«Φέρτε τον μπροστά μου που γελά
εκείνον δεξιά τον δεύτερο.
Στήσε τον να με κοιτά στα μάτια
όταν μιλάω».
Αυτός,
ιδού κατάπτυστος τάχαμ πιλότος
ή λίγδης μες στ' Ανάπλιν.
Παρότι με ληθαργικά κατράμια ο Τάμεσις
εξόρκισε την ιλαρά του,
μ' όλο που κάτω από μουσαμπάδες
σε κήτη των μαούνων μυηθείς,
νυν ξέμπαρκος αν και Φληβάς
δεν νογά καταπού πέφτει η θάλασσα
κι ακόμα μη αντέχοντας όγδοος και εγελιανός
έγινε ουρλιαχτό της Γκιώνας, έφυγε.
Ξοπίσω του το χακί μυαλό μου έριχνε
όπως εξάσφαιρο.
Τέλος πήρε να φυσά πράσινος άνεμος
η τοιχογραφία σκοτείνιασε
ξάφνου, οι ώχρες, φώναξα, οι ώχρες
ιδού ιδεατόν σημείον αδελφοί, η μόνη εμβασία
ελκομένη στη χόβολη.
ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου