Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Οδυσσέας Ελύτης: Η Γένεσις (αποσπάσματα)



[...]

Ένιωσα ήρθε κι έσκυψε
πάνω απ' το λίκνο μου
ίδια η μνήμη γινάμενη παρόν
τη φωνή πήρε των δέντρων, των κυμάτων:
"Εντολή σου, είπε, αυτός ο κόσμος
και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι
Διάβασε και προσπάθησε
και πολέμησε"  είπε
"Ο καθείς και τα όπλα του",  είπε
Και τα χέρια του άπλωσε όπως κάνει
νέος δόκιμος Θεός για να πλάσει μαζί αλγηδόνα κι ευφροσύνη.

[...]

καθαρό παλιννοστούσε το αίμα
και τα τέρατα έπαιρναν την όψη ανθρώπου
Τόσο εύλογο το Ακατανόητο

[...]

       Ο Αχειροποίητος
με το δάχτυλο έσυρε τις μακρινές
γραμμές
  ανεβαίνοντας κάποτε ψηλά με οξύτητα
  και φορές πιο χαμηλά οι καμπύλες απαλές
  μία μέσα στην άλλη
στεριές μεγάλες που ένιωσα
να μυρίζουνε χώμα όπως η νόηση

[...]

ΑΛΛΑ ΠΡΙΝ ακούσω αγέρα η μουσική
που κινούσα σε ξάγναντο να βγω
(μιαν απέραντη κόκκινη άμμο ανέβαινα
με τη φτέρνα μου σβήνοντας την Ιστορία)
            πάλευα τα σεντόνια Ήταν αυτό που γύρευα
            και αθώο και ριγηλό σαν αμπελώνας
            και βαθύ και αχάραγο σαν η άλλη όψη τ' ουρανού
Κάτι λίγο ψυχής μέσα στην άργιλο
          Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
                        Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ' εικόνα και ομοίωσή μου:
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
"Κάθε λέξη κι από 'να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος" είπε

[...]

Και η Νύχτα πανσές
παλιάς
πριονισμένης από νοσταλγία Σελήνης
με του έρημου μύλου τα χαλάσματα και την άκακη ευωδιά τής κόπρου
πήρε μέρος μέσα μου
Διαστάσεις άλλαξε στα πρόσωπα· μοίρασε αλλιώς τα βάρη
Το σκληρό μου σώμα ήταν η άγκυρα κατεβασμένη μέσα στους ανθρώπους
           όπου ήχος άλλος κανείς
           μόνο γδούποι γόοι και κοπετοί
           και ρωγμές επάνω στην ανάστροφη όψη
Ποιας φυλής ανύπαρχτης ο γόνος να 'μουν
             τότε μόνο ενόησα
που η σκέψη του Άλλου
διαγώνια σαν ακμή γυαλιού
και Ορθόν ως πέρα με χάραζε
        Είδα μέσα στα σπίτια καθαρά σαν να μην ήταν τοίχοι
        με το λύχνο στο χέρι να περνούν γερόντισσες
        τα χαράκια στο μέτωπο και στο ταβάνι
και άλλοι νέοι με το μουστάκι που έζωναν άρματα στη μέση τους
αμίλητοι
δύο δάχτυλα πάνω στη λαβή
εδώ κι αιώνες.
"Βλέπεις, είπε, είναι οι Άλλοι
και δε γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα
και δε γίνεται μ' Αυτούς χωρίς, Εσύ
Βλέπεις, είπε, είναι οι Άλλοι
               και ανάγκη πάσα να τους αντικρίσεις
η μορφή σου αν θέλεις ανεξάλειπτη να 'ναι
και να μείνει αυτή.
              Επειδή πολλοί φορούν το μελανό πουκάμισο
              και άλλοι μιλούν τη γλώσσα των χοιρογρυλλίων
              και είναι οι Ωμοφάγοι και οι Άξεστοι του Νερού
              οι Σιτόφοβοι και οι Πελιδνοί και οι Νεοκόνδορες
              ορμαθός και αριθμός των άκρων του σταυρού
της Τετρακτίδος.
Αν αλήθεια κρατήσεις και τους αντικρίσεις, είπε,
η ζωή σου θ' αποκτήσει αιχμή και θα οδηγήσεις, είπε
         Ο καθείς και τα όπλα του, είπε
Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ' τον ουρανό
            Πέρασε μέσα μου Έγινε
            αυτός που είμαι




ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ (1959) - αποσπάσματα (σελ. 13, 14, 16, 22-23)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου