Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

Όμηρος: Ιλιάδα - ραψωδία Γ (απόδοση: Ι.Πολυλάς)



Καὶ ἀφοῦ σιμὰ στοὺς ἀρχηγοὺς ἐσυνταχθῆκαν ὄλοι,
οἱ Τρῶες ἀλαλάζοντας, σὰν τὰ πτηνὰ κινοῦντο·
καθὼς διαβαίνουν γερανοὶ καὶ κρώζουν στὸν αἰθέρα,
ὡς φεύγουν τὲς νεροποντὲς καὶ τὸν βαρὺν χειμώνα
νὰ φθάσουν στὸν ᾽Ωκεανόν, κι ἅμα χαράξη ἀρχίζουν
πόλεμον φονικότατον στὸ γένος τῶν Πυγμαίων·
κι οἱ ᾽Αχαιοί, μ’ ἀνδρειᾶς πνοήν, σιωπηλοὶ κινοῦντο,
ἕνας τὸν ἄλλον πρόθυμοι στὴν μάχην νὰ βοηθήσουν,
κι ὅπως ὁ Νότος καταχνιὰ σὲ κορφοβούνι χύνει,
ποὺ δὲν ἀρέσει τοῦ βοσκοῦ, κι εἶναι χαρὰ τοῦ κλέφτη.        10

Αισχύλος: Αγαμέμνων (Απόδοση: Ι.Γρυπάρης)



Φυσικώ τω λόγω η δολοφονία του Αγαμέμνονος υπό της συζύγου του Κλυταιμνήστρας και του εραστού της Αιγίσθου ώφειλε ναποτελέση το πρώτον δράμα της τριλογίας. Η Κλυταιμνήστρα με φοβεράν ψυχραιμίαν και αγρίαν χαράν καυχάται διά την πράξιν της, την οποίαν θεωρεί ως δικαιοτάτην εκδίκησιν διά την θυσίαν της κόρης της Ιφιγενείας και διά τας συζυγικάς απιστίας του Αγαμέμνονος, όστις δεν ώκνησε να παρουσιασθή επισήμως, κατά την επιστροφήν του, μετά της παλλακής του Κασσάνδρας. Ο Χορός, όστις κατά την απουσίαν του βασιλέως απετέλει το συμβούλιον του κράτους (δώδεκα γέροντες) εκφράζει μεν απ' αρχής την ανησυχίαν του διά την τελικήν έκβασιν της Τρωικής εκστρατείας, φοβείται την τύχην του Αγαμέμνονος, επί του οποίου βλέπει επικρεμάμενον τον φθόνον των θεών διά την αχαλίνωτον φιλοδοξίαν του και την υπεράνθρωπον ευτυχίαν του, δεν απατάται όμως ως προς τα αληθή ελατήρια της δολοφονίας, όταν εις το τέλος του δράματος παρουσιάζεται επί της σκηνής γαυριών και κομπάζων ο εραστής Αίγισθος. Η σκηνή τέλος, κατά την οποίαν η Κασσάνδρα, μένουσα μόνη μετά του Χορού προ των ανακτόρων, καταλαμβάνεται υπό του προφητικού οίστρου και αποκαλύπτει εις τον Χορόν το εκτελούμενον έγκλημα και θρηνολογεί συγχρόνως την ιδίαν της τύχην, αποτελεί μίαν από τας τραγικωτέρας και μεγαλοπρεπεστέρας σκηνάς του παγκοσμίου θεάτρου.

Εννοείται ότι αι λοιπαί μεταβολαί, τας οποίας επέφερεν ο ποιητής εις τον μύθον, δεν υπηγορεύθησαν υπό πολιτικών λόγων· κατ' ανάγκην έμελλον να προέλθωσιν εκ της συγκρούσεως της παλαιάς δωρικής παραδόσεως προς το αττικόν πνεύμα. Ο νόμος του αίματος, το δίκαιον των νεκρών (εις το οποίον κατά την δωρικήν παράδοσιν επιβάλλει σιγήν η βιαία παρέμβασις του Απόλλωνος αποκρούοντος τας Ερινύας διά των βελών του) ήτο πράγματα πολύ σεβαστά διά τον Αττικόν τον Ε' αιώνος, ώστε να ικανοποιήται ούτος διά της λύσεως ταύτης. Παρά τω Αισχύλω το έγκλημα του Ορέστου δεν δικαιολογείται, δεν αθωούται· ο μητροκτόνος απλώς λαμβάνει χάριν, διά της επεμβάσεως της Αθηνάς, η οποία αντιπροσωπεύει το ανθρωπινώτερον συναίσθημα της επιεικείας.



Ο ΦΡΟΥΡΟΣ

Απ' τους θεούς ζητώ να με γλυτώσουν τέλος
απ τα βάσαν' αυτά ολάκερο ένα χρόνο,
που σα σκυλλί στον άγκωνά μου πλαγιασμένος
φυλάω σκοπός πάνω στων Ατρειδών τη στέγη·
κ' έμαθα των νυχτερινών την σύναξι άστρων
κι αυτούς, που φέρνουν στους θνητούς χειμώνα ή θέρος,
τους άρχοντες που λαμπεροί ψηλά φαντάζουν.
Κι ακόμη καρτερώ το σύνθημα της φλόγας,
τη λάμψι της φωτιάς, να φέρη από την Τροία
την είδησι πως πάρθηκε, γιατί έτσι ορίζει
η ανδρόψυχη καρδιά που ελπίζει της γυναίκας.
Κι όταν το αβόλευτο και δροσομουσκεμένο
με διώχνει στρώμα μου, που όνειρα δε γνωρίζει —
και πώς; αφού μου στέκει δίπλα πάντα ο φόβος
για να μην κλείση ο ύπνος τα ματόφυλλά μου
όταν βαλθώ να ψάλλω ή να μουρμουρίσω
για νάβρω στο τραγούδι γιατρικό της νύστας,
πικρό μου γίνεται στο στόμα μοιρολόι
γι' αυτού του παλατιού τα πάθη, που σαν πρώτα
με τον καλύτερο δεν κυβερνιέται τρόπο.
Μα τώρ' ας πάρουν πια τα βάσανά μου τέλος,
που έλαμψε η καλοφάνερη φωτιά της νύχτας!
Χαίρε νυχτερινή λαμπάδα, που σαν μέρας
το φως σου δείχνεις και πολλούς χορούς μες στ' Άργος
μηνάς πως θα στηθούν για χάρι αυτής της τύχης.
Ε! ε!
Θα κράξω δυνατά στου Ατρείδη τη γυναίκα
ευθύς να σηκωθή απ' την κλίνη και στα σπίτια
φωνές χαράς, γι' αυτή τη λάμψι, να σηκώση
αν απ' αλήθεια πάρθηκε του Ιλίου η πόλι
καθώς αυτή τώρα η φωτιά θέλει να δείξη.
Και 'γώ καλήν αρχή στους χορούς κάνω πρώτος,
γιατί θα πω δική μου των κυρίων την τύχη
τώρα που τρία έξ της φλόγας ρίχτει ο κύβος·
κι άμποτε νάρθη ο αφέντης μας και να του σφίξω
το σεβαστό του χέρι μέσα στο δικό μου.
Για τάλλα δε μιλώ· βώδι πατάει επάνω
στη γλώσσα μου· μα αν έπαιρνε φωνή το σπίτι
ξάστερα θε να τάλεγε· με νοιώθουν όσοι
τα ξέρουν κι όποιος δεν τα ξέρει ας μη με νοιώση.

Διευθύνει ο Δημήτρης Μητρόπουλος




Μένης Κουμανταρέας: Τα καημένα





Γιώργος Σαραντάρης: Άγουρη αγάπη με κομμένα χείλια



Άγουρη αγάπη με κομμένα χείλια
Δροσιά στην αγάπη δοσμένη
Σε φύλαξα σε φίλησα σε είδα
Δος μου το χέρι σου να σε φιλήσω ακόμα
Και μη ντραπείς μην κοκκινίζεις
Το ποτήρι γιομάτο κρασί έλα να χύσουμε
Σε άλλη μέθη να γιορτάσουμε τα δάχτυλα
Που πρωτοαντικρυστήκαν
Τα μάτια τα στόματα που δεν μιλάνε πια
Όταν στην επαφή ταιριάζουν
Κι ανεβαίνουν της ηδονής τη θάλασσα
Χειροκροτούν πάνω στον πόνο της αγάπης


27.2.1940


Πηγή

Ιωάννης Πολέμης: Χαμένα χρόνια



Αχ! και να γύριζαν, να 'ρχονταν πίσω
τα χρόνια που έζησα πριν σ' αγαπήσω!
Χρόνια αμνημόνευτα σα να 'ταν ξένα
τα χρόνια που έζησα χωρίς εσένα.
Ποτάμι που 'τρεξε μες σε λιθάρια
και δεν επότισε μηδέ χορτάρια,
κι η γη το ρούφηξε στ' άφωτα βάθη
κι ως και το χνάρι του για πάντα 'χάθει.

Αχ! και να γύριζαν να διπλοζήσω
αγάπη αδιάκοπη να σου χαρίσω
Και να 'σαι η πρώτη μου, εσύ η στερνή μου
από τη γέννα μου, ως τη θανή μου

Μισή σου χάρισα ζωή μονάχα!
Ζωές αμέτρητες ήθελα να 'χα,
έτσι όπως πρέπει σου να σ' αγαπήσω...
Αχ! και να γύριζαν τα χρόνια πίσω!


Πηγή

Διονύσιος Σολωμός: Ἡ φαρμακωμένη



Τὰ τραγούδια μοῦ τἄλεγες ὅλα
Τοῦτο μόνο δὲν θέλει τὸ πεῖς,
Τοῦτο μόνο δὲν θέλει τ᾿ ἀκούσεις,
Ἄχ! τὴν πλάκα τοῦ τάφου κρατεῖς.
Ὦ παρθένα! ἂν ἠμπόρειαν οἱ κλάψαις
Πεθαμένου νὰ δώσουν ζωή,
Τόσαις ἔκαμα κλάψαις γιὰ σένα,
Ποὺ θελ᾿ ἔχεις τὴν πρώτη πνοή.

Συφορά! σὲ θυμοῦμ᾿ ἐκαθόσουν
Σ᾿ τὸ πλευρό μου μὲ πρόσωπο ἀχνὸ
«Τί ἔχεις» σοῦ ῾πα καὶ σὺ μ᾿ ἀποκρίθης
«Θὰ πεθάνω, φαρμάκι θὰ πιῶ».

Μὲ σκληρότατο χέρι τὸ πῆρες,
Ὡραία κόρη, κι αὐτὸ τὸ κορμί,
Ποὺ τοῦ ἔπρεπε φόρεμα γάμου,
Πικρὸ σάβανο τώρα φορεῖ.

Τὸ κορμί σου ἐκεῖ μέσα στὸν τάφο
Τὸ στολίζει σεμνὴ παρθενιά,
Τοῦ κακοῦ σὲ ἀδικοῦσεν ὁ κόσμος,
Καὶ σοῦ φώναζε λόγια κακά.

Τέτοια λόγια ἂν ἠμπόρειες ν᾿ ἀκούσεις,
Ὂχ τὸ στόμα σου τ᾿ ἤθελε βγεῖ;
«Τὸ φαρμάκι ποὺ ἐπῆρα, καὶ οἱ πόνοι,
Δὲν ἐστάθηκαν τόσο σκληροί.

Κόσμε ψεύτη! ταὶς κόραις ταὶς μαύραις
κατατρέχεις ὅσο εἶν᾿ ζωνταναίς,
Σκληρὲ κόσμε! καὶ δὲν τοὺς λυπᾶσαι
Τὴν τιμήν, ὅταν εἶναι νεκραίς.

Σώπα, σώπα! θυμήσου πὼς ἔχεις
Θυγατέρα, γυναίκα, ἀδελφή,
Σώπα ἡ μαύρη κοιμᾶται στὸ μνῆμα
καὶ κοιμᾶται παρθένα σεμνή.

Θὰ ξυπνήσει τὴν ὕστερη ἡμέρα,
Εἰς τὸν κόσμον ὀμπρὸς νὰ κριθεῖ,
Καὶ στὸν Πλάστη κινώντας μὲ σέβας
Τὰ λευκά της τὰ χέρια θὰ πεῖ:

«Κοίτα μέσα στὰ σπλάχνα μου, Πλάστη!
τὰ φαρμάκωσα ἀλήθεια ἡ πικρή,
καὶ μοῦ βγῆκε ὂχ τὸ νοῦ μου, Πατέρα
Ποὺ πλασμένα μοῦ τἄχες Ἐσύ.

Ὅμως κοίτα στὰ σπλάχνα μου μέσα,
Ποῦ τὸ κρίμα τοὺς κλαῖνε, καὶ πές,
Πὲς τοῦ κόσμου, ποὺ φώναξε τόσα,
Ἐδῶ μέσα ἂν εἶν᾿ ἄλλες πληγαίς».

Τέτοια ὀμπρὸς εἰς τὸν Πλάστη κινώντας
Τὰ λευκά της τὰ χέρια θὰ πεῖ.
«Σώπα, κόσμε! κοιμᾶται στὸ μνῆμα,
καὶ κοιμᾶται παρθένα σεμνή».



Η διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο (1949)



Η διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο τραγούδι δόθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1949 στο «Θέατρο Τέχνης» του Κάρολου Κουν.


Ερμηνεία και θέση του σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού

    Θα ήθελα προκαταβολικά να σας πληροφορήσω, πως μ’ όλη μου την καλή διάθεση, δεν είμαι σε θέση να πω, ούτε καινούργια πράγματα, ούτε κι όσα μιλήσω απόψε να τα δώσω με σοφία. Θα προσπαθήσω όμως, κι όσο μπορώ πιο καλά, να σας μεταδώσω αυτό που με κάνει να ζω και να βλέπω την αξία του μέχρι σήμερα περιφερόμενου λαϊκού σκοπού της πόλης.

    Τώρα, αν τούτη η πανηγυριώτικη ομιλία για το ρεμπέτικο, γινόταν πριν δυο χρόνια, ίσως να ΄χε κάπως διαφορετικό χαρακτήρα, δηλαδή να ΄ταν, πιο μεροληπτική –μπορούμε να πούμε – και συγχρόνως πιο ενθουσιαστική για το θησαυρό που κλείνουν οι ρυθμοί του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου. Δεν θα μπορούσαμε ίσως να ξεφύγουμε από τη γοητεία του γυαλένιου ήχου ενός μπουζουκιού για να κοιτάξουμε το θέμα μας στη ρίζα του κι ακόμη να μείνουμε όσο χρειάζεται ψυχροί κι αντικειμενικοί για μια τέτοια δουλειά. Αυτό -θα πείτε- μπορεί να γίνει σήμερα; Είναι κάτι που δεν μπορώ να προεξοφλήσω με βεβαιότητα. Όσο νά ΄ναι όμως, η μεγάλη διάδοση που πήρε τα δύο τελευταία χρόνια το ρεμπέτικο, μας αφήνει περιθώριο για μια τέτοια, επικίνδυνα πρώιμη, ομολογώ εργασία.

    Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλλει τη δύναμή του, λίγο - πολύ σ΄ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν’ αντιδρούμε δικαιολογημένα σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλλουμε για τη μελλοντική και ποιοτική εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα βέβαια παίρνω σαν δεδομένο την ποιοτική του αξία). Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα περνούν απ’ αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μόδα. Μήπως απέφυγε κάτι τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν 50 χρόνια, σαν φούντωνε το κίνημα των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δύο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με τις λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος και ο Παναγής Ζωγράφος προβάλλονται στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα;

Γιώργος Αρμένης: Ξενιτεμένο μου πουλί



Στίχοι: Παραδοσιακό - Γιώργος Αρμένης
Μουσική: Χρήστος Λεοντής
1η εκτέλεση: Γιώργος Μπαγιώκης
Δίσκος: Μαντζουράνα στο κατώφλι (1980)





Ξενιτεμένο μου πουλί,
εκεί, στα ξένα που 'σαι,
σου στέλνω μήλο σέπεται,
κυδώνι μαραγκιάζει

Σου στέλνω και το δάκρυ μου
σ' ένα μικρό μαντίλι,
το δάκρυ μου είναι καφτερό
και καίει το μαντίλι

Ξενιτεμένο μου πουλί,
εκεί, στα ξένα που 'σαι,
ξένοι σου πλένουν τα σκουτιά,
ξένοι στα σαπουνίζουν

Στα πλένουν μια, στα πλένουν δυο,
στα πλένουν τρεις και πέντε
κι από τις πέντε κι ύστερα
τα ρίχνουν στο σοκάκι

Πάρε, ξένε μ', τα ρούχα σου,
πάρε και τα σκουτιά σου
και σύρε στην πατρίδα σου,
σε καρτερεί η φαμελιά σου


***


Αξίζει ν' ακούσετε και την πολύ καλή ερμηνεία του Δημήτρη Μητροπάνου.

Ήχος και εικόνα:





Μόνον ήχος:

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

Κωστὴς Παλαμᾶς: Τὸ τέλος


Σαν σήμερα το 1943 έφυγε απ' τη ζωή ο Κωστής Παλαμάς.


Σὲ ξένη χώρα γυριστῆς καλέστηκα σὲ γάμο,
ἡ νύφη εἴταν πεντάμορφη καὶ μάγος ὁ γαμπρός,
καὶ καβαλλάρης βρέθηκα κ᾿ ἔτρεχα νὰ προκάμω·
δὲν εἶχε ὁ δρόμος τελειωμό, κι ὅλο τραβοῦσα ἐμπρός.

Καὶ ἡ ξένη χώρα εἶν᾿ ὅραμα, κ᾿ εἶναι καπνὸς τὸ ἄτι,
καὶ ὁ γάμος ἀγγελόσκιασμα, καὶ –ὢ ξύπνημα σκληρὸ–
πάντα εἶμ᾿ ἐγὼ ὁ παράλυτος καὶ ρέβω στὸ κρεββάτι.
Ἦχοι παλιοὶ καὶ γνώριμοι, μονάχα ἐσὰς κρατῶ.

Καὶ σᾶς κρατῶ καθὼς κρατεῖ τὸ ἀξέχαστο παιγνίδι
ἀπὸ τὴ θέρμη λυώνοντας καὶ λάμποντας μαζὶ
ἀπὸ νιοφύτρωτα λευκὰ φτεράκια γιὰ ταξίδι,
τὸ βαριαρρωστημένο, τὸ χαδιάρικο παιδί.

Ἐγώ, τ᾿ ἀδέξιο, τ᾿ ἄβουλο παιδὶ τ᾿ ὀνειροπλάνο.
Ἦχοι παλιοὶ καὶ γνώριμοι, στ᾿ ἀφράτα σας φτερὰ
πάρτε μ᾿ ἐσεῖς καὶ φέρτε μὲ νὰ γιάνω ἢ νὰ πεθάνω
στὸν ἴσκιο τοῦ λευκοῦ σπιτιοῦ μέσα σὲ μιὰ ἀγκαλιά.


ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ (1904)


Πηγή

Σωτήρης Σκίπης: Στον Κωστή Παλαμά



Μέσ' από τα κάγκελλα τ' αόρατα
της απέραντής μας φυλακής,
μέσα στο κελί το σκοτεινό μας,
δεν εβάσταξες στον πόνο της Φυλής
κι έπεσες σα δρυς
από τα χτυπήματα
κάποιων μαύρων ξυλοκόπων
στο σκοτάδι της νυχτιάς της τραγικής,
δίχως να προσμείνεις την αχτίδα
της καινούργιας Χαραυγής.

Κι έπεσες καθώς από σεισμό
πέφτει μια μαρμάρινη κολόνα
κάποιου πανάρχαιου ναού.
Σα ναός, οπού χτυπιέται
απ' τα βόλια των βαρβάρων.
Σαν τον Παρθενώνα,
ήρωα, ποιητή του Αιώνα.

Μάτια στερεμένα από τις τόσες
συμφορές,
δάκρυα δε θα χύσουνε για Σένα.

Θα σε κλάψουνε μια μέρα
οι ίδιοι αυτοί που μας σκοτώνουν
έναν - ένα,
σαν ξυπνήσουν απ' τη μέθη τους
κι αντικρύσουν τι ερημιές
εσκορπίσανε στο διάβα τους
σ' αναρίθμητες καρδιές.

Φεύγεις, πας για το ταξίδι σου
το Αχερούσιο, το στερνό,
ω πρωτότοκε αδερφέ μας,
όμως κοίτα πώς ξοπίσω σου
οι Έλληνες σε χαιρετάνε.
Ο καθένας ένα στίχο σου
ψέλνοντας μελωδικό,
σε ξεπροβοδάνε
με τα μύρια σου τραγούδια,
που βουίζουν σα μελίσσια
πάνω απ' Απριλιού λουλούδια,
σα να προμηνάνε την Ανάσταση,
ω μεγάλε ραψωδέ μας.


Πηγή

Μιχάλης Γκανάς: «Με λίγο φως στους ώμους»






Ιωάννης Πολέμης: Άγνωστος



Οὔτε μὲ γνωρίζεις, οὔτε σὲ γνωρίζω,
ποῦ καὶ ποῦ μοῦ ῥίχνεις μιὰ ματιὰ γοργή,
κι' ὅμως σἄν μὲ βλέπῃς κἄποτε νομίζω
πῶς δὲν μᾶς χωρίζει τίποτε 'ςτὴ γῆ.

Ἄν σοῦ'πῶ πῶς ἔρως τὴν καρδιά μου καίει,
δὲν θὰ τὸ πιστεύσῃς ὅπως κι' ἄν σ'τὸ 'πῶ,
κι' ὅμως, δὲν εἰξεύρω, κἄτι τι μοῦ λέει,
−κ' ἴσως εἶν' ἀλήθεια−ὅτι σ' ἀγαπῶ.

Οὔτε σὲ γνωρίζω, οὔτε μὲ γνωρίζεις,
ὅμως σἄν διαβαίνῃς κ' ἔτσι μὲ θωρεῖς,
δίχως νὰ τὸ ξέρῃς κἄτι μοῦ χαρίζεις,
δίχως νὰ τὸ ξέρω κἄτι μ' ἀφαιρεῖς.


Πηγή

Όμηρος: Ιλιάδα - ραψωδία Β (απόδοση: Ι.Πολυλάς)



῞Ολοι κοιμῶντ’ ὁλονυκτὶς θεοὶ καὶ πολεμάρχοι,
ἀλλ’ ὕπνος δὲν κατέβαινε στὰ μάτια τοῦ Κρονίδη
κι ἐμεριμνοῦσε πῶς τιμὴν νὰ δώση τοῦ ᾽Αχιλλέως
καὶ ἀφανισμὸν τῶν Ἀχαιῶν νὰ φέρη ἐκεῖ στὰ πλοῖα·
καὶ τούτ’ ἡ συμφερώτερη βουλὴ στὸν νοῦν του ἐφάνη
νὰ στείλη πλάνον ῎Ονειρον εὐθὺς εἰς τὸν ᾽Ατρείδην,
κι ἐκεῖνον ἐπροσφώνησε μὲ λόγια φτερωμένα:
«῎Ονειρε πλάνε, στὰ γοργὰ τῶν ᾽Αχαιῶν καράβια
κατέβα, τοῦ ᾽Αγαμέμνονος μὲς στὴν σκηνὴν τοῦ ᾽Ατρείδη,
ὅλ’ ἀπαράλλακτα νὰ εἰπῆς αὐτὰ ποὺ σὲ προστάζω.        10
Τῶν ἀνδρειωμένων ᾽Αχαιῶν τὰ πλήθη ἂς ἀρματώση
ὀλα, καὶ τώρα θά ᾽παιρνε τὴν πόλιν τοῦ Πριάμου,
ποὺ πλέον δὲν διχογνωμοῦν οἱ κάτοικοι τοῦ ᾽Ολύμπου,
ἀφοῦ τοὺς παρακάλεσεν ἡ ῞Ηρα κι ἐσυγκλίναν
καὶ πόνου ὥρα κρέμαται στὴν κεφαλὴν τῶν Τρώων».

Κωστὴς Παλαμᾶς: Ἡ ἀσάλευτη ζωή


Σαν σήμερα το 1943 έφυγε απ' τη ζωή ο Κωστής Παλαμάς.


Καὶ τ᾿ ἄγαλμα ἀγωνίστηκα γιὰ τὸ ναὸ νὰ πλάσω
στὴν πέτρα τὴ δική μου ἀπάνω,
καὶ νὰ τὸ στήσω ὁλόγυμνο, καὶ νὰ περάσω,
καὶ νὰ περάσω, δίχως νὰ πεθάνω.

καὶ τό ῾πλασα. Κ᾿ οἱ ἄνθρωποι, στενοὶ προσκυνητάδες
στὰ ξόανα τ᾿ ἄπλαστα μπροστὰ καὶ τὰ κακοντυμένα,
θυμοῦ γρικῆσαν τίναγμα καὶ φόβου ἀνατριχάδες,
κ᾿ εἴδανε σὰν ἀντίμαχους καὶ τ᾿ ἄγαλμα κ᾿ ἐμένα.

Καὶ τ᾿ ἄγαλμα στὰ κύμβαλα, κ᾿ ἐμὲ στὴν ἐξορία.
Καὶ πρὸς τὰ ξένα τράβηξα τὸ γοργοπέρασμά μου
καὶ πρὶν τραβήξω, πρόσφερα παράξενη θυσία
ἔσκαψα λάκκο, κ᾿ ἔθαψα στὸ λάκκο τ᾿ ἄγαλμά μου.

Καὶ τοῦ ψιθύρησα: «Ἄφαντο βυθίσου αὐτοῦ καὶ ζῆσε
μὲ τὰ βαθιὰ ριζώματα καὶ μὲ τ᾿ ἀρχαῖα συντρίμμια,
ὅσο ποὺ νἄρθ᾿ ἡ ὥρα σου, ἀθάνατ᾿ ἄνθος εἶσαι,
ναὸς νὰ ντύση καρτερεῖ τὴ θεία δική σου γύμνια!»

Καὶ μ᾿ ἕνα στόμα διάπλατο, καὶ μὲ φωνὴ προφήτη,
μίλησ᾿ ὁ λάκκος: «Ναὸς κανείς, βάθρο οὔτε, φῶς, τοῦ κάκου.
Γιὰ δῶ, γιὰ κεῖ, γιὰ πουθενὰ τὸ ἄνθος σου, ὦ τεχνίτη!
Κάλλιο γιὰ πάντα νὰ χαθῆ μέσ᾿ στ᾿ ἄψαχτα ἑνὸς λάκκου.

Ποτὲ μὴν ἔρθ᾿ ἡ ὥρα του! Κι ἂν ἔρθη κι ἂν προβάλη,
μεστὸς θὰ λάμπη καὶ ὁ ναὸς ἀπὸ λαὸ ἀγαλμάτων,
τ᾿ ἀγάλματα ἀψεγάδιαστα, κ᾿ οἱ πλάστες τρισμεγάλοι
γύρνα ξανά, βρυκόλακα, στὴ νύχτα τῶν μνημάτων!

Τὸ σήμερα εἴτανε νωρίς, τ᾿ αὔριο ἀργὰ θὰ εἶναι,
δὲ θὰ σοῦ στρέξη τ᾿ ὄνειρο, δὲ θάρθ᾿ ἡ αὐγὴ ποὺ θέλεις,
μὲ τὸν καημὸ τ᾿ ἀθανάτου ποὺ δὲν τὸ φτάνεις, μεῖνε,
κυνηγητὴς τοῦ σύγγνεφου, τοῦ ἴσκιου Πραξιτέλης.

Τὰ τωρινὰ καὶ τ᾿ αὐριανά, βρόχοι καὶ πέλαγα, ὅλα
σύνεργα τοῦ πνιγμοῦ γιὰ σὲ καὶ ὁράματα τῆς πλάνης
μακρότερη ἀπ᾿ τὴ δόξα σου καὶ μία τοῦ κήπου βιόλα
καὶ θὰ περάσης, μάθε το, καὶ θὰ πεθάνης!»

Κ᾿ ἐγὼ ἀποκρίθηκα: «Ἂς περάσω κι ἂς πεθάνω!
Πλάστης κ᾿ ἐγὼ μ᾿ ὅλο τὸ νοῦ καὶ μ᾿ ὅλη τὴν καρδιά μου
λάκκος κι ἂς φάῃ τὸ πλάσμα μου, ἀπὸ τ᾿ ἀθάνατα ὅλα
μπορεῖ ν᾿ ἀξίζει πιὸ πολὺ τὸ γοργοπέρασμά μου».

1903



Άγγελος Σικελιανός: Παλαμάς



Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;

Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ' αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: "Ο Παλαμάς !",
ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη !

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει...
κι ακέριος φλέγεται ως με τ' άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.

Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,

που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα !


Πηγή

Οδυσσέας Ελύτης: Γιώργος Σαραντάρης



Θ’ ανάψω δάφνες να φλομώσει ο ουρανός
Μήπως και μυριστείς πατρίδα και γυρίσεις
Μέσ’ απ’ τα δέντρα που σε γνώριζαν και που γι’ αυτό
Τη στιγμή του θανάτου σου άξαφνα τινάξανε άνθος

Εμάς τους γύφτους άσε μας
Τους «οικούντας εν τοις κοίλοις»
Τι δε νογάμε από γιορτή

Και τα πουλιά δε βάνουμε προσάναμ-
Μα στον ύπνο μας καθώς μας είχες μυήσει
Δώθε από τη φθορά πλέκουμε τους κισσούς
Μακριά σου πιο κι απ' το Α του Κενταύρου

«Ως εν τινι φρουρά εσμεν»
Μαργωμένοι μες στο χρόνο
Κι από τραγούδι αμάθητοι

Μόνος εσύ ο αιρετικός της ύλης αλλ'
Ομόθρησκος των αετών το ύστερο άλμα
Τόλμησες. Κι οι ποιμένες σ’ είδανε της Πρεμετής
Μες στης άλλης χαράς το φως να οδοιπορείς πιο νέος

Τι κι αν ο κόσμος μάταιος
Έχεις μιλήσει ελληνικά
ως «εις τον έπειτα χρόνον»

Κι από την ομιλία σου ακόμη
Βγάνουν θυμίαμα οι θαλασσινοί κρίνοι
Και κάποιες θρυλικές κοπέλες κατά σε
Μυστικά στρέφουνε τον καθρέφτη του ήλιου.

1955


Από τη συλλογή: «Τα ετεροθαλή» (1974).
Από το βιβλίο: Οδυσσέας Ελύτης, «Ποίηση», Ίκαρος, Αθήνα 2002, σελ. 335-336.


Πηγή

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

Όμηρος: Ιλιάδα - ραψωδία Α (απόδοση: Ι.Πολυλάς)



Ψάλλε, θεά, τὸν τρομερὸν θυμὸν τοῦ Ἀχιλλέως,
πῶς ἔγινε στοὺς Ἀχαιοὺς ἀρχὴ πολλῶν δακρύων·
ποὺ ἀνδράγαθες ροβόλησε πολλὲς ψυχὲς στὸν Ἅδη
ἡρώων, κι ἔδωκεν αὐτοὺς ἁρπάγματα τῶν σκύλων
καὶ τῶν ὀρνέων - καὶ ἡ βουλὴ γενόνταν τοῦ Κρονίδη,
ἀπ’ ὅτ’ ἐφιλονίκησαν κι ἐχωρισθῆκαν πρῶτα
ὁ Ἀτρείδης, ἄρχος τῶν ἀνδρῶν, καὶ ὁ θεῖος Ἀχιλλέας.

Θεόκριτος: Ηλακάτη



Γλαυκᾶς, ὦ φιλέριθ᾽ ἀλακάτα, δῶρον Ἀθανάας
γυναιξίν, νόος οἰκωφελίας αἷσιν ἐπάβολος,
θαρσεῦσ᾽ ἄμμιν ὑμάρτη πόλιν ἐς Νείλεω ἀγλαάν,
ὅππᾳ Κύπριδος ἱρὸν καλάμω χλωρὸν ὑπ᾽ ἀπαλῶ.

[5] Τυίδε γὰρ πλόον εὐάνεμον αἰτήμεθα πὰρ Διός,
ὅππως ξεῖνον ἐμὸν τέρψομ᾽ ἰδών, κἀντιφιλήσομαι,
Νικίαν, Χαρίτων ἱμεροφώνων ἱερὸν φυτόν,
καὶ σέ, τὰν ἐλέφαντος πολυμόχθω γεγενημέναν,
δῶρον Νικιάας εἰς ἀλόχω χέῤῥας ὀπάσσομεν,

[10] σὺν τᾷ πολλὰ μὲν ἔργ᾽ ἐκτελέσεις, ἀνδρεΐοις πέπλοις,
πολλὰ δ᾽ οἷα γυναῖκες φορέοισ᾽ ὑδάτινα βράκη.
Δὶς γὰρ ματέρες ἀρνῶν μαλακοῖς ἐν βοτάνᾳ πόκοις
πέξαιντ᾽ αὐτοενεί, Θευγενίδος γ᾽ ἕννεκ᾽ ἐϋσφύρω·
οὕτως ἀνυσιεργός, φιλέει δ᾽ ὅσσα σαόφρονες.

[15] Οὐ γὰρ εἰς ἀκίρας οὐδ᾽ ἐς ἀέργῳ κεν ἐβολλόμαν
ὀπάσαι σὲ δόμοις, ἀμμετέρας ἔοισαν ἀπὸ χθονός.
Καὶ γάρ σοι πατρίς, ἃν ὡξ Ἐφύρας κτίσσε ποτ᾽ Ἀρχίας
νάσω Τρινακρίας μυελόν, ἀνδρῶν δοκίμων πόλιν.
Νῦν μὰν οἶκον ἔχοισ᾽ ἀνέρος, ὃς πόλλ᾽ ἐδάη σοφὰ

[20] ἀνθρώποισι νόσοις φάρμακα λυγραῖς ἀπαλαλκέμεν,
οἰκήσεις κατὰ Μίλλατον ἐραννὰν μετ᾽ Ἰαόνων.
ὡς εὐαλάκατος Θευγενὶς ἐν δαμότισιν πέλῃ,
καί οἱ μνᾶστιν ἀεὶ τῶ φιλαοίδω παρέχῃς ξένω.

Κεῖνο γάρ τις ἐρεῖ τὦπος ἰδών σ᾽· “Ἦ μεγάλα χάρις
[25] δώρῳ ξὺν ὀλίγῳ, πάντα δὲ τιματὰ τὰ πὰρ φίλω.”


***


Αδράχτι, που σ' εχάρισε στις γνωστικές γυναίκες
η γλαυκομμάτα η Αθηνά για νοικοκυροσύνη,
έλα μαζί μου θαρρετά στην πόλη του Νηλέως
πούνε ναός της Κύπριδος μέσ' σε χλωρά καλάμια.

Εκεί θα πάμε, κι ο θεός καλό ταξίδι ας δώση,
το φίλο το Νικία μου να 'δω και να φιλήσω,
που οί χάριτες γλυκόφωνες τον έχουν αναθρέψει,
και σένα, καλοδούλευτο κ' ελεφαντένιο αδράχτι,
εσένα στη γυναίκα του θε να σε κάνω δώρο,

να κλώθης νήματ' απαλά για των αντρών τα ρούχα
και νήματα για διάφανα φορέματα γυναίκεια.
Γιατ' οι μαννάδες των αρνιών στα πράσινα λιβάδια
κουρεύονται για χάρη της και δίνουν το μαλλί τους
πάντα το χρόνο δυό φορές· τ' είνε καλή δουλεύτρα
κι όλα αγαπάει όσ' αγαπούν οι γνωστικές γυναίκες.

Εγώ δε θα σ' εχάριζα μηδέ σε τιποτένιες
μήτ' ήθελα να σ' έβλεπα μέσ' σ' ακαμάτρας σπίτι,
γιατ' είσαι απ' την πατρίδα μου κ' έχεις εσύ πατρίδα
την πόλη εκείνη που έκτισεν ο Εφυραίος Αρχίας
πόλη μ' ανθρώπους διαλεχτούς , της Σικελίας καμάρι.
Τώρα θε νάχης σπίτι σου σοφού γιατρού το σπίτι

που ξέρει μύρια γιατρικά και διώχνει τις αρρώστιες·
αντάμα με τους Ίωνας στη Μίλητο θα μένης
έτσι για νάχη η Θεύγενη το πιο ώμορφο τ' αδράχτι
και να με φέρνη πάντοτε μέσ' την ενθύμησή της
εμένα τον τραγουδιστή και τον καλό της φίλο.
Όποιος σε 'δη στα χέρια της να λέη: Μεγάλη, αλήθεια,
μεγάλη χάρη απόκτησε με το μικρό του δώρο.

Όλα τα δώρα ατίμητα όσα χαρίζουν φίλοι.


Απόδοση στα νέα ελληνικά:
Ιωάννης Πολέμης


Πηγή

Νάλας και Νταμαγιάντη - απ' τη Μαχαμπαράτα (Απόδοση: Λ.Μαβίλης)




1
Ὁ Βριχαντάσβας εἶπε:
Ἄρχος ἐστάθη μ' ὄνομα Νάλας, τοῦ Βιρασαίνα
γιὸς δυνατὸς ὁλόπλουμος παινέδια ζηλεμένα,
ὡραῖος, μαθὸς ἀπ' ἄλογα· στὴν κορυφὴ τὴν πρώτη,
σὰν τῶ θεῶν ὁ ἐξουσιαστής, σὰν ἥλιος στὴ λαμπρότη,
ἔστεκε ἀπ' ὅλους πλιὸ ψηλὰ τοὺς ἀνθρωπορηγάδες,        5
θεοφοβούμενος, σοφὸς στοὺς Βαῖντες, στοὺς Νισχιάντχες
δυνάστης, φίλος τῶ ζαριῶ, μεγάλος στρατοκράτης,
ἥρωας, ἀληθινόλογος, εὐγενικός, προστάτης,
ποῦ ἀντρῶ μαζὶ καὶ γυναικῶν τὸν ἐποθοῦσαν μάτια,
καὶ γνωστικὰ χαλίνονε τὲς αἴστησες μ' ἐγκράτεια.        10
Σαγιττευτὴς δὲ στάθηκε σὰν κείνονε πιτήδειος,
κι' ὁλόβολος ἐφάνταζε σὰν ὁ Μανοὺς ὁ ἴδιος.

Τὸ Χρονικὸν τοῦ Μορέως




ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ
Θέλω νὰ σὲ ἀφηγηθῶ ἀφήγησιν μεγάλην·
κι ἂν θέλῃς νὰ μὲ ἀκροαστῇς, ὀλπίζω νὰ σ᾿ ἀρέσῃ.
[` 2]. Ὅταν τὸ ἔτος ἤτονε, ἀπὸ κτίσεως κόσμου,
ἑξάκις χιλιάδες δὲ κ᾿ ἑξάκις ἑκατοντάδες
καὶ δώδεκα ἐνιαυτούς, τόσον καὶ οὐχὶ πλέον,
διὰ συνεργίας καὶ προθυμίας, μόχθου πολλοῦ καὶ κόπου
τοῦ μακαρίου ἐκεινοῦ φρὲ Πιέρου ἐρημίτου,
ὅστις ἀπῆλθε στήν Συρίαν, νὰ ἔχῃ προσκυνήσει
ἔσω εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφο.
Κι ὡς ηὗρε τοὺς χριστιανούς, ὁμοίως τὸν πατριάρχην,
οἵτινες ἐδουλεύασιν ἐκεῖ τὸν ἅγιον τάφον,
τὸ πῶς τοὺς ἀτιμώνασιν τὸ ἀβάφτιστον τὸ ἔθνος,
ἐκεῖνοι οἱ Σαρεκηνοὶ ὅπου τὸν ἀφεντεῦαν·

Διγενής Ακρίτας (χειρόγραφο Εσκοριάλ) - απόσπασμα


...
καὶ ὁ γέρων ὁ Φιλοπαπποὺς
τὴν Μαξιμοῦν ἐλάλει:
«Θωρεῖς αὐτὸν τὸν ἄγουρον
ποὺ στέκει εἰς τὸ λιθάριν
κ’ ἔστησεν τὸ κοντάριν του
καὶ ἀπάνου του ἀκουμπίζει;
Ἐκδέχεται νὰ ὑπάγωμεν ὅλοι ἀπάνου εἰς αὖτον,
κἂν τάχα μοναχὸς ἐστὶν ἐμᾶς οὐδὲν φοβᾶται.
Ἂν εὕρη τόπον νὰ ἐμπῆ εἰς τὸν λαόν μας μέσα,
ὥσπερ πετρίτης ἄχρωμος, ὅταν ἐμπῆ εἰς κυνήγιν,
καὶ χύση τὸ πτερούγιν του
καὶ τὰ ὄρνεα ἀποκτείνη,
οὕτως ἐμᾶς ἂν γυριστῆ, τινὰς νὰ μὴ τὸν δώση.
Ἀλλ’ ἂς προκαρτερέψωμεν
καὶ τότε ἂς τὸν ἰδοῦμε
καὶ νὰ τὸν περιφέρωμε, καὶ οὐ μὴ καβαλικεύση.
εἰ δὲ καθίση εἰς ἄλογον, ἀπιλογίαν μᾶς κάμνει».
Καὶ τότε ἡ κούρβα ἡ Μαξιμοῦ
τὸν γέροντα ἀτιμάζει:
«Ἔβγα ἀπ’ ἐδῶ, λυσσόγερε, υἱὲ τῆς ἀπωλείας.
ὡς καὶ ἀπ’ τὰ γέρα τὰ πολλὰ
ὁ κῶλος σου ἐτσιγκρίασε.
Ἐγὼ ἔλεγα φουσάτα ἔχει
καὶ ἀγούρους ἀνδρειωμένους
καὶ ἐπῆρα τὰ φουσάτα μου
καὶ ἦλθα νὰ πολεμήσω.
Ἐγὼ μόνη καὶ μοναχὴ νὰ κατέβω εἰς αὖτον,
νὰ κόψω τὸ κεφάλιν του καὶ ἐδῶ νὰ σᾶς τὸ φέρω,
νὰ ἐπάρω τὸ κοράσιον καὶ ἐδῶ νὰ σᾶς τὸ φέρω
νὰ ἐπάρω τὴν πεθύμιαν σας
καὶ ἐδῶ νὰ σᾶς τὴν φέρω καὶ ἐσεῖς μὴ κουρασθῆ- τε».
Καὶ σύντομα ἐπιλάλησεν, τὸν ποταμὸν περάση,
καὶ ἐγὼ δὲ τὴν ἐλάλησα φωνὴν ἀπὸ μακρόθεν:
«Αὐτόθε στέκου, Μαξιμοῦ, ὧδε μηδὲν περάσης!
Τοὺς ἄνδρας πρέπει νὰ περνοῦν,
ἀμὴ ὄχι τὰς γυναῖκας.
Περάσειν ἔχω, Μαξιμοῦ, ὡς διὰ σέναν τὸ ποτάμιν
καὶ νὰ σοῦ ἀντιμέψωμεν,
ὡς καὶ τὸ δίκαιον ἔχεις».
Τὸν γρίβαν μου ἐπιλάλησα, τὸν ποταμὸν περάση,
καὶ εἶχεν νερὸν ὁ ποταμὸς
πολὺν καὶ βουρκωμένον καὶ ἐξέπεσεν ὁ γρίβας μου
καὶ ἐχώθην ἕως τραχήλου.
καὶ δένδρον ἔπεψεν ὁ Θεὸς ἀπέσω εἰς τὸ ποτάμιν
καὶ ἂν εἶχε λείπειν τὸ δενδρόν,
ἐπνίγετον ὁ Ἀκρίτης.
Καὶ ὡς εἶδεν τοῦτο ἡ Μαξιμοῦ,
ἀπάνω μου ἐκατέβη.
κοντάριν ἐμαλάκιζεν, τὴν κονταρέαν μὲ δώση
καὶ ταῦτα τὸ κοντάριν της ἔριψα παρὰ μίαν
καὶ σύντομα ἔριψα ραβδίν,
τὴν Μαξιμοῦν ἐλάλουν:
«Ἐλεῶ τὰ κάλλη σου, κυρά,
βλέπε μὴ κινδυνεύσης.
ἀλλὰ ἂς δώσω, <Μαξιμοῦ>,
τὴν φάραν σου ραβδέαν
καὶ ἐκ τὴν ραβδέαν, Μαξιμοῦ,
νόησε μὲ τίναν ἔχεις».
Καὶ ἐγὼ ραβδέαν ἔδωσα τὴν φάραν ’ς
τὰς κουτάλας
καὶ ἀνάσκελα ἐξήπλωσεν ἡ θαυμαστὴ ἡ φάρα.
Καὶ τότε πάλι ἡ Μαξιμοῦ οὕτως μὲ παρεκάλει:
«Κύρκα, φοβήσου τὸν Θεὸν
καὶ ἀπὲ συμπάθησέ μου
καὶ ἂς φέρουν πάλιν ἄλογον,
διὰ νὰ κάτσω ἀπάνω
καὶ νὰ νοήσης, ἄγουρε, καὶ τὴν ἐμὴν ἀνδρείαν».
Καὶ ἐγὼ αὐτὴν παραχωρῶ ἵνα καβαλικεύση
καὶ ἂν ἔνι ἡ γεῦσις ἔμνοστος, πάλι νὰ δευτερώση.
Τὸν Λίανδρον ἐφώνιαξεν καὶ φέρνει της ἱππάριν,
πηδᾶ κ’ ἐκαβαλίκευσε καὶ παίρνει καὶ κοντάριν
καὶ ἀπὸ μακρέα μ’ ἐφώναζε:
«Ἐδὰ σὲ βλέπω, Ἀκρίτη!»
Καὶ τὸ κοντάρι ἐμάκρυνε,
τὴν κονταρίαν μὲ δώση.
Σπαθέαν τῆς φάρας ἔδωκα ἀπάνω
εἰς τὸ κεφάλιν.
τὰ δύο μέρη ἐσχίσθησαν κ’ ἔπεσαν παρὰ μίαν
ἦτον καὶ <ἡ> σέλα πάντερπνος,
ὅλη κατεζουλίστην,
καὶ ἀπέμεινεν ἡ Μαξιμοῦ, πεζή,
ἐλεεινὴ εἰς τὸν κάμπον.
Τὸ ὑπόδημά μου ἐφίλησεν
καὶ οὕτως μὲ παρεκάλει:
«Κύρκα, φοβήσου τὸν Θεόν,
πάλιν συμπάθησέ με εἰς τὴν μωρίαν τούτην,
ὅτι παρὰ σαλῶν
καὶ ἄτακτων ἀνθρώπων ἐδιδάχθην
καὶ ἐσὺ μόνος μὲ κέρδισε καὶ ἄλλος μὴ μὲ κερδίση».
Καὶ <τότε> ἐγὼ τὴν Μαξιμοῦ οὕτως ἀπιλογήθην:
«Μὰ τὸν Θεόν, ἡ Μαξιμοῦ, οὐκ ἔν’ τὸ ἐνθύμημά σου.
ἡ κόρη τὴν ἐγὼ φιλῶ τῶν εὐγενῶν ὑπάρχει.
ἔχει γὰρ πλοῦτος ἄπειρον καὶ συγγενοὺς ἐνδόξους
καὶ ἀδέλφια πολυορεκτικὰ καὶ ἀδελφοὺς πλουσίους
καὶ πάντας ἐξηρνήσατο καὶ μετὰ μέναν ἦλθεν
καὶ ὁ Θεὸς ὁ πάντων δυνατὸς αὐτὸς νὰ μᾶς χωρίση.
Εἰδὲ ἂν ὁρμῆς νὰ πορνευθῆς, ἐγὼ νὰ σοῦ τὸ ποίσω».
Καὶ ἐπέζευσα τὸν μαῦρον μου καὶ λύω τ’ ἄρματά μου
καὶ τὸ ἐπεθύμα ἡ Μαξιμοῦ γοργὸν τῆς τὸ ἐποῖκα.
καὶ ἀπείτις τὸ ἔκαμα ἐγὼ τῆς Μαξιμοῦς
τῆς κούρβας,
εὐθὺς ἐκαβαλίκευσα καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ κοράσιον.
Καὶ τότε τῆς βεργόλικος ἄκο τὸ τί τῆς λέγω:
«Εἶδες, ὀμμάτια μου καλά, τί ἀνδραγαθίας ἐποῖκα;»
Καὶ τότε τὸ κοράσιον ἄκου τὸ τί μοῦ λέγει:
«Εἶδα σε, ὀμμάτια μου καλά,
τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου,
τὸ πῶς ἐμονομάχησες ὅλους τοὺς ἀπελάτας,
καὶ ὅταν ἐμονομάχησες τὴν Μαξιμοῦν τὴν κόρην.
καὶ εἰς τὸ στενὸν τὸ πέραμαν,
εἰς τὸ βαθὺν τὸ ρυάκιν,
πολλὰ πολλὰ μοῦ ἄργησες. πιστεύω νὰ τὴν εἶχες».
Καὶ τότε τὴν βεργόλικον οὕτως τὴν συντυχαίνω:
«Ὡς ἔδωσα τὸ ἱππάριν της τὴν ὕστερην ραβδέαν,
ἐξέπεσεν ἡ Μαξιμοῦ ἀπὸ τὸ ἱππάριν κάτω.
ἦτον καὶ <ἡ> σέλα πάντερπνος,
ὅλη κατεζουλίστην, καὶ πίστευσέ με, λυγερή,
ὅτι ἀληθῶς σὲ λέγω,
ὅτι πολλὰ ἐλυπήθηκα τὰ δύο της τὰ φαρία».
Καὶ τότε τὸ κοράσιον ἐγέλασε μεγάλως,
στρεφνὰ γλυκέα μ’ ἐπερίλαβε καὶ ἐμὲν ἐσυχνοφίλει.
καὶ τότε τὸ κοράσιον οὕτως τὸ συντυχαίνω:
«Μετὰ τὸ φθείρειν Μαξιμοῦν τρία κακὰ ἔποικά την:
πρῶτον μὲν ὅτι εἶχα την, δεύτερον ὅτι ἐντράπη,
τρίτον καὶ περισσότερον ἐχάσεν
τὴν ἀνδρείαν της καὶ πομπεμένη ἀπόφευγεν
ἀπὸ τὸν Μιλιμίτσην».
Καὶ ὁ Λίανδρος ὁ ταπεινός, πλήρης κατησχυμένος,
καὶ οἱ ἑκατὸν οἱ πρόλοιποι τῆς Μαξιμοῦς οἱ ἀγοῦροι
καὶ ὁ θαυμαστὸς ὁ Κίνναμος, ἀλλὰ καὶ ὁ κὺρ Γιαννάκης
καὶ ἄλλοι ἀπελάτες ἑκατὸν
καὶ ὁ Φιλοπαπποὺς ὁ γέρων
πάντες ἐξεσκορπίσθησαν
ἐκ τοῦ Ἀκρίτη τὸν φόβον,
νὰ μὴ τοὺς καταφθάση ἐκεῖ
καὶ ὅλους κακοδοικήση
...


Πηγή

Ιωάννης Κονδυλάκης: Ο Πατούχας



Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Λάμπρος Πορφύρας: Τὸ στερνὸ παραμύθι



Πῆραν στρατὶ στρατὶ τὸ μονοπάτι
βασιλοποῦλες καὶ καλοκυράδες,
ἀπ᾿ τὶς ξένες χῶρες βασιλιᾶδες
καὶ καβαλλάρηδες ἀπάνω στ᾿ ἄτι.

Καὶ γύρω στῆς γιαγιᾶς μου τὸ κρεβάτι,
ἀνάμεσα ἀπὸ δυὸ χλωμὲς λαμπάδες,
περνούσανε καὶ σὰν τραγουδιστάδες
τῆς τραγουδοῦσαν-ποιὸς τὸ ξέρει-κάτι.

Κανεὶς γιὰ τῆς γιαγιᾶς μου τὴν ἀγάπη,
δὲ σκότωσε τὸ Δράκο ἢ τὸν Ἀράπη
καὶ νὰ τῆς φέρει ἀθάνατο νερό.

Ἡ μάννα μου εἶχε γονατίσει κάτου
μ᾿ ἀπάνω -μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ-
ὁ Ἀρχάγγελος χτυποῦσε τὰ φτερά του.


Πηγή

Ἰωάννης Γρυπάρης: Ὁ πραματευτής



Ἦρθε ἀπ᾿ τὴ Πόλη νιὸς πραματευτὴς
μὲ διαλεχτὴ πραμάτεια,
μ᾿ ἀσημικὰ καὶ χρυσικὰ
καὶ μὲ γλυκὰ τὰ μαῦρα μάτια.

Κι οἱ νιὲς ποθοπλαντάζουν τοῦ χωριοῦ
στὶς πόρτες καὶ στὰ παρεθύρια,
κι οἱ παντρεμμένες ξενυχτᾶν
γιὰ τὰ σμιχτὰ γραφτά του φρύδια.

Τρίζωστη ζώνη ὁλόχρυση φορεῖ
σὲ δαχτυλίδι-μέση,
καὶ πιὰ ἡ ὡραία χήρα δὲ βαστᾷ:
- «Πραματευτή, πολὺ μ᾿ ἀρέσει
ἡ ζώνη ποὺ φορεῖς κι ὅ,τι νὰ πεῖς
σοῦ τάζω κι ἄλλα τόσα...»
- «Δὲ τὴν πουλῶ μ᾿ οὐδὲ φλουριὰ
μ᾿ οὐδ᾿ ὅσα κι ἄλλα τόσα γρόσα.
Ἔτσι ὡραία, -ὡραία πῶς νὰ σὲ πῶ,
ρόδο ἢ κρίνο;-
ἕνα μοῦ κόστισε φιλὶ
κι ὅπου βρῶ δύο τὴ δίνω...»
- «Σύρε ταχιὰ στὴν Ὥρια τὴ σπηλιά,
πραματευτὴ μὲ τὰ ὡραῖα μάτια,
καὶ ῾κεῖ σοῦ φέρνω τὴ τιμὴ
καὶ παίρνω τὴ πραμάτεια».

Τραβᾶ ταχιὰ στὴν Ὥρια τὴ σπηλιὰ
καὶ στοῦ μεσημεριοῦ τὴ ντάλα
φτάνει στὴν Ὥρια τὴ σπηλιὰ
σὲ μούλα χρυσοκάπουλη καβάλλα.
Δένει τὴ μούλα στὴ ξυνομηλιὰ
ποὺ σκιώνει μπρὸς στὸ σπήλιο,
στὰ μάτια του ποὺ τὸν πλανᾶν
βάζει συχνὰ τὸ χέρι ἀντήλιο
καὶ τρώει καὶ τρώει τὴ στράτα τοῦ χωριοῦ,
δὲ φαίνεται κι οὐδὲ γρικιέται
καὶ μπαίνει μέσα στὴ σπηλιὰ
κι ἀποκοιμιέται...

Μέσα στὴ στοιχειωμένη τὴ σπηλιὰ
ποὺ ἀποσταμένος γέρνει,
ὕπνος τὶς φέρνει, ὕπνος τὶς παίρνει:
Νεράιδες περδικόστηθες στητὲς
καὶ μαρμαροτραχῆλες,
ἀνίσκιωτα κορμιὰ ἀδειανά,
διανέματα κι ἀνατριχίλες,
στὶς κομπωτὲς πλεξοῦδες των φοροῦν
νεραϊδογνέματα καὶ πολυτρίχια
κι ἔχουνε κρίνους δάχτυλα
ῥοδόφυλλα γιὰ νύχια
καὶ χρυσομέταξα μαλλιὰ
κι ἐλιόμαυρες λαμπῆθρες
-τέτοιες μὲ μέλι σύγκαιρο μεστὲς
οἱ Ὑβλαῖες κερῆθρες.
Καὶ μία, ἡ Ἐξωτέρα, ἡ Παγανή,
παγάνα τοῦ θανάτου,
χτυπᾷ τὸν νιὸ πραματευτὴ
καὶ παίρνει τὰ συλλοϊκά του.

Τώρα στὴ χώρα ὁ νιὸς πραματευτὴς
κλαίει καὶ λέει πάλι κεῖνο:
- «Ἕνα μοῦ κόστισε φιλὶ
κι ὅπου βρῶ δύο τὴ δίνω,
τὴ ζώνη πὄπλεξε ἡ καλὴ -ὢ ἕνα φιλί,
ἡ ἀρρεβωνιαστικιά μου-
μὲ πλάνεσε μιὰ ξωτικιὰ στὴ ξενητειὰ
καὶ πῆρε τὰ συλλοϊκά μου!»


Πηγή

Μιχάλης Γκανάς: Οι δρόμοι του Αρχάγγελου



Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
1η εκτέλεση: Βασίλης Λέκκας
Δίσκος: Ασίκικο Πουλάκη (1996)





Χρυσά φτερά, βυζαντινό μου βλέμμα,
αρχάγγελοι χορεύανε στο αίμα,
κι ένα τραγούδι μέσα στη φωνή μου,
μου γύρευε μιαν έξοδο κινδύνου

Γιάννενα και Τρίπολη και Σύρα,
όμορφη σκονισμένη μου πορφύρα,
Χίος, Κεφαλλονιά και Μυτιλήνη,
μοίρα μου πελαγίσια Ρωμιοσύνη

Χάλκινο το τραγούδι μας στο στόμα,
τίποτε δεν το φίμωσε ακόμα

Τρελή φυλή που κλαίει και γελάει,
μ' έναν καημό κοιμάται και ξυπνάει,
να σπείρει τα πελάγη με σιτάρι,
για να θερίσει το μαργαριτάρι

Γιάννενα και Τρίπολη και Κρήτη,
ρίζα μου, περηφάνεια, Ψηλορείτη,
Ζάτουνα και νησιά της αγωνίας,
φλέβα μου μυστική της Ιωνίας

Μιχάλης Γκανάς: Ασημένια ταμπακιέρα



Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
1η εκτέλεση: Βασίλης Λέκκας
Δίσκος: Ασίκικο Πουλάκη (1996)



Ασημένια ταμπακιέρα
στο συρτάρι του πατέρα
Τα σέρτικα θυμάμαι της Λαμίας,
το γαλανό καπνό της αποδημίας

Ζωή μυστική, πού να πηγαίνεις;
Καρδιά νηστική, που δε χορταίνεις

Δίπλα στο χρυσό ρολόι,
κεχριμπάρι κομπολόι
Τις χάντρες του ακούω μία μία,
στην κούπα του καφέ μια τρικυμία

Καρδιά νηστική, που δε χορταίνεις,
ζωή μυστική, πού να πηγαίνεις;

Γεράσιμος Μαρκοράς: Χελιδόνια



Ἄχ! τὸ θεόρατο βουνὸ
γιατὶ δὲ χαμηλόνει;
Χριστέ μου, ἂν ἦταν βολετὸ
νὰ δώσω μία νὰ τὸ διαβῶ
σὰν ἕνα χελιδόνι!

Ὡραία τῆς Ἄνοιξης πουλιὰ
γιὰ πέρα μισεμένα,
δανείσετέ μου τὰ φτερά,
καὶ νέα λαλήματα γλυκὰ
θὰ μάθετε απὸ μένα.

Τί λέω! Τερπνότατη φωνή
σᾶς ἔδωκεν ἡ φύση,
καὶ μὲ τὰ μάγια της αὐτὴ
θἄχῃ τὴ χάρη κάθε αὐγὴ
τὸ φῶς μου νὰ ξυπνήσῃ.

Ἐγὼ - καὶ ἂς πλέκω τεχνικὰ
τοῦ τραγουδιοῦ τὸ στίχο -
πέρα, σὲ τούτη τὴν ἐρμιὰ
ξυπνάω τριγύρω μοναχὰ
τῆς λαγκαδιᾶς τὸν ἦχο.


Πηγή

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2015

Διονύσιος Σολωμός: Η αγνώριστη



Ποιά είναι τούτη
που κατεβαίνει
Ασπροεντυμένη
Απ' το βουνό;

Τώρα 'που τούτη
Η κόρη φαίνεται
το χόρτο γένεται
άνθι απαλό

Κ' ευθύς ανοίγει
τα ωραία του κάλλη
και το κεφάλι
συχνοκουνεί

Κ' ερωτεμένο,
να μη το αφήση
να το πατήση
παρακαλεί

Κόκκινα κι όμορφα
έχει τα χείλα
ωσάν τα φύλλα
της ροδαριάς

Όταν χαράζει
και η αυγούλα
λεπτή βροχούλα
στέρνει δροσιάς.

και των μαλλιώνε της
τ' ωραίο πλήθος
πάνου 'ς το στήθος
λάμπει ξανθό

έχουν τα μάτια της
οπού γελούνε
Το χρώμα που 'ναι
'Σ τον ουρανό

Ποιά είναι τούτη
Που κατεβαίνει
Ασπροεντυμένη
Απ' το βουνό;

Kώστας Καρυωτάκης: Όλοι μαζί…



Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός,
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία.
Mια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός.

Aλλάζουμε με ήχους και συλλαβές
τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά μας,
δημοσιεύουμε τα ποιήματά μας
για να τιτλοφορούμεθα ποιητές.

Aφήνουμε στο αγέρι τα μαλλιά
και τη γραβάτα μας. Παίρνουμε πόζα.
Aνυπόφορη νομίζουμε πρόζα
των καλών ανθρώπων τη συντροφιά.

Mόνο για μας υπάρχουν του Θεού
τα πλάσματα και, βέβαια, όλη η φύσις.
Στη Γη για να στέλνουμε ανταποκρίσεις,
ανεβήκαμε στ' άστρα τ' ουρανού.

Kι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,
κι αν ξενυχτούμε κάτου απ' τα γεφύρια,
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
του «περιβάλλοντος», της «εποχής».


Πηγή

Κώστας Βάρναλης: Ορέστης



Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα,
λύσε τα να φανείς, ως είσαι, ωραίος,
και διώξε από το νου σου πια το χρέος του
μεγάλου χρησμού, μια και κανένα

τρόπο δεν έχεις άλλονε!
Και μ᾿ ένα χαμόγελον ιδές πώς σ᾿ έφερ᾿ έως
στου Άργους την πύλη ὁ δρόμος σου ὁ μοιραίος
το σπλάχνο ν᾿ αφανίσεις που σ᾿ εγέννα.

Κανείς δε σε θυμάτ᾿ εδώ. Κι εσύ όμοια
τον εαυτό σου ξέχανέ τον, κι άμε
στης χρυσής πολιτείας τα σταυροδρόμια

και το έργο σου σα να ᾿ταν άλλος κάμε.
Έτσι κι αλλιώς, θα παίρνει σε από πίσου
για το αίμα της μητρός σου για ἡ ντροπή σου.

Κώστας Βάρναλης: [Πάλι μεθυσμένος είσαι]



Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμισι ώρα της νυχτός.
Κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. - «Γεια σου, Κωνσταντή βαρβάτε!»

- Καλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;

Ένας σου 'δινε ποτήρι κι άλλος σου 'δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Κι αν σε πείραζε κανένας -αχ, εκείνος ο Τριβέλας!-

έκανες πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.

Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά...
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Αχ, πού 'σαι, νιότη, πού δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!


Κωστής Παλαμᾶς: [Ἐδῶ οὐρανὸς παντοῦ κι ὁλοῦθε ἥλιου ἀχτίνα]




...
Ἐδῶ οὐρανὸς παντοῦ κι ὁλοῦθε ἥλιου ἀχτίνα,
καὶ κάτι ὁλόγυρα σὰν τοῦ Ὑμηττοῦ τὸ μέλι,
βγαίνουν ἀμάραντ᾿ ἀπὸ μάρμαρο τὰ κρίνα,
λάμπει γεννήτρα ἑνὸς Ὀλύμπου ἡ θεία Πεντέλη.

Στὴν ὀμορφιὰ σκοντάβει σκάφτοντας ἡ ἀξίνα,
στὰ σπλάχνα ἀντὶ θνητοὺς θεοὺς κρατᾶ ἡ Κυβέλη,
μενεξεδένιο αἷμα γοργοστάζ᾿ ἡ Ἀθήνα
κάθε ποὺ τὴ χτυπᾶν τοῦ Δειλινοῦ τὰ βέλη.

Τῆς ἱερῆς ἐλιᾶς ἐδῶ ναοὶ καὶ οἱ κάμποι
ἀνάμεσα στὸν ὄχλο ἐδῶ ποὺ ἀργοσαλεύει
καθὼς ἀπάνου σ᾿ ἀσπρολούλουδο μία κάμπη,

ὁ λαὸς τῶν λειψάνων ζῆ καὶ βασιλεύει
χιλιόψυχος, τὸ πνεῦμα καὶ στὸ χῶμα λάμπει,
τὸ νιώθω, μὲ σκοτάδια μέσα μου παλεύει

Ἐκεῖ ποὺ ἀκόμα ζοῦν οἱ Φαίακες τοῦ Ὁμήρου
καὶ σμίγ᾿ ἡ Ἀνατολὴ μ᾿ ἕνα φιλὶ τὴ Δύση,
κι ἀνθεῖ παντοῦ μὲ τὴν ἐλιὰ τὸ κυπαρίσσι,
βαθύχρωμη στολὴ στὸ γαλανὸ τοῦ Ἀπείρου

...
Πατρίδες! Ἀέρας, γῆ, νερό, φωτιά! Στοιχεῖα,
ἀχάλαστα καὶ ἀρχὴ καὶ τέλος τῶν πλασμάτων,
σὰ θὰ περάσω στὴ γαλήνη τῶν μνημάτων,
θὰ σᾶς ξανάβρω, πρώτη καὶ στερνὴ εὐτυχία!


Κωστής Παλαμάς: [Σαν των Φαιάκων το καράβ’ η Φαντασία]



Σαν των Φαιάκων το καράβ’ η Φαντασία
χωρίς να τη βοηθάν πανιά και λαμνοκόποι
κυλάει· και είναι στα βάθη της ψυχής μου τόποι
πανάρχαιοι κι ασάλευτοι σαν την Ασία,
πεντάγνωμοι κι απόκοτοι σαν την Ευρώπη
σα μαύρη γη Αφρική με σφίγγ’ η απελπισία,
κρατώ μιαν άγρια μέσα μου Πολυνησία,
και πάντα ένα Κολόμβο παίρνω το κατόπι.

Και τα τεράστια της ζωής και τα λιοπύρια
των τροπικών τα γνώρισα, και με των πόλων
τυλίχτηκα τα σάβανα, και χίλια μύρια

Ταξίδια εμπρός μου ξάνοιξαν τον κόσμον όλο.
Και τι ‘μαι; Χόρτο ριζωμένο σ’ ένα σβώλο
απάνω, που ξεφεύγει κι απ’ τα κλαδευτήρια.

Κώστας Ταχτσής: Απόρρητον



Κορέα
ένα προς εκατό χιλιάδες
χαρτογραφούμε μήνες τώρα
κλίμακες σύμβολα και χωροστατικές καμπύλες
μες στο γραφείο με τη σόμπα
που ο στρατιώτης ταχτικά
ανάβει κάθε μέρα στις εφτά
στις δέκα σταματάμε τη δουλειά για λίγο
αλλάζουμε τις σκέψεις μας
όχι βεβαίως τις κρυφές
λίγη πολιτική
και σπανιότερα λίγη λογοτεχνία
ζεσταίνουμε τα χέρια μ’ ηδονή
ψήνουμε κάστανα
ξεχνώντας πως υπάρχει η Κορέα
που δεν γνωρίζουμ' άλλωστε
παρά από μέσ’ απ’ τις καμπύλες και τους χάρτες
ενώ στο μεταξύ μαίνεται η μάχη εκεί κάτω.


Πηγή

Анто́н Че́хов (Άντον Τσέχωφ): Αίτηση σε γάμο



Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Μάρκος Βαμβακάρης: Τα καραβοτσακίσματα



Στίχοι: Μάρκος Βαμβακάρης
Μουσική: Μάρκος Βαμβακάρης
1η εκτέλεση: Μάρκος Βαμβακάρης & Στράτος Παγιουμτζής
Δίσκος: Δίσκος 78 στροφών (1936)


Βάσανα πίκρες φαρμάκια καραβοτσακίσματα, ω!,
σαν το βράχο που τον δέρνουν της θάλασσας τα κύματα -
σαν το βράχο που τον δέρνουν της θάλασσας τα κύματα, ω!,
βάσανα πίκρες φαρμάκια καραβοτσακίσματα

Τι φταίω και με παιδεύεις;
Αχ!, τι γυρεύεις κι αλλον λατρεύεις;
Δε μ’ αγαπάς; Αχ!, πες μου το
γιατ' είμαι μόρτης φουκαράς·
θα σβήσω, πια δε θα ζήσω,
δε θ' αγαπήσω, θα λησμονήσω -
στα καραβοτσακίσματά μου μη γελάς

- Γεια σου, Μάρκο!

Μες στο σπίτι μου για σένα όλοι με μαλώνουνέ, ω!,
λένε ζόρικες κουβέντες που με φαρμακώνουνε -
λένε ζόρικες κουβέντες που με φαρμακώνουνε, ω!,
μες στο σπίτι μου για σένα όλοι με μαλώνουνε

Τι φταίω και με παιδεύεις;
Αχ!, τι γυρεύεις κι αλλον λατρεύεις;
Δε μ’ αγαπάς; Αχ!, πες μου το
γιατ' είμαι μόρτης φουκαράς·
θα σβήσω, πια δε θα ζήσω,
δε θ' αγαπήσω, θα λησμονήσω -
στα καραβοτσακίσματά μου μη γελάς

- Γεια σου και σένα, ρε Στράτο!

Κώστας Σκαρβέλης: Μην περάσεις απ' τη γειτονιά μου (Τράβα, ρε μάγκα και αλάνι)



Στίχοι: Κώστας Σκαρβέλης
Μουσική: Κώστας Σκαρβέλης
1η εκτέλεση: Στελλάκης Περπινιάδης
Δίσκος: Δίσκος 78 στροφών (1934)




Μη περάσεις απ' τη γειτονιά μου,
μάγκα, μη σε ξαναϊδώ μπροστά μου
‘Έμαθα μες το Πασαλιμάνι,
π 'αγαπάς μια μόρτισσα, βρ' αλάνι

Τράβα, ρε μάγκα και αλάνι,
τράβα για το Πασαλιμάνι

Απ' τη μόρτισσα γλυκά φιλάκια,
κάθε βράδυ γλέντι και χαδάκια,
κι έτσι την περνάς μαζί της φίνα
και ξεχνάς ν' ανέβεις στην Αθήνα

Τράβα, ρε μάγκα και αλάνι,
τράβα για το Πασαλιμάνι

Τώρα πια, ρε μάγκα, για να ξέρεις
μ' έχασες για πάντα δε θα μ’ εύρεις
Κάθε βράδυ μες το Καλαμάκι,
θα γλεντώ με ένα χασαπάκι

Τράβα, ρε μάγκα και αλάνι,
τράβα για το Πασαλιμάνι

Γεώργιος Χορτάτσης: Ερωφίλη



Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

Γεώργιος Βιζυηνός: Ο Μοσκώβ Σελήμ



'Ηθελα να μη σε είχα συναντήσει επί της οδού μου. ήθελα να μη σε είχα γνωρίσει εν τω βίω μου! Επότισας και συ αρκετήν την ψυχήν μου πικρίαν, αγαθέ, παράδοξε Τούρκε, ως εάν μη ήρκουν αυτή αι θλίψεις, τας οποίας καθ' εκάστην τη προξενούσιν αι τύχαι των ομοεθνών μου!
Αλλ' ό, τι έγινεν. η αλγεινή, η κάτισχνος μορφή σου, με το βαθύ και μελαγχολικόν εκείνο βλέμμα ταράττει τον ύπνον μου, πτοεί την μοναξιά μου. Η κλαυθμηρά και τρέμουσα φωνή σου ηχεί παραπονουμένη εις τα ωτά μου. Πρέπει να γράψω την ιστορίαν σου.
Δεν αμφιβάλλω, ότι οι φανατικοί της φυλής σου θα βλασφημήσωσι την μνήμην ενός "πιστού", διότι ήνοιξε τα άδυτα της καρδίας αυτού προ των βεβήλων οφθαλμών ενός απίστου. Φοβούμαι μήπως οι φανατικοί της ιδικής μου φυλής ονειδίσωσιν ένα 'Ελληνα συγγραφέα, διότι δεν απέκρυψε την αρετή σου, ή δεν υποκατέστησεν εν τη αφηγήσει σου ένα χριστιανικόν ήρωα. Αλλά μη σε μέλη. Δεν θα αφαιρεθεί τι από την αξίαν σου, διότι ενεπιστεύθης εις εμέ τας περιπετείας της ζωής σου. και δεν θα με τύψη ποτέ η συνείδησις, διότι, ως απλούς χρονογράφος, εξετίμησα εν σοι ουχί τον άσπονδον εχθρόν του 'Εθνους μου, αλλ' απλώς τον άνθρωπον. Διά τούτο μη σε μέλη. Θα γράψω την ιστορίαν σου.

David Cronenberg: Μία Επικίνδυνη Μέθοδος





Κώστας Ταχτσής: Η Συμφωνία του «Μπραζίλιαν»



Αν πεθάνω
δεν θα ξανάρθει ο ταχυδρόμος
δεν θα μου στείλεις πια βιβλία
ή την καρδιά σου σ’ ένα φάκελο
δε θα σε δω να φεύγεις
ή να ’ρχεσαι
δεν θα καθίσω πια ποτέ στο μπαρ
και συ στο πλάι μου
ή απέναντι κατάμονος
να με κοιτάς

αν πω πως πέθανα;
θα κολλήσω στο στήθος σου
ένα νεκρώσιμο με τ’ όνομά μου
στους δρόμους θα γυρνάς μ’ ένα νεκρό

Τασία – έναν καφέ παρακαλώ

αν ξάφνου μ’ αντικρίσουν ζωντανό
θα ε κ π λ α γ ο ύ ν

η ώρα είναι μία παρά τέταρτο
ο τραυματισμός των ωρών

Τασία – παρακαλώ έναν καφέ

Θ’ ανάψω τη ζωή μου
και θα κάψω τα βιβλία
τι όμορφα που καίγεται
η φράση «σ’ α γ α π ώ» - αναδιπλώνεται στον εαυτό της
σαν να βάζει στο πρόσωπο το χέρι της
από ντροπή
λίγο νερό παρακαλώ
και πλένε το ποτήρι μου καλύτερα
κυρά μου

εγώ έριξα προχθές νερό
κι έσβησα τα όνειρά μου

ο καφές σας κύριε

η στάθμη της αγάπης σου
κατέρχεται
διψάω

λίγο νεράκι κύριοι
λίγο νερό καλοί μου κύριοι

και είναι λ έ ε ι ποιητής

μα πού είναι οι φωνές των παιδιών;
αιτούμεθα ποίηση στα σκοτεινά

η ποίηση φίλε πέθανε

η καλοσύνη σου –
η καλοσύνη σου είναι Κύριε
μια καμινάδα
στους δρόμους βλέπω να περνούν
ζητιάνοι μ’ εξαπτέρυγα ονείρων
μια προσευχή
μια προσευχή
για να βρεθεί ένα ποίημα

η ποίηση φίλε π έ θ α ν ε

μα δεν γνωρίζεστε;
ο κύριος είναι ποιητής

ναι
είναι παχύς
πολύ παχύς
και παίζει στον Ιππόδρομο

η ώρα είναι μία
ο θάνατος των ωρών

βρέχει
πότε θα πάψει πια να βρέχει;
αφ’ ότου έφυγες
δεν έπαψε να βρέχει
ήσουν περίεργος να μάθεις
τι υπάρχει πίσω από το θάνατο
θ ά ν α τ ο ς
τι άλλο θέλεις να υπάρχει;

Π ρ ο σ ο χ ή! Κ ί ν δ υ ν ο ς  ζ ω ή!
σου’ λεγα μείνε
θα βρω καρφιά να σε σταυρώσω
λόγχες να σε τρυπήσω
σ’ ένα καλάμι θα’ δενα
σφουγγάρι την καρδιά μου

για να σε φτάσω τώρα πρέπει
να πάω κοντά στη θάλασσα
γράφω λοιπόν κι εγώ χαρτιά
ομοιώματα διαβατηρίων
κι απέ τα ρίχνω στο νερό

δεν θέλω να τα δούνε άνθρωποι
που δεν γνωρίζουνε να σκαρφαλώνουν
στον καπνό των καραβιών

οι άνθρωποι οι άνθρωποι
παίρνουν τα γράμματά μας και μ’ αυτά
ανάβουνε φωτιά το χειμώνα

πότε θα πάψει πια να βρέχει;
φθινόπωρο
τα φύλλα των δέντρων
πάθανε πάλι ελονοσία
την άνοιξη θα πάρω DDT

φύγε
ο τρόπος που μιλάς –
δεν ξέρει
πως ο δικός μου τρόπος είναι
σιωπητήριο

ο τρόπος που χτενίζεσαι
ο τρόπος που γελάς –
δεν ξέρει
τίποτα δεν ξέρει

φοβού τους ποιητάς
και ποίησιν φέροντας

μου επιτρέπετε να σας συστήσω;
τι ποιήματα συνθέτετε;
ποιήματα
λυρικά; σατυρικά;
π ο ι ή μ α τ α
ο κύριος είναι κίναιδος

αιδοίον χωρίς κίονα
κύων χωρίς αιδώ

άνθρωπος

ποτέ δεν θα ξεχάσω τον Αλέξαντρο
στο στήθος του καθότανε
ένας αητός
ήτανε δύσκολη εποχή
στους δρόμους
γύριζαν ωχροί εσταυρωμένοι
κι οι μανάδες μας
δεν χρειαζόντουσαν άλλα ορφανά
μια καληνύχτα
γινόταν εύκολα αντίο

στο στήθος του
στο στήθος του καθότανε ο αητός

ο κύριος είναι κίναιδος

ά ν θ ρ ω π ο ς

χαίρετε χαίρετε
να με ξεχνάτε
υπήρξα άφρων δεν τ’ αρνιέμαι

μα σεις φίλε ξεχάσατε να βάλετε
λάδι στο λύχνο σας
ιδού ο Νυμφίος έρχεται
προσπέρασε
για πάντα

η ποίηση φίλε π έ θ α ν ε
και πότε η κηδεία;
η κηδεία των ωρών

μα η ζωή αντέχει ακόμα
σε κάμποσες ανησυχίες

σε αρκετές μετάνοιες
και στο θάνατο

δεν θα μιλήσω πια ποτέ
δεν θα μιλήσω
ο θάνατος
ο θάνατος
θα τον εκμηδενίσω

αντίο σας

φεύγε δίχως να κοιτάζεις πίσω
βαρέθηκα
η ποίηση της ποίησης την ποίηση
τη ζωή σας
α υ τ ή τι την κάνατε;
δεν θέλω πια άλλο καφέ
όταν μιλάω στο θάνατο
του δίνω τ’ όνομά σας
ο θεός να μας φυλάει απ’ την αισθητικοποίηση
της ατομικής βόμβας
εγώ πηγαίνω τώρα στη ζωή
στον Ιλισσό
να πιω τις σκέψεις μου πιο καθαρές

δεν έχεις πια καμιά ελπίδα

δεν έχω πια ελπίδα
δεν έχω πια καμιά ελπίδα
άλλη απ’ την αδελφή μου την Ελπίδα
δεν έχω άλλο σώμα
απ’ το σώμα που θα κάνω
με το καλώδιο
δεν έχω άλλο θάνατο απ’ τη ζωή
είμ’ ολοστρόγγυλος
σαν τέλειος κύκλος

θ’ αρχίσω να τσουλάω
είμαι μια ρόδα για παιδιά
διότι κύριε
η ζωή κυλάει πάνω σε ρόδες

κάτω απ’ τις ρόδες είν’ ο θάνατος

πάψε
δεν θέλω να σ’ ακούω
θα σ’ αγαπήσω
δεν θέλω να σε βλέπω πια
θα βάλω τις παλάμες μου στ’ αυτιά
να μη σε βλέπω
και θα ζήσω

έρχομαι έρχομαι ζωή
ζωή τον θάνατο πατήσας

μάθετε να περιφρονείτε
ό,τι αγαπάτε
ο ήλιος ο ήλιος η ζωή
έρχομαι φίλε έρχομαι
είμαι δικός σου εσαεί

τι ωραίοι που γίνηκαν οι ναύτες ξάφνου
τι ωραίο το πρωινό της Κυριακής
κι η σκιά των δέντρων
που κι η αβεβαιότης των καιρών μας
χάνει κάτι
απ’ το απαίσιο κύρος της
κι όλα μας φαίνονται
ντυμένα ήλιο

μα ενώ κοιτάζω αφηρημένος κι ευτυχής
νομίζοντας πως τίποτα
δεν θ’ αγαπήσω πια
αυτός
διαπερνάει το λεπτό τοίχο του κορμιού
και πάει και σφηνώνεται σαν σφαίρα
στην καρδιά!


Πηγή

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

Ο Ρένος Αποστολίδης περί ελληνικής γλώσσας




Tennessee Williams: Λεωφορείον ο Πόθος




Θανάσης Παπακωνσταντίνου: Αποσπερίτης



Στίχοι: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
1η εκτέλεση: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Δίσκος: Της αγάπης γερακάρης (1996)



Η μέρα φεύγει, ποιος την κλέβει
ήξερα, μα ξέχασα
Όσοι δουλέψαν κι όσοι παιδέψαν
τα λερωμένα πέταξαν

Κι εσύ Αποσπερίτη μου,
του δειλινού ταιριάζεις,
άδολα είναι τα μάτια σου
και μην τα κατεβάζεις

Οι πολιτείες πάντα χορεύουν
σε ρυθμό κιρκαδιανό,
τα φώτα ανάβουν να προλάβουν
της νύχτας το μετέωρο

Κι εσύ αποσπερίτη μου,
του δειλινού ταιριάζεις,
άδολα είναι τα μάτια σου
και μην τα κατεβάζεις

Τα βήματά μας άθελά μας
είναι δώρα ακριβά
γι’ αυτούς που μένουν και περιμένουν
το σούρουπο μιαν αγκαλιά

Κι εσύ αποσπερίτη μου,
του δειλινού ταιριάζεις,
άδολα είναι τα μάτια σου
και μην τα κατεβάζεις

Μες στο σκοτάδι θα 'ρθουν πάλι
μακρινές μαρμαρυγές,
να ψιθυρίσουν, να θυμίσουν
τρεις απανωτές φορές

Κώστας Ταχτσής: Επίγραμμα σ’ αυτόχειρα



Πήρε μια σφαίρα και τη φύτεψε
σε μια γλάστρα άδεια
του ’χανε πει ο θάνατος
βγάζει ωραία λουλούδια.


Πηγή

Κώστας Ταχτσής: Δεν ντρέπομαι



Μια μέρα θα με πουν φακίρη
μεσ' απ’ το στήθος μου έβγαλα κόκκινα περιστέρια
μεσ' απ’ τα μάτια μου καπνό
πέρασα ξίφη στα όνειρά μου
διέπραξα κλοπές δι’ υποβολής
από αγάπη, σας τ’ ορκίζομαι, από τύψεις ίσως
μια μέρα θα με πουν ομοφυλόφιλο
εκείνον ευγενή κι ομοφυλόφιλο
εμένα πονηρό απλώς
θα με πουν οχιά: ένα κοινό προδότη
εμπρηστή!
οι τίμιοι συμπολίτες μου
θα 'ρθουν και θα κοπρίσουνε στον τάφο μου (εικονικόν)
μα τα παιδιά τους – α, οι έφηβοι!
αυτοί θα μ’ αναστήσουνε, και θα με πούνε ποιητή
ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ.


Πηγή

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

Ο Ρένος Αποστολίδης συνομιλεί με τον Τάσο Ρούσσο












Δ.Ι. Αντωνίου: Οι κακοί έμποροι



Κύριε, άνθρωποι απλοί
πουλούσαμε υφάσματα,
(κι η ψυχή μας
ήταν το ύφασμα που δεν τ’ αγόρασε κανείς).
Την τιμή δεν κανονίζαμε απ’ την ούγια
η πήχη και τα ρούπια ήταν σωστά
τα ρετάλια δεν τα δώσαμε μισοτιμής ποτέ:
η αμαρτία μας.
Είχαμε μόνο ποιότητας πραμάτεια.
Έφτανε στη ζωή μας μια στενή γωνιά
―πιάνουν στη γη μας λίγο τόπο τα πολύτιμα.
Τώρα, με την ίδια πήχη που μετρήσαμε
μέτρησέ μας· δε μεγαλώσαμε το εμπορικό μας·
Κύριε, σταθήκαμε έμποροι κακοί!


Πηγή