Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

Έκτωρ Κακναβάτος: Ο τοίχος αμφίων και άλλα ασώματα




Τώρα που 'ναι στη βράση του το σίδερο
ζητάμε από την πυρκαγιά βροχή
απ' τη γελοία θεια μας τον έρωτα
από τον παπα-Σεραφείμ τα έκθετα της τριετίας
την αϋπνία και τον Υψηλάντη της.
Αμ τι νομίσατε πως θα 'ναι πια μιαν άνοιξη
«ανάκουστος κιλαηδισμός και λιγοθυμισμένος;»;
ή τάχαμ μεσημέρι δώδεκα ο κάποιος άναψε κερί
και πάει ψάχνοντας, δηλαδή ο σφυγμός μου
κι η καρδιά σου ωραία κόρη του Κραβασαρά
και τέτοια;

Το πράγμα είναι τώρα δύσκολο
κι εσύ παράθυρο ανοιχτό στην οσφύ μου.
Τώρα ο Αμφίων το ψηλό καπέλο κι η κιθάρα του
ποδηλασία μες στην χλωροφύλλη,
η στραβοτιμονιά του οδηγού
το τραμ που ανατράπηκε η ψυχή μας
από κάτω είναι στριγγιά,
που μ' έκανε άσπρο τοίχο ατέλειωτο.
Εσύ λοιπόν βυζαίνεις το αυτί το μέσα μου
το μόνο μου ακροκέραμον.

Γλιστρούν επάνω μου τα χέρια σου
όπως ξέρουν να πεινούν μόνον οι πέτρες.

Το κορμί σου πλάι μου είναι μια θάλασσα τριώροφη
κι είμαι νοτιάς και κληρωτός
ή ένας των Ανδεγαυών στοιχειό του πύργου
που μιλάει με τα κόκαλά του όπως με κλαρίνα,
κι έτσι που το κεφάλι μου είναι διψήφιο
όπως ρολόι του τοίχου ενώ ως τα χθες
ήτανε σκεύος παλιγγενεσίας
με το σήμερα και με το αύριο θα κυλήσει
καταγής ασώματο
καταυγάζοντας στεριές και θάλασσες
όπως η εντελέχεια τις κλειτορίδες.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου