Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018

Κική Δημουλά: [Μακρύ κουραστικό ταξίδι]




Μακρύ κουραστικό ταξίδι
το πεπρωμένο
μα το χειρότερο

πας ή έρχεσαι δεν ξέρεις.


ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ (2016)

Nick Cave: [God is a work in progress]




The Red Hand Files / ISSUE #11 / DECEMBER 2018

As an atheist I find other people’s belief in a god both incomprehensible and fascinating. Is there any way you can explain your faith?
ALI, LONDON, UK

Do you believe in God? I mean personal, not through your songs.
MAGGIE, LONDON, UK

Does God exist?
JOÃO, RIO, BRAZIL

Can it be you’ve given up the quest for God?
PETER, DENVER, USA


Dear Ali, Maggie, João and Peter and the many people who have asked similar God related questions.

I’ve been circling around the idea of God for decades. It’s been a slow creep around the periphery of His Majesty, pen in hand, trying to write God alive. Sometimes, I think, I have almost succeeded. The more I become willing to open my mind to the unknown, my imagination to the impossible and my heart to the notion of the divine, the more God becomes apparent. I think we get what we are willing to believe, and that our experience of the world extends exactly to the limits of our interest and credence. I am interested in the idea of possibility and uncertainty. Possibility, by its very nature, extends beyond provable facts, and uncertainty propels us forward. I try to meet the world with an open and curious mind, insisting on nothing other than the freedom to look beyond what we think we know.

Does God exist? I don’t have any evidence either way, but I am not sure that is the right question. For me, the question is what it means to believe. The thing is, against all my better judgement, I find it impossible not to believe, or at the very least not to be engaged in the inquiry of such a thing, which in a way is the same thing. My life is dominated by the notion of God, whether it is His presence or His absence. I am a believer – in both God’s presence and His absence. I am a believer in the inquiry itself, more so than the result of that inquiry. As an extension of this belief, my songs are questions, rarely answers.

In the end, with all respect, I haven’t the stomach for atheism and its insistence on what we know. It feels like a dead end to me, unhelpful and bad for the business of writing. I share many of the problems that atheists have toward religion – the dogma, the extremism, the hypocrisy, the concept of revelation with its many attendant horrors – I am just at variance with the often self-satisfied certainty that accompanies the idea that God does not exist. It is simply not in my nature. I have, for better or for worse, a predisposition toward perverse and contradictory thinking. Perhaps this is something of a curse, but the idea of uncertainty, of not knowing, is the creative engine that drives everything I do. I may well be living a delusion, I don’t know, but it is a serviceable one that greatly improves my life, both creatively and otherwise.

So, do I believe in God? Well, I act like I do, for my own greater good. Does God exist? Maybe, I don’t know. Right now, God is a work in progress.

Love, Nick



Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Τάκης Παπατσώνης: Χριστουγεννιάτικη αγρυπνία




Εξωτικός στην άκρια των κοιλάδων
περίμενα τη σημερινή γιορτή στο σκότος των λαμπάδων
απόκληρος της φωταψίας των ημερήσιων ήλιων
γονατιστής, και νηστευτής, και αποβλητής των χίλιων
δαιμονικών ταξιαρχιών… Μ’ άδικα εταλαιπώρουν
τη θύελλα των νοημάτων μου, τη ρώμη των γονάτων,
γιατί – το ξέρω αλίμονον! – τις πανοπλίες εφόρουν
τα εκατομμύρια των λαών, που ερείπια στρατευμάτων
κατάντησαν τα ελεεινά… Και θλίβω των ματιών σου
το φέγγος με το πίκραμα των λυπηρών δακρύων
που ο αμαρτωλός εσώριασα στων άλλων των δεινών μου
τα πλήθη και το πιο φριχτόν: το ίδιο άβουλο θηρίον
αντίς πανήγυρη ευλαβή να στήσω και ιερουργίαν
αρμονικήν, υμνητική της θείας καλωσύνης
να διαλαλώ, εγώ δέχομαι με ανόητη απαραξία
τον Άρχοντα, το Άλφα και Ωμέγα της Χριστιανοσύνης!..
Αλίμονο· των άγριων λαών η ορμητική αντάρα
και την ειρήνη τάραξε της μέσα μου ευλογίας,
κ’ αιστάνομαι απειλητικά του θεού μου την κατάρα
και μακρυνάμενο από με το Τέκνο της Μαρίας…
Και ο ανελέητος ασκητής τρέμω μην τάχα σφάλλω·
μην ενωθώ με τους θνητούς πολεμιστές και γίνω
υου Σατανά η συνέργεια – που τότε πια θα ψάλω
όχι ύμνο των Χριστουγέννων, μα θρήνο!…

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ο Αμερικάνος




ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΝ ΔΙΗΓΗΜΑ

   Του Δημήτρη του Μπέρδε το μαγαζί ωμοίαζε, την εσπέραν εκείνην, με βάρκαν, κατά το φαινόμενον φουρτουνιασμένην, δευτερόπρυμα πλέουσαν, πληττομένην υπό των κυμάτων την μίαν πλευράν, με το ύδωρ εισπηδών από την κωπαστήν και περιρραντίζον τους δυστυχείς επιβάτας, όπου ο κυβερνήτης και ο ναύτης του φαίνονται περιφρόντιδες, δίδοντες και λαμβάνοντες προστάγματα εις ακατάληπτον γλώσσαν, ο μεν ιθύνων μετά βίας το πηδάλιον, ο δε λύων και δένων τα ιστία, βοηθών διά της κώπης εκ του υπηνέμου, αμφότεροι τρέχοντες από την πρύμνην εις την πρώραν, καταπτοούντες τους απειροτέρους των επιβατών, περιρραινομένους από το αφρίζον κύμα, οσφραινομένους εγγύθεν και γευομένους την άλμην. Εξημέρωναν δε Χριστούγεννα, και έκαστος των πελατών επεθύμει να κάμει τα οψώνιά του. Ο κυρ Δημήτρης ο Μπέρδες έτρεχεν εμπρός, οπίσω, εκέρνα νοθευμένα τους πελάτας, επώλει ξίκικα εις τους αγοραστάς, με την τρικυμίαν εσκορπισμένην εις την όψιν και την γαλήνην ταμιευμένην εν τη καρδία, γοητευόμενος από τας φωνάς των θαμώνων, ενθουσιών από τον κρότον των κερμάτων, των πιπτόντων διά της άνωθεν οπής, ως τα στρουθία εις την παγίδα, εις το καλώς κλειδωμένον συρτάρι του. Το παιδί, ο δεκαπεντούτης Χρήστος, ανεψιός του εξ αδελφής, δεν επρόφθανε να γεμίζει φιάλας εκ του βαρελίου, να κακοζυγίζει βούτυρον εκ του πίθου, να κενώνει μέλι εκ του ασκού, με την ποδιάν υψηλά εις το στήθος περιδεδεμένην, κι εξελαρυγγίζετο να φωνάζει αμέσως! εις οκτώ διαφόρους τόνους και ύψη· λέξιν την οποίαν με τον καιρόν είχε κατορθώσει να κολοβώσει εις αμές! είτα να συντάμει εις ’μες! και τέλος ν’ απλοποιήσει εις ες!
   Εις μίαν γωνίαν του μαγαζείου όμιλος εκ πέντε ανδρών εκάθηντο κι έπιναν την μαστίχαν των, πριν διαλυθώσι και απέλθωσιν οίκαδε διά το δείπνον. Ήσαν όλοι εμποροπλοίαρχοι του τόπου, περιμένοντες την κατάδυσιν του Σταυρού διά ν’ αποπλεύσωσι, κι εδεξιούντο ένα συνάδελφόν των, εκείνην την εσπέραν φθάσαντα αισίως με την σκούναν του, τον καπετάν Γιάννην τον Ιμβριώτην· έκαμαν όλοι με την σειράν τα μουσαφιρλίκια, είτα ο καπετάν Γιάννης ηθέλησε και αυτός να τους κάμει τα σαλαμετλίκια. Είτα είς έκαστος των φίλων επροθυμήθη να κάμει κι εκ δευτέρου τα μουσαφιρλίκια, και πάλιν ο καπετάν Ιμβριώτης εξανάκαμε τα σαλαμετλίκια. Έως εδώ ευρίσκοντο και ωμίλουν ζωηρώς περί πραγμάτων του επαγγέλματός των, περί ναύλων, κεσατίων, περί σταλίας, περί φορτώσεων κι εκφορτώσεων, περί ναυαγίων και αβαριών. Ο καπετάν Γιάννης διηγείτο διά μακρών τα του τελευταίου ταξιδίου του, και είπεν ότι, ακουσίως του, ένεκα δυστροπίας τών τουρκικών αρχών, ηναγκάσθη να διατρίψει επί ημέρας εν Βόλω, όπου είχε προσεγγίσει προς μερικήν εκφόρτωσιν.

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

«Γιώργος Νταλάρας….και το καλοκαίρι κρυώνω!»







Για το βιβλίο μιλούν:
Διονύσης Χαριτόπουλος
Γιώργος Κακουλίδης
Όλγα Μπακομάρου
Παύλος Τσίμας
Θανάσης Λάλας
Γιώργος Νταλάρας
Χαρούλα Αλεξίου
Γιώργος Κιμούλης
Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
Μιχάλης Μυτακίδης
Χρήστος Νικολόπουλος

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

Νίκος Φωκάς: Πρωτόγονος συνοικισμός




Καθώς η νύχτα άρχιζε πάντα απ' τη μεριά του δάσους
Σκοτεινιάζοντας τα πρόσωπα ολοένα
Εμπιστευόμασταν ολοένα περισσότερο στις φωνές
Κι εμπιστευόμασταν ότι τα χαρακτηριστικά
Θα προκύψουν και πάλι την άλλη μέρα.

Ύστερα σταματούσαν κι οι φωνές μια μια
Όπως πριν αρχίσει η μουσική
Μια μουσική που θ' άρχιζε οπωσδήποτε, το ξέραμε,
Με τύμπανα που ξαναφέρναν συμβολικά τον ήλιο
Πάνω στο σκούρο της νύχτας -σαν εναλλαχτική εμπειρία.

Γιατί όπως και να κάναμε βρισκόμασταν έτσι κι αλλιώς
Πάνω σ' ένα από δυο φόντα: φως ή σκότος-
Για δράση και ζωή, για φόνο ή έρωτα...
Και να πώς ζήσαμε! Δε ζητάμε παρά να συνεχιστεί
Η εναλλαγή νύχτας και μέρας - τίποτ' άλλο.

1980


ΠΡΟΒΟΛΕΑΣ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ (1985)

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Χρήστος Βακαλόπουλος: [Η ονειρική υφή της πραγματικότητας]




Ο κινηματογράφος αποδεικνύει ότι η ζωή είναι ένα συλλογικό όνειρο σκηνοθετημένο από πολιτιστικές μνήμες. Το Χόλυγουντ χαρακτηρίστηκε βιομηχανία ονείρων από αρκετούς γκρινιάρηδες κοινωνιολόγους, αλλά ο ίδιος χαρακτηρισμός θα μπορούσε να αφορά οποιονδήποτε θεσμό παράγει εικονοπλασία, από το σχολείο μέχρι την εκκλησία. Όμως ο κινηματογράφος έθεσε ως θεμελιώδες αξίωμα την ονειρική υφή της πραγματικότητας κι αυτό έσπρωξε τον δυτικό ορθολογιστικό κόσμο στην τηλεόραση, όπου κυριαρχεί το ομοίωμα και όχι το όνειρο της καθημερινής ζωής. Σ’ ένα κόσμο όπου η τηλεόραση επαναλαμβάνει μονότονα ότι η ζωή είναι ένα καταναλωτικό θερμοκήπιο, είναι φυσικό οι άνθρωποι να σκεπάζουν με κινηματογραφικό μανδύα τα όνειρα τους. Ακόμα και στον ύπνο τους, ο λησμονημένος κινηματογράφος, η πιο ουτοπική τέχνη του 20ού αιώνα, τους απελευθερώνει. Νομίζουν ότι βλέπουν ερωτικές ή κοινωνικές ταινίες, γιατί αυτές οι ακαθόριστες σειρές εικόνων (και ήχων;) που τους επισκέπτονται όταν κλείνουν τα μάτια ζητάνε ένα αντίκρισμα, ένα πλαίσιο, ένα χρώμα, ένα σενάριο που να τις κάνει υποφερτές, λιγότερο βασανιστικές, κάπως οικείες. Ο κινηματογράφος τα προσέφερε όλα αυτά σε υπερβολικές δόσεις κι έτσι οι φοβισμένοι άνθρωποι της τηλεοπτικής εποχής εγκατέλειψαν τις κινηματογραφικές αίθουσες και μετέφεραν τον κινηματογράφο στον ύπνο τους.
Τουλάχιστον έτσι νομίζουν. Στην πραγματικότητα τα όνειρα είναι εντελώς ελεύθερα, αινιγματικά και αδέσμευτα. Κανείς δεν γνωρίζει το χρώμα τους και κάθε απόπειρα να ερμηνευτούν, ψυχαναλυτική ή άλλη, καταλήγει σε πενιχρά αποτελέσματα.
Οι πιο αμήχανες κινηματογραφικές σκηνές είναι συνήθως αυτές που μιμούνται τα όνειρα, ενώ οι πιο πετυχημένες ταινίες είναι εκείνες που ονειρεύονται την πραγματικότητα την ίδια στιγμή που την καταγράφουν. Μια ταινία του Μπουνιουέλ είναι πολύ πιο κοντά στο όνειρο από το καλύτερο βιντεοκλίπ κι αυτό συμβαίνει γιατί ο Μπουνιουέλ δεν κατασκευάζει ένα παράξενο κόσμο από κουρέλια καλογυαλισμένων εικόνων, αλλά αναγνωρίζει το παράξενο στην καθημερινή ζωή και το αποδίδει αυτούσιο.Πιστεύω ότι το καλύτερο κομμάτι στα πρόσφατα Όνειρα του Κουροσάβα είναι «Το όρος Φουτζιγιάμα σε κόκκινο», όπου η στιγμή της πυρηνικής καταστροφής αποδίδεται με ντοκιμαντερίστικο τρόπο, αυτό τον τρόπο που οι γνωστοί γκρινιάρηδες κοινωνιολογίζοντες ονόμασαν «αφελή» και «διδακτικό». Τα όνειρα όμως είναι αφελή όσο δεν παίρνει άλλο – κι αυτή είναι η δύναμη τους!
Είμαι σίγουρος ότι ο Μπόρχες θα θεωρούσε μια δημοσκόπηση γύρω από αυτό το θέμα σαν άλλο ένα κακό όνειρο…


«Ε» Ελευθεροτυπία, 22/9/91. *Απάντηση σε δημοσιογραφική έρευνα της Ελευθεροτυπίας, σχετικά με τα όνειρα.

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018

William Shakespeare: [Life's but a walking shadow...]




MACBETH
[...]
To-morrow, and to-morrow, and to-morrow,
Creeps in this petty pace from day to day
To the last syllable of recorded time,
And all our yesterdays have lighted fools
The way to dusty death. Out, out, brief candle!
Life's but a walking shadow, a poor player
That struts and frets his hour upon the stage
And then is heard no more: it is a tale
Told by an idiot, full of sound and fury,
Signifying nothing.
[...]



Macbeth | Act 5, Scene 5

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

Γιώργος Σεφέρης: Το ναυάγιο της Κίχλης




«Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπό μου
τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες
σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει. Πάρ’ το, σου το χαρίζω·
δες, είναι ξύλο λεμονιάς…»
Άκουσα τη φωνή
καθώς εκοίταζα στη θάλασσα να ξεχωρίσω
ένα καράβι που το βούλιαξαν εδώ και χρόνια·
το ’λεγαν «Κίχλη»· ένα μικρό ναυάγιο· τα κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμια
ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκαρί του
στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού
σβησμένο στο νερό. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη.
Κι άλλες φωνές σιγά σιγά με τη σειρά τους
ακολουθήσαν· ψίθυροι φτενοί και διψασμένοι
που βγαίναν από του ήλιου τ’ άλλο μέρος, το σκοτεινό·
θα ’λεγες γύρευαν να πιουν αίμα μια στάλα· [1]
ήτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω.
Κι ήρθε η φωνή του γέρου, αυτή την ένιωσα
πέφτοντας στην καρδιά της μέρας
ήσυχη, σαν ακίνητη:
«Κι α με δικάσετε να πιω φαρμάκι, ευχαριστώ· [2]
το δίκιο σας θα ’ναι το δίκιο μου· πού να πηγαίνω
γυρίζοντας σε ξένους τόπους, ένα στρογγυλό λιθάρι.
Το θάνατο τον προτιμώ·
ποιός πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει». [3]

Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο.
Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον άνθρωπο.

ΤΟ ΦΩΣ
Καθώς περνούν τα χρόνια
πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν·
καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές,
βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια·
ξέρεις πως εκείνοι που έμειναν, σε γελούσαν,
το παραμίλημα της σάρκας, ο όμορφος χορός
που τελειώνει στη γύμνια.
Όπως, τη νύχτα στρίβοντας στην έρμη δημοσιά,
άξαφνα βλέπεις να γυαλίζουν τα μάτια ενός ζώου
που έφυγαν κιόλας, έτσι νιώθεις τα μάτια σου·
τον ήλιο τον κοιτάς, έπειτα χάνεσαι μες στο σκοτάδι·
ο δωρικός χιτώνας
που αγγίξανε τα δάχτυλά σου και λύγισε σαν τα βουνά,
είναι ένα μάρμαρο στο φως, μα το κεφάλι του είναι στο σκοτάδι.
Κι αυτούς που αφήσαν την παλαίστρα για να πάρουν τα δοξάρια
και χτύπησαν το θεληματικό μαραθωνοδρόμο
κι εκείνος είδε τη σφενδόνη ν’ αρμενίζει στο αίμα
ν’ αδειάζει ο κόσμος όπως το φεγγάρι
και να μαραίνουνται τα νικηφόρα περιβόλια·
τους βλέπεις μες στον ήλιο, πίσω από τον ήλιο.
Και τα παιδιά που κάναν μακροβούτια απ’ τα μπαστούνια [4]
πηγαίνουν σαν αδράχτια γνέθοντας ακόμη,
σώματα γυμνά βουλιάζοντας μέσα στο μαύρο φως
μ’ ένα νόμισμα στα δόντια, κολυμπώντας ακόμη,
καθώς ο ήλιος ράβει με βελονιές μαλαματένιες
πανιά και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια·
ακόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξά
προς τα χαλίκια του βυθού
οι άσπρες λήκυθοι.

Αγγελικό και μαύρο, φως,
γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου,
δακρυσμένο γέλιο, [5]
σε βλέπει ο γέροντας ικέτης
πηγαίνοντας να δρασκελίσει τις αόρατες πλάκες [6]
καθρεφτισμένο στο αίμα του
που γέννησε τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη.
Αγγελική και μαύρη, μέρα·
η γλυφή γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει το φυλακισμένο
βγαίνει απ’ το κύμα δροσερό κλωνάρι [7] στολισμένο στάλες.
Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε…
δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη·
στόλισε τα μαλλιά σου με τ’ αγκάθια του ήλιου,
σκοτεινή κοπέλα·
η καρδιά του Σκορπιού [8] βασίλεψε,
ο τύραννος μέσα απ’ τον άνθρωπο έχει φύγει, [9]
κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραίες [10]
τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης·
όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει,
στο φως·
και είσαι
σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά
τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας [11] από πού να κοιτάξεις πρώτα,
γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά και το τιτίβισμα των πουλιών
θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά και νότο
θ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ’ το φως της μέρας
πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.


Πόρος, "Γαλήνη", 31 του Οχτώβρη 1946