Ξάφνου
ξυπνά στο στήθος σου ο νεκρός
– ο εσταυρωμένος
άγνωστος
εαυτός σου –
πετάει το σάβανο
τα χώματα
τις ρίζες
κι έτσι αμιγής κι ας τραφτερός σαν χιόνι
τη φοβερή του λάμψη εξακοντίζει.
Κι εσύ
– το σκιερό του τμήμα –
που εξορισμένος απ’ το φως
χρόνια και χρόνια
λαθροβιούσες στο
νεκρό του σώμα
μαζεύεις τώρα τα τυφλά πουλιά σου
τα κεραυνόπληκτα κλαδιά σου
τα ματωμένα νυχτολούλουδά σου
και σιωπηλός στα υπόγεια καταφεύγεις
– στην πιο κρυφή της ύπαρξής σου κατακόμβη –
καθώς Εκείνος
σ’ όλη του τη δόξα
το σκοτεινό σαρκίο σου καταυγάζει.
Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ (1989)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου