στα νεοελληνικά, όταν θα μεταφράζαμε τους ορφικούς ύμνους. Είναι η λέξη «αλλοτριομορφοδίαιτε» από τον ορφικόν ύμνον της Φύσεως (10). Ασυνειδήτως ίσως ταυτίζει ο ποιητής την Φύση με την Διάρκεια και τις συνδέει με το ίδιο επίθετον, που στην νεοελληνική ονομάσαμε «αλλομορφομετάβλητη».

Στην «Διάρκεια» δεν υπάρχει μία φανερή αλληλουχία, κι οι στίχοι ξεπροβάλλουν σαν κορυφές ορέων ή νησάκια στο πέλαγος, άσχετοι μεταξύ τους. Τι συμβαίνει εδώ και μας θυμίζει ένα σπουδαίον απόσπασμα του Νίτσε σχετικώς με το δευτερόλεπτον του ξαφνικού; «Μα αυτό το ξαφνικό, μόνον για μας υπάρχει. Σε αυτό το δευτερόλεπτο του ξαφνικού υπάρχουν ένα σωρό φαινόμενα που μας διαφεύγουν. Μια διάνοια που θα έβλεπε την αιτία και το αποτέλεσμα σαν μια συνέχεια, και όχι, όπως εμείς, σαν έναν αυθαίρετο κατακερματισμό, η διάνοια δηλαδή που θα έβλεπε την ροή των γεγονότων, θα αρνιόταν την ιδέα της αιτίας και του αποτελέσματος, όπως και κάθε προσδιοριστικότητας»[1]. Όλο το ποίημα έχει το ύφος και την ατμόσφαιρα μιας προσωπικής αποκάλυψης, μολονότι διαθέτει όλο το σφρίγος και τις εικόνες της Ιωάννειας. Αρκετές φορές υπενθυμίζει τις «Δύο ερμηνείες» που συνοδεύουν το «Εν Πάτμω» ποίημα. Φαίνεται πως για καιρό τον ακολουθούσε η μαγεία του πάτμιου βιώματος, όπως το ονόμασε ο ίδιος.

Ο ποιητής ως άλλος Εμπεδοκλής αποκαλύπτει τα ιδιώματά του: «Εγώ είμαι από ψάρι και από πουλί». Η σύνθεσή τους ίσως έχει την αρχή στα μινωικά χελιδονόψαρα, που απεικονίζονταν στην επιφάνεια των αγγείων του θαλασσίου ρυθμού.

«Δεν γράφω λέξεις/ Φωνάζω με μέταλλα μ’ αράχνες με ομόχρονα/ Από βαθιά σ’ ένα χρώμα χειρονομώ/ Και πλάστηκα να ερωτεύομαι την σύμπτωση...» Μαγεύεται από την σύμπτωση, το τυχαίον, όπως τα σπουδαία καλλιτεχνικά πρόσωπα.

Πιο κάτω, με ύφος προφητικόν λέγει: «Δεν έχω άλλο να πω παρά ακατάληπτα λόγια όμως/ ξεδιψασμένα στην αρχαία πηγή». Τα ακατάληπτα λόγια φανερώνουν την Πυθία, η αρχαία πηγή την δελφική Κασταλία, και στην «Πυθία» του περιγράφει τα λόγια της Πυθίας. «Τα λόγια ένας κάμπος ξερολίθια/ ούτε αινιγματικά ούτε θεία/ μισή ψέμα μισή αλήθεια η αλήθεια...» Όμως τα ακατάληπτα αυτά λόγια, οι έκθαμβοι στίχοι οδηγούν σε ένα μελαγχολικό συμπέρασμα. Σε εκείνο, «φτωχά μου αδέλφια», γράφει, «που δεν σας χρησιμεύει και το πουλάτε: Το Πνεύμα, που κι αυτό πουλάει τον ένα μας στον άλλον/ κι όλους μαζί στη λήθη».

Διάρκεια, έννοια συμπαντική, όπως η Ανάγκη, η Ειμαρμένη, η Εναντιοδρομία κ.ά., που φωτίζουν τις αντίστοιχες έννοιες του καθημερινού βίου, οι οποίες συνδέονται μαζί τους με μία πλατωνική μέθεξη. Η Διάρκεια δεν έχει πέρατα, είναι σαν ένας κύκλος που δεν μπορείς να βρεις τα σημεία του, είναι ασύλληπτη, όπως ο Θεός. Και προπαντός δεν υπόκειται στο ευκλείδειον σύστημα των τριών διαστάσεων. Και πώς μπορεί ο ποιητικός νους να συλλάβει και να περιγράψει την Διάρκεια; Ίσως βρίσκουμε την απάντηση σε στίχο από άλλο ποίημα του Παπαδίτσα: «το ελάχιστον με φωνές όλου». Στην Διάρκεια αναζητά όμως το ακατόρθωτον. «Το τι ζητούσα ήταν ένα γονίδιο στην δομή της αλήθειας». Βαθμηδόν η έννοια του ποιήματος προσεγγίζει συμβατές λέξεις, άρα φαιές, ακόμη κι αν έχεις «ηλεκτρονικό δέρμα, που δοκιμάζει κάθε αφή και τα αλλάζει όλα», ακόμη και το σήμα του Θανάτου. «Έτσι που και στο θάνατο αν με πήγαιναν θα ’ταν ο πιο αστροφώτιστος περίπατος». Αυτό όμως που έχει σημαντικόν ενδιαφέρον στην σύνθεση «Διάρκεια» είναι ο θαυμάσιος ύμνος προς την πέτρα, που επιλέγεται, προφανώς διότι είναι ένα μικρό σύμβολον της Διάρκειας.

Μεγάλη η ιστορία της πέτρας, του λίθου. Αρχίζοντας από τους βαιτύλους, τους μετεωρίτες που έπεφταν από τον ουρανό, γι’ αυτό και γεμάτοι ιερότητα, και προχωρώντας στους βωμούς από πελεκημένους λίθους, στα πέτρινα αγγεία, στον λίθινον κέρνον των Μαλλίων, στον ιερόν ομφαλόν των Δελφών και στην Κάαβα, την ιερή πέτρα των Μουσουλμάνων, στις λίθινες σαρκοφάγους και άλλα είδη τέχνης καμωμένα από την πέτρα, φτάνουμε στις πιο κοινές πέτρες: «ήταν κι αυτό μια πέτρα από κείνες που η περιδίνηση/ του ακρογιαλιού τις στρογγυλεύει/ Και παίζουν με τα μεράκια των ανθρώπων». Ο άνθρωπος και η πέτρα φαίνεται πως έχουν μία υπόγεια σύνδεση, αν στηριχτούμε στην ετυμολογία της λέξης λάας, λάος ή λαός, που σημαίνει πέτρα και πλήθος ανθρώπων. Κατά την μυθολογία, ο Δευκαλίων πετούσε πέτρες πίσω του που γίνονταν άνδρες, ενώ οι πέτρες της Πύρρας γυναίκες. Η πέτρα είχε ψυχή, το γνώριζε αυτό ο μουσικός Αμφίων που τις μετακινούσε με την μουσική του, κι έτσι μαζί με τον αδελφό του Ζήθο έφτιαξαν τα τείχη των Θηβών. Μόνες τους οι πέτρες έπαιρναν την σωστή θέση, όταν άκουγαν τον ήχον της λύρας από τα μαγικά χέρια του Αμφίωνος. Κι από την πέτρα το ρήμα πετρώνω, απολιθώνομαι. «Τα μάτια η αλαλιά τα ’χει πετρώσει» ή «πώς ρίζωσα μες στο νερό/ πώς ο καιρός με πέτρωσε/ δυο βήματα απ’ τη Δήλο...». Ένα μικρό απάνθισμα της ποίησης του Παπαδίτσα σχετικώς με την πέτρα: «η σκληρή πέτρα που ελαξεύθη από το ακαταμάχητο όνειρο» ή «ένα σκοτάδι χρωματιστό, η θεία κραυγή σπάζει την πέτρα του/ κι αναβρύζει το όνειρο» ή το βαθιά φιλοσοφημένο, «Αφήνω το λιθάρι και την μέσα του αρμονία να τρελαίνει τον ουρανομέτρη», ή το ευφυές «το έξαλλο άθροισμα της πέτρας και της πετριάς», στίχος δυνατός σε νοηματική ισχύ και εκφραστική συμπύκνωση. Η «πέτρα», έκφραση του ασάλευτου και της ακινησίας, περιέχει εντός της το δυναμικό της αντίθετο. Μόλις η πέτρα υψωθεί, κινηθεί, γίνεται πετριά – ακινησία και κίνηση, πέτρα και πετριά αλληλεπιδρούν (η πέτρα περιέχει την πετριά και η πετριά την πέτρα) και δίνουν ένα άθροισμα τόσον παράδοξον για την κοινή αντίληψη, που αισθητικώς και γλωσσολογικώς χαρακτηρίζεται με το επίθετον «έξαλλο».

Στην «Διάρκεια», όλο το 8ο τμήμα είναι ύμνος στην πέτρα. Ο ποιητής μάς προτρέπει να αφήσουμε την πέτρα που πλέει και περιστρέφεται περιχυμένη δροσιές. «Σκέφτεται μέσα στο χάος/ Μικραίνει και μεγαλώνει στο μυαλό του περαστικού...» Η πέτρα αδειάζει τα δεινά της τύχης, διαιρείται και προστίθεται στο αρνητικό της φως. «Και καθώς η φύσις την έχει συνθέσει με δολιχοδρομίες/ και κρυσταλλιασμένες σιωπές/ Με τετραγωνικές ρίζες και αθέατα τετράγωνα τετάρτης δύναμης/ Σαλεύει μέσα σ’ ένα νησί προνομίων και πεθαίνει στα ύφαλά του». Στα βάθη της τρεμοπαίζουν άρπες. Ίσως μία σύνδεση με τις πέτρες του Αμφίωνος. Η πέτρα στην «Διάρκεια» τελειώνει με το γλιστερό της ρεύμα, κι εκεί ο εξαιρετικός στίχος που μοιάζει να χαρακτηρίζει την ποιότητα της Διάρκειας. «Κι εκεί μυριάδες άφαντες περιελίξεις κολυμπούν/ σε νιόβγαλτα νερά αποκάλυψης και ανυπαρξίας». Αποκάλυψη και ανυπαρξία, μήπως είναι χαρακτηριστικά της Διάρκειας;


ΥΓ. Το κείμενον γράφτηκε για τα 31 χρόνια της εκδημίας του.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ
[1] Φρειδερίκου Νίτσε, Η χαρούμενη γνώση, Κεφ. «Αιτία και αποτέλεσμα», μτφρ. Μίνας Ζωγράφου, εκδ. Δαρεμά 1961


Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου