Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

Στρ (ΤΘ) Βελισσάρης Θεόδωρος: Θητεία. Μέρος Ι: Αυλώνας


Νεοσύλλεκτοι

Πρώτο θέμα μέχρι τώρα, στο καψιμί, στο φαγητό και στους θαλάμους, πλαισιωμένο με ψιθύρους ή τρανταχτά γέλια· το χέσιμο. «Ρουκέτες που βρίσκουν στόχο», «μια μεγάλη δίχως σάλιο», κι οι πιο καημένοι να γκρινιάζουν πέντε μέρες τώρα για μια κένωση που δεν ήρθε ακόμα. Φαίνεται πως οι λαβύρινθοι των αποχετεύσεων οδηγούν σε κάτι που μοιάζει με την ελευθερία.


Ο κ. Υπίλαρχος

«Η σχέση μου μαζί σας είναι παρόμοια με τη σχέση πατέρα και γιου» μας είπε, και νιώσαμε κάπως αυτή την παράδοξη συμπάθεια που ένιωθαν κάποιοι έγκλειστοι για τους βασανιστές τους, πριν συνεχίσει: «ή, σαν τη σχέση μου με τη γκόμενά μου. Στο τέλος, θα τη γαμήσω».


Αυγερινός κι αποσπερίτης

Εσύ αστεράκι που μας συντροφεύεις με συνέπεια, πρωί και βράδυ στην αναφορά, εσύ το ίδιο, Αφροδίτη, μου θυμίζεις τη λαμπρή δύναμη του λόγου και της γνώσης, εδώ, στην καρδιά του παραλόγου.


Γαλλική κουλτούρα

Εμπρός…! (δυναμικά)
Μουρς! (κοφτά).



Κατάθλιψη

Μού ‘δειξες το ανορθόγραφο μήνυμα της μάνας σου στο κινητό
«Αν τολμίσης να φηγεις από κει τοτε ξεγραψε μαι, να μην έρθης στο σπίτι. Αν όμος ολωκλιρόσεις τη θιτεία σε περιμαίνει μία έκπληξη».
Τόσα χρόνια πληγωμένος, με τα χάπια να σ’ αποβλακώνουν, μου γκρίνιαζες με την ευγενική φωνή σου καθημερινά για τους πιο απίθανους φόβους.
Κι αποφάσισες να φύγεις. Έμεινες στο παγκάκι στη σκιά και δεν κατέβηκες στην αναφορά. Μόλις σε αντιλήφθηκε, ένας υπίλαρχος σε σήκωσε προσοχή και σ’ έβριζε. Του εξήγησες ήρεμα κι έφυγε.

Δεν γνωρίζω πολλούς θεσμούς αρχαιότερους από τη μητρική σχέση και την ιεραρχία των πολεμιστών. Κι όμως, αυτό το ξεχασμένο απ’ τους ανθρώπους μεσημέρι, στάθηκες μπροστά τους και είπες το μεγάλο όχι.

Κι ας είχες ως το βράδυ αλλάξει γνώμη. Έτσι είναι η κατάθλιψη.


Άθεος

Ένας εξυπνάκιας Αθηναίος μου ‘πε γι’ αυτόν πως είναι μπουρτζόβλαχος και ζώο. Όταν δήλωσα άθεος στην ίλη με κοίταξε με απορία. Λίγο αργότερα, σε μια σκιά, μου μίλησε: «Συγγνώμη φίλε μου, αν θες, εξήγησέ μου γιατί είσαι άθεος». Μιλήσαμε για λίγο, με κοίταγε στα μάτια μ’ ενδιαφέρον και συχνά συμφωνούσε. «Συγγνώμη φίλε μου, αν θες…». Αυτός ήταν το ζώο ρε εξυπνάκια;


Φόβος

Κάτω απ’ τον ήλιο, μια πεταλούδα πετούσε χαρούμενα ανάμεσα σε ζυγούς και στοίχους, σχεδόν δροσίζοντάς μας με τους ίσκιους των μεγάλων φτερών της που έπαιζαν ζωηρά πάνω μας. Κι εμείς οι μαλάκες φοβηθήκαμε.


Αναφορά

Για να μας εντυπωσιάσουν, μας είπαν ότι η ώρα της αναφοράς είναι ιερή κι οφείλουμε σεβασμό, γιατί κάποτε σ’ αυτήν μετρούσαν τους νεκρούς. Κάποτε ε; Τους νεκρούς του σήμερα τους ξεχάσατε;


Ισότητα

Τι υπήρχε στην ψυχή σας ρε παιδιά, όταν λέγατε ότι δήθεν είχατε κάποιο πρόβλημα, κι έπεφταν πάνω μας βροχή όλες οι υπηρεσίες; Κι όταν ξεγλιστρούσατε και μέναμε μόνοι μας στην αγγαρεία; Και στη δική μου ψυχή τι υπήρχε όταν πήγαινα με τα μεταπτυχιακά μου κάποια πρωινά στο γραφείο της στρατολογίας και δεν μοιραζόμουν τον ιδρώτα σας; Για την ψυχή μας μιλάω ρε παιδιά.


Καλοί τρόποι

Έβριζε ο επιλοχίας στη στρατολογία ασταμάτητα, στ’ αστεία και στα σοβαρά. Και πέρασε κουρασμένη η καθαρίστρια έξω από την ανοιχτή πόρτα και άκουσε καθαρά τις χυδαιότητες του. «Ωχ» έκανε, «με άκουσε;». Γιατί απ’ όλα ντράπηκες ρε επιλοχία; Για την κρυφή ηδονή που ένιωσες επειδή μια γυναίκα άκουσε το χυδαίο σεξουαλικό υβρεολόγιό σου, ή για την κούρασή της;


Εκείνη

Σου διάβασα τα ποιήματά μου και παραπονέθηκες γιατί δεν έγραψα τίποτα για σένα. «Δεν είμαι στη λυρική φάση που απαιτεί ό έρωτας», αντέτεινα πολύ αδύναμα. Γιατί κατάλαβα ότι σ’ αυτές τις περιστάσεις, είναι καλό ν’ αμφισβητείς τον εαυτό σου, αλλά ποτέ την ομορφιά.


Άνθη του τίποτα

Σεπτέμβρης, ένα μήνα σχεδόν έκλεισα στο κέντρο. Βγήκα για δυο μέρες κι έρχομαι σε σένα. Ψάχνω στο δρόμο ένα λουλούδι να κόψω να σου φέρω. Μα δεν βρίσκω κανένα.


Το Βατερλό ενός γελοίου

Ρώτησα δυο δεκαοχτάρηδες φαντάρους από τη Χαλκίδα, στην έξοδο, καθ’ οδόν για την πόλη τους, γιατί επέτρεψαν οι κάτοικοι την ισοπέδωση του σπιτιού του Σκαρίμπα. Δεν τον είχαν καν ακουστά, κι αφού με κοίταξαν επιτιμητικά, συνέχισαν ατάραχοι τη φτηνή συζήτηση για βύσματα και μεταθέσεις.


Αγαθός γίγαντας

Ο μεγαλόσωμος και πράος πεζοναύτης γύρισε μούσκεμα απ’ τη σκοπιά στις 2 τα ξημερώματα. Έβρεχε καταρρακτωδώς στο φυλάκιο όλη τη νύχτα. Ρώτησε αν πήγε κανείς στους νεοσύλλεκτους αδιάβροχα. Ο αρχιφύλακας του απάντησε ξερά «όχι», και να κοιτάει τη δουλειά του. «Τη δουλειά μου θα κοιτάω τώρα ή να μη σπάσουν οι νεοσύλλεκτοι;», είπε, και πήρε τα αδιάβροχα κι έφυγε μέσα στο σκοτάδι. Την άλλη μέρα του έσφιξα το χέρι και δεν έβρισκα ούτε μία κουβέντα να πω που θα έφτανε στο ύψος των πράξεών του.


Ελεύθερος χρόνος

Στα ΚΨΜ, οι βιβλιοθήκες είναι πάντα κλειστές, αν όχι κλειδαμπαρωμένες.


Μια εκδοχή ισλαμικού παραδείσου

Μας δίναν και χαιρόμασταν κάποια πρωινά μέλι και γάλα, σαν τους ποταμούς μιας εκδοχής του παραδείσου. Και βλέπατε τον ουλαμό των εποπίνων και τις φανταζόσασταν έρμαια των ορέξεών σας. Ε λοιπόν, εκτός του ότι είναι φτιαγμένος με τίποτα, ο παράδεισός σας, θυμίζει την ίδια την κόλαση.


Ευέλπιδες

Έγινε εύελπις, κατά ομολογία του, για τα γαλόνια, κι επειδή ήθελε να είναι ανεξάρτητος από τον ξενοδόχο μπαμπά του. Κι εγώ όταν γράφω, κάτι σαν γαλόνια δεν προσδοκώ; Έστω από έναν αναγνώστη –Χαίρε Γιόζεφ Αττίλα! Όμως ανεξάρτητος ξέρω πως κανείς ποτέ δεν είναι. Κι ούτε καν τις λέξεις θέλω και ξέρω να διατάζω.


Εκπαίδευση

Είκοσι ενός ετών, με μια αγριόφατσα σχεδόν θεατρική, φώναζε στο πρόσωπό μου: «Πιο δυνατά! Ούτε η γιαγιά μου δεν σ’ ακούει!». Κι εγώ αναφερόμουν, χαιρετούσα, βαρούσα προσοχή ουρλιάζοντας (είχα κλειστό λαιμό για μια βδομάδα). Και σκεφτόμουν τα προβλήματα ακοής της γιαγιάς του. Η οποία ευτυχώς αν ήταν κάπου εκεί δεν θα τον άκουγε. Κι έτσι θα γλίτωναν κάπως, κι αυτός κι αυτή, τη ντροπή.


Εξοχή

Εδώ η κατάσταση είναι τέτοια ώστε οι μέλισσες τρέχουν στα σκουπίδια και όχι στα λουλούδια.


Σεξουαλική αντεπανάσταση

Εδώ η σεξουαλική καταπίεση είναι τόσο έντονη ώστε, αν όλοι δεν βρίζανε ολημερίς, το στράτευμα θα είχε τιναχτεί στον αέρα.


Παραμένοντες στη σιωπή

Άντε να βρεις διάθεση να γράψεις.


Όλα βαίνουν καλώς

Ο ένας μ’ έκανε για Αθηναίο ενώ είμαι βόρειος, κι ο άλλος με νόμισε είκοσι χρονών ενώ είμαι 29. Ο ένας υπέθεσε ότι δεν θα αρέσει ο Μπουκόφσκι σε μένα που τον θαυμάζω, κι ο άλλος μ’ έλεγε Θανάση αντί για Θοδωρή.

Εσύ αλφαμίτη, τα είπες όλα σωστά για μένα, τα είδες στα κατάστιχά σου, όμως την πύλη την κράτησες κλειστή.

Τα ορφανά


Λίγο πριν την παρέλαση της ορκωμοσίας ρώτησε ο υπίλαρχος να μάθει ποιοι θα είναι μόνοι σήμερα χωρίς κανέναν συγγενή ή φίλο. Σήκωσα κι εγώ το χέρι και μας είπε να τον βρούμε με το πέρας στη λέσχη αξιωματικών. Φαντάστηκα ότι μας λυπήθηκαν μες στη μοναξιά μας κι ότι θα μας επέτρεπαν να δροσιστούμε για λίγο σε κανέναν μπουφέ. Τελικά μας έβαλε όταν μαζευτήκαμε κουρασμένοι να μαζέψουμε μέσα στον ήλιο τις καρέκλες, και τα σκουπίδια που δημιουργούσαν οι άλλοι με τους δικούς τους. Φοβερή ήττα. Διψασμένοι και ξεχασμένοι ως εκεί που δεν πάει. Ένας από μας τα ορφανά, φίδιαζε ασταμάτητα, κουβάλησε το πολύ μία καρέκλα σε δυο ώρες, ενώ ένας άλλος τις έπαιρνε τέσσερις τέσσερις. Ποιος ήταν ο ηλίθιος, και ποιος ο πανηλίθιος, αναγνώστη;


Πρώτοι στους αγώνες


Δύο ήμασταν οι άθεοι στην ορκωμοσία, εγώ κι ένας κουκουές. Κάποιος έπρεπε να κάτσει μπροστά στο μικρόφωνο μας είπαν, κι ο άλλος από πίσω. Ντράπηκε με τόσο κόσμο και μου ζήτησε να κάτσω εγώ μπροστά. Συμφώνησα και μεταξύ σοβαρού κι αστείου του είπα χαμογελώντας: «έτσι, μπροστά στους αγώνες ο ελευθεριακός, όχι κρατικιστικός σοσιαλισμός». Ταράχτηκε. «Άσε με τελικά να μπω μπροστά αν γίνεται». «Εντάξει» είπα μέσα από τα δόντια μου κι έκανα πίσω.



Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου