«Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπό μου
τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες
σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει. Πάρ’ το, σου το χαρίζω·
δες, είναι ξύλο λεμονιάς…»
Άκουσα τη φωνή
καθώς εκοίταζα στη θάλασσα να ξεχωρίσω
ένα καράβι που το βούλιαξαν εδώ και χρόνια·
το ’λεγαν «Κίχλη»· ένα μικρό ναυάγιο· τα κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμια
ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκαρί του
στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού
σβησμένο στο νερό. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη.
Κι άλλες φωνές σιγά σιγά με τη σειρά τους
ακολουθήσαν· ψίθυροι φτενοί και διψασμένοι
που βγαίναν από του ήλιου τ’ άλλο μέρος, το σκοτεινό·
θα ’λεγες γύρευαν να πιουν αίμα μια στάλα· [1]
ήτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω.
Κι ήρθε η φωνή του γέρου, αυτή την ένιωσα
πέφτοντας στην καρδιά της μέρας
ήσυχη, σαν ακίνητη:
«Κι α με δικάσετε να πιω φαρμάκι, ευχαριστώ· [2]
το δίκιο σας θα ’ναι το δίκιο μου· πού να πηγαίνω
γυρίζοντας σε ξένους τόπους, ένα στρογγυλό λιθάρι.
Το θάνατο τον προτιμώ·
ποιός πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει». [3]
Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο.
Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον άνθρωπο.
ΤΟ ΦΩΣ
Καθώς περνούν τα χρόνια
πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν·
καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές,
βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια·
ξέρεις πως εκείνοι που έμειναν, σε γελούσαν,
το παραμίλημα της σάρκας, ο όμορφος χορός
που τελειώνει στη γύμνια.
Όπως, τη νύχτα στρίβοντας στην έρμη δημοσιά,
άξαφνα βλέπεις να γυαλίζουν τα μάτια ενός ζώου
που έφυγαν κιόλας, έτσι νιώθεις τα μάτια σου·
τον ήλιο τον κοιτάς, έπειτα χάνεσαι μες στο σκοτάδι·
ο δωρικός χιτώνας
που αγγίξανε τα δάχτυλά σου και λύγισε σαν τα βουνά,
είναι ένα μάρμαρο στο φως, μα το κεφάλι του είναι στο σκοτάδι.
Κι αυτούς που αφήσαν την παλαίστρα για να πάρουν τα δοξάρια
και χτύπησαν το θεληματικό μαραθωνοδρόμο
κι εκείνος είδε τη σφενδόνη ν’ αρμενίζει στο αίμα
ν’ αδειάζει ο κόσμος όπως το φεγγάρι
και να μαραίνουνται τα νικηφόρα περιβόλια·
τους βλέπεις μες στον ήλιο, πίσω από τον ήλιο.
Και τα παιδιά που κάναν μακροβούτια απ’ τα μπαστούνια [4]
πηγαίνουν σαν αδράχτια γνέθοντας ακόμη,
σώματα γυμνά βουλιάζοντας μέσα στο μαύρο φως
μ’ ένα νόμισμα στα δόντια, κολυμπώντας ακόμη,
καθώς ο ήλιος ράβει με βελονιές μαλαματένιες
πανιά και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια·
ακόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξά
προς τα χαλίκια του βυθού
οι άσπρες λήκυθοι.
Αγγελικό και μαύρο, φως,
γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου,
δακρυσμένο γέλιο, [5]
σε βλέπει ο γέροντας ικέτης
πηγαίνοντας να δρασκελίσει τις αόρατες πλάκες [6]
καθρεφτισμένο στο αίμα του
που γέννησε τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη.
Αγγελική και μαύρη, μέρα·
η γλυφή γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει το φυλακισμένο
βγαίνει απ’ το κύμα δροσερό κλωνάρι [7] στολισμένο στάλες.
Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε…
δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη·
στόλισε τα μαλλιά σου με τ’ αγκάθια του ήλιου,
σκοτεινή κοπέλα·
η καρδιά του Σκορπιού [8] βασίλεψε,
ο τύραννος μέσα απ’ τον άνθρωπο έχει φύγει, [9]
κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραίες [10]
τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης·
όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει,
στο φως·
και είσαι
σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά
τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας [11] από πού να κοιτάξεις πρώτα,
γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά και το τιτίβισμα των πουλιών
θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά και νότο
θ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ’ το φως της μέρας
πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.
Πόρος, "Γαλήνη", 31 του Οχτώβρη 1946
1. (Σημείωση του ποιητή) στ. 9-15: Κοίταξε τη Νεκυιομαντεία στο λ της Οδύσσειας.
2. (Σημείωση του ποιητή) Με ρώτησαν αν είχα υπόψη μου τον στίχο του King Lear : «If you have poison for me, I will drink it» [= Αν έχετε φαρμάκι για μένα, θα το πιω]· όχι· αν τον είχα συλλογιστεί θα είχα αλλάξει το κείμενό μου. Δεν υπάρχει καθόλου μανία («great range») στην «ήσυχη σαν ακίνητη», στην ακλόνητη φωνή του γέρου της "Κίχλης". Το μόνο που είχα κατά νου ήταν η Απολογία [Σωκράτους].
3. (Σημείωση του ποιητή) Το τέλος της Απολογίας: "ὁπότεροι δὲ ἡμῶν ἔρχονται ἐπὶ ἄμεινον πρᾶγμα, ἄδηλον παντὶ πλὴν ἢ τῷ θεῷ".
4. (Σημείωση του ποιητή) μπαστούνια: τα μπαστούνια των καραβιών, τα μπομπρέσα [Σ. τ. Ε. Ο Γ. Π. Σαββίδης διευκρινίζει ότι εννοεί το μικρό κατάρτι που προεξέχει σχεδόν οριζόντια στην πλώρη των ιστιοφόρων].
5. (Σημείωση του ποιητή) Πρβλ. "δακρυόεν γελάσασα", Ιλιάδα Ζ΄.
6. (Σημείωση του ποιητή) Πρβλ. "...μήτ᾽ Ἄρης μήτε πόντος ἀντέκυρσεν, ἄσκοποι δὲ πλάκες ἔμαρψαν ἐν ἀφανεῖ τινι μόρῳ φερόμενον". Οιδίπους επί Κολωνώ 1679-82.
7. (Σημείωση του ποιητή) δροσερό κλωνάρι: πρβλ. "Ήρχισε και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση και στη χάρη". Ερωτόκριτος Α 57-58.
8. (Σημείωση του ποιητή) η καρδιά του Σκορπιού: ο Αντάρης [= το λαμπρότερο αστέρι του αστερισμού του Σκορπιού], cor Scorpionis.
9. (Σημείωση του ποιητή) Πρβλ. "Η θέληση είναι γι’ αυτόν (= τον Μεγκ Τσου) ένας κυβερνήτης, και ο ιδεώδης κυβερνήτης, σύμφωνα με την κομφουκιανή αντίληψη, είναι πάντα εκείνος που κυβερνά με την καλή θέληση, φροντίζοντας για τα συμφέροντα των κυβερνωμένων, με τη συγκατάθεση. Το να κάνει πόλεμο στους υπηκόους του είναι σημάδι ενός κακού κυβερνήτη (=ενός τυράννου), που δεν τήρησε το χρέος του και του αξίζει να τον παραμερίσουν. Αυτή την αντίληψη, απαράλλαχτη, την εφαρμόζει ο Μεγκ Τσου στη θέληση... Δεν υπάρχει για την κινέζικη διάνοια, πόλεμος, αναγνωρισμένος επίσημα, ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα", I. A. Richards, Mencius on the Mind.
10. (Σημείωση του ποιητή) γραίες: για τον Ησίοδο (Θεογονία 270) οι Γραίες είναι «καλλιπάρῃοι, ἐκ γενετῆς πολιαὶ [= ασπρομάλλες]», η μία «εὔπεπλος», η άλλη "κροκόπεπλος" — αυτές είχα κατά νου. Οι Φορκύδες του Προμηθέα Δεσμώτη (793), "κυκνόμορφοι", μ’ ένα κοινό δόντι κι ένα κοινό μάτι, είναι άλλη ιστορία. Δε φανταζόμουν έτσι τις Γραίες — άλλο αν οι παραδόσεις μπερδεύτηκαν αργότερα.
11. (Σημείωση του ποιητή) δεν ξέροντας: όπως λ.χ. στον Ερωτόκριτο Α 1365.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου